Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ερυξίας, Αξίοχος, Αλκυών», sayfa 4

Yazı tipi:
Σωκράτης

Διότι ίσως εις κάθε άνθρωπον είναι εύκολον να γνωρίση ότι η κατάστασις του υγιαίνοντος είναι καλυτέρα από την κατάστασιν του ασθενούντος. Λοιπόν εις ποίαν περίστασιν συμβαίνει να έχωμεν ανάγκην περισσοτέρων και μάλλον παντοειδών, όταν ασθενώμεν, ή όταν υγιαίνωμεν ;

Κριτίας

Όταν ασθενώμεν.

Σωκράτης

Όταν λοιπόν είμεθα εις καλήν κατάστασιν, τότε και πλείστων επιθυμούμεν και ανάγκην έχομεν πραγμάτων ευχαρίστων προς το σώμα.

Κατά τον αυτόν λοιπόν συλλογισμόν συμβαίνει, όπως αυτός ο άνθρωπος τότε φαίνεται ότι έχει κάλλιστα, όταν έχη ανάγκην ελαχίστων τοιούτων, ούτω πάλιν και όταν είναι δύο, ο μεν πολύ επιθυμεί και ανάγκην έχει πολλών, ο δε είναι υπομονετικός και ολίγων έχει ανάγκην. Επί παραδείγματι, οι παίκται, οι μέθυσοι και οι λαίμαργοι δεν επιθυμούσι πολλών, αφού όλα ταύτα είναι επιθυμίαι;

Κριτίας

Ναι.

Σωκράτης

Αι δε επιθυμίαι τι άλλο είναι ή στερήσεις; Οι άνθρωποι λοιπόν οίτινες επιθυμούσι ταύτα δεν ευρίσκονται εις χειροτέραν θέσιν από εκείνους οι οποίοι ή κανέν ή ελάχιστα επιθυμούσι.

Κριτίας

Πολύ μοχθηρούς εγώ τουλάχιστον νομίζω τους τοιούτους και όσω μάλλον επιθυμητούς τοσούτον και μοχθηροτέρους.

Σωκράτης

Λοιπόν φαίνονται εις ημάς ταύτα όχι χρήσιμα προς τον σκοπόν μας, αφού τούτων δεν έχομεν ανάγκην ;

Κριτίας

Συμφωνώ.

Σωκράτης

Λοιπόν εις όποιον συμβαίνει να είναι πλείστα χρήσιμα προς τούτον τον σκοπόν, ούτος φαίνεται να έχη ανάγκην πλείστων προς τούτον τον σκοπόν, εάν βεβαίως υπάρχη ανάγκη όλων των χρησίμων.

Κριτίας

Μου φαίνεται.

Σωκράτης

Άρα κατά τον συλλογισμόν τούτον φαίνεται αναγκαίον τουλάχιστον εις όσους έχουν χρήματα πολλά, ούτοι να έχωσιν ανάγκην και πολλών διά την του σώματος θεραπείαν. Διότι τα χρήσιμα προς την θεραπείαν ταύτην του σώματος θα εφαίνοντο χρήματα. Ώστε εξ ανάγκης θα εφαίνοντο εις ημάς οι πλουσιώτατοι πολύ πένητες, αφού έχουν έλλειψιν πλείστων τοιούτων.

ΑΞΙΟΧΟΣ
(Ή περί θανάτου)

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
ΑΞΙΟΧΟΣ
Σωκράτης

Ενώ μετέβαινον εις το Κυνόσαργες και ήμην πλησίον του Ιλισσού, ήκουσα φωνήν ήτις έλεγε: «Σωκράτη, Σωκράτη». Ως δε έστρεψα και εξήταζα πόθεν ήτο η φωνή, βλέπω τον Κλεινίαν τον υιόν του Αξιόχου να τρέχη εις την Καλιρρόην μετά του μουσικού Δάμινος και του Χαρμίδου του υιού του Γλαύκωνος· ήσαν δε οι δύο ούτοι εις αυτόν, ο μεν διδάσκαλος της μουσικής, ο δε εραστής συγχρόνως και ερωμένος. Εθεώρησα καλόν, αφού αφήσω την ευθείαν οδόν, να τους ανταμώσω διά να συντροφεύσωμεν ευκολώτατα. Ο Κλεινίας δε δακρυσμένος μου λέγει:

Κλεινίας

Σωκράτη, τώρα είναι η περίστασις να δείξης την πάντοτε φημισμένην σοφίαν σου· ο πατήρ μου δηλαδή από μίαν αιφνηδίαν λιποθυμίαν είναι αδύνατος και πλησιάζει εις τα τέλος της ζωής του και λυπείται διά το τέλος τούτο, αν και πριν εχλεύαζεν όσους εφοβούντο τον θάνατον και περιέπαιζεν. Αφού λοιπόν πλησιάσης εις αυτόν, παρηγόρησέ τον, καθώς συνηθίζεις, διά να υπάγη όπου είναι πεπρωμένον χωρίς στεναγμούς και διά να εκτελεσθή υπ' εμού πλην των λοιπών και τούτο το ευσεβές προς αυτόν καθήκον.

Σωκράτης

Αλλά δεν θα σε δυσαρεστήσω, Κλεινία, διότι δεν με παρακινείς διά τι ποταπόν, αλλά διά τι όσιον. Ας σπεύσωμεν λοιπόν διότι αν το πράγμα έχη ως λέγεις, είναι ανάγκη ταχύτητος.

Κλεινίας

Μόνον όταν σε ίδη, Σωκράτη, θα αναλάβη· διότι και πολλάκις συνέβη εις αυτόν εκ μιας συμπτώσεως να αναλάβη.

Σωκράτης

Αφού λοιπόν μετέβημεν το ταχύτερον, ακολουθήσαντες την παρά το τείχος οδόν παρά τας Ιτωνίας (διότι κατώκει πλησίον των πυλών παρά την Αμαζονίδα στήλην), ευρίσκομεν πλέον αυτόν κατά μεν το σώμα ρωμαλέον, κατά δε την ψυχήν αδύνατον, χωρίς να έχη κανένα να τον παραμυθήση, πολλάκις δε εγειρόμενον και στενάζοντα με δάκρυα και κρότους χειρών. Όταν δε είδον αυτόν, Αξίοχε, του είπον: Τι είναι αυτά; Πού είναι αι πριν καυχήσεις σου και τα συχνά εγκώμια των αρετών και το μέγα θάρρος σου; Διότι φαίνεσαι ως δειλός αγωνιστής, όστις ενώ φαίνεσαι γενναίος εις τα γυμνάσια, έχεις μείνει οπίσω εις τους αγώνας. Δεν λογαριάζεις περιεσκεμμένως την φύσιν, συ ανήρ τόσης ηλικίας και όστις έχεις ακούσει λόγους, και αν τίποτε άλλο δεν είσαι, είσαι Αθηναίος και γνωρίζεις το κοινόν βέβαια τούτο και από όλους λεγόμενον, ότι ο βίος είναι μία παρεπιδημία και ότι πρέπει, αφού διέλθωμεν τούτον μετριοπαθώς, με ευθυμίαν και μόνον χωρίς να παιανίζωμεν να απέλθωμεν όπου πρέπει; Το να κρατούμεθα όμως από την ζωήν τόσον τρυφερώς και τόσον δυνατά ως νήπια δεν είναι ίδιον σκεπτομένης ηλικίας.

Αξίοχος

Αληθή ταύτα είναι, Σωκράτη, και ορθά νομίζω ότι ομιλείς· αλλά δεν γνωρίζω πώς, αφού πλησιάσω εις αυτό το κακόν, οι μεν ισχυροί και περισσοί λόγοι σβύνονται χωρίς να εννοηθώσι και χάνουν την αξίαν των, επικρατεί δε φόβος τις κατά ποικίλον τρόπον κεντών τον νουν, ότι θα υστερηθώ του φωτός τούτου και των καλών, αηδής δε και μη ακούων τίποτε κάπου θα ευρεθώ σηπόμενος και μεταβαλλόμενος εις σκώληκας και ζωύφια.

Σωκράτης

Συνδέεις δηλαδή, Αξίοχε, ασκέπτως την αναισθησίαν με την αίσθησιν, και κάπως εναντία προς τον εαυτόν σου και κάμνεις και λέγεις, μη σκεπτόμενος ότι συγχρόνως μεν κλαίεις την αναισθησίαν, συγχρόνως δε λυπείσαι διά σήψεις και στερήσεις των ευχαρίστων ως να επρόκειτο να αποθάνης και μεταβής εις την άλλην ζωήν1 και όχι ότι θα γίνης τελείως αναίσθητος όπως και προ της γενέσεως. Διότι όπως επί του πολιτεύματος του Δράκοντος ή του Κλεισθένους κανέν κακόν δεν ήτο περί σε, διότι δεν υπήρχες, ούτως ούτε μετά τον θάνατον θα γίνη, διότι συ δεν θα υπάρχης. Πάντα λοιπόν φλύαρον αποδίωξε, τούτο αφού εννοήσης ότι, αφού διαλυθή η σύνθεσις και αφού τοποθετηθή η ψυχή εις τον αρμόζοντα τόπον, το υπόλοιπον σώμα, επειδή είναι γεώδες και άλογον, δεν είναι άνθρωπος. Διότι ημείς μεν είμεθα ψυχή, έν ζώον αθάνατον κεκλεισμένον εις έν θνητόν φρούριον. Το δε σώμα τούτο διά κακόν προσήρμοσεν η φύσις, εις το οποίον τα μεν τερπνά είναι επιπόλαια και παροδικά και με περισσοτέρας λύπας ανακατευμένα, τα δε λυπηρά ακέραια και πολυχρόνια, ένεκα των οποίων αναγκαστικώς, επειδή είναι διεσπαρμένη εις τους πόρους η ψυχή συμπάσχουσα, επιθυμεί τον ουράνιον και συγγενή αυτής αιθέρα και διψά επιθυμούσα την εκεί δίαιταν και συναναστροφήν. Ώστε απαλλαγή από της ζωής είναι μεταβολή κακού εις καλόν.

Αξίοχος

Αφού λοιπόν, Σωκράτη, νομίζεις κακόν το ζην, πώς μένεις εν αυτώ και μάλιστα εξετάζεις περί αυτού, ενώ κατά τον νουν διαφέρεις περισσότερον από ημάς τους πολλούς;

Σωκράτης

Αξίοχε, δεν πιστοποιείς ακριβή περί εμού πράγματα, νομίζεις δε, καθώς πολλοί Αθηναίοι, επειδή εξετάζω ακριβώς τα πράγματα, ότι είμαι επιστήμων τινός. Εγώ δε θα ηυχόμην να γνωρίζω τα κοινά ταύτα. Τόσον μένω οπίσω. Και ταύτα δε, τα οποία λέγω, είναι απηχήσεις του σοφού Προδίκου, άλλα μεν αγορασμένα αντί δύο δραχμών, άλλα δε αντί τεσσάρων. Διότι δωρεάν ο ανήρ ούτος δεν διδάσκει κανένα, πάντοτε δε συνηθίζει να λέγη το του Επιχάρμου: «η δε χειρ την χείρα νίπτει· δόσε κάτι και θα λάβης κάτι». Και πριν παρά τω Καλλία τω υιώ του Ιππονίκου επιδεικνύμενος τόσα είπεν εναντίον της ζωής, ώστε εγώ τουλάχιστον διέγραψα σχεδόν την ζωήν και από εκείνον τον καιρόν επιθυμεί τον θάνατον η ψυχή μου, Αξίοχε.

Αξίοχος

Ποία δε ήσαν τα λεχθέντα; $Σωκράτης Ημπορώ να σου είπω ταύτα τα οποία θα ενθυμηθώ. Είπε δηλαδή: Και ποία ηλικία δεν έχει λύπας; Ευθύς άμα το νήπιον γεννηθή, μήπως δεν κλαίει αρχόμενον του ζην από λύπης; Δοκιμάζει όλας τας αλγηδόνας, κλαίων διότι είτε στερείται τινος, είτε διά την ζέστην, είτε διά το ψύχος ή διά τινα πληγήν, μη δυνάμενον να είπη τι αισθάνεται, κλαυθμηρίζον δε με φωνήν δυσαρεσκείας. Όταν έλθη εις ηλικίαν επτά ετών μετά πολλούς πόνους, παραδίδεται εις τους παιδαγωγούς και τους γραμματιστάς και τους παιδοτρίβας, οίτινες το τυραννούσιν· όταν πάλιν αυξηθή, έρχονται οι κριτικοί, οι γεωμέτραι, οι καθηγηταί και πολύ πλήθος αυθεντών. Όταν πάλιν εγγραφή εις τους εφήβους, έρχονται οι έφοροι και χειρότεροι φόβοι, έπειτα Λύκειον και Ακαδημία και γυμνασιαρχία και ράβδοι και απειρία κακών· και όλος ο καιρός του μειρακίου διατελεί υπό σωφρονιστάς και υπό την γνώμην περί των νέων της βουλής του Αρείου Πάγου. Όταν δε από ταύτα απαλλαγή, εισχωρούσι φροντίδες και σκέψεις, ποίαν οδόν του βίου θα χαράξη, και τα μετά ταύτα δεινά παρουσιάζουν τα πρώτα παιδικά και κατόπιν νηπιακά ως απλά φόβητρα: εκστρατείαι δηλαδή και τραύματα και συχνοί αγώνες. Έπειτα χωρίς κανείς να το εννοήση ήλθε το γήρας, εις το οποίον συρρέει όλον το φιλάσθενον της φύσεως και δυσκολοϊάτρευτον. Και αν μη κανείς το ταχύτερον ως χρέος αποδώση το ζην, ωσάν τοκογλύφος η φύσις παρουσιασθείσα, λαμβάνει ως ενέχυρον άλλου μεν την όρασιν, άλλου δε την ακοήν, πολλάκις δε και τα δύο. Και αν κανείς επιμείνη, παραλύει, βλάπτεται, εξαρθρούται. Αλλ' οι πολλοί ένεκα του γήρατος παρακμάζουσι και κατά τον νουν και κατά την παροιμίαν οι γέροντες γίνονται παλίμπαιδες.

Διά τούτο και οι θεοί γνωρίζοντες τα ανθρώπινα, όσους ανθρώπους αγαπώσι, ταχύτερον τους απαλλάττουσι του ζην. Ο Αγαμήδης λοιπόν και ο Τροφώνιος, οίτινες κατεσκεύασαν τον εν Δελφοίς ναόν του θεού, ευχηθέντες να συμβή εις αυτούς το άριστον, κοιμηθέντες πλέον δεν εξύπνησαν· και οι υιοί της Αργείας ιερείας ομοίως, όταν ηυχήθη η μήτηρ να ανταμείψη η Ήρα την ευσέβειάν των, επειδή καθυστέρησεν η άμαξα και ζευχθέντες αυτοί έφερον αυτήν εις τον ναόν, μετά την ευχήν την οποίαν έλαβον, την νύκτα απέθανον. Απαιτείται μακρός χρόνος να διηγηθώ τα των ποιητών, οι οποίοι με θειότερα στόματα τα του βίου προφητεύουσι· πόσον κλαίουν την ζωήν· έν δε μόνον, το αξιολογώτατον, θα ενθυμηθώ, το οποίον λέγει: «Ούτω οι θεοί προώρισαν εις τους δυστυχείς θνητούς, να ζώσι λυπημένοι». Ο δε Αμφιάραος τι λέγει; «Εκείνος τον οποίον εγκαρδίως ηγάπα και ο Ζευς ο κρατών την αιγίδα και ο Απόλλων, δεν έφθασεν εις το γήρας». Ο δε διδάσκων «να θρηνή ο γεννηθείς, διότι έρχεται εις τόσα κακά», πώς σου φαίνεται; Αλλά σταματώ μήπως παρά την υπόσχεσίν μου μακρύνω τον λόγον ενθυμούμενος και άλλων.

Ποίαν δε κανείς εκλέξας επιστήμην ή τέχνην δεν παραπονείται και δεν αγανακτεί διά την παρούσαν κατάστασιν; Τας χειρωνακτικάς αν ακολουθήσωμεν και βαναύσους, θα ίδωμεν ότι είναι εργασίαι ανδρών κοπιαζόντων από την μίαν νύκτα εις την άλλην και μόλις ποριζομένων τας τροφάς, οι οποίοι κλαίουσιν εαυτούς και οι οποίοι πάσαν αγρυπνίαν των πληρούσιν από στεναγμούς και φροντίδας. Αλλά αν τον ναυτικόν βίον ακολουθήσωμεν, ούτος διέρχεται διά τόσων κινδύνων και, ως είπεν ο Βίας, ο ναυτικός δεν είναι ούτε μεταξύ των αποθαμένων ούτε μεταξύ των ζώντων· διότι ο επίγειος άνθρωπος ως αμφίβιος ρίπτει εαυτόν εις το πέλαγος, αφιερών αυτόν εις την τύχην. Αλλ' η γεωργία είναι γλυκύ τι. Είναι φανερόν. Αλλά δεν είναι τάχα, καθώς λέγουν, όλη μία πληγή ήτις πάντοτε ευρίσκει πρόφασιν λύπης, διότι κλαίει τις τώρα μεν την ξηρασίαν, τώρα δε τας βροχάς, τώρα δε τας πλημμύρας, τώρα δε ασθένειαν βλάπτουσαν τα σπαρτά, τώρα δε θερμότητα άκαιρον, ή παγωνιάν; Αλλά η πολυτίμητος πολιτική – και παραβλέπω πολλά – από πόσα κακά ακολουθείται; την μεν χαράν έχει ωσάν φλεγμονήν με παλμούς και με σφυγμούς, την δε αποτυχίαν λυπηροτάτην και μυρίων θανάτων χειροτέραν. Διότι τις δύναται να είναι ευδαίμων ζων με τον όχλον, αν ήθελε επευφημισθή και επικροτηθή ως παίγνιον του λαού αποδιωκόμενον, συριττόμενον, ζημιούμενον, θνήσκον, ελεούμενον; Πού, ω πολιτικέ Αξίοχε, απέθανεν ο Μιλτιάδης; πού δε ο Θεμιστοκλής; πού δε ο Εφιάλτης; πού δε πριν οι δέκα στρατηγοί; ότε εγώ μεν δεν ήμην της γνώμης να καταδικασθώσιν, οι δε περί τον Θηραμένην και Καλλίξενον την ακόλουθον ημέραν προέδρους εγκαθέτους αφίσαντες κατεδίκασαν εις θάνατον ακρίτως τους άνδρας. Και όμως συ μόνος υπερήσπισες αυτούς και ο Ευρυπτόλεμος, ενώ συνεδρίαζον τριάκοντα χιλιάδες.

1.Κατά Βερναρδάκην.