Kitabı oku: «Συμπόσιον : ή περί έρωτος», sayfa 2
Κατά τον Στράβωνα ο εν Κορίνθω πλουσιώτατος ναός της Αφροδίτης είχεν εις την ιδιοκτησίαν του περισσότερον από χιλίας πόρνας, δούλας ή ιερείας, δωρηθείσας εις την θεάν υπό διαφόρων, ανδρών ή γυναικών.
Αι γυναίκες της Βύβλου ώφειλον ή να θυσιάσουν την κόμην των εις το πένθος του Αδώνιδος ή άλλως να παραδοθούν, προς εξαγνισμόν της τοιαύτης ασεβείας, εις τους ξένους επί ολόκληρον ημέραν.
Εις την Αρμενίαν αι κόραι των μεγαλυτέρων οικογενειών αφιερώνοντο παρθένοι ακόμη εις τοιαύτην θρησκευτικήν εκπόρνευσιν.
Η Βαβυλών ολόκληρος μετεβάλλετο κατ' έτος εις ένα απέραντον πορνείον χάριν της Βαβυλωνείου Αφροδίτης, η οποία εκαλείτο Μύλιττα. Όλαι αι γυναίκες με τα εορτάσιμά των μετέβαινον εις τον ναόν αναμένουσαι τους προσκυνητάς του έρωτος, οι οποίοι συνέρρεον εξ όλων των μερών του κόσμου, προσελκυσμένοι από την φήμην της ωραιότητός των. Από της ταπεινοτέρας δούλης μέχρι της μεγαλυτέρας δεσποίνης καμμία δεν παρέλειπε το ιερόν αυτό καθήκον. Αι πλούσιοι, αι μη θέλουσαι ν' αναμιχθούν μετά του όχλου, μετέβαινον εποχούμενοι επί πολυτελών αρμάτων, ενδυμέναι πολυτελέστατα, ακολουθούμενοι από πλήθος θεραπαινίδων, στολισμέναι με όλα των τα κοσμήματα. Εκεί ετάσσοντο κατά στίχους, μεταξύ των οποίων αφίνετο διάβασις διά τους προσκυνητάς. Ο διερχόμενος ξένος έρριπτεν ένα νόμισμα εις εκείνην την οποίαν εξέλεγεν, επικαλούμενος το όνομα της θεάς. Οποιοσδήποτε δε και αν ήτο ούτος, Έλλην ή Ιουδαίος, Αιγύπτιος ή Πέρσης, Ασσύριος ή Αιθίωψ, και οσονδήποτε ευτελές και αν ήτο το δώρον του, η εκλεγομένη ώφειλε να τον ακολουθήση και να παραδοθή μαζί του εις τα όργια εκείνα της σαρκός με τα οποία η Βαβυλών εμέθυσκε τότε τον κόσμον ολόκληρον.
***
Η οργιαστική αυτή χρήσις του έρωτος εις την λατρείαν του θείου συνέβαλεν αναμφιβόλως όχι ολίγον εις την πλήρη εκείνην εξάρθρωσιν της κοινωνίας και της οικογενείας την οποίαν ευρίσκομεν κατά τους πρώτους του χριστιανισμού χρόνους. Και ο λόγος ευνόητος. Εφ' όσον ο έρως, εκτός των άλλων φιλοσοφικών ή θρησκευτικών εννοιών τας οποίας εσυμβόλιζε, παρουσιάζετο και ως μέσον προσαναβάσεως από της γης εις τον ουρανόν, ο εκτροχιασμός αυτός ήτον αναγκαία ακολουθία διά τας συνήθεις φύσεις, διά τον φυσικόν ζωάνθρωτον, αφού ως πρώτην βαθμίδα παρουσιάζει το αισθητηριακώς αντιληπτόν κάλλος, αντιπροσωπευόμενον από μίαν φύσιν σπαργώσαν και διαρκώς οργιάζουσαν εις βλάστησιν, εις σάρκα, εις όργια φωτός και χρώματος, με προσεπικουρούσαν την φαντασίαν εις όργια Σειληνών και Σατύρων και Νυμφών και Αμαδρυάδων.
Διά τας εκλεκτάς όμως φύσεις ο έρως παρέμεινε πάντοτε η κλίμαξ του Ιακώβ διά της οποίας άγγελοι καταβαίνουν και άγγελοι αναβαίνουν, ή ο αθάνωρ των αλχημιστών διά του οποίου τα αγενή μέταλλα μεταβάλλονται εις χρυσόν.
Υπό το κράτος αυτού ο Σολομών ψάλλει το άσμα ασμάτων, το ύπατον αυτό ερωτικόν παραλήρημα, εις το οποίον η άγνοια τόσον ευκόλως ηκόνισε πάντοτε τα βέλη της σατύρας της:
«Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού· ότι αγαθοί οι μαστοί σου υπέρ οίνον, και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα. Μύρον εκκενωθέν όνομά σου. Διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε.».
«Τι ωραιώθησαν διαβήματά σου εν υποδημασί σου, θύγατερ Ναδάβ; ρυθμοί μηρών σου όμοιοι ορμίσκοις, έργω χειρών τεχνίτου. Ομφαλός σου κρατήρ τορευτός, μη υστερούμενος κράματος· κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις· δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος».
Η αυτή ερωτική μέθη διαπνέει επίσης, πολλούς εκ των ψαλμών του Δαβίδ:
«Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός».
«Ο Θεός ο Θεός μου προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σοι η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω». «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα».
«Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει, ο βασιλεύς του κάλλους σου· ότι αυτός έστιν ο κύριός σου».
«Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου έτι τον μικρόν σον, δυνατέ τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης».
Παραλλήλως προς τας μεγάλας αυτάς της Εκκλησίας μορφάς βλέπομεν τον Πλούταρχον, τον σοβαρόν εκ Χαιρωνείας φιλόσοφον με τας μεγάλας ηθικάς αρχάς, θύοντα, γέροντα πλέον, εις τον Έρωτα επί του Ελικώνος, όπως διηγείται ο ίδιος, και άγοντα χορούς περί τον βωμόν του Απόλλωνος, του οποίου ήτον ιερεύς.
Αλλ' εκεί όπου η ερωτική μέθη λαμβάνει χαρακτήρα αληθούς παραληρήματος είνε αι εκστάσεις της Αγίας Θηρεσίας, εις όλα τα γραφόμενα της οποίας γίνεται λόγος περί ηδονικών εκλύσεων, περί γεύσεως καρπού αρρήτου γλυκύτητος, περί παραδεισίων απολαύσεων κλπ. Δι' αυτήν ο Χριστός είναι αληθινός νυμφίος διά τον οποίον μεταχειρίζεται τας τρυφερωτέρας και ηδονικωτέρας εκφράσεις. Ακούσατε:
«Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον».
Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος. Μία μυστική ερωτοπάθεια κατέχει τας ψυχάς εις όλα τα θήλεα μοναστήρια της Δύσεως, έξυπνοι δε κληρικοί την εξάπτουν περισσότερον ή την εκμεταλλεύονται. Αυτός αυτότατος ο Διάβολος με σάρκα και οστά λαμβάνει μέρος ενεργόν εις ερωτικάς περιπετείας κωμικάς ή τραγικάς, παίζει αστεία παιγνίδια εις ζηλοτύπους συζύγους, προεδρεύει των Σαββατιαίων οργίων, όπου οι πιστοί και αι πισταί φιλούν περιπαθώς τα οπίσθιά του, βοηθεί τας μοιχαλίδας, συνταράσσει εις οργασμόν τα μοναστήρια, σκανδαλίζει αθώας παρθένους. Παρερχόμεθα.
***
Εφθάσαμεν ανεπαισθήτως εν πλήρει πλέον χριστιανισμώ.
Εδώ επιβάλλεται κάποια επιφύλαξις. Η άγνοια είνε τόσον εύκολος εις παρανοήσεις. Αρκούμεθα μόνον να υπενθυμίσωμεν ότι και εδώ επίσης το μέλλον να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως είνε το σπέρμα της γυναικός, της υπάτης ταύτης ιερείας του έρωτος επί της γης.
Αλλ' οι μαργαρίται δεν πρέπει να παραδίδωνται εις τους χοίρους, κατά την έκφρασιν του Ευαγγελίου, και ο πέπλος της Ίσιδος γίνεται πολύ πυκνότερος τόρα. Ο Ωριγένης, είς των πατέρων της Εκκλησίας, παραπλανάται εις το σκότος αυτό και καταφεύγει εις τον ευνουχισμόν, διά να μετανοήση κατόπιν, εννοήσας το σφάλμα του όταν πλέον ήτον αργά. Η Γνώσις εξ άλλου, η επικινδυνωδεστέρα των αιρέσεων του Χριστιανισμού, η απειλήσασα να τον βαραθρώση εις φαλλικήν ερωτολατρείαν, εξοκέλλει εις το άλλο άκρον.
Η ψυχή, κατά τους Γνωστικούς, είνε άσπιλος ως εκ της ουσίας της, δεν είνε δυνατόν να μολυνθή, και αν ακόμη ευρίσκεται μέσα εις το κέντρον της αμαρτίας και της διαφθοράς, όπως ο χρυσός δεν είνε δυνατόν να σκωριάση οσονδήποτε και αν μείνη μέσα εις την λάσπην. Παρ' αυτώ τω θεώ η ανάπτυξις δεν είνε δυνατή άλλως ειμή διά της συναφείας ενός αιώνος άρρενος προς ένα αιώνα θήλυν (4). Η σαρκική συνουσία λοιπόν δεν είνε τίποτε άλλο ειμή ανταύγεια των μυστικών συζεύξεων του Πληρώματος. Ενωθώμεν λοιπόν έκαστος εκάστη.
Εννοείται ότι με τας ιδέας αυτάς οι οπαδοί της Γνώσεως ελάμβανον μέρος με την αυτήν ευκολίαν εις τα Κρόνια των εθνικών και εις τας Αγάπας των χριστιανών.
Αυτός ο Σταυρός διά τους Γνωστικούς απετέλει σχηματικόν σύμβολον της ενώσεως των δύο φύλων. Του συμβολισμού αυτού αποφεύγομεν να δώσωμεν σαφεστέραν εξήγησιν διά λόγους ευνοήτους εις τους δυναμένους να υψωθούν μέχρι της υπερβατικής αντιλήψεως του έρωτος. Προσθέτομεν μόνον ότι και ο αιγυπτιακός Όσιρις παρίσταται φέρων σταυρόν επ' ώμου. Επίσης αποφεύγομεν ν' αναφέρωμεν όσα άλλα, σχετικά προς τον έρωτα, απεδόθησαν εις τους Γνωστικούς και τα μυστήρια αυτών. Τα περισσότερα υπερβαίνουν κάθε όριον ευσχημοσύνης, στερούνται δε και αληθοφανείας, όπως λ. χ. η υπό τινος των Πατέρων αναφερομένη διάδοσις περί αυτών, ότι προέβαινον εις αμβλώσεις γυναικών διά να παρασκευάσουν εκ των εμβρύων μετάληψιν, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται πιθανόν δι' ανθρώπους όχι κοινής αναπτύξεως και μορφώσεως.
Εις κάποιον Ευαγγέλιον το οποίον εχρησίμευσε διά τους πρώτους χριστιανούς της Αλεξανδρείας και περί του οποίου κάμνει μνείαν Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καλών αυτό πρωτόπλαστον, ανεφέρετο, φαίνεται, ότι ο Θεάνθρωπος, ερωτηθείς υπό της Σαλώμης πότε θα γείνουν όσα έλεγεν (επρόκειτο περί της βασιλείας του), απήντησεν:
– Όταν σεις αποβάλετε το ένδυμα της αιδούς και οι δύο γείνουν ένα, ούτε άρρεν ούτε θήλυ.
Η ρήσις, και αν δεν είνε αληθής, δεν είνε όμως αναξία του Θεανθρώπου και φαίνεται έχουσα πολλήν αναλογίαν προς την δικαιολογίαν με την οποίαν συνώδευσε την προς την αμαρτωλήν συγγνώμην του, ότι πολύ ηγάπησεν.
***
Όπως βλέπομεν εκ των εκτεθέντων, ο έρως είνε κάτι περισσότερον από «ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα», κατά τον κενολόγον λυρισμόν του Ουγκώ, η δε Κυρία Σεβινιέ, η οποία βεβαίως ενόμιζεν ότι επαραδοξολόγει όταν έλεγε περί του Ρακίνα ότι αγαπά τον Θεόν όπως και τας ερωμένας του, δεν εξέφραζε τίποτε το καινόν υπό τον ήλιον. Με πολύ περισσοτέραν μεγαληγορίαν και με την μυστικοπαθή φιλοσοφικήν αντίληψιν η οποία τον διακρίνει, ο Δάντης χαρακτηρίζει τον Έρωτα ως την δύναμιν η οποία κινεί τον ήλιον και τους αστέρας.
L' Amor che muove il Sole e l' altre stelle
Διά τον Λουκρήτιον επίσης η Αφροδίτη είνε η πότνια μήτηρ, η alma Venus, η πάντων γενέτειρα, θεών δε και ανθρώπων γλύκασμα.
Ο Έρως, η μυστηριώδης αυτή δύναμις η ωθούσα ακαταπαύστως το άρρεν προς το θήλυ, αυτός είνε επίσης ο εξανάπτων τον ακαταγώνιστον και άσβεστον εκείνον πόθον της ψυχής προς το άγνωστον όστις την ρίπτει εν εκστάσει εις τα γόνατα ενώπιον του Καλού.
Και είνε τόση η δύναμις αυτή, ώστε τολμηρότατοι αθεϊσταί δεν ετόλμησαν να την παραγνωρίσουν. Ο ένας ονειρεύεται ως μέλλουσαν θρησκείαν της ανθρωπότητος την λατρείαν του Καλού, ο άλλος δέχεται την προσευχήν ως μέσον επικοινωνίας ή επικλήσεως της ζώσης συνολικής ψυχής του κόσμον, τρίτος, οπαδός αυτός της θετικής φιλοσοφίας του Αυγούστου Καντ και του Λιττρέ, ψάλλει:
Ω Φύσις, γενέτειρα και δημιουργέ!
Όταν υπό το θείον βλέμμα σου ένα ζεύγος ενώνεται,
Τι προς τον έρωτα των εάν είνε εφήμερος
Όταν είνε άπειρος;
Και ο Χαίκελ ο τόσον κακόπιστος αποδειχθείς εις την υποστήριξιν των θεωριών του, όταν κατά τον Ιούλιον του 1908 έγεινεν εις την Ιέναν η υπό το γελοίον ταφείσα απόπειρα καθιερώσεως θρησκευτικής λατρείας εις τα πρωτοζωάρια, έλεγε κατά τα εγκαίνια σχετικού οικοδομήματος: «Ας ελπίσωμεν ότι το νέον αυτό μουσείον της εξελικτικής διδασκαλίας θ' αποβή ναός εις την θρησκείαν του καθαρού Λόγου διά της λατρείας του Καλού, του Αληθούς και του Ωραίου».
***
Αλλά διατί λοιπόν ο Έρως; Ποία η αναλογία η μεταφέρουσα το βιολογικόν αυτό φαινόμενον της αναπαραγωγής από του φυσικού κόσμου εις τον ηθικόν;
Ένα μέρος, σημαντικώτατον δε, της απορίας αυτής μας το λέει ο Σπένσερ. Ιδού τι λέγει εις μίαν υποσημείωσιν του συγγράματός του Αρχαί Βιολογίας:
«Η ευκαιρία είνε καταλληλοτάτη διά να παρατηρήσωμεν ότι εκείνο το οποίον καλούμεν ωραίον εις τον οργανικόν κόσμον εξαρτάται ως επιτοπολύ κατά τινα τρόπον εκ της γεννητικής σχέσεως. Και τούτο δεν εφαρμόζεται προκειμένου μόνον περί των ανθέων και των οσμών. Εφαρμόζεται εξ ίσου και όταν πρόκειται περί του λαμπρού πτερώματος των πτηνών ή του άσματος αυτών, αποτελεσμάτων αμφοτέρων, κατά τον Λάρβιν, της γεννητικής επιλογής· και είνε πιθανόν ότι και των μικροτέρων ορατών εντόμων τα χρώματα την ιδίαν έχουν εν μέρει αιτίαν. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητον κυρίως είνε, ότι οι χαρακτήρες αυτοί, των οποίων η γένεσις οφείλεται εις το ότι διευκόλυνον την παραγωγήν καλυτέρου γόνου, ενώ είνε εξ όλων οι μάλλον προσελκύοντες αμοιβαίως τους οργανισμούς οίτινες τους κατέχουν, συγχρόνως, αμέσως ή εμμέσως, είνε επίσης οι ελκυστικώτεροι και δι' ημάς. Χωρίς αυτούς αι πεδιάδες και τα δάση θα έχαναν όλον το θέλγητρόν των. Είνε περίεργος δε η παρατήρησις, ότι η σύλληψις του ανθρωπίνου ωραίου ή καλού εκ της αυτής αιτίας έλκει κατά μέγα μέρος την αρχήν της. Επανειλημμένοι παρατηρήσεις εβεβαίωσαν ότι το στοιχείον τον ωραίου το κρατούν εν τη γεννητική σχέσει, κρατεί επίσης εις τα προϊόντα της αισθητικής, την μουσικήν, το δράμα, τας εικαστικάς τέχνας, την ποίησιν αλλ' η παρατήρησις αυτή προσλαμβάνει νέαν σημασίαν, όταν βλέπη τις εις ποίον βάθος εκτείνονται αι ρίζαι της εις την ανόργανον φύσιν (5).
Αν αποβλέψωμεν εις την ζωήν από γενικωτέρας απόψεως, θα εύρωμεν ότι ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν γνώρισμα έχει, εκτός της ατομικής διά της θρέψεως συντηρήσεως, τον πολλαπλασιασμόν και την μετάδοσιν. Ζωή υπό την έποψιν αυτήν θα ειπή γονιμοποίησις και αναπαραγωγή. Αυτό που συμβαίνει εις την υλικήν ζωήν, συμβαίνει επίσης και εις την ηθικήν. Τείνει και αυτή κατά τρόπον ανάλογον εις πολλαπλασιασμόν και εις μετάδοσιν. Εις τον κόσμον των συναισθημάτων μία ακαταγώνιστος τάσις ένορμος μας ωθεί να συμμερισθώμεν μετ' άλλων τας λύπας μας, τας χαράς μας. Εάν έλθωμεν εις τον κόσμον των ιδεών, θα εύρωμεν το αυτό φαινόμενον, γονιμοποίησιν και αναπαραγωγήν. Αρκεί να σκεφθώμεν το ηθικόν κεφάλαιον το οποίον αντιπροσωπεύει εις δοθείσαν στιγμήν η ανθρωπότης. Τι θα ήτο το κεφάλαιον αυτό, εάν δεν επολλαπλασιάζετο διά της αναπαραγωγής; Η ύπαρξις αυτή του ανθρώπου θα ήτον τάχα δυνατή; Ως σύνολον η ανθρωπότης αντιπροσωπεύει σήμερον ένα ηθικόν κεφάλαιον διά το οποίον ειργάσθη η διανοητική γονιμότης απειρίας γενναίων προ ημών. Η λαϊκή ψυχή, η οποία έχει ζωηροτέραν την διαισθητικήν αντίληψιν, έχει δίκαιον να χαρακτηρίζη τον άρτιον νουν ως θηλυκόν, διαρκώς εγκυμονούντα και διαρκώς γεννώντα. Τωόντι, αι κεκτημένοι γνώσεις είνε η διαρκώς γονιμοποιούσα την διανοητικότητα δύναμις.
***
Πριν τελειώσω, επιβάλλεται να δώσω εδώ μίαν εξήγησιν εις την απορίαν η οποία θα γεννηθή αναμφιβόλως εις τον νουν του μη έχοντος σαφή ιδέαν των ηθών της εποχής του Πλάτωνος αναγνώστου και η οποία δύναται να διατυπωθή ως εξής:
Διατί ο Πλάτων, διά ν' αναπτύξη την περί του Έρωτος θεωρίαν του, βάσιν έλαβε την παιδεραστίαν; Τωόντι, όλα τα πρόσωπα του διαλόγου περί τοιούτους έρωτας κατά το μάλλον ή ήττον στρέφονται. Αυτός ο Σωκράτης ως πρώτον βήμα διά να υψωθή τις μέχρι του απολύτου καλού, την παιδεραστίαν συμβουλεύει.
Διά να λυθή η απορία αυτή, αρκεί να εκτεθούν με ολίγας λέξεις τα ήθη της εποχής τα σχετικά προς την απασχολούσαν ημάς έποψιν του ζητήματος.
Από της πλέον απομακρυσμένης ιστορικής εποχής επετρέπετο, υπ' αυτών ακόμη των νόμων εις την Σπάρτην και εις την Κρήτην, οι πρεσβύτεροι να συναναστρέφωνται ιδιαιτέρως νέους τους οποίους εχειραγώγουν εις την οδόν της αρετής και της μαθήσεως. Το είδος αυτό της επικοινωνίας και της συναναστροφής εξεδηλώνετο εις την ζωηράν φαντασίαν των προγόνων μας απαράλλακτα όπως ο μεταξύ ατόμων αντιθέτου φύλου ο έρως. Άλλως όσα εξεθέσαμεν ανωτέρω αρκούν διά να συμπεράνη τις ευκόλως, ότι η τοιαύτη του πράγματος αντίληψις πολύ ολιγώτερον δύναται ν' αποδοθή εις την φαντασίαν όσον εις αυτήν ταύτην την πραγματικότητα. Προς τούτοις την αυτήν αντίληψιν και με την αυτήν ζωηρότητα εκφραζομένην ευρίσκομεν εις σχέσεις μεταξύ γυναικών. Η Σαπφώ την ιδίαν ερωτικήν θέρμην την οποίαν φανερώνει διά τον Φάωνα – αν υποτεθή ότι υπήρξέ ποτε Φάων τις τον οποίον ερωτεύετο, αλλά κατεφρονείτο υπ' αυτού, πράγμα το οποίον φαίνεται να είναι απλούς μύθος, περί του οποίου όμως δεν πρόκειται ενταύθα – την ιδίαν, λέγω, ερωτικήν θέρμην φαίνεται εκδηλώνουσα και προς φίλας ή μαθητρίας της.
Και είνε μεν αληθές ότι αι σχέσεις του είδους αυτού, είτε μεταξύ νέων και πρεσβυτέρων είτε μεταξύ γυναικών, δεν ετηρήθησαν ούτε παντού ούτε πάντοτε αγναί· η σκανδαλώδης αφήγησις του παθήματος του Αλκιβιάδου, η οποία σκοπόν έχει να εξάρη τον χαρακτήρα του Σωκράτους, όπως και ο λόγος του Παυσανίου, δεν αφίνει καμμίαν αμφιβολίαν περί τούτου. Αλλ' από του σημείου τούτου μέχρι του συμπεράσματος, ότι αι σχέσεις του είδους αυτού είχον πάντοτε ως αποτέλεσμα αποτροπαίους συναφείας, η απόστασις είνε μεγάλη.
Μόνον αργότερα η σχέσις αυτή εξέπεσε βαθμηδόν εις απροκάλυπτον οργιασμόν της σαρκός. Αλλά τότε το πράγμα έπαυσε να έχη προσχήματα φιλοσοφικά και επρόκειτο απλώς περί νέων μεθόδων κορεσμού κτηνωδών ορέξεων. Ήταν η εποχή της κοσμοκρατορίας της Ρώμης τότε και ολόκληρος περίπου η ανθρωπότης είχε καταπέσει ηθικώς όχι μόνον υπό την έποψιν αυτήν, αλλά και υπό πάσαν άλλην, όπως ελέχθη ήδη ανωτέρω. Ήτον η εποχή την οποίαν ετερμάτισεν η έλευσις του Θεανθρώπου ήτις έδωκεν άλλην κατεύθυνσιν εις την ανθρωπότητα. Αλλ' η εποχή του Σωκράτους και του Πλάτωνος, υπό την εξεταζομένην έποψιν, δεν ήτον μεν βεβαίως καλυτέρα, αλλ' ούτε ίσως χειροτέρα πάσης άλλης. Διέφερε μάλιστα εν πάση περιπτώσει κατά τούτο, ότι η λέξις δεν είχεν αποκλειστικώς την έννοιαν την οποίαν έχει σήμερον, αλλά συνεδέετο οπωσδήποτε και με ηθικήν έννοιαν, τόσον στενώς μάλιστα ώστε πολλάκις η τελευταία αυτή φαίνεται οικειοποιουμένη ολόκληρον το πλάτος της λέξεως.
Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Ή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Πρώτον
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ
ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ
Έπειτα
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΑΓΑΘΩΝ
ΦΑΙΔΡΟΣ
ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ
ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
***
Απολλόδωρος
Νομίζω πως δεν είμαι αμελέτητος εις όσα μ' ερωτάτε. Και να σας ειπώ πώς. Πρό τινος, ενώ ανέβαινα από την οικίαν μου εκ Φαλήρου εις το άστυ, κάποιος εκ των γνωρίμων μου ερχόμενος όπισθέν μου και αναγνωρίσας με από μακράν:
– Αι Φαληρεύ, εφώναξεν ευθύμως, συ Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις κ' εμένα;
Εστάθηκα και επερίμενα. Και αυτός:
– Απολλόδωρε, είπεν, ακριβώς σε εζήτουν τόρα εσχάτως θέλων να μάθω τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος μεταξύ αυτού, του Σωκράτους, του Αλκιβιάδου και των άλλων παρευρεθέντων τότε εις το σύνδειπνον. Κάποιος μου διηγείτο τα περί τούτου, ακούσας αυτά από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου είπε δε ότι και συ τα γνωρίζεις· αλλά δεν ημπόρεσε να μου ειπή τίποτε θετικόν. Να μου τα διηγηθής λοιπόν συ, ο οποίος άλλως έχεις χρέος περισσότερον από κάθε άλλον να διηγηθής τους λόγους του φίλου σου. Αλλά προτύτερα ειπέ μου, επρόσθεσεν, εις την συνομιλίαν αυτήν παρευρέθης συ ο ίδιος ή όχι;
– Φαίνεται, είπον εγώ τότε, ότι αυτός που σου διηγήθη το πράγμα δεν σου είπε τίποτε σωστόν, αφού νομίζεις την συνομιλίαν αυτήν ως γενομένην τόρα εσχάτως, ώστε να ήτο δυνατή και η ιδική μου παρουσία εις αυτήν.
– Έτσι ενόμιζα.
– Πώς, ω Γλαύκων, είπον εγώ, δεν ηξεύρεις ότι ο Αγάθων από πολλών ετών δεν έχει πατήσει εδώ; Αφ' ότου δ' εγώ συναναστρέφομαι τον Σωκράτη και παρακολουθώ επιμελώς καθ' ημέραν τα υπ' αυτού λεγόμενα ή πραττόμενα δεν είνε ακόμη τρία έτη. Προ τούτου πλανώμενος εις την τύχην και νομίζων ότι κάτι κάνω, ήμην ο αθλιώτερος των ανθρώπων, όπως και συ τόρα, που νομίζεις ότι κάθε άλλη ενασχόλησις είνε προτιμοτέρα από την φιλοσοφίαν.
Και εκείνος:
– Άφησε την κοροϊδείαν, είπε, και ειπέ μου πότε έγεινεν η συνομιλία αυτή.
Του είπον εγώ τότε, ότι το πράγμα συνέβη όταν ημείς ήμεθα παιδία ακόμη, δηλαδή την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ο Αγάθων, νικήσας με την πρώτην του τραγωδίαν, εώρταζε τα επινίκια αυτός τε και οι λαβόντες μέρος εις τον χορόν.
– Ώστε η ιστορία είνε πολύ παλαιά, ως φαίνεται. Αλλά ποιος σου διηγήθη το πράγμα; ή μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης;
– Όχι μα τον Δία, είπον εγώ, αλλ' εκείνος που τα είπε και εις τον Φοίνικα, δηλαδή ένας κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναιεύς, ένας κοντούλης και ξυπόλυτος πάντοτε. Αυτός ήτον, όπως εγώ νομίζω, ένας από τους θερμοτέρους της εποχής εκείνης θαυμαστάς του Σωκράτους και ήτο παρών κατά την συναναστροφήν. Αλλ' όμως και τον Σωκράτη ερώτησα διά μερικά πράγματα εξ όσων ήκουσα παρ' εκείνου, εσυμφώνει δε και αυτός με την αφήγησιν του Αριστοδήμου.
– Μα τότε λοιπόν, μου λέγει, τι κάθεσαι και δεν μου τα διηγήσαι; Ο δρόμος που έχομεν να κάμωμεν έως το άστυ είνε περίστασις καταλληλοτάτη και διά να μου τα διηγηθής και δι' εμέ να σ' ακούω.
Και έτσι βαδίζοντες ηρχίσαμεν την περί του αντικειμένου αυτού ομιλίαν. Και δι' αυτό εις την αρχήν σας είπα ότι δεν είμαι αμελέτητος ως προς αυτό. Εάν λοιπόν θέλετε να διηγηθώ και εις σας την ιστορίαν αυτήν, θα το κάμω ευχαρίστως· διότι δι' εμέ είναι μεγάλη ευχαρίστησις να ομιλώ ή ν' ακούω άλλους ομιλούντας επί φιλοσοφικών θεμάτων, και τούτο ανεξαρτήτως της ωφελείας την οποίαν νομίζω ότι πορίζομαι εκ τοιούτων λόγων· ενώ όταν ακούω άλλα θέματα ομιλίας, οποία άλλως και τα συνήθη ιδικά σας υμών των πλουσίων και περί τα χρηματικά καταγινομένων, και εγώ στενοχωρούμαι και σας τους φίλους μου οικτείρω, διότι νομίζετε ότι κάτι κάνετε χωρίς να κάνετε τίποτε. Ίσως και σεις πάλιν να με ευρίσκετε άξιον οίκτου, και δεν νομίζω ότι έχετε άδικον να έχετε τοιαύτην ιδέαν. Με την διαφοράν ότι εγώ δεν το νομίζω απλώς, αλλ' είμαι βέβαιος ότι είσθε άξιοι οίκτου.
Φίλος του Απολλοδώρου
Ο ίδιος είσαι πάντοτε Απολλόδωρε. Πάντοτε κακολογείς και τον εαυτόν σου και τους άλλους, και μου φαίνεται ότι νομίζεις τωόντι αθλίους όλους τους ανθρώπους εκτός του Σωκράτους, αρχίζων από τον εαυτόν σου. Και δεν γνωρίζωμεν διατί σε επωνόμασαν μανιακόν, αλλ' εις τους λόγους είσαι πάντοτε τοιούτος· εξαγριώνεσαι κατά του εαυτού σου και των άλλων εκτός του Σωκράτους.
Απολλόδωρος
Φανερόν λοιπόν εκ τούτου ότι ούτω διανοούμενος και διά τον εαυτόν μου και διά σας, μαίνομαι και παραπαίω. Δεν είν' έτσι, φίλτατε;
Φίλος του Απολλοδώρου
Δεν αξίζει τον κόπον, Απολλόδωρε, να φιλονεικήσωμεν δι' αυτό. Άφησέ τα λοιπόν αυτά και διηγήσου μας εκείνο που σ' επαρακαλέσαμεν, δηλαδή τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος.
Απολλόδωρος
Να σας ειπώ επάνω κάτω τι ελέχθη. Αλλά καλύτερα να προσπαθήσω να σας εκθέσω τα πράγματα εξ αρχής, όπως και ο Αριστόδημος τα διηγήθη εις εμένα.
Μου είπε λοιπόν ότι έτυχε ν' απαντήση τον Σωκράτη λουσμένον και φορούντα εις τους πόδας τα σανδάλια, πράγμα το οποίον εκείνος δεν έκανε συχνά, εις την ερώτησίν του δε πού πηγαίνει έτσι καλλωπισμένος,
– Πηγαίνω να δειπνήσω εις του Αγάθωνος, είπε. Χθες απέφυγα να παρευρεθώ κατά την εορτήν των επινικίων, φοβηθείς τον όχλον· σήμερα όμως του υποσχέθηκα ότι θα υπάγω. Αυτός είναι ο λόγος που εκαλλωπίσθην, διά να μεταβώ ωραίος προς ωραίον. Αλλά τι ιδέαν έχεις, επρόσθεσε, αν σου επρότεινα να έλθης και συ εις το δείπνον απρόσκλητος;
– Όπως ορίζεις, απήντησεν ο Αριστόδημος.
– Ακολούθει με λοιπόν, εξηκολούθησεν ό Σωκράτης, διά να χαλάσωμεν και την παροιμίαν μεταβάλλοντες αυτήν και αποδεικνύοντες επομένως ότι και εις των αγαθών το τραπέζι πηγαίνουν απρόσκλητοι αγαθοί (6). Άλλως και ο Όμηρος την παροιμίαν αυτήν κινδυνεύει όχι μόνον να την χαλάση, αλλά και να την εξευτελίση· διότι αφού παρέστησε τον μεν Αγαμέμνονα ως ένα εξαιρετικώς γενναίον πολεμιστήν, τον δε Μενέλαον ως μαλθακόν μαχητήν, εορτάζοντος και ευωχουμένου του Αγαμέμνονος, παρουσιάζει τον Μενέλαον ως απρόσκλητον ελθόντα εις το τραπέζι, δηλαδή ένα άνθρωπον κατώτερον εις το τραπέζι του πολύ καλυτέρου του.
– Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.
– Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν.
Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν. Μου συνέβη μάλιστα και κάτι νόστιμον· ένας δούλος του Αγάθωνος ήλθεν από μέσα εις προϋπάντησίν μου και με ωδήγησεν αμέσως εκεί όπου ευρίσκοντο ξαπλωμένοι και οι άλλοι, περιμένοντες ν' αρχίση το δείπνον. Μόλις δε με είδεν ο Αγάθων,
– Αριστόδημε, είπεν, εις καλήν ώραν ήλθες διά να δειπνήσης μαζή μας· εάν όμως ήλθες δι' άλλο πράγμα, ας το αναβάλωμεν δι' άλλοτε. Σ' εζήτησα και χθες διά να σε προσκαλέσω, αλλ' εστάθη αδύνατον να σε ιδώ. Αλλά πώς δεν μας φέρεις και τον Σωκράτη;
Τότε εγώ στραφείς, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, είδα ότι ο Σωκράτης δεν με είχεν ακολουθήσει. Είπα λοιπόν ότι ηρχόμην μαζή με τον Σωκράτη ο οποίος και μ' επροσκάλεσεν εις το δείπνον.
– Έκαμες πολύ καλά να έλθης, είπεν ο Αγάθων· αλλά πού είναι ο Σωκράτης;
– Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε.
– Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον·
Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ. Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα,
– Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη.
Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς,
– Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον. Αυτό του συμβαίνει συχνά, ν' απομακρύνεται δηλαδή και να σταματά όπου τύχη. Έπειτα από ολίγον θα έλθη, όπως εγώ νομίζω. Μη τον ενοχλήτε λοιπόν, αλλ' αφήσατέ τον.
– Ας γείνη έτσι, είπεν ο Αγάθων, αφού αυτή είνε η γνώμη σου. Αλλά δι' ημάς τους άλλους, παιδιά, δόστε μας να φάγωμεν. Φέρετε ό,τι θέλετε, ωσάν να μη περιμένετε διαταγάς από κανένα, πράγμα το όποιον δεν έκαμα ποτέ μου. Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς.
Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα. Τέλος ήλθε και ο Σωκράτης, αφού αργοπόρησεν ολίγον κατά την συνήθειάν του, ευρών ημάς εις το μέσον του δείπνου. Τότε ο Αγάθων, όστις ήτον ξαπλωμένος τελευταίος και μόνος,
– Έλα, είπε, Σωκράτη, και ξαπλώσου κοντά μου διά ν' απολαύσω κ' εγώ τας σοφάς ιδέας αι οποίαι σου κατέβηκαν εις τα πρόθυρα· διότι είναι φανερόν ότι ευρήκες αυτό που εζήτεις και το κρατείς, αλλέως θα ευρίσκεσο ακόμη εις την ιδίαν θέσιν.
Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν:
– Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών. Αν και η σοφία ήτον έτσι, τότε εγώ θα ήμουν ευτυχής ξαπλωνόμενος κοντά σου· διότι νομίζω ότι από σένα θα γεμίσω με πολλήν και καλήν σοφίαν. Ως προς την ιδικήν μου, και μικρή είνε και αμφισβητήσιμος, κάτι ωσάν όνειρον· ενώ η ιδική σου και λαμπρά είνε και σφριγώσα εις προκοπήν, εξέλαμψε δε από σένα, νέον ακόμη όντα, και καταφανής έγεινε προ ολίγου ενώπιον τριάντα, χιλιάδων Ελλήνων ως μαρτύρων.
– Κοροϊδεύεις, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων. Αλλ' αυτά ας τ' αφήσωμεν δι' έπειτα πού θα κριθώμεν εγώ και συ περί της σοφίας μεταχειριζόμενοι ως δικαστήν τον Διόνυσον (7)· αλλά τόρα άρχισε πρώτα να τρώγης.
Μετά ταύτα, κατακλιθέντος του Σωκράτους, αφού εδείπνησαν όλοι, έκαμαν σπονδάς, έψαλαν τον θεόν και έγειναν όλα τάλλα τα συνηθιζόμενα, ήλθεν η σειρά να πίουν. Τότε ο Παυσανίας έλαβε τον λόγον και είπε τα εξής·
– Καλόν είνε να σκεφθώμεν πρώτα κατά ποίον τρόπον ολιγώτερον βλαπτικόν θα πίωμεν. Εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι δεν είμαι διόλου καλά έπειτα από τον χθεσινόν πότον και έχω ανάγκην κάποιας αναψυχής, νομίζω δε ότι την αυτήν ανάγκην αισθάνεσθε και οι περισσότεροι από σας, διότι και χθες μαζή ήμεθα. Σκεφθήτε λοιπόν ποίος είνε ο καλύτερος τρόπος διά να μη το χαλάσωμεν και πάλιν.
– Πολύ σωστά λέγεις, Παυσανία, ότι μας χρειάζεται χωρίς άλλο κάποια ανάπαυλα εις την πόσιν, είπε τότε ο Αριστοφάνης· διότι κ' εγώ είμαι από τους βαπτισμένους της χθες.
– Βεβαίως σωστόν είνε αυτό που λέγετε, είπε τότε Ερυξίμαχος ο Ακουμενού. Μένει μόνον ν' ακούσωμεν την γνώμην του Αγάθωνος. Αντέχει να πίη;
– Καθόλου. Ούτ' εγώ δεν βαστώ, απήντησεν ο Αγάθων.
– Τότε τόσον το καλύτερον δι' ημάς τους άλλους, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, δηλαδή εμένα, τον Αριστόδημον και τον Φαίδρον, αν σεις οι δυνατώτατοι εις το πίνειν αποκάματε· διότι ημείς πάντοτε δεν είμεθα δυνατοί πόται. Διά τον Σωκράτη δεν λέγω τίποτε, διότι αυτός είνε ικανός και διά τα δύο, επομένως είτε το ένα κάμωμεν είτε το άλλο, του είνε το ίδιον. Επειδή λοιπόν μου φαίνεται ότι κανείς από ημάς δεν έχει όρεξιν να πίη πολύ, θα είμαι ολιγώτερον αηδής εάν σας ειπώ τι πράγμα είνε η μέθη. Κατάδηλον νομίζω εκ της ιατρικής μου πείρας ότι η μέθη είνε μέγα κακόν διά τους ανθρώπους. Και διά τούτο ούτ' εγώ πίνω, όταν ημπορώ ν' απέχω, ούτε εις άλλον θα συμβουλεύσω τοιούτον τι, και μάλιστα διατελούντα εις καρηβαρίαν από μέθην της προτεραίας.
– Ως προς εμέ, υπέλαβε τότε Φαίδρος ο Μυρρινούσιος, συνηθίζω να πείθωμαι εις ό,τι λέγεις προκειμένου περί ιατρικής· αλλά τόρα βλέπω ότι και οι άλλοι είνε σύμφωνοι με την γνώμην σου.
Αφού ελέχθησαν αυτά, ενεκρίθη από όλους η ιδέα να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην και να πίνουν απλώς προς τέρψιν.
– Αφού λοιπόν είμεθα σύμφωνοι, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, ότι καθένας είνε ελεύθερος να πίνη όσον θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται, προτείνω την μεν αυλητρίδα που ήλθε προ ολίγου να την αφήσωμεν να πηγαίνη στο καλόν. Ας παίξη με τον αυλόν της να διασκεδάση μόνη της, ή αν θέλη ας παίξη να διασκεδάση τας γυναίκας μέσα· ημείς δε ας περιορίσωμεν την συναναστροφήν μας σήμερον εις συνομιλίαν. Έχω μάλιστα να σας προτείνω και θέμα ομιλίας, αν θέλετε.
Και επειδή όλοι απήντησαν ότι θέλουν και τον επαρακάλουν να εισηγηθή το θέμα,
– Αρχίζω λοιπόν, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, κατά τον τρόπον της Μελανίππης του Ευριπίδου: Ό,τι θα σας ειπώ δεν είνε ιδικόν μου, αλλά του Φαίδρου αυτού εδώ. Ο Φαίδρος λοιπόν μου λέγει με αγανάκτησιν κάθε φοράν: Δεν είνε παράξενον, Ερυξίμαχε, ότι εις όλους μεν σχεδόν τους άλλους θεούς έχουν γείνει ύμνοι και παιάνες υπό των ποιητών, εις δε τον Έρωτα, ο οποίος εν τούτοις είνε τόσον μέγας θεός, κανείς από τους τόσους ποιητάς δεν έκαμε ποτέ κανέν εγκώμιον; Αν αφήσωμεν δε τους ποιητάς, θα ιδής ότι και οι καλύτεροι σοφισταί έχουν γράψει επαίνους εις πεζόν του Ηρακλέους και άλλων παράδειγμα ο περίφημος Πρόδικος. Τούτο άλλως δεν είνε και τόσον θαυμαστόν, αφού εγώ έτυχε να ιδώ βιβλίον περιέχον έπαινον θαυμάσιον του άλατος, εις τον όποιον εξήρετο η ωφέλεια αυτού, και άλλα δε τοιαύτα συχνά ημπορείς να ιδής εγκωμιαζόμενα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα πράγματα απεδόθη τόση σημασία, πώς γίνεται ένας τόσον μέγας θεός όπως ο Έρως να μείνη έτσι αμελημένος και κανείς από τους ανθρώπους να μην έχει τολμήσει έως σήμερον να τον υμνήση επαξίως; Αυτά λέγει, πολύ σωστά νομίζω, ο Φαίδρος. Εγώ λοιπόν και πρόθυμος είμαι να συνεισφέρω τον έρανόν μου διά να ευαρεστήσω τον θεόν αυτόν και πρέπον νομίζω εις την περίστασιν αυτήν δι' ημάς τους παρόντας να τον τιμήσωμεν. Αν επομένως είσθε και σεις σύμφωνοι, μας αρκεί ως θέμα ομιλίας ο Έρως. Προς τούτο καθένας από ημάς θα ειπή, όπως ημπορεί καλύτερα, ένα έπαινον του έρωτος, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Πρώτος λοιπόν θ' αρχίση ο Φαίδρος, επειδή και πρώτος εις την σειράν έρχεται και είνε ο πατήρ της προτάσεως.