Kitabı oku: «Παραμύθι χωρίς όνομα», sayfa 5
Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Ο βασιλιάς πήγαινε κι έρχουνταν με νευρικά άτακτα βήματα, και χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα παχουλά τριανταφυλλιά του μάγουλα.
Καθώς είδε το γιο του, έβγαλε μια φωνή:
– Αχ, παιδί μου! Πλάκωσε η αντάρα!
Και πέφτοντας σε μια καρέγλα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του κι έκλαψε με λυγμούς.
Πλάγι του, ήσυχος και αδιάφορος, στέκουνταν ο κυρ-Κατρακυλάκος, με τα χέρια διπλωμένα και ακουμπισμένα στο στομάχι του, και περίμενε τις διαταγές του Άρχοντα με τη συνηθισμένη του απάθεια. Το Βασιλόπουλο σίμωσε το Βασιλιά.
– Πατέρα, είπε, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση του, πατέρα, μην κλαις. Έχομε ανάγκη από όλο μας το θάρρος και τη δύναμη. Πες μου, τι τρέχει; Δεν ξέρω ακόμα τίποτα!
Ο Βασιλιάς έκανε νόημα του πρωτοβεστιάριου να πει τις ειδήσεις.
– Είναι λίγη ώρα που έφθασαν τρομαγμένοι χωρικοί, άρχισε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και μας διηγήθηκαν πως ο εχθρός πέρασε τα σύνορα και εισβάλλει στο βασίλειο μας…
– Ποιος εχθρός; διέκοψε το Βασιλόπουλο.
– Ο Βασιλιάς ο θείος σου, αποκρίθηκε ο κυρ-Κατρακυλάκος.
– Το περίμενα. Λέγε παρακάτω.
– …Και σταμάτησαν οι εχθροί σα να φοβούνται να προχωρήσουν. Μαζί τους είναι και ο δικαστής ο Λαγόκαρδος που τους οδηγεί, και γυρεύει να τους πείσει πως ο δρόμος είναι ανοιχτός, και μπορούν να προχωρήσουν ως το ποτάμι. Μα αυτοί φοβούνται και στρατοπέδευσαν. Έστειλαν μερικούς προσκόπους προς το ποτάμι, να βεβαιωθούν αν αλήθεια είναι ελεύθερος ο τόπος και αμέσως να προχωρήσουν και να πιάσουν όλον εκείνο τον κάμπο. Αυτές είναι οι ειδήσεις, πρόσθεσε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και ξανάπεσε στη συνηθισμένη του αταραξία.
Ο Βασιλιάς ανασηκώθηκε.
– Κατάλαβες, γιε μου; Τ' άκουσες; είπε αποκαμωμένος.
– Τ' άκουσα. Και τώρα, πατέρα, ήλθε η ώρα να ενεργήσομε. Τι προτείνεις;
– Εσένα ρωτώ, γιε μου. Τι προτείνεις εσύ; Σου το είπα, στο μέλλον εσύ θα διευθύνεις μαζί μου.
– Λοιπόν, πατέρα μου και Βασιλιά μου, προτείνω να πάγω αμέσως, να γυρίσω από τη μιαν άκρη του βασιλείου ως την άλλη, να σηκώσω όποιο νέο, γέρο ή παιδί μπορεί να βαστάξει λόγχη ή σπαθί, να τους φέρω εδώ, να τους δώσομε ό,τι σίδερο βρεθεί στις χώρες και στα χωριά, να τους ρίξομε αμέσως πέρα από το ποτάμι και να τους οδηγήσω στον εχθρό. Προτείνω κι ένα άλλο. Την κορώνα σου, πατέρα, να τη δώσεις αμέσως να πουληθεί στα ξένα.
Με τρομάρα την άρπαξε ο Βασιλιάς.
– Όχι, γιε μου, μη μου την πάρεις, φώναξε ταραγμένος, μη την πουλήσεις, τη θέλω!
– Είναι απαραίτητο, πατέρα, επέμεινε το Βασιλόπουλο. Έχομε πρώτα απ' όλα ανάγκη από φλουριά, και η κορώνα σου είναι το μόνο πολύτιμο πράμα που βρίσκεται στο παλάτι. Ήλθε η ώρα όπου όλοι μας θα κάνομε θυσίες. Κάνε συ αυτή. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, τη ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας!
Ο Βασιλιάς έκλαιγε.
– Μα εγώ, ωστόσο, πώς θα μείνω χωρίς στέμμα; είπε. Μου παίρνεις τη δύναμη μου παίρνοντας το σύμβολο μου!
– Σου τη δίνω, απεναντίας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Δίνοντας τη κορώνα σου για ν' αγοράσεις όπλα, αποκτάς το δικαίωμα να ζητήσεις θυσίες από κείνους που θα τα μεταχειριστούν για να ελευθερώσουν τον τόπο μας. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, σε παρακαλώ γονατιστός, δώσε μου την!
Έβγαλε ο Βασιλιάς το χρυσό του στέμμα και, γυρνώντας το πρόσωπο του για να κρύψει τα δάκρυα που κατρακυλούσαν στα μάγουλα του, το έδωσε του γονατισμένου γιου του.
Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε με ορμή.
– Και τώρα, φώναξε, ένα παλικάρι ζητώ, κάποιον που, με κάθε θυσία και γρήγορα σαν αστραπή, θα περάσει στα ξένα, θα την πουλήσει και θα μου φέρει πίσω το αντίτιμο σε φλουριά.
Ο Πολύδωρος, από την πόρτα όπου στέκουνταν, είχε παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή με πολλή συγκίνηση.
Η πρώτη του έξαψη είχε γίνει ακράτητος ενθουσιασμός.
Έκανε ένα βήμα κι έπεσε στα γόνατα εμπρός στο Βασιλόπουλο.
– Για χάρη ανεκτίμητη, είπε, σου ζητώ, Αφέντη, να μου εμπιστευθείς εμένα την κορώνα και να με αφήσεις να φύγω, να την πουλήσω, και να σου φέρω το αντίτιμο ή να χάσω τη ζωή μου.
– Φύγε λοιπόν, είπε το Βασιλόπουλο, πετάξου και γύρισε! Ο
Θεός μαζί σου!
Ο Πολύδωρος πήρε το στέμμα, φίλησε το χέρι που του το έδινε, και βγήκε τρεχάτος.
Ίσια στο ποτάμι διευθύνθηκε, με την πολύτιμη κορώνα κρυμμένη κάτω από το επανωφόρι του, κι έτρεξε, χωρίς να σταματήσει, στο μέρος όπου ήταν δεμένες οι δυο παλιοφελούκες, ενωμένες με την καρφωμένη σανίδα.
– Πατριώτη! ξεφώνισε. Ε!.. Πατριώτη!..
Ο κουλός, που ξαπλωμένος στη ράχη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χαίρονταν την πρωινή λιακάδα, ανασηκώθηκε.
– Παρών! φώναξε.
– Τι θέλεις να σου δώσω για να με περάσεις αντίκρυ; ρώτησε ο
Πολύδωρος. Μόνο φλουριά μη μου ζητάς γιατί δεν έχω.
– Τι πας να κάνεις αντίκρυ; ρώτησε ο κουλός.
– Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο υπασπιστής.
Χωρίς βία, πήρε ο κουλός το κοντάρι του, και βουτώντας το στο νερό ως τον πάτο, έσπρωξε τις φελούκες του στην ακροποταμιά.
– Έμπα, είπε, και ο υπασπιστής πήδηξε στη βάρκα. Για πού;
– Για την πέρα όχθη. Βγάλε με όπου θες ή όπου μπορείς, φθάνει να με περάσεις γρήγορα.
Ο κουλός έλυσε το σκοινί και ξανάπιασε το κοντάρι του, το έμπηξε στον πάτο του ποταμού, και περπατώντας αργά-αργά, από την πλώρη στην πρύμη, και σπρώχνοντας το κοντάρι, απομάκρυνε τις φελούκες του από την όχθη.
– Και πας μακριά; ρώτησε.
– Ναι, πολύ μακριά!
Ο κουλός έφθασε στην άκρη της φελούκας και γύρισε πίσω στην πλώρη, σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. Το ξανάμπηξε, και ξα- νάρχισε τον περίπατο του προς την πρύμη.
– Και πας έτσι, για το κέφι του Κράτους, με άλλα λόγια του κυρ-Αστόχαστου, να δοκιμάσεις τι λογής τσιμπούν οι λόγχες του θείου μας του Βασιλιά; Ή μήπως και δεν ξέρεις πως ξεμπαρκάρησε ο θειος μας στα χώματα μας, χωρίς καν να μας πάρει άδεια;
– Το ξέρω, αποκρίθηκε ήσυχα ο Πολύδωρος.
– Και δε γυρνάς πίσω; ρώτησε τραγουδιστά ο κουλός, εξακολουθώντας τον περίπατο του. Σε καλό σου, παλικάρι.
Λίγη ώρα δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
Ο κουλός έσυρε πάλι το κοντάρι του από το νερό και γύρισε στην πλώρη.
– Και τι σε πληρώνει η Αφεντιά του, για να πας ν' αφήσεις εκεί κάτω τα κόκαλα σου; ρώτησε.
– Δε ζήτησα πληρωμή.
– Μπα; Από το φεγγάρι πρέπει να μας έπεσες εσύ. Και πας έτσι;
Για τα μαύρα μάτια του κυρ-Αστόχαστου;
– Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του.
– Μπα; Μπα; είπε ο κουλός και το φαρδύ του χαμόγελο χώρισε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.
Λίγη ώρα πάλι δε μίλησαν. Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του.
– Και με τι σε άναψε λοιπόν ο γιόκας του; ρώτησε σε λίγο.
– Έτσι! Μ' εκείνα που είπε. Τον άκουσα… τον είδα… αποκρίθηκε ο υπασπιστής. Και με τράνταξε, εξακολούθησε, με πήρε όλον και μ' έκανε δικό του. Και σα μου πει: «Ρίξου στη φωτιά», θα ριχθώ στη φωτιά.
– Και τώρα σου είπε: «Ρίξου στις λόγχες», και ρίχνεσαι στις λόγχες, είπε ο κουλός με τον ίδιο ατάραχο τρόπο του.
– Ναι, αποκρίθηκε απλά ο Πολύδωρος.
Και δε μίλησαν πια ώσπου έφθασαν αντίκρυ και άραξαν οι φελούκες.
Ο υπασπιστής πήδηξε στην ξηρά.
– Τι ζητάς λοιπόν για τον κόπο σου; ρώτησε.
– Την αγάπη σου, αποκρίθηκε ο κουλός μαζεύοντας πάλι το κοντάρι του.
– Πες μου τουλάχιστον τ' όνομα σου. Δε θέλω να σε ξεχάσω.
– Μονοχέρης.
– Ευχαριστώ.
Και ο υπασπιστής γύρισε να φύγει.
– Ε, πατριώτη, αμέ το δικό σου; φώναξε ο κουλός.
– Ποιο δικό μου;
– Τ' όνομα σου!
– Πολύδωρος.
– Καλά… Για άκουσε ακόμα. Σα γυρίσεις… γιατί θα γυρίσεις βέβαια…
– Ναι!
– Θα με βρεις μπροστά σου, αν πας στο σωστό μέρος· ειδεμή, – και με το χέρι έκανε σχήμα μακροβουτιού – , πλουφ, στο ποτάμι.
Ο υπασπιστής, που είχε απομακρυνθεί, ξαναπλησίασε.
– Ποιο είναι το σωστό μέρος;
– Όχι εδώ, βέβαια! είπε ο κουλός. Γιατί, ως τότε, θα μας έχουν έλθει και οι μουσαφιρέοι, και θα γίνουνταν κόσκινο το κορμί σου πριν βρεις την «Τρομάρα» και την «Αντάρα». Θα με βρεις όμως, – και με το χέρι έδειξε τ' απάνω του ποταμού – , εκεί που το Τρελόρεμα σμίγει με το ποτάμι.
– Μα είναι κακό το μέρος, πώς θα πας εκεί; Το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, είπε ο Πολύδωρος.
– Γι' αυτό ίσα-ίσα δε θα συλλογιστούν να έλθουν ως εκεί να μας χαιρετήσουν οι μουσαφιρέοι, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουλός και με μια σπρωξιά απομάκρυνε τις φελούκες του. Στο καλό, πατριώτη!
– Στο καλό!
Και με αργά βήματα, σπρώχνοντας το κοντάρι του, ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης, τραγουδώντας σιγανά:
Πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα, πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα στα βου-ουνά, βου-ον-ου-ου-νά, αγάπη μ', στα-α βου-ου-νά, βουνά.
Θ'. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ…
Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες.
Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο.
– Φερ' το, πρόσταξε.
Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι.
– Φερ' το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος.
– Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής.
– Το Κατάστιχο του Στρατού.
– Πού είναι;
– Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. 'Εβρε το και φέρ' το.
Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα.
– Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα.
– Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος.
– Αχ, Πολύκαρπε! Πρέπει να το βρεις! παρακάλεσε η Ειρηνούλα.
Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι.
Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια.
Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά.
Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι.
– Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι.
Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά.
– Βέβαια, αυτό είναι, είπε. Βλέπω ονόματα και τίτλους. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί:
– Πελεκάς, σωματάρχης, – Φοβέρας, στρατηγός – Ατρόμητος, χιλίαρχος, – Βρόντος, εκατόνταρχος.
Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε:
– Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα!
Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί.
– Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια.
– Α!.. χμ!.. έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα.
– Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια.
– Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς.
– Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα.
– Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς.
Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος:
– Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. – Κούκος – Κουκάκης – Κουκίδης – Κουκόπουλος – Κουκιάδης – Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό;
Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο:
– Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε.
Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό.
– Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος.
– Όχι, όχι! είπε το Βασιλόπουλο. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε μεις. Πάμε στη χώρα, πατέρα.
– Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. Μα τώρα θα φάμε! Είναι μεσημέρι!
– Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το
Βασιλόπουλο.
Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ-Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του.
Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια.
Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά.
– Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς.
– Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός.
– Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες;
– Δεν έχει στρατιώτες.
– Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.
– Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός.
– Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης…
– Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάληρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή.
Ο Βασιλιάς άρπαξε τα λιγοστά μαλλιά του και τράπηκε σε φυγή κατά το βουνό.
Με μαύρη καρδιά εξακολούθησε το Βασιλόπουλο να εξετάζει.
– Και οι άλλοι στρατιώτες πού είναι;
– Δεν είναι, αποκρίθηκε ο κουτσός.
– Μα τι γίνηκαν;
– Δε γίνηκαν, γιατί δεν ήταν.
– Από πότε έπαυσε να υπάρχει στρατός; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να χάσει την υπομονή του.
– Δεν έπαυσε, αποκρίθηκε με υπερηφάνεια ο κουτσός. Εγώ είμαι στρατός, και θα πεθάνω στρατός.
Το Βασιλόπουλο κατάλαβε πως του κάκου έχανε τον καιρό του. Με σκυμμένο κεφάλι και βαριά καρδιά, τράβηξε κατά το σπίτι του Κακομοιρίδη. Πού να πάγει δεν ήξερε. Κανένα δε γνώριζε στη χώρα που να του γυρέψει βοήθεια ή συμβουλή. Και όμως έπρεπε αμέσως να βρει άντρες και όπλα!
«Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό», είπε μέσα του με πίκρα, «και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή παραγιοί, ή κλέφτες και φονιάδες. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των Πανουργάκηδων, και οι αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και σπούσαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο!»
Και γύρευε να εννοήσει και να εξηγήσει την αιτία όλου του κακού.
Θυμούνταν τα λόγια του πρωτομάστορη για τους καβγάδες και τις αντεκδικήσεις που γίνουνταν παντού, στα χωριά και στις χώρες. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου, πως είναι ώρες όπου χρειάζεται ηρωισμός για να κάνει κανείς το καθήκον του.
Δε βρίσκουνταν λοιπόν στο λαό του κανένας, που να είχε την υπερηφάνεια να κάνει το καθήκον του ηρωικά;
Θυμούνταν τις κλεψιές και τις ατιμίες, μικρές και μεγάλες, που παντού έβλεπε γύρω του, και σκέφθηκε: «Λοιπόν μόνο στην ευτυχία θα είναι τίμιος ο λαός μου;»
Του ήλθε μαύρη απελπισία. Μπήκε στο δάσος και χώθηκε στα πυκνά δέντρα και ξαπλώθηκε στο δροσερό χορτάρι κι έκλεισε με κούραση τα μάτια του.
– Αξίζει άραγε ο κόπος να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιον τόπο; μουρμούρισε.
– Ναι! είπε σιγά μια γυναικεία φωνή. Αξίζει.
Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ξαφνισμένος.
Μπροστά του στέκουνταν η Γνώση.
– Πώς βρέθηκες εδώ; τη ρώτησε.
– Δεν ήλθες πια στην καλύβα μου, και ήξερα πως ήσουν μονάχος.
Σε φανταζόμουν δυστυχισμένο και αποθαρρυμένο, και ήλθα να σε βρω. Σε είδα από το δρόμο που μπήκες στο δάσος και σε ακολούθησα.
Ναι, αξίζει να κοπιάζεις για τον τόπο σου.
Το Βασιλόπουλο έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του.
– Αν ήξερες τι είναι αυτοί οι άνθρωποι! είπε με κούραση.
– Λοιπόν, θέλεις να γίνεις και συ όπως είναι αυτοί;
– Τι θες να πεις; ρώτησε.
– Θέλω να πω πως τους περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν ζωή αρκετή, ώστε να παλέψουν εναντίον της δυστυχίας και της γενικής αποχαυνώσεως. Και θέλεις λοιπόν κι εσύ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη, από τις πρώτες δυσκολίες, ν' αφήσεις τη θέση σου, να δειλιάσεις μπρος στον κόπο και στην ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. Μα έχει ανάγκη από διοίκηση. Μήπως λοιπόν δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις εσύ αρχηγός;
Και τον κοίταζε η Γνώση με μάτια γεμάτα σκέψη.
– Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εξακολούθησε, εκεί πρέπει να μείνομε. Εσένα σ' έβαλε η μοίρα αρχηγό. Στη θέση σου πρέπει να μείνεις, και, αν είναι ανάγκη, εκεί να πεθάνεις υπερήφανα. Και τότε, μα μόνο τότε, θα έχεις γίνει ανώτερος από κείνους που περιφρονείς. Να φύγεις όμως, όχι! Θα ήταν λιποταξία!
Το Βασιλόπουλο ανατινάχθηκε.
– Θα μείνω! είπε με λαχτάρα. Θα δουλέψω! Ναι, θα τους σώσω, έστω και αν αυτοί δεν το θέλουν. Τον τόπο μου θα τον κάνω μεγάλο, θα του ξαναδώσω ζωή ή θα πεθάνω με αυτόν. Έχε γεια, Γνώση, κι ευχαριστώ για το θάρρος που τα λόγια σου ξύπνησαν μέσα μου. Και με μεγάλα βήματα βγήκε από το δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Ι'. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο τραπέζι με την κόρη του. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν και οι δυο.
– Κάθησε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντας του ένα σιδερένιο σκαμνί. Έφαγες;
– Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
– Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης.
Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθησε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο.
– Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη.
Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του.
– Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε.
– Το Βασιλόπουλο! μουρμούρισε η κόρη.
Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι.
– Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι.
– Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.
Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του.
– Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.
– Όχι, δεν ήλθε το τέλος! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό.
– Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις…
– Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους!
Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά.
– Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε.
– Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή.
Φτιάσε μου όπλα.
– Μα με τι, με τι! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια!
Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του.
Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε:
– Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά.
– Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο.
Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά:
– Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες!
Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε.
– Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! είπε μ' ενθουσιασμό.
Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου!
Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω.
– Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! φώναξε της κόρης του.
Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα.
Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι.
– Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί.
– Έλα μαζί μας. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις.
Και το παιδί τους ακολούθησε.
Έφθασαν στα πηγάδια.
Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει.
– Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ.
Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι.
Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί.
Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι.
– Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δωσω φαγί.
Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε.
Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα.
– Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα.
Και ρώτησε το Βασιλόπουλο:
– Φεύγεις, Αφέντη;
– Ναι! πηγαίνω στην ταβέρνα. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη.
Στο δρόμο κουβέντιαζαν.
– Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. Δεν έχεις στρατιώτες.
– Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα.
– Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. Δε δουλεύει το ξύλο.
– Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου;
– Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα.
– Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω…
Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι.
– Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά!
– Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο;
– Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα.
– Και πού μπορώ να τον βρω;
– Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους.
– Πάγω να τον πάρω. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο.
Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα.
Ίσα στην ταβέρνα πήγε.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια.
Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή.
Το Βασιλόπουλο κάθησε αντίκρυ του. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη.
– Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας.
– Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το
Βασιλόπουλο.
– Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!..
– Γιατί δε δουλεύεις και τώρα;
Ο άνθρωπος στέναξε.
– Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση.
Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν.
– Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του.
– Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος.
– Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!
– Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Το ίδιο κάνει.
– Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί όποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος.
– Κοροϊδεύεις, πατριώτη! είπε γελώντας ο νέος.
– Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο!
Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο.
– Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά.
– Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου.
– Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα;
– Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά!
– Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. Η
Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο!
Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά.
Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε:
– Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας!
Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε.
– Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους.
– Για δες αρχηγό που τον έχομε! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο!
– Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.
– Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! φώναξε κάποιος.
– Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! είπε ο γερο-Κακομοίρης.
Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά.
– Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα!
– Μπράβο, είπε ο γέρος. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο.
– Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.
Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.
– Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. Δε θα τον βοηθήσεις;
Ο γέρος ξαφνίστηκε.
– Μιλάς σοβαρά; ρώτησε.
– Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς.
Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω.
– Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε.
– Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα!
Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος.
– Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Διάταξε, Αφέντη! μουρμούρισε ο γέρος. Είμαι δικός σου!
Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε.
– Έχεις εργαλεία; ρώτησε.
– Έχω!
– Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει.
Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά.
Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού.
– Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. Τους είπα να έλθουν. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός.
Κάθησαν στο τραπέζι. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους.
Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο.
Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο.
Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. Μ' αυτό δε δέχθηκε. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα.
Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθησε στο χώμα να ξεκουραστεί. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο.
Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. Κάθησε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά.