Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 6

Yazı tipi:

ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

Στρατόπεδον τον Καίσαρος εν Αλεξανδρεία.

Εισέρχεται ο ΚΑΙΣΑΡ αναγινώσκων επιστολήν, είτα ο ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ο

ΜΑΙΚΗΝΑΣ και άλλοι.

ΚΑΙΣΑΡ. Με ονομάζει παιδίον και με επιπλήττει, ως εάν είχε δύναμιν να με εκδιώξη της Αιγύπτου, εμαστίγωσε τον απεσταλμένον μου και με προκαλεί εις μονομαχίαν. Ο Καίσαρ κατά του Αντωνίου! Ας μάθη ο γεροφαύλος ότι έχω πολλούς τρόπους θανάτου, και ότι εν ταυτώ χλευάζω την πρόκλησιν αυτού.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να συλλογισθή ο Καίσαρ ότι όταν ανήρ τόσον υψηλής περιωπής αρχίζη να λυσσά, είναι σημείον ότι πλησιάζει να πέση. Μη αφήσης αυτόν ν' αναπνεύση, αλλ' επωφελήθητι την παραφοράν του. Ουδέποτε η οργή υπήρξε καλός φύλαξ του εαυτού της.

ΚΑΙΣΑΡ. Αναγγείλατε εις τους αρχηγούς ημών ότι αύριο προτιθέμεθα να δώσωμεν την τελευταίαν μάχην. Εις τας τάξεις έχομεν αρκετούς υπηρετήσαντας εσχάτως μετά του Αντωνίου, οίτινες δύνανται να συλλάβωσιν αυτόν. Φρόντισε περί της εκτελέσεως των διαταγών μας και ετοιμάσατε ευωχίαν εις τον στρατόν. Έχομεν αρκετά εφόδια, οι δε στρατιώται εδείχθησαν άξιοι της γενναιοδωρίας ταύτης. Δύσμοιρε Αντώνιε! (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β'

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν θέλει να μονομαχήση προς εμέ, Δομίτιε,

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Διατί να μη θέλη;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Διότι φρονεί ότι, έχων τύχην εικοσάκις καλυτέραν της ιδικής σου, θα ήτο είκοσιν εναντίον ενός.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αύριον, στρατιώτα, θα πολεμήσω και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν· ή θα ζήσω, ή θα επαναφέρω εις την ζωήν την θνήσκουσαν τιμήν μου, λούων αυτήν εις το αίμα· θα πολεμήσης και συ καλά;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα κτυπώ και θα φωνάζω. Εμπρός! νίκη ή θάνατος.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ καλά. Εμπρός! καλέσατε τους υπηρέτας του οίκου μου. (Εισέρχονται οι υπηρέται). Ας φανώμεν ελευθέριοι εις το δείπνον μας απόψε. Δος μου την χείρα σου· ήσο τιμιώτατος, και συ· – και συ επίσης· – και συ· – και συ. – Με υπηρετήσατε πιστώς και είχατε βασιλείς συνυπηρετούντας.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι σημαίνει τούτο;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Είναι μία από τας αλλοκότους εκείνας ιδιοτροπίας, τας οποίας η λύπη αποσπά εκ της ψυχής.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και συ ωσαύτως είσαι πιστός. Επεθύμουν να μου ήτο δυνατόν να μεταμορφωθώ εις τόσους, όσοι είσθε σεις, και όλοι ομού συσσωματωμένοι ν' αποτελέσετε ένα Αντώνιον, ώστε να δυνηθώ να σας αποδώσω τας προς εμέ καλάς υπηρεσίας σας.

ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Θεός φυλάξοι!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν, καλοί μου φίλοι! περιποιηθήτε με απόψε· μη φεισθήτε ποτών και αξιώσατέ με τιμής τοιαύτης ως εάν το κράτος μου ήτο ακόμη εις την υμετέραν διάθεσιν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εννοεί με τούτο;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Να κάμη τους φίλους να κλαύσουν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περιποιηθήτε με απόψε· ίσως θα είναι το τέλος των εκδουλεύσεών σας. Ίσως δεν θα ιδήτε πλέον ή την αιματόφυρτον σκιάν μου· πιθανόν αύριον να υπηρετήτε άλλον κύριον. Σας βλέπω ως εκείνος, όστις σας δίδει αποχαιρετισμόν. Δεν σας αποπέμπω, πιστοί μου φίλοι· αλλ' ως κύριος λαβών τας καλάς υμών υπηρεσίας, σας ακολουθώ μέχρι του τάφου· δύο μόνον ώρας υπηρετήσατέ με απόψε· δεν ζητώ πλειότερον και είθε να σας ανταμείψωσιν οι θεοί!

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι έχεις κατά νουν, Αντώνιε, και λυπείς αυτούς τοιουτοτρόπως; Δεν βλέπεις ότι κλαίουν, εγώ δε το ζώον έχω τα μάτια δακρυσμένα ως να τα έτριψα με κρομμύδια. Προς θεού, μη μας μεταμορφώσης εις γυναίκας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! Επικατάρατος να είμαι αν είχα τοιαύτην πρόθεσιν! Είθε να εκλάμψη ευτυχία από των σταγόνων των δακρύων τούτων! Πολύ θλιβεράν σημασίαν αποδίδετε εις τους λόγους μου, αγαπητοί μου φίλοι, διότι σας ωμίλησα διά να σας ενθαρρύνω και εξέφρασα την επιθυμίαν να διέλθωμεν την νύκτα υπό το φως των πυρσών. Μάθετε, φίλοι, ότι πολλά ελπίζω εκ της αύριον και ότι θα σας οδηγήσω εκεί όπου προσδοκώ μάλλον ζωήν νικηφόρον ή θάνατον και τιμήν. Ας μεταβώμεν εις το δείπνον και ας πνίξωμεν εις τον οίνον τας οχληράς σκέψεις.

ΣΚΗΝΗ Γ'

Η αυτή πόλις. Προ των ανακτόρων.

[Εισέρχονται δύο στρατιώται προς φρούρησιν].

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, αδελφέ· αύριον είναι η ημέρα.

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το ζήτημα θα λυθή είτε κατά τον ένα είτε κατά τον άλλον τρόπον. Χαίρε. Ήκουσες αν συνέβη τίποτε παράξενον εις τους δρόμους;

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι· τι τρέχει;

Β'. ΣΤΡΑΤΙΩΤΉΣ. Ίσως είναι διάδοσις· καλή νύκτα.

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, σύντροφε.

[Εισέρχονται δύο άλλοι στρατιώται].

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Στρατιώται, άγρυπνοι φύλακες.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Και σεις επίσης να είσθε άγρυπνοι. (Οι δύο πρώτοι τοποθετούνται εις τας θέσεις των).

Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εδώ είναι η θέσις μας, (Τοποθετούνται και ούτοι εις τας θέσεις των). Και αν αύριον ευτυχήση ο στόλος μας, έχω βεβαιότητα ότι ο στρατός της ξηράς θα πολεμήση καλά.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι στρατός γενναίος και αποφασιστικός.

(Ακούεται συμφωνία βαρυαύλων υπό την σκηνήν).

Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Τι θόρυβος είναι αυτός;

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Άκουσε, άκουσε!

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή!

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μουσική εις τον αέρα.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Από κάτω από την γην.

Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι καλόν σημείον· δεν είναι έτσι;

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι!

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή σας λέγω. Τι να σημαίνη αυτό το πράγμα;

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι ο θεός Ηρακλής, ο τόσον αγαπητός εις τον

Αντώνιον, ο οποίος τώρα τον αφήνει.

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας προχωρήσωμεν να ιδούμεν αν άλλοι σκοποί ακούουν

τα ίδια, (Προχωρούν προς άλλην θέσιν).

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ε! σύντροφοι;

ΠΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Ακούετε, ακούετε και σεις την μουσικήν;

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ναι, δεν είναι παράξενον;

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ακούετε, σύντροφοι, ακούετε;

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας ακολουθήσωμεν τον θόρυβον, όσον επιτρέπεται να προχωρήσωμεν να ιδούμεν πού θα παύση.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Ναι, ναι, παράξενον πράγμα, (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Δ'

Η αυτή πόλις. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις.

Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και άλλοι υπηρέται.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έρως! την πανοπλίαν μου· Έρως!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κοιμήσου ολίγον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, αγάπη μου. – Έλα, Έρως, φέρε την πανοπλίαν μου, (Εισέρχεται ο Έρως φέρων την πανοπλίαν). Φόρεσέ μου τον οπλισμόν μου. Αν η τύχη δεν είναι υπέρ ημών· σήμερον, αφορμή τούτου θα είναι η προς αυτήν περιφρόνησίς μας. Ελθέ!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησέ με να σε βοηθήσω και εγώ. Εις τι χρησιμεύει τούτο;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, άφησέ τον, άφησέ τον, συ είσαι ο οπλοποιός της καρδίας μου. – Ανάποδα, ανάποδα· έτσι, έτσι.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησε να σε βοηθήσω και εγώ· έτσι πρέπει να είναι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά, καλά, τώρα θα επιτύχω. Βλέπεις, καλέ μου σύντροφε;

Πήγαινε να οπλισθής και συ.

ΕΡΩΣ. Ευθύς, στρατηγέ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι καλά κουμπωμένη;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περίφημα, περίφημα. Καταιγίς θα πέση επί της κεφαλής εκείνου όστις θα… την ξεκουμπώση πριν εγώ θελήσω να την εκδυθώ διά να αναπαυθώ. Μπερδεύονται τα δάκτυλά σου, Έρως, η βασίλισσα μου είναι επιδεξιώτερος υπασπιστής από σε. Σπεύσε. Επεθύμουν, αγάπη μου, να με έβλεπες πολεμούντα σήμερον και να εγνώριζες την βασιλικήν ταύτην τέχνην. Θα έβλεπες ακάματον στρατιώτην. (Εισέρχεται αξιωματικός ωπλισμένος). Καλή μέρα σου, καλώς ήλθες· το πρόσωπόν σου δεικνύει άνδρα γνωρίζοντα το καθήκον του πολεμιστού. Εγειρόμεθα ενωρίς διά την εργασίαν την οποίαν αγαπώμεν και μετά χαράς μεταβαίνομεν εις αυτήν.

Α’ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Μολονότι είναι ενωρίς, χίλιοι άνδρες ωπλίσθησαν

ήδη, στρατηγέ, και σε περιμένουν εις τας πύλας της πόλεως.

(Ζητωκραυγαί μετά κρότου τυμπάνων και σαλπισμάτων. Εισέρχονται

άλλοι αξιωματικοί και στρατιώται).

Β' ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Η πρωία είναι λαμπρά· καλή μέρα, στρατηγέ.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Καλή μέρα, στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ωραία είναι η μουσική σας, παιδιά. Η πρωία αύτη, ομοιάζουσα με πνεύμα φιλοδόξου και πολλά υποσχομένου νεανίου, ανατέλλει ενωρίς, (Προς τον Έρωτα), Ναι, ναι, δος μου τούτο απ' αυτό το μέρος· πολύ καλά. (Προς την Κλεοπάτραν). Χαίρε, αγάπη μου, και ευτύχει οτιδήποτε και αν μας συμβή [ασπάζεται αυτήν). Είναι φίλημα στρατιώτου· θα ήμην άξιος επιπλήξεως και περιφρονήσεως αν έχανα τον χρόνον εις τετορνευμένας τυπικάς φιλοφρονήσεις. Σε αφήνω, ως αρμόζει εις χαλύβδινον άνδρα· ακολουθήσατέ με σεις οι μέλλοντες να πολεμήσετε· θα σας οδηγήσω εις το πεδίον της μάχης. Χαίρετε. (Εξέρχεται).

ΧΑΡΜΙΟΝ. Θέλεις ν' αποσυρθής εις το δωμάτιόν σου;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οδήγησέ με εκεί. Αναχωρεί ως ήρως. Είθε αυτός και ο

Καίσαρ ν' απεφάσιζον διά μονομαχίας την τύχην του μεγάλου τούτου

πολέμου. Τότε ο Αντώνιος, – αλλά τώρα, – καλά, εμπρός,

(Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ε'

Στρατόπεδον του Αντωνίου πλησίον της Αλεξανδρείας.

Σάλπιγγες ηχούσι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΕΡΩΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εύχομαι εις τους Θεούς, η σημερινή ημέρα να είναι

ευτυχής διά τον Αντώνιον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είθε αι συμβουλαί και αι ουλαί σου να μ' έπειθον άλλοτε να

πολεμήσω κατά ξηράν!

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αν το είχες κάμη, οι αυτομολήσαντες βασιλείς και ο

στρατιώτης ο οποίος σε άφησε σήμερον, θα ηκολούθουν τα βήματά σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποίος εδραπέτευσε σήμερον;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποίος; εκείνος όστις ήτο πάντοτε πλησίον σου. Κάλεσε τον Αινόβαρβον· δεν θα σε ακούση, ή θα σου φωνάξη από το στρατόπεδον του Καίσαρος: «Δεν είμαι πλέον ιδικός σου».

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγεις;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι με τον Καίσαρα, στρατηγέ!

ΕΡΩΣ. Αλλά δεν επήρε μαζύ του ούτε τα κιβώτια ούτε τους θησαυρούς του, στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έφυγε;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Βεβαιότατα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύπαγε, Έρως· στείλε του τους θησαυρούς του. Ύπαγε· μη κράτησης το παραμικρόν, σε διατάσσω. Γράψε εις αυτόν, – θα την υπογράψω – επιστολήν του αποχαιρετισμού λίαν ευγενή. Ειπέ ότι εύχομαι να μη δοθή ποτέ πλέον αφορμή ν' αλλάξη κύριον. Ω, η τύχη μου διέφθειρε και τους τιμίους, Σπεύσον! ο Αινόβαρβος! (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

Στρατόπεδον τον Καίσαρος προ της Αλεξανδρείας.

Σαλπίσματα.

ΚΑΙΣΑΡ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.

ΚΑΙΣΑΡ. Προχώρησε, Αγρίππα, και άρχισε την μάχην· η θέλησις ημών είναι να συλληφθή ζων ο Αντώνιος. Γνωστοποίησε αυτήν.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Εις τας διαταγάς σου, (Εξέρχεται ο Αγρίππας).

ΚΑΙΣΑΡ. Πλησιάζει ο καιρός της παγκοσμίου ειρήνης· αν η ημέρα αύτη αποβή ευτυχής, η ελαία θ' αναθάλλη ελευθέρως εις τας τρεις γωνίας του κόσμου. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος).

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Αντώνιος έφθασεν εις το πεδίον της μάχης.

ΚΑΙΣΑΡ. Διάταξε τον Αγρίππαν να τοποθετήση τους φυγάδας εις την εμπροσθοφυλακήν, ίνα ο Αντώνιος εξαντλήση πως την οργήν του εναντίον των ιδικών του.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο Αλεξάς εστασίασε· μετέβη εις την Ιουδαίαν δι' υποθέσεις του Αντωνίου και εκεί έπεισε τον Ηρώδην να ενωθή μετά του Καίσαρος και εγκαταλείψη τον κύριον αυτού Αντώνιον. Ο δε Καίσαρ απηγχόνισεν αυτόν διά τας υπηρεσίας του ταύτας. Ο Κανίδιος και όσοι άλλοι ηυτομόλησαν, έχουν μεν υπηρεσίαν, ουδεμιάς όμως απολαύουσιν εμπιστοσύνης. Κακώς εφέρθην, τόσω δε πικρώς μέμφομαι εμαυτόν διά τούτο, ώστε ουδέποτε πλέον θα αισθανθώ χαράν. (Εισέρχεται στρατιώτης του Καίσαρος).

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ο Αντώνιος, Αινόβαρβε, σου στέλλει όλους τους θησαυρούς σου, και δείγματα τινα της μεγαλοδωρίας του. Ο απεσταλμένος ήλθεν εδώ υπό την προστασίαν μου, και τώρα είναι εις την σκηνήν σου, όπου ξεφορτώνει τους ημιόνους του.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σου τους χαρίζω.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μη με περιγελάς, Αινοβάρβε· σου λέγω την αλήθειαν. Θα έκαμνες καλά να συνοδεύσης τον κομιστήν έως ότου εξέλθη από το στρατόπεδον. Θα το έκαμνα εγώ αν δεν ήμην σκοπός. Ο αυτοκράτωρ σας εξακολουθεί ακόμη να είναι Ζευς.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είμαι φαυλότατος του κόσμου· το αισθάνομαι πλειότερον παντός άλλου. Τίνι τρόπω, ω Αντώνιε, ω μεταλλείον γενναιοδωρίας, ήθελες ανταμείψη καλυτέρας μου υπηρεσίας, αφού στέλλεις χρυσούν στέφανον εις την αισχράν διαγωγήν μου; Εξογκούται η καρδία μου και αν η θλίψις δεν κατασυντρίψη αυτήν, τρόπος ταχύτερος θα καταστρέψη την θλίψιν. Αλλά αισθάνομαι ότι θα επαρκέση η θλίψις. Εγώ να πολεμήσω εναντίον σου! Όχι… θα ζητήσω τάφρον και εντός αυτής ν' αποθάνω· η μάλλον βορβορώδης τάφρος, είναι η μάλλον αρμόζουσα εις το τελευταίον μέρος του βίου μου. (Εξέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Ζ'

Το μεταξύ των δύο στρατοπέδων πεδίον της μάχης. Ακούεται θόρυβος

συμπλοκής, σαλπίσματα και κρότος τυμπάνων.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ας υποχωρήσωμεν· πάρα πολύ επροχωρήσαμεν. Και αυτός ο

Καίσαρ αγωνίζεται ερρωμένως· η αντίστασις είναι μεγαλειτέρα παρ'

ό,τι επεριμένομεν. (Εξέρχονται· ο κρότος της μάχης εξακολουθεί.

Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Σκάρρου πληγωμένου),

ΣΚΑΡΡΟΣ. Αυτός είναι πόλεμος, ανδρείε αυτοκράτορ! Αν από την αρχήν εμαχόμεθα τοιουτοτρόπως, θα τους ετρέπομεν εις φυγήν κατασυντετριμμένους.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το αίμα σου ρέει αφθόνως.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Είχον εδώ μίαν πληγήν η οποία είχε το σχήμα Τ, αλλά τώρα έγινε Η.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Υποχωρούν.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Θα τους καταδιώξωμεν μέχρις εσχάτων. Έχω ακόμη θέσιν δι' έξ πληγάς, (Εισέρχεται ο Έρως).

ΕΡΩΣ. Εδιώχθησαν, στρατηγέ, και η επιτυχία μας είναι λαμπρά νίκη.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Ας τους πελεκήσωμεν και ας συλλάβωμεν αυτούς ως λαγωούς,

Είναι διασκέδασις να κτυπά τις τους φεύγοντας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα σε ανταμείψω άπαξ διά την φαιδρότητά σου και δεκάκις

διά την ανδρείαν σου. Εμπρός.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Θα ακολουθήσω, ας είμαι και χωλός ακόμη.

ΣΚΗΝΗ Η'

Υπό τα τείχη της Αλεξανδρείας. Κρότος πολέμου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΣΚΑΡΡΟΣ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τον κατεδιώξαμεν μέχρι του στρατοπέδου του. Ας σπεύση τις να αναγγείλη εις την βασίλισσαν τα κατορθώματά μας. Αύριον πριν ή μας ίδη ο ήλιος θα χύσωμεν το αίμα, το οποίον μας διέφυγε σήμερον. Σας ευχαριστώ όλους, διότι είσθε ανδρείοι και επολεμήσατε ουχί ως υπηρετούντες αγώνα τρίτου, αλλ' ως εάν ο αγών μου ούτος ήτο αγών εκάστου υμών. Ανεδείχθητε όλοι Έκτορες. Εισέλθετε εις την πόλιν, εναγκαλισθήτε τας συζύγους και τους φίλους και διηγηθήτε εις αυτούς τα ανδραγαθήματά σας· της χαράς των τα δάκρυα θα πλύνουν το πηγμένον αίμα των τραυμάτων σας, τα δε φιλήματά των θα επουλώσωσι τας ενδόξους πληγάς σας. (Εις τον Σκάρρον). Δος μου την χείρα σου. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα μετά της συνοδείας της). Εις την μεγάλην ταύτην μάγισσαν θα επαινέσω τα κατορθώματά σου, ίνα ευχαριστούσα σε ευλογήση. – Ω συ, φως του κόσμου, περίπτυξον τον σιδηρόφρακτόν μου λαιμόν, και ρίφθητι χωρίς να σε εμποδίση το πάχος του θώρακός μου επί την καρδίαν μου, ίνα αισθανθής τους τιναγμούς των θριαμβευτικών αυτής παλμών.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω βασιλεύ βασιλέων! Ω άπειρος ανδρεία! Έρχεσαι λοιπόν περιχαρής, διαφυγών την μεγάλην παγίδα του κόσμου;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τους εστείλαμεν να κοιμηθούν, αηδονάκι μου. Πώς, κόρη μου; μολονότι πολιαί τρίχες αρχίζουν ν' αναμιγνύωνται κάπως με τας μελανάς, έχω όμως εγκέφαλον ζωογονούντα τα νεύρα μου, ώστε να δύναμαι και προς νέους να διαγωνισθώ. Παρατήρησε τον άνθρωπον τούτον. Επίτρεψε εις αυτόν να φιλήση την συμπαθή χείρα σου. Φίλησέ την, πολεμιστά μου. Επολέμησε σήμερον ως θεός, όστις μισών το ανθρώπινον γένος, έλαβε την μορφήν αυτού διά να το καταστρέψη.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατάχρυσον πανοπλίαν θα σου δώσω, φίλε, ανήκουσάν ποτε εις βασιλέα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι άξιος αυτής, και απαστράπτουσα εξ αδαμάντων, ως το ιερόν άρμα του Φοίβου, αν ήτο. Δος μου το χέρι σου· ας εισέλθωμεν φαιδροί εις την Αλεξάνδρειαν, φέροντες τας ως ημείς κατακτυπημένας ασπίδας μας. Αν το μέγα ημών ανάκτορον ηδύνατο να χωρέση όλον τον στρατόν, θα εδειπνούμεν πάντες ομού και θα επίνομεν υπέρ της επιτυχίας της αυριανής ημέρας, η οποία υπόσχεται κίνδυνον άξιον βασιλέως. Σάλπιγγες γεμίσετε την πόλιν με τον μετάλλινον ήχον σας και ενώσατε αυτόν μετά του παταγώδους κρότου των τυμπάνων, έως ότου αντηχήσουν ο ουρανός και η γη, την άφιξιν ημών επευφημούντες.

ΣΚΗΝΗ Θ'

Στρατόπεδον του Καίσαρος.

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αν δεν μας αλλάξουν σε μια ώρα, πρέπει να πάμε εις το φυλακείον· η νύκτα είναι φωτεινή, και λέγουν ότι εις τας δύο το πρωί θα παραταχθώμεν εις μάχην.

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Η υστερινή ημέρα ήτο πολύ κακή για 'μάς.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έσο μάρτυς, ω νυξ.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποιος είν' αυτός ο άνθρωπος;

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πλησιάσωμεν να τον ακούσωμεν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όταν την μνήμην των αυτομόλων κηλιδώση η ιστορία, έσο μάρτυς, ω Θεία σελήνη, ότι ο ατυχής Αινόβαρβος μετεμελήθη ενώπιόν σου!

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αινόβαρβος!

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή ν' ακούσωμεν ακόμη.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ω αληθούς βαρυθυμίας βασίλισσα, χύσον επ' εμού τα δηλητηριώδη υγρά της νυκτός, ίνα η κατά της θελήσεώς μου αποστατούσα ζωή αποσπασθή απ' εμού. Κατά του σκληρού λίθου του σφάλματός μου ρίψε την καρδίαν μου, ήτις αποξηρανθείσα εκ της λύπης θα κατασυντριβή, και θέση τέρμα εις όλας τας αγενείς μου σκέψεις. Ω Αντώνιε, ούτινος η ευγένεια υπερτερεί την ατιμίαν της αυτομολίας μου· συ μεν συγχώρησέ με, αλλ' άφες τον κόσμον να με κατατάξη μεταξύ των δραπετών και φυγάδων! (Αποθνήσκει).

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας του 'μιλήσωμεν.

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας τον ακούσωμεν, διότι εκείνα, τα οποία λέγει ημπορεί να είναι διά τον Καίσαρα.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ναι, έτσι να κάμωμεν, αλλ' αυτός κοιμάται. Εγώ θαρρώ πως λιποθυμά, γιατί προσευχή τόσο κακή σαν τη δική του, δεν είναι για ύπνο.

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πάμε κοντά του.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ξύπνα, ξύπνα, κύριε, 'μίλησέ μας.

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν ακούς, κύριε;

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χέρι του θανάτου είναι απάνω του. Ακούσατε!

(Ακούεται κρότος τύμπανων μακρόθεν). Τα τύμπανα ξυπνούν

μεγαλοπρεπώς τους στρατιώτας. Ας τον φέρωμεν εις το φυλακείον.

Είναι άνθρωπος σπουδαίος· η ώρα μας επέρασε με το παραπάνω.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εμπρός λοιπόν ημπορεί ακόμα να γιατρευθή.

(Εξέρχονται φέροντες το σώμα).

ΣΚΗΝΗ Ι'

Μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΣΚΑΡΡΟΣ μετά στρατιωτών βαδιζόντων εν τάξει.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σήμερον ετοιμάζονται προς ναυμαχίαν· δεν τους αρέσκομεν κατά ξηράν.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Ετοιμάζονται και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επεθύμουν να επολέμουν και εις το πυρ και εις τον αέρα· και εκεί ακόμη ήθελον τους προσβάλει. Ιδού πώς διέταξα τα πράγματα. Το πεζικόν θα καταλάβη υπό τας διαταγάς μου τους παρά την πόλιν λόφους, οπόθεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν τον αριθμόν των πλοίων και τας κινήσεις αυτών. – Διαταγαί εδόθησαν διά την ναυμαχίαν και ο στόλος αυτών εξήλθε του λιμένος, (Εξέρχονται. Εισέρχεται ο Καίσαρ ηγούμενος του στρατού αυτού),

ΚΑΙΣΑΡ. Κατά ξηράν θα μείνωμεν ακίνητοι, εκτός εάν προσβληθώμεν, όπερ όμως νομίζω δεν θα συμβή, διότι το μεγαλείτερον μέρος των δυνάμεών του εστάλη εις τα πλοία. Σπεύσωμεν εις τας κοιλάδας διά να καταλάβωμεν τας μάλλον επικαίρους θέσεις. (Εξέρχονται. Εισέρχεται πάλιν ο Αντώνιος μετά του Σκάρρου).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν συνεπλάκησαν ακόμη. Εκ του μέρους όπου υψούται η πεύκη εκείνη θα δυνηθώ να διακρίνω τα πάντα· θα σου είπω ταχέως πώς φαίνονται τα πράγματα, (Εξέρχεται).

ΣΚΑΡΡΟΣ. Χελιδόνες έκτισαν τας φωλεάς των επί των πλοίων της Κλεοπάτρας· οι οιωνοσκόποι λέγουν ότι δεν ηξεύρουν – δεν δύνανται να ειπούν – φαίνονται άθυμοι – δεν τολμούν να εκφράσουν ό,τι γνωρίζουν. Ο Αντώνιος είναι και σφριγών και εν ταυτώ φαίνεται και καταβεβλημένος, η δε ταραγμένη τύχη του δίδει εις αυτόν εκ διαλειμμάτων ελπίδας και φόβους δι' ό,τι έχει και δι' ό,τι δεν έχει. (Εισέρχεται πάλιν ο Αντώνιος).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απώλετο το παν! Η βδελυρά αύτη Αιγυπτία με επρόδωσεν· ο στόλος μου παρεδόθη εις τον εχθρόν. Εκεί, κάτω ανευφημούσι και οργιάζουσιν, ως φίλοι προ πολλού χωρισθέντες. Συ, τρις εταίρα, με επώλησες εις τον αρχάριον τούτον, και μόνον κατά σου εξανίσταται η καρδία μου. – Διάταξε αυτούς να φύγουν, διότι όταν εκδικηθώ την μάγισσαν, θα τελειώσουν όλα δι' εμέ· διάταξε αυτούς να φύγουν πήγαινε. (Εξέρχεται ο Σκάρρος). Ω ήλιε, δεν θα ίδω πλέον την ανατολήν σου. Εδώ η τύχη αποχωρίζεται του Αντωνίου· εδώ αποχαιρετιζόμεθα. Ούτω λοιπόν απέληξαν όλα; Αι καρδίαι, αίτινες με ηκολούθουν ως κυνάριον, και εις τας οποίας εχορήγουν ό,τι επεθύμουν, διαλύονται και σταλάζουν το μέλι των επί του ευδαίμονος Καίσαρος. Απεφλοιώθη δε η πάντας σκιάζουσα γηραιά πεύκη. Επροδόθην. Ω, η ψευδής αύτη ψυχή της Αιγυπτίας! Η ολεθρία εκείνη γόησσα, της οποίας το βλέμμα προεκάλει ή ανέστελλε τους πολέμους μου, ο κόλπος της οποίας ήτο ο τελικός σκοπός του βίου μου, με εξηπάτησεν ως γνησία αθιγγανίς, και με εβύθισε μέχρι του πυθμένος της καταστροφής. Ε! Έρως! Έρως! (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα), Α! οπίσω, οπίσω, μάγισσα!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Διατί ο σύζυγος μου μαίνεται τόσον κατά της αγάπης του;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φύγε απ' εδώ, ή θα σε μεταχειρισθώ όπως σου πρέπει και θα αμαυρώσω τον θρίαμβον του Καίσαρος. Ας σε συλλάβη και ας σε φέρη ενώπιον του φωνασκούντος όχλου· ακολούθησε το άρμα του, ως η μεγίστη κηλίς του φύλου σου, δεικνυομένη ως τέρας, αντί ολιγίστων χρημάτων, εις τους βλακιοστάτους θεατάς. Ας ξεσχίση το πρόσωπόν σου η υπομονητική Οκταβία διά των οξέων ονύχων της. (Εξέρχεται η Κλεοπάτρα). Καλά έκαμες να φύγης, αν το ζην είναι καλόν· αλλά θα ήτο προτιμότερον να έπιπτες υπό την οργήν μου, διότι ο θάνατος θα σε απήλλασσε πολλών άλλων. – Έρως. Ε! Επ' εμού φέρω τον χιτώνα του Νέσου. Δίδαξέ με την οργήν σου, ω πρόγονέ μου Αλκίδη, διά να πετάξω τον Λίχαν επί των κεράτων της σελήνης, και διά χειρών ομοίων προς εκείνας, αίτινες εκράτησαν το βαρύτερον ρόπαλον, να καταστρέψω εμαυτόν. Θ' αποθάνη η μάγισσα. Μ' επώλησεν εις τον Ρωμαίον νεανίσκον και πίπτω θύμα της συνωμοσίας της. Θα το πλήρωση διά του θανάτου της. Έρως. Ε!