Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Οθέλλος», sayfa 6

Yazı tipi:

ΣΚΗΝΗ Β'

(Ο κοιτών της ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑΣ, ήτις κοιμάται επί της κλίνης. Παρ' αυτήν λαμπάς καίουσα. Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Το αίτιον! Το αίτιον! Αυτό είν', ω ψυχή μου! 35
     Ω άστρα σεις εντροπαλά, ας μη σας τ' ονομάσω!
     Είναι το αίτιον! Αλλά, το αίμα δεν της χύνω,
     και το κορμί δεν της χαλνώ, το άσπρον 'σάν το χιόνι,
     τ' αφράτον και υαλιστερόν 'σάν μαρμαροκολώνα!
 
(Αποθέτει το ξίφος)

Πλην ν' αποθάνη! Ή αλληώς και άλλους θα προδώση. – Το φως να σβύσω, κ' έπειτα… το φως αυτό να σβύσω! Συ φωτοδότη λειτουργέ, αν τώρα σε φυσήσω, την λάμψιν πάλιν ημπορώ να σου την ξαναδώσω, αν μεταννοιώσω. Αλλ' εάν σου πάρω μιαν το φως σου, σε, που η φύσις σ' έπλασε την τέχνην της να δείξη, ποιος Προμηθεύς θα δυνηθή την φλόγα να μου φέρη να ξανανάψω τέτοιον φως! Το ρόδον αν το κόψω, δεν ημπορώ την βλάστησιν και πάλιν να του δώσω. Θα μαραθή! – Εις το κλαδί επάνω ας σε μυρίσω.

(Την φιλεί)

Ω συ, μοσχάτη αναπνοή, που την δικαιοσύνην την μισοπείθεις το σπαθί να σπάση, – έν ακόμη· ακόμη έν. Παρόμοια κ' αποθαμένη μείνε, να σ' αγαπώ και ύστερα… αφού σε θανατώσω. Ακόμη ένα, και αυτό να ήναι τελευταίον. Δεν εξανάγεινε ποτέ τόσον γλυκειά η πίκρα! Πρέπει να κλαύσω. Πλην σκληρά τα δάκρυά μου είναι· είναι ωσάν τον Ουρανόν και η 'δική μου λύπη· παιδεύει όπου αγαπά. – Εξύπνησε.

ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ποιος είναι;
     Ποιος είν' εκεί; Οθέλλε μου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εγώ 'μαι, Δυσδαιμόνα.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Αυθέντα μου, επιθυμείς να έλθης να πλαγιάσης;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Την προσευχήν σου σήμερα την είπες, Δυσδαιμόνα;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Την είπα, ω αυθέντα μου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αν έχης να ζητήσης
     από τον Θεόν συγχώρησιν διά κανένα κρίμα
     που σου βαραίνει την ψυχήν, αμέσως προσευχήσου.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Αλλοίμονον! Τι είν' αυτά τα λόγια;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Προσευχήσου,
     και σύντομα. Περιπατώ έως να τελειώσης.
     Δεν θέλω ανετοίμαστην να πάρω την ψυχήν σου.
     Και την ψυχήν σου δεν ζητώ να σου την θανατώσω.
     Να με φυλάξη ο Θεός!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Να θανατώσης είπες;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Το είπα.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Τότε ο Θεός λοιπόν να μ' ελεήση!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αμήν εκ βάθους της ψυχής!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Αφού το λέγης τούτο,
     να με σκοτώσης το λοιπόν ελπίζω δεν σκοπεύεις.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ Ω!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Κι' όμως είσαι φοβερός! Τι άγριος που είσαι!
     Είναι τα 'μάτια σου θολά! Δεν 'ξεύρω τι φοβούμαι,
     αφού δεν 'ξεύρω ένοχη να ήμ' εγώ, και όμως
     φοβούμαι· το αισθάνομαι.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τα κρίματά σου σκέψου.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ότι σ' αγάπησα πολύ. Δεν έχω άλλο κρίμα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Και θ' αποθάνης δι' αυτό.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Η φύσις δεν το θέλει
     να θανατόνεται κανείς διά πολλήν αγάπην.
     Αλλοίμονον! Τα χείλη σου τι τα δαγκάνεις έτσι;
     Σου τρέμει όλον το κορμί από φρικτήν μανίαν!
     Κακά σημάδια είν' αυτά. Ελπίζω πλην, ελπίζω,
     ότι αν έρχεται κακόν δεν είναι δι' εμένα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ησύχασε και σώπαινε.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ησύχασα. Τι θέλεις;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εκείνο το μαντίλι μου, που τόσον αγαπούσα
     και που σ' εχάρισα εγώ, το έχεις χαρισμένον
     'ς τον Κάσιον.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Μα την ζωήν και την ψυχήν μου, όχι!
     Κράξ' τον εδώ κ' ερώτησε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ψυχίτσα μου, φυλάξου,
     μη κάμης όρκον ψεύτικον, και θάνατος προσμένει.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Η ώρα του θανάτου μου δεν ήλθε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ναι· αμέσως.
     Λοιπόν την αμαρτίαν σου εξομολόγησέ την
     ειλικρινώς. Το ν' αρνηθής τα πράγματα με όρκους
     δεν πνίγει, ούτε αφαιρεί την βεβαιότητά μου,
     που μου θερίζει μέσα μου τα σπλάγχνα. Θ' αποθάνης!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ελέησέ με ο Θεός, την μαύρην!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αμήν, είπα.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Και συ ελέησε, και συ! Διότι 'ς την ζωήν μου
     δεν σε αδίκησα, ποτέ! Τον Κάσιον ποτέ μου
     δεν τον ηγάπησα, ποτέ, εκτός μ' αγάπην τόσην,
     όσην το θέλει κι' ο Θεός και η συνείδησίς μου·
     αλλά ποτέ του χάρισμα δεν έλαβ' απ' εμένα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μα τον Θεόν, 'ς τα χέρια του το είδα το μαντίλι!
     Το είδα, ω επίορκη! Πετρόνεις την καρδιάν μου!
     κ' εκείνο πώχω εις τον νουν, με θέλεις να το κάμω
     ως φονικόν, ενώ εγώ το είχα ως θυσίαν! 36
     Το είδα το μαντίλι σου!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Τότε λοιπόν το ηύρε·
     δεν του το έδωσα ποτέ. Κράξ' τον εδώ να έλθη,
     κ' εμπρός μου την αλήθειαν ας την ομολογήση.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τα ωμολόγησεν αυτός.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Τι πράγμα;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ότι… ότι
     σ' εχάρηκε …
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Εμένα!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ναι!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Δεν θα το 'πή ποτέ του!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Δεν θα το' πή. Το στόμα του είναι κλεισμένον τώρα.
     Τα μέτρα του τα έλαβε ο τιμημένος Ιάγος.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Εμάντευσεν ο φόβος μου! Αποθαμένος είναι;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εάν η κάθε τρίχα του και μια ζωή του ήτο,
     δεν θα του άφινα εγώ ζωήν!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ω δυστυχία!
     Αδικημένος είν' αυτός, κ' εγώ αφανισμένη!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πόρνη! Δεν έχεις εντροπήν; Εμπρός μου θα τον κλαύσης;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ω! διώξέ με, αυθέντα μου, αλλά μη με σκοτώσης!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αχρεία! πέσε.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Αύριον, αν θέλης, σκότωσέ με·
     απόψε όμως άφησε να ζήσω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αν παλεύης …
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ολίγον μόνον…
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Έγεινε· αναβολήν δεν έχει!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Μόνον να 'πώ μιαν προσευχήν.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Δεν είναι πλέον ώρα!
 
(Την πνίγει διά του προσκεφαλαίου αυτής)
ΑΙΜΙΛΙΑ, (έξωθεν)
 
     Αυθέντα μου, αυθέντα μου! Ω! άνοιξε αυθέντα!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι είν' ο θόρυβος αυτός; – Ακόμη ζη; Ακόμη;
     Εγώ, ο άγριος εγώ, θα δείξω ευσπλαγχνίαν.
     Ιδού την αγωνίαν σου δεν σου την προμακρύνω.
     Να, να!
 
(Την μαχαιρώνει.) 37
ΑΙΜΙΛΙΑ (έξωθεν)
 
     Αυθέντα, άκουσε· αυθέντα!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ποιος είναι;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ (Έξωθεν)
 
     Εγώ, αυθέντα μου καλέ· να σου 'μιλήσω θέλω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Η Αιμιλία. – Αι, καλά· ευθύς. – Αποθαμένη…
     Θα ήλθεν ίσως να μου 'πή τον φόνον του Κασίου·
     έγεινε θόρυβος πολύς. – Α! δεν σαλεύει πλέον…
     Ωσάν τον τάφον ήσυχη. – Να την αφήσω τώρα
     να έμβη; – Α! μου φαίνεται, ότι σαλεύει πάλιν.
     Όχι … – Τι είναι το σωστόν; Αν έμβη, θα 'μιλήση
     της γυναικός μου… Γυναικός; Ποιας γυναικός; Γυναίκα
     εγώ δεν έχω. Τι φρικτόν! Ω! Δεν το υποφέρω!
     Ώρα βαρειά! Μου φαίνεται μια έκλειψις μεγάλη
     θα γείνη τώρα, να χαθή και Ήλιος και Σελήνη,
     κ' εδώ κ' εκεί να κουτουλά η τρομασμένη Σφαίρα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ (έξωθεν)
 
     Αυθέντα μου, παρακαλώ, να σου 'μιλήσω θέλω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εσένα σ' ελησμόνησα. – Σ' ανοίγω, Αιμιλία. —
     Σιγά. – Αμέσως έρχομαι. – Να κρύψω το κρεββάτι.
 
(Καταβιβάζει τα παραπετάσματα της κλίνης. Ανοίγει την θύραν. Εισέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πού είσαι; Αι; τι έπαθες; τι θέλεις;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω αυθέντα,
     έγεινε κάτω φονικόν φρικτόν!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι πράγμα; τώρα;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ναι, τώρα, ω αυθέντα μου!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τα έχασ' η Σελήνη·
     ήλθε σιμώτερα 'ς την γην απ' ό,τι συνειθίζει,
     και τους ανθρώπους 'τρέλλανε.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ο Κάσιος, αυθέντα,
     εσκότωσ' ένα Βενετόν, που λέγουν Ροδερίκον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τον Ροδερίκον! Και αυτός επίσης σκοτωμένος;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ο Κάσιος εγλύτωσε· δεν είναι σκοτωμένος.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ο Κάσιος εγλύτωσε! Τότ' η δολοφονία
     έχει χαμένα τα νερά, και η εκδίκησίς μου
     παραστρατίζει.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Άδικα, ω, άδικ' αποθνήσκω!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αλλοίμονον! Αυτ' η φωνή…
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ποία φωνή; Τι είναι;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω! της Κυρίας μου φωνή ήτον αυτή. Βοήθεια!
     Βοήθεια! Ω! τι συμφορά! Ομίλησε ακόμη,
     Κυρία, Δυσδαιμόνα μου, Κυρία μου γλυκειά μου,
     ομίλησέ με, λέγε μου!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Αθώα αποθνήσκω.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ποίος το έκαμεν αυτό;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Κανείς. Εγώ μονάχη.
     Να 'πής πολλά υπέρ εμού εις τον καλόν μου άνδρα. 38
 
(Αποθνήσκει)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πώς τάχα εσκοτώθηκε;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αλλοίμονον! Ποιος 'ξεύρει;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Την ήκουσες; Μονάχη της· όχι εγώ. Το είπε.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Το είπε. Την αλήθειαν να μαρτυρήσω πρέπει.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     'Σ την φλογισμένην Κόλασιν 'σάν ψεύτρα οπού ήτο
     πηγαίνει. Την εσκότωσα εγώ!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω! Τότ' εκείνη
     ακόμη πλέον άγγελος, κι' ακόμη πλέον μαύρος
     εσύ, ω μαύρε Σατανά!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εγύρισε 'ς την τρέλλαν
     κ' έγεινε πόρνη.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ψεύματα, ω κολασμένε!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ήτον
     'ς την απιστίαν θάλασσα.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Είσαι φωτιά και φλόγα,
     εάν την λέγης άπιστην εκείνην, οπού ήτον
     πιστή ωσάν τον Ουρανόν!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Την είχεν ιδικήν του
     ο Κάσιος. Καλλίτερα τον άνδρα σου ερώτα.
     Θα μ' ήξιζεν η Κόλασις και τα βαθύτερά της,
     εάν δεν είχα δίκαιον εγώ να καταντήσω
     έως εδώ. Ο άνδρας σου εγνώριζε τα πάντα.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ο άνδρας μου;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ο άνδρας σου.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ότι 'ς τα στέφανά της
     αυτή απίστησεν;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτή σου λέγω με τον Κάσιον.
     Ω! Εάν έμενε πιστή!.. Και ένα νέον κόσμον
     να μου εχάριζ' ο Θεός, και όλον ζυμωμένον
     από χρυσάφι καθαρόν, μ' αυτόν τον νέον κόσμον
     ποτέ μου δεν την ήλλαζα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ο άνδρας μου;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εκείνος
     μου είπεν όλ' απ' την αρχήν. Είν' άνδρας τιμημένος
     εκείνος, κι' αποστρέφεται την λάσπην, οπού σέρνουν
     τα βρωμερά καμώματα.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ο άνδρας μου;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι είναι
     η επανάληψις αυτή, γυναίκα; Σου το είπα·
     ο άνδρας σου!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αλλοίμονον! Κυρία, την αγάπην
     την έπαιξ' η κατεργαριά! – Ο άνδρας μου σου είπε,
     πως ήτον άπιστη;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτός, γυναίκα· σου το είπα,
     ο άνδρας σου! Δεν εννοείς η λέξις τι σημαίνει;
     Ο φίλος μου, ο άνδρας σου, ο τιμημένος Ιάγος!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αν το 'πε, η παμπόνηρη ψυχή του να σαπίζη
     σπυρί σπυρί κάθε στιγμήν! Ψεύδος αισχρόν σου είπε!
     Ηγάπησε παραπολύ τ' ακάθαρτόν της ταίρι!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ (απειλών αυτήν.)
 
     Α!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Κάμε ό,τι αγαπάς. Το κάμωμά σου τούτο
     αξίζει τον παράδεισον, όσον εσύ εκείνην!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Διά καλόν σου σώπαινε.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     'Σ το χέρι σου δεν είναι
     ούτε το ήμισυ κακόν εμένα να μου κάμης,
     από εκείνο πού 'μπορώ να υποφέρω τώρα.
     Κουτέ! Βρωμοαπάτητε! Το κάμωμά σου είναι…
     Δεν σου φοβούμαι το σπαθί. Ω! θα σε καταδώσω,
     κι' ας είχα είκοσι ζωαίς να χάσω! Ω, βοήθεια!
     Εδώ! βοήθεια! φονικόν! βοήθεια! Την κυράν μου
     ο Μαύρος την εσκότωσε. Ω! φονικόν! βοήθεια!
 
(Εισέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ, ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
 
     Τι τρέχει; τι ακολουθεί, ω στρατηγέ,
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω Ιάγο,
     έλα. Τι έκαμες εσύ, και τα εγκλήματά των
     τα ρίχνουν εις την ράχην σου οι άλλοι;
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Τι συνέβη;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Τον ασυνειδήτον αυτόν απόδειξέ τον ψεύτην,
     αν ήσαι άνδρας. Μ' έλεγεν, ότι εσύ του είπες,
     πως ήτον η γυναίκα του μια άτιμη. Το 'ξεύρω,
     συ δεν το είπες, επειδή τόσον πολύ αχρείος
     δεν είσαι! 'Πέ μου, κ' η καρδιά μου ξεχειλίζει πλέον!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Του είπα ό,τι 'πίστευα· και άλλο δεν του είπα
     παρ' ό,τι μόνος του αυτός και ήκουσε και είδε.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αλλά πως ήτον άπιστη ποτέ σου του το είπες;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Το είπα.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ήτο ψεύμα σου· αισχρόν και μαύρον ψεύμα!
     Μα την ψυχήν μου, ψεύματα! ξεντροπιασμένον ψεύμα!
     Εκείνη με τον Κάσιον! Τον Κάσιον; Το είπες;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Το είπα· με τον Κάσιον. Την γλώσσαν δεν μαζεύεις;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Να ομιλήσω χρεωστώ. Την γλώσσαν δεν μαζεύω.
     Εκεί, εις το κρεββάτι της επάνω, σκοτωμένη
     είν' η κυρία μου, εκεί!
 
ΠΑΝΤΕΣ
 
     Θεός να μας φυλάξη!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Κ' αιτία του θανάτου της, τα ιδικά σου λόγια!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μη, άρχοντες, 'ξιππάζεσθε. Σας λέγει την αλήθειαν.
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Μαύρη αλήθεια και φρικτή.
 
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
 
     Τι πράξις τερατώδης!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω, προδοσία έγεινε, Θεέ μου! προδοσία!
     Τώρα το βλέπω η τυφλή· το βλέπω. Προδοσία!
     Μ' είχε περάσει απ' τον νουν! Θα με σκοτώση η λύπη!
     Ω! προδοσία!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τα 'χασες; 'ς το σπίτι! Σε προστάζω.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Καλοί μου άρχοντες εσείς, αφήτε να λαλήσω.
     Του χρεωστώ υποταγήν, αλλ' όμως όχι τώρα.
     Ίσως ς' το σπίτι μου ποτέ δεν θα γυρίσω, Ιάγο.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ (πίπτων επί της κλίνης)·
 
     Ω! Ω! Ω! Ω!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ναι, πέσ' εκεί και μούγγριζε, θηρίον,
     αφού το εθανάτωσες το πλάσμα το αθώον,
     οπού γλυκύτερον ποτέ ο Ουρανός δεν είδε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ (εγειρόμενος)
 
     Ω! έγεινε σιχαμερή!
 
(Προς τον Γρατιάνον)
 
Μόλις σε βλέπω, θείε.
     Η ανεψιά σου είν' εκεί. Ναι, την αναπνοήν της
     την εσταμάτησαν αυτά τα χέρια οπού βλέπεις.
     Το κάμωμά μου φοβερόν σου φαίνεται· το 'ξεύρω.
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Η Δυσδαιμόνα η πτωχή! Ω! Τον Θεόν δοξάζω
     που ο πατέρας σου δεν ζη. Ο γάμος σου του ήτο
     θανατηφόρος, κ' έκοψε το νήμα της ζωής του
     το γέρικον η λύπη του. Εάν εζούσε τώρα,
     θα τον απέλπιζεν αυτό το θέαμα, και ίσως
     τον αγαθόν του άγγελον θα τον εβλασφημούσε
     και η αθλία του ψυχή θα 'πήγαινε 'ς τον Άδην.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ναι· είν' αξιοδάκρυτον. Αλλά ο Ιάγος 'ξεύρει
     πως με τον Κάσιον αύτη της εντροπής την πράξιν
     χίλιαις φοραίς την έκαμε. Το εξωμολογήθη
     ο Κάσιος. Κ' επλήρωσε αυτή τους έρωτάς του
     μ' εκείνο το τεκμήριον και δώρον της αγάπης,
     που της επρωτοχάρισα· 'ς τα χέρια του το είδα·
     ένα μαντίλι κεντητόν, ενθύμημα αρχαίον
     που έδωσ' ο πατέρας μου 'ς την μάναν μου.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Θεέ μου,
     Θεέ μου παντοδύναμε!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Σιώπησε σου λέγω.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Θα τα ειπώ, θα τα ειπώ. Να σιωπήσω; Όχι!
     Ελεύθερη 'σάν τον Βορειάν θα πεταχθή η φωνή μου!
     Κι' ο Ουρανός, κ' οι άνθρωποι, κ' οι διάβολοι, τα πάντα,
     κι' αν κράζουν όλα εντροπή 'ς εμένα, θα λαλήσω!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Σου λέγω, έσο γνωστική και πήγαινε 'ς το σπίτι.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Δεν σε ακούω.
 
(Ο Ιάγος την απειλεί σύρων το ξίφος)
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Εντροπή! Σπαθί, εις μιαν γυναίκα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ω Μαύρε συ ανόητε! Εκείνο το μαντίλι
     το ηύρα κατά σύμπτωσιν και το 'δωσα τ' ανδρός μου,
     αφού αυτός πολλαίς φοραίς, μ' επιμονήν μεγάλην
     που τέτοιον πράγμ' ασήμαντον δεν ήξιζε βεβαίως,
     μ' εθερμοπαρακάλεσε να της το κλέψω.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Βρώμα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Εκείνη εις τον Κάσιον να το χαρίση! Όχι!
     Το ηύρα' γώ, ώρα κακή! και το 'δωσα τ' ανδρός μου.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ω βρώμα, λέγεις ψεύματα!
 
ΑΙΜΙΑΙΑ
 
     Μα τον Θεόν δεν λέγω,
     μα τον Θεόν μου, ψεύματα δεν λέγω, άρχοντές μου!
     Ω συ, ανόητε φονηά! Τι ήθελε να πάρη
     ένα μωρόν ωσάν κ' εσέ τέτοια καλή γυναίκα!
 
(Ο ΙΑΓΟΣ πληγόνει την ΑΙΜΙΛΙΑΝ και φεύγει δρομαίος)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πώς τώρα δεν πετροβολεί εδώ τους κεραυνούς του
     ο Ουρανός! Παμπόνηρε!
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ, (δεικνύων την Αιμιλίαν)
 
     Κλονίζεται· θα πέση·
     Ιδέτε! Την γυναίκα του εσκότωσ' ο αχρείος!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     'Σ το πλάγι της Κυρίας μου ξαπλώσατε κ' εμένα.
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Την 'σκότωσε κ' εξέφυγε!
 
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
 
     Αισχρός κακούργος είναι!
     Το ξίφος τούτο φύλαξε· το 'πήρ' από τον Μαύρον.
     Απ' έξω έλα, φύλαγε την θύραν. Πρόσεχέ τον.
     Μη τον αφήσης ζωντανόν από εδώ να φύγη.
     Τον άλλον δαίμονα εγώ να κυνηγήσω τρέχω.
 
(Εξέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ και ο ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ούτε ανδρείος είμαι καν, και μέσ' από τα χέρια
     το πρώτον σάψαλον 'μπορεί να πάρη το σπαθί μου!
     Πλην αφού πάγ' η αρετή και η τιμή ας πάγη,
     και όλα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Τι επρόλεγεν εκείνο το τραγούδι;
     Μ' ακούεις, ω Κυρία μου; 'Μπορείς να με ακούσης;
     Ιδού· κ' εγώ με μουσικήν να ξεψυχήσω θέλω,
     'σάν κύκνος. Ω! ι τ ι ά, ι τ ι ά! – Αγνή, ω Μαύρε, ήτο.
     Μαύρε σκληρέ, ηγάπησεν εσένα κι' όχι άλλον.
     Να μην ιδώ παράδεισον, αν δεν σου λέγω αλήθειαν.
     Ό,τι πιστεύω σου λαλώ με την ψυχήν 'ς το στόμα.
 
(Αποθνήσκει)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ακόμη μου ευρίσκεται έν όπλον εδώ μέσα·
     ένα σπαθί Ισπανικόν, 'ς το κρύσταλλον βαμμένον.
     Το ηύρα· να το. – Άνοιξε. Θέλω να έβγω, θείε.
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ (Έξωθεν)
 
     Θα το πληρώσης ακριβά εάν το δοκιμάσης.
     Δεν έχεις όπλον πρόσεχε και ίσως κακοπάθης.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Έμβα λοιπόν να με ιδής και να σου ομιλήσω·
     ή και γυμνός και άοπλος επάνω σου θα πέσω!
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ (Εισερχόμενος)
 
     Τι θέλεις;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Κύτταξέ μ' εδώ. Κρατώ σπαθί 'ς το χέρι
     'ς την μέσην του δεν έζωσε ποτέ του στρατιώτης
     καλλίτερον. Ήτο καιρός και είδα την ημέραν,
     που το καλόν αυτό σπαθί 'ς αυτό το μικρόν χέρι
     εμπόδια θα έκοπτε τον δρόμον να μ' ανοίξη,
     μεγάλα είκοσι φοραίς 'σαν το εμπόδιόν σου!
     Πλην, μάταια καυχήματα! Την Μοίραν ποιος ορίζει;
     Δεν είμαι τώρα τίποτε. Να φοβηθής δεν έχεις,
     και ας κρατώ και το σπαθί ολόγυμνον 'ς το χέρι.
     Του ταξειδιού μου είν' εδώ το τέλος και η άκρη·
     εδώ, εδώ το ύστερον πανί μου αρμενίζει!
     Τι 'πίσω ετραβήχθηκες; Ο φόβος σου του κάκου.
     Καμώσου ότι χύνεσαι 'ς το στήθος του Οθέλλου·
     θα τον ιδής να τραβηχθή. Ο Μαύρος πού να' πάγη;
 
(Προς το πτώμα της Δυσδαιμόνας.)

Να σε ιδώ πώς φαίνεσαι; Δυστυχισμένη νέα! Ωσάν το σάβανον χλωμή! Όταν ενταμωθώμεν 'ς την κρίσιν μας την ύστερην, αυτή σου η χλωμάδα θα μου κρημνίση την ψυχήν απ' τ' Ουρανού τα ύψη να την αρπάξουν Δαίμονες! Κόρη μου! Κρύα, κρύα! Ωσάν το μάρμαρον αγνή και κρύα!.. Κολασμένε! Ω! διώξατέ με, Δαίμονες, με ξύλα, με μαχαίρια, κ' εβγάλετέ με απ' αυτήν την ουρανίαν θέαν! Ω! ρίξετέ με να χαθώ εις την ανεμοζάλην! 'ς του θειαφιού ολόγυμνον ταις φλόγαις ψήσατέ με! Βουτήξατέ μ' εις πέλαγος από φωτιάν λυωμένην! Ω Δυσδαιμόνα μου! Νεκρά, νεκρά – ω Δυσδαιμόνα!

(Εισέρχονται ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ, ο ΚΑΣΙΟΣ επί φορείου, και αξιωματικοί συνοδεύοντες τον ΙΑΓΟΝ αλυσσόδετον.)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Πού είναι ο ταλαίπωρος αυτός ο μανιώδης;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτός που ήτο μιαν φοράν Οθέλλος; Εδώ είμαι.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Πού είν' εκείν' η έχιδνα; Πού είναι ο κακούργος;
 
(Ο ΙΑΓΟΣ φέρεται έμπροσθεν της σκηνής)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Θέλω τα πόδια σου να ιδώ… πλην είναι παραμύθια. 39
     Δεν ημπορώ, ο Σατανάς αν ήσαι, να σε σφάξω.
 
(Εφορμά και πληγόνει τον ΙΑΓΟΝ.)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Α! πάρετέ του το σπαθί!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τα αίματά μου τρέχουν,
     αλλά δεν μ' εθανάτωσε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Δεν το λυπούμαι· όχι·
     έχω καλλίτερα να ζης· 'ς την γνώμην την 'δικήν μου
     ο θάνατος ευτύχημα μου φαίνεται.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Οθέλλε,
     εσύ, που ήσουν μιαν φοράν τόσον καλός, και τώρα
     'ς τα δίκτυα έπεσες ενός κατηραμένου σκύλου,
     τι περιμένεις να σε 'πή ο κόσμος;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ό,τι θέλει·
     και δολοφόνον ας με 'πούν, πλην έντιμον, διότι
     τα πάντα χάριν της τιμής και όχι από έχθραν 40
     τα έκαμα.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Ο άθλιος αυτός μας είπεν, ότι
     εσυμφωνήσατε μαζή τον φόνον του Κασίου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ναι.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Δεν σου έδωκ' αφορμήν ποτέ, ω στρατηγέ μου,
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Και σου ζητώ συγχώρησιν, διότι σε πιστεύω…
 
(Προς τον Λοδοβίκον)
 
Παρακαλώ, τον δαίμονα ερώτησέ τον τούτον,
     να παγιδεύση διατί και σώμα και ψυχήν μου;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Μη μ' ερωτήσης τίποτε. Ηξεύρεις ό,τι 'ξεύρεις·
     διότι απ' εδώ κ' εμπρός δεν θα προφέρω λέξιν.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Τι; ούτε να προσευχηθής;
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Το στόμα θα σ' ανοίξουν τα βάσανα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Καλλίτερα να κάμης όπως λέγεις.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Να σ' εξηγήσω χρεωστώ πώς κάθε τι συνέβη,
     που δεν τα 'ξεύρεις βέβαια. Αυτό εδώ το γράμμα
     'ς του Ροδερίκου του νεκρού το φόρεμα ευρέθη,
     καθώς κι' αυτό το γράμμα του. Το πρώτον φανερόνει,
     ότι επήρ' επάνω του τον φόνον του Κασίου
     ο Ροδερίκος.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μιαρέ!
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Τι μαύρη προδοσία!
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Ιδού και τ' άλλο γράμμα του, παράπονα γεμάτον.
     Ήτο επάνω του κι' αυτό. Ο Ροδερίκος τούτο
     εσκόπευεν ως φαίνεται 'ς τον Ιάγον να το στείλη,
     αλλ' εις το αναμεταξύ επρόκαμεν εκείνος
     και τον μετέπεισε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω συ, φαρμακερέ κακούργε!
     Πλην το μαντίλι, Κάσιε, της γυναικός μου ήτο.
     Πώς έτυχε 'ς τα χέρια σου;
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     'Σ το σπίτι μου το ηύρα.
     Και μας το εμαρτύρησεν ο ίδιος προ ολίγου,
     πως τ' άφησεν επίτηδες εκεί διά σκοπούς του,
     και ότι του επέτυχε καθώς επεθυμούσε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μωρός εγώ! Μωρός, μωρός!
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Και εις το ίδιον γράμμα
     'ς τον Ιάγον με παράπονον ο Ροδερίκος γράφει,
     πως να τον βάλη 'ς την φρουράν μαζή μου να μαλώση
     τότε που έγειν' αφορμή να χάσω τον βαθμόν μου.
     Κ' ενώ τον ενομίζαμεν νεκρόν τον Ροδερίκον,
     πριν ξεψυχήση 'μίλησε: τον έβαλεν ο Ιάγος
     να με σκοτώση, και αυτόν τον 'σκότωσεν ο Ιάγος.
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ (προς τον Οθέλλον.)

Πρέπει να φύγης απ' εδώ και να μας συνοδεύσης. Σου αφαιρείται η αρχή και το αξίωμά σου, και εις την Κύπρον 'ς το εξής ο Κάσιος ορίζει. Ως προς τον άνομον αυτόν, ό,τ' η σκληρότης 'ξεύρει ό,τ' ημπορεί πλειότερον να καταβασανίζη και ζωντανόν να τον κρατή, θα έχη να το πάθη.

(Προς τον Οθέλλον.)

Θα μείνης εις τα σίδερα φυλακισμένος, έως το έγκλημά σου να κριθή από την εξουσίαν της Βενετίας. Πήγαινε. – Σεις οδηγήσατέ τον.

ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Σιγά. Προτού να φύγετε θέλω να' πώ δυο λέξεις.
     Κάπως εδούλευσα εγώ το Κράτος, και το 'ξεύρει.
     Ας ήναι. – Σας παρακαλώ, 'ς τα γράμματά σας τώρα,
     που θ' αναφέρετε αυτά τα θλιβερά συμβάντα,
     περί εμού παρακαλώ να γράψετε ως είμαι·
     μη τίποτε μικραίνετε, αλλά και εις κακίαν
     μη τίποτ' αποδώσετε. Να γράψετε δι' ένα
     οπού ηγάπησε πολύ, αν όχι και με γνώσιν
     δι' ένα, οπού εύκολα δεν 'ζήλευεν, αλλ' όμως
     αφού ν' ανάψη έτυχεν, επήγεν ως την άκρην
     δι' ένα, που 'τυφλώθηκε και 'σάν τον Ιουδαίον
     επέταξ' απ' το χέρι του ένα μαργαριτάρι,
     που ήξιζε πλειότερον απ' όλην την φυλήν του· 41
     δι' ένα, που τα 'μάτια του πεσμέν' από την λύπην,
     αν ίσως κι' ασυνείθιστα ως τώρα να βουρκόνουν,
     σταλάζουν δάκρυα πικρά, καθώς της Αραβίας
     το δένδρον στάζει τον χυμόν, που ταις πληγαίς ιατρεύει.
     Αυτά να γράψετε, αυτά. Και να ειπήτ' ακόμη,
     ότι οπόταν μιαν φοράν εις το Χαλέπι μέσα
     μου έτυχ' ένας άπιστος σαρικωμένος Τούρκος,
     κ' εκτύπησ' ένα Βενετόν κ' επρόσβαλε το Κράτος,
     απ' τον λαιμόν τον ήρπασα τον βρωμισμένον σκύλον
     κ' ιδού πώς τον 'μαχαίρωσα.
 
(Αυτοχειριάζεται)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
 
     Ημέρα των αιμάτων!
 
ΓΡΑΤΙΑΝΟΣ
 
     Χαμένοι λόγοι ό,τι 'πή κανείς.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πριν σε σκοτώσω,
     σ' εφίλησα, γυναίκα μου. Θα σε ξαναφιλήσω,
     κ' επάνω εις τα χείλη σου κ' εγώ ας ξεψυχήσω.
 
(Αποθνήσκει επί της κλίνης)
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Αυτό το επερίμενα. Αλλ' όμως εθαρρούσα
     πως ήτον άοπλος. Καρδιάν, καρδιάν μεγάλην είχε!
 
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ (προς τον Ιάγον)
 
     Ω σκύλε ασυνείδητε! Ανήμερον θηρίον, 42
     χειρότερον κι' από φωτιάν και θάλασσαν και πείναν!
     Ιδέ αυτού του κρεββατιού το τραγικόν φορτίον.
     Είναι τα έργα σου αυτά! Τα 'μάτια φαρμακεύει
     η θέα. Ας την κρύψωμεν. —
 
(Σύρονται τα παραπετάσματα της κλίνης)

Και τώρα, Γρατιάνε, κλείσε το σπίτι. Φύλαξε τα πράγματα του Μαύρου και την περιουσίαν του, διότι σου ανήκουν. – Και εις εσέ, διοικητά, να τιμωρήσης μένει αυτόν τον καταχθόνιον. Την ώραν να ορίσης, το μέρος, και τα βάσανα· φρικτά να του τα κάμης! Κ' εγώ ευθύς αναχωρώ, 'ς το Κράτος ν' αναφέρω το πράγμα τούτο το βαρύ με την βαρειάν καρδιάν μου.

(Απέρχονται)
35.«Ο μονόλογος ούτος αποκαθίσταται σκοτεινός ως εκ της συντομίας αυτού. Η έννοια, νομίζω, είναι η εξής: Ιδού εγώ ενταύθα, λέγει ο Οθέλλος καθ' εαυτόν, καταβεβλημένος υπό φρίκης. Τις ο λόγος της ταραχής μου; Ο δισταγμός μου προς τιμωρίαν της ενόχου; ή ο φόβος μη χύσω αίμα; Ουχί. Δεν με καταβάλλει η πράξις αύτη, αλλά το αίτιον ένεκα του οποίου διαπράττεται!» Johnson. Είς των επιτυχεστέρων κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους διερμηνευτών του προσώπου του Οθέλλου επί της Αγγλικής σκηνής έδιδε, καθ' α πληροφορούμαι, ετέραν εις το χωρίον τούτο εξήγησιν. Εισήρχετο εν τω θαλάμω της κοιμωμένης Δυσδαιμόνας κρατών κάτοπτρον ανά χείρας. Βλέπων δ' εν αυτώ το μέλαν πρόσωπόν του ανέκραζε: «Το αίτιον! Τούτο είναι το αίτιον!» Επαναλαμβάνων δ' εν τω τρίτω στίχω τας λέξεις ταύτας έρριπτε μετ' απελπισίας το κάτοπτρον κατά γης και συνέτριβεν αυτό.
36.Αποσπώ την εξής περικοπήν εκ της του Γερβίνου φιλοσοφικωτάτης του όλου δράματος αναλύσεως. «Ο Οθέλλος αποφασίζει τον φόνον της συζύγου του, μεθ' όσης αταραξίας ήθελε καταδικάσει αυτήν εις θάνατον, εάν επείχε θέσιν απλώς δικαστού. Αλλά τούτο δεν καταπνίγει εν αυτώ τα αισθήματα του ανδρός, του συζύγου· ουδέ σμικρύνει την συναίσθησιν της γενομένης εις την τιμήν και εις τον έρωτα αυτού προσβολής. Όπως υπό την ιδίαν αυτού έποψιν εννοήσωμεν τους λόγους της αποφάσεώς του, ανάγκη να αναπολήσωμεν μεθ' οπόσης αυστηρότητος εξετέλει τα προς την εν Βενετία αρχήν καθήκοντα αυτού και μεθ' οπόσης πειθαρχικής αμεροληψίας ετιμώρησε του Κασίου το ατόπημα… Ηθέλησε να παραδειγματίση τον Κάσιον ουχί υπό της οργής κινούμενος, αλλ' υπό της φρονήσεως και υπό του αισθήματος του καθήκοντος. Κατ' εκείνην την περίστασιν, ότε η ψυχή αυτού ούτε υπό έρωτος ούτε υπό ζηλοτυπίας επηρεάζεται, τιμωρεί τον Κάσιον, ως ήδη τιμωρεί την Δυσδαιμόναν. Ναι μεν και τότε και ήδη παροργίζεται. Ήδη πιστεύει, ότι έχει αποδείξεις της συζυγικής της Δυσδαιμόνας απιστίας. Αλλά το καθήκον ουχί η οργή κινεί την τιμωρόν αυτού χείρα. Δεν τον ωθεί, λέγει εν τω μονολόγω αυτού το πάθος, αλλά το αίτιον. Ουδέ τον αναχαιτίζει η σκέψις μη μετανοήση αφού φονεύση αυτήν. Η θέα του κάλλους της κοιμωμένης Δυσδαιμόνας συγκινεί αυτόν μέχρι δακρύων, αλλά δεν κλονίζει την απόφασίν του. Γοητεύεται υπό ηδυπαθείας ασπαζόμενος αυτήν και αισθανόμενος την ευώδη αναπνοήν, ήτις πείθει σχεδόν αυτόν να θραύση το ξίφος της Δικαιοσύνης, αλλά μένει ακλόνητος. Υψηλή τις Δικαιοσύνη ενυπάρχει εις τα σκληρά αυτού δάκρυα. Η λύπη του είναι καθώς ο Ουρανός· παιδεύει όπου αγαπά.» (Gervinus, Shakespeare Commentaries. σελ. 542).
37.Ο Οθέλλος έρχεται με την απόφασιν να μη χύση το αίμα της συζύγου αυτού και πνίγει αυτήν διά του προσκεφαλαίου, διά του οποίου κρύπτει συγχρόνως και το πρόσωπον αυτής, όπως μη το βλέπη και κλονισθή. Αλλά διά να μη προμακρύνηται η αγωνία αυτής, καθόσον δεν είχεν εντελώς θανατωθή διά της ασφυξίας, προσφεύγει εις την μάχαιραν αυτού και την πληγόνει θανασίμως. Αι πληγαί αύται αποκαθιστώσι πιθανήν την προφοράν των λέξεων, τας οποίας προ του θανάτου αυτής λέγει. Άλλως, εάν η πρώτη του προσκεφαλαίου απόπειρα επετύγχανε, δεν ηδύνατο να λαλήση πλέον. Εις τας Αγγλικάς του κειμένου εκδόσεις ουδεμία συνήθως προστίθεται προς τον ηθοποιόν οδηγία μετά τους στίχους τούτους του Οθέλλου.
  I would not have thee linger in thy pain. So. So.
  Ως εκ της τοιαύτης δ' ελλείψεως και σχολιασταί τινες και ηθοποιοί αποδίδουσιν εις τον Σαικσπείρον το λάθος, ότι δήθεν η Δυσδαιμόνα ομιλεί αφού άπαξ επνίγη. – Αλλ' οι στίχοι ούτοι φαίνονται προφανώς μαρτυρούντες, ότι ο Οθέλλος βλέπων την Δυσδαιμόναν ζώσαν έτι και αναπνέουσαν, αποφασίζει διά μιας να την αποτελειώση, λησμονών δε την προτέραν αυτού απόφασιν, «της χύνει το αίμα και της χαλνά το κορμί.»
38.«Το πρόσωπον της Δυσδαιμόνας, λέγει ο Mezières, είναι εκ των θελκτικοτέρων του Σαικσπείρου πλασμάτων. Κατά την διάνυσιν της ειμαρμένης αυτής η σύζυγος του Οθέλλου δεν αναδεικνύει ούτε την επιδεξιότητα, ούτε την δραστικότητα Ιταλίδος γυναικός, ουδέ φαίνεται ουδαμώς ανήκουσα εις την αυτήν ως ο Ιάγος φυλήν. Αφού άπαξ υπό ενός κυριευθή αισθήματος, καταβάλλεται και απορροφάται υπ' αυτού, ωσεί ήτο της Άρκτου γέννημα. Ο έρως, όστις συνήθως αποκαθιστά τας γυναίκας τοσούτον ευμηχάνους, πληροί την καρδίαν αλλά δεν εξεγείρει την διάνοιαν αυτής. Τα συζυγικά καθήκοντα περικλείουσι πανταχόθεν τον ορίζοντα αυτής, πέραν δε του ορίζοντος εκείνου, ουδέν βλέπει ειμή σκότος. Ούτω δεν υποπτεύεται τους επαπειλούντας αυτήν κινδύνους, ουδέ φροντίζει να υπερνικήση αυτούς. Δεν απητείτο πολλή οξύνοια, όπως εννοηθώσιν οι σκοποί του Ιάγου. Αλλ' η Δυσδαιμόνα καταβάλλεται άνευ αμύνης. Εν πλήρει αθωότητι φέρεται προς τον σύζυγον αυτής εις τρόπον ώστε να τον παροξύνη, και παρέχει εις αυτόν αφορμάς υποψίας, τας οποίας άλλη επιδεξιωτέρα γυνή ήθελε διεκφύγει. Υπερασπίζεται τον Κάσιον, αναφέρει το όνομα αυτού εις πάσαν μετά του Οθέλλου συνομιλίαν, και μέχρι της εσχάτης αυτής πνοής έτι. Το απόνηρον αυτής γίνεται του θανάτου της η αιτία. Αλλά το απόνηρον ήτο ανέκαθεν το ιδιάζον αυτής χαρακτηριστικόν. Κατά τον ηθικόν νόμον, καθ' ον διελίσσονται πάντες οι εν τω Σαικσπειρείω θεάτρω χαρακτήρες, η Δυσδαιμόνα, καίτοι αθώα, τιμωρείται ένεκα του πρώτου αυτής παραπτώματος. Καθώς ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, υπεχώρησε και αύτη εις του πάθους την ορμήν, παρήτησε τον πατέρα, περιεφρόνησε το καθήκον. Η κόρη, ήτις αποδιδράσκει εκ της πατρικής οικίας, όπως παρακολουθήση τον σύζυγον, τον οποίον αυτή μόνη εξελέξατο, δεν θα ευδαιμονήση. Η αρά του γέροντος γερουσιαστού μένει επί της κεφαλής της Δυσδαιμόνης. «Πρόσεχε, λέγει προς τον Οθέλλον ο Βραβάντιος· ως ηπάτησε τον πατέρα, δύναται και τον σύζυγον ν' απατήση.» Τα πάντα όσα υπέρ του έρωτος εθυσίασεν, η τρυφερότης, η γενναιότης αυτής, τα πάντα στρέφονται εις καταμαρτυρίας κατ' αυτής. Καθ' ο εξ αρχής αγαπήσασα τοσούτον αυτογνωμόνως, θα εκληφθή ως δολία κατόπιν. Παραιτεί την πατρίδα· και επί ξένης γης, μακράν πάσης προστασίας, ακούει εαυτήν εξυβριζομένην· βλέπει σύνοφρυν τον Οθέλλον και κυριεύεται υπό αθυμίας. Ουδεμία τη απολείπεται πικρία. Προσβάλλεται και ο έρως και η τιμή αυτής. Η αβρά και ευαίσθητος νέα, ήτις ούτε δυσανασχετεί ούτε παραπονείται, αλλά προσπαθεί να εφεύρη δικαιολογήματα προς συγκάλυψιν της αδικίας του ανδρός αυτής, κατηγορείται ως άτιμος και περιφρονείται δημοσία, μέχρις ου επί τέλους εν τη ακμή της νεότητος θανατόνεται υπ' αυτού εκείνου, χάριν του οποίου τα πάντα εθυσίασε. Εκ τούτου δεν έπεται, ότι ο Σαικσπείρος καταδικάζει το ψυχικόν πάθος. Απ' εναντίας και αισθάνεται και εμπνέει βαθείαν υπέρ των θυμάτων του τοιούτου πάθους συμπάθειαν. Αλλ' υποδεικνύει εις ημάς πού το πάθος απολήγει, ότε χάριν αυτού θραύονται οι κοινωνικοί δεσμοί και καταπατούνται τα οικογενειακά καθήκοντα. (Mezières: Shakespeare, ses œuvres et ses critiques.)
39.θέλει να ίδη αν ο Ιάγος ήναι τραγόπους, ως ο Διάβολος· αλλά τα περί τούτου λεγόμενα είναι μύθοι, επιλέγει.
40.«Η υπερέχουσα εν τω βίω του Οθέλλου αρχή, είναι η συναίσθησις της τιμής. Το συνοικέσιον αυτού το θεωρεί ως σύνδεσμον στηριζόμενον επί της τιμής και της αμοιβαίας υπολήψεως. Ενταύθα έχομεν νέαν τινά και διάφορον του έρωτος φάσιν· ουχί την ορμητικήν και ακάθεκτον μέθην, ήτις παραφέρει τον Ρωμαίον και την Ιουλιέταν, αλλά κλίσιν πηγάζουσαν εκατέρωθεν εξ απεριορίστου εμπιστοσύνης εις τον έντιμον εκατέρου χαρακτήρα. Αμφότεροι, παραδιδόμενοι εις την φοράν του αισθήματος αυτών, γινώσκουσιν εκ προκαταβολής, ότι απαιτούνται εκατέρωθεν θυσίαι, όπως οι δύο αυτών βίοι εις έν συνενωθώσιν. Ότε δε η υπόληψις και η εμπιστοσύνη εκλείπουσι, παύει και η ευτυχία, ήτις επί τούτων εστηρίζετο. Την δ' ευτυχίαν εκείνην καταστρέφει η ζηλοτυπία, ήτις έξωθεν διά σατανικών δολοπλοκιών εισχωρεί εντός της συζυγικής ταύτης δυάδος· καθόσον εντός αυτής, και εν μέσω της απεριορίστου εκατέρωθεν εμπιστοσύνης, δεν δύναται να παραχθή αίτιον προς διατάραξιν της ευδαιμονίας αυτών. Όπως δ' εξεγερθή η ζηλοτυπία, απαιτείται η δολία διαγωγή του Ιάγου, επωφελουμένου της ακακίας των δύο συζύγων και αποδίδοντος αισχράς εννοίας εις πράγματα, άτινα η Δυσδαιμόνα εν πλήρει αθωότητι και απειρία πράττει. Αι ελάχισται συμπτώσεις, πράγματα, άτινα έτερός τις έχων πλειοτέραν των του κόσμου πείραν ουδέ ήθελε παρατηρήσει, προξενούσιν εις τον απλοϊκόν και άπειρον Οθέλλον βαθυτάτην εντύπωσιν, ότε ο δόλιος Ιάγος πειράται να δώση εις ταύτα σημασίαν μεγαλειτέραν, αφ' όσην ηδύναντο άλλως να έχωσι. Προσπαθεί ο δυστυχής να μην αφεθή εις το πάθος της ζηλοτυπίας, αλλά κατακυριεύεται υπ' αυτού. Θέλει να κρίνη δικαίως το πταίσμα της γυναικός, εις την οποίαν ενεπιστεύθη την τιμήν αυτού. Λησμονεί, όμως, ότι είναι επισφαλές να γείνη τις συνάμα ενάγων, κατήγορος και κριτής. Δεν είναι δολοφονία ο θάνατος της Δυσδαιμόνης, αλλά θυσία εις την Δικαιοσύνην. Η οργή όμως παραφέρει τον Οθέλλον, ότε η Δυσδαιμόνα εν τη συναισθήσει της αθωότητος αυτής τε και του Κασίου, και επιλήσμων του ιδίου κινδύνου, θρηνεί του Κασίου τον θάνατον, και τότε τελείται η δολοφονία. (W. Wagner. Shakespeare und die neûste Kritik.)
41.Οι σχολιασταί διαφέρουσι ως προς την εξήγησιν του χωρίου τούτου. Τινές μεν εκλαμβάνουσιν αυτό ως αναγόμενον εις τον Ηρώδην, φονεύσαντα εν στιγμή ζηλοτυπίας την σύζυγον αυτού Μαριάμ, έτεροι δε ως εις Ιουδαίον καταστρέψαντα μαργαρίτην πολύτιμον, τον οποίον δεν εύρισκε να πωλήση κατ' αξίαν. Αλλ' ίσως άνευ σχολίων εννοείται αφ' εαυτής η παρομοίωσις του Οθέλλου.
42.Ο Λοδοβίκος αποκαλεί τον Ιάγον Σπαρτιάτην κύνα: o Spartan dog! Διατί Σπαρτιάτην; Οι κύνες της Σπάρτης ήσαν περιβόητοι διά την ωμότητα και την εν τω διώκειν ταχύτητα. Ώστε καλείται ούτως ο Ιάγος ως διώκων σκληρώς και μέχρι θανάτου τα ατυχή αυτού θύματα. Οπωςδήποτε, αν μετέφραζα μετ' ακριβείας «Σκύλε της Σπάρτης,» υποπτεύομαι, ότι δεν θα μετεφέρετο η έννοια του κειμένου εις την μετάφρασίν μου.