Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 32

Yazı tipi:

Κύριε, πρέπει να πλήξωμεν διά μαχαίρας; ηρώτησεν ο Πέτρος, ο μόνος όστις έφερε μάχαιραν· διότι εντός του κήπου ευρισκόμενοι, οι Απόστολοι δεν ήξευραν ακόμη τον αριθμόν των διωκτών. Ο Ιησούς δεν απήντησεν εις το ερώτημα. Ο ίδιος εξήλθε του περιβόλου διά ν' αντιμετωπίση τους διώκτας Του. Χωρίς να φύγη, χωρίς να δοκιμάση να κρυφθή, εστάθη εκεί προ αυτών εις το πλήρες φως της πανσελήνου, εν τη αόπλω και μονήρει Αυτού μεγαλειότητι, καταισχύνων διά του ανυπερασπίστου, τας περιττάς λαμπάδας και περιττά όπλα των.

«Τίνα ζητείτε;» ηρώτησεν.

Η ερώτησις δεν ήτο άσκοπος. Είχε σκοπόν, ως δεικνύει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, να προφυλάξη τους Αποστόλους Του από πάσης ενοχλήσεως. Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ωσαύτως ότι εχρησίμευσε διά να καταστήση όλους τους παρόντας μάρτυρας της κρατήσεώς Του, και ούτω να προλάβη το δυνατόν πάσης κρυφίας δολοφονίας ή απάτης.

«Ιησούν τον Ναζωραίον», απήντησαν εκείνοι.

«Εγώ ειμι», είπεν ο Ιησούς.

Αι ήρεμοι αύται λέξεις επήνεγκον αιφνίδιον παροξυσμόν τρόμου. Η απάντησις αύτη η τόσον ηπία είχεν εν εαυτή δύναμιν μεγαλειτέραν της του απηλιώτου ανέμου ή της του κεραυνού, διότι ο Θεός ήτο εν εκείνη «τη φωνή τη λεπτή», και τους κατέπληξε και τους έκαμε να πέσωσι κάτω εις το έδαφος. Παραδείγματα δεν λείπουσιν εν τη ιστορία εν οις το γαλήνιον ήθος αόπλου τινός ανδρός αφώπλισε και παρέλυσε τους εχθρούς Του. Οι άγριοι Γαλάται δεν ηδύναντο να υψώσωσι τα ξίφη διά να κτυπήσωσι τους σεμνοπροπρεπείς συγκλητικούς της Ρώμης. «Δεν δύναμαι να κτυπήσω τον Μάριον» εφώναξεν ο βάρβαρος δούλος, ρίπτων κάτω το ξίφος του, και φεύγων προτροπάδην από της ειρκτής όπου είχε σταλή διά να φονεύση τον γηραιόν ήρωα. Υπάρχει άρα αφορμή διά την υβριστικήν δυσπιστίαν, μεθ' ης πολλοί υπεδέχθηοαν την απλήν αλλά καταπληκτικήν του Ηγαπημένου μαθητού διήγησιν, ότι εις τας λέξεις «Εγώ ειμι», κίνημα μεταδοτικής δειλίας συνέβη μεταξύ της σπείρας, και οπισθοχωρήσαντες εν συγχύσει, τινές έπεσαν εις το έδαφος; Ουδέν βεβαίως ήτο φυσικώτερον. Πρέπει ν’ αναλογισθώμεν ότι Ιούδας ήτο μεταξύ αυτών· ότι η ψυχή του ήτο εν καταστάσει τρομεράς διαταράξεως· ότι οι Ανατολίται υπόκεινται είπερ τινές εις τον αιφνίδιον πανικόν ότι ο φόβος είνε εξόχως μεταδοτική συγκίνησις· ότι πολλοί εξ αυτών είχον ακούσει περί των κραταιών θαυμάτων του Ιησού, και ότι όλοι ήσαν εν γνώσει ότι ηξίου ότι ήτο Προφήτης. Ο τρόπος καθ' ον αντεμετώπισε το μέγα εκείνο πλήθος, το οποίον οι φόβοι του Ιούδα είχον θεωρήσει ουσιώδες διά την σύλληψίν Του, υπεδείκνυέ τι ως έκκλησιν προς δυνάμεις υπερφυείς, κ' εκείνοι είχον αναλάβη να εκτελέσωσιν εν μεσονυκτίοις ώραις μίαν των ενόχων εκείνων πράξεων αίτινες παραλύουσι και τα στιβαρώτερα πνεύματα. Όταν αναλογισθώμεν τούτο, και ενθυμηθώμεν ότι εις πολλάς περιστάσεις η παρουσία και ο λόγος του Χριστού είχον αρκέσει διά να περιστείλωσι την μανίαν του πλήθους, και να Τον φυλάξωσι σώον εν τω μέσω αυτών, δεν είνε ανάγκη να παραδεχθώμεν θαύμα υπερφυές διά να εξηγήσωμεν το γεγονός ότι οι επίσημοι εκείνοι λησταί και ο άτιμος οδηγός των κατεπλάγησαν προς τας απλάς ταύτας λέξεις, «Εγώ ειμι», ως εάν αστραπή είχε καταφλέξει αιφνιδίως τας όψεις των.

Ενώ δε ίσταντο έντρομοι και διστάζοντες εκεί, Αυτός και πάλιν τους ηρώτησε, «Τίνα ζητείτε;» Πάλιν εκείνοι απήντησαν, «Ιησούν τον Ναζωραίον». «Είπον υμίν, απεκρίθη, ότι Εγώ ειμι· ει ουν Εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν». Διότι Αυτός είχεν ειπεί εν τη προσευχή Του, «Ους δέδωκάς Μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο».

Αι λέξεις ήσαν σημείον προς τους Αποστόλους ότι δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν Αυτώ, και ότι ηδύναντο τώρα να συμβουλευθώσι την ιδίαν ασφάλειάν των, αν ήθελον. Αλλ' ότε είδον ότι δεν διενοείτο ν' αντισταθή, ότι ήτο έτοιμος να παραδοθή εις τους εχθρούς Του, η ψυχή του Πέτρου εδονήθη εκ παλμού αισχύνης· Όσον ανωφελής και αν απέβη ήδη πάσα αντίστασις, εκείνος είλκυσε την μάχαιραν, και διά παραφόρου και αστόχου κινήματος απέκοψε το ωτίον Μάλχου τινός καλουμένου, όστις ήτο δούλος του Αρχιερέως. Πάραυτα ο Ιησούς ανεχαίτισε το άκαιρον τούτο κίνημα. «Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις την θήκην, είπε τω Πέτρω, ότι πάντες οι λαμβάνοντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται». Εάν δεν είχε πρόθεσιν εκουσίως να πληρώση τας Γραφάς, πίνων το ποτήριον όπερ ο Πατήρ Του είχε δώσει αυτώ, δεν θα είχε διά της προσευχής Του την βοήθειαν όχι δώδεκα δειλών Αποστόλων, αλλά δώδεκα λεγεώνων Αγγέλων; Και διά τελευταίας πράξεως θαυματουργού ελέους θίξας εθεράπευσε το τραύμα.

Εν τη συγχύσει της νυκτός όλον το συμβεβηκός τούτο φαίνεται να διήλθεν απαρατήρητον ειμή υπ' ολιγίστων. Όπως και αν έχη, δεν έκαμεν εντύπωσιν εις τους πεπωρωμένους εκείνους ανθρώπους. Ο τρόμος των είχεν εκλίπει, και το θράσος τον αντικατέστησεν. Ο Μέγας Προφήτης εκουσίως παρέδωκεν Εαυτόν· ήτο αιχμάλωτός των. Βροντή δεν είχεν επέλθη· άγγελος δεν κατήλθεν εξ ουρανού να Τον ελευθερώση· πυρ δια θαύματος δεν τους κατέφαγε. Έβλεπον ενώπιόν των άνθρωπον άοπλον και κεκμηκότα, τον οποίον είς των ιδίων οπαδών Του είχε προδώσει, και εις του οποίου την σύλληψιν παρίσταντο απλώς εν ανισχύρω αγωνία ολίγοι έντρομοι Γαλιλαίοι. Τον εκράτουν σφιγκτώς, καί τινες ήδη αρχιερείς και πρεσβύτεροι και αξιωματικοί των φυλάκων του Ναού είχον τολμήσει ήδη να εξέλθωσιν εκ της ενέδρας εξ ης έβλεπον την σύλληψίν Του, και να τρέξωσι περί Αυτόν μεθ' υβριστικής περιεργίας. Προς τούτους ιδίως εστράφη και είπεν αυτοίς, «Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων;» Ότε ήμην καθ' ημέραν μεθ' υμών εν τω Ιερώ δεν ήρατε χείρας εναντίον Μου. Αλλ' αύτη είνε η ώρα σας, και η κακή άδεια του σκότους.

Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι απέσβησαν και την υστάτην ακτίνα της ελπίδος εις πνεύματα των οπαδών Του. Τότε οι μαθηταί Του όλοι, και αυτός ο φλογερός Πέτρος, και αυτός ο επιστήθιος Ιωάννης, τον εγκατέλιπον και έφυγον. Κατά την υπερτάτην εκείνην στιγμήν, μόνον είς άγνωστος νεανίσκος (ίσως ήτο ο κτήτωρ του Γεθσημανή, ίσως ο Άγιος Μάρκος ο Ευαγγελιστής, ίσως ο Λάζαρος ο αδελφός της Μάρθας και Μαρίας) απετόλμησε ν' ακολουθήση μακρόθεν, εξόπισθεν του εχθρικού πλήθους. Φαίνεται ότι είχεν εγερθή αποτόμως εκ του ύπνου, διότι ήτο κεκαλυμμένος μόνον διά σινδόνος ή νυκτικής οθόνης, με την οποίαν εκοιμάτο. Αλλ' οι άνθρωποι της σπείρας τον έδραξαν από την σινδόνα, κ' εκείνος τρομάξας άφησε την σινδόνα, και έφυγε γυμνός, ήτοι μόνον με τα εσωτερικά ενδύματα.

Ο Ιησούς ήτο μόνος τώρα εις την εξουσίαν των εχθρών Του. Κατά προσταγήν του χιλιάρχου, αι χείρες Του εδέθησαν όπισθεν των νώτων Του, και στενώς συνέχοντες Αυτόν οι ρωμαίοι στρατιώται, ακολουθούμενοι και περικυκλούμενοι υπό των Ιουδαίων υπηρετών, τον ανήγαγον άνω της χαράδρας του χειμάρρου των Κέδρων, και ανά την απότομον προς την πόλιν ανωφέρειαν πέραν της χαράδρας, και τον έφεραν εις την οικίαν του Αρχιερέως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'.
Ο Ιησούς ενώπιον των Ιερέων και του Συνεδρίου

Ο Άννας. – Ο χαρακτήρ του. – Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι. – Γεννήματα εχιδνών – «Ούτως αποκρίνη τω Αρχιερεί;» Εν τη αυλή του Καϊάφα. – «Εζήτουν ψευδομαρτυρίαν». – «Καταλύσαι τον Ναόν τούτον». – Σιωπή του Ιησού. – Απόνοια του Καϊάφα. – Ο εξορκισμός του. – Βλασφημεί!» – «Ένοχος θανάτου εστί».

Καίτοι οι απιστούντες ενδιέτριψαν μετά δυσαναλόγου επιμονής επί πληθύος «ασυμφωνιών» εν τη τετραπλή αφηγήσει της δίκης, της καταδίκης, και του θανάτου του Χριστού, αύται δεν είνε ικαναί να προξενήσωσι την ελαχίστην ανησυχίαν εις τον χριστιανόν μελετητήν· ούτε δύνανται να εξεγείρωσι και την πλέον στιγμιαίαν δυσπιστίαν εις πάντα άνθρωπον όστις, και αν δεν έχη βαθύτερα αισθήματα εις την υπόθεσιν και δεν θέλη να παραδεχθή την θεοπνευστίαν, προσέρχεται εις τα Ευαγγέλια άνευ προκαταλήψεως, και δέχεται ταύτα απλώς ως ιστορίας ειλικρινείς, εφ' όσον έγκειται εν τη γνώσει των συγγραφέων, αλλά, καθ' εαυτά λαμβανόμενα, επιτομάς ατελείς. Μετά επισταμένας μελέτας, αφόβως αποφαίνομαι, ότι καίτοι αι μικραί παραλλαγαί είνε πολλαί, ου μόνον ουδεμία αντίφασις υπάρχει, αλλ' είς έκαστος των Ευαγγελιστών συμπληροί τας λεπτομερείας όσας παρέχει ο άλλος, και συνδιαζομένων όλων, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την αληθή των συμβεβηκότων συνέχειαν. Ου μόνον δεν φαίνονται αβάσιμα, αλλά φέρουσιν εν εαυτοίς ανεξίτηλον την σφραγίδα της πεποιθήσεως και της βεβαιότητος. Μετ' επιμελείας δε και προσοχής αναγινώσκοντες βλέπομεν ότι οι τέσσαρες ευαγγγελισταί ιστορούσιν εξαπλήν δίκην, τετραπλούν εμπαιγμόν, τριπλήν αθώωσιν, δις επαναληφθείσαν καταδίκην του Χριστού του Κυρίου ημών.

Αναγινώσκοντες παραλλήλως τα Ευαγγέλια, βλέπομεν ότι εκ των τριών δοκιμασιών τας οποίας ο Κύριος υπέστη εις τας χείρας των Ιουδαίων, πρώτη μόνον, η ενώπιον του Άννα, αναφέρεται υπό του Ιωάννου· η δευτέρα, η ενώπιον του Καϊάφα, υπό του Ματθαίου και Μάρκου· η τρίτη, η ενώπιον του Συνεδρίου, υπό του Λουκά. Ουχ ήττον, ο Ιωάννης διακριδόν αναφέρει την δευτέραν δίκην, ο δε Ματθαίος και ο Μάρκος υπονοούσι την τρίτην· ο Λουκάς, καίτοι αρκείται εις την αντιγραφήν της τρίτης, εναργώς και ούτος αφήνει χώρον διά την πρώτην και την δευτέραν.

Ήτο δε η πρώτη η πρακτική, η δευτέρα η δυναμική, η τρίτη η ενεργός και ρητή απόφασις ότι έπρεπεν εις θάνατον να καταδικασθή. Εκάστη των τριών δοκιμασιών θα ηδύνατο, εκ διαφόρου απόψεως, να θεωρηθεί ως η κρισιμωτέρα και σπουδαιοτέρα των τριών. Η του Άννα ήτο η ημιεπίσημος προανάκρισις, η του Καϊάφα η πραγματική απόφασις, η του όλου Συνεδρίου περί την πρωίαν η οριστική κύρωσις.

Ότε ο χιλίαρχος, ο άρχων του αποσπάσματος των ρωμαίων στρατιωτών, διέταξε να δεσμευθή ο Ιησούς, εκείνοι Τον απήγαγον άνευ αποπείρας προς αντίστασιν. Μεσονύκτιον είχε παρέλθη ήδη καθώς Τον έσυραν εις την οικίαν του Αρχιερέως. Φαίνεται δε ότι αύτη κατείχετο άμα υπό των δύο πρωταιτίων της φοβέρας ανομίας, του Άννα, και του γαμβρού του, Καϊάφα. Τον έφεραν προς τον Άνναν πρώτον. Εκεί διεξήχθη το πρώτον μέρος της δίκης, πιθανώς εν χθαμαλώ θαλάμω ανοιγομένω προς την αυλήν. Είνε αληθές ότι ο Άννας είχε παυθή υπό των Ρωμαίων από το αξίωμα του Αρχιερέως, και τον είχε διαδεχθή πρώτον ο Φαβής, είτα ο υιός του Ελεάζαρ, είτα ο γαμβρός του Ιωσήφ Καϊάφας. Αλλ' οι αυστηροί τηρηταί του νόμου μόνον βεβιασμένως ανεγνώριζον τους διαδόχους του, και εθεώρουν τον Άνναν πάντοτε ως δικαιώματι αρχιερέα. Από των ημερών Ηρώδου, του Μεγάλου καλουμένου, η αρχιερατεία είχεν εκπέσει από διαρκούς θρησκευτικού αξιώματος εις πρόσκαιρον κοσμικόν τίτλον.

Ενώπιον άρα του Άννα προσήχθη ο Ιησούς πρώτον ως δεσμώτης εις το δικαστήριον. Ο Ιώσηπος θαυμάζει και μακαρίζει τον Άνναν τούτον, ως φθάσαντα εις βαθύ γήρας, αρχιερατεύσαντα αυτόν, και αξιωθέντα να ίδη πέντε υιούς του και έκτον τον γαμβρόν του αρχιερείς. Αλλά να θαυμάζηταί τις υπό τοιούτου εξωμότου, οίος ο Ιώσηπος, είνε πολύ αμφίβολον ευτύχημα. Μεθ' όλην την ευτυχίαν του ο Χανάν (ή Άννας, ή Άνανος) φαίνεται να άφησεν οπίσω του κακόν όνομα, και αρκετά γνωρίζομεν περί του χαρακτήρος του όπως μάθωμεν ότι ήτο πανούργος, τυραννικός και φιλόκοσμος Σαδδουκαίος, πλήρης χαμερπούς κακίας και ευτελείας. Ενώπιον του μοχθηρού τούτου ανθρώπου προσήχθη ο Σωτήρ του κόσμου διά ν' ανακριθή.

Και υπήρχον ισχυροί λόγοι ίνα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διατηρήση ημίν όλην την φάσιν ταύτην της δίκης. Χρειάζεται να παρέλθωσιν έτη τινά όπως οι άνθρωποι δυνηθώσι να ίδωσι τον πρώτον υποκινητήν συμβάντων εις τα οποία υπήρξαν σύγχρονοι. Κατ' αρχάς, ο κατά το φαινόμενο δράστης ή πράκτωρ θεωρείται συνήθως ως ο μάλλον υπεύθυνος, καίτοι δυνατόν πράγματι να είνε απλούς κρίκος εν τω επισήμω μηχανισμώ. Αλλ' εάν υπήρξεν είς άνθρωπος πλέον ένοχος των άλλων διά τον θάνατον του Χριστού, ο άνθρωπος ήτο ο Άννας. Το προβεβηκός της ηλικίας του, το αξίωμα και η επιρροή του, έδιδον εξαιρετικήν βαρύτητα εις την προνομιακήν απόφασίν του. Ήτο φίλος των Ηρωδών και των πραιτώρων, και απέδωκεν, ως φαίνεται, πολιτικήν σημασίαν εις την διδασκαλίαν του Ιησού, εφοβήθη δε μη ο Ιησούς αποξενώση το πλήθος από της αρχιερατικής επιρροής. Είνε αξιοσημείωτον ότι, καίτοι οι Φαρισαίοι ηλαύνοντο υπό φλέγοντος μίσους κατά του Ιησού και ήσαν τόσον ανυπόμονοι διά τον θάνατόν Του, ώστε προθύμως να συμπράξωσι με τους αριστοκρατικούς και αρχιερατεύοντας Σαδδουκαίους (από των οποίων συνήθως εχωρίζοντο διά παντοίων διαφορών, πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών), ουχ ήττον, από της στιγμής καθ' ην η σκευωρία διά την σύλληψιν και την καταδίκην Του ωρίμασεν, οι Φαρισαίοι τόσω ολίγον μέρος έλαβον εν αυτή, ώστε το όνομά των ουδέ άπαξ προεχόντως μνημονεύεται έν τινι συμβεβηκότι σχετιζομένω προς την σύλληψιν, την δίκην, τους χλευασμούς και την σταύρωσιν. Οι Φαρισαίοι εκλείπουσιν· οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι λαμβάνουσι την θέσιν των. Είνε δε αμφίβολον άν τινες εκ των εγκριτωτέρων Φαρισαίων ήσαν μέλη του εκπεπτωκότος εκείνου ειδώλου της εξουσίας, το οποίον εις τας κακάς εκείνας ημέρας εγαυρία ακόμη με τον τίτλον του Συνεδρίου. Εάν πιστεύσωμεν το Ταλμούδ, το Συνέδριον ήτο άθρησκος, άπατρις ομοσπονδία ιερέων καπηλευομένων τα ιερά και τα όσια, η δε οικογένεια του Χανάν ή του Άννα και αυτός ο ίδιος, υποστηριζόμενοι υπό της Ρωμαϊκής εξουσίας, αλλά μισούμενοι υπό του λαού, ήσαν η ψυχή και η ζωή του πονηρού εκείνου σωματείου.

Δυνάμεθα προσέτι να συμπεράνωμεν ότι η μανία των Σαδδουκαίων και ιερέων εξήφθη κατά του Χριστού ένεκα των λόγων και των πράξεων Αυτού εν σχέσει προς τον Ναόν, τον οίκον του Θεού, τον οποίον ούτοι εθεώρουν ως αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν και νόμημά των, και κατ' εξοχήν εκ του δευτέρου καθαρισμού του Ναού, του δημοσία υπ' Αυτού γενομένου εσχάτως. Και εις τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστάς ευρίσκομεν ότι οι εγκαλούντες τον Ιησούν διά την πράξιν ταύτην δεν είνε Φαρισαίοι, αλλ' Ιερείς και Γραμματείς, οίτινες φαίνονται λαβόντες εξ αυτής νέαν μανιώδη ώθησιν όπως ζητώσι τον όλεθρόν Του.

Αλλ' υπάρχει άρα και άλλος λόγος; Ναι, διότι δυνάμεθα να υποθέσωμεν εκ του Ταλμούδ ότι η πράξις αύτη έτεινε να πληγώση την φιλαργυρίαν των, να βλάψη τα αθέμιτα κέρδη των. Η φιλαργυρία, η νόσος του Ιούδα, η νόσος όλης της Ιουδαϊκής φυλής, φαίνεται ότι υπήρξε και η δεσπόζουσα κακία της οικογενείας του Άννα. Υπάρχουσι λόγοι να πιστεύσωμεν ότι τα εμπορεία και τα αργυραμοιβεία, τα οποία είχον καθιδρυθή υπό τας στοάς του Ναού, και τα οποία ο Χριστός εν αγανακτήσει διεσκόρπισε, ου μόνον ήσαν εγκεκριμένα υπό της εξουσίας των αρχιερέων τούτων, αλλ' ήσαν διωργανισμένα προς ίδιον κέρδος των. Υπήρχον ισχυροί λόγοι όπως ο Άννας, ο κορυφαίος αντιπρόσωπος των γεννημάτων τούτων των εχιδνών, ως τους αποκαλεί είς των συγγραφέων του Ταλμούδ, καταβάλη πάσαν προσπάθειαν όπως επιφέρη τον όλεθρον Προφήτου, του οποίου αι πράξεις έτεινον να καταστήσωσιν αυτόν και την οικογένειάν του πτωχούς και ασήμους.

Το ότι ο Άννας δεν ετόλμησε να ομολογήση τα αισθήματα και τας αφορμάς ταύτας, ηναγκάσθη μάλιστα να τηρήση ταύτα όλως μυστικά, θα ηύξανε μόνον το βάθος της πικρίας του. Και η μέθοδος της ενεργείας του φαίνεται να υπήρξε τόσον έκνομος όσον ήτο και το ότι ανέλαβεν εν τοιούτω τόπω και τοιαύτη ώρα, δικαστικά καθήκοντα. Επιθυμών ν' ανακαλύψη σκιάν τινα κατηγορίας επί λαθραία αποστασία ή επί κακοδοξία επηρώτησε τον Ιησούν περί των μαθητών Αυτού και περί της διδαχής Αυτού. Η απάντησις, ατάραχος, ενείχε βαθείαν επιτίμησιν. Εγώ παρρησία ελάλησα προς τον κόσμον. Εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη Συναγωγή και εν τω Ιερώ, όπου οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν. Τι με επερωτάς; Επερώτησον τους ακούσαντές Με τι είπον αυτοίς. Ίδε, ούτοι οίδασι τι ελάλησα Εγώ». Η εμφαντική επανάληψις του Ε γ ώ, και αύτη η ασυνήθης σημαντική τοποθέτησίς του εις το τέλος της προτάσεως, δεικνύουσιν ότι αντίθεσις ήτο ίσως το σκοπούμενον· ως εάν έλεγεν, «Το μεσονύκτιον τούτο, η στάσις αύτη, η μυστικότης, η άκοσμος αύτη παρωδία της δικαιοσύνης, είνε &σα&, όχι &Εμά&. Ουδέποτε υπήρξεν απόκρυφόν τι εν τη διδαχή Μου· ουδέποτε έκρυψα τας πράξεις μου. Αλλά &συ&, και &σα&». Και αυτοί οι κόλακες και οι θεράποντες του Άννα ησθάνθησαν το σφαλερόν της θέσεως του κυρίου των υπό την επιτίμησιν ταύτην· ησθάνθησαν ότι ενώπιόν της αθωότητος του νεαρού τούτου Ραβδί του εκ Ναζαρέτ, η υποκρισία του γηραιού Σαδδουκαίου εταπεινώθη. «Ούτως αποκρίνη τω Αρχιερεί;» είπεν είς τούτων μετά θυμού και ύβρεως· και χωρίς ο κύριός του να τον επιπλήξη, εβεβήλωσε διά του πρώτου ατίμου ραπίσματος το ιερόν πρόσωπον του Χριστού. Τότε πρώτον το πρόσωπον τούτο, εις το οποίον οι Άγγελοι θεωρούσιν ως τα βρέφη εις την λαμπράν του ηλίου ακτίνα, επλήγη υπό αθλίου δούλου. Την ύβριν υπέφερεν ο Χριστός μετ' ευγενούς πραότητος. Και ο απόστολος Παύλος, όταν ομοίως υβρίσθη, οργισθείς κατηράσθη τον υβριστήν. «Ο Θεός πλήξαι σε, κεκολιαμένε τοίχε»· αλλ' Αυτός, ο Υιός του Θεού, ο ασυγκρίτως υπέρτερος των Αγγέλων και των Αποστόλων, άνευ οργής και ηρέμα επετίμησε τον αναιδή υβριστήν, «Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τι Με δέρεις;» Ήτο προφανές ότι ουδέν περισσότερον ηδύνατο ν' αποσπασθή απ’ Αυτού· ότι ενώπιόν τοιούτου δικαστηρίου δεν θα απεκρίνετο εις άλλην ερώτησιν. Δέσμιος, εις σημείον ότι έμελλε να καταδικασθή, καίτοι ανεξέταστος και αναπολόγητος, εστάλη υπό του Άννα μέσον της αυλής προς τον Καϊάφαν τον γαμβρόν του, τον ελέω του Ρωμαίου πραίτωρος τιτλούχον Αρχιερέα.

Ο Καϊάφας, όπως και ο πενθερός του, ήτο Σαδδουκαίος, εξ ίσου πανούργος και ασυνείδητος όσον ο Άννας, αλλά πεπροικισμένος με ολιγωτέραν δύναμιν θελήσεως και χαρακτήρος. Εν τη οικία του διεξήχθη το δεύτερον ιδιωτικόν και έκνομον στάδιον της δίκης. Εκεί (διότι, ενώ οι πτωχοί Απόστολοι δεν ίσχυσαν ν' αγρυπνήσωσιν επί μίαν ώραν εν συμπαθεί προσευχή, οι ανόσιοι ούτοι σκευωροί ηδύναντο ν' αγρυπνώσι παννύχιοι εν τη θανασίμω κακία των) τινές των πλέον απεγνωσμένων εχθρών του Ιησού μεταξύ των Ιερέων και Σαδδουκαίων είχον συνέλθη. Όπως γείνη απαρτία του Συνεδρίου έπρεπε να είνε τουλάχιστον εικοσιτρία των μελών παρόντα. Και δυνάμεθα ίσως να εικάσωμεν ότι το ιδιαίτερον τούτο σώμα ενώπιον του οποίου ο Χριστός είχε προσαχθή ήδη συνέκειτο κατά το πλείστον εξ ιερέων. Ήτο δε, ως φαίνεται, μία επιτροπεία ή τμήμα εκ συνέδρων, και ιδίως ιερέων, το οποίον δύναται να ληφθή αντί όλου του συνεδρίου.

Αλλ' οποιαδήποτε και αν ήτο η φύσις του δικαστηρίου, ου προήδρευε νυν ο Καϊάφας, είνε πρόδηλον ότι οι ιερείς εβιάσθησαν ν' αλλάξωσιν τακτικήν. Αντί να προσπαθώσιν, ως ο Άννας, να εκπτοήτωσι και περιπλέξωσι τον Ιησούν με δολεράς ερωτήσεις, και ούτω να Τον ενοχοποιήσωσιν επί κρυφία δήθεν αποστασία, επροσπάθησαν τώρα να Τον στιγματίσωσι διά του εγκλήματος της δημοσίας πλάνης. Πράγματι αι ίδιαι πικραί διαιρέσεις των καθίστων δύσκολον το έργον του ελέγχου. Εάν ενδιέτριβον επί τινος υποτιθεμένης εναντιότητος, προς την πολιτικήν εξουσίαν, τούτο θα επέσυρεν τας συμπαθείας των Φαρισαίων υπέρ Αυτού. Εάν επέμενον επί των δήθεν αθετήσεων του Σαββάτου και της ολιγωρίας των εθίμων και παραδόσεων, τούτο θα συνεφώνει με τας σκέψεις των Σαδδουκαίων. Οι Σαδδουκαίοι δεν ετόλμων να εγκαλέσωσιν Αυτόν διά την αποκάθαρσιν του Ναού· οι Φαρισαίοι, ή εκείνοι οίτινες τους αντιπροσώπευον, ανωφελές ενόμισαν να επανέλθωσιν εις τας περί των παραδόσεων καταγγελίας Του. Πλην ο Ιησούς ασυγκρίτως ευγενέστερος και του ευγενεστάτου των Αποστόλων Του, δεν θα ήθελε ποτέ να συνδαυλίση τας λανθανούσας ταύτας εχθροπαθείας, ή να επικαλεσθή προς ιδίαν απελευθέρωσίν Του μίαν έριδα των κοιμωμένων τούτων προλήψεων. Δεν διετάραξε την πρόσκαιρον λυκοφιλίαν ήτις ήνωσεν αυτούς εις κοινήν έχθραν εναντίον Του. Αφού άρα δεν είχον επ' ουδενός άλλου να βασισθώσιν, οι Αρχιερείς και το Συνέδριον όλον «εζήτουν ψευδομαρτυρίαν» (τοιαύτη η τρομερά απλή έκφρασις των Ευαγγελιστών) «ε ζ ή τ ο υ ν ψ ε υ δ ο μ α ρ τ υ ρ ί α ν κατά Του Ιησού ώστε θανατώσαι Αυτόν». Πολλάκις άνθρωποι διεστραμμένοι και άρπαγες ζητούσι ψευδομάρτυρας· και αι δυνάμεις του πονηρού συνήθως τους προμηθεύουσιν εις αυτούς. Αν και οι πράκτορες των ιερέων τούτων ήσαν πρόθυμοι να ψεύδωνται, αλλ' όμως οι ψευδομάρτυρες όσοι προσήλθον κατέθεσαν τόσον αντιφατικά και παράλογα, ώστε και αυτοί οι άδικοι δικασταί δεν ηδύναντο ευσχήμως να δεχθώσι την μαρτυρίαν των.

Τέλος προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες είπον: «Ούτος έφη, Δ ύ ν α μ α ι κ α τ α λ ύ σ α ι τον Ναόν τούτον – ή, κατ' άλλην έκδοσιν, Κ α τ α λ ύ σ ω τον Ναόν τούτον – και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν». Το αληθές ήτο ότι δεν είχεν ειπεί ούτε το έν ούτε το άλλο, αλλ' είχεν ειπεί: «Κ α τ α λ ύ σ α τ ε τον Ναόν τούτον»· και η προστακτική είχε μόνον απευθυνθή υποθετικώς προς αυτούς. Αυτοί έμελλον να ήνε οι καταλύται· Εκείνος είχεν υποσχεθή μόνον ότι θ’ ανακτίση. Ήτο μία των ψευδορκιών εκείνων, ήτις ήτο τόσω μάλλον ψεύδορκος, όσω έφερεν απωτέραν τινά ομοιότητα προς την αλήθειαν. Δώσαντες διάφορον απόχρωσιν εις τους αληθείς λόγους Του, είχον, με την αφέλειαν της συκοφαντίας, ανατρέψει το νόημά των, και ήλπιζον να θεμελιώσωσιν επ' αυτών κατηγορίαν επί βλασφημία. Αλλά και αύτη η ψευδορκία ανετράπη άρδην, και ο Ιησούς ήκουεν εν σιωπή ενώ οι διηρημένοι εχθροί Του απελπιστικώς συνέχεον αλλήλων τας μαρτυρίας. Η ενοχή πολλάκις κατέρχεται εις δικαιολογίας όπου η αθωότης μένει άφωνος. Υπέμενεν ώστε οι ψευδείς κατήγοροί Του και οι ψευδείς ακροαταί των να περιπλέκωνται εις τα δίκτυα των ιδίων κακοβούλων ψευδών των, και η σιωπή του αθώου Ιησού εξιλέου τας πάλαι δικαιολογίας του ενόχου Αδάμ.

Αλλ' η μεγαλοπρεπής εκείνη σιωπή τους ετάραττε, τους συνέχεε, τους εμώραινε. Κατεβάρυνεν αυτούς με αφόρητον το άχθος της αυτοκαταδίκης. Ησθάνοντο ενώπιον της σιωπής εκείνης ως εάν αυτοί ήσαν οι ένοχοι και Εκείνος ο δικαστής. Και επειδή παν φαρμακερόν βέλος των έπιπτεν άπρακτον εις τους πόδας, ως να εθραύετο κατά της αδαμαντίνης ασπίδος της αθωότητός Του, ήρχισαν να φοβώνται μήπως, μεθ' όλα ταύτα, η δίψα των διά το αίμα του μείνη άσβεστος, και η σκευωρία των ανατραπή. Ο Προφήτης ούτος ο εκ Ναζαρέτ θα υπερίσχυε κατ' αυτών, απλώς δι' έλειψιν ολίγων ψευδών περιτέχνων; Και ήτο η ζωή Του γοητευμένη δι' επωδών και κατά της συκοφαντίας της δι' όρκων επιβεβαιουμένης; Ήτο αφόρητον!

Τότε ο Καϊάφας εκυριεύθη υπό παροξυσμού φόβου και οργής. Εγερθείς από της έδρας του και σταθείς εις το μέσον, με ποίαν φωνήν, με ποίαν στάσιν, δυνάμεθα να φαντασθώμεν! «Ουδέν αποκρίνη; Εφώνησε· τι ούτοι σου καταμαρτυρούσι;» Αλλ' η φοβερά σιωπή του Ιησού έμεινεν αδιατάρακτος.

Τότε, φθάσας εις απόνοιαν και μανίαν, ο ψευδής ούτος Αρχιερεύς, τηρών εισέτι απειλητικήν στάσιν κατά του Ιησού, ανέκραξεν, «Εξορκίζω Σε κατά του Θεού του ζώντος ένα ημίν είπης» τι; αν είσαι κακοποιός; αν κρυφίως εκίνησας εις στάσιν; αν φανερώς βλασφημίαν εξέφερες; – όχι, αλλά (και η ερώτησις έδειξε την θεοστεγή πονηρίαν, την υπολανθάνουσαν εν όλη τη θανασίμω κατ' Εκείνου συνομωσία των) &«ει Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού».&

Παράδοξον ερώτημα προς δέσμιον, ανυπεράσπιστον, κατάδικον· και παράδοξον ερώτημα παρά τοιούτου εξεταστού, αρχιερέως του λαού! Παράδοξον ερώτημα εκ μέρους του δικαστού όστις εζήτει να εύρη ψευδομαρτυρίας κατά του δεσμώτου! Αλλ' όμως ούτω πως ορκιζόμενος, και προς τοιούτον ερώτημα, ο Ιησούς δεν ηδύνατο να σιωπήση· επί τοιούτου κεφαλαίου δεν ηδύνατο ν' αφήση χώρον ανοικτόν προς παρερμήνευσιν. Εις τας ημέρας του κηρύγματός Του, όταν ήσαν έτοιμοι να τον λάβωσι διά της βίας όπως ποιήσωσιν Αυτόν Βασιλέα, εις τας ημέρας καθ' ας το να κηρύξη Εαυτόν Μεσσίαν κατά την έννοιάν των ήτο ως να έβαινε προς συνάντησιν αυτών εις το ήμισυ της οδού, μεθ' όλων των εμπαθών προλήψεών των, εις τας ημέρας εκείνας είχε τηρήσει το αξίωμα του Μεσσίου εν σιωπή· αλλά τώρα, κατά την φοβεράν ταύτην κρίσιμον στιγμήν, ότε ο θάνατος επέκειτο, ότε (ανθρωπίνως και προσκαίρως) ουδέν κέρδος, ζημία δε μάλλον θα προσεγίνετο εκ της ομολογίας, εδόνησε και διεπέρασεν όλας τας γενεάς, διεπέρασε την αιωνιότητα ήτις είνε ο συγχρονισμός όλου του μέλλοντος, και όλου του παρόντος, και όλου του παρελθόντος, η πάνδημος απόκρισις, «&Συ είπας&· κ α ι ό ψ ε σ θ ε τ ο ν τ ο υ Α ν θ ρ ώ π ο υ κ α θ ή μ ε ν ο ν ε κ δ ε ξ ι ώ ν τ η ς δ υ ν ά μ ε ω ς, κ α ι ε ρ χ ό μ ε ν ο ν ε π ί τ ω ν ν ε φ ε λ ώ ν τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ». Εν τη απαντήσει ταύτη η βροντή εβρυχάτο, βροντή μεγαλοφωνοτέρα της εν Σινά, καίτοι τα ώτα των κυνικών και των Σαδδουκαίων δεν την ήκουσαν τότε, ουδέ την ακούουσι τώρα. Δεινοποιών τραγικώς την απαίσιον φρίκην του, ο άνομος δικαστής όστις είχεν αναπληρώσει ούτω τας ελλείψεις των ψευδομαρτύρων τους οποίους μάτην είχε ζητήσει, ο ψευδής Αρχιερεύς διαρρήξας τα ιμάτια του ενώπιόν του Αληθούς, εζήτησε παρά του Συνεδρίου την άμεσον καταδίκην Εκείνου.

«Ε β λ α σ φ ή μ η σ ε! Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Ίδε, νυν ηκούσατε την Βλασφημίαν Αυτού. Τι υμίν δοκεί;» Και με την συγκεχυμένην ταραχώδη κραυγήν «Ις μαβέθ!» Ένοχος θανάτου εστί!» το σκοτεινόν Συνέδριον διελύθη, και το δεύτερον στάδιον της δίκης του Ιησού έληξε.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain