Kitabı oku: «Συμπόσιον : ή περί έρωτος», sayfa 4
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Και όμως, Ερυξίμαχε, ήρχισεν ο Αριστοφάνης, σκοπόν έχω να ομιλήσω άλλως πως και όχι όπως συ και ο Παυσανίας. Λοιπόν εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αισθανθή όλως διόλου την δύναμιν του έρωτος, διότι εάν την ησθάνοντο, έπρεπε να του ανεγείρουν μεγίστους ναούς και βωμούς, και να του προσφέρουν τας μεγαλυτέρας θυσίας, ενώ τόρα τίποτε από όλα αυτά που έπρεπε να γίνονται δεν γίνεται. Και εν τούτοις ο Έρως είνε ο φιλανθρωπότατος των θεών, βοηθών τους ανθρώπους και ιατρεύων όλα τα κακά εκείνα, των οποίων η θεραπεία θα επροσπόριζε μεγάλην ευδαιμονίαν εις το ανθρώπινον γένος. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω την δύναμιν αυτού, σεις δε θα διδάξετε εις τους άλλους όσα θ' ακούσετε από εμέ. Και πρώτον πρέπει να μάθετε την ανθρωπίνην φύσιν και τα παθήματα αυτής. Διότι η φύσις ημών εις τον παλαιόν καιρόν δεν ήτον οποία η τορινή, αλλά όλως διόλου διάφορος. Και πρώτον τα γένη των ανθρώπων ήσαν τρία, δεν ήσαν όπως τόρα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν, αλλ' υπήρχεν ακόμη και τρίτον γένος, αποτελούμενον από τα δύο πρώτα, του οποίου μόνον το όνομα διεσώθη, αυτό δε εξηφανίσθη. Υπήρχε δηλαδή και ένα είδος αρσενικοθήλυκον, ανδρόγυνον (12) καλούμενον, ως συγκείμενον εξ ανδρός και γυναικός, εκ του οποίου σήμερον δεν διεσώθη παρά μόνον το όνομα, λεγόμενον ως ύβρις. Έπειτα και το όλον ανθρώπινον γένος ήτο διάφορον, διότι κάθε άνθρωπος ήτο στρογγύλος, έχων την ράχιν και τας πλευράς κυκλικάς, χείρας δε τεσσάρας, σκέλη ισάριθμα με τας χείρας και πρόσωπα δύο επάνω εις αυχένα κυκλοτερή εντελώς όμοια· κεφαλήν δε και διά τα δύο αυτά πρόσωπα, αντιθέτως βλέποντα, είχον μίαν, και αυτιά τέσσαρα, και γεννητικά όργανα δύο, και όλα τα άλλα κατά τρόπον που ημπορεί κανείς να συμπεράνη εξ όσων είπα. Επεριπάτουν δε και ορθοί κατά την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν των δύο προσώπων· αλλ' όταν ήθελαν να ορμήσουν ταχέως, έτρεχον όπως οι κυβιστήρες, όταν κάνουν μίαν σειράν από τούμπες σηκώνοντες τα σκέλη εις τον αέρα, με την διαφοράν ότι οι τότε άνθρωποι, έχοντες οκτώ μέλη διά να στηρίζωνται, εφέροντο κυκλικώς με πολλήν ταχύτητα. Η μεταξύ των τριών αυτών γενών διαφορά προήρχετο εκ του ότι το μεν αρσενικόν κατήγετο εκ του ηλίου, το δε θηλυκόν εκ της γης, και το μετέχον και των δύο τούτων εκ της σελήνης, καθόσον και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ακριβώς δε ένεκα της καταγωγής των αυτής ήσαν περιφερικά και αυτά και η πορεία αυτών. Και ήσαν φοβερά ως προς την δύναμιν και ρώμην, και τα φρονήματα μεγάλα είχον, ετόλμησαν δε να τα βάλουν και με τους θεούς, και εκείνο που λέγει ο Όμηρος περί Εφιάλτου και Ώτου (13), περί εκείνων λέγεται, ότι δηλαδή επεχείρησαν ν' αναβούν εις τον ουρανόν διά να επιτεθούν κατά των θεών.
Τότε λοιπόν ο Ζευς και οι άλλοι θεοί συσκεφθέντες περί του πρακτέου ευρέθησαν εις απορίαν, μη θέλοντες ούτε να τους σκοτώσουν, και, κεραυνώσαντες αυτούς, όπως τους γίγαντας, να εξαφανίσουν το γένος – διότι τότε θα έπαυαν αι προς αυτούς τιμαί και οι ναοί εκ μέρους των ανθρώπων – , ούτε πάλιν να τους επιτρέψουν τοιαύτην αυθάδειαν. Επί τέλους ο Ζευς κατώρθωσε να εύρη τι εχρειάζετο, και:
– Μου φαίνεται, είπεν, ότι ευρήκα τρόπον ώστε και άνθρωποι να υπάρχουν και να παραιτηθούν της αυθαδείας των, ασθενέστεροι γινόμενοι. Προς τούτο θα τους κόψω τον καθένα εις δύο, κατ' αυτόν δε τον τρόπον και ασθενέστεροι θα γείνουν και συγχρόνως χρησιμώτεροι εις ημάς, διότι θα γείνουν περισσότεροι και θα βαδίζουν όρθιοι επί των δύο σκελών. Εάν δε και μετά τούτο φανούν ακόμη αυθάδεις και δεν θέλουν να ησυχάσουν, τότε θα τους κόψω και πάλιν εις δύο, εις τρόπον ώστε να περιπατούν μ' ένα πόδι πηδηκτά.
Ταύτα ειπών ήρχισε να κόπτη τους ανθρώπους εις δύο, όπως οι κόπτοντες τα σούρβα (14) που θέλουν να τα παστώσουν, ή όπως οι κόπτοντες τα αυγά με τας τρίχας. Καθένα δε που έκοπτε, ανέθετεν εις τον Απόλλωνα να του μεταστρέφη μεν το πρόσωπον και το ήμισυ του αυχένος προς το μέρος της τομής, θέλων ώστε ο άνθρωπος, βλέπων διαρκώς το κόψιμον που υπέστη, να γείνη κοσμιώτερος, και κατά τα άλλα δε να τον θεραπεύη. Συμμορφωνόμενος προς την παραγγελίαν αυτήν ο Απόλλων, και το πρόσωπον μετέστρεφε, και συνέλκων το δέρμα από παντού προς την καλουμένην τώρα κοιλίαν, όπως τα σουρωτά πουγγιά, το έδενεν αφίνων ένα μόνον στόμιον εις το μέσον της κοιλίας, το καλούμενον ομφαλός. Και τας μεν άλλας ρυτίδας τας πολλάς ελείαινε και διώρθωνε το στήθος μ' ένα εργαλείον όμοιον προς εκείνο που μεταχειρίζονται οι σανδαλοποιοί διά να λειάνουν επάνω εις το καλαπόδι τας ρυτίδας των δερμάτων· άφινε δε ολίγας περί την κοιλίαν και τον ομφαλόν εις μνήμην του παλαιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύσις εδιχοτομήθη, τα μέρη, ποθούντα έκαστον το ήμισύ του, συνήρχοντο και περιβαλλόμενα διά την χειρών και συμπλεκόμενα το ένα με το άλλο εκ της σφοδράς επιθυμίας των όπως συγκολληθούν, απέθνησκαν από την πείναν και την αργίαν, διότι δεν ήθελαν να κάνουν τίποτε χωρισμένα. Και όταν το ένα από τα ημίση απέθνησκε, το απομένον εζήτει και συνεπλέκετο με άλλο, είτε ήμισυ ολοκλήρου πριν γυναικός ετύχαινε να είνε, εκείνο δηλαδή που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα, είτε ανδρός. Και έτσι το ανθρώπινον γένος έβαινεν εις αφανισμόν. Συγκινηθείς τότε ο Ζευς εμηχανεύθη να μεταθέση τα γεννητικά αυτών όργανα εμπρός· διότι έως τότε ήσαν προς τα εκτός, η δε σύλληψις και η γέννησις εγίνοντο όχι μέσα εις τα σώματα, αλλά εις την γην, όπως των τετίγων. Έκαμε λοιπόν την μετάθεσιν αυτήν και δι' αυτής εκανόνισεν η σύλληψις να γίνεται διά του άρρενος μέσα εις το θήλυ, έχων υπ' όψιν ότι τοιουτοτρόπως, διά της επιδιωκομένης υπό των διχοτομηθέντων συναφείας, είτε μεταξύ ανδρός και γυναικός εγίνετο αύτη, είτε μεταξύ αρρένων, και η διαιώνισις του ανθρωπίνου γένους θα επετυγχάνετο εις την πρώτην περίπτωσιν, και γενικώς, ως εκ της πλησμονής της συνουσίας, οι άνθρωποι θα έκαναν και διαλείμματα εις τας συναφείας των, τρεπόμενοι προς την εργασίαν και την άλλην επιμέλειαν της ζωής. Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον ο έρως των ανθρώπων προς αλλήλους είνε έμφυτος, ως τείνων να επαναφέρη αυτούς εις την αρχικήν κατάστασιν και επιχειρών να κάμη τους δύο ένα και ιατρεύση την ανθρωπίνην φύσιν.
Καθένας λοιπόν από ημάς είνε μία τσέτουλα ανθρώπου κομμένου, ωσάν ήμισυ σπάρου ανοιγμένου εις δύο, ζητεί επομένως πάντοτε το ήμισύ του. Και όσοι μεν των ανδρών είνε τμήμα του όλου το οποίον τότε εκαλείτο ανδρόγυνον, είνε φιλογύναικες και οι πολλοί των μοιχών ανήκουν εις το γένος αυτό, εκ του οποίου επίσης προέρχονται και αι φίλανδροι και αι μοιχεύτριαι γυναίκες· ενώ όσαι των γυναικών είνε τμήμα γυναικός, δεν προσέχουν πάρα πολύ τους άνδρας, αλλά περισσότερον κλίνουν προς τας γυναίκας, και εξ αυτών προέρχονται αι εταιρίστριαι. Όσοι δε των ανδρών είνε άρρενος τμήμα, ζητούν το άρρεν· και εφ' όσον μεν είνε παιδία, ως τεμάχια άρρενος που είνε, αγαπούν τους άνδρας και ευχαριστούνται να κατακλίνωνται μαζή τους και να ευρίσκωνται εις την αγκάλην αυτών, και είνε ούτοι οι άριστοι των παίδων και μειρακίων, ως όντες εκ φύσεως ανδρειότατοι. Και είνε μεν αληθές ότι μερικοί κατηγορούν αυτούς ως αναισχύντους, αλλ' αδικώτατα· διότι αυτό που κάνουν δεν το κάνουν από αναισχυντίαν, αλλά διότι αγόμενοι από το θάρρος και την ανδρείαν και τον αρρενωπόν χαρακτήρα που έχουν, προτιμούν εκείνο που τους ομοιάζει· και τρανή τούτου απόδειξις είνε ότι μόνον οι τοιούτοι, άμα έλθουν εις ηλικίαν, αποβαίνουν άνδρες κατάλληλοι εις τα πολιτικά. Όταν δε πάλιν ανδρωθούν, παιδεραστούν και μόνον υπό του νόμου αναγκάζονται (15) ν' αποβλέψουν προς γάμους και παιδοποιίας, εκ φύσεως μη έχοντες τον νουν εις τοιαύτα πράγματα· εξ εναντίας ευχάριστον είνε εις αυτούς να περνούν την ζωήν μεταξύ τους άγαμοι. Διά τούτο ο τοιούτος και παιδεραστής και φιλεραστής γίνεται, προτιμών πάντοτε το συγγενές. Όταν λοιπόν συμβή και εις τον παιδεραστήν και εις κάθε άλλον να εύρη το ήμισύ του, τόσην τότε αισθάνονται φιλίαν και οικειότητα και έρωτα ο ένας προς τον άλλον, ώστε δεν θέλουν τρόπον τινά να χωρισθούν ούτε στιγμήν. Και αυτοί είνε που περνούν όλην την ζωήν μαζή, και που δεν ηξεύρουν και οι ίδιοι τι ζητούν ο ένας από τον άλλον. Ουδέ ημπορεί κανείς να νομίση ότι αυτό που ζητούν είνε η αφροδισιακή συνουσία και ότι επομένως αυτή είνε η αφορμή που τόσον πολύ ευχαριστούνται εις την συναναστροφήν ο ένας του άλλου· αλλ' είνε φανερόν ότι κάτι άλλο ζητεί η ψυχή εκάστου, το οποίον δεν ημπορεί να εκφράση, αλλά μαντεύει εκείνο που θέλει και υπονοεί. Και εάν την ώραν που είνε ξαπλωμένοι μαζή παρουσιάζετο ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ηρώτα:
– Τι είν' εκείνο που θέλετε να παραχθή από τους δύο σας, ω άνθρωποι;
Και εάν απορούντας τι ν' απαντήσουν τους ηρώτα και πάλιν:
– Μήπως επιθυμείτε να γίνετε ένα πράγμα και οι δύο, εις τρόπον ώστε και ημέραν και νύκτα να μη χωρίζεται ο ένας από τον άλλον; Εάν αυτό επιθυμήτε, θα σας χωνεύσω μαζή και τους δύο και θα σας ενώσω κατά τοιούτον τρόπον ώστε, ενώ είσθε δύο, να γείνετε ένας και έτσι ως ένας να διέλθετε μαζή την ζωήν, και εις τον Άδην ακόμη, αφού αποθάνετε, να εξακολουθήτε ωσάν ένας αποθαμένος αντί δύο. Σκεφθήτε αν αυτό είνε που επιθυμείτε και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι να το επιτύχετε.
Εάν λοιπόν αυτά τους έλεγεν ο Ήφαιστος, είνε βέβαιον ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελεν αρνηθή ή φανή ότι θέλει άλλο τίποτε, αλλά θα ενόμιζεν ότι ακούει εκείνο ακριβώς που προ πολλού επεθύμει, συγχωνευθείς δηλαδή και ενωθείς με τον αγαπώμενον να γείνη ένα με αυτόν. Και αίτιον τούτου είνε ότι τοιαύτη ήτον η αρχική φύσις ημών όταν ήμεθα ολόκληροι. Εις τον πόθον δε αυτόν και την επιδίωξιν του όλου εδόθη το όνομα έρως.
Αρχικώς, όπως είπα, ήμεθα ένα, ένεκα δε της αυθαδείας μας εχωρίσθημεν υπό του θεού όπως οι Αρκάδες εχωρίσθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Φόβος λοιπόν υπάρχει, εάν δεν φερώμεθα όπως πρέπει προς τους θεούς, μήπως διασχισθώμεν και πάλιν και καταντήσωμεν όπως τα κατά κρόταφον παριστάμενα εις τας στήλας κοιλόγλυφα πρόσωπα που φαίνονται ωσάν πριονισμένα από την μύτην, ή όπως αι λίσπαι (16). Διά τούτο όλοι οφείλομεν να προτρέπωμεν αλλήλους εις σεβασμόν προς τους θεούς, τούτο μεν διά ν' αποφύγωμεν νέαν τιμωρίαν, τούτο δε διά να φθάσωμεν εις την αρχαίαν ημών κατάστασιν, οδηγόν και αρχηγόν έχοντες τον Έρωτα. Προς τον οποίον επομένως κανείς δεν πρέπει να εναντιώνεται· και εναντιώνεται εκείνος ο οποίος γίνεται μισητός εις τους θεούς· διότι όταν είμεθα φίλοι και τα έχωμεν καλά με τον θεόν αυτόν, θα κατορθώσωμεν να εύρωμεν και σχετισθώμεν με τον αποτελούντα το συμπλήρωμα ημών, πράγμα το οποίον πολλοί ολίγοι από τους σημερινούς ανθρώπους κατορθώνουν. Και ας μη φαντασθή ο Ερυξίμαχος κωμωδών τον λόγον μου, ότι αυτό το λέγω διά τον Παυσανίαν και τον Αγάθωνα· διότι ίσως μεν και αυτοί να είνε από τούτους, δηλαδή να είνε και οι δύο άρρενες την φύσιν αλλ' εγώ ομιλώ γενικώς περί όλων, και ανδρών και γυναικών, και λέγω ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος ημών θα ευδαιμονήση, όταν δηλαδή καθένας ευτυχήση να πραγματοποιήση τον ερωτικόν αυτού πόθον επανερχόμενος εις την αρχαίαν αυτού φύσιν. Εάν δε η αρχαία αυτή φύσις είνε η αρίστη, αναγκαίως εκείνο που εκ των πραγμάτων του κόσμου τούτου πλησιάζει περισσότερον εις την φύσιν αυτήν, είνε επίσης το άριστον· και τούτο είνε το να επιτύχη κανείς εις τον έρωτα εκείνο που επιθυμεί. Εάν δε θέλωμεν να υμνήσωμεν, τον αίτιον της ευτυχίας ημών αυτής θεόν, τον Έρωτα οφείλομεν να υμνήσωμεν, ο οποίος και εις την παρούσαν ζωήν μας είνε πολύ χρήσιμος οδηγών καθένα εις το πρέπον, και διά το μετέπειτα μας παρέχει μεγίστας ελπίδας, εάν αποδίδωμεν το ανήκον προς τους θεούς σέβας, ότι ιατρεύσας και αποκαταστήσας ημάς εις την αρχαίαν φύσιν, θα μας κάμη μακαρίους και ευδαίμονας.
Αυτός είνε, Ερυξίμαχε, ο ιδικός μου λόγος περί Έρωτος, εντελώς διαφορετικός από τον ιδικόν σου. Όπως σε παρεκάλεσα και προτύτερα, μη κωμωδήσης αυτόν, διά ν' ακούσωμεν τι θα ειπούν και οι άλλοι, ή μάλλον τι θα ειπή καθένας από τους δύο άλλους, διότι μόνον ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν.
– Θα συμμορφωθώ με την παράκλησίν σου, είπεν ο Ερυξίμαχος, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε· διότι και ο λόγος σου πολύ μου άρεσε. Και αν δεν ήξευρα πόσον δεινοί εις τα ερωτικά είνε και ο Σωκράτης και ο Αγάθων, πολύ θα εφοβούμην μήπως δεν θα έχουν τι να ειπούν έπειτα από τα πολλά και διάφορα που ελέχθησαν. Τόρα όμως δεν φοβούμαι.
Και ο Σωκράτης τότε:
– Συ Ερυξίμαχε, είπε, τα κατάφερες καλά αλλ' αν ήσουν εις την θέσιν που ευρίσκομαι εγώ τόρα ή καλύτερα εις την θέσιν που θα ευρεθώ όταν ομιλήση και ο Αγάθων, και πολύ θα εφοβείσο και εν γένει ήθελες αισθανθή ό,τι και εγώ τόρα.
– Θέλεις να με βασκάνης, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων, και να με κάνης να τα χάσω με την ιδέαν, ότι το ακροατήριον περιμένει ανυπομόνως από εμέ πως θα είπω ωραία πράγματα.
– Θα ήμουν χωρίς άλλο πολύ επιλήσμων, Αγάθων, είπεν ο Σωκράτης, εάν, αφού είδα το θάρρος και την γενναιότητα με την οποίαν ανέβης εις την σκηνήν μαζή με τους υποκριτάς και προσέβλεψες κατά πρόσωπον τόσον πολυάριθμον ακροατήριον, ενώπιον του οποίου έμελλε να παρασταθή το έργον σου, χωρίς να ταραχθή διόλου, ενόμιζα τόρα ότι θα τα χάσης εμπρός εις ημάς τους ολίγους.
– Τι λέγεις, Σωκράτη; παρετήρησεν ο Αγάθων. Μήπως νομίζεις ότι το επήρα επάνω μου τόσον πολύ από το θέατρον, ώστε ν' αγνοώ ότι δι' ένα φρόνιμον άνθρωπον ολίγοι έμφρονες είνε φοβερώτεροι πολλών αφρόνων;
– Θα ήμουν άδικος, εάν είχα περί σου τόσον ταπεινήν ιδέαν, απήντησεν ο Σωκράτης. Εξ εναντίας είμαι βέβαιος, Αγάθων, ότι αποδίδεις πολύ περισσοτέραν σπουδαιότητα εις την γνώμην των ολίγων τους οποίους ήθελες νομίσει σοφούς παρά εις την γνώμην των πολλών. Αλλ' αμφιβάλλω αν ημείς είμεθα από τους ολίγους αυτούς· διότι ημείς και εις το θέατρον παρευρέθημεν και ήμεθα από τους πολλούς, θέλεις όμως ίσως να ειπής ότι αν ετύχαινε να ευρεθής μεταξύ άλλων πραγματικώς σοφών, θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον· ή δεν είν' έτσι;
– Πολύ σωστά λέγεις.
– Τους δε πολλούς δεν θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον;
Αλλά την στιγμήν αυτήν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, παρεμβάς ο Φαίδρος:
– Φίλτατε Αγάθων, είπεν, εάν εξακολουθής ν' απαντάς εις τον Σωκράτη, θα τον κάνης να χάση πλέον κάθε άλλο ενδιαφέρον περί των εδώ πραγμάτων, αρκεί μόνον να έχη κάποιον προς τον οποίον να διαλέγεται, και μάλιστα ωραίον. Αλλ' εγώ, μολονότι με πολλήν ευχαρίστησιν ακούω πάντοτε τον Σωκράτη διαλεγόμενον, εν τούτοις τόρα είνε ανάγκη να φροντίσω διά το εγκώμιον του Έρωτος το οποίον περιμένω να ειπή καθένας από σας. Όταν λοιπόν και ο ένας και ο άλλος εκπληρώσετε το καθήκον σας αυτό προς τον Θεόν, ας συνδιαλέγεται έπειτα.
– Πολύ σωστά λέγεις, Φαίδρε, είπεν ο Αγάθων, και τίποτε δεν μ' εμποδίζει ν' αρχίσω τον λόγον· διότι με τον Σωκράτη ημπορώ να ομιλήσω και έπειτα και οποτεδήποτε.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ
Και πρώτα μεν εγώ θα σας εκθέσω πώς νομίζω ότι πρέπει να ομιλήσω, έπειτα δε θα εισέλθω εις το εγκώμιον του Έρωτος. Διότι μου φαίνεται ότι όλοι όσοι ωμίλησαν έως τόρα, αντί να εγκωμιάσουν τον θεόν, περιωρίσθησαν να καλοτυχίζουν τους ανθρώπους διά τα προς αυτούς αγαθά των οποίων ο θεός είνε αίτιος· τι πράγμα δε είνε εκείνος που εδώρησε τα αγαθά αυτά, κανείς δεν είπε. Εν τούτοις ο μόνος ορθός τρόπος κάθε επαίνου και δι' οποιονδήποτε είνε να εκτεθή οποίος τις είνε και οποίων αγαθών είνε αίτιος εκείνος περί του οποίου πρόκειται ο λόγος. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ημείς, περί του Έρωτος προκειμένου, δίκαιον είνε να επαινέσωμεν πρώτα αυτόν λέγοντες οποίος τις είνε, και έπειτα τα δώρα του. Λέγω λοιπόν εγώ ότι μολονότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες, εν τούτοις ο Έρως, εάν επιτρέπεται να το ειπή κανείς χωρίς κρίμα, είνε ο ευδαιμονέστατος αυτών, ως ων ο ωραιότατος και ο άριστος. Είνε δε ο ωραιότατος διά τους εξής λόγους. Πρώτον είνε ο νεώτατος των θεών, Φαίδρε. Απόδειξιν δε τούτου μας παρέχει αυτός ο ίδιος, φεύγων διά φυγής το γήρας, το τόσον προδήλως ταχύ· διότι εις ημάς τουλάχιστον έρχεται πολύ ταχύτερα του πρέποντος. Το οποίον γήρας ο Έρως εκ φύσεως μισεί και ούτε από πολύ μεγάλην απόστασιν το πλησιάζει, αγαπών να ευρίσκεται και να συναναστρέφεται πάντοτε με τους νέους. Πολύ σωστόν επομένως είνε το αρχαίον ρητόν, ότι ο όμοιος συναναστρέφεται πάντοτε τον όμοιον. Εγώ δε, μολονότι εις πολλά άλλα συμφωνώ με τον Φαίδρον, όμως δεν συμφωνώ εις τούτο, ότι ο Έρως είνε αρχαιότερος του Κρόνου και του Ιαπετού (17). Εξ εναντίας λέγω ότι είνε ο νεώτατος των θεών και πάντοτε νέος, τα δε παλαιά πράγματα, τα οποία διηγούνται περί των θεών ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, έγειναν υπό το κράτος της Ανάγκης (18) και όχι του Έρωτος, εάν είνε αληθή όσα αυτοί διηγούνται· διότι αν υπήρχεν Έρως εις αυτούς, αντί να συμβαίνουν μεταξύ τους ευνουχισμοί και δεσμά, θα επεκράτει φιλία και ειρήνη, όπως τόρα, αφ' ότου μεταξύ των θεών βασιλεύει ο Έρως. Είνε λοιπόν νέος, προσέτι δε απαλός. Και τόσον απαλός, ώστε θα ήτον ανάγκη ενός ποιητού οποίος ο Όμηρος διά να παραστήση την απαλότητα του θεού. Διότι ο Όμηρος λέγει περί της Άτης (19) ότι είνε θεά και απαλή· τουλάχιστον διά τους πόδας αυτής λέγει:
απαλοί οι πόδες αυτής· διότι εις την γην
δεν εγγίζει, αλλά εις των ανθρώπων επάνω τας κεφάλας πατεί.
νομίζω δε ότι παριστάνει πολύ επιτυχώς την απαλότητα αυτής, λέγων ότι δεν πατεί επάνω εις σκληρά αντικείμενα, αλλά εις μαλακά. Το αυτό τεκμήριον θα μεταχειρισθώ κ' εγώ, προκειμένου περί της απαλότητος του Έρωτος. Και αυτός δεν πατεί εις την γην, ούτε καν επάνω εις κρανία, τα οποία δεν είνε πολύ μαλακά, αλλ' εις τα μαλακώτατα των όντων και βαίνει και οικεί· διότι την οίκησιν αυτού εγκαθιστά μέσα εις τα ήθη και τας ψυχάς θεών και ανθρώπων, και όχι πάλιν εις όλας τας ψυχάς, αλλ' εάν τύχη να πέση εις ψυχήν έχουσαν το ήθος σκληρόν, απέρχεται, και μόνον αν εύρη το ήθος μαλακόν οικίζεται. Μη ερχόμενος λοιπόν εις επαφήν πάντοτε ειμή μόνον με τα μαλακώτατα των μαλακωτάτων, είνε κατ' ανάγκην απαλώτατος. Κατά ταύτα είνε νεώτατος μεν και απαλώτατος, προς δε τούτοις λεπτότατος την φύσιν. Διότι εάν ήτο σκληρός, δεν θα ήτο δυνατόν ούτε να εκτείνεται παντού, ούτε να εισέρχεται και εξέρχεται από κάθε ψυχήν χωρίς να εννοηθή. Μετρημένης δε και λεπτής φύσεως μέγα τεκμήριον η ευσχημοσύνη, πράγμα το οποίον εις μέγαν βαθμόν ομολογουμένως έχει ο Έρως· διότι ασχημοσύνη και Έρως ευρίσκονται πάντοτε εις πόλεμον μεταξύ τους. Της χροιάς δε το κάλλος φανερώνει η μεταξύ ανθέων διαβίωσις του θεού· διότι εις μη ανθηρόν και μαραμένον και σώμα και ψυχήν και ό,τιδήποτε άλλο δεν εγκαθίσταται ο Έρως, και μόνον όπου είνε τόπος ευανθής και ευώδης, εκεί και κάθηται και μένει.
Περί μεν της ωραιότητος λοιπόν του θεού ικανά είνε ταύτα, μολονότι πολλά ακόμη υπολείπονται· ας ομιλήσωμεν δε τόρα και περί της αρετής αυτού. Το μεγαλύτερον προσόν αυτού είνε ότι ούτε αδικεί ούτε αδικείται ούτε υπό θεού ούτε θεόν, ούτε υπό ανθρώπου ούτε άνθρωπον· διότι ούτε αυτός πάσχει βία, εάν τι πάσχη, της βίας μη εχούσης καμμίαν σχέσιν με τον Έρωτα, ούτε εις άλλον επιβάλλεται διά της βίας, και μόνον θεληματικώς δουλεύει πας τις εις αυτόν, όσα δε θεληματικώς συμφωνούνται μεταξύ δύο λέγουν οι βασιλείς της πόλεως νόμοι ότι είνε δίκαια. Μαζή δε με την δικαιοσύνην συνενώνει πλείστην σωφροσύνην. Διότι η σωφροσύνη συνίσταται εις την συγκράτησιν των ηδονών και επιθυμιών, καμμία δε ηδονή δεν είνε ανωτέρα του Έρωτος· εάν λοιπόν όλαι αι άλλαι ηδοναί και επιθυμίαι είναι κατώτεραι του Έρωτος, αυταί μεν δεσπόζονται υπ' αυτού, αυτός δε δεσπόζει, δεσπόζων δε ηδονών και επιθυμιών ο Έρως, πρέπει να είνε ιδιαζόντως σώφρων. Ως προς δε την ανδρείαν, ουδέ ο Άρης ανθίσταται εις τον Έρωτα· διότι δεν κατέχει ο Άρης τον Έρωτα, αλλ' ο Έρως τον Άρην, ο έρως της Αφροδίτης, ως λέγεται· ισχυρότερος δε ο κατέχων του κατεχομένου· και αφού είνε ισχυρότερος του ανδρειοτάτου των άλλων, πρέπει κατ' ανάγκην να είνε ο ανδρειότατος όλων.
Περί μεν της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας του θεού έγεινε λόγος· μένει λοιπόν να ομιλήσω περί της σοφίας αυτού, και πρέπει να προσπαθήσω όσον το δυνατόν να μη υστερήσω ως προς τούτο. Και πρώτον μεν, διά να τιμήσω κ' εγώ την τέχνην μου όπως ο Ερυξίμαχος την ιδικήν του, ο θεός αυτός είνε ποιητής τόσον σοφός ώστε να κάνη ποιητάς και άλλους· πραγματικώς και ο πριν εντελώς άμουσος γίνεται ποιητής, όταν τον καταλάβη ο Έρως. Τούτο δε αρκεί ως απόδειξις δι' ημάς, ότι ο Έρως είνε γενικώς ικανός διά κάθε έργον αναφερόμενον εις τας μούσας· διότι όσα δεν έχει τις ή δεν γνωρίζει, δεν ημπορεί ούτε να τα δώση εις άλλον ούτε να τα διδάξη. Και ποιος ημπορεί ν' αρνηθή ότι η ζωή αυτή δεν είνε έργον της σοφίας του Έρωτος, διά της οποίας κάθε τι ζωντανόν γίνεται και λαμβάνει ύπαρξιν; Αλλά και ως προς την δημιουργίαν των τεχνών μήπως δεν γνωρίζομεν ότι εκείνος μεν του οποίου ο θεός ούτος έγεινε διδάσκαλος, απέβη μέγας και πολύς, ενώ εκείνος τον οποίον δεν ήγγισεν ο Έρως έμεινεν αφανής; Και πραγματικώς, την τοξευτικήν και την ιατρικήν και την μαντικήν ο Απόλλων ανεύρε παρακινούμενος από επιθυμίαν και έρωτα, εις τρόπον ώστε και αυτός ημπορεί να λογισθή μαθητής του Έρωτος, όπως και αι μούσαι διά τας τέχνας των και ο Ήφαιστος διά την σιδηρουργικήν και η Αθηνά διά την υφαντικήν και ο Ζευς διά την κυβέρνησιν θεών τε και ανθρώπων. Όθεν και τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν εμφιλοχωρήσαντος Έρωτος, δηλονότι κάλλους· διότι εις την ασχημίαν δεν υπάρχει Έρως· προ τούτου δε, όπως είπα εις την αρχήν, πολλά και δεινά εγίνοντο μεταξύ των θεών, ως λέγεται, βασιλευούσης της Ανάγκης· αλλ' αφ' ότου ο θεός ούτος εγεννήθη, εκ της προς τα καλά αγάπης όλα αγαθά έγειναν μεταξύ και των θεών και των ανθρώπων. Έτσι εγώ νομίζω, ω Φαίδρε, ότι ο Έρως πρώτος αυτός ων ωραιότατος και αγαθώτατος, είνε αίτιος της μεταδόσεως και εις άλλους τοιούτων ιδιοτήτων. Μου έρχεται δε και εμμέτρως να ειπώ, ότι αυτός είνε ο πρόξενος:
ειρήνης εις ανθρώπους, γαλήνης εις πελάγη,
ανέμων νηνεμίας και ύπνου αμερίμνου.
Αυτός, από ξένους και αδιαφόρους, μας καθιστά οικείους και φίλους, αυτός μας επιβάλλει τας μεταξύ μας συναναστροφές, όπως αυτήν εδώ, πρωτοστατών εις εορτάς, εις χορούς, εις θυσίας· πραότητα μεν πορίζων, αγριότητα δ' εξορίζων φιλόδωρος ευμενείας, άδωρος δυσμενείας· γεμάτος καλωσύνην διά τους αγαθούς, θεατός εις τους σοφούς, αγαπητός εις τους θεούς· ποθητός εις τους αμοιρούντας, πολύτιμος εις τους ευμοιρούντας· τρυφής, αβρότητος, χλιδής, χαρίτων, ιμέρου, πόθου πατήρ· φροντίζων διά τους αγαθούς, παραμελών τους κακούς· εις τας λύπας μας, εις τους φόβους μας, εις τους πόθους μας, εις τους λόγους μας οδηγός, βοηθός, παραστάτης και πατήρ άριστος, όλων εν γένει θεών και ανθρώπων στόλισμα, ηγεμών ωραιότατος και αγαθώτατος, τον οποίον κάθε άνθρωπος πρέπει ν' ακολουθή με ψαλμούς και δεήσεις ανταξίας, λαμβάνων τοιουτοτρόπως μέρος εις το λαμπρόν άσμα το οποίον αυτός ψάλλει θέλγων όλων των θεών και των ανθρώπων την διάνοιαν. Αυτά είνε, ω Φαίδρε, όσα εγώ είχα να ειπώ περί του θεού εν μέρει μεν παίζων, εν μέρει δε και σπουδάζων, καθ' όσον αι μικραί μου δυνάμεις το επιτρέπουν.
Άμα ο Αγάθων ετελείωσεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, όλοι εξέσπασαν θορυβωδώς εις επαίνους, λέγοντες ότι ο λεβέντης αυτός τα είπε πολύ καλά και αντάξια και εαυτού και του θεού. Τότε ο Σωκράτης στραφείς προς τον Ερυξίμαχον:
– Λοιπόν, Ακουμενίδη, είπεν, εξακολουθείς ακόμη να νομίζης ότι αδίκως εφοβήθην προτύτερα, και δεν φρονείς τόρα ότι επροφήτευσα σωστά, όταν έλεγα ότι ο Αγάθων θα ομιλήση θαυμάσια κ' εγώ θα ευρεθώ εις απορίαν;
– Διά το πρώτον, απήντησεν ο Ερυξίμαχος, πολύ σωστά επροφήτευσες ότι ο Αγάθων θα ομιλήση καλά· αλλ' ότι συ θα ευρεθής εις απορίαν, δεν το νομίζω.
– Και πώς θέλεις, ω μακάριε άνθρωπε, να μη ευρεθώ εις απορίαν, είπεν ο Σωκράτης, και εγώ και οποιοσδήποτε άλλος, όταν πρόκειται να ομιλήσω έπειτα από λόγον τόσον λαμπρόν και ποικίλον; Και όλα μεν ήσαν θαυμάσια· αλλά ιδίως εις το τέλος ποίος ακούων δεν εξεπλάγη από το κάλλος των λέξεων και της εκφράσεως; Εγώ τουλάχιστον, αισθανόμενος ότι ούτε κατά προσέγγισιν θα είμαι ικανός να ειπώ τόσον ωραία πράγματα και εντρεπόμενος, θα το έσκαζα, εάν ημπορούσα. Διότι ο λόγος του Αγάθωνος μου υπενθύμισε τον Γοργίαν (20), εις τρόπον ώστε μου συνέβη ακριβώς εκείνο που λέγει ο Όμηρος· εφοβούμην δηλαδή μήπως ο Αγάθων εις το τέλος του λόγου του ρίψη κατά του ιδικού μου λόγου την κεφαλήν Γοργίου του δεινού εις το λέγειν και με καταστήση άφωνον ως λίθον. Και ενόησα τότε πόσον γελοίος ήμουν, όταν ανελάμβανα την υποχρέωσιν να εγκωμιάσω κ' εγώ εις την σειράν μου τον Έρωτα μαζή σας και είπα ότι είμαι δεινός εις τα ερωτικά, ενώ, καθώς βλέπω, δεν γνωρίζω τίποτε περί του τρόπου κατά τον οποίον πρέπει να εγκωμιάζεται ό,τιδήποτε. Διότι εγώ είχα την αφέλειαν να νομίζω ότι διά κάθε εγκωμιαζόμενον πρέπει να λέγωνται τα αληθή, ότι αυτό πρέπει να είνε η βάσις, και ότι εξ αυτών εκλέγοντες τα κάλλιστα πρέπει να τα κατατάσσωμεν όσον το δυνατόν ευπρεπέστερα. Και διά τούτο είχα πολύ μεγάλην ιδέαν ότι θα ομιλήσω καλώς, νομίζων ότι γνωρίζω τον σωστόν τρόπον του επαινείν ό,τιδήποτε. Φαίνεται όμως ότι δεν είνε αυτός ο τρόπος του καλώς επαινείν ό,τιδήποτε, αλλά το ν' αποδίδωμεν εις αυτό τα μεγαλύτερα και τα λαμπρότερα προτερήματα, είτε του ανήκουν είτε όχι, του αληθούς ή ψευδούς των πραγμάτων, μη έχοντος καμμίαν σημασίαν. Διότι σκοπός ετέθη εκ των προτέρων, ως φαίνεται, όχι το να εγκωμιάση πραγματικώς καθένας τον Έρωτα, αλλ' απλώς να φανή ότι τον εγκωμιάζει. Δι' αυτό, νομίζω, επροσπαθήσατε με κάθε τρόπον ν' αποδώσετε εις τον Έρωτα όλα τα καλά και τον επαραστήσατε τόσον μέγαν και μεγάλων πραγμάτων αίτιον, διά να φανή όσον το δυνατόν ωραιότερος και αγαθώτερος – εις τους αγνοούντας δηλαδή, όχι βέβαια και εις τους γνωρίζοντας. Υπό τοιαύτην έννοιαν και ωραίος και μεγαλοπρεπής ο έπαινος. Αλλά εγώ δεν εγνώριζα τον τρόπον αυτόν του επαίνου, ο οποίος μου ήτον εντελώς άγνωστος όταν έμεινα κ' εγώ σύμφωνος μαζή σας να επαινέσω με την σειράν μου τον Έρωτα. Η γλώσσα μόνον υπέσχετο, όχι και το πνεύμα. Παραιτούμαι λοιπόν. Διότι και αν ήθελα να εγκωμιάσω κ' εγώ κατά τον ίδιον τρόπον, δεν θα ημπορούσα. Εάν όμως θέλετε, θα σας ειπώ τα αληθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον και όχι κατά τον τρόπον που ωμιλήσατε σεις, διά να μη γείνω γελοίος. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, εάν σου χρειάζεται και ένας τοιούτος λόγος, εις τον οποίον θ' ακούσης περί του Έρωτος λεγόμενα μόνον τα αληθή, με λέξεις δε και τρόπον εκφράσεως απλούν και όπως ήθελε τύχει να έλθουν εις τον νουν μου.
Επειδή δε ο Φαίδρος καθώς και οι άλλοι τον παρεκάλουν να ομιλήση κατά τον τρόπον που αυτός νομίζει πρέποντα.
– Τότε, Φαίδρε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα σε παρακαλέσω ακόμη να μου χαρίσης τον Αγάθωνα διά να του κάμω ολίγας ερωτήσεις και έπειτα να ομιλήσω, αφού μείνω σύμφωνος μαζή του επ' αυτών.
– Σου τον παραχωρώ ευχαρίστως, είπεν ο Φαίδρος, και ερώτα τον.
Μετά ταύτα, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ο Σωκράτης ήρχισεν ως εξής περίπου:
«Η εξέτασις των εσωτερικών γεννητικών οργάνων δεικνύει αρχήν τινα ερμαφροδιτισμού. Εις των άνδρα ανευρίσκονται λείψανα γυναικείων γεννητικών οργάνων, απομεινάρια μήτρας και σαλπίγγων. Εις την γυναίκα απαντώνται επίσης μερικά ίχνη γεννητικών οργάνων άρρενος. Το φαινόμενον τούτο έχει αναμφιβόλως την αρχήν του εις απώτατον παρελθόν, διότι παρατηρείται επίσης εις τα πλείστα των σπονδυλωτών· δεικνύει δε ότι εις εποχήν πολύ απομακρυσμένην τα ζώα αυτά ήσαν ερμαφρόδιτα και ότι με τον καιρόν τα φύλα εχωρίσθησαν οριστικώς, αφήσαντα ίχνη κατά το μάλλον ή ήττον καταφανή της εξελίξεώς των. Τα ίχνη αυτά, υπό την μορφήν οργάνων υποτυπωδών, είνε γνωστά υπό τα ονόματα όργανα του Βέμπερ, του Ρεζενμύλλερ κτλ.» (Elie Metchnikoff, Etudes sur la nature humaine σελ 101). ↩