Kitabı oku: «Τίμαιος, Τόμος Β», sayfa 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIV
Δημιουργία των φυτών. Μετέχουσι της επιθυμητικής ψυχής και είναι μόνον χρήσιμα προς συντήρησιν του ανθρώπου.
Ότε δε πάντα τα μέρη και τα μέλη του θνητού ζώου φυσι77. | κώς συνηνώθησαν, επειδή συνέβαινεν εξ ανάγκης να έχη τούτο την ζωήν εκ του πυρός και του αέρος, και δι' αυτό διαλυόμενον και γινόμενον ισχνόν υπό τούτων εφθείρετο, οι Θεοί εμηχανεύθησαν μέσον βοηθείας εις αυτόν. Τω όντι αναμίξαντες την ανθρωπίνην φύσιν με άλλας μορφάς και αισθήσεις, παρήγαγον φύσιν συγγενή με αυτήν, ώστε να γίνη άλλο είδος ζώων, τα οποία είναι τα νυν ήμερα δένδρα και τα φυτά και τα σπέρματα τα καλλιεργηθέντα υπό της γεωργίας, τα οποία μας έγειναν οικεία, ενώ Β. | πρότερον67 υπήρχον μόνον τα άγρια είδη, αρχαιότερα όντα των ημέρων. Διότι παν πράγμα μετέχον της ζωής, ευλόγως δύναται να λέγηται ορθότατα ζων. Και τούτο δε, περί του οποίου τώρα λέγομεν, μετέχει του τρίτου είδους της ψυχής, το οποίον ελέχθη ότι ετοποθετήθη μεταξύ του διαφράγματος και του ομφαλού, και το οποίον ουδόλως μετέχει γνώμης, συλλογισμού και νου, αλλά μόνον αισθήσεως ευαρέστου και δυσαρέστου και επιθυμιών.
Διότι είναι πάντοτε παθητικόν και η γένεσίς του δεν επέτρεψε ώστε στρεφόμενον εις εαυτό, απωθών την εξωτερικήν κίνησιν, και μεταC. | χειριζόμενον την ιδικήν του, να σκεφθή τι των ιδικών του πραγμάτων, γνωρίζον την φύσιν αυτού. Διό τούτο ζη μεν και δεν είναι διάφορον του ζώου, αλλά ίσταται ακίνητον και ερριζωμένον εις το έδαφος, διότι είναι εστερημένον αυτοκινησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXV.
Περί αναπνοής.
Φλέβες. Αναπνοή – Εκπνοή. Ότε λοιπόν παρήγαγον πάντα ταύτα τα γένη οι ανώτεροι προς τροφήν ημών των κατωτέρων, ήνοιξαν οχετούς εις το σώμα ημών, όπως ορύττονται οχετοί εις τους κήπους, διά να ποτίζηται ως από ρεύμα πηγής. Και πρώτον Δ. | μεν κατεσκεύασαν δύο κρυφούς οχετούς εκεί ένθα το δέρμα προσφύεται εις την σάρκα, ήτοι τας δύο νωτιαίας φλέβας68, όπως και το σώμα ήτο διπλούν, έχον μέρη δεξιά και μέρη αριστερά.
Τας φλέβας ταύτας διηύθυναν παρά την ράχιν περιλαμβάνοντες εις το μέσον τον γόνιμον μυελόν, ίνα και ούτος διατελή, όσον είναι δυνατόν, θαλερός, και ίνα ο υπό του αίματος ποτισμός των άλλων, γινόμενος εντεύθεν ευκολώτερος, ως ρέων από υψηλού εις χαμηλόν μέρος, καθίστα ομαλήν την ύδρευσιν των μερών τούτων69. Μετά δε ταύτα διαιρέσαντες τας φλέβας ταύτας πέριξ της Ε. | κεφαλής και συμπλέξαντες αυτάς μεταξύ των έδωκαν εις αυτάς εναντίαν διεύθυνσιν, τας μεν εκ δεξιών ερχομένας στρέψαντες προς τα αριστερά, τας δε εξ αριστερών προς τα δεξιά, όπως ούτω υπάρχη παρεκτός του δέρματος και άλλος δεσμός της κεφαλής με το σώμα, επειδή αύτη δεν είχε περικυκλωθή υπό νεύρων κατά την κορυφήν, και ίνα ωσαύτως η εντύπωσις των αισθήσεων και εκ του ενός και εκ του άλλου των μερών τούτων δύναται να μεταδίδηται εις όλον το σώμα. Έπειτα δε διέταξαν την του υγρού κυκλοφορίαν κατά τοιούτον τινα τρόπον, τον οποίον θα εννοήσωμεν ευ78. | κολώτερον, αν πρώτον συμφωνήσωμεν περί των εξής: ότι πάντα τα πράγματα, τα οποία σύγκεινται από στοιχεία μικρότερα, κρατούσι τα μεγαλύτερα, όσα δε συνίστανται εκ μεγαλυτέρων δεν δύνανται να κρατώσι τα μικρότερα· και ότι το πυρ εκ πάντων των ειδών είναι το έχον τα σμικρότερα μέρη, και διά τούτο διαχωρεί διά του ύδατος, της γης και του αέρος και πάντων όσα εκ τούτων αποτελούνται, και ουδέν δύναται να κρατήση αυτό. Το αυτό ακριβώς πρέπει να νοήσωμεν και περί της κοιλίας ημών, ότι δηλ. τας τροφάς και τα ποτά όταν εισέρχωνται εις αυτήν, τα κρατεί, αλλά Β. | τον αέρα και το πυρ, τα οποία αποτελούνται από μέρη μικρότερα αυτής, δεν δύναται να κρατή. Τα δύο ταύτα λοιπόν μετεχειρίσθη ο Θεός, ίνα διοχετεύη το υγρόν εκ της κοιλίας εις τας φλέβας, δηλ, συνύφανε πλέγμα εξ αέρος και πυρός, ως είναι οι αλιευτικοί κάλαθοι, έχον εις το στόμα δύο σάκκους εκ των οποίων τον ένα έπλεξε δισχιδή. Από τους σάκκους τούτους εξέτεινε τρόπον τινά σχοίνους ολόγυρα πανταχού μέχρι των άκρων του πλέγματος. Και τα μεν εσωτερικά μέρη του δικτύου τούτου τα έκαμεν C. | όλα από πυρ, τους σάκκους δε και το κοίλον μέρος (δοχείον) από αέρια στοιχεία. Έπειτα λαβών όλον τούτο το έθεσεν εις το ήδη πεπλασμένον ζώον, κατά τον εξής τρόπον: Τον ένα σάκκον εισήγαγεν εις το στόμα, επειδή δε αυτός ήτο διπλούς, το έν μέρος του κατεβίβασε διά της τραχείας αρτηρίας εις τον πνεύμονα, το δε άλλο πλησίον της αρτηρίας εις την κοιλίαν. Τον δε άλλον σάκκον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου70. Το άλλο δε μέρος Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκκοι να ρέωσιν οπίσω. Ούτω δε το πλέγμα, επειδή το σώμα ημών είναι αραιόν, έκαμον άλλοτε μεν να εισδύη εις τούτο, και πάλιν άλλοτε να εξέρχηται, αι δε ακτίνες του εσωτερικού πυρός, αίτινες είναι συνδεδεμέναι με αυτό, να το ακολουθώσι καθ' όσον ο αήρ κινείται προς την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν. Και έκαμον τούτο Ε. | να μη παύση ποτέ να γίνηται, εφ' όσον υπάρχει το θνητόν ζώον.
Εις αυτό δε ο θέσας τα ονόματα λέγομεν, ότι τα ωνόμασεν αναπνοήν και εκπνοήν.
Και πάσα αύτη η ενέργεια και το πάθος τελείται εις το σώμα ημών ούτως, ώστε τούτο ποτιζόμενον και δροσιζόμενον να δύναται να τρέφηται και να ζη. Διότι οσάκις η αναπνοή εισέρχηται και εξέρχηται, και το πυρ το μετ' αυτής συνδεδεμένον ακολουθή αυτήν, και πάντοτε υψούμενον και ταπεινούμενον εισέρχηται διά 79. | της κοιλίας και έρχηται εις επαφήν με τας τροφάς και τα ποτά, διαλύει ταύτα, τα διαιρεί εις μικρά τεμάχια, τα φέρει διά των εξόδων, διά των οποίων διέρχεται, ως από πηγής εις τους οχετούς χύνον πάλιν αυτά εις τας φλέβας και κάμνει τα ρεύματα ταύτα των φλεβών να ρέωσι διά του σώματος ως διά τινος αύλακος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVI
Περί αναπνοής (συνέχεια).
Ας εξετάσωμεν τώρα πάλιν την λειτουργίαν της αναπνοής, διά ποίων αιτίων έγεινε τοιαύτη, οποία τώρα υπάρχει. Λοιπόν (έγειΒ. | νεν) ως εξής: Επειδή ουδέν υπάρχει κενόν, εις το οποίον να δύναται να εισέλθη πράγμα κινούμενον, η δε πνοή απωθείται υφ' ημών έξω, είναι ήδη φανερόν το επακόλουθον εις τούτο, ότι δηλ.
αύτη δεν (εξέρχεται) εις το κενόν, αλλ' αποδιώκει εκ της θέσεώς του τον πλησίον αέρα, ούτος δε ωθούμενος αποδιώκει τον πλησίον του πάντοτε, και ούτως αναγκαίως ωθείται κυκλικώς όλος, έως ου εισέλθη εις την θέσιν, όθεν εξήλθεν η αναπνοή, και αναπληρώσας αυτήν, πάλιν παρακολουθεί την εκπνοήν. Και τούτο γίνεται συγχρόνως όλον, ως τροχός περιστρεφόμενος, διότι κενόν δεν C. | υπάρχει. Διά τούτο βέβαια το στήθος και ο πνεύμων, όταν εξάγη την πνοήν, πάλιν πληρούται υπό του αέρος, όστις είναι πέριξ του σώματος και εισέρχεται και εισχωρεί διά των αραιών σαρκών. Και πάλιν έπειτα αποσυρόμενος ο αήρ και εξερχόμενος διά του σώματος κύκλω, ωθεί μέσα την αναπνοήν διά της διόδου του στόματος και των μυκτήρων. Η αιτία δε διά την οποίαν τούτο έλαβεν αρχήν, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι η εξής: Παν ζώον έχει Δ. | θερμότατα τα εντός αυτού πλησίον του αίματος και των φλεβών, ως εάν υπήρχε πηγή πυρός εν αυτώ, και τούτο ωμοιάσαμεν με το πλέγμα ψαροκοφίνου, (ειπόντες) ότι όλον το μέρος, το οποίον εκτείνεται εις το μέσον, είναι πεπλεγμένον εκ πυρός, ενώ το άλλο, όσον κείται έξωθεν, είναι εξ αέρος. Η θερμότης όμως, πρέπει να το ομολογήσωμεν, φυσικώς φέρεται έξω προς την εαυτής θέσιν και προς την άλλην θερμότητα την ομοίαν με αυτήν. Αλλ' επειδή δύο υπάρχουσιν έξοδοι, η μία διά της επιφανείας του σώματος και η Ε. | άλλη διά του στόματος και των μυκτήρων, οσάκις (η θερμότης αύτη) ορμά προς το έν μέρος, ωθεί άμα τον αέρα όστις είναι προς το άλλο, ο δε αποκρουσθείς πίπτων εις το πυρ θερμαίνεται, ενώ ο εξελθών ψύχεται. Επειδή δε ούτω η θερμότης μεταβάλλει θέσιν και ο χώρος ο πλησίον της άλλης εξόδου γίνεται θερμότερος, πάλιν το θερμότερον ρέπον προς ταύτην, ως φερόμενον προς την ομοίαν με αυτόν φύσιν, απωθεί το ευρισκόμενον εις το άλλο μέρος.
Τούτο δε πάσχουσα και ανταποδίδουσα διηνεκώς τα αυτά, γεννά κύκλον χωρούντα εμπρός και οπίσω και παράγοντα δι' αμφοτέρων (των ωθήσεων) την αναπνοήν και εκπνοήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVII
Εξήγησις άλλων φυσικών φαινομένων.
Και τώρα κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να εύρωμεν 80. | τας αιτίας των επενεργειών των ιατρικών σικυών, της καταπόσεως, της κινήσεως των ριπτομένων σωμάτων, είτε των υψουμένων εις τον αέρα, είτε των ριπτομένων επί της γης71, καθώς και των ήχων όσοι φαίνονται ταχείς και βραδείς, οξείς και βαρείς72, οίτινες άλλοτε μεν έρχονται εις ασυμφωνίαν διά την ανωμαλίαν της κινήσεως, την οποίαν γεννώσιν εις ημάς, άλλοτε δε εις αρμονίαν διά την ομαλότητα. Διότι τας κινήσεις των πρότερον ερχομένων και ταχυτέρων ήχων οι βραδύτεροι ήχοι φθάνουσιν, όταν εκείναι αι κινήσεις μέλλωσι να παύσωσι και να Β. | έλθωσιν ούτω εις ομοιότητα με εκείνας, δι' ων αυτοί οι ήχοι οι ερχόμενοι ύστερον τας κινώσι. Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρχήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν. Όθεν εις μεν τους άφρονας προξενούσιν ηδονήν, εις δε τους έμφρονας ευφροσύνην διά την μίμησιν της θείας αρμονίας, ήτις κατορθούται εις θνητάς κινήσεις.
C. | Προσέτι δε και ως προς τα ρεύματα πάντα των υδάτων, και τας πτώσεις των κεραυνών και τα θαυμάσια των ηλέκτρων και των Ηρακλείων λίθων (μαγνήτου) ένεκα της έλξεως73, εις ουδέν τούτων υπάρχει ποτέ δύναμις ελκτική. Αλλά διότι δεν υπάρχει ουδέν κενόν και τα πράγματα απωθούνται κύκλω αμοιβαίως, και διότι πάντα διηρημένα και ηνωμένα πορεύονται έκαστον αμοιβαίως εις την οικείαν θέσιν του, διά της προς άλληλα πλοκής όλων τούτων των παθημάτων, θα φανή εις τον μεθοδικώς ζητούντα ότι παράγονται τα θαύματα ταύτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVIΙΙ
Φύσις και κίνησις του αίματος. Θρέψις και αύξησις του σώματος. Γήρας και θάνατος.
Δ. | Και λοιπόν και η αναπνοή, εκ της οποίας έλαβεν αρχήν ο λόγος ούτος, γίνεται, ως είπομεν πρότερον, κατά τούτον τον τρόπον και διά τούτων των μέσων: Το πυρ κατακόπτει τας τροφάς και παρακολουθούν την πνοήν, ήτις υψούται έσωθεν, διά ταύτης της συνανυψώσεώς του εκ της κοιλίας γεμίζει τας φλέβας, μεταβιβάζον εξ αυτών τας κεκομμένας (χωνευμένας) τροφάς. Και ούτως αι πηγαί της θρέψεως επιρρέουσιν (ίνα ποτίσωσιν) όλον το σώμα εις πάντα τα ζώα. Ταύτα δε τα κομμάτια, ενόσω είναι νέα και παράΕ. | γονται από συγγενείς ουσίας, άλλα μεν από καρπούς άλλα δε από χόρτα, τα οποία ο Θεός εφύτευσε δι' αυτό ακριβώς, ίνα είναι τροφή εις ημάς, διατηρούσι ποικιλώτατα χρώματα ένεκα της μίξεως. Αλλά το χρώμα, όπερ κατά το πλείστον επικρατεί, είναι το ερυθρόν χρώμα, χαρακτηριστικόν δημιουργηθέν εκ της κόψεως του πυρός και της εντυπώσεως την οποίαν έκαμεν εις το υγρόν.
Όθεν το χρώμα του υγρού, το οποίον ρέει εις το σώμα, έχει την όψιν την οποίαν περιεγράψαμεν, καλούμεν δε αυτό αίμα, και εί81. | ναι η τροφή των σαρκών και όλου του σώματος, και εξ αυτού όλα τα μέλη αντλούντα γεμίζουσι τους τόπους, οίτινες κενούνται.
Ο δε τρόπος της πληρώσεως και της κενώσεως γίνεται, όπως γίνεται η κίνησις παντός πράγματος εις το σύμπαν, καθ' ην έκαστον πράγμα φέρεται προς το συγγενές (όμοιον) αυτού. Διότι τα πράγματα τα υπάρχοντα πέριξ ημών έξω διαρκώς μας διαλύουσι και διανέμουσι το αφαιρεθέν, αποστέλλοντα εις τα καθ' έκαστα είδη ό,τι είναι της αυτής φύσεως. Και τα μέλη λοιπόν τα έχοντα αίμα εντός ημών, τα οποία κατεκόπησαν και είναι περικεκαλυμμένα Β. | υπό του οργανισμού εκάστου ζώου, όπως ημείς υπό του ουρανού, αναγκάζονται να μιμώνται την κίνησιν του παντός. Και ούτω ενώ πορεύεται προς το συγγενές του έκαστον των πραγμάτων, τα οποία εκόπησαν εντός ημών, το κενωθέν πληρούται πάλιν. Και όταν το εξερχόμενον είναι περισσότερον του εισερχομένου, καταστρέφεται το όλον, όταν δε ολιγώτερον, αυξάνεται το όλον74. Όταν λοιπόν η σύστασις του ζώου είναι νέα και έχη τα τρίγωνα καινουργή, ως εάν μόλις ήρχοντο από την ρίζαν των στοιχείων, έχει C. | τότε ισχυράν την συνοχήν των μερών προς άλληλα, ενώ ο όλος όγκος αυτής είναι απαλός, διότι προ μικρού εγεννήθη εκ του μυελού και ετράφη με το γάλα75. Τα δε τρίγωνα εκείνα, τα οποία αύτη δέχεται εντός εαυτής έξωθεν εισελθόντα, εκ των οποίων αποτελούνται αι τροφαί και τα ποτά, επειδή είναι παλαιότερα των δικών της τριγώνων και διά τούτο ασθενέστερα, αύτη τα κατανικά κόπτουσα αυτά με τα καινουργή τα ιδικά της, και καθιστά το ζώον μέγα, τρέφουσα αυτό εκ πολλών στοιχείων ομοίων. Αλλά όταν η γενεά76 των τριγώνων τούτων χαλαρωθή διά τους πολλούς αγώνας, τους οποίους επί πολύν χρόνον εναντίον πολλών ηγωνίΔ. | σθη, ταύτα δεν δύνανται πλέον να κόπτωσι τα της τροφής, τα οποία εισέρχονται, ούτως ώστε να τα αφομοιώσι προς εαυτά, αλλά αυτά ταύτα υπό των έξωθεν εισερχομένων κόπτονται ευκόλως. Εξασθενίζεται τότε όλον το ζώον νικηθέν τοιουτοτρόπως, και το πάθος τούτο ονομάζεται γήρας. Και επί τέλους, όταν οι δεσμοί, οίτινες συνδέουσι τα τρίγωνα του μυελού, καταβληθέντες υπό του κόπου δεν αντέχωσι πλέον, αφίνουσι να διαλυθώσι και οι δεσμοί της ψυχής. Αύτη δε κατά φύσιν ελευθερωθείσα (από του Ε. | σώματος), πετά μετά χαράς, Διότι παν ό,τι είναι εναντίον της φύσεως είναι δυσάρεστον, ό,τι δε γίνεται σύμφωνα με την φύσιν είναι ευάρεστον. Και ο θάνατος λοιπόν ομοίως, ο προερχόμενος από νόσους και πληγάς είναι δυσάρεστος και βίαιος, αλλ' εκείνος, όστις μετά του γήρατος έρχεται εις τέλος σύμφωνον με την φύσιν, είναι ο μάλλον άπονος των θανάτων και γίνεται με ευχαρίστησιν μάλλον παρά με λύπην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIX
Νοσολογία 77.
Ως προς τας νόσους, πόθεν προέρχονται αύται, είναι φανερόν ίσως εις πάντας. Τω όντι, επειδή τέσσαρα είναι τα είδη, εκ των 82. | οποίων συνεπήχθη το σώμα, γη, πυρ, ύδωρ και αήρ, αφθονία ή έλλειψις τούτων παρά φύσιν, και μεταβολή γινομένη εκ του οικείου αυτών τόπου εις ξένον, ή και το να προσλαμβάνη έκαστον εις εαυτό ιδιότητα μη αρμόζουσαν εις αυτό, είτε του πυρός είτε άλλου είδους, (διότι υπάρχουσι πολλαί ιδιότητες ενός είδους), πάντα ταύτα και άλλα τοιαύτα παράγουσι διαταράξεις και νοσήματα.
Διότι, όταν παράγεται ή μετατοπίζεται παρά φύσιν έν τούτων, θερμαίνονται εκείνα τα οποία ήσαν ψυχρά πρότερον, τα δε ξηρά Β. | γίνονται ύστερον υγρά, και τα κούφα βαρέα, και δέχονται πάσας τας δυνατάς μεταβολάς. Τω όντι, μόνον όταν το αυτό εις το αυτό πράγμα κατά την αυτήν έννοιαν και τον αυτόν τρόπον και κατ' αναλογίαν προστίθεται και αφαιρείται, μόνον τότε το πράγμα είναι ακόμη το αυτό προς εαυτό και σώον και υγιές.
Αλλ' εκείνο, το οποίον ήθελε παραβή τινα εκ τούτων των όρων, είτε εισερχόμενον είτε εξερχόμενον, προξενεί ποικίλας μεταβολάς και νόσους και απείρους φθοράς.
C. | Και επειδή κατά φύσιν έγειναν δεύτεραι πάλιν συνθέσεις78, ο θέλων να σκεφθή θα έλθη εις νέαν αναγνώρισιν νοσημάτων. Τω όντι, επειδή ο μυελός, το οστούν, η σαρξ και το νεύρον συνεστήθησαν εκ των πρώτων ειδών, προσέτι δε και το αίμα, αλλά κατά τρόπον διάφορον, τα πλείστα των νοσημάτων συμβαίνουσι καθώς είπομεν πρότερον, αλλά τα μέγιστα και βαρέα γίνονται τοιαύτα κατά τον εξής τρόπον: Όταν η γένεσις τούτων (των δευτέρων συνθέσεων) συμβαίνη αντίστροφα, τότε αύται φθείρονται. Διότι κατά φύσιν αι σάρκες και τα νεύρα γίνονται εξ αίΔ. | ματος, τα μεν νεύρα εκ των ινών αυτού διά την ταυτότητα της φύσεως, αι δε σάρκες εκ του επιλοίπου, όπερ πηγνύεται, καθ' όσον αποχωρίζεται των ινών79. Το εξερχόμενον δε πάλιν εκ των νεύρων και της σαρκός, υγρόν γλοιώδες και παχύ, χρησιμεύει εις το να προσκολλά την σάρκα εις τα οστά και συνάμα να τρέφη και να αυξάνη αυτό το πέριξ του μυελού οστούν. Και το στραγγιζόμενον διά της πυκνότητος των οστών, ήτοι το καθαρώτατον είδος των τριγώνων, και λειότατον και παχύτατον, ρέον και στάΕ. | ζον από τα οστά, ποτίζει τον μυελόν. Και όταν πάντα γίνωνται κατά τούτον τον τρόπον, ως επί το πλείστον επικρατεί υγιεία, όταν δε κατ' ενάντιον τρόπον, νόσος. Διότι όταν η σαρξ φθειρομένη εκβάλλη αντιστρόφως το διεφθαρμένον υγρόν εις τας φλέβας, τότε μετά του αέρος80 υπάρχει εις τας φλέβας αίμα άφθονον και παντός είδους, ποικίλον εκ των χρωμάτων και των πικριών και ακόμη εκ των οξέων και αλμυρών χυμών, πλήρες από χολάς και ιχώρας (ορούς) και φλέγματα παντοειδή. Διότι, επειδή πάντα γίνονται αντιστρόφως και διαφθείρονται, καταστρέφουσιν αυτό το 83. | αίμα πρώτον, και μη δίδοντα πλέον καμμίαν τροφήν εις το σώμα, μεταφέρονται πανταχού διά των φλεβών, χωρίς να διατηρώσι πλέον την τάξιν της φυσικής κυκλοφορίας (περιόδους)81, πολεμούντα μεν αυτά εαυτά, διότι δεν δύνανται να έχωσι καμμίαν ωφέλειαν αυτά εξ εαυτών, εχθρά δε όντα και καταστρεπτικά και διαλυτικά παντός, το οποίον εις το σώμα συντηρείται και μένει εις την θέσιν του. Όσον λοιπόν εκ της σαρκός παλαιότατον ον φθαρή, επειδή δυσκόλως χωνεύεται, γίνεται μέλαν διά την παρατεταμένην καύσιν, και επειδή είναι πικρόν, διότι διεφθάρη πανταΒ. | χού, προσβάλλει βαρέως παν μέρος του σώματος, το οποίον δεν έχει ακόμη φθαρή. Και ενίοτε το μέλαν χρώμα αντί της πικρότητος αποκτά δριμύτητα, όταν δηλ. η πικρία πολύ λεπτύνεται. Άλλοτε δε η πικρία βαφείσα εις το αίμα λαμβάνει χρώμα ερυθρότερον και αν αναμιχθή και μέλαν γίνεται πράσινον (χλοώδες). Προσέτι δε το ξανθόν χρώμα μιγνύεται με την πικρίαν, όταν είναι νέα η σαρξ και φθείρηται υπό του πυρός της φλογώσεως.
Και πάντα ταύτα τα υγρά έλαβον κοινόν όνομα χολήν, δοθέν υπό C. | τινων ιατρών ή και υπό άλλου τινός, όστις ήτο ικανός να προσέχη εις πολλά και ανόμοια πράγματα και να βλέπη ότι εις αυτά υπάρχει έν κοινόν χαράκτηριστικόν άξιον μιας επωνυμίας εις όλα. Τα διάφορα δε είδη της χολής, οσαδήποτε αναφέρονται, από το χρώμα έλαβεν έκαστον αυτών ίδιον όνομα. Ως προς τον ιχώρα δε, ο μεν ορός του αίματος είναι ήμερος, ο δε της μαύρης και οξείας χολής είναι άγριος (δριμύς), όταν ένεκα της θερμότητος αναμιγνύεται με αλμυράν δύναμιν (χυμόν)· ονομάζεται δε ούτος οξύ φλέγμα. Εκείνο δε πάλιν, όπερ διά (της επιδράσεως) Δ. | του αέρος διαλύεται εκ νέας και τρυφεράς σαρκός, αφού εξογκωθή υπό του ανέμου και περικυκλωθή υπό της υγρότητος, επειδή εκ του πάθους τούτου γεννώνται πομφόλυγες, των οποίων εκάστη είναι αόρατος διά την σμικρότητα, αλλά όλαι ομού παρουσιάζουσιν ένα όγκον ορατόν και έχουσι χρώμα λευκόν διά την γέννησιν αφρού, όλη αύτη η φθορά σαρκός τρυφεράς αναμεμιγμένη με αέρα λέγομεν ότι είναι το λευκόν φλέγμα. Ορός δε Ε. | του φλέγματος το οποίον νεωστί εσχηματίσθη είναι ο ιδρώς και το δάκρυον και όσα άλλα τοιαύτα χύνει το σώμα έξω καθ' ημέραν καθαριζόμενον. Και όλα ταύτα γίνονται αίτια νοσημάτων, όταν το αίμα δεν γίνεται άφθονον φυσικώς εκ των τροφών και των ποτών, αλλ' απεναντίας λαμβάνη όγκον παρά τους νόμους της φύσεως. Καίτοι λοιπόν διαλύονται υπό των νόσων τα μέρη της σαρκός, εάν μένωσιν αι ρίζαι αυτών, η δύναμις του κακού ελαττούται εις το ήμισυ, διότι η σαρξ δύναται ευκόλως να αναπλασθή.
84. | Αλλά όταν νοσήση το υγρόν το συνδέον τας σάρκας με τα οστά, και αποχωριζόμενον από των ινών άμα και των νεύρων, δεν γίνεται πλέον τροφή εις το οστούν, ούτε δεσμός της σαρκός με το οστούν, αλλ' ενώ ήτο λιπαρόν και λείον και γλοιώδες, γίνεται τραχύ και αλμυρόν, διότι εξηράνθη υπό της κακής διαίτης, τότε παν το πάσχον τα τοιαύτα φθείρεται αφ' εαυτού υπό τας σάρκας και τα νεύρα και αποχωρίζεται από των οστών. Αι δε σάρκες Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος, πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα. Αλλά αν και είναι βαρέα τα παθήματα ταύτα του σώματος, υπάρχουσιν ακόμη μεγαλύτερα τούτων, προηγούμενα82 αυτών, οσάκις το οστούν ένεκα της πυκνότητος της σαρκός μη έχον αρκετήν αναπνοήν, θερμαινόμενον υπό του ευρώτος (μούχλας) και σηπόμενον (γαγγραινιάC. | ζον) δεν δέχεται πλέον τροφήν, η δε τροφή χυνομένη πάλιν εις τας σάρκας και αι σάρκες εις το αίμα καθιστώσι τα νοσήματα πάντα βαρύτερα των προειρημένων. Το χείριστον δε πάντων είναι, όταν αυτή η φύσις του μυελού νοσήση διά τινα έλλειψιν ή υπερβολήν, και τούτο παράγει τα μέγιστα νοσήματα και τα μάλιστα ικανά να φέρωσι τον θάνατον, διότι τότε εξ ανάγκης πάσα η φύσις του σώματος βαίνει αντίστροφα.