Kitabı oku: «Παραμύθι χωρίς όνομα», sayfa 6
ΙΑ'. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Ή ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ;
Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος.
Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν.
Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα.
– Όχι, του αποκρίθηκε. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό.
– Ο Θεός να δώσει! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος.
Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του.
– Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του.
Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε.
– Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν.
– Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει.
Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα.
Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη.
Τους βρήκε όλους στη δουλειά.
Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα.
– Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα.
Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα.
Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές.
Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες.
Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη.
– Παλιάνθρωπε! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα.
Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές.
– Δώστε μου ένα σκοινί! φώναξε το Βασιλόπουλο.
Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες.
Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο-Κακομοιρίδη να το φυλάγει.
– Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;
– Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.
Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;
– Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;
– Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ' όνομα σου.
– Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει…
– Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;
– Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι…
– Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.
– Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.
Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.
– Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε.
Και ρώτησε το αγόρι:
– Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;
– Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.
Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.
– Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης.
– Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.
– Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε…
Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι.
– Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι…
Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.
– Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ…
Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.
– Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο.
Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου:
– Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;
– Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.
– Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ-Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;
Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα.
Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.
– Τ' ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη;
Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.
– Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!
Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι.
Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά.
Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:
– Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;
Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω.
Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες.
Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.
– Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;
– Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.
– Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.
Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:
– Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους…
– Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!.. Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.
– Με τι, είπες;
– Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας.
Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.
– Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος.
Και από μακριά τον ακολούθησε.
Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το
Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.
– Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.
«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχι- σε δουλειά!»
Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες.
Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.
– Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Στό ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.
– Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.
– Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.
– Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες…
Οι ξυλοκόποι γέλασαν.
– Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν.
Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.
– Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε.
Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.
– Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.
Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.
– Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.
– Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.
– Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.
– Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.
– Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο.
Κι έτρεξε κατά το ποτάμι.
Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.
– Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.
Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.
– Και τα δυο, αποκρίθηκε.
– Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.
Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα.
– Ναι, είπε, και κάτι άλλο.
Κι έφυγε τρεχάτος.
Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα.
– Πού τρέχετε; τους φώναξε.
Αλλά δεν αποκρίθηκαν. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί.
Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε.
– Για πού, πατριώτες; ρώτησε.
– Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν!
– Πού φθάνουν;
Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν.
Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε.
– Πού φεύγετε! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί;
– Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας.
– Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε!
Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν.
– Μα δεν έχομε όπλα! είπαν.
– Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με!
– Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας.
– Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. Για το
Θεό, μη φεύγετε!
– Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και μεις εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο.
– Ο Βασιλιάς θα μείνει! Το Βασιλόπουλο θα σας οδηγήσει! Κανένας δε θα φύγει, μείνετε και σεις.
Ένας από τους χωρικούς γέλασε κοροϊδευτικά.
– Δεν πας ν' ακούσεις τι γίνεται στο παλάτι; είπε. Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει και το Βασιλόπουλο το 'στριψε κιόλα!
– Το Βασιλόπουλο δεν το 'στριψε! Είναι ανάμεσα σας! φώναξε το Βασιλόπουλο. Κοιτάξετε με, πατριώτες! Εγώ είμαι ο γιος του Βασιλιά, και θα σας οδηγήσω!
– Αλλού να τα πουλάς αυτά! αποκρίθηκαν οι χωρικοί. Το είδαν το Βασιλόπουλο που πέρασε το ποτάμι χθες σαν ένιωσε τα σκούρα, κι έφυγε στα ξένα! Άλλο τόσο θα κάνομε κι εμείς.
Το Βασιλόπουλο έσφιξε το μέτωπο του στα χέρια του.
Τι να κάνει; Πώς να τους βαστάξει;
Συλλογίστηκε το Βασιλιά, που πρέπει να τα έχασε μονάχος στο παλάτι. Θυμήθηκε τα λόγια του χωρικού: «Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει…»
Τον έπιασε τρόμος, γύρισε πίσω και, τρεχάτος, ανέβηκε στο βουνό.
IB'. ΠΑΝΙΚΟΣ
Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.
– Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν.
Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει.
Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι.
Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.
– Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.
Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.
– Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχιση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.
Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.
– Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέ- τοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;
– Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε η Βασίλισσα.
– Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;
– Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε…
– Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η
Βασίλισσα.
– Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.
– Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.
– Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.
– Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.
– Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.
– Πού να μας ακολουθήσει;
Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος.
Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.
– Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι…
Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.
– Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.
– Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο
Βασιλιάς.
– Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο.
Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.
– Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία…
– Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!
Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.
– Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.
Ο τόπος ήταν ανάστατος. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα.
Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε.
– Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το
Βασιλόπουλο.
Και στις γυναίκες έλεγε:
– Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε.
Και στους άντρες:
– Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε!
Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά.
– Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.
– Αχ, πάμε να φύγομε! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. Άκου πώς μας βρίζουν!
– Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε!
Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου.
– Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό!
– Δεν έχομε στρατό! Ούτε άρματα δεν έχομε! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος.
– Στρατός είστε σεις! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο!
– Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς!
– Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσα σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα.
– Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! φώναξαν μερικοί.
– Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι.
Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς!
– Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! φώνα- ξε μια θυμωμένη φωνή.
– Ναι, όπλα! Δώσ' μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.
Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα:
– Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Έξω από δω ο Βασιλιάς!
Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο.
– Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.
Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά.
– Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους!
– Γεια σου, λεβέντη! Καλά του αποκρίθηκες! ακούστηκε μια φωνή.
Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε:
– Γεια σου, λεβέντη! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε!
Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Ζήτω ο Βασιλιάς!
Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε:
– Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!
Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του.
ΙΓ'. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΕΡΗΣ
Όλην εκείνη την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό.
Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρα» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν' ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε:
– Για πού, πατριώτη;
– Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός.
Και πρόσθεσε:
– Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη;
– Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης.
– Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια;
– Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά;
– Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι.
Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό.
– Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά.
– Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος.
– Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.
– Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός.
– Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες;
Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε.
– Με αυτό, είπε.
Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν:
– Και με αυτά, πρόσθεσε.
Και ξανάρχισε το δρόμο του, σπρώχνοντας τις βάρκες του προς τ' απάνω του ποταμού και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Βγήκαν κλέ-ε-φτες στα βου-ου-νά,
Για να κλέ-ε-ψουν άλο-ο-γα…
Κάμποση ώρα ο πρωτομάστορης έμεινε ακίνητος, ακολουθώντας τις φελούκες με συλλογισμένα μάτια. Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του:
– Μα βέβαια! Βέβαια! Δίκιο έχει αυτός! μουρμούρισε.
Και παράγγειλε στους παραγιούς του:
– Παρατάτε τα καράβια όλοι σας! Κι ελάτε δω. Έχω βιαστική δουλειά να σας δώσω.
Ο κουλός ωστόσο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται από πλώρη σε πρύμη, μπήγοντας το κοντάρι του και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Άλογ-α-α δε βρήκα-α-νε,
Προβατά-α-κια πήρανε…
Μα όσο ανέβαινε, το ρεύμα γίνουνταν όλο και δυνατότερο, και κατήντησε τέτοιο, που δεν μπορούσε πια με το κοντάρι να προχωρήσει.
Τράβηξε για τη δεξιά όχθη του ποταμού και, σα σίμωσε με τις φελούκες του, πήδηξε στη γη. Ξετύλιξε το σκοινί, το έδεσε στη μέση του, και αργά, αλλά με βήμα κανονικό, ανέβηκε την ακροποταμιά, σέρνοντας το σπίτι του.
Το νερό κατέβαινε με ορμή, ο κουλός όμως δε σταμάτησε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπο του, το στόμα του στέγνωσε, κρέμασε η γλώσσα του, οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν από τον αγώνα. Μα το σταθερό αργό του βήμα δεν άλλαξε.
Έφθασε στο Τρελόρεμα, έδεσε το σκοινί σ' ένα δέντρο και ξαπλώθηκε στο γρασίδι να ξελαχανιάσει.
Έξαφνα ακούστηκε τρελό πηλαλητό αλόγου. Ο κουλός ανασηκώθηκε, μα ώσπου να καλοκαταλάβει τι ήταν, ένα άλογο με τον καβαλάρη του όρμησε από μέσα από τα δέντρα και γκρεμίστηκε μπροστά του.
Σε μια στιγμή, ο καβαλάρης ξεμπερδεύτηκε από τις πατήτρες και σηκώθηκε.
Ο κουλός μ' ένα πήδημα έτρεξε στο δέντρο κι έκοψε το σκοινί.
– Γρήγορα! φώναξε. Πήδα μέσα!
Πήδηξε και αυτός στη βάρκα μαζί με τον Πολύδωρο, και τράβηξε το σκοινί.
Το ρεύμα παρέσυρε τις φελούκες, που σε μια στιγμή βρέθηκαν στη μέση του ποταμού, κατεβαίνοντας με μεγάλη γρηγοράδα.
Την ίδια ώρα, σύννεφο σαΐτες πέταξαν από το δάσος και σκορπίστηκαν γύρω τους, πιτσιλώντας τους δυο άντρες με τα νερά που σήκωσαν.
Και η όχθη γέμισε στρατιώτες.
Ο κουλός τους χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση.
– Όσο θέλετε τραβάτε τώρα! φώναξε.
Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ' εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη.Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε.
– Τα κατάφερες; ρώτησε.
– Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
– Έσκασες όμως το άλογο σου.
– Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα;
– Ήσουν βιαστικός. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις.
Λογάριασα πως στα τέσσερα θα 'ρχόσουν.
– Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια!
Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθησε κοντά στον υπασπιστή.
– Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα.
Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.
– Τι εννοείς; ρώτησε.
Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά.
– Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε.
– Ναι, τους βλέπω, μα είναι πολύ μακριά. Το ποτάμι είναι φαρδύ και δε μας φθάνουν τα βέλη τους.
– Παρακάτω θα μας φθάσουν.
– Στενεύει δηλαδή το ποτάμι;
– Ναι.
Ο υπασπιστής έμεινε συλλογισμένος λίγη ώρα.
– Δε γίνεται τίποτα; ρώτησε.
– Ναι. Θα πάρω το κοντάρι μου, σαν έλθει η ώρα. Τώρα είναι περιττό. Το ποτάμι μας σέρνει γρηγορώτερα.
– Ό,τι και να γίνει, πρέπει να φθάσω, είπε ο υπασπιστής.
Και ρώτησε:
– Τα ξέρεις καλά τούτα τα μέρη;
– Ναι.
– Λες να περάσομε το στενό;
– Δεν πιστεύω.
– Μονοχέρη, είπε ο υπασπιστής, ένας από μας πρέπει να περάσει.
Και δείχνοντας τη φαρδιά πέτσινη ζώνη που φορούσε, πρόσθεσε:
– Πρέπει αυτή να πάγει στα χέρια του Βασιλόπουλου.
Ο κουλός χαμογέλασε.
– Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε.
– Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος.
– Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις.
– Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα.
– Δεν έχει δρόμο.
– Περνούμε από πάνω από το βουνό.
– Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός.
– Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει;
– Γρήγορος; Όχι, κανένας.
Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια.
Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες.
Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ' έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο.
Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ' αριστερά.
– Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος.
Μα δεν πρόφθασε ο κουλός ν' αποκριθεί, και πέντε-έξι σαίτες μπήχθηκαν στις φελούκες, και συνάμα ξεπρόβαλαν από μέσα από τα δέντρα, δεξιά, αρματωμένοι καβαλαρέοι.
– Τώρα θ' αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός.
Το ρεύμα ήταν δυνατό στο στενό αυτό μέρος, και ο ναύτης με δυσκολία οδηγούσε τις φελούκες του. Δεν μπορούσε και να πλησιάσει πολύ την αριστερή ακροποταμιά, γιατί, στα πόδια του όρθιου βουνού, οι μαύροι βράχοι, που εδώ κι εκεί ξεμύτιζαν από τα νερά, φοβέριζαν κάθε στιγμή τα σαπιοσάνιδα της «Τρομάρας» και της «Αντάρας».
– Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε ο υπασπιστής.
– Όχι, αποκρίθηκε ο κουλός. Αν καταφέρομε να βγούμε από το στενό, σωθήκαμε.
Και σκύβοντας γοργά, ξέφυγε μια σαΐτα, που πέρασε πλάγι του και μπήχθηκε παρακάτω στον ώμο του Πολύδωρου.
Τραβώντας το κοντάρι ο κουλός όρμησε στον υπασπιστή.
– Λαβώθηκες! ξεφώνισε.
– Δεν είναι τίποτα, μια τσουγκρανιά μόνο, αποκρίθηκε ο Πολύ- δωρος. Σπρώξε το κοντάρι σου, για το Θεό, μας ξαναφέρνει το ρεύμα στη μέση…
Ο κουλός έτρεξε στην πλώρη και ξανάμπηξε το κοντάρι στον πάτο του ποταμού.
Μα έξαφνα κλονίστηκε στα πόδια του, έκανε ένα βήμα μπροστά, έγειρε μονοκόμματος κι έπεσε στο νερό.
– Μονοχέρη! φώναξε με αγωνία ο Πολύδωρος.
– Παρών… αποκρίθηκε η πνιγμένη φωνή του κουλού.
Μια στιγμή ακόμα το αιματωμένο του πρόσωπο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού. Το χέρι του απλώθηκε για βοήθεια, – ίσως για τελευταίο αποχαιρετισμό – , και το ποτάμι τον σκέπασε με το ασημένιο του σάβανο.
Σα χαλάζι έπεφταν τα βέλη γύρω στις φελούκες, που τις πήρε πάλι το ρεύμα στη μέση του ποταμού.
Ο Πολύδωρος είχε αρπάξει το κοντάρι και με ορμή το έμπηξε στον πάτο.
Την ίδια στιγμή μια σαΐτα του τρύπησε το φρύδι και τον έριξε στα γόνατα. Σκούπισε βιαστικά το αίμα που τον τύφλωνε κι έκανε να σηκωθεί. Μα άλλο βέλος τον πήρε στο στήθος και το κοντάρι ξέφυγε από τα χέρια του και το πήρε το ποτάμι.
Οι καβαλάρηδες, βλέποντας πεσμένο το πληγωμένο παλικάρι, πέταξαν θριαμβευτικές φωνές, και βάζοντας τον στο σημάδι, παράβγαιναν ποιος να του μπήξει περισσότερα βέλη στο κορμί.
Ένα τον βρήκε στο λαιμό, άλλο έκοψε το λουρί της ζώνης του και χύθηκαν μερικά φλουριά.
Ανασηκώθηκε με κόπο και ξανάδεσε το λουρί. Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του, και σωριάστηκε στη φελούκα.
– Μανούλα μου… μουρμούρισε.
Του φάνηκε πως ο ήλιος έσβησε και μαύρη νύχτα απλώθηκε παντού.
Το ρεύμα έπαιρνε ολοένα την «Τρομάρα» και την «Αντάρα», βγάζοντας τες πέρα από το στενό στο ανοιχτό ποτάμι, όπου κατέβαιναν αργά-αργά στα ήσυχα νερά.
Από κάτω από τα παραπόταμα δέντρα όπου δούλευε με πυρετική βία, ο πρωτομάστορης τις διέκρινε από μακριά. Παραξενεύθηκε που δεν είδε τον κουλό να σπρώχνει το κοντάρι του, ή ξαπλωμένο στην πλώρη όπως το συνήθιζε, και τον φώναξε:
– Ε, πατριώτη! πού κρύβεσαι;
Κανένας δεν αποκρίθηκε.
Και οι βάρκες ολοένα σίμωναν.
Του φάνηκε σα να ξεχώρισε ένα κορμί ξαπλωμένο, αλλά δεν αναγνώρισε το ναύτη.
– Πατριώτη! Ε, Μονοχέρη! φώναξε πάλι.
Μα δεν ακούστηκε απόκριση.
Ο πρωτομάστορης δεν έχασε καιρό. Με τη βοήθεια των παραγιών του έριξε στο νερό την πλωτή που έφτιανε, και πήδηξε απάνω.
– Λαργάρετε, παιδιά το σκοινί ώσπου να φθάσω στη μέση του ποταμού, φώναξε.
Απ' αντίκρυ, όπου οι εχθροί ήταν τώρα στρατοπεδευμένοι, μερικοί στρατιώτες του έριξαν σαΐτες και του φώναξαν βρισιές.
– Ζήτω ο στόλος του Αστόχαστου Α', φώναξε ένας.
Και όλοι οι άλλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Χωρίς να ταραχθεί, ο πρωτομάστορης άφησε τις φελούκες να σιμώσουν, ώσπου χτύπησαν την πλωτή και σταμάτησαν μια στιγμή. Άρπαξε τότε το σκοινί, που ήταν κουλουριασμένο στην πλώρη, κι έκανε νόημα να τον τραβήξουν στην όχθη.