Kitabı oku: «Τίμαιος, Τόμος Β», sayfa 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XL
Νοσολογία (συνέχεια) 83.
Τρίτον δε είδος νοσημάτων υπάρχει, όπερ δέον να θεωρήσωμεν ότι γίνεται εκ τριών αιτίων, υπό του αέρος, δεύτερον υπό του Δ. | φλέγματος και τρίτον υπό της χολής. Διότι όταν ο ταμίας του αέρος εις το σώμα, δηλ. ο πνεύμων, δεν παρέχη τας διεξόδους καθαράς, διότι έχει φραχθή από άλλα ρεύματα84, εξ ενός μεν επειδή ο αήρ δεν δύναται να εισέρχηται, εξ ετέρου δε επειδή εισέρχεται περισσότερος του δέοντος, σαπίζει όσα μέρη δεν λαμβάνουσιν αναψυχήν (δεν δροσίζονται), εισδύων δε διά βίας εις τας φλέβας και συστρέφων αυτάς, διαλύει το σώμα και μένει εγκεκλεισμένος εν μέσω αυτού, πιέζων το διάφραγμα. Εκ των αιτιών Ε. | τούτων γεννώνται πολυάριθμα νοσήματα οδυνηρά μετά αφθόνου ιδρώτος. Πολλάκις δε, όταν η σαρξ εις το σώμα χωρίζηται, ο αήρ, ο οποίος γεννάται εντός και αδυνατεί να εύρη έξοδον, προξενεί τους αυτούς πόνους, τους οποίους γεννώσι και τα εξωτερικά αίτια, πόνους, οίτινες είναι μέγιστοι, οσάκις ο αήρ, περικυκλώνων τα νεύρα και τας παρακειμένας μικράς φλέβας και εξογκώνων τους μυς των ώμων και τα σχετικά νεύρα, παράγη μίαν τάσιν προς τα οπίσω. Τα νοσήματα δε ταύτα ακριβώς διά το πάθημα της τάσεως ωνομάσθησαν τέτανοι και οπισθότονοι. Και η θεραπεία τούτων είναι δύσκολος· διότι μόνον οι πυρετοί επερχόμενοι δύναν85. | ται υπέρ παν άλλο να διαλύσωσιν αυτάς. Ούτω το λευκόν φλέγμα διά τον αέρα των πομφολύγων του είναι επικίνδυνον, όταν εγκλείεται ούτος, και εάν έχη εκπνοάς έξω του σώματος είναι ηπιώτερον, αλλά καθιστά το σώμα ποικίλον, διότι γεννά εξανθήματα και λευκά στίγματα και άλλα τοιαύτα νοσήματα. Εάν δε αναμιχθή με μαύρην χολήν και διασκορπισθή εις τας εν τη κεφαλή κυκλοφορίας, αίτινες είναι θειόταται, και συνταράξη αυτάς, όταν μεν επέρχεται κατά τον ύπνον είναι ημερώτερον, όταν δε επιτίθεται κατά την εγρήγορσιν δυσκόλως το σώμα απαλλάσσεται Β. | αυτού. Και το νόσημα τούτο, επειδή είναι φύσεως ιεράς, δικαίως λέγεται ιερά νόσος. – Το οξύ δε και αλμυρόν φλέγμα είναι η πηγή όλων των καταρροϊκών νοσημάτων· και επειδή οι τόποι, εις τους οποίους ρέει, είναι διαφορώτατοι, λαμβάνει και διάφορα ονόματα. – Ως προς τας φλογώσεις δε του σώματος, αίτινες καλούνται ούτω εκ του ότι το σώμα καίεται και φλέγεται, όλαι γενC. | νώνται εκ της χολής. Διότι, όταν αύτη ευρίσκη αναπνοάς προς τα έξω, βράζουσα εκπέμπει ποικίλα εξογκώματα, αλλ' εάν μένη κατάκλειστος μέσα, γεννά πολλά νοσήματα φλογιστικά. Και το μέγιστον είναι, όταν η χολή, αναμιχθείσα με καθαρόν αίμα, διασκορπίζη έξω της θέσεως των τας ίνας, αίτινες ήσαν διεσπαρμένοι εις το αίμα, ίνα τούτο έχη συμμετρίαν λεπτότητος και πάχους, και διά την πολλήν θερμότητα μη τρέχη ως ρευστόν έξω του σώματος αραιωθέντος85, μήτε πάλιν διά την πολλήν πυκνότητα γενόμενον δυσκίνητον μόλις και μετά βίας κυκλοφορή εις τας φλέβας.
Δ. | Την αναλογίαν (μέτρον) ταύτην διατηρούσιν αι ίνες δι' αυτήν την φυσικήν σύστασίν των. Διότι, όταν τις αφαιρών αυτάς και εκ νεκρού και πηχθέντος αίματος τας συνάγη, τότε όλον το λοιπόν αίμα αφανίζεται. Εάν όμως αφεθώσιν εκεί, ταχέως θα το πήξωσι με την βοήθειαν του περικυκλούντος αυτό ψύχους. Επειδή δε ταύτην την δύναμιν έχουσιν αι ίνες εις το αίμα, η χολή, ήτις ήτο φύσει παλαιόν αίμα86, και ήτις πάλιν από τας σάρκας επιστρέφει ίνα διαλυθή εις αυτό, κατά πρώτον χυνομένη θερμή και υγρά ολίγον κατ' ολίγον, διά της επενεργείας των ινών πήγνυται· πηγνυμένη δε και Ε. | σβυνομένη διά βίας, παράγει εντός χειμώνα και τρόμον. Όταν δε επιρρέη αφθονωτέρα και υπερνικά διά της θερμότητος αυτής, βράζουσα διαταράττει και θέτει εις αταξίαν τας ίνας. Και εάν είναι ικανή να νικήση μέχρι τέλους, εισχωρήσασα εις την ουσίαν του μυελού, διαλύει εκείθεν καίουσα τα παλαμάρια της ψυχής, όπως λύουσι τα σχοινία ενός πλοίου, και την αφίνει ελευθέραν.
Όταν όμως είναι ασθενεστέρα και το σώμα ανθίσταται εις την διάλυσιν, τότε η χολή νικάται και ή φεύγει εξ όλου του σώματος, ή αποκρουσθείσα διά των φλεβών εις την κάτω ή την άνω κοιλίαν, φεύγουσα εκ του σώματος, ως εξόριστος από πόλιν στασιά86. | σασαν87, παράγει διαρροίας και δυσεντερίας και πάντα τα άλλα τοιαύτα νοσήματα.
Όταν τέλος το σώμα νοσήση προ πάντων από υπερβολικόν πυρ (θερμότητα), γεννώνται καύματα και πυρετοί συνεχείς, όταν δε από υπερβολήν αέρος, καθημερινοί πυρετοί88, τριταίοι δε από υπερβολήν ύδατος, διότι το ύδωρ κινείται βραδύτερον του αέρος και του πυρός· όταν δε από υπερβολήν γης, επειδή αύτη είναι κατά τέταρτον λόγον βραδυτάτη και καθαρίζεται εις περιόδους τετραπλασίας χρόνου, γεννώνται οι τεταρταίοι89 πυρετοί και μετά μεγάλης δυσκολίας θεραπεύονται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLI
Ψυχικαί νόσοι 90.
Β. | Και τα μεν νοσήματα του σώματος τοιουτοτρόπως γεννώνται, τα δε της ψυχής γίνονται εκ της σωματικής διαθέσεως κατά τον εξής τρόπον: Ότι η νόσος της ψυχής είναι η αφροσύνη· δέον να το ομολογήσωμεν, αλλά της αφροσύνης δύο είναι τα είδη· το έν είναι η μανία και το άλλο η αμαθία. Οιονδήποτε λοιπόν πάθος, όπερ πάσχων τις έχει εν εαυτώ το έν ή το άλλο, δέον να είπωμεν αυτό νόσον. Και ηδοναί δε και λύπαι υπερβολικαί πρέπει να παραδεχθώμεν ότι είναι εκ των μεγίστων νόσων της ψυχής.
Διότι ο άνθρωπος όστις αισθάνεται υπερβολικήν χαράν, ή και υπό C. | λύπης ευρίσκεται εις την εναντίαν κατάστασιν, σπεύδων άλλο μεν να συλλάβη ουχί εις κατάλληλον καιρόν, άλλο δε να αποφύγη, δεν δύναται ούτε να ίδη ούτε να ακούση ορθώς κανέν πράγμα, αλλά λυσσά και δεν έχει πλέον την δύναμιν να κάμνη χρήσιν του λογικού. Εκείνος δε, εις τον οποίον γεννάται σπέρμα άφθονον και ορμητικόν εις τον μυελόν, και είναι ως δένδρον, όπερ καρποφορεί περισσότερον του φυσικού μέτρου, ούτος δοκιμάζων πολλάς λύπας και πολλάς ηδονάς εις τας επιθυμίας και εις τα αποτελέσματα αυτών, και γινόμενος μανιακός κατά το περισσότερον μέρος της ζωής του διά τας μεγίστας ταύτας ηδονάς και Δ. | λύπας, ενώ έχει την ψυχήν νοσηράν και άφρονα ένεκα του σώματος, δεν θεωρείται ως έχων νόσον, αλλά κακώς νομίζεται ότι είναι εκουσίως κακός. Αλλ' όμως το αληθές είναι ότι η ακολασία εις τας αφροδισίους ηδονάς κατέστη εις αυτόν νόσος της ψυχής κατά μέγα μέρος ένεκα διαθέσεως ενός μόνου είδους, όπερ διά την αραιότητα των οστών ρέει εις το σώμα και το υγραίνει. Και σχεδόν πάντα όσα λέγονται ακρασία εις τας ηδονάς προς όνειδος, ως εάν οι κακοί ήσαν τοιούτοι εκουσίως, δεν προσάπτουσιν ορθώς Ε. | όνειδος. Διότι ουδείς είναι κακός εκουσίως91 αλλά διά τινα κακήν διάθεσιν του σώματος ή δι' έλλειψιν ανατροφής ο κακός γίνεται κακός. Και ταύτα είναι ατυχήματα εις πάντας και συμβαίνουσιν και εις εκείνον, όστις δεν θέλει. Και πάλιν ως προς τας λύπας κατά τον αυτόν τρόπον η ψυχή λαμβάνει πολλάς συμφοράς διά του σώματος. Διότι όπου οι χυμοί των οξέων φλεγμάτων, και των αλυκών και όσοι είναι πικροί και χολώδεις πλανηθέντες εις το σώμα δεν ευρίσκουσι μεν αναπνοήν προς τα έξω, αλλά περιφερόμενοι εντός αποτελούσι κράμα αναμιγνύοντες τους ιδίους αυ87. | τών ατμούς με την κίνησιν της ψυχής, εκεί παράγουσι παντοειδή ψυχικά νοσήματα άλλοτε μεν περισσότερα, άλλοτε δε ολιγώτερα, και άλλοτε μικρότερα ή μεγαλείτερα, Και τα νοσήματα ταύτα μεταφερόμενα εις τας τρεις έδρας της ψυχής, όπου έκαστον αυτών προσπέση, εκεί παράγει πολλάς και διαφόρους ποικιλίας δυσαρεσκείας και λύπης, και άλλας θρασύτητος και δειλίας, και προσέτι λήθης ομού και δυσμαθίας. Εκτός δε τούτων, όταν από ανθρώπους ούτω κακώς συγκεκροτημένους γίνωνται κακαί πολιτείαι, και κατ' ιδίαν και δημοσίως εις τας πόλεις εκφωνώνΒ. | ται λόγοι, προσέτι δε δεν μανθάνωνται υπό των νέων μαθήματα θεραπεύοντα τα κακά ταύτα, τότε, τοιουτοτρόπως όλοι γίνονται κακοί, όσοι είναι τοιούτοι, διά τας δύο αιτίας όλως ακουσίας.
Και διά ταύτα πρέπει να μεμφώμεθα τους γονείς μάλλον παρά τα τέκνα και τους ανατρέφοντας μάλλον παρά τους ανατρεφομένους. Λοιπόν πρέπει να έχωμεν προθυμίαν, όσον είναι δυνατόν διά της αγωγής, διά των θεσμών και των διδασκαλιών να φεύγωμεν την κακίαν· να αποκτήσωμεν δε το εναντίον. Αλλά τούτο είναι άλλη σειρά λόγων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLII
Θεραπευτική 92.
C. | Εκείνο δε πάλιν, το οποίον είναι αντίστροφον προς ταύτα, ήτοι το αναφερόμενον εις τας θεραπείας των σωμάτων και των διανοιών, δηλαδή διά ποίων μέσων συντηρούνται ταύτα, πάλιν είναι φυσικόν και πρέπον να εκθέσωμεν προς ανταπόδοσιν. Διότι είναι ορθότερον ο λόγος να πραγματεύηται περί των αγαθών μάλλον παρά περί των κακών. Παν λοιπόν το αγαθόν είναι καλόν· το δε καλόν δεν είναι άνευ μέτρου. Και το ζώον λοιπόν, το οποίον μέλλει να είναι τοιούτον, πρέπει να υποθέσωμεν ότι έχει μέτρον και αναλογίαν. Αλλά εκ των συμμετριών αντιλαμβανόμενοι τας Δ. | σμικράς τας μετρούμεν, τας δε σπουδαιοτάτας και τας μεγίστας τας αμελούμεν εντελώς. Διότι ως προς τας υγείας και τας νόσους, και τας αρετάς και τας κακίας ουδεμία συμμετρία ή ασυμμετρία είναι μεγαλυτέρα από εκείνην την ψυχής προς το σώμα αυτής. Και εκ τούτων ουδέν εξετάζομεν, ούτε εννοούμεν ότι, όταν ψυχή ισχυρά και μεγάλη κατά παν μέρος αυτής φέρηται υπό σώματος ασθενεστέρου ή μικροτέρου, και όταν ακόμη τα δύο ταύτα συνδυάζωνται αντιστρόφως, το όλον ζώον δεν είναι ωραίον. Διότι είναι ασύμμετρον κατά τας σπουδαιοτάτας συμμετρίας, το δε ευρισκόμενον εις εναντίαν κατάστασιν είναι το ωραιότατον και ερασμιώτατον θέαμα εις εκείνον, όστις δύναται να παρατηρή. Καθώς Ε. | λοιπόν σώμα τι με σκέλη μακρότατα ή έχον άλλην τινά αφθονίαν δυσανάλογον προς εαυτό, όχι μόνον είναι αισχρόν, αλλά και εις τους κοινούς σκοπούς93 προξενούν πολλούς καμάτους και πολλά σπάσματα και διά την παραφοράν αυτού πολλάς πτώσεις, είναι αίτιον εις εαυτό πολλών κακών, ούτω το αυτό τούτο πρέπει να νοήσωμεν και περί του συνδυασμού τούτου, το οποίον ονομάζομεν ζώον. Ότι δηλ. όταν η ψυχή ήτις είναι εις αυτό, ούσα 88. | υπερτέρα του σώματος, ευρίσκεται εις ερεθισμόν μέγαν ταράττουσα αυτό όλον εντός, το γεμίζει από νόσους· και όταν αύτη παραδίδεται συντόνως εις μελέτας και ζητήματα, φθείρει αυτό· και όταν κάμνη διδαχάς και μάχας διά λόγων δημοσίως και ιδιωτικώς, διά των ερίδων και φιλονεικιών, αίτινες γεννώνται, φλέγουσα αυτό όλον το διαλύει94, και παράγουσα ρεύματα απατά τους πλείστους των λεγομένων ιατρών και κάμνει αυτούς να αποδίδωσι το κακόν εις άλλας αιτίας. Και όταν πάλιν σώμα τι μέγα και γενναιότατον ευρίσκεται συνδεδεμένον με μικράν και ασθενή διάΒ. | νοιαν, επειδή φύσει υπάρχουσιν εις τους ανθρώπους δύο είδη επιθυμιών, τροφής διά το σώμα και σοφίας δι' εκείνο, όπερ εν ημίν είναι το θειότατον, επειδή αι κινήσεις του ισχυροτέρου νικώσι και αυξάνουσι το μέρος αυτών, ενώ την ψυχήν καθιστώσι μωράν και δύσκολον να μανθάνη και να ενθυμήται, παράγουσι την μεγίστην νόσον, την αμαθίαν. Υπάρχει όμως μία μόνη σωτηρία εις αμφότερα ταύτα, να μη ασκώμεν την ψυχήν άνευ του σώματος μήτε το σώμα άνευ της ψυχής, ίνα ούτω υπερασπιζόμενα το έν C. | κατά του άλλου γίνωνται ισόρροπα και υγιά. Ο μαθηματικός95 λοιπόν ή ο εργαζόμενος με τον νουν αυτού συντόνως ε;iς τινα άλλην επιστήμην πρέπει να δίδη και εις το σώμα την απαιτουμένην άσκησιν, προσοικειούμενος την γυμναστικήν, και πάλιν ο επιμελώς περιποιούμενος το σώμα του πρέπει να αποδίδη αντί τούτου τας κινήσεις της ψυχής του, μεταχειριζόμενος μουσικήν και μελετών πάσαν φιλοσοφίαν, εάν μέλλη δικαίως να ονομάζηται συνάμα μεν ωραίος, συνάμα δε αγαθός αληθώς.
Και συμφώνως προς αυτά ταύτα πρέπει να θεραπεύωμεν και τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, μιμούμενοι τα συμβαίνοντα εις το σύμπαν. Δηλαδή επειδή το σώμα καίεται και ψύχεται από τα Δ. | εισερχόμενα, και πάλιν από τα έξω πράγματα ξηραίνεται και υγραίνεται και δέχεται εντυπώσεις συμφώνους με ταύτα τα πράγματα ένεκα των δύο κινήσεων τούτων, όταν τις παραδίδη έρμαιον εις τας κινήσεις ταύτας το σώμα του ενώ ευρίσκεται εις ανάπαυσιν, τούτο νικηθέν υπ' αυτών καταστρέφεται. Εάν όμως μιμήται εκείνην, την οποίαν ωνομάσαμεν μητέρα και τροφόν του παντός96 και δεν αφίνη ποτέ το σώμα του να μένη εις ησυχίαν, αλλά το κινή και διαρκώς προξενή εις αυτό όλον σεισμούς τινας, τότε το υπεΕ. | ρασπίζει συμφώνως προς την φύσιν κατά των εξωτερικών και εσωτερικών κινήσεων, και με τον μέτριον τούτον σεισμόν βάλλει εις τάξιν κατά συγγένειαν προς την αμοιβαίαν αυτών θέσιν τας πλανωμένας εντυπώσεις του σώματος και τα μέρη αυτού συμφώνως προς όσα είπομεν πρότερον ομιλούντες περί του παντός.
Ο πράττων ταύτα δεν θα θέση εχθρόν πλησίον εχθρού ούτε θα αφίση να γεννηθώσι πόλεμοι και ασθένειαι εις το σώμα αυτού, αλλά θα κάμη ώστε φίλος τεθείς πλησίον φίλου να παρέχη την 89. | υγιείαν. Αφ' ετέρου εκ των κινήσεων αρίστη είναι η γινομένη εν εαυτή και αφ' εαυτής (διότι είναι συγγενεστάτη με την κίνησιν της διανοίας και της του σύμπαντος), χειροτέρα δε είναι η γινομένη υπ' άλλου, και χειρίστη είναι εκείνη ήτις εις το σώμα, όταν κατάκειται και ησυχάζη, δίδεται υπό άλλων κατά τα ιδιαίτερα μέρη αυτού. Διά τούτο εκ των καθάρσεων και των αναπλάσεων του σώματος εκείνη, η οποία γίνεται διά της γυμναστικής είναι η αρίστη· δευτέρα δε έρχεται η διά των αιωρήσεων, είτε εντός πλοίων είτε εντός οιωνδήποτε οχημάτων γίνονται χωρίς να προΒ. | ξενώσι κόπον. Τρίτον δε είδος κινήσεων είναι χρήσιμον μόνον, όταν απολύτως αναγκάζεται τις, άλλως δε δεν πρέπει ουδέποτε να το δέχηται όστις έχει νουν, και τούτο είναι το γινόμενον διά φαρμακευτικής καθάρσεως χάριν ιατρείας. Διότι τα νοσήματα, όσα δεν έχουσι μεγάλους κινδύνους δεν πρέπει να τα ερεθίζωμεν με φάρμακα. Και τω όντι, η πορεία των νόσων ομοιάζει τρόπον τινά με την φύσιν των ζώων, διότι και η σύστασις των ζώων έχει περίοδον ζωής προσδιωρισμένην διά τα ιδιαίτερα είδη97, ομοίως δε έκαστον ζώον καθ' εαυτό έχει εκ φύσεως μοιραίον χρόνον ζωής εξαιρουμένων των αναποφεύκτων παθημάτων. Διότι τα τρίγωνα C. | εκάστου ατόμου ευθύς εξ αρχής αποτελούνται με μίαν προσδιωρισμένην δύναμιν, ώστε είναι ικανά να διαρκέσωσι μέχρι τινός χρόνου, πέραν του οποίου δεν δύναται να εξακολουθήση η ζωή.
Κατά τον αυτόν τρόπον είναι και η σύστασις των νοσημάτων. Και όταν τις καταστρέφη ταύτην έξω του πεπρωμένου χρόνου με φάρμακα, γίνονται συνήθως εκ μικρών μεγάλα νοσήματα και εξ ολίγων πολλά. Διά τούτο πρέπει πάντα τα τοιαύτα νοσήματα να κυβερνά τις με δίαιτας του ζην, καθ' όσον έχει την ευκολίαν, αλλά Δ. | να μη τα ερεθίζη με φάρμακα και να κάμνη δυσκολωτέραν την θεραπείαν του κακού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLIII
Αγωγή ψυχής 98.
Αρκούσι τα ειρημένα περί του ζώου κατά το σύνολον αυτού και περί του σωματικού μέρους αυτού και περί του τρόπου καθ' ον τις κυβερνών τούτο και κυβερνώμενος99 υπ' αυτού δύναται να ζήση συμφωνότατα με τον λόγον. Αλλά περισσότερον τούτου και πρότερον αυτού το μέρος εκείνο, όπερ θα παιδαγωγήση αυτό (το σώμα), πρέπει όσον είναι δυνατόν να το προετοιμάσωμεν ούτως, ώστε να είναι κάλλιστον και άριστον προς το έργον της παιδαγωγίας.
Να πραγματευθώμεν λοιπόν ακριβώς περί τούτων θα ήτο έργον Ε. | αρκετά μέγα καθ' εαυτό· αλλά εάν τις εν παρέργω θίξη αυτό, αναλόγως προς όσα πρότερον είπομεν, όχι εκτός του προκειμένου θα ηδύνατο να περάνη αυτό διά του συλλογισμού θεωρών τα πράγματα ως έπεται. Συμφώνως προς εκείνα, τα οποία πολλάκις είπομεν, ότι δηλ. τρία είδη ψυχής κατοικούσιν εντός ημών εις τρεις διαφόρους τόπους, και ότι έκαστον έχει τας κινήσεις του, κατά τον αυτόν τρόπον και τώρα όσον το δυνατόν συντομώτατα πρέπει να είπωμεν, ότι εκείνο εξ αυτών, το οποίον διάγει εις αργίαν και το οποίον ησυχάζει καθ' όλας τας κινήσεις του, εξ ανάγκης γίνεται ασθενέστατον. Το δε διάγον εις γυμνάσια είναι ισχυρότατον.
90. | Διά τούτο πρέπει να προσέχωμεν, όπως έχωσι μεταξύ των τας κινήσεις αναλόγους. Και ως προς μεν το είδος της ψυχής, το οποίον είναι εντός ημών κυρίαρχον, πρέπει να νοώμεν τούτο, ότι δηλ. ο Θεός το έδωκεν εις έκαστον ημών ως θείον δαιμόνιον, και είναι εκείνο, το οποίον λέγομεν ότι κατοικεί εις την κορυφήν του σώματος ημών, και το οποίον από της γης μας υψώνει προς την συγγένειαν ημών εν τω ουρανώ. Διότι, και τούτο λέγομεν ορθότατα, είμεθα φυτόν όχι γήινον αλλά ουράνιον. Διότι η θεότης, Β. | εκείθεν, οπόθεν η ψυχή έλαβε την πρώτην αρχήν της, κρατούσα την κεφαλήν και ρίζαν ημών ανηρτημένην100, διατηρεί όρθιον όλον το σώμα ημών. Εις εκείνον λοιπόν, ο οποίος δαπανάται εις επιθυμίας ή φιλονικείας και εις ταύτα καταπονείται μεθ' υπερβολής, εξ ανάγκης γεννώνται γνώμαι θνηταί, και κατά πάντα τρόπον, όσον είναι δυνατόν εις ένα να είναι θνητός, ουδέν τούτου λείπει απ' αυτόν, διότι μόνον το θνητόν μέρος έχει θρέψη. Εκείνος όμως, όστις παρεδόθη εις την φιλομάθειαν και εις την νόησιν της αληθείας, και εκ των δυνάμεων αυτού ταύτας προ πάντων έχει γυμνάση, είναι απολύτως αναγκαίον ούτος να νοή πράγματα αθάC. | νατα και θεία, αν βεβαίως δύναται να φθάση την αλήθειαν· καθ' όσον δε η ανθρωπίνη φύσις δύναται να μετάσχη της αθανασίας, κανέν μέρος τούτου δεν θα λείπη εις αυτόν, και επειδή πάντοτε υπηρετεί το θείον και διατηρεί εν τάξει και τιμά τον δαίμονα, όστις κατοικεί εντός αυτού, θα είναι εξόχως ευδαίμων. Και η θεραπεία όλων είναι μία μόνη πάντοτε, ήτοι να δίδωνται εις έκαστον μέρος αι κατάλληλοι τροφαί και κινήσεις. Αλλ' εις το ενΔ. | τός ημών κατοικούν θείον συγγενείς κινήσεις είναι τα διανοήματα του παντός και αι περιφοραί αυτού. Ταύτας λοιπόν ακολουθών έκαστος, και διορθόνων τας κινήσεις, αίτινες κατά την γέννησιν ημών διεφθάρησαν εντός της κεφαλής ημών, πρέπει με την μάθησιν των αρμονιών και των κύκλων του παντός να εξομοιώνη το νοούν (υποκείμενον) προς το νοούμενον (αντικείμενον)101 κατά την αρχικήν φύσιν αυτού, αφού δε εξομοιώση αυτά θα δώση ούτω τέλος εις τον βίον εκείνον τον άριστον, τον οποίον οι θεοί προέθεσαν διά τον παρόντα και τον μέλλοντα χρόνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XLIV
Περί γενέσεως γυναικών και ζώων 102 . Τέλος.
Α. | Και ήδη εκείνο, όπερ εξ αρχής ανελάβομεν να πραγματευθώμεν περί του σύμπαντος μέχρι της γενέσεως του ανθρώπου, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι έφθασεν εις το τέλος αυτού. Διότι ως προς τα άλλα ζώα, με ποίον τρόπον ταύτα εγεννήθησαν, θα κάμωμεν σύντομον λόγον χωρίς να μακρολογήσωμεν περισσότερον του αναγκαίου. Και ούτω δυνάμεθα να φρονώμεν, ότι ετηρήσαμεν ακριβώς το προσήκον μέτρον εις τους περί αυτών λόγους. Θα είπωμεν λοιπόν τα τοιαύτα ως εξής: Εκ των γεννηθέντων ανδρών όσοι ήσαν δειλοί και διήλθον την ζωήν αυτών εις αδικίας, κατά πιθανόν λόγον εις την δευτέραν γέννησιν μετεβλήθησαν εις γυναίκας. Και διά 91. | ταύτα κατ' εκείνον τον χρόνον οι θεοί επενόησαν τον έρωτα της συνουσίας, συστήσαντες έν ζώον έμψυχον εντός ημών των ανδρών και έν άλλο εις τας γυναίκας, και εδημιούργησαν και το έν και το άλλο κατά τον εξής τρόπον: Τον οχετόν του ποτού εκεί όπου το ποτόν αφού έλθη διά του πνεύμονος υπό τους νεφρούς εις την κύστιν, έπειτα αποκρούει αυτό έξω υπό την πίεσιν του αέρος, τον έθεσαν δι' οπής εις συγκοινωνίαν με τον μυελόν, όστις εκ της κεφαλής διά του αυχένος χωρεί διά της σπονδυλικής στήλης, και τον οποίον Β. | εις τους προηγουμένους λόγους ημών ωνομάσαμεν σπέρμα. Ούτος (ο μυελός) επειδή είναι έμψυχος και εύρεν αναπνοήν, εγέννησεν εις αυτόν την ζωτικήν επιθυμίαν της εκροής εκείθεν, όθεν δύναται να αναπνέη, και παρήγαγεν ούτω τον έρωτα της γεννήσεως. Και διά ταύτα το γεννητικόν μόριον (των ανδρών) γενόμενον απειθές και δεσποτικόν, ως ζώον μη υπακούον εις τον λόγον, θέλει να εξουσιάζη τα πάντα με τας μανιώδεις επιθυμίας του. Εις δε τας γυναίκας αι λεγόμεναι μήτραι και υστέραι διά τας αυτάς αιC. | τίας, επειδή υπάρχει εντός αυτών ως ζώον επιθυμούν να γεννά παίδας, όταν μένη χωρίς να παράγη καρπόν πολύν χρόνον μετά την ωρισμένην εποχήν του, αγανακτεί και βαρυθυμεί και πλανώμενον πανταχού του σώματος, φράττει τας εξόδους του αέρος, και εμποδίζον την αναπνοήν φέρει το ζώον εις τας εσχάτας αμηχανίας, και προξενεί παντοίας άλλας νόσους. Και τούτο (γίνεται), έως ου η επιθυμία και ο έρως συνενώσαντες και τους δύο, τρόπον Δ. | τινα συλλέγοντες καρπόν από δένδρων, σπείρωσιν εις την μήτραν, ως εις καλλιεργημένον αγρόν ζώα103, αόρατα διά την σμικρότητα αυτών και άπλαστα ακόμη, έπειτα τα διαχωρίσωσι και τα θρέψωσι μέσα όσον να γίνωσι μεγάλα, και μετά τούτο τα φέρωσιν εις το φως και τελειώσωσι την γέννησιν αυτών. Αι γυναίκες λοιπόν και όλον το θηλυκόν γένος τοιαύτην έλαβον γέννησιν.
Το γένος έπειτα των πτηνών παρήχθη διά μεταμορφώσεως, γεννών πτερά αντί τριχών, από άνδρας ακάκους αλλά κούφους, και οίτινες ομιλούσι περί των ουρανίων πιστεύοντες διά την μωΕ. | ρίαν των ότι διά της όψεως ευρίσκουσι τας βεβαιοτάτας αποδείξεις περί τούτων104. Το δε χερσαίον και άγριον γένος εγεννήθη εξ εκείνων, οίτινες δεν ασχολούνται εις την φιλοσοφίαν και δεν εξετάζουσι τίποτε περί της φύσεως του ουρανού, διότι δεν μεταχειρίζονται τους κύκλους της κεφαλής, αλλά ακολουθούσιν ως οδηγούς μόνον τα μέρη της ψυχής, τα οποία είναι εις τα στήθη.
Ένεκα των έξεων τούτων στηρίζουσιν εις την γην τα έμπροσθεν μέλη και τας κεφαλάς, ελκόμενα εις αυτήν υπό της συγγενείας, και έχουσι τας κεφαλάς επιμήκεις105 και πολυειδείς, κατά τον τρόπον κατά τον οποίον οι κύκλοι της ψυχής των συνεθλίβησαν υπό της αργίας. Εκ ταύτης δε της αιτίας η γενεά αυτών έγεινε με 92. | τέσσαρας και περισσοτέρους πόδας, καθ' όσον ο Θεός έδωκε μεγαλύτερον αριθμόν βάσεων εις τα έχοντα περισσοτέραν έλλειψιν φρενών, ίνα έλκωνται περισσότερον εις την γην. Όσα δε εξ αυτών είναι όλως εστερημένα νου και απλώνουσιν εις την γην ολόκληρον το σώμα αυτών, επειδή δεν είχον πλέον χρείαν ποδών, τα παρήγαγον άνευ ποδών και έρποντα επί της γης. Το δε τέταρτον γένος, το οποίον ζη εις τα ύδατα, εγεννήθη εξ εκείνων, οίτινες είναι εντελώς ανόητοι και αμαθείς, τους οποίους οι θεοί, οι Β. | μεταπλάττοντες, δεν έκριναν αξίους ούτε καθαράς αναπνοής, διότι είχον την ψυχήν των ακάθαρτον υπό πάσης υπερβολής, αλλά αντί της λεπτής και καθαράς αναπνοής του αέρος απώθησαν αυτούς εις την θολεράν και βαθείαν αναπνοήν του ύδατος. Ούτως εγεννήθη το γένος των ιχθύων και των οστρέων και των άλλων, όσα είναι εντός των υδάτων, και προς τιμωρίαν της αμαθείας αυτών έλαβον την εσχάτην κατοικίαν106. Και συμφώνως προς πάντα ταύτα τότε και τώρα τα ζώα μεταβαίνουσι το έν εις το άλλο107 και μεταμορφούνται καθ' όσον αποβάλλουσιν ή αποκτώσι νουν ή ανοησίαν108.
Και τώρα πλέον δυνάμεθα να είπωμεν ότι λαμβάνει τέλος ο λόγος ημών περί του σύμπαντος. Διότι τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη ούτος ο κόσμος, όστις περιλαβών τα ζώα τα θνητά και τα αθάνατα, και γενόμενος πλήρης εξ αυτών είναι ούτω ζώον ορατόν, περιέχον τα ορατά πράγματα, εικών του νοητού, Θεός αισθητός, μέγιστος και άριστος, ωραιότατος και τελειότατος, ο κόσμος ούτος είς και μονογενής.