Sadece Litres'te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 12

Yazı tipi:

Ζ' Η ΜΙΑ ΜΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Πού να πρωτοπάμε τώρα; Στον Πρωθυπουργό; Στη Βουλή; Στις εφημερίδες; Όχι· δεν ήρθαμε να πιάσουμε την αρρώστια του τόπου και να συζητούμε πολιτικά. Ήρθαμε να σεριανίσουμε την Αθήνα στα πεταχτά. Στο μυστικό μας αυτό ταξίδι ίσως ανταμώσουμε και πολιτικούς. Ίσως μας το σερβίρουν και μας το δαιμονισμένο το πιοτό που τόπιε το Έθνος και μέθησε, και τώρα τι λέγει και τι κάμνει δεν ξέρει. Μα θα ταπογευτούμε με φρόνηση και με μέτρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένης παρ' ανοησίες κι από ταμάς.

Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθήσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξη πολύ. Θα δουλέψη φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέση θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυλιέται ώσπου κάποιος περάση και το σηκώση. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος! Μακάρι να μη μας την κάμη ξένος αυτή τη χάρη!

Αλλού, αλλού ας κοιτάξουμε, αλλού ας κρυφοπετούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχοντικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάη Σκολειό. Πρόβαλε κ' η μάννα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ' η μια μήτ' η άλλη. Μα έχουν τη μεγαλήτερη της ομορφιάς την αντίπαλη, τη ρωμαίικη τη χάρη και τη νοστιμάδα. Είναι και ντυμένες κατά τη μόδα. Η Κυρία μας πρέπει να την ξέρη τη μόδα νερό. Με τα πρωινά της είναι ακόμα. Τα κατάμαυρά της μαλλιά τάχει στρεφογυρισμένα με μιαν αταξία, που χρειάζεται χρόνια σπουδή να τη μάθης. Τα χερουλάκια της γλυκοπαίζουν απάνω στον ώμο της κόρης της. Φεύγει το κορίτσι, ακολουθάει ο δούλος. Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε πού πάει, και τι θα μάθη; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό;

Τρέμω μην τύχη και μου πης στη μικρούλα να πάμε. Τρέμω, γιατί μια και δης το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξης, και θα μου πης να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελπισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα!

Καλλίτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κ' η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κόσμο. Βλέποντας εκεί τους καρπούς της θηλυκής μας σπουδής, θα ελπίζης πως ίσως η κόρη θα σπουδάζη τώρα ανθρωπινώτερα, φυσικώτερα. Κ' ελπίζοντας, πάντα κάτι βγαίνει.

Ξανανοίγει ως τόσο η θύρα. Δε βγαίνει άλλο παιδί. Πρέπει να είναι ο αφέντης εκείνος που βγαίνει, επειδή δεν παραστέκεται η κυρία. Ξεκινάει για τη δουλειά του με το τσιγάρο στα χείλη. Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ως τόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός.

Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το &Μπουντουάρ&, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τάχει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξη βελόνι, μήτ' ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της. Πρέπει να έμεινε κάτω και να δίνη προσταγές στην κουζίνα. Θα πήγε να βάλη γνώση του μάγερα, να μην το παρακάμνη στο μέτρημα. Αρετές γυρεύει από το μάγερα, που μήτε σ' αγαπητικό της δεν μπορεί να τις ανακάλυψε. Κ' ίσως μήτε στον άντρα της, αν, καθώς υποψιάστηκα, εμπορεύεται κι αυτός στα πολιτικά.

Κοίταξε ως τόσο τι όμορφα τάχει συγυρισμένα τα έπιπλά της. Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά.

Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει. Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κ' εμείς γυρεύουμε ιστορίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθήση η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά.

Γιατί όμως να ταφήση έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πης, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστή από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθή μην τύχη και το διαβάση ο άντρας της! Δε σου το είπα; Ο άντρας της πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Ας διαβάσουμ' εμείς το λοιπό. Βέβαιο πως έχουμε την άδεια του Αφέντη, αν όχι της λυγερής του.

«… Μοι εστάθη των αδυνάτων χθες. Μη δυσανασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον …»

Όμορφο ραβασάκι! Μήτ' αρχή, μήτε τέλος, μήτ' όνομα, μήτε χωριό. Κοπιάστε, Κύριοι, εσείς που καταγίνεστε στις Επιγραφές, και ξεδιαλύνετέ το. «Μη δυσανασχέτει, έσο βεβαία περί της σήμερον». Πως κάτι θα γίνη σήμερα, δε χρειάζεται δα και Οικονομίδης να μας το πη. Καταλάβαμε και πως πρέπει να πέρασε θυμωμένη νυχτιά. Μήτε στο κατώφλι δεν πήγε να προβοδίση τον άντρα της.

Προσοχή, γιατί την ακούγω κι ανεβαίνει.

Δεν έρχεται μέσα ως τόσο. Στην άλλη την κάμαρα τρύπωσε. Σα να ξεδιπλώνουνται και να κρυφοτρίζουνε φορέματα. Φαίνεται πως στολίζεται η Κυρία· δηλαδή, περνάει τη γλυκύτερή της την ώρα. Κι ώσπου να στολιστή, τι να κάμουμε! Να μπούμε και να την καμαρώσουμε, δεν ταιριάζει. Βγαίνουμε στην Πλατεία, και σεριανίζουμε. Πάντα κάτι θα δούμε.

Η' Η ΑΛΛΗ Η ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Δε μου φαίνεται να τσακίζη ο κόσμος τα κόκκαλά του εδώ στη δουλειά. Οι ώρες στον τόπον τούτον είναι πάφτηνες, μπόλικες, και γεμάτες ζαχαρένιο νερό σαν καρπούζια. Δίχως θροφή και δίχως ουσία νερό. Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, – να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά. Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μυίγες να γίνουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας ταυτιά! Κόπιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τακούσης και να τα χορτάσης. Κόπιασε να το νοιώσης πως πολιτικά πάει να πη ποιος να πρωταρπάξη. Αν είναι στ' αλήθεια πολιτικός, ν' αρπάξη ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από ταυλάκια που τρέχουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχη να είναι.

Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ' έξω. Και τι τερτίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίση αυτήν την παρέα. Ένα ως τόσο καλό μας κάμνει ο ψαλιδόγλωσσος ο αβοκάτος, κι αυτό χωρίς να το θέλη· που με τα λόγια του μας ξηγάει το &κλειδί& της ρωμαίικης της πολιτικής. Ποιος να πρωτοκλέψη, δηλαδή ποιος να πρωτοζήση δίχως δουλειά, – να το κλειδί. Όλα τάλλα είναι παραμύθια. Παραμύθια είναι κι όσα του αποκρίνεται ο πλαγινός του ο πατριώτης, που τυχαίνει, θαρρώ, να είναι σαν τιμιώτερος, αν κι αυτός ακαμάτης. Γεμάτος ιδέες ο φίλος· όμορφες ιδέες και στοχαζούμενες. Γνωστικός πατριώτης, και νοικοκύρης καλός· διαβάζει και το «Ντεμπά». Μα φεύγουν και χάνουνται κι αυτουνού τα λόγια μαζί με τον καπνό που καπνίζει. Πες του να τα γράψη και να τα στείλη στον τύπο, και θα γελάση με μιαν ακαταδεξιά που θα σε κάμη να ντραπής που του μίλησες. Θα σου πη πως οι ρωμαίικες οι εφημερίδες είναι για τα παιδιά που τις γράφουν, και για μερικούς που το κάμνουνε δουλειά τους. «Εμένα δεν είναι δουλειά μου», θα σου πη. «Αυτά γίνουνται στην Ευρώπη», μπορεί να σου πη. Εκεί κάθε γνωστικός πολίτης δουλεύει, άλλος κρυφά κι άλλος φανερά, για τον τόπο του, μπορεί να σου πη.

Βλέπεις; Όλα τα ξέρει. Του πολιτισμού τον δρόμο τον ακολουθάει και τονε σπουδάζει καθώς ταστέρια ο αστρονόμος. Δεν είναι νόμος, δεν είναι σύστημα που δεν τόχει μελετημένο. Τα ξέρει όμως όλα καθώς ξέρει την ιστορία· &από το βιβλίο&. Οι σοφίες που διάβασε δε ζωντανέψανε μέσα του. Του λέει λοιπόν, «Εμένα δεν είναι δουλειά μου, αυτά γίνουνται στην Ευρώπη».

Μα, φρόνιμε νoικοκύρη μου, μήτε του Άγγλου δεν είναι δουλειά του. Είναι χρέος του. Αμαρτία τόχει αν δεν πάη το βράδυ σε μια Συνέλεψη να πολεμήση, να δώση και λόγο γιατί πολεμάει τους πολιτικούς του αντίπαλους. Όταν όμως σηκωθή το πρωί, &στη δουλειά του& θα πάη. Εμείς είναι που τα κάμαμε δουλειά τα πολιτικά. Ντελιγιάννης εδώ πάει να πη ψωμί, Τρικούπης πείνα. Κι αν τύχη και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μαζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσης τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσης, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσης, πολίτες αληθινούς να τους κάμης, – διαβασμένε μου πατριώτη.

Άλλος εκεί παρακάτω! Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρωμερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκεται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ' εδώ να ξαναϊστορηθή δεν αξίζει. Σώνει να ξέρης πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή. Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψη. Κ' έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάση. Κ' έτσι γλύτωσε ο κουμπάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλνει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα.

Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος! Όλοι τους στο ίδιο το καζάνι μέσα βράζουν εδώ. Το ίδιο το φαρμάκι τους ποτίζει όλους. Ας σύρουμε παραμέσα, γιατί φτάνει μας τα πολιτικά. Είναι φριχτή η σαπίλλα τους, και μπορεί ναρρωστήσουμε.

Κοίταξε τους τρεις εκείνους καμαρωτούς σπαθοφόρους, στου καφενείου το βάθος. Εκεί να πάμε, και να καθίσουμε δίπλα τους. Μια χαρά να τους βλέπης. Άλλο πράγμα όμως, να τους ακούς.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς. Ειδεμή θα καθίζαμε τώρα αντίκρυ σας, και τα πύρινά μας θα κλαίγαμε που έμεινε η τύχη της Ρωμιοσύνης σταφροδιτωμένα σας χέρια».

Αν τις έπαιρνε ταυτί σου τις ομιλίες τους, τον ίδιο χαιρετισμό θα τους έκαμνες. Πρόσεξε τώρα, να καταλάβης τι λογής φωτιά είναι αυτή που τους περιχύνει.

Κοίταξε πρώτα τον καταμεσιανό τους, με τη χωρίστρα στη μέση, αυτόνα που σκύβει και κρυφομιλάει του αντικρινού του. Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Τόχασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα. Κ' η στερνή του, λέει, η βίζιτα είταν παράδεισος μέσα σε κείνο το «μπουντουάρ». Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάη, και του ήρθε ένα γράμμα – όλο φωτιά και θυμός. Κ' είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξη το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύη.

Κι' ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ως τόσο ο πλαγινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάση πάει που δεν καταπιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του.

Σηκώνεται ως τόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει. Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο «μπουντουάρ». Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάση η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξη ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό!

Είτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυρίας ταρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε. Κ' είπαμε, όταν στολιστή, να ξαναπάμε και να μελετήσουμε τη σκοτεινή την επιγραφή. Δίχως να το θέλουμε όμως, η επιγραφή ξηγήθηκε μες στο Καφενείο! Το γράμμα που της έγραψε ο σπαθωμένος ο ήρωας είταν απλούστατο. «Μη θυμώνης που δεν μπόρεσα να σε καταστρέψω εχτές. Έρχουμαι σήμερα και σ' αποτελειώνω. Με μια μου ατιμία, σε μαυρίζω και σένα, και τον άντρα σου, και το κορίτσι σου, και το μπουντουάρ σου».

Αλλού, αλλού να τραβήξουμε. Η καρδιά εδώ σφίγγεται, ο νους θολώνει κι αποτρελλαίνεται. Αλλού να σύρουμε, ίσως και βρούμε τους Άη Γιώργηδες, που θα μας τα πνίξουν αυτά τα στοιχειά.

Θ' ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Δέντρα, αμάξια, πλάκες, κολλόνες, αρχοντόσπιτα, μεγαλεία. Αυτά έρχεται και βλέπει τ' αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομογενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδή μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος. Και παίρνουν το σιδερόδρομο και κατεβαίνουνε στο Φάληρο, και κάμνοντας κέφι στης θάλασσας την αθάνατη, την αμόλυντη την πνοή, μακαρίζουν τους αμανίτες που φύτρωσαν και με λαμπρότατα χρώματα στολίζουνε την παχειά κοπριά που μας έστρωσαν τεσσάρων αιώνων κακομοιριές.

Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πη κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξης ομιλία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις…» – Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πώς δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγη πιο προκομμένη Κυβέρνηση; – «Χα, χα! θα φωνάξη τότες ο πατριώτης. Δε μας έμαθες, καθώς βλέπω, ακόμα· να μείνης μαζί μας λιγάκι, να μας μάθης καλλίτερα.

Και σαν ταποφασίσης και μείνης έξη μήνες, ένα χρόνο, πέντε χρόνια, θα μάθης αυτό που βλέπεις και τώρα. Ο ένας να τα φορτώνη του αλλονού. Ο καθένας να κυνηγάη τη δουλειά του, κ' οι μεγαλήτερες οι δουλειές εδώ γίνουνται στα πολιτικά. Ο καθένας να βγάζη το ψωμί του, και το πιώτερο το ψωμί βγαίνει από κει που έπρεπε να πηγαίνη. Στη μέση κοίτεται η εθνική η μελόπηττα, και τριγύρω σωριάζουνται οι πεινασμένες οι σφίγγες και τη βυζάνουν. Καθένας και το κεντρί του, και το κεντρί αυτό είναι το &Εγώ& του Ρωμιού.

Ο λαός αυτός, που τονε βλέπεις τώρα και θαρρείς πως παράκμασε, και πως έχασε τον ηρωισμό του, μην το θαρρής. Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Παλικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλικαριά με τα θάματά της τον έδιωξε τον Τούρκο απ' αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κ' έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανισμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού. Πού να βρεθή λεβέντης να την ξανασηκώση, να την ξαναδοξάση την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προστάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέφουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν. Και για να μην τύχη και τα μέλλοντα μας σταθούν τυχερώτερα, και ξαναβλαστήση παλικαριά κι αρετή στη ψυχή μας, μας ρίξανε στη μέση τη μυριοκαμάρωτη αυτή τη μελόπηττα, που τη λένε «Σύνταγμα».

Και τώρα τη βρήκαμε θαρρώ, τη φύτρα της περίφημης αυτής «πολιτικής διαφθοράς», που όλη μας τη ζωή την ακούμε. Ένα είδος &δασκάλοι& μας την έφτειαξαν και δω. Στη φιλολογία είχαμε τους δασκάλους της γραμματικής, εδώ της πολιτικής. Πήρανε μερικά βιβλία, μεταφράσανε νόμους, άρθρα, Συντάγματα, τάδωκαν της Βουλής, τα παίρνει η Βουλή και τα κενώνει στη χώρα, από Ρωμιοσύνη να γίνη Ευρώπη πολιτισμένη. Χάρη όμως νάχουμε στον εγωισμό μας, που οι σοφοί μας οι δάσκαλοι τηλεσκόπι δεν είχανε να τον ανακαλύψουν, αντίς Ευρώπη καταντήσαμε θηριοτροφείο.

Τίποτις και καλά να μη μείνη δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ' αυτό το &Κοτζαπασιλήκι&, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το &Εγώ&, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο. Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κ' η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλη και θρέψη το μεγάλο το βαθιόρριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάση με τον καλορρίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλη μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πη:

«Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του. Προορισμός και σκοπός του είτανε να την καθαρίση όλη τη χώρα από το μίασμα της σκλαβιάς, και να το ξαναστήση το Κράτος που κι από αίμα κι από δικαίωμα του ανήκει. Μόλις λευτερώθηκε όμως ένα παράμερο της Ρωμιοσύνης λουρί, κι αμέσως το βαφτίζουν «Ελλάδα», και την άλλη τη χώρα την αφίνουν ενός Σουλτάνου βοσκή, να βγαίνη και να κυλιέται στο αίμα! Τους ξέχασαν τους αδελφούς τους τα παλικάρια που για δαύτους σηκώθηκαν, και τονειρεύτηκαν πως δίχως εκείνους έθνος θα γίνουν, εθνικό μεγαλείο και πλούτο θαποχτήσουν, δόξα εθνική θα τους λαμπρύνη! Το ξέχασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κ' έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

Έρχουμαι, (θα πη ο Λεβέντης), παλικάρια, να σας ξυπνήσω, και να σας φέρω στο μέγα το έργο που γραφτό σας είναι να κάμετε. Έρχουμαι να σας ξεμεθήσω από τη χαρά σας γι' αυτό το λίγο που έγινε γι' αυτή την τρύπα που λευτερώθηκε, μα που για έθνος μεγάλο δε σώνει, επειδή σε τέτοια τρύπα μέλλον εθνικό δεν μπορεί να χωρέση. Αφήστε τα τα συντάγματα, τα θέατρα, τις φιλολογίες και τις γραμματικές. Αυτά είναι λούσα που ένα έθνος τα συλλογιέται όταν έχη όλο το είναι του. Γυρίστε, παλικάρια μου, στο τσαρούχι, στην κάπα και στο μαύρο ψωμί. Γυμναστήτε πάλι σταγαπημένα σας τάρματα, και λάτε μαζί μου. Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».

Αυτά θα μας πη ο μεγάλος ο Λεβέντης, το καμάρι της Ρωμιοσύνης, και τότες ίσως την προλάβη το έθνος την καταστροφή που του ετοιμάζουμε εμείς από τη μια με το βαρύ το μεθήσι, κι από την άλλη ο αχόρταγος ο Σλαβισμός, που για κακή μας τύχη δεν έχει μήτε Τούρκου ακαμωσιά.

Ι' ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΟΥΣ

Περπατώντας στο δρόμο, περπατούσαν κ' οι στοχασμοί, κ' ίσως πήγαν πολύ μακριά, σταφανέρωτα μέσα τα μέλλοντα! Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, – όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.

Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρίσκουν πως η Φύση τούς έχει πλασμένους για ν' αφήσουν &πάτημα& μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ' εκείνο.

Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους. Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ως τόσο ο κόσμος να τους νοιώση δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει. Αποκάμνουν τότες κι απελπίζουνται, πέφτουνε θύματα της μεγαλωσύνης τους, και πεθαίνουν της πείνας οι πιώτεροι. Να δουλέψουνε, θα μου πης. Μα πώς να δουλέψουν οι Καβούρηδες, που έπρεπε αυτοί χιλιάδες νάχουν αποκάτω τους και να τους προστάζουνε! Πώς να συλλογιούνται ψωμί οι Ντάντηδες, που μ' ένα όνειρο θρέφουνται! Οι Βολταίροι, που έπρεπε να τους χαρίζη του πουλιού το γάλα ο Τόπος!

Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν' απελπιστή εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπηττα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί. Ας είναι καλά ο δασκαλισμός, πολλοί Ντάντηδες ανέβηκαν τον Παρνασσό σαν τα γίδια, και πολλοί Βολταίροι τιναχτήκανε στον αέρα σα ροκέτες, κ' έσβυσαν πάλι, και πέσανε μαύρη στάχτη απάνω στο χώμα.

Πήγαινε, αν τολμάς, και ρώτηξε το φίλο τι δουλειά κάνει. Πάρε τον, αν τολμάς, για μεγάλο Βούλγαρο, Φράγκο, Κινέζο, όποιον άλλον ξέρεις πως δουλεύει με το μεγάλο κεφάλι του. Θα σε λυπηθή που τον πήρες για άνθρωπο, κι όχι μεγάλο νου. Δε θα καταδεχτή να θυμώση μαζί σου. Θα συλλογιστή και θα πη, τι να προσμένη από έθνος με τέτοιους κουτούς σαν και λόγου σου, που φαντάζουνται πως πρέπει ένας Μεγάλος Νους να δουλεύη! Θ' απορέση που δεν έχεις τόση γνώση που να νοιώθης πως το Μεγάλο το Κεφάλι ανάγκη να δουλεύη δεν έχει. Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος. Έρχουνται τα όνειρα και τονε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάννα τους. Μη βλέπης πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος ταθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
180 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Ses
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 3,3 на основе 3 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок