Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες »
Μόργκαν Ράις
Η Μόργκαν Ράις είναι συγγραφέας με best-sellers όπως η κορυφαία επική σειρά φαντασίας ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ αποτελούμενη από δεκαεπτά βιβλία, η κορυφαία σειρά best-seller ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΒΑΜΠΙΡ, αποτελούμενη από έντεκα βιβλία, μέχρι στιγμής, η κορυφαία σειρά best-seller Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ, με δυο βιβλία μέχρι στιγμής όπου διαδραματίζεται ένα μετά-αποκαλυπτικό θρίλερ, καθώς και η νέα σειρά φαντασίας ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΟΙ. Τα βιβλία της Μόργκαν είναι διαθέσιμα τόσο σε ηχητική, όσο και σε έντυπη έκδοση, ενώ έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες.
Τα βιβλία ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ (Πρώτο βιβλίο στη σειρά Ημερολόγια των Βαμπίρ), ΑΡΕΝΑ ΕΝΑ (Πρώτο βιβλίο της σειράς Η Τριλογία της Επιβίωσης), ΜΙΑ ΑΝΑΖΉΤΗΣΗ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ (Πρώτο βιβλίο της σειράς ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ), και Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΚΩΝ (Πρώτο βιβλίο της σειράς Βασιλιάδες και Μάγοι) διατίθενται για κατέβασμα δωρεάν μέσω!
Η Μόργκαν αγαπάει τα σχόλια των αναγνωστών, οπότε μπορείτε, αν θέλετε να επισκεφθείτε το www.morganricebooks.com προκειμένου να μπείτε στην λίστα της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, να λάβετε ένα δωρεάν βιβλίο, να λάβετε δώρα, να κατεβάσετε την τελευταία δωρεάν εφαρμογή, να διαβάσετε τα τελευταία νέα, να συνδεθείτε στο Facebook και το Twitter, και γενικά να είστε σε επαφή!
Διεθνής Αναγνώριση για την Μόργκαν Ράις
“Πνευματώδης φαντασία που πλέκει στοιχεία μυστηρίου και ίντριγκας μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας. Το Μια Αναζήτηση για Ήρωες επικεντρώνεται στην διαδικασία της δημιουργίας του θάρρους και στην πραγμάτωση ενός στόχου ζωής που οδηγεί σε προσωπική ανάπτυξη, ωριμότητα και αριστεία… Για όσους ψάχνουν γεμάτες φανταστικές περιπέτειες, οι πρωταγωνιστές, οι μέθοδοι και οι τακτικές, καθώς και η δράση που υπάρχει, παρέχουν ένα ζωντανό σύνολο εμπειριών που περιστρέφονται γύρω από την εξέλιξη του Θορ και την μεταμόρφωσή του από ένα ονειροπόλο παιδί σε έναν νέο ενήλικα ο οποίος αντιμετωπίζει απίστευτα αρνητικές συγκυρίες που απειλούν την επιβίωσή του… Και αυτό είναι μόνο η αρχή της πολλά υποσχόμενης αυτής επικής σειράς για νεαρούς ενήλικες.”
--Midwest Book Review (D. Donovan, Βιβλιοκριτικός για eBooks)
“To Μια Αναζήτηση για Ήρωες έχει όλα εκείνα τα απαραίτητα συστατικά για να γίνει επιτυχία: συνωμοσίες, αντί-συνωμοσίες, μυστήριο, γενναίους ιππότες, σχέσεις που αναπτύσσονται αλλά και ραγισμένες καρδιές, εξαπάτηση και προδοσία. Θα σας διασκεδάσει για ώρες, ικανοποιώντας όλες τις ηλικίες. Προτείνεται για μια μόνιμη θέση στις βιβλιοθήκες του αναγνωστικού κοινού ιστοριών φαντασίας.”
--Books and Movie Reviews, Roberto Mattos
“Η διασκεδαστική επική ιστορία φαντασίας της Ράις [ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ] περιλαμβάνει κλασικά χαρακτηριστικά του είδους—μια δυνατή τοποθεσία, η οποία έχει εμπνευσθεί από την αρχαία Σκοτία και την ιστορία της, καθώς και μια καλή δόση από βασιλικές ίντριγκες.”
—Kirkus Reviews
“Πραγματικά αγάπησα τον τρόπο που η Μόργκαν Ράις έχτισε τον χαρακτήρα του Θορ και τον κόσμο στον οποίο ζούσε. Τα τοπία και τα πλάσματα που υπήρχαν εκεί περιγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια… Μου άρεσε [η πλοκή]. Ήταν σύντομη και ωραία.... Το μίγμα δευτερευόντων χαρακτήρων ήταν ακριβώς όπως έπρεπε προκειμένου να μη μπερδεύομαι. Υπήρχαν περιπέτειες και οδυνηρές στιγμές, αλλά η δράση που περιγράφεται δεν ήταν υπερβολικά αποκρουστική. Το βιβλίο είναι τέλειο για το εφηβικό κοινό… Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για το ξεκίνημα κάτι σπουδαίου…”
--San Francisco Book Review
“Στο πρώτο βιβλίο της γεμάτης δράση επικής ιστορίας φαντασίας Το Δακτυλίδι του Μάγου (που αισίως έχει φθάσει τα 14 βιβλία), η Ράις παρουσιάζει στους αναγνώστες τον 14χρονο Θόργκριν "Θορ" ΜακΛέοντ, του οποίου το όνειρο είναι να μπει στο Αργυρό Τάγμα όπου υπηρετούν οι κορυφαίοι ιππότες του Βασιλιά… Ο τρόπος γραφής είναι καλός και το όλο σενάριο ενδιαφέρον.”
--Publishers Weekly
“To [ΜΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ] είναι εύκολο και γρήγορο στην ανάγνωση. Τα κεφάλαια τελειώνουν με τέτοιο τρόπο που θέλετε να διαβάσετε και το επόμενο, με αποτέλεσμα να μην θέλετε να αφήσετε κάτω το βιβλίο. Έχει ορισμένα ορθογραφικά λάθη αλλά και μπερδεμένα ονόματα, αλλά αυτά δεν αναιρούν την ποιότητα της ιστορίας. Το τέλος του βιβλίου με έκανε να θέλω να πάρω να διαβάσω και το επόμενο, και, βασικά, αυτό ακριβώς έκανα. Όλα τα βιβλία της σειράς Το Δακτυλίδι του Μάγου μπορείτε να τα βρείτε στο Kindle ενώ το Μια Αναζήτηση για Ήρωες προσφέρεται δωρεάν για να ξεκινήσετε το διάβασμα! Αν ψάχνετε για κάτι γρήγορο και ευχάριστο για να διαβάσετε όταν βρίσκεστε σε διακοπές, τότε αυτό το βιβλίο θα σας καλύψει απόλυτα.”
--FantasyOnline.net
Βιβλία από την Μόργκαν Ράις
ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΟΙ
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΚΩΝ (Βιβλίο #1)
ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
ΜΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ (Βιβλίο #1)
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (Βιβλίο #2)
Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΔΡΑΚΩΝ (Βιβλίο #3)
ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ ΤΙΜΗΣ (Βιβλίο #4)
ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΔΟΞΑΣ (Βιβλίο #5)
ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΝΔΡΕΙΑΣ(Βιβλίο #6)
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΣΠΑΘΙΩΝ (Βιβλίο #7)
ΜΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΟΠΛΩΝ (Βιβλίο #8)
ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΜΕ ΜΑΓΙΑ (Βιβλίο #9)
ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΣΠΙΔΕΣ (Βιβλίο #10)
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΤΣΑΛΙΟΥ (Βιβλίο #11)
Η ΓΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ (Βιβλίο #12)
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΩΝ (Βιβλίο #13)
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ (Βιβλίο #14)
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΘΝΗΤΩΝ (Βιβλίο #15)
ΜΙΑ ΚΟΝΤΑΡΟΜΑΧΙΑ ΙΠΠΟΤΩΝ (Βιβλίο #16)
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ (Βιβλίο #17)
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
ΑΡΕΝΑ ΕΝΑ: ΣΚΛΑΒΟΙ ΔΡΟΜΕΙΣ (Book #1)
ΑΡΕΝΑ ΔΥΟ (Book #2)
ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΒΑΜΠΙΡ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #1)
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #2)
ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #3)
ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΟΣ (Βιβλίο (#4)
ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ (Book #5)
ΜΝΗΣΤΕΥΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #6)
ΤΑΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #7)
ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΟΣ Βιβλίο (#8)
ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #9)
ΠΟΘΗΤΟΣ (Βιβλίο #10)
ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ (Βιβλίο #11)
Ακούστε τη σειρά ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ σε μορφή ηχητικού βιβλίου!
Πνευματικά Δικαιώματα © 2012 / Μόργκαν Ράις
Διατηρούνται όλα τα πνευματικά δικαιώματα. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που επιτρέπονται από το νόμο προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων των Η.Π.Α. του 1976 (U.S. Copyright Act of 1976), κανένα τμήμα αυτού του βιβλίου δεν μπορεί να αναπαραχθεί, διανεμηθεί ή μεταδoθεί υπό οποιαδήποτε μορφή ή μέσο, ή να αποθηκευτεί σε βάση δεδομένων ή άλλο σύστημα ανάκτησης, χωρίς την προηγούμενη άδεια της συγγραφέως.
Η άδεια χρήσης αυτού του ηλεκτρονικού βιβλίου προορίζεται μόνο για την προσωπική σας ευχαρίστηση. Το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν μπορεί να μεταπωληθεί ή να χαριστεί σε άλλους. Αν θέλετε να μοιραστείτε αυτό το βιβλίο με άλλα άτομα τότε θα πρέπει να αγοράσετε ξεχωριστά αντίγραφα για τον κάθε παραλήπτη. Αν διαβάζετε αυτό το βιβλίο αλλά δεν το έχετε αγοράσει, ή δεν το έχουν αγοράσει άλλοι για δική σας χρήση, τότε παρακαλείστε να το επιστρέψετε ή να αγοράσετε ένα δικό σας αντίγραφο. Ευχαριστούμε που σέβεστε τη σκληρή δουλειά αυτής της συγγραφέως.
Αυτό το έργο αποτελεί προϊόν φαντασίας. Ονόματα, χαρακτήρες, επιχειρήσεις, οργανισμοί, μέρη ή γεγονότα, αποτελούν προϊόν της φαντασίας της συγγραφέως ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, ζωντανά ή πεθαμένα, είναι εντελώς συμπτωματική.
Τα πνευματικά δικαιώματα της εικόνας του εξωφύλλου ανήκουν στη RazoomGame και χρησιμοποιούνται κατόπιν αδείας από το Shutterstock.com
“Ανήσυχο είναι το κεφάλι που φοράει το στέμμα.”
—Γουίλιαμ ΣαίξπηρΕρίκος IV, Μέρος II
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το αγόρι στεκόταν στο πιο ψηλό σημείο ενός λοφίσκου στη πεδιάδα του Δυτικού Βασιλείου του Δακτυλιδιού και αγναντεύοντας προς τον βορρά παρακολουθούσε τον πρώτο από τους ήλιους που ανέτειλαν. Όσο έφτανε η ματιά του έβλεπε μια σειρά από πράσινους λόφους που έμοιαζαν με καμπούρες καμήλας έτσι όπως ανεβοκατέβαιναν σχηματίζοντας υψώματα και κοιλάδες. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου με το βαθύ πορτοκαλί τους χρώμα περνούσαν μέσα από την πρωινή καταχνιά που τις έκανε να λαμπυρίζουν με ένα μαγικό τρόπο που ταίριαζε με την διάθεση του αγοριού. Σπάνια ξυπνούσε τόσο πρωί και σπάνια τολμούσε να απομακρυνθεί τόσο πολύ από το σπίτι του και ποτέ δεν ανέβαινε τόσο ψηλά επειδή ήξερε καλά ότι μετά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την οργή του πατέρα του. Αλλά σήμερα δεν τον ένοιαζε. Σήμερα είχε αγνοήσει τους μύριους κανόνες και τις σκληρές δουλειές που τον καταπίεζαν εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Γιατί η σημερινή μέρα ήταν διαφορετική. Ήταν η μέρα που το πεπρωμένο του είχε φτάσει.
Το αγόρι, ο Θόργκριν του Δυτικού Βασιλείου της Νότιας Επαρχίας της γενιάς των ΜακΛέοντ, ήταν γνωστός ως Θορ σε όλους όσοι τον συμπαθούσαν και ήταν ο νεότερος από τα τέσσερα αγόρια στην οικογένειά του, αλλά και ο λιγότερο αγαπητός του πατέρα του. Την σημερινή μέρα την περίμενε με λαχτάρα γι’ αυτό και είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι του, ενώ τώρα με τα μάτια του θολά περίμενε ανυπόμονα την ανατολή του πρώτου ήλιου. Μια μέρα σαν κι αυτή ερχόταν μια φορά κάθε πολλά χρόνια κι αν την έχανε, θα ήταν καταδικασμένος να μείνει σ’ αυτό το χωριό και να προσέχει τα κοπάδια του πατέρα του για την υπόλοιπη ζωή του. Κι’ αυτή ήταν μια σκέψη που δεν την άντεχε.
Ημέρα Στρατολόγησης. Αυτή ήταν η μέρα που ο Στρατός του Βασιλιά όργωνε τις επαρχίες για να διαλέξει έναν-έναν ξεχωριστά τους εθελοντές για την Βασιλική Λεγεώνα. Όλα τα χρόνια της σύντομης ζωής του ο Θορ δεν ονειρεύονταν τίποτα άλλο. Γι’ αυτόν, ζωή σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: να γίνει μέλος στo Αργυρό Τάγμα, το επίλεκτο τάγμα ιπποτών του Βασιλιά που το κοσμούσαν οι πιο λαμπρές πανοπλίες και τα πιο εκλεκτά όπλα που υπήρχαν και στα δύο βασίλεια. Αλλά κανείς δεν έμπαινε στο Αργυρό Τάγμα αν δεν έμπαινε πρώτα στην Λεγεώνα, στην ομάδα με τους βοηθούς των ιπποτών που ήταν όλοι νεαρά αγόρια από δεκατεσσάρων ως δεκαεννιά χρονών. Και αν κάποιος δεν ήταν γιος ενός ευγενούς, ή ενός ξακουστού πολεμιστή, δεν υπήρχε τρόπος για να μπει στη Λεγεώνα.
Η ημέρα της Στρατολόγησης ήταν η μόνη εξαίρεση, η σπάνια ευκαιρία που παρουσιάζονταν κάθε λίγα χρόνια, όταν η Λεγεώνα πήγαινε σε μικρά και μεγάλα χωριά και οι άντρες του Βασιλιά έψαχναν να βρουν καινούργια μέλη. Όλοι γνώριζαν ότι τα παλικάρια που επιλέγονταν από τον απλό λαό ήταν λίγα και ακόμα λιγότερα ήταν όσα τελικά θα έμπαιναν πραγματικά στη Λεγεώνα.
Ο Θορ είχε τα μάτια του καρφωμένα στον ορίζοντα, ψάχνοντας για κάποια κίνηση. Ήξερε πως το Αργυρό Τάγμα θα έπαιρνε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό και ήθελε να είναι ο πρώτος που θα τους έβλεπε. Το κοπάδι με τα πρόβατα διαμαρτύρονταν ολόγυρά του με ενοχλητικά γρυλίσματα που τον παρότρυναν να τα κατεβάσει από το βουνό για να πάνε εκεί που η βοσκή ήταν άφθονη. Προσπάθησε να μην δίνει σημασία ούτε στο θόρυβο που έκαναν ούτε στη δυσοσμία που ανέδυαν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί.
Το μόνο πράγμα που όλα αυτά τα χρόνια τον έκανε να αντέχει να είναι υπηρέτης του πατέρα του και των μεγαλύτερων αδελφών του, αλλά και το γεγονός ότι τον φόρτωναν με όλες τις αγγαρείες χωρίς κανείς να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτόν ήταν η ιδέα ότι μια μέρα θα έφευγε απ’ αυτόν τον τόπο. Μια μέρα, όταν θα ερχόταν το Αργυρό Τάγμα, η επιλογή του θα μπορούσε να εκπλήξει όλους εκείνους που τον είχαν υποτιμήσει όλα αυτά τα χρόνια. Με μια γρήγορη κίνηση, θα ανέβαινε στην άμαξά τους και θα άφηνε πίσω του όλα αυτά.
Φυσικά, ο πατέρας του Θορ ποτέ δεν τον είχε δει σοβαρά σαν υποψήφιο για τη Λεγεώνα. Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει ποτέ υποψήφιο για τίποτα. Αντιθέτως, ο πατέρας του πάντα έδινε την αμέριστη προσοχή και την αγάπη του στους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του. Ο πιο μεγάλος ήταν δεκαεννιά και οι άλλοι δύο, με ένα χρόνο διαφορά ο ένας από τον άλλον, δεκαοχτώ και δεκαεφτά αντίστοιχα, ενώ ο Θορ ήταν ο μόνος που είχε τρία χρόνια διαφορά από τον μικρότερο. Οι τρεις τους ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και αγνοούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ύπαρξη του Θορ ίσως επειδή αυτοί ήταν πιο κοντά στην ηλικία ή επειδή έμοιαζαν αρκετά ο ένας με τον άλλον και δεν είχαν καμία ομοιότητα με τον Θορ.
Ακόμα χειρότερα, εκείνοι ήταν ψηλότεροι, πιο σωματώδεις και δυνατότεροι απ’ αυτόν, και ο Θορ, που ήξερε ότι δεν ήταν κοντός, ένιωθε παρ’ όλα αυτά μικρός δίπλα τους και ένιωθε τα δυνατά και μυώδη πόδια του αδύναμα μπροστά στα δικά τους που έμοιαζαν σαν κορμοί βελανιδιάς. Ο πατέρας του δεν έκανε καμιά κίνηση για να βελτιώσει τα πράγματα – στην πραγματικότητα φαίνονταν να απολαμβάνει την κατάσταση – και άφηνε τον Θορ να προσέχει τα πρόβατα και να ακονίζει τα όπλα, ενώ τα αδέλφια του είχαν χρόνο για εκπαίδευση. Δεν το είχαν πει ποτέ, αλλά άφηναν πάντα να εννοηθεί ότι ο Θορ θα περνούσε τη ζωή του στο περιθώριο, εξαναγκασμένος να βλέπει τους αδελφούς του να μεγαλουργούν. Η μοίρα του, αν γινόταν όπως ήθελαν και οι τρεις τους, θα ήταν να μείνει εδώ, θαμμένος σ’ αυτό το χωριό για να τους προσφέρει τη βοήθεια που απαιτούσαν.
Και το πιο παράδοξο ήταν ότι ο Θορ αισθανόταν ότι τα αδέλφια του ένιωθαν να απειλούνται από αυτόν, αλλά ίσως και να τον μισούσαν. Κι’ αυτό το έβλεπε σε κάθε τους ματιά και σε κάθε τους χειρονομία. Δεν καταλάβαινε το γιατί, αλλά ήταν σαν να τους προκαλούσε κάτι σαν φόβο ή ζήλια. Ίσως επειδή ήταν διαφορετικός απ’ αυτούς, δεν τους έμοιαζε και δεν μιλούσε με το ίδιο στυλ και ύφος. Ούτε καν ντυνόταν σαν αυτούς, αφού ο πατέρας του κρατούσε τα καλύτερα – τους μοβ και βαθυκόκκινους μανδύες και τα χρυσοποίκιλτα όπλα – για τους αδελφούς του, ενώ ο Θορ έμενε πάντα να φοράει τα πιο τραχιά και παλιά ρούχα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Θορ πάντα έβρισκε ένα τρόπο για να κάνει τα ρούχα του να φαίνονται όμορφα, δένοντας τον χιτώνα του με ένα πλατύ ζωνάρι γύρω από τη μέση του, και τώρα που ήταν καλοκαίρι, έκοβε τα μανίκια του για να αφήσει τα τονισμένα μπράτσα του στο χάιδεμα της αύρας. Το πουκάμισό του το ταίριαζε με ένα χοντρό λινό παντελόνι – το μοναδικό που είχε – ενώ οι μπότες του, που ήταν φτιαγμένες από το πιο φτηνό δέρμα, έδεναν ψηλά στις γάμπες του. Μπορεί το δέρμα τους να μην είχε καμία σχέση με την ποιότητα του δέρματος που είχαν τα παπούτσια των αδελφών του, αλλά φαίνονταν καλές στα πόδια του. Η όλη του εμφάνιση ήταν χαρακτηριστική ενός βοσκού.
Όμως, το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε βοσκό. Ο Θορ ήταν ψηλός και λεπτός, με μια υπερηφάνεια στο πρόσωπο, πηγούνι που θύμιζε ευγενή, ψηλά ζυγωματικά και γκρίζα μάτια που όλα μαζί τον έκαναν να μοιάζει σαν ένα πολεμιστή που είχε φύγει από το στράτευμα. Τα ίσια, καστανά του μαλλιά έπεφταν σαν κύματα λίγο πιο κάτω από τα αυτιά του, ενώ πίσω από τις τούφες στο μέτωπό του, τα μάτια του έλαμπαν στο φως σαν ασημόπετρες.
Τα αδέλφια του Θορ μπορούσαν να κοιμούνται το πρωί, να τρώνε ένα χορταστικό γεύμα και να φεύγουν για την Επιλογή με τα πιο καλά τους όπλα και τις ευλογίες του πατέρα τους – ενώ σ’ αυτόν δεν επιτρέπονταν καν να παρακολουθήσει. Μια φορά μόνο προσπάθησε να συζητήσει το θέμα με τον πατέρα του. Ήταν μια κουβέντα που δεν εξελίχθηκε καθόλου καλά. Ο πατέρας του έκλεισε συνοπτικά το θέμα και από τότε ο Θορ δεν ξαναπροσπάθησε. Απλά τον έπνιγε η αδικία.
Όμως ο Θορ ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από την μοίρα που ο πατέρας του σχεδίαζε γι’ αυτόν. Με το που θα έβλεπε το βασιλικό καραβάνι, θα έτρεχε πίσω στο σπίτι του για να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, και είτε εκείνος ήθελε ή όχι, θα πήγαινε να συστηθεί στους άντρες του Βασιλιά. Θα πήγαινε να παραταχθεί στη σειρά για την επιλογή μαζί με τους άλλους. Ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Στη σκέψη αυτή ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος.
Ο πρώτος ήλιος ανέβηκε ψηλότερα και όταν ο δεύτερος ήλιος, που είχε το πράσινο χρώμα της μέντας, άρχισε να ανατέλλει φωτίζοντας ακόμα πιο πολύ τον μοβ ουρανό, ο Θορ τους είδε να έρχονται.
Στάθηκε ολόρθος νιώθοντας μια ανατριχίλα σαν να είχε ηλεκτριστεί. Εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, φάνηκε αμυδρά το περίγραμμα μιας ιππήλατης άμαξας που οι ρόδες της σήκωναν σκόνη ως τον ουρανό. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν άλλη μια άμαξα φάνηκε στο βάθος, και μετά άλλη μια. Ακόμα και από τόσο μακριά, οι χρυσαφιές άμαξες γυάλιζαν κάτω από το φως των δύο ήλιων σαν ασημόψαρα που ξεπετάγονταν μέσα απ’ το νερό.
Όταν είχε μετρήσει δώδεκα άμαξες, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Με την καρδιά του να χτυπά τρελά στο στήθος του και αγνοώντας το κοπάδι του για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Θορ έκανε στροφή και κατέβηκε τον λόφο σαν σίφουνας που κατρακυλούσε, αποφασισμένος να μην σταματήσει με τίποτα ώσπου να πάει να δηλώσει την παρουσία του.
*
Ο Θορ δεν σταμάτησε πουθενά για να πάρει μια ανάσα καθώς κατηφόριζε στους λόφους και έτσι όπως πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα ένιωθε τις γρατσουνιές από τα κλαδιά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο και από εκεί είδε το χωριό του κάτω. Ήταν μια νυσταγμένη επαρχιακή κωμόπολη γεμάτη με μονώροφα σπίτια χτισμένα με άσπρη λάσπη και αχυρένιες στέγες στα οποία έμεναν αρκετές δεκάδες οικογένειες. Καπνός υψώνονταν από τις καμινάδες μιά και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζαν το πρωινό τους γεύμα. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος, αν και απείχε αρκετά μακριά – μια ολόκληρη μέρα με άλογο – από το παλάτι το Βασιλιά, κάτι που μπορούσε να αποτρέψει τους περαστικούς. Ήταν άλλο ένα αγροτικό χωριό στα όρια του Δακτυλιδιού, ένα ακόμα γρανάζι στον τροχό του Δυτικού Βασιλείου.
Ο Θορ μπήκε με ορμή στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του και έφτασε στην πλατεία του χωριού, σηκώνοντας το χώμα καθώς έτρεχε. Κότες και σκυλιά έτρεχαν να φύγουν από το πέρασμά του, και μια γριά που κάθονταν ανακούρκουδα έξω απ’ το σπίτι της, μπροστά σ’ ένα καζάνι με νερό που έβραζε, του φώναξε με τσιριχτή φωνή.
«Πιο σιγά, παιδί μου!» φώναξε καθώς ο Θορ πέρασε δίπλα της με ορμή, σηκώνοντας σκόνη που πήγε πάνω στη φωτιά της.
Αλλά ο Θορ δεν σκόπευε να σταματήσει – ούτε γι’ αυτήν, ούτε για κανέναν. Έστριψε σ’ ένα παράδρομο, μετά σε άλλον, και συνέχισε να στρίβει στα δρομάκια που ήξερε απ’ έξω, ώσπου έφτασε σπίτι του.
Ήταν ένα συνηθισμένο μικρό σπίτι που δεν ξεχώριζε από τα άλλα, με τους τοίχους του από άσπρη λάσπη και την τριγωνική του αχυρένια στέγη. Όπως τα περισσότερα σπίτια, το μοναδικό του δωμάτιο ήταν χωρισμένο, με τον πατέρα του να κοιμάται στην μια πλευρά και τα τρία αδέλφια του στην άλλη. Σε αντίθεση με πολλά άλλα σπίτια του χωριού, είχε ένα μικρό κοτέτσι στο πίσω μέρος, και εδώ ήταν που ο Θορ είχε εξοριστεί για να κοιμάται. Στην αρχή κοιμόταν μαζί με τα αδέλφια του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, αυτοί γίνονταν πιο σωματώδεις, αλλά και πιο κακοί, και ήθελαν να έχουν την αποκλειστικότητα του μέρους, ενώ το έδειχναν με περηφάνια πως δεν του άφηναν χώρο. Ο Θορ είχε πληγωθεί, αλλά τώρα απολάμβανε τον δικό του χώρο και προτιμούσε να βρίσκεται μακριά από την παρουσία τους. Απλώς επιβεβαιώνονταν πως αυτός ήταν ο εξόριστος στην οικογένεια, κάτι που ήδη ήξερε.
Ο Θορ έτρεξε στην εξώπορτα και μπήκε μέσα με ορμή χωρίς να σταματήσει καθόλου.
«Πατέρα!» φώναξε, με κομμένη ανάσα. «Οι Αργυροί! Έρχονται!»
Ο πατέρας του και τα τρία αδέλφια του κάθονταν σκυμμένοι πάνω από το τραπέζι με το πρωινό τους, ήδη ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα. Με το που άκουσαν τα λόγια του, πετάχτηκαν επάνω και καθώς έτρεχαν να βγουν απ’ το δωμάτιο τον σκούντησαν στους ώμους και βγήκαν έξω στο δρόμο.
Ο Θορ τους ακολούθησε και όλοι μαζί στάθηκαν αγναντεύοντας τον ορίζοντα.
«Δεν βλέπω κανένα», είπε ο Ντρέικ, ο μεγαλύτερος, με την βαθιά του φωνή. Με τους φαρδείς ώμους του, τα κοντοκομμένα μαλλιά του, όπως και τα αδέλφια του, τα καστανά του μάτια, και τα λεπτά του χείλη που έδειχναν αποδοκιμασία, κοίταξε βλοσυρά τον Θορ, ως συνήθως.
«Ούτε εγώ», συμφώνησε ο Ντρος, ένα χρόνο μικρότερος από τον Ντρέικ, παίρνοντας το μέρος του όπως έκανε πάντα.
«Έρχονται!» ο Θορ τους φώναξε ξανά. «Το ορκίζομαι!»
Ο πατέρας του γύρισε προς το μέρος του και τον άρπαξε απ’ τους ώμους αυστηρά.
«Και πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε.
«Τους είδα».
«Πώς; Από πού;»
Ο Θορ δίστασε. Ο πατέρας του τον είχε πιάσει στα πράσα. Γιατί εκείνος ήξερε ότι το μόνο μέρος απ’ το οποίο ο Θορ θα μπορούσε να τους είχε εντοπίσει ήταν η κορυφή του μικρού λόφου. Τώρα ο Θορ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
«Α…Ανέβηκα στον λόφο —»
«Με το κοπάδι; Το ξέρεις πως δεν πρέπει να απομακρυνθούν».
«Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Έπρεπε να δω».
Ο πατέρας του τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
«Μπες μέσα αμέσως και φέρε τα σπαθιά των αδελφών σου και γυάλισε τα θηκάρια τους για να φαίνονται αστραφτερά όταν φτάσουν οι άντρες του Βασιλιά».
Κι’ αφού τέλειωσε την κουβέντα μαζί του, ο πατέρας του γύρισε πίσω στ’ αδέλφια του που στέκονταν απ’ έξω αγναντεύοντας το δρόμο.
«Πιστεύεις πως θα μας διαλέξουν;» ρώτησε ο Ντουρς, ο μικρότερος απ’ τους τρεις τους που είχε τρία ολόκληρα χρόνια διαφορά από τον Θορ.
«Θα είναι χαζοί να μην το κάνουν», είπε ο πατέρας του. «Έχουν έλλειψη αντρών φέτος. Δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν πολλούς – αλλιώς δεν θα έμπαιναν στον κόπο να έλθουν. Απλά, σταθείτε ολόισια κι’ οι τρεις σας, το πηγούνι ψηλά και τα στήθη προτεταμένα. Μην τους κοιτάτε κατευθείαν στα μάτια, αλλά μην κοιτάτε και μακριά. Να φαίνεστε δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό σας. Μην δείχνετε αδυναμία. Αν θέλετε να μπείτε στην Βασιλική Λεγεώνα, θα πρέπει να φέρεστε σαν να ήσασταν ήδη εκεί».
«Ναι, Πατέρα», τα τρία του παιδιά απάντησαν με μιας, και πήραν την πρέπουσα στάση. Εκείνος γύρισε και αγριοκοίταξε τον Θορ.
«Τι στέκεσαι ακόμα εκεί; τον ρώτησε. «Μπες μέσα!»
Ο Θορ στάθηκε εκεί συντετριμμένος. Δεν ήθελε να δείξει ανυπακοή στον πατέρα του, αλλά έπρεπε να του μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όταν συζητούσαν. Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να υπακούσει, να πάει πρώτα να φέρει τα σπαθιά, και μετά να αντιμετώπιζε τον πατέρα του. Η εξ αρχής ανυπακοή δεν θα τον βοηθούσε.
Ο Θορ μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, βγήκε από την πίσω μεριά και κατευθύνθηκε στην αποθηκούλα με τα όπλα. Βρήκε τα τρία σπαθιά των αδελφών του – πολύ όμορφα αντικείμενα και τα τρία που κατέληγαν σε θαυμάσιες ασημένιες λαβές, πολύτιμα δώρα για τα οποία ο πατέρας του είχε κοπιάσει για χρόνια. Τα άρπαξε και τα τρία, έκπληκτος όπως πάντα με το βάρος τους, και έτρεξε πίσω περνώντας πάλι μέσα από το σπίτι.
Βιαστικά, πλησίασε τ’ αδέλφια του, έβαλε από ένα ξίφος στο χέρι του καθενός και μετά στράφηκε προς τον πατέρα του.
«Τι, δεν τα γυάλισες;» είπε ο Ντρέικ.
Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε αποδοκιμαστικά, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, ο Θορ του μίλησε.
«Πατέρα, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου μιλήσω!»
«Σου είπα να γυαλίσεις—»
«Σε παρακαλώ, Πατέρα!»
Ο πατέρας του αντί για απάντηση γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Όμως, βλέποντας το πόσο σοβαρό φαινόταν το πρόσωπο του Θορ, τελικά είπε, «Λοιπόν;»
«Θέλω να πάω στην αξιολόγηση. Μαζί με τους άλλους. Για την Λεγεώνα».
Τα τρανταχτά γέλια των αδελφών του που ακούστηκαν πίσω του, έκαναν το πρόσωπό του να γίνει κατακόκκινο.
Αλλά ο πατέρας του δεν γέλασε. Αντιθέτως, συνοφρυώθηκε περισσότερο.
«Αλήθεια;» ρώτησε.
Ο Θορ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με σθένος.
«Είμαι δεκατεσσάρων. Μπορώ να επιλεγώ».
Το κατώτατο όριο είναι δεκατέσσερα», είπε ο Ντρέικ υποτιμητικά πάνω από τον ώμο του. «Αν έπαιρναν εσένα, θα ήσουν ο μικρότερος. Πιστεύεις ότι θα σε διάλεγαν σε σύγκριση με κάποιον σαν εμένα, πέντε χρόνια μεγαλύτερό σου;”
«Είσαι αυθάδης», είπε ο Ντουρς. «Πάντα ήσουν».
Ο Θορ γύρισε προς το μέρος τους. «Δεν ρωτάω εσάς», είπε.
Γύρισε πίσω στον πατέρα του που ήταν ακόμα συνοφρυωμένος.
«Πατέρα, σε παρακαλώ», είπε. «Δώσε μου την ευκαιρία. Είναι το μόνο που σου ζητώ. Ξέρω, είμαι μικρός, αλλά με τον καιρό θα αποδείξω την αξία μου».
Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν είσαι στρατιώτης, αγόρι μου. Δεν είσαι σαν τα αδέλφια σου. Εσύ είσαι βοσκός. Η ζωή σου είναι εδώ. Μαζί μου. Θα κάνεις τις δουλειές σου και θα τις κάνεις καλά. Δεν πρέπει να κάνεις πολύ μεγάλα όνειρα. Αποδέξου την ζωή σου και μάθε να την αγαπάς».
Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να γίνεται κομμάτια καθώς έβλεπε την ζωή του να καταρρέει μπροστά στα μάτια του.
Όχι, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.
«Αλλά, Πατέρα—»
«Σιωπή!» φώναξε δυνατά, και η φωνή του ήταν τόσο διαπεραστική που έσχισε τον αέρα. Αρκετά μαζί σου. Νάτοι, έρχονται. Φύγε απ΄ τη μέση και να προσέχεις τη συμπεριφορά σου όσο είναι εδώ».
Ο πατέρας του έκανε ένα γρήγορο βήμα και με το ένα του χέρι παραμέρισε τον Θορ σαν να ήταν ένα αντικείμενο που δεν ήθελε να βλέπει. Ο Θορ ένιωσε στο στήθος του τον πόνο από την στιβαρή του παλάμη.
Ακούστηκε μια μεγάλη βοή και οι άνθρωποι του χωριού ξεχύθηκαν από τα σπίτια τους και παρατάχθηκαν στις άκρες των δρόμων. Ένα σύννεφο σκόνης που υψώνονταν στον αέρα ήταν ο προάγγελος του της πομπής που ερχόταν. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα είχαν φτάσει δώδεκα ιππήλατες άμαξες με ένα θόρυβο που έμοιαζε με μεγάλο μπουμπουνητό.
Η είσοδός τους στο χωριό έμοιαζε με εισβολή και σταμάτησαν κοντά στο σπίτι του Θορ. Τα άλογά τους έκαναν επί τόπου καλπασμό ξεφυσώντας. Πήρε αρκετή ώρα για να κατακαθίσει το σύννεφο της σκόνης και ο Θορ προσπαθούσε με αγωνία να ρίξει μια ματιά στις πανοπλίες τους και στον οπλισμό τους. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά αφού ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά στο Αργυρό Τάγμα.
Ο στρατιώτης που ήταν στο άλογο που προπορεύονταν ξεπέζεψε. Βρίσκονταν εκεί μπροστά του, ένα πραγματικό μέλος του Αργυρού Τάγματος καλυμμένος με την αστραφτερή αλυσιδωτή πανοπλία του και ένα μακρύ σπαθί στη ζώνη του. Φαινόταν γύρω στα τριάντα, ένας αληθινός άντρας με γένια στο πρόσωπο, ουλές στο μάγουλό του και μια μύτη παραμορφωμένη από τις μάχες. Ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος που ο Θορ είχε δει ποτέ του, διπλάσιος σε φάρδος από τους άλλους και με μια όψη που μαρτυρούσε ότι αυτός ήταν ο επικεφαλής.
Ο στρατιώτης πήδηξε κάτω στον χωμάτινο δρόμο με τα σπιρούνια του να κουδουνίζουν καθώς πλησίαζε τα αγόρια που είχαν παραταχθεί.
Παντού στους δρόμους του χωριού, δεκάδες αγόρια στέκονταν προσοχή, ελπίζοντας. Αν γίνονταν δεκτοί στο Αργυρό Τάγμα αυτό θα σήμαινε μια ζωή τιμής, μάχης, αναγνώρισης – και όλα αυτά συνοδεύονταν από γη, τίτλους και πλούτη. Όλα αυτά με τη σειρά τους σήμαιναν την καλύτερη νύφη, την πιο επίλεκτη γη και μια ζωή δόξας. Σήμαινε επίσης τιμή για την οικογένειά τους και η είσοδος στη Λεγεώνα ήταν το πρώτο βήμα.
Ο Θορ κοίταζε την κάθε λεπτομέρεια στις μεγάλες χρυσές άμαξες, γνωρίζοντας ότι ο αριθμός των νεοσύλλεκτων θα έπρεπε να είναι τόσος ώστε να χωράει σ’ αυτές. Ήταν ένα μεγάλο βασίλειο και είχαν πολλές πόλεις να επισκεφτούν. Ξεροκατάπιε, καθώς συνειδητοποιούσε ότι οι πιθανότητές του ήταν ακόμα πιο μικρές απ’ ό,τι νόμιζε. Θα έπρεπε να υπερνικήσει όλα αυτά τα αγόρια – πολλά από αυτά ήταν σπουδαίοι μαχητές – και μέσα σ’ αυτά και τα ίδια τα τρία αδέλφια του. Ένιωσε σαν να βυθίζεται.
Ο Θορ μόλις και μετά βίας ανέπνεε καθώς ο στρατιώτης βημάτιζε σιωπηλός, επιθεωρώντας τις σειρές με τους υποψήφιους. Ο στρατιώτης άρχισε από την μακρινή πλευρά του δρόμου κάνοντας κύκλους σιγά σιγά. Ο Θορ, φυσικά, γνώριζε όλα τα άλλα αγόρια. Ήξερε επίσης ό,τι κατά βάθος κάποιοι από αυτούς δεν ήθελαν να επιλεγούν αν και οι οικογένειές τους ήθελαν να τους ξεφορτωθούν. Αυτοί όμως φοβόντουσαν ότι δεν θα γίνονταν καλοί στρατιώτες.
Ο Θορ καιγόταν από την ταπείνωση. Αισθάνονταν ότι οι πιθανότητες να τον επιλέξουν έπρεπε να είναι τουλάχιστον όσες και οι δικές τους. Το γεγονός ότι τα αδέλφια του ήταν μεγαλύτεροι και πιο σωματώδεις δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να έχει το δικαίωμα να παραταχθεί για να επιλεγεί. Καιγόταν επίσης κι’ από μίσος για τον πατέρα του και ένιωθε έτοιμος να σκάσει καθώς ο στρατιώτης τον πλησίασε.
Ο στρατιώτης σταμάτησε, για πρώτη φορά, μπροστά στους αδελφούς του. Τους κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια και φάνηκε εντυπωσιασμένος. Άπλωσε το χέρι του, άρπαξε ένα από τα θηκάρια τους και το τράβηξε απότομα, σαν να ήθελε να δοκιμάσει πόσο σταθερό ήταν.
Μετά έσκασε ένα χαμόγελο.
«Δεν έχεις ακόμα χρησιμοποιήσει το σπαθί σου σε μάχη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Ντρέικ.
Ο Θορ κατάλαβε ότι ο Ντρέικ ένιωθε αμηχανία για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο Ντρέικ ξεροκατάπιε.
«Όχι, άρχοντά μου. Αλλά το έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές για εξάσκηση και ελπίζω να —»
«Για εξάσκηση!»
Ο στρατιώτης ξέσπασε σ’ ένα τρανταχτό γέλιο και καθώς στράφηκε προς τους υπόλοιπους στρατιώτες, άρχισαν κι’ αυτοί να γελάνε δυνατά κατάμουτρα στον Ντρέικ.
Ο Ντρέικ έγινε κατακόκκινος. Ήταν η πρώτη φορά που ο Θορ έβλεπε τον Ντρέικ να ντροπιάζεται – αφού συνήθως εκείνος ήταν που έκανε τους άλλους να νιώθουν έτσι.
«Λοιπόν, τότε θα πρέπει σίγουρα να πούμε στους εχθρούς μας να σε φοβούνται – εσένα που χρησιμοποιείς το σπαθί σου για εξάσκηση!»
Όι στρατιώτες άρχισαν και πάλι να γελάνε.
Ο στρατιώτης στράφηκε μετά στα άλλα αδέλφια του Θορ.
«Τρία αγόρια από την ίδια φαμίλια», είπε τρίβοντας τα γένια στο πηγούνι του. «Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο. Είστε όλοι σωματώδεις. Αν και άπειροι. Θα χρειαστείτε πολλή εκπαίδευση για να μπορείτε να τα καταφέρετε στο στράτευμα.
Μετά σταμάτησε για λίγο.
«Υποθέτω πως μπορούμε να βρούμε χώρο».
Έκανε ένα νεύμα προς την πίσω άμαξα.
«Μπείτε μέσα, γρήγορα. Πριν αλλάξω γνώμη».
Και οι τρεις αδελφοί του Θορ έτρεξαν προς την άμαξα με τα πρόσωπά τους να ακτινοβολούν από χαρά». Ο Θορ πρόσεξε ότι και το πρόσωπο του πατέρα του ακτινοβολούσε επίσης από χαρά.
Ο ίδιος όμως αισθανόταν σαν να του είχαν κόψει τα φτερά, έτσι όπως τους έβλεπε να απομακρύνονται.
Ο στρατιώτης γύρισε για να πάει προς το διπλανό σπίτι. Ο Θορ δεν άντεξε άλλο.
«Ιππότη!» Φώναξε ο Θορ δυνατά.
Ο πατέρας του γύρισε και τον αγριοκοίταξε, αλλά τον Θορ δεν τον ένοιαζε πια.
Ο στρατιώτης σταμάτησε, με την πλάτη προς το μέρος του, και μετά γύρισε αργά αργά.
Ο Θορ, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά, έκανε δύο βήματα μπροστά και πρόταξε το στήθος του όσο πιο πολύ μπορούσε.
«Εμένα δεν με είδατε, ιππότη μου», είπε.
Ο στρατιώτης ξαφνιάστηκε, κοίταξε τον Θορ από πάνω ως κάτω σαν να ήταν κάτι αστείο.
«Δεν σε είδα;» ρώτησε, και ξέσπασε σε γέλια.
Και οι υπόλοιποι στρατιώτες ξέσπασαν σε γέλια επίσης. Αλλά ο Θορ δεν έδωσε σημασία. Αυτή ήταν η δική του στιγμή. Και ήταν τώρα ή ποτέ.
«Θέλω να μπω στη Λεγεώνα!» είπε ο Θορ.
Ο στρατιώτης προχώρησε προς το μέρος του Θορ.
«Τώρα θέλεις;»
Φαινόταν ότι το διασκέδαζε.
«Έχεις κλείσει τα δεκατέσσερα;»
«Μάλιστα, ιππότη μου. Πριν δύο εβδομάδες».
«Πριν δύο εβδομάδες!»
Ο στρατιώτης γελούσε με ένα παράξενο γέλιο και το ίδιο έκαναν και οι άντρες πίσω του.
«Στην περίπτωσή σου, οι εχθροί μας θα τρέμουν μόλις σε δουν».
Ο Θορ ένιωσε σαν να είχε πάρει φωτιά από την ταπείνωση. Έπρεπε να κάνει κάτι. Δεν μπορούσε να το αφήσει να τελειώσει έτσι. Ο στρατιώτης γύρισε για να φύγει – αλλά ο Θορ δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο.
Έκανε μερικά βήματα μπροστά και φώναξε δυνατά: «Ιππότη! Κάνετε λάθος!»
Το πλήθος έκανε ένα τρομοκρατημένο «ααα» και κράτησε την ανάσα του καθώς ο στρατιώτης σταμάτησε και γύρισε αργά αργά προς τα πίσω.
Τώρα ήταν συνοφρυωμένος και τον αγριοκοίταζε.