Kitabı oku: «Η Μοίρα Των Τεσσάρων», sayfa 2

Yazı tipi:

«Μπορείς να μου δώσεις ένα κλειδί για να μπορέσω να μπω μόνη μου;».

«Μετακόμισες κιόλας εδώ;».

Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι βέβαια, δεν εννοούσα… Απλώς δεν θέλω να σηκωθείς για να μου ανοίξεις, αυτό είναι όλο». Κοκκίνισε ξανά. Έβαλε το πανωφόρι της, πήρε την τσάντα της που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι και το κλειδί από το κατεστραμμένο του παντελόνι, και έφυγε.

Ο Τζιουζέπε κοιμήθηκε και πάλι, αλλά ξύπνησε όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν αρκετά σκοτεινά κι εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα στα νύχια των ποδιών της χωρίς να ανοίξει το φως. Είχε φέρει μια σακούλα με ψώνια μαζί της, που την έβαλε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να την ψαχουλεύει. Εκείνος σάλεψε μέσα στον ύπνο του. «Συγνώμη που σε ξύπνησα, έφερα μερικά πράγματα για σένα».

«Δεν πειράζει, δεν κοιμόμουν». Προσπάθησε να σηκωθεί και τότε ο σουβλερός πόνος από το ραγισμένο του πλευρό του θύμισε απότομα τα τραύματά του. Βόγκηξε από τον πόνο, και την άφησε να βάλει το χέρι της γύρω από τους ώμους του για να τον διευκολύνει.

Εκείνη φέρθηκε σαν επαγγελματίας. Έβγαλε τις πιτζάμες του και περιποιήθηκε τις πληγές του. Μετά άπλωσε μια κίτρινη αλοιφή πάνω στις πληγές και τις μελανιές του. Όταν σιγουρεύτηκε ότι εκείνος ένιωθε άνετα, του έδωσε μια ασπιρίνη για να απαλύνει τον πόνο. «Αγόρασα μακαρόνια για το δείπνο. Θα τα καταφέρεις να φας;».

Φαινόταν να νιώθει υποχρεωμένη γι' αυτόν. Μαγείρεψε τα μακαρόνια και του σέρβιρε στο κρεβάτι, και μετά, αφού φρόντισε να είναι άνετα, σηκώθηκε για να φύγει.

«Φεύγεις κιόλας», την ρώτησε.

«Ναι, φυσικά», είπε εκείνη.

«Δεν μπορείς να μείνεις; Μπορεί να σε χρειαστώ τη νύχτα. Μπορώ να κοιμηθώ στον καναπέ αν θες».

«Δεν ξέρω. Δεν είναι πολύ σωστό. Μετά βίας γνωριζόμαστε».

«Ξέρω πως μπαίνεις στο λεωφορείο κάθε πρωί και επιστρέφεις κάθε βράδυ. Σε παρακολουθώ βδομάδες».

Φαινόταν λίγο έκπληκτη. «Τι πράγμα; Με παρακολουθείς; Γιατί;».

«Δεν ξέρω. Φαίνεσαι διαφορετική, αυτό είναι όλο. Ξεχωρίζεις».

«Ξένη», εννοείς», είπε, προσπαθώντας να μη δείξει τον εκνευρισμό της, και σηκώθηκε για να φύγει».

«Όχι, σε παρακαλώ, μην φύγεις. Ειλικρινά, σε πρόσεξα γιατί σκέφτηκα ότι είσαι όμορφη. Διαφορετική. Και είσαι, έτσι δεν είναι; Δεν εννοώ ξένη, εννοώ απλά, ξέρεις… ελκυστική». Τώρα ήταν η σειρά του να κοκκινίσει από ντροπή.

Αλλά εκείνη τον κοιτούσε τρυφερά. «Είσαι λίγο αδέξιος με τα κορίτσια, έτσι; Αυτό που είπες ήταν πολύ γλυκό. Με συγκίνησες. Και το να με υπερασπιστείς μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν πολύ ηρωικό». Έσκυψε και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Προσπάθησε μην αναπηδήσει από τον πόνο όταν το μελανιασμένο χείλος του πόνεσε με το άγγιγμα. «Συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν σκέφτηκα σωστά. Πάω τώρα, αλλά θα περάσω το πρωί να δω αν είσαι καλά».

Κάθε πρωί για τις επόμενες ημέρες, ερχόταν στο μικρό του διαμέρισμα στο δρόμο για τη σχολή της, και όταν επέστρεφε το βράδυ, του μαγείρευε το δείπνο του. Φρόντιζε τις πληγές του καθώς επουλώνονταν, και εκτός από το να φτιάχνει τα γεύματά του, τακτοποιούσε και καθάριζε το διαμέρισμα του.

Η υγεία του βελτιωνόταν σιγά-σιγά και μπορούσε πια να τα κάνει όλα μόνος του.

Πήγαινε κάθε μέρα κούτσα-κούτσα στο μαγαζί της γειτονιάς για να ψωνίσει και επέστρεφε για να ετοιμάσει το φαγητό έτσι ώστε όταν εκείνη έφτανε το βράδυ να μπορεί να μείνει για να φάνε μαζί το δείπνο που είχε ετοιμάσει. «Μου φαίνεται ότι δε με χρειάζεσαι πια», του είπε ένα βράδυ.

«Τι; Φυσικά και σε χρειάζομαι», είπε. «Πώς θα τα καταφέρω χωρίς εσένα;».

«Τα κατάφερνες και πριν, έτσι δεν είναι; Τα πας πολύ καλύτερα, και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στα μαθήματά σου».

«Ναι, έτσι είναι, υποθέτω. Θα ήθελες να βρεθούμε πάλι αργότερα;»

«Γιατί όχι; Ξέρω πού μένεις και εσύ ξέρεις από πού παίρνω το λεωφορείο».

Εκείνο το βράδυ πήγαν μαζί σε ένα μπαρ και μετά πήγαν στο διαμέρισμά του για να φάνε το δείπνο που εκείνη επέμενε να μαγειρέψει. «Είναι η σειρά μου αύριο», είπε ο Τζιουζέπε.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν συναντήθηκαν πολλές φορές. Εκείνος πήγαινε στη στάση να τη χαιρετήσει όταν έφτανε, ή όταν οι παραδόσεις των μαθημάτων του αργούσαν εκείνη τον περίμενε σε ένα μπαρ κοντά στο διαμέρισμα. Τη σύστησε σε κάποιους φίλους του από τη σχολή, αλλά είχε ο καθένας τη δική του ζωή.

Καθώς τα μαθήματα στη σχολή του τελείωναν και κόντευαν οι τελικές εξετάσεις, οι επαναλήψεις και η προετοιμασία για τις εξετάσεις τους εμπόδισαν να συναντιούνται τόσο συχνά. Πάντως δεν έχαναν ευκαιρία για να βρίσκονται. Μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την όπερα και έκλειναν τις φθηνότερες θέσεις όρθιων στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τις παλιές αγαπημένες όπερες των Βέρντι, Μπελίνι ή Ροσίνι, ή μία από τις καινούριες του νέου συνθέτη, του Πουτσίνι.

Την τελευταία μέρα των εξετάσεων την έβγαλε για φαγητό και είχαν ένα εορταστικό γεύμα με σαμπάνια.

«Είναι κάτι που θέλω να σε ρωτήσω», της είπε. Εκείνη τον κοίταξε, γεμάτη ανυπομονησία. «Είμαστε καλοί φίλοι;».

«Φυσικά και είμαστε! Τι σε κάνει να το ρωτάς αυτό;».

«Λοιπόν, είναι που…, ξέρεις, θα ήθελα να είμαι για σένα κάτι παραπάνω από φίλος». Έγινε κατακόκκινος από ντροπή. «Βλέπεις, σε συμπαθώ πάρα πολύ, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Και ελπίζω να με συμπαθείς κι εσύ!».

«Ναι, Τζιουζέπε. Φυσικά και σε συμπαθώ. Μου έσωσες τη ζωή, θυμάσαι;».

«Όχι, όχι μόνο γι’ αυτό, σταμάτησε για λίγο. «Θέλω να πω, ότι νομίζω ότι είμαι….».

«Τι;». Τον κοίταξε με προσήλωση. «Τι προσπαθείς να μου πεις;».

Και επιτέλους της μίλησε: «Τα μαθήματά μου τώρα τελείωσαν και πρέπει να φύγω, για να βρω δουλειά, οτιδήποτε. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι δε θα σε βλέπω πια». Την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία, περιμένοντας μια απάντηση. Eκείνη σοβάρεψε και τον κοιτούσε σκεφτική.

«Αυτό ήθελες να μου πεις;», ρώτησε. «Τι θέλεις να σου πω;».

«Απλά, να… Θέλω να σε ρωτήσω, αν θα έπρεπε να φύγω από εδώ, θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου;».

Χαμογέλασε ευγενικά. «Γιατί το θέλεις αυτό; Δεν χρειάζεσαι πια νοσοκόμα, έτσι δεν είναι;».

«Όχι, όχι. Φυσικά και όχι. Μου το κάνεις πολύ δύσκολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι…», σταμάτησε για μια στιγμή. «Αυτό που σε ρωτάω είναι αν νομίζεις, ξέρεις…, θα μπορούσες να… Αχ, τα έκανα μαντάρα! Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι νομίζω… όχι, δε νομίζω. Το ξέρω ότι σ’ αγαπώ και θέλω να είσαι μαζί μου, στο μέλλον. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».

«Λοιπόν, νομίζω ότι καταλαβαίνω. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά ούτε κι εγώ μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα». Οπότε… Ναι, θέλω να είμαι μαζί σου. Αλλά οι δικοί μου…».

«Οι δικοί σου; Τι συμβαίνει με τους δικούς σου;».

«Είναι αρκετά αυστηροί. Οι γονείς μου έχουν πεθάνει. Με μεγάλωσε ο θείος μου. Είναι πολύ στενόμυαλος. Ο γιος του, ο ξάδελφός μου ο Κουρτ, μόλις επέστρεψε από τον πόλεμο. Ο θείος λέει ότι πρέπει να γυρίσω πίσω για να τον φροντίζω».

«Ω! Είναι τραυματισμένος;».

«Όχι, δεν το νομίζω. Αλλά έχει πάθει κατάθλιψη. Πιστεύει ότι αυτός και οι συμπολεμιστές του προδόθηκαν, ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τον πόλεμο».

«Εσύ θες να γυρίσεις;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Πρέπει να αποδεχθεί τι έγινε και να ξεχάσει τον πόλεμο. Χάσαμε, και ό,τι έγινε, έγινε. Και ειλικρινά, πιστεύω ότι είναι τυχερός που γύρισε πίσω σώος και αβλαβής. Έπρεπε να το δεχτεί αυτό και να συνεχίσει τη ζωή του. Είναι από τους τυχερούς. Αλλά ο θείος μου…».

«Τότε εξαρτάται από σένα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα είμαι δυστυχισμένος αν φύγεις, και νομίζω κι εσύ το ίδιο». «Σου ζητώ…», έκανε μια παύση. «Ναι, για την ακρίβεια, σε ρωτάω…», έκανε πάλι μια παύση, «αν δέχεσαι να με παντρευτείς;».

Αυτό αρκούσε για τηn Μαρία. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και τον φίλησε. «Φυσικά και θέλω! Μόνο που θα πρέπει να πω στον θείο μου ότι δεν θα μπορέσω να πάω τελικά».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1919, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, στον οποίο παρευρέθηκαν μόνο μερικοί φίλοι του Τζιουζέπε από το Ναυτικό, ο πατέρας του και η μητέρα του. Κουμπάρος του ήταν ο υποπλοίαρχος Γκραμάτικα. Από την οικογένεια της Μαρίας δεν ήρθε κανείς. Ο θείος της ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ απασχολημένος. Της έστειλε ένα μάλλον σκληρό γράμμα, όπου της ευχόταν καλή τύχη, αλλά την επέκρινε που απογοήτευσε την οικογένειά της. Ο Κουρτ, αντίθετα, ήταν πιο ευγενικός. Στο γράμμα του τη συνεχάρη για το γάμο της και της ευχήθηκε καλή τύχη: «Μην σε νοιάζει για τον πατέρα. Θα είμαι εντάξει. Πρέπει μονάχα να σταθώ στα πόδια μου. Ελπίζω να μπορέσουμε να είμαστε σε επαφή, και σου εύχομαι καλή τύχη».

Μόλις πρόσφατα, είχε ανατεθεί στον Γκραμάτικα η διοίκηση της Λέρου ύστερα από την κατάληψή της από τους Ιταλούς. Στο πάρτι μετά τον γάμο περιέγραψε τη νέα του θέση, ενημερώνοντας τον Τζιουζέπε για τα συναρπαστικά σχέδια ανάπτυξης που έκαναν για το νησί. «Χτίζουμε μια νέα αεροπορική και ναυτική βάση εκεί. Δεν θα πιστέψεις πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πρωτοπήγαμε, το 1912. Έλα να μας επισκεφτείς. Υπάρχει πολλή δουλειά να κάνουμε».

«Μα δεν είχαμε συμφωνήσει να δώσουμε τα νησιά πίσω στους Τούρκους, ή στους Έλληνες, ή σε κάποιον τέλος πάντων;».

«Φαγώνονται μεταξύ τους. Οι Έλληνες φαίνεται ότι θα προσπαθήσουν να ''πάρουν πίσω'' την Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι μας λένε ότι κέρδισαν αυτό που ήθελαν από τον πόλεμο, διώχνοντας τους Συμμάχους από τα Δαρδανέλλια. Τους πονάει που έχασε η Γερμανία». Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε και κοίταξε με απολογητικό ύφος τη Μαρία. «Και έχουν ένα νέο τύπο που έχει αποκτήσει δύναμη, τον Μουσταφά Κεμάλ. Τον αποκαλούν «Ατατούρκ», δηλαδή ''πατέρα των Τούρκων'', και η αλήθεια είναι ότι έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος. Εάν όντως εισβάλλουν οι Έλληνες θα φάνε τα μούτρα τους, ή και χειρότερα ακόμα. Τέλος πάντων, αυτό σημαίνει ότι παραμένουμε στα νησιά για την ώρα, ίσως και μόνιμα. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ''επένδυσή μας''».

Κοίταξε τον Τζιουζέπε. «Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για μένα; Χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Θυμάμαι πώς έβαζες μπρος τις τουρμπίνες στο «Σαν Μάρκο». Μπορεί να ήταν καινούριες, αλλά σίγουρα είχαν χαλάσει πολλές φορές!».

«Και τώρα μιλάει και ελληνικά, το ήξερες αυτό;». Πετάχτηκε στη συζήτηση η Μαρία, βρίσκοντας την ευκαιρία να επαινέσει τον άντρα της.

«Τι μου λες! Αλήθεια; Αυτό θα μας βοηθούσε πάρα πολύ. Θα πρέπει να βάλουμε τους ντόπιους Έλληνες να κάνουν τις οικοδομικές εργασίες. Είναι πρόθυμοι, αλλά δεν έχουμε αρκετούς Έλληνες διερμηνείς».

«Κοίτα, ίσως είναι υπερβολικό να πω ότι μπορώ να μιλήσω ελληνικά. Είναι λίγο σκουριασμένα τώρα. Περισσότερο διδάχτηκα αρχαία, παρά νέα ελληνικά. Μερικές από τις λέξεις είναι ίδιες, αλλά o τρόπος ομιλίας και η γραμματική έχουν αλλάξει, και θα χρειαστώ πολλή εξάσκηση και διάβασμα…».

Ο Γκραμάτικα είχε συμπαθήσει αμέσως τη Μαρία. Έμαθε πώς γνωρίστηκαν και είχε εντυπωσιαστεί που φρόντισε τόσο καλά τον φίλο του. Την είχε ήδη συμπαθήσει, παρά το γεγονός ότι η πατρίδα της ήταν η νικημένη Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν έχαιραν εκτίμησης από τα συμμαχικά έθνη. «Αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να εγγυηθώ είναι ότι δεν υπάρχει χώρος, ούτε και χρόνος, βέβαια, στο μικρό μου «βασίλειο» για τέτοιες προκαταλήψεις. Χτίζουμε μια νέα χώρα και δεν θέλω να σκέφτομαι τι έγινε στο παρελθόν. Θα είσαι ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτος στη Λέρο, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό».

Ο Τζιουζέπε και η Μαρία έφθασαν στη Λέρο το 1920. Όταν έφτασαν στη Λέρο με το υδροπλάνο, τους υποδέχτηκε θερμά ο παλιός φίλος του Τζιουζέπε. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο Πόρτο Λάγκο και τροχοδρομήθηκε στο νέο υδατοδρόμιο που είχε φτιαχτεί απέναντι από τη νέα πόλη που χτιζόταν στον κόλπο. Τρεις μεγάλοι γερανοί, βαμμένοι με κόκκινο και λευκό χρώμα, είχαν κατασκευαστεί για να σηκώνουν τα υδροπλάνα έξω στην ακτή, και έκαναν διαπλάτυνση στην προκυμαία για να στεγαστούν τα υδροπλάνα σε νέα τεράστια υπόστεγα που χτίζονταν εκεί.

Η Μαρία ήταν κιόλας έγκυος και ο γιος τους, ο Μάρκο, γεννήθηκε μερικούς μήνες αργότερα σε ένα μικρό νοσοκομείο που οι Ιταλοί είχαν χτίσει στο νησί.

Κεφάλαιο 2

Jutland, Αγγλία και Γαλλία 1916 – 1920

«Τι ανόητος τρόπος να τρέχεις σε σιδηρόδρομο!», είπε ο Άρνολντ.

Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, τα περισσότερα πλοία του Βρετανικού στόλου των πολεμικών πλοίων και των θωρακισμένων καταδρομικών βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο Σκάπα Φλόου. Τα πλοία του κεντρικού στόλου σπάνια έβγαιναν στη θάλασσα, εκτός όταν ο γερμανικός στόλος έκανε επιθέσεις στο Σκάρμπορο, το Χάρτλπουλ και το Γουίτμπυ, το 1914. Εκείνες τις μέρες άναψαν τις μηχανές τους και κατευθύνθηκαν νότια, αν και ήταν πολύ αργά πια για να αναχαιτίσουν τα γερμανικά καταδρομικά.

Το δικό του πλοίο, το καταδρομικό «HMS Indefatigable», επέστρεφε από τη Μεσόγειο εκείνες τις μέρες. Μετά από την καταδίωξη γερμανικού καταδρομικού στα Δαρδανέλια, έκανε μια στάση στη Μάλτα για ανεφοδιασμό και επισκευές. Τώρα έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα για να αντιμετωπίσουν τον γερμανικό στόλο που ερχόταν απειλητικά από το νότο. Είχαν δει να έρχονται τα εχθρικά πλοία, αλλά ο διοικητής τους, ο Ναύαρχος Μπίτυ, δεν θέλησε να επιτεθεί πρώτος, ούτε είχε αναδιατάξει τον στόλο του σε θέση μάχης όταν οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ.

«Στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε σε σιδηρόδρομο», -του απάντησε με σχολαστικό ύφος ο Έρνεστ, ο δεύτερος υπολοχαγός του,– «όπως σου έχω ξαναπεί!».

«Ναι, αλλά γιατί δεν πάμε να χτυπήσουμε τους μπάσταρδους, αντί να χαζολογάμε εδώ σαν παπάκια στο λούνα-παρκ; Να μάθουν να μην τα βάζουν με το Βρετανικό Ναυτικό και να τους τσακίσουμε μια για πάντα;».

Αυτό ήταν το συνεχές παράπονο του Άρνολντ και, αν και συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό μαζί του, οι σύντροφοί του δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Κάτω, στην αίθουσα των αξιωματικών, δεν είχαν καν καταλάβει ότι η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει.

Ο Έρνεστ είχε ενταχθεί στο πλήρωμα του πλοίου πρόσφατα, αποσπασμένος εμπειρογνώμων από το γραφείο Διοίκησης του Ναυαρχείου, και το όνομά του δεν υπήρχε ακόμα στη λίστα του πληρώματος. Μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα και είχε επαφές με κάποιους από τα πληρώματα του γερμανικού στόλου, όταν ήταν σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του «Κάιζερ Μπιλ» στο Κάους το 1913. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, είχε τοποθετηθεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών βοηθώντας στην αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων που μετέδιδε το γερμανικό Ναυτικό, και είχε ζητήσει να αποσπαστεί σε ένα από τα πολεμικά πλοία του στόλου, για να δει πώς χρησιμοποιούνται οι αποκρυπτογραφήσεις στην πράξη.

Ήχησε ο συναγερμός. «Άλλη μία καταραμένη άσκηση», είπε ο Άρνολντ, όσο περίμεναν τον σηματωρό να έρθει και να τους δώσει εντολές. Κούμπωσε το μπουφάν του και περίμενε το νεαρό ναύτη που μπήκε φουριόζος στην αίθουσα. «Εντολή του καπετάνιου, ελάτε στη γέφυρα, και εξυπνάκια, αυτό δεν είναι άσκηση!».

«Τι; Έλα πίσω Χίγκινς! Τι εννοείς; Τι συμβαίνει εκεί πάνω;».

«Δεχόμαστε επίθεση. Γερμανικά θωρηκτά. Είναι πάρα πολλά! Μας επιτίθενται», φώναξε καθώς έτρεχε στη διπλανή αίθουσα αξιωματικών.

Ο Άρνολντ και οι σύντροφοί του έτρεξαν στη γέφυρα. Κούμπωσαν τα μπουφάν τους, έσφιξαν τις γραβάτες τους και έβαλαν τα καπέλα τους καθώς έτρεχαν. Η γέφυρα, έξι ορόφους πιο πάνω, γέμισε με αξιωματικούς, ανάστατους αλλά και ενθουσιασμένους, όσο ο πλοίαρχος – ήρεμος όσο ποτέ – κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα άλλο εκτός από θάλασσα. Πού και πού εμφανίζονταν συννεφάκια καπνού, αλλά διατήρησαν την ψυχραιμία τους, μέχρι που άκουσαν ένα βουητό πάνω από τα κεφάλια τους. «Αυτό πρέπει να είναι το τραίνο σου!», ψιθύρισε ο Έρνεστ. «Δεν ήταν στο πρόγραμμα, έτσι;». Μια βόμβα έπεσε κάνοντας ένα μεγάλο παφλασμό από την άλλη πλευρά του πλοίου, και ακολούθησε ο ήχος του πολυβόλου που την είχε εκτοξεύσει.

«Ήσυχα παιδιά, σας παρακαλώ», είπε ο καπετάνιος. «Κύριε Τάλμποτ, στα πολυβόλα. Κύριε Τζένκινς αναφερθείτε στον αρχικελευστή. Να είστε σε επιφυλακή για αντιμετώπιση πυρκαγιάς παρακαλώ. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε, κύριοι».

Ήταν η τελευταία φορά που ο Έρνεστ είδε τον φίλο του. Όταν έφυγαν από τη γέφυρα πήγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Άρνολντ προς την πρύμνη και ο Έρνεστ μπροστά.

Ο Έρνεστ κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά του καταστρώματος προς την πλώρη. Μπροστά και πίσω του άκουσε τους τεράστιους πυργίσκους των πυροβόλων του «Indefatigable» να στρέφονται στα εχθρικά πλοία, που ήταν ελάχιστα ορατά στον μακρινό ορίζοντα. Ο λευκός καπνός, όμως, πρόδιδε ότι τα κανόνια τους έριχναν πυρά. Ο Αρχικελευστής ήρθε να τον βρει στο κατάστρωμα. «Κύριε Τζένκινς, σας παρακαλώ, βάλτε αυτό το σωσίβιο. Δεν θα σας είναι χρήσιμο το χέρι σας αν αιμορραγεί, έτσι δεν είναι;».

Έβαλε τα χέρια του στις τρύπες του βαριού σωσιβίου, δένοντας τους ενισχυτικούς ιμάντες γύρω του και πήγε εκεί που στεκόταν ο Αρχικελευστής. «Τώρα είστε εντάξει, κύριε. Αν δεν έχετε αντίρρηση…». Ο Αρχικελευστής σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Το βλέμμα του γέμισε τρόμο κοιτάζοντας πίσω από τον Έρνεστ.

Ακούστηκε μια τρομερή κραυγή σαν ένα εξπρές τρένο να βγαίνει με ορμή από τούνελ. Βόμβες χτύπησαν στο πίσω μέρος του πλοίου και αμέσως μετά ακολούθησε μια τεράστια έκρηξη και λάμψεις φωτιάς, Ο «Indefatigable» μποτζάρισε και άλλαξε πορεία. Ο Έρνεστ ένιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να τον σπρώχνει προς τα πίσω και να τον στροβιλίζει. Είδε έντρομος όλο το πρυμναίο τμήμα να καλύπτεται από πυκνό μαύρο καπνό και απειλητικές φλόγες. «Θεέ μου, Άρνολντ!».

«Μην ανησυχείς γι' αυτό παλικάρι μου, πιάσε τη μάνικα! Ο Αρχικελευστής επιστράτευσε την ομάδα των πυροσβεστών του και τον Έρνεστ. Σοκαρισμένος έβλεπε τις δυνατές φλόγες που έρχονταν τώρα από το πίσω μέρος, και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. «Εντάξει λεβέντες, ψυχραιμία. Ξεδιπλώστε τη μάνικα, εντάξει;», έδωσε εντολή ο Αρχικελευστής.

«Εντάξει», είπε ο Έρνεστ. «Όσο πιο γρήγορα μπορείτε ανοίξτε τη μάνικα!». Ένας ναύτης τράβηξε έξω τη μάνικα, ξετυλίγοντάς την από την πυροσβεστική φωλιά που ήταν αποθηκευμένη, ενώ ένας άλλος πήγε να ανοίξει τη βαριά βάνα. «Περιμένετε, μην την ανοίξετε μέχρι να είναι έτοιμη η μάνικα», είπε ο Έρνεστ. Ακόμα ένας κρότος από βόμβες και περισσότεροι παφλασμοί ακούστηκαν, καθώς οι ναυτικοί τραβούσαν την κορδέλα της μάνικας κατά μήκος του καταστρώματος προς τη φωτιά, πίσω από τη γέφυρα. Σύντομα, η σφοδρότητα της φωτιάς, ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, και ο Έρνεστ έδωσε εντολή να ανοίξουν τη στρόφιγγα. Το νερό φούσκωσε μέσα στο λάστιχο, που έγινε άκαμπτο από την πίεση του νερού. Ο Έρνεστ βοήθησε τον ναύτη που κρατούσε την άκρη της στρόφιγγας να σταθεροποιήσει το στόμιο και να κατευθύνει το ακροφύσιο, που τώρα παλλόταν, προς τις φλόγες. Παρά την προσπάθειά τους, όμως, δεν κατάφεραν να τη σβήσουν. Η ένταση της φωτιάς, που τροφοδοτούνταν από το πετρέλαιο και από το ξύλο του καταστρώματος, μεγάλωνε συνεχώς. Τα κανόνια του πλοίου βρέθηκαν στον πυρήνα της φωτιάς, και οι βόμβες τους άρχισαν να εκρήγνυνται, με έναν τρομακτικό και υπόκωφο γδούπο. Η φωτιά κυνηγούσε τους άντρες, που έτρεχαν τρεκλίζοντας προς τους πυροσβέστες, αλλά δεν προλάβαιναν να της ξεφύγουν και τους εγκλώβιζε, καίγοντας τα ρούχα τους και τις σάρκες τους.

Η φωτιά, αφού έκαψε όλα τα καύσιμα, άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο και φαινόταν ότι το πλοίο μπορεί και να άντεχε, αν και σακατεμένο. Αλλά τότε, άλλος ένας κανονιοβολισμός από μεγάλη απόσταση που έριξαν οι Γερμανοί εισβολείς, κατάφερε να χτυπήσει το πλοίο στο χειρότερο μέρος, – στον πυργίσκο του ελαφρά θωρακισμένου εμπρόσθιου πυροβόλου- και προκάλεσε μια τεράστια έκρηξη που βύθισε τη γέφυρα. Μια πύρινη μπάλα φωτιάς έπεσε πάνω στους πυροσβέστες, και αμέσως περικύκλωσε τον Αρχικελευστή και τους άνδρες που ήταν μαζί του. Ο Έρνεστ, που κρατούσε ακόμα τη μάνικα, την ένιωσε να χαλαρώνει, κι εκείνη τη στιγμή η έκρηξη τον χτύπησε και ένιωσε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπά στην κουπαστή και να πετάγεται στη θάλασσα. «Τι γαμημένος τρόπος να πεθάνεις!», πρόλαβε να σκεφτεί παρά τον τρόμο του, καθώς έπεφτε στο νερό.

Έπεσε στη θάλασσα σαν πέτρα που αναπηδούσε στο νερό. Έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και βυθίστηκε ξανά κάτω από την επιφάνεια. Το βαρύ σωσίβιο και τα ρούχα του τον δυσκόλευαν, και τον έπιασε πανικός, αλλά τελικά κατάφερε να κολυμπήσει και να ανέβει στην επιφάνεια. Ρούφηξε απεγνωσμένα αέρα για να γεμίσει τους πνεύμονές του. Το σωσίβιο είχε πάει ψηλά μέχρι το πηγούνι του, αλλά ήταν αυτό και οι οδηγίες του Αρχικελευστή που τον είχαν σώσει. Κατάφερε να βγάλει τα παπούτσια του και τώρα επέπλεε πιο ελεύθερα.

Ο Έρνεστ διαπίστωσε ότι είχε πεταχτεί αρκετά μακριά από το πλοίο, που πλέον είχε τυλιχθεί ολόκληρο στις φλόγες. Φοβήθηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν νέα έκρηξη και κολύμπησε γρήγορα, για να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σιγά σιγά, έγειρε προς τα εμπρός και, σαν μια τεράστια πάπια, έδειξε την ουρά της στον ουρανό και γλίστρησε μέσα στη θάλασσα. Οι προπέλες εξακολουθούσαν να γυρίζουν αργά, κάνοντας ένα φρικτό διαπεραστικό και υπόκωφο θόρυβο αφήνοντας μια ρουφήχτρα, που άφηνε πίσω του το πλοίο που βυθιζόταν, γεμάτη από καπνούς, η οποία προσπαθούσε να τον παρασύρει μέσα της. Δυο-τρεις φορές τον τράβηξε κάτω και μέσα στον πανικό του αναγκάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να συρθεί με δυσκολία έξω από την επιφάνεια για να πάρει μια ανάσα, πριν τον ξανατραβήξει κάτω. Τέλος -του φάνηκε σαν να κράτησε ώρες- η πίεση της ρουφήχτρας μειώθηκε και μπορούσε τώρα να επιπλεύσει, νιώθοντας τον έντονο πόνο του αλμυρού νερού στην πλάτη του, και χωρίς να το συνειδητοποιεί, προστατευόταν μόνο από το σακάκι και το πουκάμισο που φορούσε όταν βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα αξιωματικών, που είχαν κουρελιαστεί από την σφοδρή έκρηξη που τον είχε εκσφενδονίσει.

Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για σημάδια ζωής, για κάποιον επιζώντα, αλλά τίποτα. Το μόνο που έβλεπε ήταν συντρίμμια να επιπλέουν και μερικά ναυτικά καπέλα. Μια τεράστια φούσκα έσκασε με έναν διαβολικό θόρυβο στο σημείο όπου το πλοίο είχε βυθιστεί, καταβρέχοντάς τον με βρώμικο, γεμάτο με πετρέλαιο νερό, και ακολούθησε ένα παλιρροϊκό κύμα που σχεδόν τον βύθισε ξανά. Αν δεν είχε βρει μια μεγάλη ξύλινη παλέτα να επιπλέει εκεί κοντά, δεν θα είχε βρει ποτέ δύναμη να παραμείνει ζωντανός μέσα στα παγωμένα νερά.

Εντόπισε ένα μικρό αντιτορπιλικό να σπεύδει στο σημείο όπου το τεράστιο πλοίο είχε βυθιστεί. Επιβράδυνε καθώς πλησίαζε και οι ναύτες παρατάχτηκαν στο κατάστρωμα ψάχνοντας για επιζώντες. Κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να το κουνήσει με όση δύναμη του απέμεινε αδύναμα για να τον δουν. Το πλοίο πέρασε δίπλα του, και το κύμα που σήκωσε παραλίγο να ανατρέψει την εύθραυστη σχεδία του. Οι ναύτες έψαχναν προς τη μεριά του, αλλά δεν είδε καμία ένδειξη στα πρόσωπά τους ότι τον αναγνώρισαν. Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, παρά το βουητό που έκανε το πλοίο. Σήκωσε λίγο ακόμα το σώμα του έξω από το νερό και κούνησε ξανά το χέρι του, αλλά η φωνή του έβγαινε με ζόρι πια από την προσπάθεια, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ένας από τους ναύτες τον εντόπισε ξαφνικά και φώναξε στους συντρόφους του. Ο ναύτης τους έδειξε το σημείο που βρισκόταν ο Έρνεστ φωνάζοντας: «Άνθρωπος στη θάλασσα», το κλασικό ναυτικό παράγγελμα που είχε μάθει από τους εκπαιδευτές του Ναυτικού. Το πλοίο έκοψε ταχύτητα και γύρισε πίσω.

Ο επικεφαλής αξιωματικός έφυγε επειγόντως για να καθοδηγήσει μια άλλη ομάδα να καθελκύσει μία από τις λέμβους του αντιτορπιλικού. Η λέμβος έπεσε στο νερό και οι ναύτες κωπηλάτησαν γρήγορα για να φτάσουν στον Έρνεστ. Μόλις είχε χάσει την ξύλινη παλέτα οι ναύτες τον ανέσυραν από το νερό. Γενναιόδωρα χέρια τον σκέπασαν με κουβέρτες και έχασε τις αισθήσεις του καθώς τον πήγαιναν πίσω στο πλοίο.

****

«Θες να αφήσεις τώρα την κουβέρτα, υπολοχαγέ; Θα σου δώσουμε μία άλλη, καθαρή και στεγνή».

Ο Έρνεστ μεταφέρθηκε ημιλιπόθυμος από τους φρικτούς πόνους στο κατάστρωμα. Όταν άρχισε να συνέρχεται ήταν ακόμα γαντζωμένος στην κουβέρτα που του είχαν δώσει οι διασώστες του, και την κρατούσε σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτήν.

«Τι; Ω, Ναι, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», είπε, αλλά και πάλι δεν την άφηνε.

Ο υπομονετικός νοσοκόμος άνοιξε απαλά τα δάχτυλά του και του πήρε την κουβέρτα: «Τώρα πρέπει να σε βοηθήσουμε να γδυθείς και να καθαριστείς, εντάξει;».

Ο νοσοκόμος του έβγαλε σιγά-σιγά τα ρούχα και έσφιξε τα δόντια όταν είδε τα τραύματα του Έρνεστ. «Πόσο χάλια είναι;», τον ρώτησε αναπνέοντας με δυσκολία. Ο πόνος έγινε πιο έντονος όταν ο νοσοκόμος τράβηξε τα κουρελιασμένα κομμάτια υφάσματος που είχαν κολλήσει στη βασανισμένη του σάρκα.

«Είναι λίγο χάλια, παλιόφιλε. Μη φοβάσαι όμως, έχω δει και χειρότερα». Του είπε ψέματα. Δεν είχε ξαναδεί τραυματία σε χειρότερη κατάσταση. «Θα σε φροντίσουμε εμείς, μην ανησυχείς».

Συνέχισε να κόβει προσεκτικά τα ρούχα του Έρνεστ, βγάζοντας επιφωνήματα αποδοκιμασίας όσο το έκανε. Χρησιμοποίησε βαμβακερό μαλλί εμποτισμένο σε κρύο φρέσκο νερό, έπλυνε προσεκτικά και καθάρισε όσο μπορούσε, προσπαθώντας να μην ακούει τα γεμάτα πόνο βογγητά του Έρνεστ. «Κρατήσου, λίγο ακόμα. Ορίστε, τελειώσαμε προς το παρόν» είπε, και τον σκέπασε με ένα σεντόνι.

Ήρθε να τον δει ο γιατρός του πλοίου. «Πώς σου φαίνεται;», ρώτησε το νοσοκόμο.

«Αρκετά άσχημα. Μεγάλο μέρος του σώματός του έχει καεί και έχει ανοιχτές πληγές γεμάτες πετρέλαιο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον καθαρίσω, αλλά θα χρειαστεί πολύ περισσότερη βοήθεια από όση μπορούμε να του δώσουμε εδώ».

Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και σήκωσε το σεντόνι. «Κρυώνω πολύ. Μπορείτε να δυναμώσετε τη θερμοκρασία;», είπε ο Έρνεστ.

«Ναι, θα το πω στο νοσοκόμο». Κοίταξε τις πληγές και το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του Έρνεστ. Είχε χάσει το χρώμα του από τον πόνο και από τις επώδυνες πληγές στο σώμα του. Ψιθύρισε στο νοσοκόμο: «Φοβάμαι ότι ο καημένος ο φιλαράκος μας δεν θα τα καταφέρει. Προσπάθησε μονάχα όσο μπορείς να τον κάνεις να μην υποφέρει. Μορφίνη όποτε το χρειάζεται. Συνέχισε να τον λούζεις και καθάρισε τις πληγές του. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρει. Αμφιβάλλω αν θα βγάλει τη νύχτα».

Και όμως, την έβγαλε… Κι εκείνη τη νύχτα και πολλές άλλες. Το επόμενο πρωί ο γιατρός έμεινε έκπληκτος. Βρήκε τον Έρνεστ να αναπνέει και να έχει και λίγο χρώμα στα μάγουλά του. Ο νοσοκόμος, αντιθέτως, φαινόταν καταβεβλημένος και χλωμός. «Έκανες σπουδαία δουλειά», είπε ο γιατρός. «Πώς κατάφερες να τον καθαρίσεις τόσο καλά;».

«Δεν μπορώ να τον αφήσω, γιατρέ. Φαίνεται να είναι ο μόνος επιζών, ο κακομοίρης! Καθάρισα τις πληγές του από όσο περισσότερο πετρέλαιο και στάχτη μπορούσα. Είναι ακόμα αρκετά άσχημα, αλλά νομίζω ότι οι μεγαλύτερες πληγές είναι καθαρές, και καμία από αυτές δεν φαίνεται να είναι πολύ βαθιά. Έχει άσχημα εγκαύματα, όμως τα καθάρισα και προσπάθησα να του μετριάσω τον πόνο. Ευτυχώς, από τότε που ενήργησε η μορφίνη είναι αναίσθητος την περισσότερη ώρα».

«Ωραία, ξεκουράσου. Θα τον εξετάσω τώρα».

Όσο ο γιατρός τον εξέταζε προσεκτικά, -γιατί ο Έρνεστ έχανε και ξανάβρισκε τις αισθήσεις του συνεχώς- σφύριζε ένα μικρό σκοπό και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. «Ναι, άσχημο κάψιμο, αλλά είναι καθαρό, δεν έκανε πληγή. Πολύ τυχερός!». Ένας άλλος νοσοκόμος, που αντικατέστησε τον προηγούμενο, τον βοηθούσε. Έβαλε ιώδιο στις χειρότερες πληγές, κάνοντας ράμματα εδώ και εκεί, και έβαλε αλοιφή στα εγκαύματα.

Επιτέλους, τελείωσε. «Μπορείς να με ακούσεις;», τον ρώτησε. Ο Έρνεστ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Νομίζω -ελπίζω- ότι είσαι πολύ τυχερός. Έχεις μερικά πολύ άσχημα κοψίματα και μελανιές, και κάποια άσχημα εγκαύματα, αλλά δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαινόταν πριν σε καθαρίσουμε. Πρέπει να ευχαριστήσεις τον νοσοκόμο σου. Έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Θα τα μπαντάρουμε τώρα. Επιστρέφουμε στο Σκάπα Φλόου. Πρέπει να είσαι στο νοσοκομείο μέχρι αύριο».

Το σκάφος αγκυροβόλησε αργότερα το ίδιο βράδυ. Ο νοσοκόμος που τον είχε φροντίσει αρχικά είχε ξανά βάρδια, και τον ξύπνησε. «Τι κάνεις, παλιόφιλε; Έχουμε ρίξει άγκυρα τώρα, οπότε θα σε πάρουμε από δω σύντομα».

«Είμαι καλά», είπε ο Έρνεστ. Δεν πονάω καθόλου».

«Μπράβο αγόρι μου. Έτσι σε θέλω!».

Οι ορντινάντσες που ήρθαν να τον πάρουν έφεραν ένα φορείο. Έβαλαν μια κουβέρτα από κάτω του, σηκώνοντας προσεκτικά πρώτα τα πόδια του και μετά τον κορμό του. Συγκρατήθηκε να μην φωνάξει όταν άγγιζαν τυχαία τα εγκαύματά του. Όταν η κουβέρτα μπήκε στη θέση της τέσσερις άνδρες τον σήκωσαν προσεκτικά και τον έβαλαν στο φορείο. Τον κουβάλησαν έξω από τον θάλαμο και τον πήγαν πάνω στο κατάστρωμα. Χρειάστηκε να γωνιάσουν το φορείο για να τον μεταφέρουν από την ξύλινη σκάλα αποβίβασης στην αποβάθρα και από εκεί στο ασθενοφόρο που τον περίμενε. Εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει να ουρλιάζει από τους πόνους κάθε φορά που οι επίδεσμοί του τριβόταν πάνω στο βασανισμένο του δέρμα.

Έφυγαν με τον Έρνεστ και μετά από μια, ευτυχώς, σύντομη διαδρομή, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και τον έβαλαν σε μια πτέρυγα με επιζώντες από άλλα βρετανικά πλοία. Και ήταν ελάχιστοι, σε σύγκριση με τον αριθμό των ναυτικών που είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Η οδύνη τους φαινόταν στα γκρίζα πρόσωπά τους και στις γκριμάτσες πόνου. Μεταφέρθηκε σε ένα κρεβάτι. Υπέφερε και πάλι όταν άγγιζε η κουβέρτα τις πληγές του, αλλά ο Έρνεστ, κοιτάζοντας τον φουκαρά στο διπλανό κρεβάτι, κατάλαβε ότι οι πόνοι του δεν ήταν μεγαλύτεροι από εκείνους των άλλων τραυματιών. Ο ναύτης είχε μια τέντα στημένη πάνω από τα πόδια του, και τα χέρια του ήταν πολύ μπανταρισμένα, όπως και το κεφάλι του. Ήταν απλώς ξαπλωμένος εκεί, σιωπηλός, χωρίς τις αισθήσεις του, και άσπρος σαν το πανί, όπως τα σεντόνια που τον σκέπαζαν, ανασαίνοντας μόνο αδύναμα. Αργότερα μέσα στη νύχτα όπως τον κοιτούσε ο Έρνεστ, οι αναπνοές του έγιναν ακόμα πιο αδύναμες και αργές, και κάποια στιγμή ο Έρνεστ συνειδητοποίησε ότι απλά σταμάτησε να αναπνέει. Το πρωί ήρθε μια νοσοκόμα. Κοίταξε τον καημένο τον άντρα και κάλεσε τις ορντινάντσες που ήρθαν αμέσως και χωρίς πολλά-πολλά έβαλαν τη σορό του σε ένα φορείο και τον πήραν. Μόνο όταν βγήκε η τέντα ο Έρνεστ είδε ότι είχε χάσει και τα δυο του πόδια.

Για πολλές μέρες ο Έρνεστ κειτόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και κατά τακτά διαστήματα τα τραύματά του καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν. Μερικές μέρες ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει, αλλά η ανάμνηση των αντρών του πληρώματος που χάθηκαν τον βοήθησε να κρατηθεί. «Δεν θα πεθάνω, δεν θα πεθάνω. Δεν θα με πάρουν κι εμένα νεκρό από εδώ μέσα», ήταν συνεχώς η σκέψη του.

Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο που ήταν ειδικευμένο στη θεραπεία εγκαυμάτων όπως τα δικά του. Το σώμα του ήταν πληγωμένο, αλλά όμως θεραπευόταν. Ο πόνος γινόταν σιγά-σιγά μια αμυδρή ανάμνηση, παρόλο που η ενόχληση που είχε μέχρι να επουλωθούν οι πληγές στο καμένο του δέρμα, ήταν μόνιμος σύντροφος.

Όταν μπήκε το 1918 ήταν πια σε θέση να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο Ντιλ του Κεντ, για να αναρρώσει. Αν και ακόμα πονούσε λίγο από τα εγκαύματα, που έπρεπε να καθαρίζονται κάθε μέρα, οι πληγές είχαν επουλωθεί και οι μώλωπές του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.

Yaş sınırı:
0+
Litres'teki yayın tarihi:
17 ağustos 2020
Hacim:
471 s. 3 illüstrasyon
ISBN:
9788835406334
Telif hakkı:
Tektime S.r.l.s.
İndirme biçimi: