Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ιστορία των Εθνικών Δανείων», sayfa 3

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Διαρρύθμισις των Δανείων της Ανεξαρτησίας

Η διασπάθησις των δανείων της ανεξαρτησίας επόμενον ήτο να φέρη συν τοις άλλοις και την αναστολήν της υπηρεσίας αυτών. Η αναστολή αύτη παρετάθη επί εξήκοντα και πλέον έτη, καθ' όλον όμως το μακρόν τούτο διάστημα ουδέποτε η Ελλάς ηρνήθη, ως συχνάκις ελέχθη, τας υποχρεώσεις αυτής. Η Ελλάς απ' εναντίας επεζήτησεν επανειλημμένως να κανονίση τα του χρέους τούτου, ερχομένη εις συμβιβασμόν. Ως προς δε την απότισιν του ονοματικού κεφαλαίου, ουδ' αυτοί οι απαιτητικώτεροι των δανειστών ηξίουν αυτήν, αναλογιζόμενοι και τους ασθενείς πόρους του κράτους και την ελαχίστην ωφέλειαν, ην ηρύσθη τούτο εκ των δανείων, και κυρίως ότι η ελευθερωθείσα Ελλάς, καθ' ό άλλη ή η συνάψασα τα δάνεια, είχεν ίσως το δικαίωμα ν' απαρνηθή μέρος των υποχρεώσεων των κυβερνήσεων της επαναστάσεως, ή και απάσας.

Το τελευταίον τούτο απαιτεί τινας εξηγήσεις:

Τα δάνεια συνήφθησαν αρχικώς υπό συνελεύσεων, εν αις αντεπροσωπεύοντο πολλαί επαρχίαι, συμμετασχούσαι της επαναστάσεως, αλλά μη ευτυχήσασαι ν' αποτινάξωσι τον ξένον ζυγόν (112). Ηρωτάτο άρα αν ήτο δίκαιον ν' αποτίση το Ελληνικόν Βασίλειον τα χρέη επαρχιών εισέτι Τουρκικών, και αν οι δανεισταί του 1824 και 1825 δεν έπρεπε να θεωρηθώσιν ως κερδοσκόποι εν μέρει μόνον επιτυχόντες. Πολλοί των ημετέρων προέβαλον το επιχείρημα τούτο (113) και εάν μεν νομικώς είχον άδικον (114), πρακτικώς όμως αι αξιώσεις αυτών ήτο δύσκολον να παραγνωρισθώσιν (115).

Αλλά το ζήτημα παρουσιάζετο και άλλως. Ηδύνατό τις να ερωτήση ουχί αν υπήρχε μονομερής, αλλ' αν υπήρχεν οιαδήποτε υποχρέωσις εκ μέρους του Ελληνικού κράτους προς τους δανειστάς του 1824 και 1825. Πράγματι προκύπτει το ερώτημα: αν δάνεια, συναφθέντα υπό επαναστατικής κυβερνήσεως μη ανεγνωρισμένης υπό ξένων κρατών, δύνανται να υποχρεώσωσι κράτος, όπερ συνεστάθη έτη τινά βραδύτερον.

Το ζήτημα γίνεται αμέσως γενικώτερον, η δε λύσις αυτού, καθ' ημάς τουλάχιστον, εύρηται εν τω εξής τύπω (formule), ον δίδει ο κ. Πολίτης, εν τω περισπουδάστω αυτού έργω, Τα δάνεια των κρατών κατά το διεθνές δίκαιον (116): «Ότε μία κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν διά των πράξεων, ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων».

Κατά την λύσιν ταύτην, ην θεωρούμεν oρθήν, αι πράξεις των κυβερνήσεων της επαναστάσεως εδέσμευον τω ελευθερωθέν ελληνικόν κράτος. Η δε λύσις αύτη επιβάλλεται τοσούτω μάλλον ενταύθα, καθ' όσον υπάρχει και λόγος ηθικός προφανής (117) επιρρωννύων τους νομικούς συλλογισμούς του κ. Πολίτου. Ουχ ήττον όμως το πράγμα μένει αμφισβητήσιμον (118), είναι δε μεγάλη τιμή διά την Ελλάδα, ότι ουδέποτε εξεμεταλλεύθη τας επί του ζητήματος τούτου αμφιβολίας, διά ν' αποκλείση τους δανειστάς αυτής.

Τουναντίον μάλιστα αρχήθεν αι Ελληνικαί κυβερνήσεις, αναγνωρίζουσαι επισήμως τας υποχρεώσεις των, επεζήτησαν παντί σθένει ικανοποιητικόν δι' αμφότερα τα μέρη συμβιβασμόν.

Ούτως από της 8 Απριλίου 1827, η εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευσις εψήφισε την σύναψιν δανείου πέντε εκατομμυρίων διστήλων πραγματικών, ου η διαπραγμάτευσις ανετίθετο εις τον Κυβερνήτην. Το δε ψήφισμα δηλοί ρητώς, ότι το δάνειον τούτο θέλει συναφθή άνευ ζημίας των δύο προηγουμένων δανείων και θέλει μάλιστα συντελέση εις πληρωμήν των τόκων αυτών. Ολίγω βραδύτερον η εν Άργει Δ' Εθνική Συνέλευσις εθέσπιζε τη 26 Ιουλίου 1829, «Ότι η Κυβέρνησις θέλει ασχοληθή όσον το συντομώτερον εις το εξωτερικόν χρέος, έχουσα υπ' όψιν το παρουσιασθέν σχέδιον περί αυτού του αντικειμένου. Βαίνουσα εις την δικαιοσύνην και την επιείκειαν θέλει προχωρήση εις συμβάσεις μεθ' όσων έχουσιν αποδεικτικά των δανείων του 1824 και 1825, προσπαθούσα να τελειώση αυτήν την διαπραγμάτευσιν διά να λυτρωθώσιν εντίμως και το έθνος από το γενικόν χρέος του, και τα εθνικά κτήματα από του να είναι εις υποθήκην αυτού του χρέους (119)».

Το δε σχέδιον, ό αινίσσεται το ψήφισμα, έχει ως εξής:

Το Πανελλήνιον είχεν αναθέση εις επιτροπήν, συγκειμένην από τον Ζωγράφον, τον Παπαδόπουλον και τον Κοντουμάν, την εξέτασιν της καταστάσεως των δανείων και την εξεύρεσιν σχεδίου προς απόσβεσιν αυτών.

Η επιτροπή εκείνη υπέβαλε την σχετικήν έκθεσιν τη 2 Απριλίου 1829. Εν τη εκθέσει ταύτη, μετά πλήρη ανάλυσιν της τότε καταστάσεως των χρεών, η επιτροπή εξετάζουσα το μέγα πρόβλημα της αποσβέσεως παρατηρεί ότι, ενώ αφ' ενός η προ 6 – 7 ετών επανάληψις της υπηρεσίας των δανείων είναι αδύνατος, αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν εκτελείται η πληρωμή των τόκων, και η πίστις της Ελλάδος θέλει ελαττωθή και το χρέος αυτής γίνεται βαρύτερον.

Όθεν η εξεύρεσις συνδυασμού τινος επεβάλλετο. Πολλά δε σχέδια είχον προταθή. Εκ τούτων το σπουδαιότερον συνίστατο α') εις το να εξαγορασθή ικανή ποσότης του χρέους προς 20 % περίπου· β') εις το να κηρυχθή το έν τρίτον του υπολοίπου χρέους μόνιμον (120) με τόκον 5 %, τα δε άλλα δύο τρίτα να εξοφληθώσι χωρίς τόκον και διά κληρώσεως, εις διάστημα 50 – 100 ετών, κατά το περί αναβαλλομένων χρεών σύστημα της Ολλανδίας.

Επί τούτοις η επιτροπή παρατηρεί ορθώς, ότι άνευ νέου δανείου δεν θα είναι δυνατή η εξαγορά ικανής ποσότητος μετοχών, εάν δε το νέον δάνειον συναφθή, αι ομολογίαι των προηγουμένων δανείων θα τιμώνται περισσότερον των 20 % της αρχικής αξίας.

Ως προς το β' μέρος του σχεδίου, η επιτροπή νομίζει ότι τούτο δεν πρέπει να ληφθή υπ' όψιν, διότι, πλην του ότι δι' αυτού αθετούνται αι υποσχέσεις της Ελλάδος, το σχέδιον τούτο δεν θα γίνη δεκτόν υπό των δανειστών. Εις αντικατάστασιν του απορριπτομένου η επιτροπή προτείνει νέον σύστημα αρκετά περίεργον: ήτοι αφ' ενός μεν να γίνη μετά των δανειστών συμβιβασμός, δι' ου η κυβέρνησις θα τοις πληρώνη 2 % του πραγματικού κεφαλαίου, αφ' ετέρου δε να δανεισθή η Ελληνική κυβέρνησις προς 5 % 444,960 Λ., ας να δανείση εις διαφόρους κοινότητας, επαρχίας και ευυπολήπτους κτηματικούς προς 8 %. Δανείζουσα δε εις τόκον ανώτερον εκείνου, εφ' ώ εδανείσθη, η κυβέρνησις θα έχη καθαρόν ετήσιον εισόδημα 35,596 Λ., δι' ων θα δύναται να πληρώνη τον συμβατικόν τόκον των 2 % (ήτοι 25,052) και να εξαγοράζη εν τη αγορά ποσόν ομολογιών, όπερ θα βαίνη αυξανόμενον εφ' όσον διά του χρεωλυσίου το διά τους τόκους απαιτούμενον ποσόν θα βαίνη ελαττούμενον. Κατά μακροσκελείς και λεπτομερείς υπολογισμούς, τα δάνεια της επαναστάσεως θ' απεσβέννυντο τοιουτοτρόπως εντός 42 ετών.

Καθ' όσον αφορά δε εις την απόσβεσιν του νέου δανείου, η επιτροπή ολίγον εμερίμνα, ούσα πεπεισμένη ό,τι ως εκ των αδιακόπως αυξανομένων προσόδων του δημοσίου ταμείου, αύτη θα ήτο λίαν εύκολος.

Τοιούτον σχέδιον δεν χρήζει καν ανασκευής, παρατίθεται δ' ενταύθα απλώς χάριν αρχαιολογικής περιεργίας (121). Μετ' ολίγον χρόνον όμως προετείνετο σχέδιον πολύ σοβαρώτερον, το της αποσβέσεως των δανείων της ανεξαρτησίας διά παραχωρήσεως εις τους δανειστάς μέρους των εθνικών κτημάτων της Γαστούνης (122). Τοιαύτη δε λύσις, ην παρεδέχθη κατ' αρχήν και η εν Προνοία κατ' επανάληψιν δ' εθνική συνέλευσις (123), ήθελεν είναι η ευτυχεστέρα πασών, καθ' όσον αι μεν εθνικαί γαίαι ήσαν τότε τόσον άφθονοι, ώστε ο συμβιβασμός δεν θα εστοίχιζε σχεδόν τίποτε εις την Ελλάδα, η δε ενδεχομένη άφιξις ολίγων ξένων γεωργών θα ήτο υπό πάσαν έποψιν ευεργετική διά την χώραν. Δυστυχώς αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις, αίτινες είχον αποφασίση, ουχί άνευ δισταγμών, να εγγυηθώσι το δάνειον των 60 εκατ., του οποίου η υπηρεσία έπρεπε να γίνηται διά των πρώτων εισοδημάτων του Ελληνικού κράτους, και αίτινες δεν ήθελον να ελαττωθώσι ποσώς τα εισοδήματα ταύτα, εδήλωσαν επισήμως τη εθνοσυνελεύσει, ότι προ της αφίξεως των αντιβασιλέων ουδεμία πώλησις των εθνικών γαιών έπρεπε να γίνη, ουδ' ώφειλε να γίνη δεκτόν ουδέν μέτρον δυνάμενον να γεννήση οικονομικάς δυσχερείας εις το νέον κράτος (124).

Υπ' αναλόγων σκέψεων φερομένη η αντιβασιλεία δεν έσπευσε να έλθη εις τον μόνον δυνατόν συμβιβασμόν τον διά παραχωρήσεως εθνικών γαιών, ολίγα δε έτη αργότερον πας συμβιβασμός κατέστη αδύνατος. Διότι αφ' ενός μεν οι προϋπολογισμοί ήσαν τόσον ισχνοί, ώστε αύξησις έστω και ενός εκατομμυρίου κατ' έτος αντεστοίχει προς αύξησιν περίπου 8 %. Επί πλέον δε και κυρίως η αναγνώρισις των χρεών της επαναστάσεως θα συνεπέφερεν άλλα βάρη, προϋποθέτουσα την επανάληψιν της εν τω μεταξύ διακοπείσης υπηρεσίας του δανείου των 60 εκατομμυρίων, περί ου εκτενής μετέπειτα θα γίνη λόγος.

Η κατάστασις αύτη παρετάθη κατ' ανάγκην καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος· εν τούτοις όμως ο κανονισμός των χρεών της επαναστάσεως καθίστατο οσημέραι μάλλον απαραίτητος, και τούτο διά πολλούς λόγους, (125) ων οι κυριώτεροι είναι οι εξής:

α') Τα δάνεια της επαναστάσεως συναφθέντα υπό κυβερνήσεων, των οποίων αι πράξεις υπό νομικήν έποψιν εδέσμευον ημάς, είχον οπωσδήποτε χρησιμεύση εις την αποκατάστασιν της εθνικής ημών ανεξαρτησίας και η συνομολόγησις αυτών ωφείλετο εν πολλοίς εις το τότε εν Ευρώπη κρατούν φιλελληνικόν πνεύμα. Η μη αναγνώρισις των δανείων τούτων ήτο συνεπώς κηλίς (126), την οποίαν ωφείλομεν τοσούτω μάλλον ν' αποσβέσωμεν, καθόσον η παράτασις της καταστάσεως προεκάλει, ή εδικαιολόγει, μυρίας κατά του ημετέρου έθνους μεμψιμοιρίας και συκοφαντίας (127).

Εκτός των ηθικών τούτων λόγων υπήρχον υπέρ του συμβιβασμού και λόγοι υλικοί.

Η πρώτη ημών χρεοκοπία, αποκλείουσα την Ελλάδα από των χρηματιστηρίων της Δύσεως, εστέρει το αρτιπαγές κράτος της χρησιμωτέρας των αρωγών, της πίστεως (128). Και τω όντι, άνευ ξένων χρημάτων, ούτε δημόσια έργα δύνανται να γίνωσιν, ούτε αι συγκοινωνίαι να βελτιωθώσιν, ούτε τράπεζαι να δημιουργηθώσιν, ούτε αυταί αι ιδιωτικαί επιχειρήσεις να προοδεύσωσιν. Προς τούτοις άνευ δανείου είναι αδύνατον χώρα τις να παρασκευαστή ναυτικώς και στρατιωτικώς.

Την σήμερον, πολλοί, βλέποντες πού κατέληξεν η χρήσις ή μάλλον η κατάχρησις των δημοσίων δανείων, μακαρίζουσι την εποχήν, καθ' ην τοιαύτα δάνεια δεν ηδύναντο να συναφθώσιν. Άλλη δ' όμως, και πολύ δικαίως, ήτο η αντίληψις των ανδρών της εποχής εκείνης, μη δυναμένων μήτε κοινωφελή έργα να επιχειρήσωσιν, μήτε αιφνιδίους ανάγκας ν' αντιμετωπίσωσιν. Τούτ' ακριβώς εγένετο καταφανές κατά την μεγάλην επανάστασιν της Κρήτης, ότε το κράτος επιέζετο δεινώς και υπό της ανάγκης του συντηρείν τους εδώ καταφυγόντας Κρήτας και υπό του φόβου τουρκικής επιθέσεως.

Προς τούτοις οι καθ' έξιν μακαρίζοντες τα παρελθόντα, αληθείς laudatores temporis acti, σφάλλονται νομίζοντες ότι τότε το Ελληνικόν κράτος δεν ηδύνατο να συνάψη δάνεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν ηδύνατο μόνον να συνάψη δάνεια εν Ευρώπη. Ο περιορισμός δ' ούτος του κύκλου της πιστωτικής αγοράς, αντί να εμποδίση την σύναψιν δανείων, καθίστα απλώς ταύτα επαχθέστερα. Τούτο μαρτυρεί και η μακρά σειρά των εσωτερικών και βαρέων δανείων, των συναφθέντων από του 1863 μέχρι του 1878. Πολλοί δε των ημετέρων αναγνωστών θα ενθυμώνται ότι μεταξύ των επιχειρημάτων των φερομένων τότε υπέρ εξωτερικού δανείου ήτο, ότι τοιούτον δάνειον, συναπτόμενον εν ευρυτέρα αγορά, θα επέτρεπε την μετατροπήν των επαχθών εσωτερικών χρεών.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, απορεί τις βλέπων, ότι ο συμβιβασμός ανεβλήθη επί μακρόν. Αλλά και η αναβολή αύτη εξηγείται πολλαπλώς. Πρώτον διότι μέχρι της μεταπολιτεύσεως τοιούτος συμβιβασμός ήτο, ως είδομεν, πράγμα αδύνατον· από του 1863 η εύρεσις λύσεώς τινος εφαίνετο τη αληθεία ευχερεστέρα, και διότι επήλθεν οριστικός συμβιβασμός διά το δάνειον των τριών προστατίδων Δυνάμεων, και διότι ο εθνικός πλούτος είχεν αναπτυχθή, και διότι τέλος η ανάγκη της ανοίξεως των πυλών των ξένων χρηματιστηρίων εγένετο εις άκρον αισθητή. Αλλά τότε το ζήτημα περιεπλάκη και πάλιν, αναφανεισών δύο νέων δυσκολιών: α') της Ελληνικής απαιτήσεως να συνδεθή η αναγνώρισις των παλαιών δανείων μετά της συνάψεως νέου τοιούτου, και β') των παραλόγων αξιώσεων ξένων τινών ομολογιούχων. Οι ξένοι ούτοι ομολογιούχοι ήσαν Ολλανδοί τινες, οίτινες αγοράσαντες προς κερδοσκοπίαν μέγα μέρος των ομολογιών των δανείων της επαναστάσεως (129) προσεπάθουν μετά προφανούς κακής πίστεως να εκμεταλλευθώσι την ανάγκην, ην η Ελλάς είχε των Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων (130).

Εν τούτοις τα έτη παρήρχοντο, κατ' ανάλογον δε όρον η θέσις της Ελλάδος επεδεινούτο, καθ' ότι αφ' ενός μεν τα οφειλόμενα ποσά διά του ανατοκισμού επολλαπλασιάζοντο, αναπτυσσομένων δ' αφ' ετέρου ταχέως των πόρων του κράτους, οι δανεισταί, φυσικώ τω λόγω, εγίνοντο απαύστως απαιτητικώτεροι.

Ήτο απαραίτητος λοιπόν ανάγκη να μη εξακολουθή παρατεινομένη τοιαύτη κατάστασις. Τούτο άριστα κατενόησεν ο τότε νεώτατος εν Λονδίνω επιτετραμμένος κ. Γεννάδιος, όστις, διπλωμάτης δεξιός, κάτοχος της αγγλικής άριστος, δεινός του καλάμου χειριστής, κατέπεισε δι' εκθέσεων και δι' άρθρων την τε ελληνικήν κυβέρνησιν (131) και τον αγγλικόν κόσμον, ότι κοινόν είχον συμφέρον να έλθωσιν εις συμβιβασμόν. Άπαξ δ' επιτυχών τούτο, κατώρθωσε το έτι δυσχερέστερον, να επιτύχη συμβιβασμόν ικανοποιητικόν διά τους δανειστάς και μη παραβλάπτοντα τα συμφέροντα του κράτους.

Τα μέχρι τούδε λεχθέντα και η μεγάλη υπηρεσία, ην ο κ. Γεννάδιος προσήνεγκε τότε εις την Ελλάδα, θα κατανοηθώσι κάλλιον, εξεταζομένων λεπτομερέστερον των περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεων.

Αι διαπραγματεύσεις αύται, αίτινες καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος είχον θεωρητικόν χαρακτήρα, ήρξαντο, άμα τη μεταπολιτεύσει και δι' ους λόγους εξεθέσαμεν, να λαμβάνωσι σάρκα και οστά. Δεν είχεν ακόμη κατέλθη ο βασιλεύς Γεώργιος, και οι εν Λονδίνω δανεισταί συνήρχοντο, εν δε ταις Αθήναις διεξήγετο περί του ζητήματος ζωηρός δημοσιογραφικός αγών (132). Εχρειάσθησαν όμως εισέτι τρία έτι πριν η Ελλάς προβή εις επίσημα προς τους δανειστάς διαβήματα.

Πράγματι τω 1866, διά πρώτην φοράν, ο υπουργός των οικονομικών κ. Χρηστίδης διεβίβασε, διά του γενικού προξένου της Ελλάδος κ. Σπάρταλη, εις τον εν Λονδίνω αντιπρόσωπον των ομολογιούχων Κ. Μέρλιν τας εξής προτάσεις: α') ελάττωσιν του οφειλομένου κεφαλαίου εις δεκαέξ εκατ. δραχμών, και εξόφλησιν του ποσού τούτου εις 36 έτη, δι' ενιαυσίας δόσεως 960,000 δρ., ων αι 800,000 αντιπροσωπεύουσιν τόκον 5 %, και αι 160,000 χρεωλύσιον 1 %· β') σύναψιν δανείου 25 εκατ. δρ.

Εις απάντησιν οι ομολογιούχοι προέτειναν εις τον κ. Κεχαγιάν, όστις εν τω μεταξύ είχε διαδεχθή τον κ. Χρηστίδην: α') να μετατραπή το παλαιόν χρέος εις νέον χρέος 800,000 Λ. προς 8 %· β') να συναφθή νέον δάνειον ονοματικής αξίας 1,100,000 εκδιδόμενον προς 80 % (ήτοι πραγματικής αξίας 880,000 Λ.), και φέρον 8 % επί του ονοματικού κεφαλαίου· γ') να ορισθή κατάλληλον χρεωλύσιον, όπως τα δύο δάνεια ταύτα αποσβεσθώσιν εντός ωρισμένης προθεσμίας.

Τας προτάσεις ταύτας η Ελληνική κυβέρνησις δεν εθεώρησεν αποδεκτάς, επειδή δ' όμως ως εκ της Κρητικής επαναστάσεως είχομεν μεγάλην ανάγκην δανείου, αι προτάσεις δεν απερρίφθησαν επισήμως (133) και ο τότε διορισθείς εν Λονδίνω Έλλην πρεσβευτής αείμνηστος Π. Βράιλας Αρμένης έλαβεν εντολήν να επιδιώξη ερρωμένως τον συμβιβασμόν (134). Ο Βράιλας αφικόμενος εν Λονδίνω ευρέθη προ της εξής καταστάσεως (135): Το χρεωστούμενον ποσόν ανήρχετο εις 7,446,150 Λ. Σ., συνιστάμενον εκ


Αντί τούτων οι Άγγλοι ηρκούντο εις 900,000 Λ. προς 8 %. Επειδή δ' όμως έβλεπον ότι η Ελληνική κυβέρνησις ηδυνάτει να πληρώση αμέσως υψηλούς τόκους, προέτειναν την εφαρμογήν του συστήματος του προοδευτικού τόκου (136).

Εις απάντησιν η Ελληνική κυβέρνησις αντιπροέτεινε την σύστασιν παγίου κεφαλαίου 700,000 προς 8 %· εν η δε περιπτώσει οι ομολογιούχοι προετίμων χρεωλυτικόν δάνειον, η Ελλάς εδήλου ότι ήτο ετοίμη να επιτρέψη την αύξησιν της σχετικής αξίας του κεφαλαίου και την ελάττωσιν του τόκου, χωρίς όμως να διαταραχθή το εκ Λ. 56,000 ετησίως πληρωθησόμενον ποσόν (137).

Τας προτάσεις ταύτας παρεδέχθησαν με μικράς παραλλαγάς (138) οι Άγγλοι, οίτινες κατά κανόνα επιδιώκουσι προ πάντων την μη διαιώνισιν των υποθέσεων· η σύμβασις υπεγράφη και εψηφίσθη μάλιστα εις πρώτην ανάγνωσιν, ότε αλλεπάλληλοι πτώσεις κυβερνήσεων εν Αθήναις εματαίωσαν τα πάντα (139).

Ο νέος υπουργός των οικονομικών Βαλασσόπουλος, ανήρ περιωρισμένων βλέψεων, δεν διέβλεπε το επάναγκες του συμβιβασμού, αλλ' αντιληφθείς της ζωηράς επιθυμίας των Άγγλων να λυθή το ζήτημα άπαξ διά παντός, ενόμισεν επιτήδειον να εξαρτήση την κύρωσιν της συμβάσεως εκ της συνάψεως νέου δανείου. Η νέα αύτη εφαρμογή της τόσον βλαψάσης την Ελλάδα στρεψοδίκου μεθόδου (140) εις τας μετά των δανειστών σχέσεις, εξηρέθισε τους Άγγλους εις τον ύπατον βαθμόν, εστέρησε δε ημάς ανελπίστου τύχης προς εμπέδωσιν των ημετέρων οικονομικών και εδικαιολόγησε τους Ολλανδούς, οίτινες καθ' όλας τας διαπραγματεύσεις δεν έπαυσαν εμπαίζοντες ή υβρίζοντες τους Άγγλους διά την μακροθυμίαν αυτών (141).

Η απογοήτευσις του αγγλικού κοινού υπήρξε μεγίστη και επί τρία έτη το ζήτημα εφάνη λησμονηθέν, ότε, κατ' Αύγουστον 1871, ο κ. Σωτηρόπουλος έγραψεν εις τον Βράιλαν εμπιστευτικήν επιστολήν, εν η ανεγνώριζε την ανάγκην του συμβιβασμού, εδείκνυεν όμως πόσον δύσκολον θα ήτο εις τον Ελληνικόν προϋπολογισμόν βεβαρημένον ήδη με ενιαυσίαν υπηρεσίαν 5,700,000 δρ. (αντιπροσωπευουσών κεφάλαιον 44 εκατ.), να υποστή νέαν αφαίμαξιν 60,000. Λ.. Προέτεινε λοιπόν ο κ. Σωτηρόπουλος να συμβιβασθώσι τα αντίθετα ταύτα συμφέροντα διά της συνομολογήσεως δανείου 100 εκατ., εξ ων τα τριάκοντα θ' αφιερούντο εις απότισιν των χρεών της επαναστάσεως, τα δε 70 άλλα εις απόσβεσιν των εσωτερικών χρεών, του κυμαινομένου χρέους και άλλων υποχρεώσεων της κυβερνήσεως.

Κατόπιν των προ τριετίας συμβάντων τοιούτος συμβιβασμός ήτο αδύνατος. Ουχ ήττον όμως δύο μήνας βραδύτερον η κυβέρνησις έπεμπεν εις Λονδίνον τον κ. Οικονομίδην, όπως επιδιώξη συμβιβασμόν επί τη βάσει των διαπραγματεύσεων του 1867.

Η αποστολή του κ. Οικονομίδου (142), συνδεδυασμένη μετά σχεδίου ιδρύσεως κτηματικής Τραπέζης (143), παρετάθη ανεπιτυχώς επί τρία διαδοχικά υπουργεία, η δε υπόθεσις δεν είχε κάμη ουδ' έν βήμα προς τα εμπρός, ότε ανεφάνη ο κ. I. Γεννάδιος.

Ούτος ευρίσκετο ομολογουμένως εις δυσκολωτέραν θέσιν ή οι προκάτοχοι αυτού. Η ημετέρα διαγωγή κατά το 1868 είχε ψυχράνη πάσαν καλήν διάθεσιν. Το χρεωστούμενον ποσόν ηυξάνετο ταχύτατα· είχεν ήδη φθάση εις 8,428,975 Λ., ότε, κατά το 1875, ο κ. Γεννάδιος έγραφε την μακράν αυτού έκθεσιν. Αι πρόοδοι του Ελληνικού κράτους ήσαν καταφανείς και η εξόγκωσις των ελληνικών προϋπολογισμών έτι καταφανεστέρα. Τέλος η ανάγκη της εισροής εν Ελλάδι ξένων κεφαλαίων κατεδεικνύετο οσημέραι επιτακτικωτέρα, τοσούτω μάλλον καθ' όσον η παρασκευή οπωσούν αξιομάχου στρατού και στόλου ήτο, εν πλήρει ανατολική κρίσει, ζήτημα ζωής και θανάτου (144).

Οι ταύτα βλέποντες Άγγλοι εζήτουν την αναγνώρισιν παγίου κεφαλαίου 1,500,000 Λ. προς 5 %, ήτοι την ετησίαν παραχώρησιν 75,000 Λ.

Ο κ. Γεννάδιος (145) αντιπροέτεινε την αναγνώρισιν κεφαλαίου 1,200,000 προς 5 %, και μετά χρεολυσίου (146). Κατώρθωσε δε να γίνωσιν αι προτάσεις του ασπασταί υπό τε της Ελληνικής κυβερνήσεως και των Άγγλων ομολογιούχων παρά τας διαμαρτυρίας του Drucker. Αι δε διαπραγματεύσεις, καθ' ας η Ελληνική κυβέρνησις αντεπροσωπεύθη και υπό δευτέρου αντιπροσώπου, του κ. Μαλικοπούλου (147), κατέληξαν εις την εξής σύμβασιν (148):

α') Όπως αποσβεσθώσι τα χρέη της επαναστάσεως, εξεδίδοντο νέαι ομολογίαι, συμποσούμενοι εις το ποσόν Λιρών 1,200,000 και φέρουσαι τόκον 5 %·

β') Αι ρηθείσαι ομολογίαι διανέμοντο και διηρούντο μεταξύ των παλαιών ομολογιών και τοκομεριδίων κατά την εξής αναλογίαν:



γ') Ποσόν ετήσιον 15,000 Λ. αφιερούτο προς χρεωλυσίαν. Το ποσόν τούτο ηυξάνετο διά των επισεσωρευμένων τόκων των αποσβεννυμένων ομολογιών.

Υπελογίζετο εν τη συμβάσει ότι το νέον δάνειον θ' απεσβέννυτο ούτω πως εντός τριακοντατριών ετών (150). Ήτο δ' όμως έκτοτε προφανές ότι η απόσβεσις θα ήτο ταχυτέρα, καθ' ότι ήτο βέβαιον ότι μόνον μέρος των παλαιών ομολογιών και τοκομεριδίων θα προσεφέρετο εις ανταλλαγήν.

δ') Όπως λείψωσιν αι κερδοσκοπίαι και αι αναβολαί, ωρίζετο προθεσμία ενός έτους, παρελθούσης της οποίας οι παλαιοί τίτλοι δεν ήσαν πλέον δεκτοί εις ανταλλαγήν (151).

ε') Η Ελληνική κυβέρνησις υπέσχετο να πληρώνη τακτικώς τα προς υπηρεσίαν του δανείου αναγκαία ποσά. Αλλ' ως περαιτέρω και ειδικήν ασφάλειαν και εγγύησιν, λέγει το άρθρον 16, η Ελληνική κυβέρνησις υποθηκεύει τας εισπράξεις του χαρτοσήμου, αίτινες απέδιδον περί τα 6,000,000 δρ. και τας εισπράξεις του τελωνείου Κεφαλληνίας τας αποδιδούσας 1,200,000 δραχμών (152).

Η ούτω πως δε συνοψισθείσα σύμβασις, εξασφαλίζουσα των δανειστών τα δίκαια, αποπλύνουσα εθνικόν ρύπον και ανοίγουσα εις τα ελληνικά χρεώγραφα το Λονδίνιον χρηματιστήριον (153), εγένετο και εν Αγγλία (154) και εν Ελλάδι δεκτή μετά πλείστης ευμενείας και μεγάλου ενθουσιασμού. Επεκυρώθη δε τη 10 Οκτωβρίου υπό της συνελεύσεως των κατόχων ελληνικών χρεωγράφων (greek bondholders) (155), και ολίγον αργότερον εψηφίζετο σχεδόν άνευ αντιρρήσεως υπό της Ελληνικής Βουλής (156). Παρατηρητέον ότι και αυτοί οι καταψηφίσαντες την σύμβασιν δεν ηρνούντο τα μεγάλα αυτής πλεονεκτήματα, άτινα λίαν επιτηδείως είχεν αναπτύξη ο αείμνηστος Κουμουνδούρος, αλλ' επρέσβευον ότι η Ελλάς, ης οι προϋπολογισμοί έκλειον μετ' ελλειμμάτων (157), δεν ήτο, κατά τον χαρακτηρισμόν της Ημέρας (158), εις θέσιν να υποστή την νέαν ταύτην φλεβοτομίαν.

Φυσικώ τω λόγω η υπογραφή και η κύρωσις της συμβάσεως δεν έθηκεν εντελώς πέρας εις το ζήτημα. Έμενον έτι πολλά και λεπτά ζητήματα, ων πρόχειρος μαρτυρία είνε και η εν τη Λευκή Βίβλω καταχωρισθείσα μακρά αλληλογραφία (159), δεν υπελείποντο δ' όμως πλέον δυσκολίαι ανυπέρβλητοι, η μετατροπή προέβη λίαν τακτικώς και τη 15 Ιουνίου 1880 τα Ελληνικά χρεώγραφα εγένοντο δεκτά εις το χρηματιστήριον του Λονδίνου.

Κατ' επίσημον δημοσίευμα (160), η κατάστασις των δανείων της Ανεξαρτησίας, τη 31η Δεκεμβρίου 1878, ήτο η εξής:



Αι 10,030,000 Λ. αύται προέκοιτο, λέγει η έκθεσις του κ. Φλώρου, να πληρωθώσι διά των 1,200,000 Λ. νέων χρεωγράφων. Αλλά παρουσιασθέντων προς ανταλλαγήν αρχικών τίτλων αξίας μόνον 8,353,000 Λ., εξεδόθησαν ομολογίαι νέαι αξίας μόνον 970,000 Λ. Σ. (162).

Ενταύθα περατούται η ιστορία των δανείων της ανεξαρτησίας, τα δε κατά τας νέας ομολογίας ανήκουσιν εις το επόμενον τεύχος, ήτοι εις την ιστορίαν των ελληνικών δανείων από 1863 – 1893.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ