Kitabı oku: «Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο», sayfa 3
Τρίτο κεφάλαιο
Στις δύο, ακριβώς, παρουσιάστηκα στο γραφείο. Ο Κάιλ έβγαινε από εκεί, με άλλον έναν δίσκο στα χέρια, με τον αέρα κάποιου που ήθελε να τα παρατήσει όλα και να μεταφερθεί στην άλλη άκρη του κόσμου.
«Έχει κάκιστη διάθεση και δεν θέλει να φάει τίποτα», μουρμούρισε.
Η σκέψη ότι, άθελά μου, εγώ ήμουν η αιτία της ψυχικής του κατάστασης με χτύπησε βαθιά, σε κάθε κομμάτι της ύπαρξής μου, σε κάθε μου κύτταρο. Δεν είχα κάνει ποτέ κακό σε κανέναν, περπατούσα πάντα στις μύτες για να μην ενοχλώ, προσέχοντας κάθε λέξη για να μην πληγώσω.
Πέρασα το κατώφλι, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο χερούλι της πόρτας, που την είχε αφήσει ανοικτή ο Κάιλ. Με την είσοδό μου, τα μάτια του σηκώθηκαν. «Α, εσείς είστε. Μπείτε, δεσποινίς Μπρούνο. Κινηθείτε, σας παρακαλώ».
Δεν έχασα χρόνο να υπακούσω.
Έσπρωξε πάνω στο γραφείο κάποια χαρτιά, καλυμμένα από έναν λεπτή ανδρική καλλιγραφία. «Στείλτε αυτά. Το ένα στον διευθυντή της τραπέζης μου και το άλλο στις διευθύνσεις που γράφει στο κάτω μέρος».
«Αμέσως, κύριε ΜακΛέιν», απάντησα με σεβασμό.
Όταν σήκωσα τα μάτια, είδα με χαρά ότι το βλέμμα του είχε γίνει και πάλι χαμογελαστό.
«Πολύ επισημότητα, δεσποινίς Μπρούνο. Δεν υπάρχει βιασύνη. Δεν είναι τόσο σημαντικά γράμματα. Δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είμαι ένας ζωντανός-νεκρός, εδώ και πολλά χρόνια τώρα».
Παρά τη σκληρότητα της δήλωσής του, φαινόταν να έχει και πάλι καλή διάθεση. Το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό και μου ζέστανε την καρδιά αναστατώνοντάς την. Ευτυχώς, δεν έμεινε σκυθρωπός για πολύ ώρα, αν και η οργή του ήταν ανησυχητική και βίαιη.
«Ξέρετε να οδηγείτε, Μελισσάνθη; Πρέπει να σας στείλω να πάρετε κάποια βιβλία από την τοπική βιβλιοθήκη. Ξέρετε, για έρευνα». Το χαμόγελο αντικαταστάθηκε από έναν μορφασμό. «Φυσικά, δεν μπορώ να πάω εγώ», πρόσθεσε, ως εξήγηση.
Ντροπιασμένη, έστριψα με δύναμη τα χαρτιά στα χέρια μου, κινδυνεύοντας να τα σκίσω. «Δεν έχω δίπλωμα, κύριε», απολογήθηκα.
Η έκπληξη αλλοίωσε τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά του. «Θεωρούσα ότι οι νεολαία βιαζόταν να μεγαλώσει μόνο και μόνο για να έχει το δικαίωμα να οδηγεί. Τόσο, που το κάνουν και νωρίτερα, στα κρυφά».
«Εγώ είμαι διαφορετική, κύριε», είπα λακωνικά. Και, όντως, ήμουν. Τόσο ξένη, μέσα στη διαφορετικότητά μου.
Με κοίταξε διερευνητικά με εκείνα τα μαύρα μάτια του, πιο διαπεραστικά κι από ραντάρ. Ανεχόμουν το βλέμμα του, ψάχνοντας για μία αποδεκτή δικαιολογία.
«Φοβάμαι την οδήγηση και με αυτή την προϋπόθεση, θα κατέληγα να προκαλέσω την καταστροφή», εξήγησα βιαστικά, ισιώνοντας το τσαλάκωμα στα χαρτιά, το οποίο εγώ η ίδια είχα προκαλέσει.
«Μετά από τόση ειλικρίνεια από μεριάς σας, μυρίζομαι ψέματα», είπε τραγουδιστά.
«Αλήθεια είναι. Πραγματικά, θα μπορούσα…». Έχασα τη φωνή μου για μία μακρά στιγμή και μετά την ανέκτησα. «Πραγματικά, θα μπορούσα να σκοτώσω κάποιον».
«Ο θάνατος είναι το μικρότερο κακό», μουρμούρισε. Χαμήλωσε τα μάτια του στα πόδια του κι έσφιξε τα δόντια.
Με έβριζα νοερά. Για άλλη μία φορά. Ήμουν πραγματικός ταραχοποιός, ακόμη και χωρίς τιμόνι στα χέρια μου. Ένας δημόσιος κίνδυνος, ασυγχώρητος, αναίσθητος, ικανός μόνο και μόνο να κάνει γκάφες.
«Μήπως σας πρόσβαλα, κύριε ΜακΛέιν;». Η αγωνία μου διέρρεε από την ερώτησή μου και τον ξύπνησα από τον λήθαργό του.
«Μελισσάνθη Μπρούνο, μία νέα γυναίκα, που ήρθε ποιος ξέρει από πού, παράξενη και διασκεδαστική σαν κινούμενο σχέδιο…Πώς μπορεί αυτή η κοπέλα να προσβάλει τον μεγάλο συγγραφέα βιβλίων τρόμου, τον σατανικό και διεστραμμένο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν;» Η φωνή του ήταν άχρωμη, σε αντίθεση με τη σκληρότητα των φράσεών του.
Έσφιξα τα χέρια μου, αγχωμένη, όπως στην πρώτη συνάντηση. «Έχετε δίκιο, κύριε. Δεν είμαι τίποτα. Και…»
Τα μάτια του μίκρυναν με κακία. «Κι όμως. Δεν είναι έτσι. Είστε η Μελισσάνθη Μπρούνο. Άρα είστε κάποια. Μην επιτρέπετε σε κανέναν να σας ντροπιάζει, ούτε κι εμένα».
«Πρέπει να μάθω να σιωπώ. Προτού έρθω σε αυτό το σπίτι, τα κατάφερνα μία χαρά», μουρμούρισα συντετριμμένη, με σκυμμένο το κεφάλι.
«Το Midnight Rose έχει τη δυνατότητα να βγάζει το χειρότερο εαυτό σας, Μελισσάνθη Μπρούνο; Ή ο υποφαινόμενος έχει αυτή τη φοβερή ιδιότητα;» Μου απηύθυνε ένα καλοσυνάτο χαμόγελo με τη μεγαλοψυχία του κυρίαρχου.
Αποδέχτηκα σιωπηλά εκείνη την πρόταση ειρήνης και κατάφερα να χαμογελάσω. «Πιστεύω ότι εξαρτάται από εσάς, κύριε», αποκάλυψα χαμηλόφωνα, σαν να εξομολογούμουν μία μεγάλη αμαρτία.
«Ήξερα ήδη ότι ήμουν δαιμόνιος», είπε σοβαρά. «Αλλά ως αυτό το σημείο; Με αφήνετε χωρίς λόγια…»
«Αν θέλετε, σας δίνω το λεξικό», είπα χαμογελώντας. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, έτσι ένιωθε κι η καρδιά μου.
«Πιστεύω ότι το πραγματικό διαβολάκι είστε εσείς, Μελισσάνθη Μπρούνο», συνέχισε να με πειράζει. «Είστε ο Σατανάς προσωποποιημένος που ήρθε για να ταράξει την ηρεμία μου».
«Ηρεμία; Είστε σίγουρος ότι δεν μπερδεύεστε με τη λέξη ‘φασαρία’;» αστειεύτηκα.
«Αν ήταν έτσι, με εσάς εδώ, δεν θα την ξαναείχα ποτέ, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως, με αυτό το ρυθμό, θα καταλήξω να τη νοσταλγώ», απάντησε με έμφαση.
Γελούσαμε κι οι δύο, με κύματα της ίδιας διάρκειας, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές.
«Η κυρία ΜακΜίλιαν», είπε εκείνος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό μου.
Εγώ πήγα, απρόθυμα, να φέρω την οικονόμο.
«Ήρθε ο γιατρός Μάκιντος, κύριε», είπε η καλή γυναίκα, με μία ιδέα ανησυχίας στη φωνή της.
Ο συγγραφέας σκοτείνιασε, στη στιγμή. «Είναι κιόλας Τρίτη;»
«Βέβαια, κύριε. Θέλετε να τον συνοδεύσω στο δωμάτιό σας,» ρώτησε εκείνη, καλοσυνάτα.
«Εντάξει. Φώναξε τον Κάιλ», διέταξε εκείνος, με τόνο ξερό σαν εκατό κιλά σκόνη. Απευθύνθηκε. «Τα λέμε μετά, δεσποινίς Μπρούνο».
Ακολούθησα την οικονόμο στις σκάλες. Εκείνη απάντησε στην ερώτηση που δεν εξέφρασα. «Ο Δρ Μάκιντος είναι ο τοπικός γιατρός. Κάθε Τρίτη έρχεται να επισκεφθεί τον κύριο ΜακΛέιν. Εκτός από την παράλυση, είναι υγιής σαν ταύρος, αλλά είναι μία συνήθεια και μία προφύλαξη».
«Η…» Δίστασα, αναποφάσιστη ως προς την επιλογή των λέξεων. «…κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη;»
«Δυστυχώς ναι, δεν υπάρχουν ελπίδες», ήταν η λυπηρή επιβεβαίωσή της.
Στο τέλος της σκάλας περίμενε ένας άντρας, κουνώντας την βαλίτσα με τα εργαλεία.
«Λοιπόν, Μίλισεντ; Είχε ξεχάσει πάλι την επίσκεψη;» Ο άνδρας έστρεψε σε μένα το βλέμμα, ψάχνοντας την ιδιότητά μου. «Εσείς είστε η καινούργια γραμματέας; Θα πέσει σε εσάς το βάρος να θυμάστε τα επόμενα ραντεβού. Κάθε Τρίτη, στις 3 το μεσημέρι». Μου έτεινε το χέρι, με ένα φιλικό χαμόγελο. «Είμαι ο τοπικός γιατρός. Τζον Μάκιντος».
Ήταν ένας άνδρας ψηλός, σχεδόν όσο κι ο Κάιλ, αλλά πιο μεγάλος σε ηλικία, κάπου μεταξύ 60 και 70 ετών.
«Κι εγώ είμαι η Μελισσάνθη Μπρούνο», είπα σφίγγοντάς του το χέρι.
«Εξωτικό όνομα για μία ομορφιά αντάξια των γυναικών της Σκωτίας». Ο θαυμασμός στο βλέμμα του ήταν έκδηλος. Τα χαμόγελα είχαν ευγνωμωσύνη. Προτού φτάσω σε αυτό το χωριό, που ούτε ο χάρτης δεν το έχει, θεωρούμουν γλυκιά, κάτι παραπάνω από χαριτωμένη, τις πιο πολλές φορές αποδεκτή. Ποτέ όμορφή.
Η κυρία ΜακΜίλιαν έλαμψε με αυτό το κομπλιμέντο, σαν να ήταν η μητέρα μου κι εγώ η κόρη που θα παντρευόταν. Ευτυχώς, ο γιατρός ήταν ηλικιωμένος και παντρεμένος, κρίνοντας από την παχιά βέρα που φορούσε στον παράμεσο, αλλιώς θα αφοσιωνόταν στο να κάνει έναν όμορφο γάμο, στο ειδυλλιακό τοπίο του Midnight Rose.
Αφού τον συνόδευσε πάνω, γύρισε σε μένα, με μία άτακτη έκφραση στο λεπτό της πρόσωπο. «Κρίμα που είναι παντρεμένος. Θα ήταν θαυμάσιο ταίρι για εσάς».
Κρίμα που είναι γέρος, θα μου άρεσε να προσθέσω. Σιώπησα εγκαίρως, ώστε να θυμηθώ ότι η ΜακΜίλιαν ήταν τουλάχιστον 50 ετών και ίσως έβρισκε τον γιατρό ελκυστικό και ποθητό.
«Δεν ψάχνω για αρραβωνιαστικό», της θύμισα σταθερά. «Ελπίζω να μην να μου φορτώσετε και τον Κάιλ».
Εκείνη αρνήθηκε με το κεφάλι. «Κι αυτός είναι παντρεμένος. Δηλαδή…Σε διαστάση, κάτι σπάνιο σε αυτά τα μέρη. Έχει κάτι το παράξενο και το ανήθικο».
Ήμουν έτοιμη να απαντήσω ότι ο οποιοσδήποτε θα έπρεπε να αρέσει πρώτα σε μένα, αλλά σταμάτησα. Κυρίως, γιατί ο Κάιλ δεν άρεσε ούτε σε μένα. Δεν ήταν ακριβώς ο τύπος του άντρα που θα μου άρεσε να ονειρεύομαι, αν μπορούσα να ονειρευτώ. Δεν ήμουν άδικη. Η αλήθεια ήταν ότι, αφότου γνώρισα τον αινιγματικό και πολύπλοκο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν, ήταν δύσκολο να βρω κάποιον που να τον φτάνει. Μου τα έψαλα για τη χαζομάρα. Αξιοθρήνητο και κοινότυπο να πέσω στα απλωμένα δίχτυα του όμορφου συγγραφέα. Εκείνος ήταν, απλώς ,ο εργοδότης μου κι εγώ δεν ήθελα να καταλήξω όπως εκατομμύρια άλλες γραμματείς ερωτευμένες, χωρίς ελπίδα, με το αφεντικό τους. Είτε με είτε χωρίς αναπηρική καρέκλα, ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν εκτός απρόσιτος για μένα.
Ασυζητητί.
«Πάω επάνω», είπα. «Συνήθως πόσο κρατούν οι επισκέψεις;»
Η οικονόμος χαμογέλασε ευχάριστα. «Περισσότερο από όσο μπορεί να αντέξει ο κύριος ΜακΛέιν». Άρχισε μία σειρά αφηγήσεων με θέμα τις ιατρικές επισκέψεις. Εγώ τη σταμάτησα στα κρυφά, με την βαθιά πεποίθηση ότι, αν δεν το έκανα εγκαίρως, την επόμενη Τρίτη θα βρισκόμουν ακόμη εκεί, ακούγοντας χωρίς διακοπές.
Ήμουν στο κεφαλόσκαλο όταν, ξαφνικά, ο Κάιλ ξεπρόβαλε μέσα από ένα υπνοδωμάτιο. Μου φάνηκε ότι ήταν το δωμάτιο του κοινού μας εργοδότη.
Μου έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι με αυτοπεποίθηση. Εγώ παρέμεινα στη θέση μου, ώστε να μην του δώσω δικαίωμα. «Είχε δίκιο η κυρία ΜακΜίλιαν», σκέφτηκα ενώ με πλησίαζε. Μέσα του υπήρχε κάτι βαθιά διαταραγμένο.
«Κάθε Τρίτη, η ίδια ιστορία. Θα ήθελα να σταματούσε ο Μάκιντος αυτές τις ανούσιες επισκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Μόλις φύγει, εγώ θα υποστώ την κακή διάθεσή του ασθενούς του». Το χαμόγελό του μεγάλωσε. «Κι εσύ».
Με έπιασε από τους ώμους. «Είναι η δουλειά μας, σωστά; Δεν πληρωνόμαστε γι’αυτό;»
«Ίσως, όχι αρκετά. Είναι, πραγματικά, ανυπόφορος». Ο τόνος του ήταν πολύ αγενής ώστε να με εκπλήξει. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η τυπική ειλικρίνεια των κατοίκων του χωριού, αυθεντικοί μέσα στις στυγνές κρίσεις τους. Υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω, κάτι σαν ζήλια για όποιον μπορούσε να μην δουλεύει, αν δεν ήταν για χόμπι, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν. Ζήλια για εκείνον, παρόλο που ήταν καθηλωμένος σε μία αναπηρική καρέκλα, πιο φυλακισμένος κι από έναν εγκληματία.
«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», τον επέπληξα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου. «Κι αν σε ακούσει;»
«Δεν είναι εύκολο να βρεις προσωπικό σε αυτά τα μέρη. Θα ήταν δύσκολο να με αντικαταστήσει». Το είπε σαν δεδομένο, συγκαταβατικά, σαν να του έκανε χάρη. Οι λέξεις ήταν πανομοιότυπες με του ΜακΛέιν και κατάλαβα τη σύμφυτη αλήθεια τους.
«Εδώ δεν υπάρχουν ευκαιρίες διασκέδασης», συνέχισε με πιο ύπουλο τρόπο τώρα. Με άνεση, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, μου μετακίνησε μία τούφα μαλλιών από το μέτωπο. Τραβήχτηκα αμέσως, ενοχλημένη από την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου.
«Ίσως την επόμενη φορά, να σε χαϊδέψω, θα το εκτιμούσα πάρα πολύ», είπε, καθόλου προσβεβλημένος.
Η σιγουριά με την οποία μίλησε ξεσήκωσε την οργή μου από τα βάθη της ψυχής μου. «Δεν θα υπάρξει άλλη φορά», είπα σφυριχτά. «Δεν ψάχνω περισπασμούς, σίγουρα όχι τέτοιου είδους».
«Βέβαια, βέβαια. Για την ώρα».
Έμεινα στωικά σιωπηλή, γιατί ήθελα να τον κλωτσήσω στα γόνατα ή να του δώσω ένα χαστούκι στο δυσάρεστο πρόσωπό του.
Κατευθύνθηκα με μεγάλα βήματα στον διάδρομο, αγνοώντας το υπαινικτικό του χαμόγελο.
Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, όταν άκουσα τον ΜακΛέιν να φωνάζει και μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τη φωνή του, που δεν ήταν πια τόσο πνιχτή.
«Έξω από αυτό το σπίτι, Μάκιντος! Κι αν θες να μου κάνεις χάρη, μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Η απάντηση του γιατρού ήταν ήρεμη, σαν να ήταν συνηθισμένος σε αυτά τα ξεσπάσματα.
«Θα επιστρέψω την Τρίτη, την ίδια ώρα, Σεμπάστιαν. Θα χαρώ να σε βρω υγιή σαν ταύρο. Η εμφάνιση και το σώμα σου ανταγωνίζονται αυτά ενός 20χρονου».
«Τι ωραίο νέο, Μάκιντος». Η φωνή του ήταν γεμάτη ειρωνεία. «Βγαίνω τώρα να το γιορτάσω. Μπορεί να πάω και σε χορό».
Ο γιατρός έκλεισε την πόρτα, χωρίς να απαντήσει. Γυρίζοντας με είδε και χαμογέλασε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Θα συνηθίσετε τη μεταβαλλόμενη διάθεση του. Είναι αξιαγάπητος, όταν θέλει. Δηλαδή, πολύ σπάνια».
Έσπευσα να υπερασπιστώ το αφεντικό μου, με ειλικρίνεια. «Ο καθένας στη θέση του ...»
Ο Μάκιντος συνέχισε να χαμογελά. «Όχι ο καθένας. Ο καθένας αντιδρά με τον τρόπο του, δεσποινίς. Να το έχετε στο νου σας. Μετά από δεκαπέντε χρόνια θα έπρεπε, τουλάχιστον, να έχει παραιτηθεί. Αλλά φοβάμαι ότι ο Σεμπάστιαν δεν γνωρίζει την έννοια αυτής της λέξης. Είναι τόσο ...», δίστασε για λίγο, »... παθιασμένος. Με την ευρύτερη έννοια του όρου. Και ορμητικός, εκρηκτικός, πεισματάρης. Ήταν φοβερή τραγωδία αυτό που του συνέβη». Κούνησε το κεφάλι του, σαν να τα Θεία Σχέδια να του φαίνονταν ανεξήγητα, στη συνέχεια, με χαιρέτησε γρήγορα και έφυγε.
Σε εκείνο το σημείο δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξα την πόρτα του δωματίου μου. Εξέπεμπε μια τέτοια γλυκύτητα που με ζάλισε. Φοβόμουν να αντιμετωπίσω τον ΜακΛέιν, μετά την πρόσφατη οργή του. Αν και δεν απευθυνόταν σε μένα. Για άλλη μια φορά, δεν ήμουν εγώ εκείνη που αποφάσισε.
«Δεσποινίς Μπρούνο! Ελάτε αμέσως εδώ!»
Για να ξεπεράσειη φωνή του αυτήν την παχιά δρύινη πόρτα, θα έπρεπε να ουρλιάζει δυνατά. Αυτό ήταν πάρα πολύ για τα νεύρα μου που ήδη είχαν κλονιστεί. Άνοιξα την πόρτα του, με πόδια που κινούνται αυτόματα.
Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στο δωμάτιό του, αλλά η διακόσμηση με άφησε αδιάφορη. Το βλέμμα μου μαγνητίστηκε αμέσως από τη φιγούρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
«Πού είναι ο Κάιλ;» μου φώναξε απότομα. «Είναι το πιο νωθρό ον που έχω γνωρίσει ποτέ!»
«Πάω να τον βρω» προσφέρθηκα, χαρούμενη που είχα μια εύλογη δικαιολογία για να φύγω τρέχοντας από εκείνο το δωμάτιο, από εκείνον τον άνθρωπο, από εκείνη την στιγμή.
Με εξέπληξε με την δύναμη του ψυχρού βλέμματός του. «Μετά. Τώρα ελάτε μέσα».
Κατά κάποιον τρόπο αισθάνθηκα τον φόβο να υποχωρεί, πάνω στην ώρα ώστε να μπορέσω να μπω στο δωμάτιο με το κεφάλι ψηλά.
«Μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Και τι θα μπορούσατε να κάνετε;» ένα ρίγος ειρωνείας τίναξε τα σαρκώδη χείλη του. «Θα μου δώσετε τα πόδια σας; Θα το κάνατε αυτό, Μελισσάνθη Μπρούνο; Αν ήταν δυνατόν; Πόσο κοστίζουν τα πόδια σας; Ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, τρία εκατομμύρια λίρες;»
«Δεν θα το έκανα ποτέ για τα χρήματα», απάντησα ορμητικά.
Αυτός στηρίχτηκε στους αγκώνες του και με κοίταξε. «Και για την αγάπη; Θα το κάνατε αυτό για την αγάπη, Μελισσάνθη Μπρούνο;»
Είπα στον εαυτό μου ότι με κορόιδευε, ως συνήθως. Ωστόσο, για λίγα λεπτά, είχα την εντύπωση ότι αόρατες ριπές ανέμου με ωθούσαν στην αγκαλιά του. Εκείνη η στιγμή της στιγμιαίας τρέλας πέρασε και εγώ συνήλθα, υπενθυμίζοντάς στον εαυτό μου ότι είχα μπροστά μου έναν ξένο, όχι τον εντυπωσιακό πρίγκιπα με τη αστραφτερή πανοπλία που δεν ήμουν καν σε θέση να τον ονειρευτώ. Και σίγουρα δεν ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να με ερωτευτεί. Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα βρισκόμουν ποτέ σε εκείνο το δωμάτιο, για να μοιραστώ την πιο προσωπική στιγμή ενός ατόμου. Εκείνη στην οποία δεν φορά κανένα προσωπείο, όπου είναι απογυμνωμένος από κάθε άμυνα, έχοντας αφαιρέσει όλες τις τυπικότητες που επιβάλλονται από τον έξω κόσμο.
«Δεν έχω αγαπήσει ποτέ, κύριε,» απάντησα προσεκτικά. «Έτσι, δεν ξέρω τι θα έκανα σε αυτή την περίπτωση. Θα θυσίαζα τόσα πολλά για το αγαπημένο μου πρόσωπο; Δεν το ξέρω. Πραγματικά».
Τα μάτια του ποτέ δεν έφυγαν από πάνω μου, σαν να μην ήταν σε θέση να το κάνουν. Ή ίσως να το φαντάστηκα, γιατί ήταν αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή.
«Είναι μια καθαρά ακαδημαϊκή ερώτηση, Μελισσάνθη. Νομίζετε ότι αν ήσαστε πραγματικά ερωτευμένη με κάποιον ... Ότι θα του δίνατε τα πόδια ή την ψυχή σας;» η έκφραση του ήταν δυσανάγνωστη.
«Εσείς θα το κάνατε, κύριε;»
Σε αυτό το σημείο, γέλασε. Ένα γέλιο που αντήχησε στο δωμάτιο, απρόσμενο και δροσερό, όπως ο άνεμος της άνοιξης.
«Θα το έκανα, Μελισσάνθη. Ίσως επειδή έχω αγαπήσει και ξέρω την αίσθηση». Με κοίταξε λοξά, σαν να περίμενε κάποια ερώτηση από την πλευρά μου, αλλά δεν το έκανα. Δεν ήξερα τι να πω. Θα μπορούσε να μιλά για κρασιά και αστρονομία, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Δεν ήμουν σε θέση να μακρηγορώ στο θέμα της αγάπης. Διότι, στην πραγματικότητα, δεν είχα ιδέα τι ήταν.
«Πλησιάστε την αναπηρική καρέκλα», είπε τελικά, με έναν τόνο εντολής.
Χαρούμενη που εκτελούσα κάποια ανάθεση, για την οποία ήμουν προετοιμασμένη, υπάκουσα. Τα χέρια του τεντώθηκαν από την προσπάθεια και γλίστρησε με δεξιοτεχνία στο εργαλείο του βασανισμού του. Τόσο πολύ μισούσε αυτό που του ήταν τόσο απαραίτητο και πολύτιμο.
«Καταλαβαίνω πώς νιώθετε», είπα αυθόρμητα, παρακινημένη από τον οίκτο.
Κοίταξε επάνω προς εμένα. Μια φλέβα χτυπούσε στον δεξί του κρόταφο, ξεσηκωμένη από το σχόλιό μου.
«Δεν έχεις ιδέα για το πώς νιώθω», είπε λακωνικά. «Είμαι διαφορετικός. Διαφορετικός, καταλαβαίνεις;»
«Εγώ είμαι εκ γενετής, κύριε. Μπορώ να καταλάβω, πιστέψτε με», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου με μια αδύναμη φωνή.
Προσπάθησε να καλύψω τα μάτια μου, αλλά αρνήθηκα.
Χτύπησαν την πόρτα, και με ανακούφιση κατάλαβα την άφιξη του Κάιλ με την κενή έκφραση.
«Με χρειάζεστε, κύριε ΜακΛέιν;»
Ο συγγραφέας έκανε μια χειρονομία θυμωμένος. «Πού ήσουν, τεμπέλη;»
Υπήρχε μια λάμψη εξέγερσης στα μάτια του νοσοκόμου, αλλά δεν είπε τίποτα.
«Περιμένετέ με στο γραφείο, δεσποινίς Μπρούνο», μου είπε ο ΜακΛέιν, με φωνή που εξακολουθούσε να τρέμει από την καταπιεσμένη οργή.
Δεν κοίταξα πίσω μου, καθώς έφευγα.
Κεφάλαιο τέσσερα
Πέρασαν αρκετές μέρες, μέχρι να ξαναβρεθεί η αρχική χημεία, που στη συνέχεια συνέχεια χάθηκε, με τον ιδιοκτήτη του Midnight Rose. Απέφευγα τον Κάιλ σαν την πανούκλα, για να μην ξυπνήσει μέσα του καμία ελπίδα. Τα μάτια του που ήταν γεμάτα απληστία πάντα προσπαθούσαν να πετύχουν τα δικά μου, όταν συναντιόμαστε. Αλλά εγώ τον κρατούσα στην απαραίτητη απόσταση, με την ελπίδα ότι θα ήταν αρκετό για να τον αποτρέψει από το να επιχειρήσει νέες, ανεπιθύμητες προσεγγίσεις.
Από την άλλη πλευρά, άρχισα να εκτιμώ την παρέα της κυρίας ΜακΜίλιαν. Ήταν μια πνευματώδης γυναίκα, όχι πολύ εθισμένη στα κουτσομπολιά, όπως την είχα παρεξηγήσει στις πρώτες επαφές. Ήταν βαθιά πιστή προς τον ΜακΛέιν και αυτή η ιδιότητα μας έφερε πολύ κοντά. Έκανα τη δουλειά μου με παθιασμένη επιμέλεια, ευτυχισμένη που μπορούσα να πάρω, τουλάχιστον εν μέρει, το βάρος από τους ώμους του στους δικούς μου. Μου έλειπαν οι διαφωνίες μας, και η καρδιά μου πήγε να εκραγεί όταν άρχισαν και πάλι.
Απροσδόκητα, όπως είχαν ξεκινήσει.
«Ανάθεμα!»
Σήκωσα το κεφάλι μου επάνω, σκυμμένη όπως ήμουν πάνω σε κάποια έγγραφα που τακτοποιούσα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, με ένα βλέμμα στο πρόσωπό του τόσο ευάλωτο, σαν μικρό αγοράκι που είχε στεναχωρηθεί.
«Όλα εντάξει;»
Το βλέμμα του ήταν πολύ ψυχρό και σχεδόν με λύπησε το γεγονός ότι είχε ανοίξει τα μάτια του.
«Ο καταραμένος ο εκδότης μου», είπε, κουνώντας ένα φύλλο χαρτί. Ήταν ένα γράμμα που είχε έρθει με το πρωινό ταχυδρομείο και που δεν το είχα παρατηρήσει. Εγώ μοίραζα την αλληλογραφία και μετάνιωσα που δεν του το είχα δώσει νωρίτερα. Ίσως να ήταν θυμωμένος μαζί μου για το γεγονός ότι αμέλησα ένα σημαντικό γράμμα. Ωστόσο, τα λόγια του στη συνέχεια αποκάλυψαν το μυστήριο.
«Εύχομαι αυτή η επιστολή να είχε χάσει το δρόμο της», είπε με αηδία.
«Θέλει να του στείλω το υπόλοιπο του χειρογράφου».
Η σιωπή μου φάνηκε να τροφοδοτήσει την οργή του. «Και δεν έχω άλλα κεφάλαια για να του στείλω».
«Είναι μέρες που σας βλέπω να γράφετε», αποτολμήσα μπερδεμένη.
«Είναι μέρες που γράφω χάλια, πράγματα άξια μόνο για να καταλήξουν εκεί που καταλήγουν» τόνισε, δείχνοντας το τζάκι.
Είχα παρατηρήσει ότι είχε ανάψει τη φωτιά την προηγούμενη ημέρα και με εξέπληξε, λαμβάνοντας υπόψη τις καλοκαιρινές θερμοκρασίες, αλλά δεν είχα ζητήσει εξήγηση.
«Προσπαθήστε να καταλάβετε τον εκδότη σας. Θέλετε να του τηλεφωνήσετε;» πρότεινα γρήγορα. «Είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβει...»
Με διέκοψε, κουνώντας έντονα το χέρι, του σαν να έδιωχνε μια ενοχλητική μύγα. «Καταλαβαίνετε τίποτα; Τι είναι δημιουργική κρίση; Ότι βιώνω το λεγόμενο ‘κλασικό μπλοκάρισμα του συγγραφέα’;» Το σκωπτικό χαμόγελο του έκανε την καρδιά μου να χτυπά μου, σαν να την χάιδευε.
Πέταξε την επιστολή στο γραφείο. «Το βιβλίο δεν προχωρά. Για πρώτη φορά στην καριέρα μου, μου φαίνεται ότι δεν έχω κάτι άλλο να γράψω, σαν να μην το έχω πια στο αίμα μου».
«Τότε, να κάνετε κάτι άλλο», είπα αυθόρμητα.
Με κοίταξε σαν να είχα τρελαθεί. «Ορίστε;»
«Χαρίστε στον εαυτό σας ένα διάλειμμα, για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει», είπα με ένταση.
«Να κάνω τι; Να πάω για λίγο τζόκινγκ; Για βόλτα με το αυτοκίνητο; Ή για ένα παιχνίδι τένις;» Ο σαρκασμός στη φωνή του ήταν τόσο έντονος που με έκανε να δακρύσω. Μου φαινόταν να αισθάνεται την κολλώδη θερμή ορμή του αίματος που έρρεε από τις πληγές του.
«Δεν υπάρχουν μόνο σωματικά χόμπι», είπα, σκύβοντας το κεφάλι. «Θα μπορούσατε να ακούσετε λίγη μουσική, ίσως. Ή να διαβάσετε».
Ορίστε, τώρα θα με απέλυε στο άψε-σβήσε, ως εκείνη που είχε προτείνει τις μεγαλύτερες ανοησίες της ιστορίας. Αντ ‘αυτού τα μάτια του ήταν σε εγρήγορση, επικεντρωμένα πάνω μου.
«Μουσική. Δεν είναι κακή ιδέα. Εφόσον δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, σωστά;» Έδειξε ένα πικάπ, στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης. «Φέρτε το, παρακαλώ».
Ανέβηκα πάνω στην καρέκλα και το τράβηξα προς τα κάτω, θαυμάζοντας τις λεπτομέρειες. «Είναι υπέροχο. Αυθεντικό, σωστά;»
Συγκατένευσε, ενώ εγώ το ακουμπούσα στο γραφείο. «Πάντα ήμουν λάτρης των παλιών πραγμάτων, ακόμη και αν είναι πιο σύγχρονα. Στο κόκκινο κουτί θα βρείτε δίσκους βινυλίου».
Στάθηκα μπροστά στη βιβλιοθήκη, με τα χέρια αδρανή στο πλάι. Υπήρχαν δύο σκουρόχρωμα κουτιά, παρόμοια σε μέγεθος, πάνω στο ράφι που βρισκόταν το πικάπ. Έγλειψα τα ξηρά χείλη μου, ενώ ο λαιμός μου είχε ξεραθεί.
Αυτός μου φώναξε ανυπόμονα. «Κουνηθείτε, δεσποινίς Μπρούνο. Ξέρω ότι δεν εγώ δεν πάω πουθενά, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τον δικό σας αργό ρυθμό. Τι είστε; Χελώνα; Ή πήρατε μαθήματα από τον Κάιλ;»
‘’Δεν θα ήμουν ποτέ σε θέση να συνηθίσω τον σαρκασμό του’’, σκέφτηκα θυμωμένα, ενώ έπαιρνα μια βιαστική απόφαση. Είχε έρθει η ώρα: να ομολογήσω την εκφυλιστική ανωμαλία μου ή να ακολουθήσω τον εύκολο δρόμο, όπως και στο παρελθόν; Δηλαδή να πιάσω τυχαία ένα κουτί, ελπίζοντας ότι ήταν το σωστό; Δεν θα μπορούσα να το ανοίξω νωρίτερα και να δω κλεφτά το περιεχόμενο, γιατί ήταν κλειστά με χοντρά κομμάτια ταινίας. Στη σκέψη των τρομακτικών επιπτώσεων που θα είχα, εάν έλεγα την αλήθεια, αποφάσισα. Ανέβηκα πάνω στην καρέκλα και κατέβασα ένα κουτί. Το ακούμπησα στο γραφείο χωρίς να τον κοιτάζω.
Τον άκουσα να το σκαλίζει, σιωπηλός. Απροσδόκητα, ήταν το σωστό. Και άρχισα πάλι να αναπνέω.
«Να το» Μου έδωσε έναν δίσκο. Ντεμπισί.
«Γιατί αυτόν;» ρώτησα.
«Επειδή επανεκτίμησα τον Ντεμπισί, ξέροντας ότι το όνομά σας επιλέχτηκε ως φόρος τιμής σε αυτόν».
Η πρωτόγονη απλότητα της απάντησής του, με άφησε με κομμένη την ανάσα, η καρδιά μου σπαρταρούσε ανάμεσα σε ελπίδες αιχμηρές σαν αγκάθια. Επειδή ήταν πολύ καλές, για να τις πιστέψω πραγματικά.
Δεν ήξερα αν ονειρευόμουν. Ίσως γιατί το μυαλό μου είχε ήδη καταλάβει, κατά τη γέννηση μου, αυτό που η καρδιά μου αρνούταν να κάνει. Τα όνειρα ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα. Τα δικά μου, τουλάχιστον.
Η μουσική πήρε σάρκα και οστά, και γέμισε το δωμάτιο. Ήπια, αρχικά, και στη συνέχεια, πιο δυναμική, μέχρι να δυνάμωσει σε κρεσέντο συναρπαστική, σαγηνευτική.
Ο ΜακΛέιν έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πίσω στην καρέκλα του, απολαμβάνοντας τον ρυθμό, κάνοντάς την δική του, οικειοποιούμενός την με μία εξουσιοδοτημένη κλοπή.
Τον παρακολούθησα, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι δεν μπορούσε να με δει. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε τρομερά νέος και εύθραυστος, λες και ένα απλό φύσημα του ανέμου θα μπορούσε να το πάρει μακριά. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου σε αυτή την εξωφρενική και γελοία σκέψη. Δεν ήταν δικός μου. Ποτέ δεν θα ήταν. Είτε ήταν σε αναπηρική καρέκλα είτε όχι. Στην αρχή το είχα συνειδητοποιήσει, στην αρχή είχα βρει κοινή λογική μου, την ανακουφιστική παραίτησή μου, την ψυχική μου ισορροπία. Δεν μπορούσα να θέσω σε κίνδυνο το κλουβί στο οποίο είχα σκόπιμα κλειδωθεί, με κίνδυνο να υποφέρω φρικτά για μια απλή φαντασία, για ένα όνειρο, αντάξιο μίας έφηβης.
Η μουσική σταμάτησε, φλογερή και μεθυστική.
Ανοίξαμε τα μάτια την ίδια στιγμή. Τα δικά του είχαν ανακτήσει τη συνήθη ψυχρότητά τους. Τα δικά μου ήταν στον θολά, νυσταγμένα.
«Το βιβλίο δεν θα προχωρήσει έτσι» πρόσταξε. «Κρύψτε το πικάπ, Μελισσάνθη. Θα ήθελα να γράψω λίγο, ή μάλλον να το ξαναγράψω όλο».
Μου απηύθυνε ένα χαμόγελο. «Η ιδέα της μουσικής ήταν λαμπρή. Σας ευχαριστώ».
«Μα νομίζετε... δεν έκανα τίποτα το ιδιαίτερο» τραύλισα, αποφεύγοντας το βλέμμα του στα βάθη των οποίων κινδύνευα να χάσω κανονικά τον εαυτό μου.
«Όχι, όντως, δεν κάνατε κάτι το ιδιαίτερο» παραδέχτηκε, ρίχνοντας το ηθικό μου κάτω από τα τακούνια με τον ταχύ τρόπο με τον οποίο με είχε αφάνισε. «Είστε εσείς ξεχωριστή, Μελισσάνθη. Εσείς, όχι αυτά που λέτε ή κάνετε».
Το βλέμμα του ανέβηκε και συνάντησε το δικό μου, αποφασισμένος να το αιχμαλωτίσει, ως συνήθως. Σήκωσε τα φρύδια του με εκείνη την ειρωνεία που είχα μάθει τόσο καλά.
«Σας ευχαριστώ, κύριε,» απάντησα σεμνά.
Γέλασε, σαν να είχα πει κάποιο αστείο. Δεν με παρεξήγησε. Με έβρισκε διασκεδαστική. Καλύτερο από το τίποτα, ίσως. Γύρισα με τον νου στη συνομιλία που είχαμε λίγες μέρες νωρίτερα, όταν με ρώτησε αν θα έδινα τα πόδια μου ή την ψυχή μου για την αγάπη. Τότε απάντησα ότι ποτέ δεν είχα αγαπήσει, και στη συνέχεια, ότι δεν ήξερα πώς θα ενεργούσα. Τώρα, συνειδητοποιούσα ότι, ίσως, θα μπορούσα να απαντήσω σε αυτή την δύσκολη ερώτηση.
Έβγαλε τον υπολογιστή και άρχισε να γράφει, αποκλείοντάς με από τον κόσμο του. Γύρισα στη δουλειά μου, παρόλο που η καρδιά μου είχε σταματήσει. Το να ερωτευτώ τον Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν αυτοκτονία. Και δεν είχα καμία φιλοδοξία να γίνω καμικάζι. Σωστά; Ήμουν ένα κορίτσι με κοινή λογική, πρακτική, ανίκανη να ονειρευτεί. Ακόμη και με τα μάτια ανοικτά. Ή τουλάχιστον, έτσι ήμουν μέχρι εκείνη τη στιγμή, με διόρθωσα.
«Μελισσάνθη;»
«Μάλιστα, κύριε;» Γύρισα προς το μέρος του, έκπληκτη που μου είχε απευθύνει τον λόγο. Όταν άρχιζε να γράφει ήταν αποκομμένος από τους πάντες και τα πάντα.
«Θέλω τριαντάφυλλα», είπε, υποδεικνύοντας το κενό βάζο πάνω στο γραφείο. Ζητήστε από τη Μίλισεντ να το γεμίσει, παρακαλώ».
«Φυσικά, κύριε.» Άρπαξα το κεραμικό δοχείο με τα δύο χέρια. Ήξερα πόσο βαρύ ήταν.
«Κόκκινα τριαντάφυλλα» διευκρίνισε. «Όπως τα μαλλιά σου».
Κοκκίνισα, παρόλο που δεν υπήρχε τίποτα ρομαντικό σε αυτό που μου είχε πει.
«Εντάξει, κύριε».
Μπορούσα να αισθανθώ τα μάτια του να μου τρυπούν την πλάτη, καθώς άνοιγα προσεκτικά την πόρτα και έβγαινα στον διάδρομο. Κατέβηκα στο ισόγειο, κρατώντας το βάζο σφιχτά στα χέρια μου.
«Κυρία ΜακΜίλιαν; Κυρία;». Δεν υπήρχε κανένα ίχνος της ηλικιωμένης οικονόμου, και στη συνέχεια, μου ήρθε μία ανάμνηση στο μυαλό, πολύ αδύναμη για να τη συγκρατήσω. Η γυναίκα στο πρωινό, μου είπε κάτι σχετικά με ρεπό ... Αναφερόταν στη σημερινή μέρα; Δύσκολο να το προσδιορίσω. Η ΜακΜίλιαν ήταν ένα φυτώριο συγκεχυμένων πληροφοριών και σπάνια κατάφερνα να την ακούσω από την αρχή μέχρι το τέλος. Ούτε και στην κουζίνα υπήρχε κανένα ίχνος της. Αποκαρδιωμένη, ακούμπησα το βάζο πάνω στο τραπέζι δίπλα σε ένα μπολ με φρέσκα φρούτα.
Καταπληκτικά. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να είμαι εγώ εκείνη που θα διαλέξει τα κόκκινα τριαντάφυλλα από τον κήπο. Μια εργασία πέρα από τις ικανότητές μου. Ήταν πιο εύκολο να αρπάξω ένα σύννεφο και χορέψουμε βαλς.
Με ένα επίμονο κουδούνισμα στα αυτιά και την αίσθηση της επικείμενης καταστροφής, βγήκα έξω. Ο κήπος με τις τριανταφυλλιές ήταν μπροστά μου, φλογερός σαν φωτιά από πέταλα. Κόκκινα, κίτρινα, ροζ, λευκά, ακόμα και μπλε. Κρίμα που ζούσα σε μαύρο και άσπρο, σε έναν κόσμο όπου τα πάντα ήταν σκιερά. Σε έναν κόσμο όπου το φως ήταν κάτι το ανεξήγητο, κάτι απροσδιόριστο και απαγορευμένο. Δεν θα μπορούσε ούτε να ονειρευτώ ότι διακρίνω τα χρώματα, γιατί δεν ήξερα τι ήταν. Από τότε που γεννήθηκα.
Έκανα ένα αβέβαιο βήμα προς τον κήπο με τις τριανταφυλλιές, με τα μάγουλά μου να καίνε. Έπρεπε να εφεύρω μια δικαιολογία για να δικαιολογήσω την επιστροφή μου στον επάνω όροφο, χωρίς λουλούδια. Το πρώτο ζήτημα ήταν να διαλέξω, ανάμεσα σε δύο κουτιά, το άλλο ήταν να φέρω τριαντάφυλλα του ίδιου χρώματος. Κόκκινο. Πώς είναι το κόκκινο; Πώς να φανταστεί κανείς κάτι που δεν έχει δει ποτέ, ούτε καν σε ένα βιβλίο;
Ποδοπάτησα ένα σπασμένο τριαντάφυλλο. Έσκυψα να το πιάσω, ήταν ξεραμένο, νωχελικό μέσα στον φυτικό θάνατό του, αλλά ακόμα μύριζε.
«Τι κάνεις εδώ;»
Έδιωξα απότομά τα μαλλιά μου από το μέτωπο, μετανιώνοντας που δεν τα είχα κόψει στο συνηθισμένο σινιόν. Ήταν μακριά πίσω και ήδη μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Πρέπει να διαλέξω τριαντάφυλλα για τον κύριο ΜακΛέιν», απάντησα λακωνικά.
Ο Κάιλ μου χαμογέλασε, το σύνηθες χαμόγελο γεμάτο με ενοχλητικές προθέσεις. «Χρειάζεσαι βοήθεια;»
Με αυτές τις λέξεις να πλανώνται στον αέρα, άδειες και διφορούμενες, βρήκα μία οδό διαφυγής, μια ανέλπιστη παράκαμψη που μπορούσα να αρπάξω.
«Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να το κάνεις εσύ, αλλά δεν ήσουν τριγύρω. Ως συνήθως», είπα αδέξια.
Ένα ρίγος πέρασε το πρόσωπό του. «Δεν είμαι κηπουρός. Ήδη δουλεύω πάρα πολύ».
Σε αυτή τη δήλωση έσκασα στα γέλια. Σήκωσα το χέρι στο στόμα, ώστε να αμβλύνω την ιλαρότητα.
Εκείνος με κοίταξε θυμωμένα. «Είναι η αλήθεια. Ποιος νομίζεις ότι τον βοηθά να κάνει μπάνιο, να ντυθεί, να κινηθεί;»
Η σκέψη του γυμνού Σεμπάστιαν ΜακΛέιν σχεδόν με βραχυκύλωσε. Να τον πλύνω, να τον ντύσω ... Εργασίες που θα έκανα πολύ πρόθυμα. Η σκέψη ότι ποτέ δεν θα μου τις ανέθεταν με έκανε να απαντήσω με δριμύτητα.
«Αλλά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, είσαι ελεύθερος. Φυσικά, είσαι πάντα στη διάθεσή του, ωστόσο σπάνια σε ενοχλεί», αύξησα τη δόση της έντασης. «Έλα, έλα να με βοηθήσεις».