Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 8

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
Το πρώτον θαύμα

Ο Γάμος εν Κανά. – «Οίνον ουκ έχουσιν». – Η απάντησις προς την Παρθένον. – Το θαύμα. – Χαρακτήρες τούτου και άλλων θαυμάτων.

«Τη τρίτη ημέρα (λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) γάμος εγίνετο εν Κανά της Γαλιλαίας». Γράφων εν πλήρει γνώσει και ζωηρά αναμνήσει παντός γεγονότος το οποίον συνέβη κατά τας θεσπεσίας εκείνας ημέρας, σημειοί τας χρονολογίας ως να ήσαν τα γεγονότα ταύτα τόσον οικεία εις τους άλλους όσον και εις αυτόν. Η τρίτη ημέρα πρέπει να εννοηθή ως η τρίτη μετά την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν. Εάν ωδοιπόρει συντόνως ακολουθών την κοινήν οδόν, θα κατέλυε την πρώτην νύκτα εις Σιλώ ή Συχέμ, την δευτέραν εις Εγγανίμ, την τρίτην θα έφθανεν εις Ναζαρέτ, και μη ευρίσκων εκεί την μητέρα Του και τους αδελφούς Του (ήτοι τους οικείους Του (4)), θα ηδύνατο εις μίαν και ημίσειαν ώραν ακόμη, να φθάση εις Κανά εν καιρώ, διά να παρευρεθή εις τον γάμον.

Είναι γνωστόν ότι αι τελεταί αύται, ήρχιζαν περί την αμφιλύκην της εσπέρας, εν Παλαιστίνη, ως και εν Ελλάδι, ωδήγουν δε την νύμφην, και οψιαίτερον ακόμη, την νύκτα, βαθύπεπλον, ανθοστεφή, και λαμπροστόλιστον. Προεπέμπετο με λαμπάδας, με άσματα και με χορούς εις την οικίαν του γαμβρού. Συνωδεύετο υπό νεανίδων της κώμης, και ο νυμφίος ήρχετο εις προϋπάντησίν της μετά των νεαρών φίλων του. Η παράδοσις λέγει, ότι παράνυμφος ήτο ο Ναθαναήλ αλλ' η παρουσία της Παρθένου, επίτηδες μεταβάσης ίσως, φαίνεται να δεικνύη ότι ο γαμβρός ή η νύμφη ήτο εκ των συγγενών των. «Εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εις τον γάμον». Η χρήσις του ενικού ίσως σημαίνει ότι οι μαθηταί εκλήθησαν προς χάριν του, όχι Αυτός προς χάριν εκείνων. Το ότι η Παρθένος έλαβε προφανώς εξάρχουσαν θέσιν εις τον γάμον, και προστάττει τους υπηρετούντας με τόνον εξουσίας. («Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε») πιθανόν καθιστά ότι ο γάμος ήτο ενός των ανεψιών της, των υιών του Αλφαίου, ή των θυγατέρων του Ιωσήφ, εις τας οποίας η παράδοσις αποδίδει ονόματα Εσθήρ και Θάμερ. Ο δε Ιωσήφ είχεν αποθάνη, ως φαίνεται εκ της άκρας σιωπής των Ευαγγελιστών, οίτινες, μετά την πρώτην επίσκεψιν του δωδεκαετούς Χριστού εις Ιεροσόλυμα, δεν μνημονεύουν πλέον το όνομά του.

Είτε επτά ημέρας διήρκεσεν ο γάμος, όπως παρά τοις ευπόροις είθιστο, είτε τρεις μόνον, όπως ήτο συνηθέστερον, αίφνης ο οίνος έλειψεν. Όστις γνωρίζει πόσον ιερά και πλουσία είναι η φιλοξενία ανά την Ανατολήν, και πόση μεγάλη η φιλοτιμία των αγόντων χαράν ή εορτάς κατ' οίκον, εκείνος μόνον δύναται κατανοήση την λύπην και την στενοχωρίαν εις ην ευρέθησαν τότε οι νεόνυμφοι και οι οικείοι των. Εις την Ανατολήν το έχουν αυτό ως δυστύχημα και όνειδος.

Δυνατόν η αιτία της ελλείψεως ταύτης του οίνου να ήτο η παρουσία του Ιησού και των πέντε συντρόφων του. Η πρόσκλησις έγεινε κυρίως διά τον Ιησούν μόνον, ο δε νεαρός νυμφίος δεν θα ήξευρεν ότι από τεσσάρων ημερών ο Ιησούς είχεν αποκτήσει πέντε μαθητάς και ακολούθους. Είναι πιθανόν ότι δεν είχε γείνη πρόσθετος προμήθεια διά την αύξησιν ταύτην των δαιτυμόνων. Ούτε είναι πιθανόν ότι, από μακράν πορείαν εννενήκοντα μιλίων ελθούσα, η συνοδία του Ιησού συνεμορφώθη με το ιουδαϊκόν έθιμον, και έφερε μεθ' εαυτής τροφάς και ασκούς οίνου.

Τούτων ούτως εχόντων, η μήτηρ του Ιησού θα είχεν ιδιαίτερον λόγον διά να του είπη. «Οίνον ουκ έχουσιν». Η παρατήρησις ήτο βεβαίως εύστοχος και σκόπιμος. Κανείς δεν είξευρεν, ως είξευρεν η Παναγία, ποίος ήτον ο Υιός της· και όμως επί τριάκοντα έτη, καθ' α επερίμενεν εν υπομονή την φανέρωσίν Του, τον έβλεπε να μεγαλόνη καθώς μεγαλόνουν τα άλλα παιδιά· έζη εν πραότητι και ταπεινώσει και χάριτι και αναμαρτήτω σοφία, ως νεόφυτον δένδρον ενώπιον του Θεού, πλην κατά τα άλλα όμοιος με τους άλλους νέους, υπερέχων μόνον κατά το άκρως άσπιλον. Αλλά τώρα ήτο τριακοντούτης, και η φωνή του μεγάλου Προφήτου, εκ της φήμης του οποίου αντήχει το έθνος, τον είχε κηρύξει τον επηγγελμένον Χριστόν. Ηκολουθείτο δημοσία υπό μαθητών, οίτινες τον ανεγνώριζον ως Διδάσκαλον και ως Κύριον. Ιδού υπήρχεν εδώ μία δυσχέρεια να θεραπευθή, μία καλωσύνη να γείνη, μία έλλειψις ν' αναπληρωθή. Δεν ήλθεν ακόμη η ώρα του; Ποίος ημπορεί να είπη τι ηδύνατο να κάμη αν ήθελε, και αν το ήξευρε συμφέρον; Δεν ηδύνατο τάχα να διατάξη στρατιάν φαιδρών αγγέλων, ως εκείνην ήτις εκήρυξε την εν σπηλαίω γέννησίν Του, να έλθωσι και μεταβάλωσι το ταπεινόν τούτο γαμήλιον συμπόσιον εις ουρανίαν σκηνήν;

Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Και το έδειξε με αποφασιστικόν τρόπον.

«Τι εμοί και σοι, γύναι;» Αι λέξεις φαίνονται τραχείαι και απότομοι, αλλά τούτο οφείλεται εν μέρει εις τους τρόπους μας και εν μέρει εις τας νεωτέρας μας γλώσσας. Το «γύναι» ήτο τόσον αβρόν και ευλαβές εις την Αραμαϊκήν γλώσσαν, εις ην ωμίλει πιθανώς ο Κύριος. Και επί του Σταυρού ακόμη είπε το «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και το «τι εμοί και σοι,» είναι κατά γράμμα μετάφρασις κοινής Αραμαϊκής φράσεως (μαχ λι βελάκ), η οποία λύει μεν το ζήτημα και κόπτει τον λόγον, αλλ' όμως μετέχη αβρότητος και φιλοφροσύνης. Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: – Ό,τι σας λέγη κάμετε.

Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας·

– «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω. Είτα ο Ιησούς διέταξε ν' αντλήσουν εκ του περιεχομένου και να το φέρουν εις τον αρχιτρίκλινον, ήτοι τον συμποσίαρχον. Ο άνθρωπος, άμα εγεύθη το ύδωρ το οποίον είχε μεταβληθή εις οίνον, τω παντοδυνάμω πνεύματι του Χριστού, και δεν ήξευρε πόθεν τούτο – μόνον οι υπηρέται το ήξευραν, οι οποίοι είχον γεμίσει οι ίδιοι τας υδρίας, και πάλιν οι ίδιοι εκένωσαν εκ των υδριών εις αγγείον μικρότερον – εστράφη προς τον νυμφίον και του λέγει ευθύμως: – Κάθε άνθρωπος βάλλει πρώτον τον καλόν οίνον, και όταν οι καλεσμένοι μεθύσουν, τότε τον χειρότερον· συ όμως εφύλαξες τον καλόν οίνον τελευταίον.

Τούτο ήτο το πρώτον σημείον, ή το πρώτον θαύμα του Ιησού. Πόσον απλούν και πόσον θεσπεσίως γαλήνιον! Η μέθοδος του θαύματος, όπερ είναι πολύ θαυμασιώτερον από τας συνήθεις ιάσεις των αρρώστων, υπερβαίνει την ημετέραν κατάληψιν· και όμως δεν έγεινε με πομπήν ούτε με επίδειξιν. Υπήρξαν εις τας ημέρας ταύτας της απιστίας άνθρωποι οίτινες μωρώς και αλαζονικώς ηξίωσαν ότι ο Υιός του Θεού ώφειλε να κάμη τα θαύματά του ενώπιον σοφών και επιστημόνων, εάν ήθελε να Τον πιστεύσωμεν. Αλλά πρώτον ο Υιός του Θεού δεν έχει ανάγκην να Τον πιστεύσωμεν, κ' έπειτα οι σοφοί και επιστήμονες του κόσμου τούτου δεν είναι ως τίποτε ενώπιόν Του. Η δε πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν. Υπήρξαν τα σημεία της θείας αποστολής Του· αλλά το κυριώτερον τέρμα των ήτο η ανακούφισις των ανθρωπίνων κακοπαθειών, η ανάδειξις ιεράς τινος αληθείας, ή, ως εις την παρούσαν περίστασιν, η αύξησις της θεμιτής και αθώας χαράς. Έν αφανές χωρίον, πτωχικός γάμος, οικία πενιχρά, ταπεινών αγροτών ομήγυρις, παρέστησαν εις έν των μεγίστων δειγμάτων της θείας παντοδυναμίας.

Το θαύμα είνε θαύμα, και παραδεχόμενοι αυτό, αναγκαίως παραδεχόμεθα υπερφυές τι. Τι το όφελος, και πώς το θαύμα γίνεται καταληπτότερον, αν υποθέσωμεν μετά του Ολσχάουζεν ότι το γενόμενον ήτο επιτάχυνσις των ενεργειών της φύσεως; ή μετά του Νεάνδρου, ότι αι δυνάμεις του ύδατος εμαγνητίσθησαν προς τας του οίνου; οι μετά του Λάγγε, ότι αι δαιτυμόνες ήσαν εις κατάστασιν υπερφυσικής εξάρσεως; ή μετά του Μπάουρ, του Κάιμ και άλλων ότι το θαύμα ήτο κάπως μόνον παραπλήσιον, όχι πραγματικόν; Όσοι ευρίσκουν λυσιτελές να εκφέρουν τοιαύτας υποθέσεις, ας το κάμνουν· εις ημάς φαίνονται δυσμήχανοι και ανωφελείς. Ωφέλει τις να πιστεύη ή ν' απιστή· άλλον μέσον όρον δεν βλέπομεν. Η λέξις Φύσις ποίαν έννοιαν έχει, αν δεν εμπερικλείη την ιδέαν του δημιουργού της; Εάν απλώς αναγνωρίσωμεν το γεγονός, το οποίον μας διδάσκει η επιστήμη, ότι η απλουστάτη και στοιχειωδεστάτη ενέργεια των νόμων της φύσεως είνε ασυγκρίτως υπερτέρα της κατανοήσεως και της υψίστης νοημοσύνης μας· εάν μόνον πιστεύσωμεν ότι η πρόνοια του Θεού δεν είνε αφηρημένη ιδέα, αλλά ζώσα και φιλόστοργος μέριμνα υπέρ της ζωής του ανθρώπου· τέλος, εάν εισάπαξ πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός ήτο ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο ελθών ίνα αποκαλύψη και φανερώση τον Πατέρα Του εις την ανθρωπότητα, τότε τίποτε δεν υπάρχει εις τα θαύματα τα ιστορούμενα εν τοις Ευαγγελείοις το οποίον να προσβάλη την πίστιν μας. Οφείλομεν να θεωρούμεν τα θαύματα του Χριστού ως πηγάζοντα απ' αυτήν την ύπαρξιν και την αποστολήν Του, φυσικώς και αφεύκτως, όπως αι ακτίνες από τον ήλιον. Ήσαν όχι απλώς τέρατα, ή δυνάμεις, ή σημεία, αλλ' ήσαν έ ρ γ α, κατά την λέξιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τα συνήθη και άφευκτα έργα Εκείνου του οποίου αύτη η ύπαρξις ήτο το υψηλότατον πάντων των θαυμάτων. Ήτο αναμάρτητος, και τούτο ήτο θαύμα μέγιστον, περισσότερον ή όσον η πλάσις του κόσμου. Είπέ τις των φιλοσόφων ότι δύο πράγματα τον εξέπληττον· οι έναστροι ουρανοί και ο ηθικός νόμος ο εν αυτοίς· αλλ' εις ταύτα προσετέθη τρίτη πραγματικότης η πλήρωσις του ηθικού νόμου η εν τω Ιησού Χριστώ. Ήλθε Θεός επί της γης, και ως Θεός έπραξεν.

Υπάρχουσι δε δύο χαρακτήρες του πρώτου τούτου θαύματος αξιοσημείωτοι.

Ο είς τούτων είνε το ανθρωπιστικόν και το κοινωνικόν του θαύματος. Η αποστολή Του είνε χαράς και ειρήνης αποστολή. Δεν επιβάλλει την άσκησιν και σκληραγωγίαν, αν και την δέχεται εν μετανοία και συντριβή προσφερομένην, αλλ' επιτρέπει την αθώαν χαράν· δεν επιτάσσει την αναγκαστικήν αγαμίαν και αγνείαν, αν και την αναγνωρίζει εις όσους δέδοται, αλλ' εγκρίνει τον ιερόν δεσμόν του γάμου. Διά την ιδίαν πείναν του δεν ήθελε να μεταβάλη τους λίθους εις άρτους, και προς χάριν των άλλων μεταβάλλει το ύδωρ εις οίνον. Το πρώτον θαύμα του Μωυσέως υπήρξε το να μεταβάλη τον ποταμόν ανόμου έθνους εις αίμα. Το πρώτον του Ιησού το να γεμίση τας υδρίας ακάκου οικογενείας με οίνον.

Ο έτερος χαρακτήρ είνε το συμβολικόν του θαύματος. Καθώς όλα σχεδόν τα θαύματα του Χριστού, μετέχει ελέους, εμβλήματος, και προφητείας. Ο κόσμος αποδίδει πρώτον ό,τι καλόν έχει και είτα όλην την υποστάθμην και την πικρίαν. Αλλ' ο Χριστός ήλθε να μετατρέψη όλα τα χθαμαλώτερα εις τα πλουσιώτερα και γλυκύτερα, τα βάρη του Μωσαϊκού νόμου εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας, το βάπτισμα του Ιωάννου εις βάπτισμα εν Αγ. Πνεύματι και πυρί, την λύπην και την μόνωσιν εις συμβίωσιν αρμονικήν, την θλίψιν και τον στεναγμόν εις ελπίδα και ευλογίαν, και το ύδωρ εις οίνον. Και ούτω η κατά Θεόν πολιτεία την οποίαν ο Χριστός εκόσμησε κ' εκάλλυνε διά της Παρουσίας Του και του πρώτου θαύματός Του εν Κανά της Γαλιλαίας προεικονίζει την μυστικήν ένωσιν του Χριστού και της Εκκλησίας Του· και το κοινόν στοιχείον το οποίον θαυμασίως μετέβαλεν εις οίνον αποβαίνει τόπος της ζωής μας μεταμορφωμένης κ' εξευγενιζομένης διά των προσδοκιών της ουρανίου ευφροσύνης· τύπος του οίνου τον οποίον Εκείνος θα πίη καινόν μεθ' ημών εν τη βασιλεία του Πατρός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
Σκηνογραφία της Γαλιλαίας

Η κοιλάς του Ιορδάνου και η Τιβεριάς Θάλασσα. – Καλλονή της Γεννησαρέτ. – Η τοπογραφία. – Η σημερινή ερήμωσις και η αρχαία Πολυανθρωπία. – Η προφητεία του Ησαΐου. – Η διδασκαλία του Χριστού. – Τοποθεσία της Καπερναούμ.

Το πρώτον θαύμα του Χριστού εν Κανά ήτο σημείον ότι ήλθεν, όχι διά να καλέση τους μαθητάς Του έξω του κόσμου και των συνήθων καθηκόντων Του, αλλά διά να κάμη τους ανθρώπους ευτυχεστέρους, ευγενεστέρους, αγαθωτέρους εν τω κόσμω. Και υπήρχέ τι το σημαντικόν εις τον τόπον τον οποίον εξέλεξεν ως την σκηνήν της πρώτης διδασκαλίας του. Ο Ιωάννης είχε κηρύξει εις τας ερήμους τας παρά την Νεκράν θάλασσαν. Η φωνή του αντήχησεν εις τους κρημνούς και τας φάραγγας. Η πόλις η πλησιεστέρα είχε κτισθή εναντίον αρχαίας αράς υπαρχούσης, και ο δρόμος εις αυτήν έφερε διά της «Οδού αίματος.» Όλα γύρω του απέπνεαν πνοήν ερημίας και πένθους, και ανεκάλουν φοβεράς αναμνήσεις ανόμου και θεηλάτου φυλής. Παρά τα ύδατα εκείνα τα μολύβδινα και υπό τον ουρανόν τον χαλκούν είχε κηρύξει το βάπτισμα της μετανοίας. Αλλ' ο Χριστός, εν μέσω της φαιδράς συνοδίας της Μητρός Του και των συγγενών Του και των Μαθητών Του, εξέλεξεν ως πρώτον κέντρον της διδασκαλίας Του μίαν λαμπράν και πολυάσχολον πόλιν, της οποίας αι μαρμάριναι οικοδομαί κατωπτρίζοντο εις διαυγή θάλασσαν.

Η μικρά αύτη πόλις ήτο η Καπερναούμ. Ηγείρετο υπό τας ομαλάς κατωφερείας των λόφων των πυρικυκλούντων επίγειον παράδεισον. Εις κανέν άλλο μέρος εν Παλαιστίνη δεν υπήρχον δένδρα και κήποι οίοι εν τη χώρα της Γεννησαρέτ. Αυτό το όνομά της σημαίνει «κήπος αφθονίας», και τα αναρίθμητα άνθη ανθούσιν επί τινος κοιλάδος ήτις είνε «ομοία την όψιν με σμάραγδον». Ηθέλησε βεβαίως ο Χριστός ίνα η διδασκαλία του, η ανοίγουσα τους ορίζοντας της αγαθότητος και του ελέους εις τον κόσμον, αρχίση κηρυττομένη εις τόπους τερπνούς.

Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος. Κατά την απωτέραν ή ανατολικήν όχθην εκτείνεται πρασίνη λωρίς, πέραν της οποίας υψούται εις εννεακοσίους πόδας υπεράνω της επιφανείας της λίμνης, σειρά ερήμων λόφων διατρήτων με χαράδρας, χωρίς δένδρον ή χωρίον ή ίχνος καλλιεργείας, το άσυλον όπου ο Κύριος ημών συχνά επεζήτει την αναψυχήν της μονώσεως μετά του Θεού. Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι. Εξαιρέσει της μικράς και φθινούσης πολίχνης της Τιβεριάδος, και του χωρίου Μετζέλ των αρχαίων Μαγδάλων, δεν υπάρχει κατωκημένον μέρος εις τας πάλαι ανθούσας όχθας της· έν άθλιον και υπόσαθρον πλοιάριον αντικατέστησε τον πάλαι ποτέ στολίσκον. Και τούτο δεικνύει την φυγοπονίαν και αναλγησίαν των σημερινών κατοίκων, διότι τα οψάρια είνε ακόμη άφθονα εις την λίμνην. Αλλ' οι φυσικοί χαρηκτήρες ακόμη μένουσιν. Η λίμνη κείται αμετάβλητος, ως οπάλιον σμαραγδοκόλλητον, αναμέσον των πρασίνων λόφων· τα ύδατα είνε ακόμη τόσον ωραία εν της διαυγεία των, ως ότε ο Πέτρος έρριπτε τα δίκτυα εις αυτά, και ο Ιησούς ενέβλεπεν εις τα κρυστάλλινα βάθη των· το φως του ηλίου περιλούει ακόμη τον τόπον, και ο αήρ ευωδιάζει από φυσικά αρώματα, και η τρυγών μορμυρίζει εις τας κοιλάδας, και ο πελεκάν αλιεύει εις τα ύδατα· και υπάρχουν φοίνικες και πρασινίζοντες κάμποι και ρεύματα και αμαυροί ερειπίων σωροί. Και ό,τι έχασε κατά τον πληθυσμόν και την δραστηριότητα, εκέρδισε κατά την σεμνότητα και το ενδιαφέρον. Και αν παν ίχνος ανθρωπίνης κατοικίας εξέλειπεν εκ των πέριξ της, και αν ο θως και η ύαινα ωρύοντο μόνον επί των ερειπίων των Συναγωγών όπου εδίδαξεν ο Χριστός, ακόμη το γεγονός ότι Εκείνος την εξέλεξεν ως την σκηνήν της ενάρξεως της διδασκαλίας Του θα μεταδίδη έννοιαν ιερότητος και περιπαθείας εις τα ερημικά της ύδατα μέχρι συντελείας των αιώνων.

Πολύ εκπαγλοτέρα και ωραιοτέρα ήτο εις τους χρόνους της Παρουσίας Του η λίμνη και το τοπίον εκείνο. Ο Ιώσηπος, αφού περιγράφει μετά θαυμασμού τας καλλονάς της, συμπεραίνει ότι αι ώραι του ενιαυτού εφαίνοντο να ερίζωσι περί της κατοχής της, και ότι η φύσις την είχε πλάσει ως πρότυπον και ως δείγμα. Οι δε Ταλμουδισταί είχον παροιμίαν – ήτις είνε πολύ αληθεστέρα ή όσον φαντάζονται – ότι «ο Θεός είχε πλάσει επτά θαλλάσας εις την γην της Χαναάν, αλλά μίαν μόνον, την θάλασσαν της Γαλιλαίας, εξέλεξε διά τον εαυτόν του.»

Όχι δε μόνον διά την καλλονήν της, αλλά διά το κεντρικόν της θέσεως και το πολυάνθρωπον, η χώρα ήτο θαυμασίως προσηρμοσμένη διά το υπούργημα εκείνο δι' ου επληρώθη η παλαιά προφητεία του Ησαΐου, ότι η «γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλίμ, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών», έμελλε να ιδή φως μέγα, και «οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει επ' αυτούς». Επειδή ο Χριστός έμελλε να είνε και σωματικώς παρών ακόμη επί της γης «φως εις αποκάλυψιν εθνών,» όσον και «δόξα λαού Ισραήλ». Το μικρότερον χωρίον της Γαλιλαίας τότε, μαρτυρεί, ο Ιώσηπος, είχεν υπέρ τους δεκαπεντασχιλίους κατοίκους. Ήτο δε ο λαός φιλόπονος και εργατικός, κ' εκαλλιέργει παν πλέθρον της ευκάρπου εκείνης γης. Τέσσαρες οδοί ήγον εις τας όχθας της λίμνης. Η μία έφερε διά της κοιλάδος του Ιορδάνου εις την δυτικήν όχθην· η δευτέρα, διασχίζουσα γέφυραν προς μεσημβρίαν της λίμνης, διήρχετο διά της Περαίας, κ' έφθανε μέχρι της Ιεριχούς, η τρίτη απέληγεν εις την παραλίαν της Μεσογείου, και η τετάρτη διήκε διά των ορέων της χώρας Ζαβουλών εις Ναζαρέτ, και είτα διά της πεδιάδος Εσδραελών εις Σαμάρειαν και Ιεροσόλυμα. Κατά τους χρόνους του Χριστού, η Γαλιλαία ήτο κέντρον δραστηριότητος δι' εθνικούς και Ιουδαίους, και περί τα τετρακισχίλια πλοιάρια διέπλεον τας όχθας της λίμνης. Διασχίζων τις την λίμνην, τον ποταμόν, ή τα όρη, έφθανεν εις Σαμάρειαν εις Συρίαν και εις Φοινίκην. Η πόλις Τιβεριάς, την οποίαν Ηρώδης ο Αντίπας έκτισεν ως πρωτεύουσαν της Γαλιλαίας, ονομάσας αυτήν επί τω ονόματι του τότε βασιλεύοντος Τιβερίου Καίσαρος, ηυξήθη και ανεπτύχθη μετά θαυμαστής ταχύτητος, και μετέδωκε το όνομά της εις την λίμνην. Αν και ο Χριστός δεν εισήλθεν ίσως ποτέ εις τας οδούς της (επειδή εκτίσθη επί της τοποθεσίας παλαιών τάφων, απηγορεύετο εις τους Ιουδαίους να εισέρχωνται άνευ αυστηρού καθαρμού), μακρόθεν θα είδε πολλάκις τας επάλξεις της και την Χρυσήν Οικίαν του Αντίπα. Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα.

Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση. Ολίγας μόνον ημέρας έμειναν εις Καπερναούμ, αλλ' η διατριβή αύτη έμελλε να είναι το υπόδειγμα δι' όλον το λοιπόν της επιγείου ζωής Του. Θα εκήρυττεν εις την Συναγωγήν, την κτισμένην υπό Ρωμαίου εκατοντάρχου, και τα έργα της αγάπης Του θα εγίνοντο γνωστά εις πάσης φυλής ανθρώπους. Θα εγίνετο γνωστόν εις όλους ότι ο νέος εγερθείς Προφήτης ήτο ανόμοιος με τον μέγαν Πρόδρομόν Του. Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.

Εν ω δε τοιαύτη ήτο η σημασία της ζωής του Χριστού εις την ερατεινήν εκείνην χώραν, είνε παράδοξον ότι η ακριβής τοποθεσία της Καπερναούμ, «της ιδίας πόλεως», κατά τον Ματθαίον, ήτις υπήρξε μάρτυς τοσούτων θαυμάτων Του, και τοσαύτας ήκουσεν εκ των μεγάλων αποκαλύψεών του, έμεινε μέχρι τούδε αβέβαιος. Δύο χωρία ερίζουσι περί τούτου το Χαν Μινυέ και το Τελ Χουμ, αλλ' εις ποίαν εκ των δύο θέσεων έκειτο η πόλις;

Εις εμέ αι αξιώσεις του Τελ Χουμ φαίνονται ευλογώτεραι. Εκεί σώζονται τα ερείπια αρχαίας Συναγωγής, ενώ εις Χαν Μινυέ δεν σώζεται σχεδόν τίποτε, ειμή ερείπια ερειπίων. Αλλά πού να ήτον η οικία του Πέτρου, ήτις ήτο και οικία του Ιησού; Αλλ' επληρώθη και ενταύθα του Χριστού η προφητεία: «Και συ, Καπερναούμ, η μέχρις ουρανού υψωθήσα, έως άδου καταβιβασθήση· ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι εγένοντο εν Σοδόμοις, έμενον αν έως της ημέρας ταύτης».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
Ο Ιησούς το Πάσχα

Εις τα Ιεροσόλυμα. – Οι πωλούντες και οι αγοράζοντες εν τω ναώ. – Η αγανάκτησις του Ιησού. – Διατί δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσι. – «Καταλύσατε τον ναόν τούτον». – Η εκ των λόγων εντύπωσις και το βαθύ της εννοίας των.

Η διατριβή του Ιησού εις Καπερναούμ υπήρξε λίαν βραχεία, και δεν είνε απίθανον ότι απλώς περιέμενε την αναχώρησιν της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών οίτινες ητοιμάζοντο ν' απέλθωσιν εις Ιεροσόλυμα διά την εορτήν.

Οι τρεις ευαγγελισταί σιωπώσι περί πάσης επισκέψεως του Χριστού διά το Πάσχα από του δωδεκάτου έτους της ηλικίας μέχρι του Πάθους Του· και μόνον ο Ιωάννης μνημονεύει το πρώτον τούτο Πάσχα από της ενάρξεως του κηρύγματος του Χριστού. Το κυριώτερον συμβεβηκός το χαρατηρίσαν την επίσκεψιν ταύτην ήτο η έξωσις από του ναού των πωλούντων και των αγοραζόντων και των κολλυβιστών και αργυραμοιβών. Αλλ' η πλεονεξία και το φιλοχρήματον των Ιουδαίων ήτο τόσον επίμονον κακόν, ώστε ο Χριστός ηναγκάσθη να επαναλάβη και εκ δευτέρου την πράξιν, και τούτο τέσσαρας ημέρας προ του Πάθους Του.

Γνωρίζομεν πόσον πλήθος συνέρρεεν εις την αγίαν πόλιν κατά την ενιαύσιον μεγάλην εορτήν. Και σήμερον ο περιηγητής όστις επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ εν καιρώ του Πάσχα δεν δύναται να φθάση εις τας πύλας του ναού του Αγίου Τάφου χωρίς να διέλθη εν μέσω πλήθους πραγματευτών πωλούντων μικρούς σταυρούς, κομβολόγια και πλείστα άλλα πράγματα, οίτινες πληρούσιν όλον τον πέριξ χώρον. Αλλά τότε οι Ιουδαίοι πραγματευταί δεν επώλουν μόνον μικρά αντικείμενα, αλλά βους και πρόβατα και περιστεράς. Οι αργυραμοιβοί ήσαν σχεδόν αναγκαίοι εκεί. Διότι είκοσιν ημέρας προ του Πάσχα οι ιερείς ήρχιζον να εισπράττουν τον παλαιόν ιερόν φόρον του ημίσεως σεκέλ, τον οποίον ώφειλε να πληρώνη πας Ισραηλίτης πτωχός ή πλούσιος, δεν ήτο δε νόμιμον να πληρώνεται ο φόρος ούτος εις έν των διαφόρων νομισμάτων των συρρεόντων εθνικών, αλλ' έπρεπε να πληρώνεται εις αργυρούν εγχώριον νόμισμα. Όθεν οι κολλυβισταί εύρισκον μέγα συμφέρον εις την ανταλλαγήν ταύτην.

Αι στοαί και τα πρόθυρα του Ναού είχον γεμίσει από τους κολλυβιστάς τούτους με τας τραπέζας των, από τους πραγματευτάς και ζωεμπόρους. Και ήτο εκεί η είσοδος εις τον ναόν του Υψίστου. Ο ναός όστις έπρεπε να είνε οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, εβεβηλώθη και εξέπεσεν εις τόπον ένθα ο μυκηθμός των βοών, η βρηχή των προβάτων, και η βαβέλ των πολλών γλωσσών και ο κωδωνισμός των νομισμάτων και ο κλιγμός των πλαστιγγών και ζυγαριών (των όχι πάντοτε δικαίων ίσως) πρέπει να ηκούοντο εις τας γείτονας αυλάς, διαταράσσοντα το άσμα των Λευιτών και τας προσευχάς των ιερέων!

Εμπλησθείς δικαίως περιφρονήσεως προς την ασέβειαν ταύτην, φλέγων εξ ακαθέκτου και αγίας αγανακτήσεως, ο Ιησούς, εισερχόμενος εις τον ναόν, κατεσκεύασε μαστίγιον από τα βρύα τα κείμενα επί του εδάφους· και καταρχάς απεδίωξε τα πρόβατα και τους βους, καθώς και τους οδηγούντας αυτά. Είτα ελθών προς τας τραπέζας των αργυραμοιβών τας ανέτρεψε μεθ' όλων των σωρών των νομισμάτων, αφήσας τους κτήτορας να κύπτωσι και ν' αναζητώσι τα χρήματά των. Αλλά και εις εκείνους οίτινες είχον τους κλωβούς των περιστερών είπε: Πάρετε τα από δω! δικαιολογήσας την πράξιν του μόνον διά των λέξεων: «Μη ποιήτε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου.» Και οι μαθηταί του ιδόντες τον ένθεον τούτον θυμόν, ανεμνήσθημεν τότε του στίχου του Δαυΐδ του Προφήτου και βασιλέως, «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με».

Διατί όλον αυτό το πλήθος δεν αντεστάθη; Διατί οι πλεονέκται εκείνοι και άρπαγες ηρκέσθησαν εις πεπνιγμένους μορμυρισμούς και ταπεινοφώνους αράς; Διατί, θα ερωτήσωμεν, ο Σαούλ υπέφερε να τον αψηφήση ο Σαμουήλ κατέμπροσθεν του ιδίου στρατού του; Διατί ο Δαυΐδ υπήκουσεν εντελώς εις τας προσταγάς του Ιωάβ; Διατί ο Αχαάβ δεν ετόλμησε να συλλάβη και τιμωρήση Ηλιού;

&Διότι η αμαρτία είνε αδυναμία&· διότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον τίποτε ευτελέστερον ενόχου συνειδήσεως, τίποτε τόσον ακαταμάχητον όσον το ανερχόμενον κύμα θεοειδούς αγανακτήσεως κατά παντός του χαμερπούς και του πονηρού. Πώς ηδύναντο οι βέβηλοι εκείνοι και ρυπαροί πλεονέκται, συνειδότες ότι κακώς εποίουν, ν' αντισταθώσιν εις τας αστραπάς των οφθαλμών εκείνων των ανημμένων εν θεία οργή; Η κακία ουδ' επί στιγμήν δύναται να σταθή προ του υψωμένου βραχίονος της αρετής. Όσον ευτελείς και διεφθαρμένοι αν ήσαν οι χρηματολάτραι ούτοι Ιουδαίοι, ησθάνοντο εις τα βάθη της ψυχής των ότι ο Υιός του Ανθρώπου είχε δίκαιον.

Ακόμη και οι ιερείς, οι Φαρισαίοι και οι Λευίται και οι γραμματείς, όσον και αν κατεβιβρώσκοντο υπό της τυπολατρείας και της επάρσεως, δεν ηδύναντο να καταδικάσουν μίαν πράξιν, ήτις θα ηδύνατο να εκτελεσθή υπό τινος Νεεμία ή Ιούδα του Μακκαβαίου, και ήτο σύμφωνος προς τας αρίστας παραδόσεις των. Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.

Η απάντησις του Κυρίου, ακατάληπτος εις αυτούς, τους αφήκεν εμβροντήτους εν θυμώ και καταπλήξει. «Καταλύσατε, είπε, τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν».

Καταλύσατε τον Ναόν τούτον! «τον ναόν διά τον οποίον βασιλεύς υπερέχων εν πλούτω και μεγαλοπρεπεία, οίος ο βασιλεύς Σολομών, εδαπάνησεν όλους τους θησαυρούς του, και ούτω μόνον κατέστησεν ανεκτήν εις τους Ιουδαίους την αφόρητον τυραννίαν του· τον Ναόν διά την οικοδόμησιν του οποίου χίλιαι άμαξαι εχρειάσθησαν και δεκακισχίλιοι εμισθώθησαν τεχνίται, και χίλιοι ιερείς εν ιερατικαίς στολαίς ειργάσθησαν διά να καταθέσωσι τους λίθους τους οποίους οι τεχνίται είχον πελεκήσει ήδη· τον Ναόν, ενί λόγω, όστις ήτο θαύμα του κόσμου! Ούτος εκτίζετο επί 46 έτη και ακόμα ήτον ατελείωτος· και αυτός ο άγνωστος Γαλιλαίος νεανίας τους εκάλει να τον κατεδαφίσωσι, και Αυτός θα ήτον ικανός τον ανεγείρη εις τρεις ημέρας! Τοιαύτην κατά γράμμα ερμηνείαν έδωκαν, και ουδ' υπώπτευσαν το μυστήριον το υποκρυπτόμενον εις τους λόγους του νεαρού Γαλιλαίου.

Πόσον ανεξάλειπτος έμεινεν έκτοτε η εντύπωσις των λόγων αποδεικνύεται εκ του ότι, τρία έτη ύστερον, την μαρτυρίαν ταύτην μάλιστα επεκαλέσθησαν εναντίον του Ιησού οι κατήγοροί Του, και οι ψευδομάρτυρες, οι διαστρέψαντες τους λόγους του ως εξής: «Δύναμαι καταλύσαι τον Ναόν τούτον» ενώ ο Ιησούς ουδέποτε είπεν ότι Αυτός θα κατέλυε τον Ναόν. Αλλ' η διαστροφή αύτη συνέφερεν εις τους σκοπούς των εχθρών Του, όπως τον παραστήσωσιν εις τους κρατούντας ως στασιαστήν. «Εκείνος δε ελάλει (προσθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) περί του Ναού του ιδίου σώματος». Και μόνον μετά την ανάστασίν Του εννόησαν οι μαθηταί την σημασίαν των λόγων Του. Και ουδέν παράδοξον τούτο, επειδή ήσαν λόγοι βαθυτάτης εννοίας. Μέχρι τούδε υπήρξε μόνον είς Ναός του αληθούς Θεού, και ούτος χειροποίητος. Από τούδε το Πνεύμα του Θεού κατώκει εν ναώ ουχί χειροποιήτω, αλλ' εν τω ιερώ Σώματι του Υιού του Θεού όστις εγένετο σαρξ. Ούτος εσκήνωσεν εν ημίν. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της Πεντηκοστής, τρία έτη ύστερον, και από τότε εις τους αιώνας το Άγιον Πνεύμα του Θεού έμελλε να προτιμά υπέρ πάντα ναόν την ευθείαν και καθαράν καρδίαν. Πας δε χριστιανός έμελλε να είναι, εις το θνητόν σώμα του, ναός του Αγίου Πνεύματος.

Ουδέν προσβλητικώτερον εις το παχυλόν, εις το φαρισαϊκόν πνεύμα, το προσκολλώμενον εις τα υλικά, ουδέν αντιπαθέστερον της υψηλής ταύτης αληθείας, ότι ο καθηγιασμένος ναός εις τα Ιεροσόλυμα δεν θα ήτο πλέον του λοιπού ο προνομιούχος τόπος εν ώ οι άνθρωποι θα ελάτρευον τον Πατέρα. Και όμως θα ηδύναντο, αν ήθελον, να λάβωσιν ασθενή τινα έννοιαν των υπό του Χριστού λεχθέντων. Πρέπει να εγνώριζον ότι διά της φωνής του Ιωάννου Αυτός είχε κηρυχθή ο Μεσσίας· πρέπει να κατενόησαν τι τους είπεν ύστερον ότι εν τω τόπω τούτω υπήρχέ τις μείζων του Ναού· πρέπει να εμελέτησαν την έκφρασιν ενός των ραββίνων των, την σχετιζομένην με την προφητικήν γλώσσαν του Δανιήλ ότι ο Άγιος των Αγίων ήτο Αυτός ο Μεσσίας.

Υπάρχει δε μία βαρυσήμαντος ένδειξις ότι εισέδυσαν κάπως εις την έννοιαν των λόγων του Ιησού. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν καθ' ην ο Ιησούς έκειτο νεκρός εν τω λιθίνω τάφω, αυτοί προσήλθον εις τον Πιλάτον και είπον αυτώ: «Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, «Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Λοιπόν δεν υπάρχει που ίχνος ότι ο Ιησούς είπε ποτέ τοιούτους λόγους ευκρινώς προς αυτούς· και αν δεν το ήκουσαν από τον Ιούδαν, ή από την φήμην, τουτέστιν, αν το «εμνήσθημεν» δεν είνε κατάφωρον ψεύδος, δεν ηδύναντο ν' αναφέρωνται εις άλλην περίστασιν ειμή εις αυτήν. Και ότι το ήκουσαν παρά τινος των Αποστόλων ήτο λίαν απίθανον· διότι οι Απόστολοι με τας βραδείας καρδίας των δεν είχον εννοήσει την ρήσιν του Ιησού. Πώς τότε συνέβη οι Φαρισαίοι και ιερείς να εννοώσι καλλίτερον από τους ιδίους μαθητάς Του ό,τι έλεγεν ο Κύριος; Επειδή δεν ήσαν καθώς οι Απόστολοι απονήρευτοι, άδολοι και απλοϊκοί άνθρωποι, και επειδή, με όλην την γνώσιν και την διορατικότητά των, αι καρδίαι των ήσαν ήδη πλήρεις του μίσους και της αποστροφής ήτις απέληξεν εις τον φόνον του Χριστού, και ήτις απέρριψε την ενοχήν του αίματος Του επ' αυτούς και επί τα τέκνα αυτών.

Αλλ' υπήρχεν ακόμη και άλλη έννοια την οποίαν ενείχον αι λέξεις, όχι βεβαίως ολιγώτερον απεχθής εις τας προλήψεις των, αλλ' ουχ' ήττον πλήρης νουθεσίας, και εναργεστέρα εις την αντίληψίν των. Ο Ναός ήτο η καρδία του όλου Μωσαϊκού συστήματος, το στραταρχείον, ούτως ειπείν, της όλης λευιτικής τελετουργίας. Βεβηλούντες τον ναόν εκείνον, και ανεχόμενοι να βεβηλούται ούτος – ανεχόμενοι Εκείνον τον οποίον ήθελον απλώς να θεωρούν ως πτωχόν Γαλιλαίον διδάσκαλον να κατορθοί την αποκάθαρσιν εκείνην του Ναού την οποίαν, είτε εκ νωθρότητος, είτε εξ ιδιοτελείας, ούτε ο Καϊάφας, ούτε ο Άννας, ούτε ο Ιλλήλ ούτε ο Σαμμαΐ, ούτε ο Γαμαλιήλ ούτε ο Ηρώδης είχον ριψοκινδυνεύσει επιχειρήσωσι – δεν κατέστρεφον οιονεί τον Ναόν εκείνον, δεν κατέλυον το σύστημα, δεν εμαρτύρουν δι' αυτών των πράξεών των ότι δι' αυτούς η αληθής σημασία του είχε παρέλθη; Τελειώσατε λοιπόν, θα ηδύνατο να τους είπη, προφητεύων άμα και παρέχων αυτοίς άδειαν, τελειώσατε άνευ αναβολής το έργον τούτο της διαλύσεως· εις τρεις ημέρας εγώ, ως Λυτρωτής εγηγερμένος, θ' ανορθώσω κάτι καλλίτερον και μεγαλείτερον όχι υλικόν Ναόν, αλλά ζώσαν Εκκλησίαν. Τοιαύτην έννοιαν φαίνεται να ενείδεν εις λόγους τούτους ο Άγ. Στέφανος. Τοιαύτην έννοιαν αναπτύσσει εις πολλά χωρία των επιστολών η απαράμιλλος λογική του Παύλου. Αλλ' εις αυτήν την έννοιαν και εις πάσαν άλλην ήσαν κωφοί, και αμβλείς και τυφλοί. Φαίνεται δε ότι απήλθον από του Ιησού σιωπηλοί, αλλά σκυθρωποί, φιλύποπτοι και οργίλοι.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain