Kitabı oku: «Συμπόσιον : ή περί έρωτος», sayfa 5
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Λοιπόν, φίλτατε Αγάθων, φρονώ ότι πολύ σωστά έθεσες ως αρχήν εις τον λόγον σου ότι πρέπει πρώτα να δειχθή όποιος τις είνε ο Έρως και έπειτα τα έργα αυτού. Η αρχή αυτή πολύ μου αρέσει. Εμπρός λοιπόν, επειδή καλώς και μεγαλοπρεπώς διεξήλθες όσα απέβλεπον εις το να δειχθή οποίος τις είνε ο Έρως, ειπέ μου και τούτο: Είνε τινός ο Έρως έρως, ή κανενός; Ερωτώ δε όχι αν είνε μητρός τίνος ή πατρός – διότι το ερώτημα, εάν ο Έρως είνε έρως μητρός τίνος ή πατρός, θα ήτο γελοίον – αλλ' ερωτώ όπως θα ηρώτων προκειμένου περί πατρός: ο πατήρ είνε πατήρ τινός ή όχι; Εις την ερώτησιν αυτήν θα μου έλεγες, αν ήθελες ν' αποκριθής λογικώς, ότι είνε υιού ή θυγατρός ο πατήρ πατήρ· ή δεν είν' έτσι;
– Βεβαιότατα έτσι είνε, απήντησεν ο Αγάθων.
– Το ίδιον δεν θα είπωμεν και διά την μητέρα;
– Συμφωνώ και εις αυτό.
– Απάντησέ μου ακόμη εις μερικάς ερωτήσεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, διά να εννοήσης ακριβώς τι θέλω να ειπώ. Υπόθεσε ότι ερωτώ: Ο αδελφός, ως τοιούτος, είνε τινός αδελφός ή όχι;
– Είνε.
– Αδελφού ή αδελφής· δεν είν' έτσι;
– Σύμφωνος.
– Απάντησέ μου τόρα και διά τον Έρωτα. Ο Έρως είνε έρως τινός ή κανενός;
– Βεβαιότατα, είνε έρως τινός.
– Αυτό, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, κράτησέ το καλά εις την μνήμην σου, και ειπέ μου ακόμη τούτο: Ο Έρως επιθυμεί εκείνο, του οποίου είνε έρως, ή όχι;
– Βεβαίως επιθυμεί.
– Και τι εκ των δύο πρέπει να δεχθώμεν, ότι έχων εκείνο το οποίον επιθυμεί και αγαπά, έπειτα επιθυμεί και αγαπά, ή μη έχων αυτό;
– Εύλογον είνε να δεχθώμεν, ότι μη έχων.
– Σκέψου καλύτερα μήπως το πράγμα δεν είνε απλώς εύλογον, αλλά μήπως κατ' ανάγκην έχει ούτω, δηλαδή το επιθυμούν να επιθυμή εκείνο του οποίου στερείται, ή να μη επιθυμή εκείνο του οποίου δεν στερείται. Εις εμέ τουλάχιστον είνε περίεργον πόσον το πράγμα αυτό φαίνεται ως κατ' ανάγκην έχον ούτω. Συ δε τι φρονείς;
– Κ' εγώ το ίδιον νομίζω.
– Πολύ σωστά λέγεις. Πώς θα ήτο δυνατόν εκείνος που είνε μέγας να επιθυμή να είνε μέγας, ή ισχυρός εκείνος που είνε ισχυρός;
– Το πράγμα είνε αδύνατον, όπως είνε προφανές εξ όσων είπαμεν.
– Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να στερήται τις εκείνου το οποίον έχει.
– Πολύ σωστά λέγεις.
– Διότι εάν και ο ισχυρός επεθύμει να είνε ισχυρός, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, και ο ταχύς ταχύς και ο υγιής υγιής, θα ήτο ίσως δυνατόν να νομίση κανείς εις την περίπτωσιν αυτήν και κάθε άλλην ομοίαν, ότι οι όντες τοιούτοι και έχοντες τας τοιαύτας ιδιότητας εκείνο που έχουν αυτό και επιθυμούν και τούτου ένεκα επιμένω εις αυτό, διά να μη εξαπατηθώμεν. Διότι, ως εννοείς, Αγάθων, όλοι αυτοί έχουν κατ' ανάγκην εν τω παρόντι όσα είπαμεν ότι έχουν, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, και επομένως πώς θα ήτο δυνατόν να τα επιθυμήσουν: Και αν κανείς μας έλεγεν ότι εγώ υγιαίνων θέλω και να είμαι υγιής, και πλούσιος ων θέλω και να είμαι πλούσιος, και επιθυμώ αυτά ακριβώς που έχω, θα ελέγαμεν εις αυτόν ότι, συ, ω άνθρωπε, έχων πλούτον και υγείαν και ισχύν θέλεις να έχης αυτά και εις τον έπειτα χρόνον, διότι επί του παρόντος τουλάχιστον, είτε τα θέλεις είτε δεν τα θέλεις, τα έχεις· σκέψου λοιπόν, όταν λέγης ότι επιθυμείς τα παρόντα, μήπως δεν εννοείς άλλο τι ή τούτο, ότι θέλω όσα έχω εις το παρόν να τα έχω και εις τον έπειτα χρόνον. Δεν είν' έτσι;
– Συμφωνώ, είπεν ο Αγάθων.
Ο Σωκράτης εξηκολούθησε τότε:
– Λοιπόν αυτό, το να θέλη κανείς να του διατηρηθούν και εις τον έπειτα χρόνον όσα έχει εις τον παρόντα, δεν αποτελεί έρωτα εκείνου το οποίον δεν είνε ακόμη εις την διάθεσίν του ουδέ το κατέχει;
– Βεβαιότατα.
– Και αυτός λοιπόν και κάθε άλλος επιθυμών, το μη διατελούν εις την διάθεσίν του επιθυμεί και το μη παρόν και εκείνο που δεν έχει και που δεν είνε αυτός και του οποίου στερείται· τοιαύτα δεν είνε εκείνα διά τα οποία ημπορεί να υπάρξη επιθυμία και έρως;
– Βεβαιότατα.
– Και τόρα, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ας επαναλάβωμεν τα όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Είπαμεν λοιπόν ότι ο Έρως είνε έρως πρώτον μεν τινών, έπειτα δε εκείνων τα οποία στερείται εις τον παρόντα χρόνον. Έτσι;
– Ναι.
– Ενθυμήσου τόρα, σχετικώς με αυτό, τίνων είπες εις τον λόγον σου ότι ο Έρως είνε έρως. Εάν θέλης, θα σου το υπενθυμίσω εγώ. Είπες λοιπόν, νομίζω, επάνω κάτω, ότι τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν διά του έρωτος προς το ωραίον, διότι έρως της ασχημίας δεν θα ήτο δυνατός. Αυτό περίπου δεν είπες;
– Πράγματι το είπα, απεκρίθη ο Αγάθων.
– Και πολύ σωστά το είπες, φίλτατέ μου, είπεν ο Σωκράτης. Αλλ' αν τούτο είνε αληθές, ο Έρως ημπορεί να είνε άλλο τι παρά έρως του ωραίου, όχι δε του ασχήμου;
Σύμφωνος ο Αγάθων.
– Αλλά δεν εμείναμεν σύμφωνοι ότι εκείνου που στερείται και δεν έχει, αυτό αγαπά;
– Ναι.
– Άρα ο Έρως στερείται και δεν έχει κάλλος.
– Κατ' ανάγκην.
– Αλλά τότε πώς; Δέχεσαι άρα συ ως ωραίον το στερούμενον κάλλους και μη έχον διόλου κάλλος;
– Όχι βέβαια.
– Βεβαιώνεις λοιπόν ακόμη ότι ο Έρως είνε ωραίος, εάν ταύτα έχουν όπως είπαμεν;
Και ο Αγάθων τότε:
– Κοντεύω να δεχθώ, ω Σώκρατες, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά που είπα τότε.
– Πολύ σωστά λέγεις, ω Αγάθων. Αλλ' απάντησέ μου εις μίαν μικράν ερώτησιν ακόμη. Τα αγαθά δεν σου φαίνεται ότι είνε και ωραία;
– Έτσι νομίζω.
– Εάν λοιπόν ο Έρως στερήται κάθε ωραίου, τα δε αγαθά είνε και ωραία, δεν είνε δυνατόν παρά να στερήται και των αγαθών.
– Εγώ, ω Σώκρατες, είπε τότε ο Αγάθων, δεν ημπορώ να τα βάλω μαζή σου, και ας γείνουν δεκτά τα πράγματα όπως συ τα λέγεις.
– Με την αλήθειαν δεν ημπορείς να τα βάλης, αγαπημένε μου Αγάθων, διότι με τον Σωκράτη δεν είνε καθόλου δύσκολον να τα βάλης.
– Και τόρα σ' αφίνω εσένα, διά να σας ειπώ όσα περί του Έρωτος ήκουσα κάποτε παρά μιας γυναικός, της εκ Μαντινείας Διοτίμας, η οποία ήτον σοφή και εις τα ερωτικά και εις άλλα πολλά, και εις τους Αθηναίους δε κάποτε, κατώρθωσε, με τας θυσίας που έκαμαν απειλούμενοι υπό λοιμικής, ν' αναβάλη την νόσον επί δέκα έτη. Αυτή εδίδαξε κ' εμένα τα ερωτικά. Θα προσπαθήσω λοιπόν να σας διηγηθώ λεπτομερώς και όσον ημπορώ καλύτερα, σύμφωνα προς όσα είπαμεν με τον Αγάθωνα, τα όσα ήκουσα παρ' αυτής. Και πρώτα πρώτα πρέπει, Αγάθων, όπως συ είπες, να εκθέσω οποίος και τι πράγμα είναι ο Έρως, και έπειτα τα έργα αυτού. Μου φαίνεται δε ότι ευκολώτερον είνε να σας διηγηθώ τα πράγματα κατά τον τρόπον που μου τα έλεγε κάποτε η ξένη αυτή, ελέγχουσα τα όσα της έλεγα. Διότι και εγώ επάνω κάτω έλεγα προς αυτήν όσα τόρα και ο Αγάθων προς εμέ, ότι δηλαδή ο Έρως είνε μέγας θεός και ότι είνε του ωραίου έρως· εκείνη δε με ήλεγχε διά των αυτών επιχειρημάτων με τα οποία κ' εγώ τούτον, αποδεικνύουσα ότι κατά τα λεγόμενά μου ο Έρως δεν ημπορεί να είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός. Και εγώ:
– Τι θέλεις να ειπής, Διοτίμα; παρετήρησα. Ο Έρως λοιπόν είνε άσχημος και κακός;
Και αυτή:
– Τι είνε αυτά που λέγεις; είπε· ή νομίζεις ότι ό,τι δεν είνε ωραίον, κατ' ανάγκην είνε άσχημον;
– Βεβαιότατα.
– Ώστε και το μη σοφόν κατ' ανάγκην είνε αμαθές; Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχη και μέσον τι μεταξύ σοφίας και αμαθείας;
– Ποίον είνε τούτο;
– Δεν ηξεύρεις πως το να έχη κανείς ορθήν γνώμην, χωρίς να ημπορή να δώση και τον λόγον, αυτό δεν αποτελεί επιστήμην; διότι το άνευ του λόγου κατεχόμενον πώς ημπορεί να είνε επιστήμη; Αλλ' ούτε αμάθεια ημπορεί να είνε· διότι πώς ημπορεί να είνε αμάθεια η γνώσις του αληθούς; Είνε λοιπόν η τοιαύτη ορθή γνώμη κάτι μεταξύ γνώσεως και αμαθείας.
– Αληθή λέγεις, είπα εγώ.
– Δεν πρέπει λοιπόν να νομίζης ότι κατ' ανάγκην ό,τι δεν είνε ωραίον, είνε άσχημον, και ό,τι μη αγαθόν, κακόν. Έτσι και διά τον Έρωτα, αφού συμφωνείς ότι δεν είνε ούτε αγαθός ούτε ωραίος, δεν πρέπει διά τούτο να νομίζης αυτόν άσχημον και κακόν, αλλά κάτι μεταξύ των δύο τούτων.
– Εν τούτοις, παρετήρησα εγώ, όλοι συμφωνούν ότι είνε μέγας θεός.
– Ποίους εννοείς, ηρώτησεν εκείνη, τους γινώσκοντας όλους ή τους μη γινώσκοντας;
– Όλους μαζή.
Και εκείνη γελάσασα:
– Και πως είνε δυνατόν, είπεν, ω Σώκρατες, να δέχωνται αυτόν ως μέγαν θεόν εκείνοι οι οποίοι ουδέ ως θεόν καν τον δέχονται;
– Ποίοι είνε αυτοί; ηρώτησα εγώ.
– Ένας συ, είπε, και μία εγώ.
Και εγώ τότε:
– Πώς λέγεις τούτο; ηρώτησα.
Εκείνη δε:
– Εύκολα θα σου απαντήσω, είπεν. Λέγε μου, δεν νομίζεις ότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες και ωραίοι; Ή ήθελες τολμήσει να ειπής διά κανένα εκ των θεών ότι δεν είνε καλός και ευδαίμων;
– Όχι, μα τον Δία, δεν τολμώ.
– Δεν καλείς δε ευδαίμονας τους κατέχοντας τα αγαθά και τα ωραία;
– Βεβαιότατα.
– Αλλά συ δεν έμεινες σύμφωνος ότι ο Έρως επιθυμεί τ' αγαθά και τα ωραία ως στερούμενος τούτων;
– Τωόντι, το παρεδέχθην.
– Πώς λοιπόν ειμπορεί να είνε θεός ο στερούμενος των αγαθών και των ωραίων;
– Βέβαια, φαίνεται ότι δεν ημπορεί να είνε.
– Βλέπεις λοιπόν ότι και συ δεν νομίζεις τον Έρωτα ως θεόν.
– Τότε λοιπόν, είπα, τι ημπορεί να είνε ο Έρως; θνητός;
– Καθόλου.
– Αλλά τι λοιπόν;
– Αυτό που είπαμεν προτύτερα, δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου.
– Τι λοιπόν, ω Διοτίμα;
– Δαίμων μέγας, ω Σώκρατες· διότι παν δαιμόνιον είνε μέρον τι μεταξύ θεού και θνητού,
– Τίνα δε δύναμιν έχον; ηρώτησα.
– Ερμηνεύον και μεταβιβάζον εις τους θεούς τα παρ' ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα παρά θεών, δηλαδή των μεν τας παρακλήσεις και τας θυσίας, των δε τας προσταγάς και τας αμοιβάς των θυσιών, εν μέσω δε όν αμφοτέρων συμπληρώνει το κενόν, εις τρόπον ώστε το σύμπαν αυτό συνδέεται προς εαυτό τοιουτοτρόπως. Διά τούτου και η μαντική πάσα χωρεί και των ιερέων η τέχνη περί τ' αφορώντα εις τας θυσίας και τας ιεροτελεστίας και τας επωδάς και την μαντείαν πάσαν και γοητείαν. Διότι θεός με άνθρωπον δεν έρχεται εις συνάφειαν, αλλά διά τούτου γίνεται πάσα σχέσις και ομιλία θεών προς ανθρώπους και κατά τον ύπνον και εν εγρηγόρσει· και ο μεν περί τα τοιαύτα σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε περί άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειροτεχνίας τινάς, βάναυσος. Και είνε οι τοιούτοι δαίμονες πολλών ειδών, ένας δε από αυτούς είνε και ο Έρως.
– Πατρός δε, ηρώτησα εγώ, τίνος είνε και μητρός;
– Μακροτέρα μεν η εξιστόρησις τούτου, αλλ' όμως θα σου διηγηθώ το πράγμα. Όταν εγεννήθη η Αφροδίτη, εσυμποσίαζαν οι θεοί και μεταξύ αυτών και ο της Μήτιδος υιός Πόρος. Είχαν πλέον δειπνήσει, όταν, παρακινηθείσα εκ της ευωχίας, ήλθε διά να επαιτήση η Πενία και ετριγύριζεν εις την ολάνοικτον θύραν. Ο Πόρος λοιπόν, μεθυσθείς εκ του νέκταρος, διότι οίνος δεν υπήρχεν ακόμη, εισήλθεν εις τον κήπον του Διός και απεκοιμήθη βαρύς εκ της μέθης. Η Πενία τότε, έχουσα κατά νουν, ως εκ της απορίας της, να συλλάβη παιδίον εκ του Πόρου, κατακλίνεται πλησίον του και ετεκνοποίησε τον Έρωτα. Διά τούτο δε και της Αφροδίτης ακόλουθος και θεράπων έγεινεν ο Έρως, γεννηθείς εις τα γενέθλια εκείνης, και συγχρόνως εκ φύσεως εραστής του ωραίου, αφού και η Αφροδίτη ωραία είνε. Επειδή λοιπόν ο Έρως είνε του Πόρου και της Πενίας υιός, ιδού ποίος είνε ο κλήρος που έλαχεν εις αυτόν. Πρώτον μεν είνε πάντοτε πένης και αντί απαλός και ωραίος, όπως νομίζουν οι πολλοί, είνε ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι, εις τας θύρας και εις τους δρόμους υπαίθριος κοιμώμενος, την φύσιν της μητρός έχων και σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν. Ως εκ της φύσεως του πατρός πάλιν αποβλέπει πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά, ανδρείος ων και άφοβος και ορμητικός, θηρευτής δεινός, πάντοτε κάτι μηχανευόμενος, και γνώσεως επιθυμητής, ευκολομάθητος δε, φιλοσοφών διά παντός του βίου, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής. Και ως εκ της φύσεώς του ούτε αθάνατος είνε ούτε θνητός αλλά την ιδίαν ημέραν τόρα μεν ζη και ακμάζει, όταν ευπορήση, τόρα δε αποθνήσκει διά ν' αναζήση πάλιν σύμφωνα με του πατρός την φύσιν, ό,τι δε πορίζεται του εκφεύγει πάντοτε· εις τρόπον ώστε ούτε απορεί ο Έρως ποτέ ούτε πλουτεί, εις το μέσον δ' ευρίσκεται πάντοτε μεταξύ σοφίας και αμαθείας. Και τούτο διά τον εξής λόγον. Κανείς από τους θεούς δεν φιλοσοφεί ουδ' επιθυμεί να γείνη σοφός· διότι είνε· ουδ' εάν τις άλλος είνε σοφός, φιλοσοφεί. Ουδέ πάλιν οι αμαθείς φιλοσοφούν, ουδ' επιθυμούν να γείνουν σοφοί· διότι αυτό ακριβώς το κακόν έχει η αμάθεια, ότι ο μη ων ούτε ωραίος ούτε αγαθός ούτε φρόνιμος νομίζει ότι έχει αρκετά από όλα αυτά· ο μη νομίζων δε ότι στερείται δεν επιθυμεί εκείνο του οποίου δεν φρονεί ότι έχει ανάγκην.
– Ποίοι λοιπόν, ω Διοτίμα, ηρώτησα εγώ, είνε οι φιλοσοφούντες, αφού ούτε οι σοφοί ούτε οι αμαθείς φιλοσοφούν;
– Αλλ' αυτό, απεκρίθη, είνε φανερόν και εις παιδί ακόμη, ότι δηλαδή οι εις το μέσον των δύο τούτων ευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων είνε και ο Έρως, αυτοί φιλοσοφούν. Διότι η σοφία είνε από τα ωραιότερα πράγματα, ο δε Έρως είνε έρως του ωραίου, ώστε ο Έρως αναγκαίως είνε φιλόσοφος, φιλόσοφος δε ων μεταξύ ευρίσκεται σοφού και αμαθούς. Αιτία δε και τούτου η γέννησις αυτού· διότι ο μεν πατήρ αυτού σοφός και εύπορος, η δε μήτηρ αυτού μη σοφή και άπορος. Και τοιαύτη μεν, φίλτατε Σωκράτη, η φύσις του δαίμονος· ως προς δε την ιδέαν που είχες συ περί του Έρωτος, το πάθημά σου δεν είνε άξιον απορίας. Υπέθεσες, όπως εγώ νομίζω, συμπεραίνουσα εκ των λεγομένων σου, ότι Έρως είνε το ερώμενον, όχι το ερών. Δι' αυτό, φρονώ, πάγκαλος σου εφαίνετο ο Έρως. Διότι πραγματικώς εραστόν είνε το τωόντι ωραίον και αβρόν και τέλειον και μακαριστόν· το δε ερών είνε άλλο πράγμα, οποίον δηλαδή εγώ το επαράστησα.
Είπα τότ' εγώ:
– Έστω, ω ξένη· σωστά είνε όσα λέγεις· αλλ' αφού ο Έρως είνε τοιούτος, τι χρειάζεται εις τους ανθρώπους;
– Αυτό ακριβώς, είπεν, ω Σώκρατες, θα προσπαθήσω τόρα να σε διδάξω. Είνε λοιπόν ο Έρως αρχής και φύσεως οποίας είπαμεν, είνε δε του ωραίου έρως, όπως λέγεις συ. Υπόθεσε τόρα ότι κάποιος μας ερωτά: τι είνε ο Έρως του ωραίου, ω Σώκρατες και Διοτίμα; ή διά να εκφρασθώ σαφέστερα: ο ερών το ωραίον τι ερά;
– Να το κάνη ιδικόν του, είπα εγώ.
– Αλλ' η απόκρισις αυτή, παρετήρησεν εκείνη, έχει ανάγκην μιας άλλης ερωτήσεως, τοιαύτης: τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε το ωραίον ιδικόν του;
Είπα τότ' εγώ ότι, δεν είμαι εις κατάστασιν ν' απαντήσω προχείρως εις την ερώτησιν αυτήν.
– Αλλά, εξηκολούθησεν εκείνη, εάν τις μεταβαλών τας λέξεις και εις την θέσιν του ωραίου μεταχειριζόμενος το αγαθόν: έλα, Σωκράτη, σου έλεγεν, απάντησέ μου: ο ερών τα αγαθά τι ερά;
– Να τα κάνη ιδικά του, είπα εγώ.
– Και τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε τα αγαθά ιδικά του;
– Εις αυτό, είπα, είνε ευκολώτερον να σου αποκριθώ, ότι θα γείνη ευδαίμων.
– Διότι οι ευδαίμονες είνε ευδαίμονες ως έχοντες ιδικά τους τα αγαθά, και δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ερωτήσωμεν, διατί θέλει να είνε ευδαίμων ο θέλων να γείνη τοιούτος, αλλά η απάντησις φαίνεται πλήρης και τελειώνει αυτού.
– Πολύ σωστά λέγεις, είπα εγώ.
– Αυτήν δε την θέλησιν και τον έρωτα τον νομίζεις κοινόν εις όλους τους ανθρώπους, και φρονείς ότι όλοι θέλουν να έχουν ιδικά τους τα αγαθά διά παντός, ή άλλην έχεις ιδέαν;
– Έχω την ιδέαν, είπα, ότι είνε κοινός εις όλους.
– Διατί λοιπόν τότε, ω Σώκρατες, εξηκολούθηοε, δεν λέγομεν δι' όλους ότι ερώσιν, αφού πάντες και πάντοτε αγαπούν τα αυτά πράγματα, αλλά διά μερικούς μεν λέγομεν ότι ερώσι, δι' άλλους δε όχι;
– Και εγώ θαυμάζω, είπα.
– Μη θαυμάζης, είπε· διότι χωρίζοντες ένα μόνον είδος έρωτος, ονομάζομεν αυτό, μεταχειριζόμενοι το όνομα του όλου, έρωτα, διά δε τα άλλα άλλα μεταχειριζόμεθα ονόματα.
– Κανένα παράδειγμα; ηρώτησα.
– Ιδού ένα παράδειγμα. Γνωρίζεις ότι η λέξις ποίησις έχει πολύ ευρείαν έννοιαν· διότι ποίησις είνε πάσα αιτία εκ του μη όντος εις το είναι προάγουσα ό,τιδήποτε, εις τρόπον ώστε τα έργα πάσης τέχνης είνε ποιήσεις και οι δημιουργοί αυτών πάντες ποιηταί.
– Πολύ σωστά.
– Και όμως γνωρίζεις, εξηκολούθησεν εκείνη, ότι δεν καλούνται ποιηταί όλοι αυτοί, αλλ' άλλα έχουν ονόματα, από την όλην δε ποίησιν ένα μέρος αφορισθέν, το αφορών εις την μουσικήν και τα μέτρα, προσαγορεύεται με το όνομα του όλου. Διότι ποίησις αυτό μόνον καλείται, και ποιηταί οι κατέχοντες το μέρος αυτό της ποιήσεως.
– Αληθώς, έτσι είνε.
– Το αυτό συμβαίνει και με τον έρωτα, ο οποίος γενικώς μεν είνε πάσα η των αγαθών και του ευδαιμονείν επιθυμία, ο μέγιστος και δολερός και εις πάντας υπάρχων έρως· αλλ' οι μεν εις τα διάφορα άλλα είδη αυτού τρεπόμενοι, ή προς τον χρηματισμόν ή την γυμναστικήν ή την φιλοσοφίαν, ούτε ως ερώντες χαρακτηρίζονται ούτε ερασταί καλούνται, οι δε εις ένα ώρισμένον είδος επιδιδόμενοι και ασχολούμενοι επήραν το όνομα του όλου, δι' αυτούς μόνον χρησιμοποιουμένων των λέξεων έρως και εράν και ερασταί.
– Μου φαίνεται πώς έχεις δίκαιον, είπα εγώ.
– Και λέγεται μεν από μερικούς, εξηκολούθησεν, ότι ερώντες είνε οι ζητούντες το εαυτών ήμισυ, αλλ' εγώ λέγω ότι έρως δεν είνε η ζήτησις ούτε του ημίσεως ούτε του όλου, εάν τούτο δεν είνε αγαθόν, αφού οι άνθρωποι και πόδας και χείρας εαυτών παρέχουν θεληματικώς διά ν' αποκοπούν, όταν νομίζουν τα μέλη τους αυτά ως κακώς έχοντα. Πραγματικώς, νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν απλώς εκείνο που είνε ιδικόν τους, εκτός εάν τις το μεν αγαθόν καλή οικείον και ιδικόν του, το δε κακόν ξένον· διότι οι άνθρωποι διά κανέν άλλο πράγμα δεν αισθάνονται έρωτα, παρά μόνον διά το αγαθόν· ή δεν φρονείς και συ το ίδιον;
– Μα τον Δία, κ' εγώ το ίδιον φρονώ.
– Άρα λοιπόν, επανέλαβεν εκείνη, νομίζεις ότι αρκεί να λέγωμεν απλώς, ότι οι άνθρωποι έχουν έρωτα προς το αγαθόν;
– Ναι, είπα.
– Αλλά πώς! δεν είνε ανάγκη να προστεθή ότι ο έρως αυτών αποβλέπει και εις το να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν;
– Βέβαια πρέπει να προστεθή και αυτό.
– Αλλά τότε, είπε, δεν πρέπει να προσθέσωμεν ακόμη και ότι επιθυμούν όχι μόνον να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν, αλλά και να είνε ιδικόν τους πάντοτε;
– Και αυτό πρέπει να προστεθή.
– Με ολίγας λοιπόν λέξεις, εξηκολούθησεν, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν πάντοτε το αγαθόν.
– Πολύ σωστά.
– Αφού λοιπόν τοιούτος είνε ο έρως, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, κατά ποίον τρόπον πρέπει να καταβάλλεται και εις ποίαν πράξιν πρέπει ν' αποβλέπη η προσπάθεια και η επιμονή των διωκόντων το αγαθόν, διά να ημπορή να κληθή έρως; Εις τι συνίσταται το έργον τούτο; Ημπορείς να μου ειπής;
– Αλλ' αν τα ήξευρα αυτά, ω Διοτίμα, απεκρίθην εγώ, δεν θα εθαύμαζα διά την σοφίαν σου και δεν θα εσύχναζα εδώ διά να τα μάθω.
– Να σου το ειπώ λοιπόν εγώ. Συνίσταται τούτο εις το να γεννήση τις, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον.
– Αλλ' αυτό που λέγεις, είπα, χρειάζεται μαντικήν δύναμιν διά να εξηγηθή, και δεν εννοώ τίποτε.
– Θα σου ομιλήσω σαφέστερα, είπεν εκείνη. Όλοι οι άνθρωποι, ω Σώκρατες, εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, η φύσις ημών επιθυμεί να γεννήση. Γέννησις όμως μέσα εις το άσχημον δεν είνε δυνατή, αλλά μόνον εις το ωραίον. Και η συνουσία ανδρός και γυναικός γέννησις είνε. Είνε δε τούτο θείον το πράγμα, και αυτό είνε που υπάρχει αθάνατον μέσα εις το θνητόν ζώον, η κύησις και η γέννησις. Αλλ' αυτά είνε αδύνατον να γείνουν μέσα εις το ανάρμοστον. Ανάρμοστον δε είνε το άσχημον εις κάθε τι που είνε θείον, εις το οποίον μόνον το ωραίον αρμόζει. Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια εις την γέννησιν είνε η καλλονή (21). Διά τούτο όταν μεν το κυοφορούν πλησιάζη το ωραίον, και ιλαρύνεται και ευφραινόμενον γίνεται διαχυτικόν και τίκτει και γεννά· όταν δε το άσχημον, και σκυθρωπόν γίνεται και λυπούμενον συμμαζεύεται και αποτροπιάζεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά συγκρατούν το κύημα υποφέρει. Εκ τούτου ο αγωνιώδης εκείνος πόθος εις το κυοφορούν και σπαργών ήδη προς το ωραίον, της απολύσεως γινομένης με πολύν πόνον. Διότι ο Έρως, ω Σώκρατες, δεν είνε του ωραίου έρως, όπως νομίζεις συ.
– Αλλά τι λοιπόν;
– Της γεννήσεως και του τοκετού εν τω ωραίω.
– Ας το παραδεχθώ, είπα εγώ.
– Το πράγμα έχει ακριβώς όπως σου λέγω, είπεν εκείνη.
– Αλλά διατί λοιπόν της γεννήσεως;
– Διότι η γέννησις αποτελεί το αειγενές και αθάνατον εις την θνητήν αυτού φύσιν. Ο πόθος δε του αγαθού αναγκαίως συνυπάρχει μετά του πόθου της αθανασίας, όπως συνάγεται εξ όσων είπαμεν, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Εκ τούτου έπεται κατ' ανάγκην ότι ο Έρως είνε και της αθανασίας έρως.
Εκτός όλων αυτών τα οποία μ' εμάνθανεν η Διοτίμα, όταν η συνομιλία εστρέφετο περί τα ερωτικά, κάποτε με ηρώτησε:
– Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της επιθυμίας; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πόσον αλλοκότως διατίθενται όλα τα ζώα, και τα χερσαία και τα πτηνά, όταν καταληφθούν υπό της επιθυμίας να γεννήσουν, νοσούντα πάντα και ερωτικώς διατιθέμενα, πρώτον μεν περί την προς άλληλα μίξιν, έπειτα δε περί την τροφήν του γεννηθέντος, και έτοιμα είνε υπέρ τούτων και να διαμάχωνται τα ασθενέστατα προς τα ισχυρότατα και ν' αποθνήσκουν υπερασπιζόμενα αυτά, και πείναν να υποφέρουν διά να τα θρέφουν, και κάθε άλλο να κάμουν. Και διά μεν τους ανθρώπους θα ήτο δυνατόν να υποτεθή ότι όλ' αυτά γίνονται εκ λογισμού. Αλλά τα ζώα ποία είνε η αιτία που τα παρορμά εις τοιαύτην ερωτικήν διάθεσιν; Ημπορείς να μου ειπής;
Της απήντησα και πάλιν ότι δεν εγνώριζα τον λόγον.
Και εκείνη:
– Φρονείς λοιπόν ότι είνε δυνατόν ποτε να γείνης δεινός περί τα ερωτικά, όταν αγνοής τοιαύτα πράγματα;
– Αλλ' ακριβώς διά να μάθω αυτά έρχομαι, Διοτίμα, όπως σου είπα και προτύτερα, γνωρίζων ότι έχω ανάγκην διδασκάλων. Λέγε μου λοιπόν και τούτων την αιτίαν και όλων των άλλων όσα έχουν σχέσιν με τα ερωτικά.
Λοιπόν, είπεν, εάν πιστεύης ότι ο έρως αποβλέπει εις εκείνο περί του οποίου πολλάκις εμείναμεν σύμφωνοι, δεν πρέπει ν' απορής. Διότι και εδώ ο αυτός με τον προηγούμεναν υπάρχει λόγος, ότι η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διαιώνισιν και την αθανασίαν. Τούτο δε μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει άλλο νέον αντί του παλαιού, αφού άλλως και κάθε, ζώον εφ' όσον ζη θεωρείται το αυτό, χωρίς να είνε, όπως λόγου χάριν ο εκ παιδαρίου γενόμενος πρεσβύτης λέγεται ότι είνε ο αυτός πάντοτε· ενώ ούτος, μολονότι λέγεται ότι είνε ο αυτός, εν τούτοις ποτέ δεν μένει τα αυτά έχων εν εαυτώ, αλλ' αποβάλλων αυτά γίνεται διαρκώς νέος άνθρωπος και κατά τας τρίχας και κατά την σάρκα και τα οστά και το αίμα και ολόκληρον εν γένει το σώμα. Και όχι μόνον κατά το σώμα γίνεται η αλλαγή αυτή, αλλά και κατά την ψυχήν ακόμη οι τρόποι, τα ήθη, ιδέαι, επιθυμίαι, ηδοναί, λύπαι, φόβοι, καθέν από αυτά δεν μένουν τα ίδια εις κάθε άτομον, αλλά διαρκώς αλλάσσουν, νέων μεν γεννωμένων, των δε παλαιών αποβαλλομένων. Το παραδοξότερον δε είνε ακόμη, ότι και αι γνώσεις ημών όχι μόνον αι μεν γίνονται αι δε χάνονται και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ουδέ κατά τας γνώσεις, αλλά και καθεμία από τας γνώσεις πάσχει το αυτό. Διότι εκείνο που καλείται σκέψις, λόγον έχει το ότι η γνώσις θνήσκει· καθόσον η λήθη θάνατος είνε της γνώσεως, η δε σκέψις εξ άλλου, νέαν εμποιούσα αντί της απελθούσης μνήμην, σώζει την γνώσιν, εις τρόπον ώστε φαίνεται ότι είνε η ιδία. Κατά τον ίδιον τρόπον σώζεται παν το θνητόν, όχι δηλαδή διότι είνε πάντοτε το αυτό, όπως συμβαίνει εις το θείον, αλλά διότι το απερχόμενον και παλαιούμενον αφίνει εις την θέσιν του άλλο νέον όμοιόν του. Αυτό είνε το μέσον, ω Σώκρατες, διά του οποίου το θνητόν μετέχει της αθανασίας, και σώμα και όλα τάλλα· δι' άλλου τρόπου το πράγμα είνε αδύνατον. Μη απορής λοιπόν διότι εκ φύσεως παν το θνητόν τόσην αποδίδει αξίαν εις το γέννημά του· διότι ακολουθία του προς την αθανασίαν πόθου είνε η σπουδή αυτή και ο έρως.
Και εγώ ακούσας αυτά εθαύμασα και είπα:
– Λαμπρά όλ' αυτά, ω σοφωτάτη Διοτίμα· αλλά να είνε αληθώς έτσι; ηρώτησα.
Και εκείνη, ως τέλειος σοφιστής:
– Να είσαι βέβαιος περί τούτου, ω Σώκρατες, είπεν αφού και εις την φιλοτιμίαν των ανθρώπων αν θελήσης ν' αποβλέψης, θα ευρεθής ίσως εις απορίαν διά το παράλογον του πράγματος, αν δεν έχης υπ' όψιν σου όσα είπα, αναλογιζόμενος πόσον υπερβολικός είνε εις όλους ο έρως του να γείνουν ονομαστοί και δόξαν αθάνατον εις αιώνα τον άπαντα ν' αφήσουν, και υπέρ τούτου έτοιμοι είνε, περισσότερον ακόμη παρά υπέρ των τέκνων και κάθε κίνδυνον να κινδυνεύσουν και χρήματα να δαπανήσουν και κόπους να υποστούν και την ζωήν να θυσιάσουν. Ή, φαντάζεσαι συ, εξηκολούθησεν, ότι η Άλκηστις ήθελεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπέρ του Αδμήτου, ή ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου, ή ότι ο ιδικός σας ο Κόδρος ήθελε θυσιάσει την ζωήν του υπέρ της βασιλείας των τέκνων του, αν δεν ενόμιζαν ότι θα μείνη αθάνατος η μνήμη της αρετής αυτών, όπως και έμεινεν εις ημάς σήμερον; Κάθε άλλο. Υπέρ αρετής όμως αθανάτου και τοιαύτης δόξης ευκλεούς πάντες το παν είνε ικανοί να πράξουν, και μάλιστα όσον καλύτεροι είνε, τόσον περισσότερον διότι έχουν τον έρωτα του αθανάτου. Οι μεν λοιπόν κατά τα σώματα εγκύμονες όντες, εξηκολούθησε, προς τας γυναίκας μάλλον τρέπονται και είνε ερωτικοί προς αυτάς, διά παιδογονίας αθανασίαν και μνήμην και ευδαιμονίαν, όπως νομίζουν, ποριζόμενοι διά τον έπειτα χρόνον πάντα· οι δε κατά την ψυχήν – διότι υπάρχουν οι κυοφορούντες κατά τας ψυχάς πολύ περισσότερον παρά κατά τα σώματα – προς όσα αρμόζουν εις της ψυχής τας συλλήψεις και τα γεννήματα· τι δε αρμόζει εις την ψυχήν; φρόνησις και πάσα άλλη αρετή· τούτων δε γεννήτορες είνε και οι ποιηταί πάντες και όσοι άλλοι χαρακτηρίζονται εκ των έργων των ως εφευρετικοί· ιδιαιτέρως δε μεγάλη και καλλίστη είνε η φρόνησις η στρεφομένη περί την διαρρύθμισιν των πραγμάτων της πολιτείας και της κοινωνίας, της οποίας το όνομα είνε σωφροσύνη και δικαιοσύνη· τούτων λοιπόν των αρετών όταν είνε τις εγκύμων εκ νεότητος, και της καταλλήλου ηλικίας ερχομένης επιθυμή ήδη να γεννήση, ζητεί βέβαια τριγύρω του και ο τοιούτος θείος αληθώς ανήρ το ωραίον μέσα εις το οποίον είνε δυνατόν να γεννήση· διότι εις το άσχημον αδύνατον να γεννήση. Και ως προς τα σώματα λοιπόν προτιμά, ως κυοφορών, τα ωραία από τα άσχημα, εάν δε τύχη να εύρη και την ψυχήν ωραίαν, γενναίαν και επιτηδείαν εκ φύσεως, αρέσκεται υπερβολικά εις τον συνδυασμόν αυτών αμφοτέρων, και προς τον άνθρωπον τούτον καθίσταται ευθύς εύγλωττος εις λόγους περί αρετής και περί του οποίος πρέπει να είνε ο ανήρ ο αγαθός και ποία τα καθήκοντά του, και εν γένει επιχειρεί να τον διδάξη. Και τούτο, μου φαίνεται, διότι ερχόμενος εις συνάφειαν με το ωραίον και αναστρεφόμενος με αυτό, όσα προ πολλού εγκυμονούσε τίκτει και γεννά· είτε παρών δε είτε απών, τον νουν του έχει πάντοτε προς τον αγαπώμενον και το γεννηθέν συνεκτρέφει κοινώς μετ' εκείνου, εις τρόπον ώστε και ο μεταξύ αυτών δεσμός πολύ στενώτερος του εκ των παίδων κρατείται και η φιλία ασφαλεστέρα, καθόσον μετέχουν τέκνων ωραιοτέρων και αθανατωτέρων. Και καθένας θα εδέχετο πολύ προθυμότερα να του γεννηθούν τοιαύτα τέκνα παρά τα ανθρώπινα, αποβλέπων εις τον Όμηρον και τον Ησίοδον και τους άλλους μεγάλους ποιητάς και θαυμάζων οποία γεννήματα εαυτών αφήκαν, γεννήματα τα οποία προσπορίζουν εις αυτούς αθάνατον κλέος και μνήμην τοιαύτα όντα· ή θαυμάζων, αν θέλης άλλως, εξηκολούθησεν, όποια τέκνα αφήκεν εις την Λακεδαίμονα ο Λυκούργος, σωτήρας της Λακεδαίμονος, και της Ελλάδος επάνω κάτω. Άξιος δε πάσης τιμής και εις σας ο Σόλων διά την γέννησιν των νόμων, και άλλοι εις πολλάς άλλας χώρας άνδρες, και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των βαρβάρων, πολλά και μεγάλα έργα κατορθώσαντες και παντός είδους αρετήν γεννήσαντες· εις τους τοιούτους δε γεννήτορας και ιερά πολλά έχουν ανεγερθή διά τους τοιούτους αυτών παίδας, ενώ διά τους ανθρωπίνους εις κανένα ποτέ.
Και εις αυτά μεν τας ερωτικά, ω Σώκρατες, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, είνε ίσως δυνατόν να μυηθής και συ· όσον αφορά όμως εις τα τέλεια και τον τελευταίον βαθμόν της μυήσεως αποτελούντα, εις τα οποία άλλως ως προπαρασκευή χρησιμεύουν· τα πρώτα, εάν τις θέλη ν' ακολουθήση τον ορθόν τρόπον μυήσεως, δεν ηξεύρω εάν θα είσαι ικανός. Εν τούτοις εγώ θα σου εκθέσω και αυτά χωρίς να υστερήσω εις προθυμίαν. Προσπάθησε λοιπόν να μ' ακολουθήσης, όπως ημπορείς καλύτερα. Πρέπει λοιπόν ο θέλων να προβή ορθώς επί του αντικειμένου τούτου ν' αρχίση από νέος να επιδιώκη τα ωραία σώματα, και πρώτον μεν, εάν οδηγήται από κρίσιν ορθήν, ν' αγαπά ένα σώμα και ενταύθα να γεννά λόγους ωραίους, έπειτα δε να εννοήση ότι το κάλλος το υπάρχον εις ένα οιονδήποτε σώμα είνε αδελφόν του εις άλλο σώμα υπάρχοντος, και ότι επομένως, αφού πρέπει να επιδιώκη το σωματικόν κάλλος, είνε πολύ παράλογον να μη θεωρή ως ένα και το αυτό το εις όλα τα σώματα κάλλος· αφού δ' εννοήση τούτο, πρέπει να γείνη εραστής όλων των καλών σωμάτων και να χαλαρώση κάθε προσήλωσιν αποκλειστικήν προς ένα μόνον σώμα, θεωρών το τοιούτον αίσθημα ως μικροπρεπές και καταφρονητέον· μετά δε ταύτα, να θεωρήση το ψυχικόν κάλλος ως τιμιώτερον του σωματικού, εις τρόπον ώστε εάν εύρη είς τινα ωραίαν, την ψυχήν, έστω και αν το σώμα πολύ ολίγην παρουσιάζη ανθηρότητα, ν' αρκήται εις αυτό και ν' αγαπά και φροντίζη και γεννά λόγους συντείνοντας εις το να καταστήσουν τους νέους καλυτέρους, έως ότου αναγκαίως φθάση εις το σημείον ν' αντιληφθή το ωραίον εις τα έργα και εις τους νόμους και ιδή ότι παντού το ωραίον είνε το αυτό, και επομένως θεωρήση το σωματικόν κάλλος ως πράγμα ευτελές, μετά δε τα έργα φθάση εις τας επιστήμας διά να ιδή πάλιν εκεί το κάλλος των επιστημών, και βλέπων τόρα εμπρός του ευρείαν την άποψιν του ωραίου, παύση πλέον να είνε ευτελής και μικρολόγος δουλεύων ωσάν δούλος εις το κάλλος ενός μόνου, είτε παιδαρίου είτε ανθρώπου είτε έργου, αλλά εστραμμένος και θεωρών το ευρύ πέλαγος του ωραίου πολλούς και ωραίους λόγους και μεγαλοπρεπείς γεννά και διανοήματα φιλοσοφικά εν αφθονία, έως ότου ισχυροποιηθείς και αυξηθείς ενταύθα κατίδη· μίαν τινά επιστήμην, η οποία είνε η επιστήμη του καλού ως εξής. Προσπάθησε δε τόρα να εντείνης την προσοχήν σου όσον ημπορείς περισσότερον.
Εκείνος δηλαδή όστις ήθελε παιδαγωγηθή έως εδώ εις τα ερωτικά, αφού διήλθε θεώμενος κατά σειράν και ορθώς όλους τους βαθμούς του ωραίου, φθάσας ήδη εις το τέλος, θα ιδή έξαφνα κάποιον θαυμάσιον την φύσιν κάλλος, ακριβώς εκείνο, ω Σώκρατες, διά το οποίον κατεβλήθησαν όλοι οι προηγούμενοι κόποι, πρώτον μεν αιώνιον ον και ούτε γεννώμενον ούτε εξαφανιζόμενον, ούτε αυξανόμενον ούτε φθίνον, έπειτα δε όχι ωραίον μεν κατά τούτο, άσχημον δε κατ' εκείνο, ουδέ άλλοτε μεν ωραίον, άλλοτε δε όχι, ουδέ ωραίον μεν σχετικώς με αυτό, άσχημον δε σχετικώς μ' εκείνο, ουδέ ωραίον μεν εδώ, άσχημον δε εκεί ή ωραίον μεν δι' αυτούς, άσχημον δε δι' εκείνους· εξ άλλου δε το κάλλος τούτο δεν θα παρουσιασθή εις αυτόν ωσάν κάποιον πρόσωπον ωραίον ή χείρες ή άλλο τι σωματικόν, ούτε ως λόγος ούτε ως επιστήμη, ούτε ως ευρισκόμενον εις άλλο τι, λόγου χάριν εις ζώον τι ή εις την γην ή εις τον ουρανόν ή οπουδήποτε αλλού, αλλ' ως αυτό καθ' εαυτό υπάρχον απολύτως και αιωνίως χωρίς να έχη το όμοιόν του, παντός άλλου ωραίου πράγματος μετέχοντος τρόπον τινά εκείνου, και τοιούτον ώστε, ενώ όλα τα άλλα γεννώνται και αφανίζονται, εκείνο ούτε αύξησιν ούτε ελάττωσιν να υφίσταται ούτε άλλο τι να πάσχη. Όταν τις λοιπόν ορμώμενος από των κατωτέρων βαθμίδων διά της ορθής παιδεραστίας ανέλθη μέχρι του σημείου ώστε ν' αρχίση να βλέπη το κάλλος εκείνο, εγγίζει σχεδόν εις το τέρμα. Διότι αυτή ακριβώς είνε η ορθή οδός προς τα ερωτικά, είτε μόνος του βαίνει τις είτε οδηγούμενος υπό άλλου, το ν' αρχίση δηλαδή εκ των κάτω, έχων υπ' όψιν του ν' αναβή, προς το κάλλος εκείνο μεταχειριζόμενος τρόπον τινά βαθμίδας, ήτοι από ενός σώματος αναβαίνων εις τα δύο και από των δύο εις όλα τα ωραία σώματα, και από των ωραίων σωμάτων εις τα ωραία έργα, και από των ωραίων έργων εις την ωραιότητα της μαθήσεως, έως ότου από μαθήσεως εις μάθησιν καταλήξη εις την μάθησιν εκείνην η οποία δεν είνε τίποτε άλλο ειμή αυτού του καλού η μάθησις και η γνώσις τέλος αυτού τούτου του απολύτου καλού. Εάν, ω φίλε Σώκρατες, εξηκολούθησεν, υπάρχη τι διά το οποίον αξίζει να ζήση ο άνθρωπος, τούτο είνε, περισσότερον από κάθε άλλο, το να φθάση μέχρι της θέας ταύτης αυτού του καλού. Το οποίον εάν ποτε ιδής, δεν θα σου φανή πώς έχει καμμίαν σχέσιν με τον χρυσόν και τα φορέματα και τους ωραίους παίδας ή νέους, τους οποίους βλέπων τόρα μένεις με ανοικτόν το στόμα και έτοιμος είσαι, και συ και άλλοι πολλοί, να στερηθήτε και φαγητού και πότου, αρκεί μόνον να βλέπετε και συναναστρέφεσθε τους αγαπωμένους παντοτεινά, αν υπήρχε τρόπος να ήτο τούτο δυνατόν. Αλλ' εάν σεις κάνετε έτσι διά τους ωραίους νέους, τι πρέπει τότε να υποθέσωμεν ότι συμβαίνει εις εκείνον ο οποίος ήθελε δυνηθή να ιδή αυτό το καλόν, άδολον, καθαρόν, αμιγές, και όχι γεμάτον από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της θνητής φύσεως, αυτό δηλαδή το θείον κάλλος το μοναδικόν εις το είδος του; Νομίζεις τάχα ότι θα είνε ελεεινή η ζωή ενός τοιούτου ανθρώπου έχοντος το βλέμμα προσηλωμένον προς τα εκεί και θεωμένου και εις σχέσεις ευρισκομένου προς τοιούτον κάλλος; Δεν εννοείς τάχα, εξηκολούθησεν, ότι μόνον εδώ ο διά μέσου εκείνου εις το οποίον είνε ορατόν το καλόν βλέπων αυτό θα ημπορέση να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές; και ότι μόνον ο γεννήσας και εκθρέψας αληθή αρετήν ημπορεί να είνε θεοφιλής; και ότι υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον δυνάμενον να είνε αθάνατος εις αυτόν προ παντός επιφυλάσσεται η αθανασία;