Kitabı oku: «Οθέλλος», sayfa 4
ΣΚΗΝΗ Δ'
Η αυτή σκηνογραφία
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, η ΑΙΜΙΛΙΑ και ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ.)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ηξεύρεις του λόγου σου που καταλύει ο υπασπιστής,
ο Κάσιος;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Και διατί, άνθρωπε;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Διότι αυτός είναι αξιωματικός, και αν μάθη, ότι λέγω
πως καταλεί, θ' αρπάξω κατακεφαλιαίς.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Έλα, έλα· πού κατοικεί;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Ό,τι σου ειπώ σε γελώ, αφού δεν ηξεύρω πού κατοικεί.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πήγαινε, κ' ερώτησε να το μάθης.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Θα κάμω ερωταποκρίσεις, καθώς τον παππάν εις την
κατήχησιν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εύρε τον και ειπέ του να έλθη εδώ. Ειπέ του, ότι ωμίλησα
του ανδρός μου, και ελπίζω όλα να διορθωθούν.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Αυτά πού λέγεις τώρα τα χωρεί νους ανθρώπου, και
θα κάμω τα δυνατά μου να σου τα καταφέρω.
(Εξέρχεται)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πού τάχα να το έχασα νομίζεις το μαντίλι;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πίστευσε, να χάσω το πουγγί μου
είχα καλλίτερα πολύ, όλον φλωριά γεμάτον
Καλά οπού ο άνδρας μου κακόν 'ς τον νουν δεν βάζει,
ούτε το έχει φυσικόν 'ς την ζήλειαν να ξεπέφτη·
ειδέ θα είχεν αφορμήν να έμβη 'ς υποψίαν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Τι; δεν ζηλεύει;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ποιος; αυτός; Μου φαίνεται ο Ήλιος,
εκεί που εγεννήθηκε, του 'ρούφησ' από μέσα
κάθε χυμόν τέτοιας λογής.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Να· έρχεται. Ιδέ τον.
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν τον αφίνω ήσυχον εάν δεν προσκαλέση
τώρα τον Κάσιον εδώ. – Αυθέντα μου, πώς είσαι;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά, γυναίκα μου. Και συ πώς είσαι, Δυσδαιμόνα;
(Δεν ημπορώ να κρύπτωμαι!)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πολύ καλά, Οθέλλε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δος μου το χέρι σου εδώ. – Τι απαλόν που είναι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν είδ' ακόμη γηρατειά και λύπην δεν γνωρίζει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτό θα 'πή, καλή καρδιά και απλοχεροσύνη.
Ζεστόν ζεστόν, και απαλόν, κ' υγρόν. Το χέρι τούτο
θέλει ταπείνωσιν ψυχής, μετάνοιαν, νηστείαν,
και κάκωσιν του σώματος, και συντριβήν καρδίας·
διότι ένας δαίμονας ιδροπερεχυμένος
είν' εδώ μέσα, και ζητεί να επαναστατήση.
Καλόκαρδον και ανοικτόν το χέρι τούτο είναι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τούτο 'μπορείς να το ειπής, διότι την καρδιάν μου
το χέρι σου την έδωκεν αυτό.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Γενναίον χέρι!
Ήτο καιρός που την καρδιάν την έδιδε το χέρι.
Το πράγμα τώρα ήλλαξε· καρδιαίς δεν έχει, χέρια!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Σ αυτά δεν έχω τι να 'πώ· δεν τα καταλαμβάνω.
Ειπέ μου, τι μου έταξες;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι σ' έταξα, πουλί μου;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμήνυσα τον Κάσιον να έλθη να τα 'πήτε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μία κακή καταρροή με καταβασανίζει.
Μου δίδεις το μαντίλι σου;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ιδού, καλέ μου άνδρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνο που σ' εχάρισα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Επάνω μου δεν το' χω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Δεν το 'χεις;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Όχι, άνδρα μου, αλήθεια δεν το έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αυτό δεν το 'καμες καλά. Εκείνο το μαντίλι
μια γύφτισσα την μάναν μου το έχει χαρισμένον.
Μάγισσα ήτο, κ' ήξευρε σχεδόν ν' αναγινώσκη
κάθε κρυμμένον λογισμόν και είπε της μητρός μου,
ότι ενόσω το κρατεί, θα ήν' αγαπημένη
και θα' χη τον πατέρα μου εις τα θελήματά της
υποταγμένον κι' αν ποτέ το χάση ή το χαρίση,
αμέσως θα την σιχαθούν τα 'μάτια του πατρός μου.
και νέους έρωτας αλλού εκείνος θα ζητήση.
Κ' εκείνη όταν 'πέθανε μου το 'δωσε και μ' είπε,
όταν θελήσ' η Μοίρα μου γυναίκα ν' αποκτήσω
να το χαρίσω εις αυτήν. Το έδωσα εσένα,
και έχε το πολύτιμον ωσάν τα δυο σου 'μάτια!
Εάν το χάσης, ή αλλού το δώσης, είναι κρίμα
που μεγαλείτερον ποτέ δεν γίνεται!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι λέγεις!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αλήθεια! Εις το ύφασμα εκείνο έχει μάγια.
Μία Σιβύλλα, που 'ς την γην εμέτρησε τον Ήλιον
διακόσια γυρίσματα να κάμη 'ς την ζωήν της,
εις έξαψιν προφητικήν το έχει κεντημένον.
Από σκουλήκια ιερά εβγήκε το μετάξι,
και η βαφή από καρδιαίς παρθένων μουμιασμέναις.26
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι λέγεις; Είναι δυνατόν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αληθινά σου λέγω·
να το προσέχης το λοιπόν καλά.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Μακάρι τότε
να μη το είχα ιδεί ποτέ!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και διατί;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι έχεις,
και μου λαλείς τόσον σκληρά κι' απότομα;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εχάθη;
Ομίλει· τι το έκαμες; τι έγεινε; πού είναι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ελέησόν με ο Θεός!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είπες;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν εχάθη·
αλλά και αν εχάνετο;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Λέγω δεν εχάθη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να μου το δείξης! Φέρε το!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
'Μπορώ, πλην όχι τώρα. -
Τα κάμνεις εξεπίτηδες ν' αλλάξης ομιλίαν.
Την θέσιν του 'ς τον Κάσιον ξανάδοσέ την πάλιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να φέρης το μαντίλι σου! – Κάτι κακόν θα γείνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω έλα, κι' άλλον 'σάν αυτόν δεν θαύρης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Παρακαλώ, τον Κάσιον ειπέ μου…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτόν που 'ς την αγάπην σου την τύχην του βασίζει,
και τόσον εκινδύνευσε μαζή σου..
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το μαντίλι!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλήθεια, το παράκαμες.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να φύγης απ' εμπρός μου!
(Αναχωρεί βιαίως)
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αυτός ο άνδρας θα μου 'πής ζηλιάρης πως δεν είναι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτό ποτέ άλλην φοράν, ποτέ μου, δεν το είδα!
Πρέπει να είχε μαγικό τω όντι το μαντίλι,
και ήτο δυστυχία μου μεγάλη να το χάσω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Ούτ' ένας χρόνος ούτε δυο τον άνδρα δεν τον δείχνουν.
Οι άνδρες όλ' είναι κοιλιά, κι' όλαις ημείς τροφή των·
μας τρώγουν όσον που πεινούν· μας διώχνουν αν χορτάσουν.
Ο άνδρας μου κι' ο Κάσιος. 27
(Εισέρχονται ο ΙΑΓΟΣ κι' ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Δεν έχει άλλον τρόπον·
εκείνη μόνον ημπορεί… Ιδού! τι ευτυχία!
Ομίλησέ της· πήγαινε, ειπέ της τα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι κάμνεις;
Τι νέα έχεις, Κάσιε;
ΚΑΣΙΟΣ
Κυρία μου, και πάλιν
τα ίδια έχω να ειπώ και να παρακαλέσω.
Βοήθησέ με την ζωήν την πρώτην μου να εύρω,
και ν' αποκτήσω από σε την παλαιάν αγάπην
εκείνου, οπού σέβομαι με όλην την ψυχήν μου.
Μ' εσκότωσ' η αναβολή. – Εάν το πταίσιμόν μου
τόσον το έχη τρομερόν και τόσον μέγα, ώστε
ούτ' εκδουλεύσεις παλαιαί, ούτε παρούσα λύπη,
ούτ' ο σκοπός μου 'ς το εξής καλλίτερος να γείνω,
την εύνοιάν του δεν 'μπορούν να την εξαγοράσουν,
ας το γνωρίζω τούτο καν. – Κέρδος κι' αυτό θα ήναι,
διότι την απόφασιν τουλάχιστον θα πάρω,
κ' εις άλλους δρόμους θα ζητώ να μ' ελεήσ' η Τύχη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον ω Κάσιε, καλέ και τρις καλέ μου,
δεν έχει τώρα πέρασιν η μεσολάβησίς μου·
ο κύριός μου σήμερα δεν είναι κύριός μου,
και ούτε θα εγνώριζα πως είν' αυτός ο ίδιος,
αν με την γνώμην του μαζή του ήλλαζε κ' η όψις.
Να μην ιδώ απ' τον Θεόν καλόν, εάν δεν είπα
ό,τι ημπορούσα διά σε, και αν δεν είπα τόσα,
ώστ' εναντίον μου σκληρά εξέσπασ' η οργή του.
Έχε ακόμ' υπομονήν ό,τι ημπορώ θα κάμω·
θα κάμω περισσότερον παρά που θα' τολμούσα
και δι' εμένα. Με αυτό λοιπόν ευχαριστήσου.
ΙΑΓΟΣ
Ο στρατηγός εθύμωσε;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Έφυγε μόλις τώρα,
και άνω κάτω έφυγε και καταθυμωμένος.
ΙΑΓΟΣ
Εθύμωσε! Πώς γίνεται; Τον είδα, το κανόνι
να του σκορπά 'ς τον άνεμον κομμάτια τους στρατούς του,
και μέσ' από τα χέρια του 'σαν Δαίμονας ν' αρπάζη
τον αδελφόν του! Πώς! Αυτός να ήναι θυμωμένος;
Κάτι θα τρέχη σοβαρόν. Να τον ιδώ πηγαίνω.
Κάτι θα ήναι φοβερόν, αν ήναι θυμωμένος.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, πήγαινε, παρακαλώ.
(Απέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
Ναι τίποτε του Κράτους θα ήναι, – είτε είδησις από την Βενετίαν, ή θ' ανεκάλυψεν εδώ κρυφήν συνωμοσίαν, και τούτο θα εθόλωσε τον νουν του. Και καθένας αν τον βαρύνουν συλλογαίς εις τα μικρά ξεσπάνει· διότι αν το δάκτυλον ολίγον μας πονέση, και τ' άλλα μέλη τα γερά αισθάνονται τον πόνον. 28 Δεν είν' οι άνθρωποι Θεοί, ας μη το λησμονούμεν· κι' ούτε κανένας απαιτεί τους άνδρας να τους βλέπη να ήναι πάντα πρόσχαροι, καθώς εις ταις χαραίς των. Αλήθεια, μάλωμα πολύ μου πρέπει, Αιμιλία· είχα παράπονον κρυφόν εις την ψυχήν μου μέσα, (τι στρατιώτης απειθής και άτακτος που είμαι), ότι μ' εφέρθηκε κακά· αλλά το βλέπω τώρα, ότι τον ψευδομαρτυρώ αν τον κατηγορήσω.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Μακάρι να τον 'τάραξεν υπόθεσις του Κράτους,
κι' όχ' υποψία του καμμιά ή ζήλεια δι' εσένα.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αλλοίμονον, τι αφορμήν του έδωσα ποτέ μου;
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν συλλογίζετ' απ' αυτά διόλου ο ζηλιάρης·
δεν του χρειάζετ' αφορμή κ' αιτία να ζηλεύση.
Ζηλεύει μόνον, επειδή το έχει να ζηλεύη.
Να μη το έχη μέσα του! Η ζήλεια είναι τέρας,
οπού γεννάται μοναχόν και μόνον μεγαλόνει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! του Οθέλλου την ψυχήν από αυτό το τέρας
να την φυλάγη ο Θεός!
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αμήν, αμήν, Κυρία.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Πηγαίνω μέσα. – Κάσιε, εδώ περίμενέ με·
εάν τον εύρω ήσυχον θα του ξαναμιλήσω,
καθώς μ' επαρεκάλεσες. Θα κάμω δι' εσένα
ό,τι ημπορέσω.
ΚΑΣΙΟΣ
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, Κυρία.
(Απέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η ΑΙΜΙΛΙΑ )
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ.)
ΒΙΑΓΚΑ
Καλώς σε ηύρα, Κάσιε.
ΚΑΣΙΟΣ
Συ είσαι; τι γυρεύεις
έξω εδώ; τι γίνεσαι αγαπητή μου Βιάγκα;
Τώρα ηρχόμην να σ' ιδώ, αγάπη μου, – αλήθεια.
ΒΙΑΓΚΑ
Κ' εγώ ηρχόμην να' σ' ιδώ, εσένα, Κάσιέ μου.
Επτά 'μερόνυκτα σωστά να με ιδής δεν ήλθες!
Μιαν εβδομάδα! Εκατόν εξήντα τόσαις ώραις!
και φαίνονται χίλιαις φοραίς μακρύτεραις αι ώραις,
όταν δεν έχωμεν κοντά εκείνον π' αγαπούμεν·
όχι, δεν έχουν μετρημόν!
ΚΑΣΙΟΣ
Συμπάθησέ με, Βιάγκα·
είχα μεγάλαις συλλογαίς αυτήν την εβδομάδα.
Αλλά θα εύρω τον καιρόν να σου ταις ξεπληρώσω
ταις ώραις οπού έλειψα. Να ζης, γλυκειά μου Βιάγκα,
αντίγραψε το σχέδιον αυτό.
(Τη δίδει το χειρόμακτρον της Δυσδαιμόνας.)
ΒΙΑΓΚΑ
Και πού το ηύρες;
Είν' από χέρι, Κάσιε, από αγάπην νέαν.
Τώρα το βλέπω διατί τόσον καιρόν δεν ήλθες.
Α! μ' εβαρέθηκες; Καλά!
ΚΑΣΙΟΣ
Έλα, γυναίκα, έλα·
πέταξ' αυτούς τους στοχασμούς 'ς τα δόντια του διαβόλου,
εκεί απ' οπού σ' έρχονται. Θα με ζηλεύσης τώρα,
πως είναι τούτο χάρισμα απ' αγαπητικήν μου;
Όχι, αλήθεια, Βιάγκα μου.
ΒΙΑΓΚΑ
Λοιπόν, και τίνος είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Ούτε ηξεύρω να σου' πώ. 'Σ το σπίτι μου το ηύρα·
μου ήρεσε το κέντημα, και πριν μου το ζητήσουν
(καθώς πιστεύω θα συμβή), να τ' αντιγράψω θέλω.
Πάρε λοιπόν και βγάλε το. Και τώρα – άφησέ με.
ΒΙΑΓΚΑ
Πώς να σ' αφήσω; διατί;
ΚΑΣΙΟΣ
Διότι περιμένω
τον στρατηγόν, και σύστασις δεν είναι δι' εμένα
γυναικωμένον να μ' ιδή.
ΒΙΑΓΚΑ
Και διατί, να ζήσης;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι πως δεν σε αγαπώ.
ΒΙΑΓΚΑ
Αλλ' ότι δεν με θέλεις.
Έλα μαζή, παρακαλώ· συντρόφευσέ μ' ολίγον,
κ' ειπέ μου αν θα σε ιδώ, πλην ενωρίς, απόψε;
ΚΑΣΙΟΣ
Πολύ μακράν δεν ημπορώ νάλθω μαζή σου τώρα·
εδώ να μείνω χρεωστώ. Θα σε ιδώ απόψε.
ΒΙΑΓΚΑ
Αφού δεν γίνεται αλληώς, ας γείνη όπως θέλεις.
(Εξέρχονται)
ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Έμπροσθεν του φρουρίου
(Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Λοιπόν νομίζεις, στρατηγέ.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αν το νομίζω, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Τι; ένα μυστικόν φιλί;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Φιλί της ανομίας!
ΙΑΓΟΣ
Ή με τον φίλον της γυμνή να ήναι 'ς το κρεββάτι
μιαν ώραν ή πλειότερον, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εις το κρεββάτι, και γυμνοί, χωρίς κακόν 'ς τον νουν των;
Είναι ψευτιά! Τον διάβολον μ' αυτά θα τον γελάσουν;
Εκείνοι πώχουν αρετήν και κάμνουν τέτοιον πράγμα,
τους σκανδαλίζει ο Σατανάς την αρετήν που έχουν,
και σκανδαλίζουν τον Θεόν με τα καμώματά των!
ΙΑΓΟΣ
Εάν δεν κάμουν τίποτε, είναι μικρόν το κρίμα.
αλλ' αν εις την γυναίκα μου ένα μαντίλι δώσω …
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αι, τι;
ΙΑΓΟΣ
Της το εχάρισα, κι' αφού είν' ιδικόν της,
εις όποιον θέλει δύναται κ' εκείνη να το δώση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και την τιμήν 'ς το χέρι της την έχει. Να την δώση
κ' εκείνην;
ΙΑΓΟΣ
Είναι η τιμή αόρατος ουσία·
πολλοί οπού την έχασαν περνούν ότι την έχουν.
Πλην το μαντίλι…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Θεέ! ας το ελησμονούσα!
Μου είπες…(Επανέρχεται εις την ενθύμησίν μου
'σαν κόρακας που έρχεται εις σπίτι μολυσμένον,
σημάδι της καταστροφής!) 29 Μου είπες, το μαντίλι
το είδες εις τα χέρια του;
ΙΑΓΟΣ
Το είπα! τι με τούτο;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είναι κακόν!
ΙΑΓΟΣ
Κι' αν έλεγα πως είδα να σου κάμη
το άδικον; Κι' αν έλεγα πως ήκουσα να λέγη…
Υπάρχουν και παληάνθρωποι, που αν το καταφέρουν,
(ή με κυνήγημα πολύ, ή και ξελόγιασμά της),
και απατήσουν και χαρούν την αγαπητικήν των,
το θεωρούν 'σαν τίποτε να φλυαρούν κατόπιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Σου είπε τίποτε αυτός;
ΙΑΓΟΣ
Και βέβαια μου είπε·
αλ' όμως θα σου ορκισθή, ότι δεν είπε λέξιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είπε;
ΙΑΓΟΣ
Ότι έκαμε… Τι έκαμε δεν 'ξεύρω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι; τι;
ΙΑΓΟΣ
Ότι εχάρηκε…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εκείνην; Αι;
ΙΑΓΟΣ
Εκείνην, —
μ' εκείνην, – όπως αγαπάς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εχάρηκε μ' εκείνην! Εχάρηκεν εκείνην! Εχάρηκε
μ' εκείνην, θα ειπή εδιασκέδασε. Την εχάρηκε. Φρίκη!
Το μαντίλι! Να το ομολογήση! Το μαντίλι!.. Να τον
κάμω να το ομολογήση και κρέμασμα! Πρώτα κρέμασμα
και έπειτα ας το ομολογήση! Ανατριχιάζω να το
συλλογίζωμαι! Δεν είναι φυσικόν να βλέπη κανείς εις τ'
όνειρόν του την σκιάν, χωρίς να υπάρχη το πράγμα.
Δεν είναι λόγια οπού με κάμνουν άνω κάτω… Πιστ!..
Μύταις, αυτιά, και χείλη!.. Πώς γίνεται; Το μαντίλι!..
Να το ομολογήση!.. Το μαντίλι!.. Ω διάβολε!
(Πίπτει καταγής λειποθυμισμένος.)
ΙΑΓΟΣ
Φαρμάκι, δούλευε! Ιδού, πώς οι κουτοί γελιούνται.
Ιδού ο τρόπος να χαθή μιας γυναικός τιμίας
και όνομα κ' υπόληψις, χωρίς αυτή να πταίη. —
Δεν με ακούεις, στρατηγέ; Ω στρατηγέ! Οθέλλε!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
Αι, Κάσιε!
ΚΑΣΙΟΣ
Τι έπαθε;
ΙΑΓΟΣ
Επιληψίαν έχει.
Είναι δευτέρα προσβολή· και χθες του ήλθεν άλλη.
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν τρίβεις τα μηλίγγια του;
ΙΑΓΟΣ
Μη τον ταράξης. Όχι.
Καλλίτερα το βύθος του τον δρόμον του να κάμη.
Αν ταραχθή, το στόμα του αφρίζει, και κατόπιν
μία μανία φοβερά του έρχεται… Σαλεύει.
Απομακρύνσου μιαν στιγμήν. Αμέσως θα συνέλθη.
Και όταν φύγη απ' εδώ να σου μιλήσω έχω
κάτι πολύ σημαντικόν.
(Αποσύρεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
Πώς είσαι, στρατηγέ μου;
Εκτύπησες την κεφαλήν; πονεί;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Με περιπαίζεις;
ΙΑΓΟΣ
Να περιπαίξω; ποιος; εγώ; Μα την ζωήν μου, όχι!
Να υποφέρης σ' ήθελα την τύχην σου 'σαν άνδρας.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο άνδρας πώχει κέρατα ζώον και τέρας είναι.
ΙΑΓΟΣ
Γεμάτη τέρατα λοιπόν η κάθε χώρα είναι,
γεμάτη ζώα λογικά.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το εξωμολογήθη;
ΙΑΓΟΣ
Σε θέλω άνδρα, στρατηγέ. Δεν συλλογείσαι, ότι
όποιος γενάτος εμπλεχθή εις τον ζυγόν του γάμου,
'μπορεί σκυμμένος να τράβα ζευγαρωτά μ' εσένα;
Πόσαις χιλιάδες άνθρωποι πλαγιάζουν κάθε βράδυ
εις μολυσμένα στρώματα, και τα θαρρούν 'δικά των!
Πάλιν καλλίτερα εσύ! – Είναι διαβόλου πλάνη,
περίγελως του Σατανά, να σφίγγης μίαν βρώμαν
εις αγκαλιάν συζυγικήν, κι' αγνήν να την νομίζης!
Όχι· ας 'ξεύρω κάθε τι. Κι' αν 'ξεύρω τι μου κάμνει,
τότε κ' εγώ θα' ξεύρω καν τι πρέπει κ' εις εκείνην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εσύ 'σαι άνδρας γνωστικός, αληθινά.
ΙΑΓΟΣ
Αν θέλης
κρύψου εδώ· πλην κύτταξε υπομονήν να έχης.
Ενώ εσύ εκείτεσο 'ς την λύπην βυθισμένος,
(πραγμ' άτοπον κι' αταίριαστον εις άνδρα 'σάν εσένα,)
ήλθεν ο Κάσιος εδώ. Τον έδιωξα αμέσως,
με τρόπον του εξήγησα το λιγοθύμισμά σου,
και τον επαρακάλεσα να επιστρέψη πάλιν
να του λαλήσω. Μ' έταξε, ότι θα έλθη. Κρύψου,
και βλέπε τον 'ς το πρόσωπον, τι μορφασμούς θα κάμη,
τι νεύματα, τι σχήματα. Διότι θα τον βάλω
να ξαναπή απ' την αρχήν την ιστορίαν όλην,
το πώς, και πού, πόσαις φοραίς, και πότε, κι' από πότε
με την γυναίκα σου μαζή τα 'ταίριαξε, και πότε
θα ξαναρχίση. Κύτταζε το κάθε κίνημά του.
Αλλά, να ζης, υπομονή! Αλλέως θα με κάμης
να λέγω πως τα έχασες κι' ότι δεν είσαι άνδρας.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Άκουσε, Ιάγο· θα μ' ιδής· υπομονή δεν λείπει,
πλην κ' αιμοβόρον θα μ' ιδής. Ακούεις;
ΙΑΓΟΣ
Δεν πειράζει·
πλην 'ς τον καιρόν του κάθε τι. Αν αγαπάς τραβήξου.
(Αποσύρεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και κρύπτεται)
ΙΑΓΟΣ
Θα φέρω εις τον Κάσιον την ομιλίαν τώρα
της Βιάγκας. Η κυρά αυτή πουλεί την ευμορφιάν της
και αγοράζει το ψωμί και τα φορέματά της.
Αλλά διά τον Κάσιον τρελλαίνετ' η αθλία,
καθώς αυτών των γυναικών το 'χει συχνά η Μοίρα·
πολλοί τα χάνουν δι' αυταίς, κι' αυταίς δι' ένα μόνον.
Κι' ο Κάσιος κάθε φοράν π' ακούση τ' όνομά της
δεν ημπορεί να κρατηθή από τα γέλοια. – Νάτος
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ.)
Το κάθε του χαμόγελον τον Μαύρον θα τρελλαίνη,
κ' η τυφλωμένη ζήλεια του στραβά θα εκλαμβάνη
κάθε του νεύμα ή ματιάν. – Υπασπιστά πώς είσαι;
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά να ήμαι ημπορώ ενώ μ' αυτόν τον τίτλον
με χαιρετάς; Μ' εσκότωσε η στέρησίς του, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Τον έχεις, αν με το καλόν την Δυσδαιμόνας πιάσης.
(Χαμηλή τη φωνή.)
Αν ήτο εις της Βιάγκας σου το χέρι να τον λάβης,
τελειωμένην την δουλειάν την είχες.
ΚΑΣΙΟΣ (γελών)
Η καϋμένη!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν)
Ήρχισε κι' όλα να γελά.
ΙΑΓΟΣ
Δεν μ' έτυχε ποτέ μου
γυναίκα τόσον ν' αγαπά, όσον αυτή εσένα.
ΚΑΣΙΟΣ
Η κατεργάρα! Μ' αγαπά τω όντι· το πιστεύω.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν)
Δεν το αρνείται, και γελά.
ΙΑΓΟΣ
Ακούεις, Κάσιέ μου.
(Συνομιλεί μετ' αυτού κρυφίως)
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν)
Του λέγει τώρα να τα 'πή. Εμπρός, εμπρός! Ωραία!
ΙΑΓΟΣ
Κηρύττει και διαλαλεί πως θα στεφανωθήτε.
Σκοπόν το έχεις;
ΚΑΣΙΟΣ (γελών)
Χα! χα! χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν)
Σ' αρέσει; Αι; σ' αρέσει!
ΚΑΣΙΟΣ
Να την στεφανωθώ! Μίαν νυκτογυρίστραν! Μη μ' έχης
δα, ότι τα έχω χαμένα όλως διόλου. Χα, χα, χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Ω βέβαια! ω βέβαια! Γελά όποιος κερδίζει.
ΙΑΓΟΣ
Αλήθεια σου λέγω· εβγήκε λόγος, ότι την στεφανόνεσαι.
ΚΑΣΙΟΣ
Ομίλει με τα σωστά σου, παρακαλώ.
ΙΑΓΟΣ
Να μην ήμαι άνθρωπος, αν δεν το ήκουσα.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν)
Κ' εμένα μ' εξεβγάλετε; Καλά!
ΚΑΣΙΟΣ
Η μαϊμού τα έβγαλεν αυτά! Η αγάπη της την
επλάνεσε και θαρρεί, ότι θα την πάρω γυναίκα μου· όχι
βέβαια ιδική μου υπόσχεσις.
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Ο Ιάγος νεύμα μ' έκαμε· Θ' αρχίση να τα λέγη.
ΚΑΣΙΟΣ
Τώρα ήτον εδώ. Όπου ευρεθώ, νά σου την κατόπιν
μου! Προχθές ήμουν εις την ακρογιαλιάν με μερικούς
Βενετούς, και έξαφνα παρουσιάζεται η λωλή και χύνεται
επάνω μου…
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Και κράζει: ω αγάπη μου! αυτό λέγει η έκφρασίς του.
ΚΑΣΙΟΣ
Και μ' αγκαλιάζει, σειστή και κουνιστή, και αρχίζει τα
κλαύματα, και με τραβά και με σκουντά … Χα, χα, χα!
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Τώρα λέγει, πώς τον έσυρε εις το κρεββάτι μου. Ά!
την μύτην σου την βλέπω, αλλά πού είναι ο σκύλος εις
τον οποίον θα την πετάξω;
ΚΑΣΙΟΣ
Μα την αλήθειαν, πρέπει πλέον να την παραιτήσω.
ΙΑΓΟΣ
Κύτταξ' εμπρός μου. Να την κ' έρχεται.
(Εισέρχεται η ΒΙΑΓΚΑ)
ΚΑΣΙΟΣ
Τέτοια Αλωπού μοσχομυρωδάτη!.. Τι θέλεις και με
κυνηγάς;
ΒΙΑΓΚΑ
Να σε κυνηγήση ο Διάβολος και η μάνα του! Τι
μαντίλι ήτον εκείνο που μου έδωσες; Ανόητη εγώ να το
πάρω! Να σου αντιγράψω το σχέδιον! Ποίον τα πουλείς,
ότι το ηύρες εις το σπίτι σου, και ότι δεν ηξεύρεις ποίος
το άφησεν εκεί; Σου το εχάρισε καμμία βρώμα, και μου
το δίδεις εμένα να σου το αντιγράψω! Να, δος το εις την
φιληνάδα σου. Όπου κι' αν το ηύρες, σχέδιον εγώ δεν
σου βγάζω!
ΚΑΣΙΟΣ
Τι είν' αυτά Βιάγκα μου γλυκειά; Τι είν' αυτά; Τι
είν' αυτά;
ΟΘΕΛΛΟΣ (καθ' εαυτόν.)
Μα τον Θεόν! Το μαντίλι μου είναι τούτο.
ΒΙΑΓΚΑ
Αν σου αρέση να δειπνήσης απόψε μαζή μου, κόπιασε.
Αν δεν σου αρέση, έλα όταν αγαπάς.
(Αναχωρεί)
ΙΑΓΟΣ
Το κατόπιν της! Το κατόπιν της!
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν ημπορώ να κάμω διαφορετικά. Ειδέ, δεν το έχει
τίποτε να βάλη ταις φωναίς μέσα εις τους δρόμους.
ΙΑΓΟΣ
Θα δειπνήσης μαζή της;
ΚΑΣΙΟΣ
Το έχω σκοπόν.
ΙΑΓΟΣ
Καλά. Ίσως έλθω κ' εγώ να σ' εύρω εκεί· διότι έχω
να σου 'μιλήσω.
ΚΑΣΙΟΣ
Έλα σε παρακαλώ. Έρχεσαι;
ΙΑΓΟΣ
Πήγαινε, πήγαινε. Καλά!
(Αναχωρεί ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ (προχωρών επί της σκηνής.)
Πώς να τον σκοτώσω, Ιάγο;
ΙΑΓΟΣ
Τον είδες πώς έπαιρνε εις το αστείον την
αισχρότητά του;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω! Ιάγο!
ΙΑΓΟΣ
Και το μαντίλι το είδες;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το ιδικόν μου ήτο;
ΙΑΓΟΣ
Το ιδικόν σου, μα το χέρι τούτο! Και ιδέ πώς την
έχει την ανόητην την γυναίκα σου. Του χαρίζει το μαντίλι
της, και αυτός το δίδει εις την λεγάμενήν του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ήθελα να τον έχω εννέα χρόνους να τον σκοτόνω. —
Τέτοια εύμορφη γυναίκα, τέτοια νόστιμη, τέτοια
γλυκειά γυναίκα!
ΙΑΓΟΣ
Αυτά να τα λησμονήσης τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ναι! Να σαπίση και να χαθή και να κολασθή – απόψε!
Δεν έχει ζωήν! Όχι! Η καρδιά μου έγεινε πέτρα· την
κτυπώ και μου πονεί το χέρι. – Ω! Δεν έχει ο κόσμος
πλάσμα γλυκύτερον. Της ήξιζε να κάθηται εις ενός
βασιλέως πλευρόν και να προστάζη!
ΙΑΓΟΣ
Αυτά δεν είναι λόγια δι' εσένα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Να χαθή! Λέγω μόνον το τι είναι. Τόσον επιτήδεια
εις το κέντημα! Και πώς ετραγωδούσε! Ω! Και αρκούδαις
ημέρονε το τραγούδημά της. Και τόσον ξυπνητή
και προκομμένη!
ΙΑΓΟΣ
Τόσον χειρότερα, λοιπόν, δι' εκείνην.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω, χίλιαις, χίλιαις φοραίς χειρότερα! Και τόσον
γλυκειά συμπεριφορά.
ΙΑΓΟΣ
Γλυκειά με το παρεπάνω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έχεις δίκαιον. Και όμως τι κρίμα, Ιάγο! Ω Ιάγο,
τι κρίμα!
ΙΑΓΟΣ
Αν σου αρέση η ανομία της, δος της την άδειαν να
εξακολουθήση. Αφού εσένα δεν σε πειράζει, ποίος έχει
να παραπονεθή;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Θα την κάμω κομμάτια! Να με κερατώση εμένα!
ΙΑΓΟΣ
Εντροπή της!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και με ποίον; με τον αξιωματικόν μου!
ΙΑΓΟΣ
Ακόμη μεγαλειτέρα εντροπή της!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εύρε μου φαρμάκι, Ιάγο, – απόψε …Δεν θ' αλλάξω
λόγια μαζή της, μήπως μου γυρίση και πάλιν την γνώμην
το κορμί της και η ευμορφιά της… Απόψε, Ιάγο.
ΙΑΓΟΣ
Μη με φαρμάκι. Πνίξε την εις το κρεββάτι της· το
κρεββάτι το οποίον σου εμόλυνε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά, καλά! Μου έρχεται αυτή η δικαιοσύνη. Πολύ
καλά!
ΙΑΓΟΣ
Διά τον Κάσιον, εγώ επάνω μου τον παίρνω.
Κοντά εις τα μεσάνυκτα έχεις ν' ακούσης κι' άλλα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εξαίρετα! πολύ καλά!
(Σάλπιγγες έξωθεν)
Τι σάλπιγγες σημαίνουν;
ΙΑΓΟΣ
Της Βενετίας τίποτε…Ο Λοδοβίκος είναι·
του Δόγη φέρνει μήνυμα· μαζή κ' η
Δυσδαιμόνα.
(Εισέρχονται ο ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και συνοδεία)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Καλώς σε ηύρα, στρατηγέ γενναίε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλώς ήλθες.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ο Δόγης και οι άρχοντες χαιρετισμούς σου στέλλουν.
(Τω εγχειρίζει φάκελλον)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τον υψηλόν των ορισμόν ασπάζομαι με σέβας.
(Ανοίγει τον φάκελλον και αναγινώσκει)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι νέα; Λέγ' εξάδελφε, καλέ μου Λοδοβίκε.
ΙΑΓΟΣ
Αυθέντα μου σε χαιρετώ. Μετά χαράς σε βλέπω·
'ς την Κύπρον καλώς ώρισες.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ευχαριστώ σε, Ιάγο,
Τι κάμνει ο υπασπιστής, ο Κάσιος;
ΙΑΓΟΣ
Υπάρχει.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εξάδελφέ μου, μεταξύ αυτού και του ανδρός μου
Έγεινε χάλασμα κακόν. Εσύ θα τους το 'σιάσης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είσαι βεβαία δι' αυτό;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ (αναγινώσκων)
«Και πρέπει
να πράξης ό,τι γράφομεν αφεύκτως, εάν θέλης»…
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Εσένα δεν ωμίλησε. Τα γράμματα διαβάζει.
Ο Κάσιος κι' ο άνδρας σου τα έχουν χαλασμένα;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ναι, δυστυχώς. Και ήθελα παραπολύ, – διότι
τον Κάσιον τον αγαπώ, – να τους συμφιλιώσω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Φωτιά και λαύρα!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Άνδρα μου;
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ τα λογικά σου είσαι;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, (προς τον Λοδοβίκον)
Εθύμωσε;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Τα γράμματα φοβούμαι τον συγχύζουν,
διότι φέρνουν προσταγήν οπίσω να γυρίση,
και εις την θέσιν του εδώ τον Κάσιον ν' αφήση.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! πίστευσε, το χαίρομαι…
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αληθινά;
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυθέντα:
ΟΘΕΛΛΟΣ
Χαίρομαι που 'σαι παλαβή!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Οθέλλε μου, τί έχεις;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Σατανά!
(Την ραπίζει)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Δεν τ' άξιζα!
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ω! Δεν θα το πιστεύσουν
'ς την Βενετίαν, κι' αν ειπώ με όρκους πως το είδα!
Ήτο πολύ. Συγχώρησιν να της ζητήσης. Κλαίει.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα δάκρυα σου, Σατανά, 'ς την γην εάν φυτρόνουν,
κάθε που πέφτει σταλαγμός, κροκόδειλος γεννάται!
Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αν σε πειράζω φεύγω.
(Αποσύρεται)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αληθινά υπήκοη γυναίκα! Στρατηγέ μου,
παρακαλώ σε, κάμε με την χάριν να την κράξης.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εδώ, κυρά.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ (επιστρέφουσα.)
Αυθέντα μου.
ΟΘΕΛΛΟΣ (προς τον Λοδοβίκον.)
Τι θέλεις να την κάμης;
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Ποίος; εγώ;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Εζήτησες οπίσω να γυρίση.
Ω! να γυρίση δύναται, και πάλιν να γυρίση,
και να πηγαίνη 'ς τα εμπρός, και να ξαναγυρίση.
Ω! και να κλαίη δύναται, να κλαίη· κι' όπως είπες
είναι υπήκοη πολύ, υπήκοη γυναίκα!
Πολύ υπήκοη! – Εμπρός· το κλαύσιμον μη παύης. —
Ως προς αυτό… – Καμόνεται καλά την λυπημένην! —
Οι άρχοντες με προσκαλούν 'ς την Βενετίαν. – Φύγε·
Όταν σε θέλω σε μηνώ. – 'Σ τους ορισμούς των κλίνω,
και όσον το ταχύτερον αναχωρώ. – Κρημνίσου!
(Αναχωρεί η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ.)
Ο Κάσιος την θέσιν μου θα λάβη. Πλην απόψε παρακαλώ, αν αγαπάς, μαζή μου να δειπνήσης. 'Σ την Κύπρον καλώς ώρισες. – Ω! πίθηκοι και τράγοι! 30
(Εξέρχεται)
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αυτός ο άνθρωπος εδώ είν' ο γενναίος Μαύρος,
που καύχημα και στήριγμα τον έχ' η Βενετία;
Αυτή εδώ είν' η ψυχή που δεν καταπονείται;
Αυτό είναι τ' αδάμαστον το στήθος, το οποίον
ούτε κλονίζει συμφορά ούτε πληγόνει τύχη;
ΙΑΓΟΣ
Δεν είν' ο ίδιος άνθρωπος.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Αλλ' είναι 'ς τα σωστά του;
Μη του εσάλευσε ο νους;
ΙΑΓΟΣ
Είναι αυτός που είναι.
Φωνήν δεν έχω να ειπώ το τι φρονώ. Μακάρι
να ήτον όπως έπρεπε… αν δεν ήν' όπως πρέπει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Να δείρη την γυναίκα του!
ΙΑΓΟΣ
Μα την αλήθειαν, τούτο
δεν ήτο κάμωμα σωστόν. Και όμως ας 'μπορούσα
να σου ειπώ, πως απ' αυτό χειρότερα δεν έχει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Του έγεινε συνήθεια; Ή μήπως εξ αιτίας
του γράμματος που έλαβε του ήναψε το αίμα;
ΙΑΓΟΣ
Αλλοίμονον, αλλοίμονον! 'Σ εμένα δεν αρμόζει
και ούτε πρέπει να ειπώ τι είδα και τι 'ξεύρω.
Θα τον ιδής, και περιττά τα λόγια τα 'δικά μου.
Τα ίδια του καμώματα θα σου τον μαρτυρήσουν·
Φθάνει να δώσης προσοχήν και θα ιδής τι κάμνει.
ΛΟΔΟΒΙΚΟΣ
Πολύ λυπούμαι εις αυτόν να έβγω γελασμένος.
(Απέρχονται)
Ούτω και το δημοτικόν δίστιχον:
«Εσείς οι νέοι τόχετε, το δένδρον ν' αγαπάτε, κι' απόντες φάτε τον καρπόν, το δένδρον λησμονάτε.»
(Passow. Disticha Νο 321.)
[Закрыть]
«Αν και βαρής 'ς την χέρα σου τόνα δαχτύλι μόνον, γροικάς εις όλον το κορμί το βάρος και τον πόνον.»
«Ωσάν τους τράγους βιαστικοί, ζεστοί 'σάν τους πιθήκους.»
Αι λέξεις εκείναι αντηχούσιν έτι εις τα ώτα του Οθέλλου, όστις πεπεισμένος ήδη περί της απιστίας της συζύγου αυτού, απέρχεται άλλος εξ άλλου, εκφωνών τας λέξεις ταύτας ωσεί έλεγε: Είχε δίκαιον ο Ιάγος· το βλέπω τώρα, ότι είναι ωσάν πίθηκοι και τράγοι!» Malone.