Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 7
ΣΚΗΝΗ ΙΑ'
Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοηθήσατέ με, θεράπαιναί μου! Ω! και του Τελαμωνίου η μανία διά την ασπίδα του Αχιλλέως ήτο μετριωτέρα της ιδικής του· ούτε της Θεσσαλίας ο Ταύρος είχε ποτε τοιαύτην θηριωδίαν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πήγαινε εις τον τάφον, κλείσου εκεί και μήνυσέ του ότι απέθανες. Δεν δοκιμάζει μεγαλειτέραν αγωνίαν το σώμα όταν χωρίζεται από την ψυχήν από εκείνην την οποίαν δοκιμάζει όταν χάνη το μεγαλείον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Υπάγωμεν εις το μνημείον. Ύπαγε να του ειπής, Μαρδιανέ, ότι ηυτοκτόνησα, και ότι η τελευταία μου λέξις ήτο «Αντώνιος»· σε παρακαλώ δε να το προφέρης με τρόπον, ώστε να τον συγκινήσης· πήγαινε, Μαρδιανέ, και επίστρεψε να μου ειπής πώς εκλαμβάνει τον θάνατον μου. – Υπάγωμεν εις το μνημείον.
ΣΚΗΝΗ ΙΒ'
Άλλο δωμάτιον, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΕΡΩΣ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Με βλέπεις ακόμη, Έρως;
ΕΡΩΣ. Ναι, γενναίε στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον σχήμα δράκοντος, άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα, πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, προς κωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον, φέρον επ' αυτού δένδρα, ταύτα δε πάντα κλίνοντα προς την γην, και απατώντα τους οφθαλμούς ημών διά του αέρος. Είδες τα σημεία ταύτα; είναι τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας.
ΕΡΩΣ. Ναι, στρατηγέ μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης να το σκεφθής, εξαφανίζεται υπό του ατμού, και καθίσταται δυσδιάκριτον όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.
ΕΡΩΣ. Ναι, άρχον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και ο στρατηγός σου, αγαπητέ μου Έρως, είναι τώρα όμοιος προς τα φαινόμενα εκείνα. Είμαι ακόμη ο Αντώνιος, δεν δύναμαι όμως, φίλε μου, να διατηρήσω το ορατόν αυτό σχήμα. Τον πόλεμον τούτον επεχείρησα χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου, αλλ' η βασίλισσα – της οποίας την καρδίαν ενόμιζον ότι κατείχον, όπως αύτη κατείχε την ιδικήν μου, ήτις εφ' όσον ήτον ιδική μου, προσήλωνεν εις εαυτήν μυρίας άλλας, νυν εξαφανισθείσας – αύτη, Έρως, συνεννοηθείσα μετά του Καίσαρος, εδολιεύθη την δόξαν μου, χάριν του θριάμβου του εχθρού μου. Ε! μη κλαίης, αγαπητέ Έρως· εμείναμεν ημείς αυτοί διά να θέσωμεν τέρμα εις τον βίον μας – Ω η αισχρά κυρία σου! (Εισέρχεται ο Μαρδιανός). Αύτη μου αφήρπασε το ξίφος!
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Όχι, Αντώνιε, η κυρία μου σε ηγάπα και είχε καθ'
ολοκληρίαν συνδέση την τύχην της μετά της ιδικής σου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φύγ' απ' εδώ, αναίσχυντε ευνούχε! Σιώπα! Μ' επρόδωσε και
θ' αποθάνη.
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ο θάνατος είναι χρέος, το οποίον άπαξ μόνον πληρώνεται. Το χρέος τούτο το επλήρωσεν αύτη. Εκείνο το οποίον ήθελες να κάμης, έγινε και άνευ σου. Αι τελευταίαι λέξεις, τας οποίας επρόφερεν, ήσαν: «Αντώνιε, ευγενέστατε Αντώνιε». Στεναγμοί οδύνης διέκοψαν τότε το όνομα «Αντώνιος» και διεσπάσθη μεταξύ της καρδίας και των χειλέων της· παρέδωκε το πνεύμα, έχουσα θαμμένον εν εαυτή το όνομά σου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε λοιπόν;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Απέθανε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αφόπλισέ με, Έρως· ετελείωσεν η εργασία της μακράς ημέρας και πρέπει να κοιμηθώμεν. Το ν' απέλθης σώος, είναι γενναία αμοιβή διά την εργασίαν σου. Πήγαινε, κρημνίσου. (Εξέρχεται ο Μαρδιανός). Ούτε του Αίαντος η επταβόειος ασπίς θα δυνηθή να περιστείλη τους ισχυρούς παλμούς της καρδίας μου· ω, ανοίξατε πλευρά μου! ανάπτυξον άπαξ, καρδία μου, δύναμιν μεγαλειτέραν από το περικλείον σε στήθος, και διάρρηξον το εύθραστον περίβλημά σου! – Σπεύσον, Έρως, σπεύσον. – Δεν είμαι πλέον στρατιώτης. Φύγετε, ω τεθραυσμένα λείψανα της πανοπλίας μου· σας έφερα εντίμως. (Προς τον Έρωτα). Άφες με ολίγον. (Εξέρχεται ο Έρως). Θα σε προφθάσω, Κλεοπάτρα, και κλαίων θα ζητήσω συγγνώμην. Ούτω πρέπει να πράξω διότι τώρα πάσα βραδύτης είναι βάσανος. Κατακλιθώμεν και μη χρονοτριβώμεν πλέον, αφ' ου εσβέσθη η λαμπάς. Πάσα προσπάθεια αποβαίνει τώρα ανωφελής· ναι, και αυτή η δύναμις περιέρχεται εις αμηχανίαν εκ των προσπαθειών αυτής· ας θέσωμεν λοιπόν την σφραγίδα και τελειώνουν όλα, Έρως! – Έρχομαι, βασίλισσά μου. Έρως! – περίμενέ με. Εκεί, όπου αι ψυχαί αναπαύονται επί των ανθέων, θα βαίνωμεν κρατούμενοι εκ της χειρός, και διά του φαιδρού ημών ύφους θα επισύρωμεν εφ' ημών τα βλέμματα των φασμάτων. Και η Διδώ και ο Αινείας θα μείνουν άνευ συνοδείας, και πάντες θα σπεύσωσι προς ημάς. Ελθέ, Έρως, Έρως! (Εισέρχεται ο Έρως).
ΕΡΩΣ. Τι θέλει ο στρατηγός μου;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τόσον άτιμος είναι ο βίος τον οποίον διάγω από του θανάτου της Κλεοπάτρας, ώστε οι θεοί βδελύσσονται την χαμέρπειάν μου. Εγώ, ο διά του ξίφους μου διαχωρίσας τον κόσμον και διά των στόλων μου σχηματίζων πόλεις επί της κυανής επιφανείας της θαλάσσης, να καταδικάζω εμαυτόν, κατώτερον γυναικός, ως προς το θάρρος; δεν έχω την ψυχικήν ευγένειαν εκείνης, η οποία διά του θανάτου αυτής λέγει προς τον Καίσαρα: «Εγώ ενίκησα εμαυτήν». Ορκίσθης, Έρως, όταν επέλθη ανάγκη – και όντως ήλθε τώρα – όταν δεν θα ηδυνάμην ν' αποφύγω το αίσχος και το όνειδος να με φονεύσης κατά διαταγήν μου· πράξον αυτό. Έφθασεν η ώρα· δεν κτυπάς εμέ αλλά τον Καίσαρα, του οποίου καταστρέφεις τα σχέδια. Θάρρει, Έρως!
ΕΡΩΣ. Ο θεός φυλάξοι! Να πράξω εκείνο το οποίον όλα τα εχθρικά βέλη των Πάρθων δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσουν;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήθελες, Έρως, να ίδης εκ των παραθύρων της Μεγάλης Ρώμης τον κύριόν σου βαδίζοντα με εσταυρωμένας χείρας, κλίνοντα τον καμφθέντα αυχένα του και με πρόσωπον κατησχυμένον, το δε προπορευόμενον άρμα του ευτυχούς Καίσαρος να στιγματίζη το αίσχος του ακολουθούντος;
ΕΡΩΣ. Δεν ήθελα να το ίδω.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ λοιπόν, διότι πρέπει να ιαθώ διά μιας πληγής· σύρε το έντιμον εκείνο ξίφος, το οποίον προσέφερε τόσας υπηρεσίας εις την πατρίδα σου.
ΕΡΩΣ. Ω συγχώρησέ με, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν ωρκίσθης, όταν σε ηλευθέρωσα, να κάμης τούτο όταν σε διατάξω; Κάμε το παρευθύς, ή θα θεωρήσω όλας τας προτέρας υπηρεσίας σου ως ασκόπως και κατά τύχην γενομένας. Σύρε και πλησίασε.
ΕΡΩΣ. Στρέψον απ' εμού την ευγενή εκείνην φυσιογνωμίαν επί της οποίας ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια κόσμου ολοκλήρου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. (Στρέφων το πρόσωπον) Ιδού!
ΕΡΩΣ. Έσυρα το ξίφος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν ας εκτελέση πάραυτα την πράξιν διά την οποίαν το
έσυρες.
ΕΡΩΣ. Αγαπητέ μου κύριε, στρατηγέ μου και αυτοκράτορ, άφες με να σου
είπω «χαίρε», πριν καταφέρω το θανατηφόρον τούτο κτύπημα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το είπες, φίλε· χαίρε.
ΕΡΩΣ. Χαίρε, έξοχε στρατηγέ. Να κτυπήσω τώρα;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κτύπα, Έρως.
ΕΡΩΣ. Ιδού λοιπόν. (Πίπτει επί του ξίφους του). Τοιουτοτρόπως αποφεύγω την λύπην του θανάτου του Αντωνίου. (Αποθνήσκει).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω τρις ευγενέστερε εμού! Με διδάσκεις, ω ανδρείε Έρως, ό,τι εγώ ώφειλον να πράξω, και όπερ συ δεν ηδυνήθης να εκτελέσης22. Η βασίλισσά μου και ο Έρως με υπερέβησαν εγγράψαντες προ εμού διά του ανδρείου παραδείγματός των πράξιν γενναίαν εν τη ιστορία. Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Την πράξιν ταύτην (πίπτει επί του ξίφους του) εδιδάχθην παρά σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Ε! αποτελειώσατέ με, (Εισέρχεται ο Δερκέτας μετά φυλάκων).
Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοι – τελειώσατε ό,τι ήρχισα.
Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον.
Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου.
ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας με φονεύση όστις από σας με αγαπά.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Όχι εγώ.
Β'. ΦΥΛΑΞ. Ούτ' εγώ.
Γ'. ΦΥΛΑΞ. Ούτε κανείς, (Εξέρχονται οι φύλακες).
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ο θάνατος και η τύχη σου τρέπουν εις φυγήν τους οπαδούς σου. Αρκεί μόνον να δείξω εις τον Καίσαρα το ξίφος τούτο και να του φέρω την αγγελίαν, διά ν' αποκτήσω την εύνοιάν του. (Εισέρχεται ο Διομήδης).
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Πού είναι ο Αντώνιος;
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Εκεί, Διομήδη, εκεί.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ζη; δεν αποκρίνεσαι, ω άνθρωπε;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε;
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι;
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων. Όταν είδεν ότι την υπώπτευσες ως συνεννοουμένην μετά του Καίσαρος – πράγμα, όπερ ουδέποτε θα πράξη – και ότι δεν ήτο δυνατόν να κατευνασθή η οργή σου, σου εμήνυσεν ότι απέθανεν, αλλά φοβουμένη τα αποτελέσματα της αγγελίας, μ' έστειλε να σου φανερώσω την αλήθειαν, πλην φοβούμαι ότι έφθασα πολύ αργά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ αργά, φίλτατε Διομήδη· κάλεσε τους φύλακάς μου.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ε! φύλακες του αυτοκράτορος! φύλακες, τρέξατε· σας ζητεί ο
αυτοκράτωρ, (Εισέρχονται οι φύλακες).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φέρετέ με, φίλοι, πλησίον της Κλεοπάτρας. Είναι η
τελευταία υπηρεσία την οποίαν σας διατάσσω.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Δυστυχία μας! Διατί να μη ζήση ο άρχων και να ίδη τον
θάνατον όλων των πιστών οπαδών σου!
ΟΛΟΙ. Ω! βαρείας συμφοράς ημέρα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη παρέχετε, καλοί μου φίλοι, εις την αδυσώπητον μοίραν αφορμήν να ευχαριστηθή διά την λύπην σας. Δεχθήτε απαθώς ό,τι έρχεται προς τιμωρίαν μας! τιμωρούμεν και ημείς αυτήν όταν φαινώμεθα ότι το υποφέρομεν αλύπως. – Σηκώσατέ με! Πολλάκις σας ωδήγησα· φέρετε μέ και σεις τώρα, αγαπητοί, μου φίλοι, και δεχθήτε όλοι τας ευχαριστίας μου.
(Εξέρχονται φέροντες τον Αντώνιον).
ΣΚΗΝΗ ΙΓ'
Τάφος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω ποτέ πλέον δεν θα εξέλθω απ' εδώ Χάρμιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρηγορήσου, αγαπητή κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι! δεν θέλω· δέχομαι ευχαρίστως τα φοβερώτατα και τα μάλλον απροσδόκητα συμβάντα, αλλά περιφρονώ τας παρηγορίας· το μέγεθος της λύπης μου, ανάλογον προς την αιτίαν αυτής, πρέπει να είναι τοιούτον, οποίον είναι και το παράγον αυτήν αίτιον. (Φθάνει ο Διομήδης). Πώς! απέθανε!
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ο θάνατος είναι επάνω του, αλλά δεν απέθανε. Παρατήρησε από το άλλο μέρος του τάφου· φέρεται από τους φύλακάς του. (Φθάνει ο Αντώνιος φερόμενος υπό των φυλάκων)
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καύσον, ήλιε, την μεγάλην σφαίραν, εντός της οποίας περιστρέφεσαι! σκότη, καλύψατε την άστατον παραλίαν του κόσμου! ω Αντώνιε! Αντώνιε! Αντώνιε! Βοήθησέ με Χάρμιον, βοήθησον Ειράς, βοηθήσατε και σεις φίλοι, διά να τον σύρωμεν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιωπή. Δεν κατέβαλε τον Αντώνιον η ανδρεία του Καίσαρος,
αλλ' ο Αντώνιος ενίκησεν εαυτόν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτως έπρεπε να γίνη, μόνος ο Αντώνιος να καταβάλη τον
Αντώνιον. Αλλ' οποία συμφορά ότι το πράγμα έγινεν ούτω.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, βασίλισσα της Αιγύπτου, αποθνήσκω· θα ενοχλήσω μόνον ολίγον τον θάνατον, έως ότου επιθέσω το τελευταίον ασθενές μου φίλημα επί των χειλέων εκείνων τα οποία μυριάκις εφίλησα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν τολμώ, φίλτατέ μου – συγγνώμην αγαπητέ μου σύζυγε – δεν τολμώ, φοβούμαι μη συλληφθώ· δεν θα κοσμήσω ποτέ διά της παρουσίας μου την δεσποτικήν επίδειξιν του ευτυχούς Καίσαρος. Εάν το εγχειρίδιον, το δηλητήριον, ο όφις, έχουν αιχμήν, ενέργειαν ή κέντημα, είμαι ασφαλής· η σύζυγός σου Οκταβία, η ψευδοσώφρων εκείνη και ψυχρά, δεν θα λάβη ποτέ την τιμήν να με υβρίση διά της περιφρονήσεώς της. Ελθέ, ελθέ, Αντώνιε· βοηθήσατέ με, γυναίκες μου· πρέπει να τον ανασύρωμεν· βοηθήσατε, καλοί μου φίλοι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω ταχέως, διότι αποθνήσκω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού πραγματική άσκησις! Πόσον βαρύς είναι ο σύζυγος μου! Η λύπη μας αφαιρεί την δύναμιν και τούτο αυξάνει το βάρος. Αν είχα την δύναμιν της μεγάλης Ήρας, αι πτέρυγες του Ερμού ήθελον σε σηκώση και τοποθετήση πλησίον του Διός. Αλλά, ακόμη ολίγη δύναμις. – Παραλογίζεται πάντοτε ο έχων επιθυμίας. – Ω! ελθέ, ελθέ, ελθέ. Καλώς ήλθες, (Ανασύρουσι τον Αντώνιον). Απόθανε εκεί όπου έζησες, και ανάζησε υπό των φιλημάτων μου· αν τα χείλη μου είχον τοιαύτην δύναμιν, θα εφθείροντο εις την εργασίαν ταύτην.
ΟΛΟΙ. Ω άξιον οίκτου θέαμα!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, Αιγυπτία, αποθνήσκω· δος μου ολίγον οίνον και άφες με να ομιλήσω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφες με να ομιλήσω και να υβρίσω τόσον, ώστε η επίβουλος οικοδέσποινα τύχη, παροργιζομένη εκ των ύβρεών μου, να θραύση τον τροχόν της.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μίαν λέξιν, φιλτάτη βασίλισσα. Ζήτησε παρά του Καίσαρος την τιμήν και την ασφάλειάν σου. – Ω!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσε, αγαπητή μου. Εκ των περί τον Καίσαρα, εμπιστεύθητι
μόνον εις τον Προκλήιον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εις την απόφασίν μου μόνον και εις τας χείρας μου θα
εμπιστευθώ. Εις ουδένα εκ των του Καίσαρος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη θρηνής και μη λυπήσαι διά την περί το τέλος του βίου μου επελθούσαν μεταβολήν, αλλά καταπράυνε τας σκέψεις σου, αναπολούσα εις την μνήμην την προτέραν τύχην, ότε ήμην ο μέγιστος και επιφανέστατος ηγεμών του κόσμου. Και τώρα δε έτι δεν αποθνήσκω αγενώς, ούτε παραδίδω ανάνδρως την περικεφαλαίαν εις τον συμπολίτην μου, αλλά Ρωμαίος υπό Ρωμαίου ανδρείως νικηθείς. Η ψυχή μου με καταλείπει, δεν δύναμαι πλέον, (Αποθνήσκει).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αποθνήσκεις λοιπόν, ανδρών απάντων ευγενέστατε; Δεν φροντίζεις περί εμού; Θα μείνω λοιπόν εις τον βαρύθυμον τούτον τόπον, όστις άνευ σου είναι και χοιροκομείου χειρότερος; Ω ιδέτε, γυναίκες μου! διαλύεται το διάδημα του κόσμου. Σύζυγέ μου! Εμαράνθη του πολέμου ο στέφανος, έδυσε του στρατιώτου ο πολικός αστήρ· παίδες και κοράσια εξισούνται τώρα προς άνδρας· απέθανεν η εξοχότης και ουδέν αξιοσημείωτον έμεινεν υπό το φώς της σελήνης, (Λιποθυμεί).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω, ησύχασε, κυρία!
ΕΙΡΑΣ. Απέθανε και αυτή, απέθανεν η βασίλισά μας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.
ΕΙΡΑΣ. Κυρία.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω κυρία, κυρία, κυρία!
ΕΙΡΑΣ. Βασίλισσα της Αιγύπτου, αυτοκράτειρα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή, σιωπή, Ειράς.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι πλέον η απλή γυνή, έχουσα τα αυτά πάθη με την χωρικήν, η οποία αμέλγει και εκτελεί τας βαναυσοτάτας εργασίας. Πριν ή αφαρπάσουν τον αδάμαντά μου είχα το δικαίωμα να ρίψω το σκήπτρον εις το πρόσωπον των υβριστών θεών και να είπω εις αυτούς ότι ο κόσμος ούτος ήτο ίσος προς τον ιδικόν των. Όλα είναι μηδέν, η υπομονή είναι ανοησία, η δε ανυπομονησία αρμόζει εις λυσσαλέον κύνα. Είναι λοιπόν αμάρτημα να ριφθή τις εις το υπόγειον οίκημα του θανάτου, πριν τολμήση ο θάνατος να έλθη προς ημάς; Πώς είσθε, αγαπηταί μου; τι τρέχει; τι τρέχει; θάρρος! λοιπόν, Χάρμιον! αγαπηταί μου κόραι! Ω ίδετε, κατηναλώθη, εσβέσθη η λαμπάς! Θάρρος, φίλοι μου (προς τους κάτω φύλακας), θα τον ενταφιάσωμεν, και, κατά την Ρωμαϊκήν συνήθειαν, θα πράξωμεν ό,τι ευγενές και γενναίον, ώστε και ο θάνατος να υπερηφανευθή καλών ημάς πλησίον αυτού. Ας εξέλθωμεν· εψυχράνθη το σκήνος της ευρείας ταύτης ψυχής. Ω έλθετε, γυναίκες μου, έλθετε. Οι μόνοι ημών φίλοι είναι η απόφασις και ο τάχιστος θάνατος.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Στρατόπεδον του Καίσαρος έμπροσθεν της Αλεξανδρείας.
Εισέρχονται ο ΚΑΙΣΑΡ, ο ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ο ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ, ο ΜΑΙΚΗΝΑΣ, ο
ΓΑΛΛΟΣ, ο ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ και άλλοι.
ΚΑΙΣΑΡ. Ύπαγε προς αυτόν, Δολοβέλλα, και προσκάλεσέ τον να παραδοθή.
Ειπέ εις αυτόν ότι εις ην ευρίσκετο ελεεινήν κατάστασιν, πάσα
χρονοτριβή προκαλεί την ημετέραν χλεύην.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Απέρχομαι, Καίσαρ, (Εξέρχεται ο Δολοβέλλας. – Εισέρχεται
ο Δερκέζας κρατών το ξίφος του Αντωνίου).
ΚΑΙΣΑΡ. Τι σημαίνει τούτο; και τις είσαι συ ο τολμών ούτω να
εμφανισθής ενώπιόν μου;
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ονομάζομαι Δερκέτας· υπηρέτησα δε τον Μάρκον Αντώνιον, όστις κάλλιον παντός άλλου ήτο άξιος πιστοτάτης υπηρεσίας. Ήτο δε κύριός μου εφ' όσον έζη και ωμίλει, και διήνυσα τον βίον πολεμών τους εχθρούς αυτού. Αν ευαρεστήσαι να με προσλάβης εις την υπηρεσίαν σου, θα είμαι και προς τον Καίσαρα ό,τι ήμην προς εκείνον· αν δε δεν θέλης, τότε παραδίδω την ζωήν μου.
ΚΑΙΣΑΡ. Τι λέγεις;
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Λέγω, ω Καίσαρ, ότι απέθανεν ο Αντώνιος.
ΚΑΙΣΑΡ. Πτώσις τοιαύτη έπρεπε να παραγάγη κρότον μεγαλείτερον. Η υδρόγειος σφαίρα έπρεπε να τινάξη λέοντας εις τας οδούς των πόλεων, και πολίτας εις τα σπήλαια των λεόντων. Ο θάνατος του Αντωνίου δεν είναι θάνατος ιδιώτου· εν τω ονόματι τούτω εμπεριέχεται το ήμισυ του κόσμου.
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Απέθανε, Καίσαρ, όχι υπό των οργάνων της δικαιοσύνης ή μισθωτού εγχειριδίου, αλλ' αυτή εκείνη η χειρ ήτις ενεχάραξε την τιμήν αυτού επί των πράξεών της, διέσχισε την καρδίαν του με το θάρρος εκείνο το οποίον ήντλει εκ της καρδίας του. Ιδού το ξίφος του· το απέσυρα εκ της πληγής του· παρατήρησε αυτό, είναι αιματόφυρτον εκ του ευγενούς του αίματος.
ΚΑΙΣΑΡ. Σας βλέπω σκυθρωπούς, φίλοι· αλλά μα τους θεούς, η αγγελία
αυτή πρέπει ν' αποσπάση δάκρυα και εκ των οφθαλμών των βασιλέων.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Είναι δε παράδοξον ότι η φύσις μας αναγκάζει να θρηνήσωμεν
τας πράξεις εκείνας ων την εκτέλεσιν επιδιώκομεν μετά καρτερίας.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τα ελαττώματά του αντεσταθμίζοντο υπό των αρετών αυτού.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ουδέποτε εισήλθεν εις την ανθρωπίνην φύσιν εξοχώτερον φρόνημα· αλλά σεις, ω θεοί, μας υποβάλλετε εις σφάλματα ίνα μας υπομιμνήσκετε ότι είμεθα άνθρωποι. Συνεκινήθη ο Καίσαρ.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Όταν τόσον ευρύ κάτοπτρον τίθεται ενώπιόν του, πρέπει κατ' ανάγκην να κατοπτρισθή.
ΚΑΙΣΑΡ. Ω Αντώνιε. Εγώ σε έφερα εις το σημείον τούτο· πλην αποκόπτομεν τα γαγγραινώδη μέρη του σώματος. Έπρεπε κατ' ανάγκην ή να σου προξενήσω τοιαύτην πτώσιν ή εγώ να πέσω υπό σου. Δεν υπήρχε χώρος δι' αμφοτέρους ημάς εις τον κόσμον. Αλλά σε θρηνώ με δάκρυα πολύτιμα ως το αίμα της καρδίας, σε, τον αδελφόν μου, τον συναγωνιστήν εις πάσας τας επιχειρήσεις, τον συνάρχοντα, φίλον και σύντροφον εις τους πολέμους, τον βραχίονα του σώματός μου, και την καρδίαν εξ ης ενεπνέετο η ιδική μου. – Σε θρηνώ, διότι οι ασυμβίβαστοι αστέρες μας, ενώ είμεθα ίσοι, επέφερον επί τέλους διχασμόν μεταξύ ημών. Ακούσατέ με, φίλοι μου, – αλλά θα ομιλήσω περί τούτου εις αρμοδιωτέραν στιγμήν. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Ο άνθρωπος ούτος φαίνεται ανυπόμονος να αναγγείλη τας ειδήσεις του· ας ακούσωμεν τι θα είπη. – Πόθεν έρχεσαι;
ΑΓΓΕΛΟΣ. Είμαι κ' εγώ δυστυχής Αιγύπτιος. Η βασίλισσα και κυρία μου, κλεισμένη εις τον τάφον της, το μόνον κτήμα το οποίον απέμεινεν εις αυτήν επί της γης, επιθυμεί να μάθη τους σκοπούς σου, διά να διαθέση εαυτήν προς ό,τι μέλλεις να τη επιβάλης.
ΚΑΙΣΑΡ. Ειπέ εις αυτήν να λάβη θάρρος· θα μάθη μετ' ολίγον δι' ενός των ημετέρων, πόσον εντίμως και ευμενώς απεφασίσαμεν να την μεταχειρισθώμεν, διότι ο Καίσαρ είναι πάντοτε γενναιόφρων.
ΑΓΓΕΛΟΣ. Οι θεοί να σε προστατεύουν! (Εξέρχεται).
ΚΑΙΣΑΡ. Ελθέ, Προκλήιε. Ύπαγε να είπης εις αυτήν, ότι ουδόλως προτιθέμεθα να ταπεινώσωμεν αυτήν· δος εις αυτήν οιανδήποτε παρηγορίαν απαιτήση η φύσις της οδύνης, μη, εν τω μεγαλείω της μας διαφύγη διά θανατηφόρου πλήγματος, διότι η παρουσία της εν Ρώμη θα διαιώνιζε τον θρίαμβον ημών. Ύπαγε και επίστρεψον όσω δύνασαι ταχύτερον, διά να μας είπης τι λέγει, και εις ποίαν κατάστασιν εύρες αυτήν.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Απέρχομαι, Καίσαρ, (Εξέρχεται ο Προκλήιος).
ΚΑΙΣΑΡ. Συνόδευσέ τον, Γάλλε. – Πού είναι ο Δολοβέλλας, διά να βοηθήση τον Προκλήιον;
ΑΓΡΙΠΠΑΣ και ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Δολοβέλλα!
ΚΑΙΣΑΡ. Άφετέ τον· ενθυμούμαι τώρα εις τι ενασχολείται· θα επανέλθη εγκαίρως. Έλθετε μετ' εμού εις την σκηνήν όπου θα ίδετε μετά πόσης αποστροφής παρεσύρθην εις τον πόλεμον τούτον, και πόσην μετριοπάθειαν και πραότητα μετεχειρίσθην εις τας επιστολάς. Έλθετε να ίδετε τας αποδείξεις των όσων σας λέγω. (Εξέρχεται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τω τάφω.
Εισέρχονται η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και η ΕΙΡΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η θλίψις μου αρχίζει να διασκεδάζεται. Είναι ευτελές να είναι τις Καίσαρ. Δεν είναι η Τύχη, αλλά δούλος αυτής και υπηρέτης της θελήσεώς της. Είναι μέγα τι η εκτέλεσις της πράξεως εκείνης, ήτις θέτουσα τέρμα εις πάσας τας λοιπάς, δεσμεύει τας συμφοράς, και κλείει την θύραν εις τας περιπετείας· της πράξεως εκείνης ήτις αποκοιμίζει, και αίρει διά παντός τον βόρβορον εκείνον, εκ του οποίου λαμβάνει την τροφήν και επαίτης και Καίσαρ. (Πλησιάζουν εις τας θύρας τον τάφου ο Προκλήιος, ο Γάλλος και στρατιώται).
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ο Καίσαρ στέλλει τας προσρήσεις του εις την βασίλισσαν της Αιγύπτου, και σου παραγγέλλει να σκεφθής περί των δικαίων απαιτήσεων τας οποίας προτίθεσαι να του ζητήσης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Πώς ονομάζεσαι;
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ονομάζομαι Προκλήιος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Ο Αντώνιος μου ωμίλησε περί σου, και μου είπε να εμπιστευθώ εις εσέ· αλλά δεν με μέλει πολύ αν απατηθώ, αφού η πίστις δεν μου χρησιμεύει πλέον. Αν ο κύριός σου επιθυμή να ίδη βασίλισσαν επαιτούσαν παρ' αυτού, πρέπει να του είπης ότι η Μεγαλειότης, διά να είναι αξιοπρεπής, πρέπει να ζητήση όχι ολιγώτερον βασιλείου. Αν ευαρεστήται να παραχωρήση χάριν του υιού μου την κυριευθείσαν Αίγυπτον, θα μου δώση τόσα εκ των εμών, ώστε θα ευχαριστήσω αυτόν γονυκλινής.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Λάβε θάρρος. Έπεσες εις χείρας ηγεμόνος γενναίου· μη φοβού· αποτάθητι ελευθέρως εις τον κύριόν μου, ούτινος η άπειρος γενναιοφροσύνη επιδαψιλεύεται άφθονος εις πάντας τους εις αυτήν καταφεύγοντας. Επίτρεψέ μου να του αναγγείλω την ευγενή υποταγήν σου, και θα εύρης νικητήν συγχωρούντα προθύμως πάντα επικαλούμενον την επιείκειάν του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Ειπέ του σε παρακαλώ, ότι είμαι υποτελής της τύχης του, και ότι παραδίδω εις αυτόν το μεγαλείον του οποίου εγένετο κύριος. Από ώρας εις ώραν μανθάνω το μάθημα της υποταγής, και ευχαρίστως θα έβλεπον αυτόν κατά πρόσωπον.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Θα του αναγγείλω ταύτα, αγαπητή κυρία. Παρηγορήθητι, διότι γνωρίζω ότι η κατάστασίς σου συνεκίνησε και εκείνον, όστις επιφέρει αυτήν.
ΓΑΛΛΟΣ. Βλέπεις πόσον εύκολον είναι να την συλλάβωμεν.
(Ο Προκλήιος και οι δύο φύλακες αναβαίνουν εις τον τάφον διά κλίμακος στηριχθείσης επί του παραθύρου, καταβάντες δε έρχονται όπισθεν της Κλεοπάτρας. Τινές των φυλάκων απωθώσι τους μοχλούς ναι ανοίγουν τας θύρας).
ΓΑΛΛΟΣ. Φυλάξατέ την έως ότου έλθη ο Καίσαρ, (Εξέρχεται).
ΕΙΡΑΣ. Ω βασίλισσα!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω Κλεοπάτρα! Σε συνέλαβον βασίλισσα μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Γρήγορα, καλαί μου χείρες, (Σύρει εγχειρίδιον).
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Στάσου, ευγενής κυρία, στάσου. (Συλλαμβάνει και αφοπλίζει αυτήν). Μη πράξης τοιαύτην αδικίαν· η παρουσία μας σου παρέχει σωτηρίαν, ουδένα δε κίνδυνον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς δεν μου επιτρέπετε ούτε τον θάνατον, όστις και τους κύνας απαλλάσσει από τα δεινά;
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Κλεοπάτρα, μη ονειδίζης την αγαθότητα του κυρίου μου καταστρέφουσα εαυτήν· άφες τον κόσμον να ίδη αυτόν εξασκούντα την γενναιοδωρίαν του, και μη εμποδίζης αυτήν διά του θανάτου σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είσαι, θάνατε! Ελθέ, ελθέ να λάβης βασίλισσαν πολυτιμοτέραν πολλών νηπίων και επαιτών!
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ω, ησύχασε, κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτε θα φάγω, ούτε θα πίω, κύριε, αλλ' ούτε θα κοιμηθώ, αν είναι ανάγκη να προφέρω πλείονας περιττούς λόγους διακηρύττουσα την απόφασίν μου23. Θα καταστρέψω το θνητόν τούτο οίκημα, και ας πράξη ό,τι δύναται ο Καίσαρ. Μάθε, κύριε, ότι δεν θα παρουσιασθώ με δεμένας τας χείρας εις την αυλήν του δεσπότου σου, ούτε θα υποφέρω τας επιπλήξεις των ψυχρών βλεμμάτων της ευήθους Οκταβίας. Μήπως νομίζουν ότι θα με σηκώσουν διά να με επιδείξουν εις τον φωνασκούντα όχλον της σαρκαστικής Ρώμης; Προτιμότερον να ταφώ εις τάφρον της Αιγύπτου! Προτιμότερον να κείμαι ολόγυμνος επί της ιλύος του Νείλου, και των εντόμων βορά γινομένη να καταντήσω θέαμα ειδεχθές! Ναι, προτιμότερον αι υψηλαί πυραμίδες της χώρας μου να μου χρησιμεύσουν ως αγχόνη και αλυσόδετον να με κρεμάσουν επ' αυτών!
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Είναι υπερβολικός ο τρόμος σου· ουδέν θα εύρης εις τον
Καίσαρα δικαιολογούν τον φόβον σου, (Εισέρχεται ο Δολοβίλλας).
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Προκλήιε, γνωρίζει ο Καίσαρ τι έπραξες και σε διατάσσει
να μεταβής παρ' αυτώ· ως προς την βασίλισσαν, θα λάβω αυτήν υπό την
προστασίαν μου.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Τούτο με ευαρεστεί πολύ, Δολοβέλλα· έσο ευγενής προς
αυτήν, (Προς την Κλεοπάτραν). Θα αναφέρω εις τον Καίσαρα ό,τι
επιθυμείς, αν θέλης να μου αναθέσης την εντολήν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ εις αυτόν, ότι η επιθυμία μου είναι ο θάνατος.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ήκουσες περί εμού, ευγενεστάτη αυτοκράτειρα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν δύναμαι να είπω.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Βεβαίως με γνωρίζεις.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ωφελεί, κύριε, αν σε γνωρίζω, ή ήκουσα περί σου. Γελάς όταν ακούης παιδία ή μητέρας διηγουμένας τα όνειρά των. Δεν έχεις αυτήν την συνήθειαν;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Δεν εννοώ, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδον καθ' ύπνον ότι υπήρχεν αυτοκράτωρ ονομαζόμενος Αντώνιος. – Ω! εάν ηδυνάμην να παραδοθώ και πάλιν εις τας αγκάλας τοιούτου ύπνου διά να δυνηθώ να ίδω παρόμοιον άνδρα!
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Επίτρεψέ μου, κυρία…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πρόσωπόν του ήτον ως ο ουρανός· επ' αυτού ήσαν προσκεκολημένοι ο ήλιος και η σελήνη, οίτινες περιστρεφόμενοι, εφώτιζον το μικρόν τούτο Ο, την γην.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Μεγαλειοτάτη…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αι κνήμαι του διεσκέλιζον τον Ωκεανόν, ο βραχίων αυτού υψούμενος εσκέπαζε τον κόσμον· όταν ωμίλει εις φίλους, η φωνή του ήτο μελωδική ως εναρμόνιος σφαίρα, αλλ' όταν ήθελε να εκφοβίση και συνταράξη την οικουμένην, ωμοίαζε προς κρότον βροντής. Η γενναιοδωρία του δεν είχε χειμώνα, ήτο διαρκής ώρα συγκομιδής, της οποίας η ευφορία ηύξανε περισσότερον διά του θερισμού. Αι διασκεδάσεις του ωμοίαζον προς τας του δελφίνος, ανασκιρτώντος εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Την συνοδείαν του απετέλουν βασιλείς και ηγεμόνες, Βασιλεία και νήσοι ήσαν ως νομίσματα, εκβαλλόμενα εκ του θυλακίου του.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Κλεοπάτρα…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Νομίζεις ότι υπήρξεν, ή ότι είναι δυνατόν να υπάρξη τοιούτος άνθρωπος ως εκείνος τον οποίον εγώ είδον καθ' ύπνον;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Όχι, ευγενής δέσποινα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ψεύδεσαι, και σε ακούουν οι θεοί. Αλλ' αν υπάρχη, ή υπήρξε ποτέ τοιούτος, τούτο υπερβαίνει την δύναμιν του ονείρου· δεν έχει αρκετήν ύλην η φύσις όπως διαγωνισθή προς την φαντασίαν εις τα παράδοξα ταύτα ινδάλματα· και όμως, το να φαντασθή τις ένα Αντώνιον, θα ήτο τεχνούργημα της φύσεως, κατά πολύ ανώτερον των φανταστικών ινδαλμάτων.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Άκουσέ με, κυρία. Η συμφορά την οποίαν υπέστης είναι μεγάλη ως συ, ανάλογος δε προς αυτήν και η λύπη σου. Να μην ίδω ποτέ την εκπλήρωσιν των σχεδίων μου, αν εκ συμπαθείας δεν αισθάνομαι λύπην εγκάρδιον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ευχαριστώ, κύριε. Γνωρίζεις τι σκέπτεται να με κάμη ο
Καίσαρ;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Αισθάνομαι αποστροφήν ν' αναγγείλω εκείνο το οποίον
άλλως επεθύμουν να μάθης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ το σε παρακαλώ, κύριε.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Μολονότι είναι γενναιόφρων…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θα με επιδείξη ως τρόπαιον της νίκης του;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ναι, κυρία, το γνωρίζω. (Φωναί έξωθεν: Σταθήτε μακράν, ο
Καίσαρ). (Εισέρχεται ο Καίσαρ, ο Γάλλος, ο Προκλήιος, ο Μαικήνας, ο
Σέλευκος και υπηρέται).
ΚΑΙΣΑΡ. Πού είναι η βασίλισσα της Αιγύπτου;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ο αυτοκράτωρ, κυρία. (Η Κλεοπάτρα γονατίζει).
ΚΑΙΣΑΡ. Εγέρθητι, μη γονατίζης. Εγέρθητι, σε παρακαλώ, εγέρθητι,
βασίλισσα της Αιγύπτου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τοιούτον είναι, αυτοκράτορ, το θέλημα των θεών. Οφείλω να
υπακούσω εις τον δεσπότην και κύριόν μου.
ΚΑΙΣΑΡ. Μη ανησύχει· την ανάμνησιν των προς ημάς ύβρεών σου, καίτοι
γεγραμμένην διά του αίματός μας, θέλομεν θεωρή ως τυχαίον συμβάν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απόλυτε κύριε του κόσμου· δεν δύναμαι να συνηγορήσω αρκετά υπέρ εμού, προς δικαιολόγησίν μου, αλλ' ομολογώ, ότι υπέπεσα και εγώ εις τας αδυναμίας εκείνας, αίτινες κατήσχυναν πολλάκις το ημέτερον φύλον.
ΚΑΙΣΑΡ. Μάθε, Κλεοπάτρα, ότι είμεθα διατεθειμένοι να συγχωρήσωμεν μάλλον ή να τιμωρήσωμεν. Αν αφεθής εις ημάς – οίτινες διακείμεθα λίαν ευμενώς προς σε – θα ωφεληθής εκ της αλλαγής ταύτης· αλλ' αν ζητήσης να μοι προσάψης σκληρότητα, ακολουθούσα το παράδειγμα του Αντωνίου, θα αποβάλης την ημετέραν ευμένειαν, και θα επιφέρης τον όλεθρον των τέκνων σου, εκ του οποίου θα προφυλάξω αυτά, αν επ' εμέ στηρίξης τας ελπίδας σου. Σε προσκυνώ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να διέλθης τον κόσμον, διότι όλος είναι εις την
εξουσίαν σου, ημείς δε, θυρεοί και σύμβολα της νίκης σου, θ'
αναρτηθώμεν εις οιονδήποτε μέρος θελήσης. Λάβε αυτό, αυτοκράτορ.
(Τω εγχειρίζει σημείωσιν).
ΚΑΙΣΑΡ. Συ θα με συμβουλεύης εις ό,τι αφορά εις την Κλεοπάτραν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι η σημείωσις των χρημάτων, των σκευών, και κοσμημάτων, τα οποία έχω· είναι ακριβώς καταγεγραμμένα, εκτός ολίγων ασημάντων πραγμάτων. – Πού είναι ο Σέλευκος;
ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Εδώ, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι ο θησαυροφύλαξ μου. Ας είπη, αυτοκράτορ, επί ιδίω
κινδύνω, εάν εκράτησά τι διά τον εαυτόν μου. Ειπέ την αλήθειαν.
ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Θα προετίμων να σφραγίσω τα χείλη μου, παρά με κίνδυνόν
μου να είπω ό,τι δεν είναι αληθές.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εκράτησα;
ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Τοσαύτα, όσα είναι ικανά να εξαγοράσουν όσα εφανέρωσες.
ΚΑΙΣΑΡ. Μην ερυθριάς, Κλεοπάτρα· επιδοκιμάζω την σύνεσίν σου εις την πράξιν ταύτην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδέ, Καίσαρ! ω παρατήρησε πώς παρακολουθείται το μεγαλείον! Μετ' ολίγον οι άνθρωποί μου θα είναι ιδικοί σου, αλλ' αν επρόκειτο ν' αλλάξωμεν τύχας, οι ιδικοί σου θα ήρχοντο μετ' εμού. Με εξαγριώνει η αχαριστία του Σελεύκου τούτου. Δούλε άπιστε ως μισθωτός έρως. Α, υποχωρείς ματαίως, διότι σου εγγυώμαι ότι θα συλλάβω τους οφθαλμούς σου, και πτέρυγας αν είχον. Δούλε, άψυχε, κακούργε, σκύλε, τέρας χαμερπείας.
ΚΑΙΣΑΡ. Επίτρεψέ μου, βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι δεινόν όνειδος δι' εμέ, ω Καίσαρ, συ μεν να καταδεχθής να με τιμήσης εν τη ταπεινώσει μου ταύτη, ο δε υπηρέτης μου να επαυξήση τας συμφοράς μου διά του φθόνου του; Αλλ' ας παραδεχθώμεν, γενναίε Καίσαρ, ότι εφύλαξα ευτελή τινα γυναικεία κοσμήματα ή ασήμαντα αθυρμάτια, εξ εκείνων τα όποια δίδομεν εις στενούς φίλους· ας παραδεχθώμεν ότι εφύλαξα και πολυτιμότερα ακόμη διά να τα προσφέρω εις την Λιβίαν και την Οκταβίαν, και παρακινήσω αυτάς να μεσιτεύσωσιν υπέρ εμού· πρέπει διά τούτο να καταγγελθώ υπό του ανθρώπου εκείνου, τον οποίον διέθρεψα; Ω θεοί! Τούτο μου είναι οδυνηρότερον και της πτώσεώς μου. (Προς τον Σέλευκον). Φύγε, σε παρακαλώ, μη οι σπινθήρες του πνεύματός μου αναπηδήσωσιν εκ της τέφρας της δυστυχίας μου. Αν ήσο άνθρωπος θα με συνεπάθεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Έξελθε, Σέλευκε, (Εξέρχεται ο Σέλευκος).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας μάθη ο κόσμος ότι ημείς οι μεγάλοι κατηγορούμεθα πάντοτε διά τας πράξεις των άλλων, και ότι πίπτοντες γινόμεθα αυτοπροσώπως υπεύθυνοι διά τα σφάλματα αυτών! Είμεθα τωόντι άξιοι οίκτου!
ΚΑΙΣΑΡ. Κλεοπάτρα, δεν συμπεριελάβομεν μεταξύ των κατακτηθέντων ούτε όσα εφύλαξες, ούτε όσα εφανέρωσες· πάντα ταύτα είναι ιδικά σου και διάθεσε αυτά κατ' αρέσκειαν· πίστευσον δε ότι ο Καίσαρ δεν είναι έμπορος διά να συναλλαγή μετά σου περί πραγμάτων πωλουμένων εις την αγοράν· παρηγορήθητι λοιπόν, και μη αφίεσαι εις αλλοκότους φόβους· όχι, αγαπητή βασίλισσα, διότι προτιθέμεθα να φροντίσωμεν περί σου καθ' οιονδήποτε τρόπον συμβουλεύσης η ιδία. Φάγε λοιπόν και κοιμήσου. Τοιαύτη είναι η περί σου μέριμνα ημών και συμπάθεια, ώστε θα είμεθα πάντοτε φίλοι σου. Χαίρε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κύριέ μου, δέσποτα!
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι τοιούτον τίτλον. Χαίρε. (Εξέρχεται ο Καίσαρ μετά της συνοδείας του).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με κολακεύει, κόραι μου, με κολακεύει διά να βαυκαλίση το φρόνημά μου, αλλ' άκουσε, Χάρμιον, (Ψιθυρίζει εις το ους της Χαρμίον).
ΕΙΡΑΣ. Ετελείωσαν όλα, κυρία. Επέρασεν η λαμπρά ημέρα και μας
έρχεται σκότος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πήγαινε ταχέως· έδωκα ήδη διαταγάς, και όλα είναι έτοιμα·
πήγαινε να είπης να σπεύσουν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πηγαίνω, κυρία. (Εισέρχεται πάλιν ο Δολοβέλλας).
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Πού είναι η βασίλισσα;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την, κύριε. (Εξέρχεται η Χάρμιον).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δολοβέλλα.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Συμφώνως προς τον όρκον τον οποίον ώμοσα κατά διαταγήν σου, και τον οποίον η προ σε αγάπη μου μού επιβάλλει να τηρήσω μετά θρησκευτικής ευλαβείας, σου αναγγέλλω ότι ο Καίσαρ θα αναχωρήση διά της Συρίας, και ότι μετά τρεις ημέρας θα σε προαποστείλη μετά των τέκνων σου. Ωφελήθητι όσω δύνασαι πλειότερον εκ της αγγελίας ταύτης. Εξεπλήρωσα την επιθυμίαν σου και την υπόσχεσίν μου.