Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 11

Yazı tipi:

Δ' Ο ΠΑΝΑΓΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Είταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ' αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλήτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κ' η μεγαλήτερη αρετή του. Η παραξενιά του είταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ' αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος» ώσπου κατάντησε να τονε βλέπη ο κόσμος, και να του φωνάζη, «θα μας φυτρώση ο Κωσταντίνος».

Πρέπει να είταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Παναγής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψη. Ο πάτερ Παΐσιος είταν καθώς είπαμε Ηγούμενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν είτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ' άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του τόκαμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια. Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόλης – την Άλωση. Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει:

«Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλικαριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πης πιάναμε κανέν' αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θάλεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα! Κι' άξαφνα, στα 1453, τις εικοσιενιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθή, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουριασμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνη τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κ' ύστερα, λέει, να πέση κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεωνίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου! Και τι άλλο μπορεί να σου πη παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνη, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του. Κι ανίσως κ' είτανε γραφτό μας να φανή και να λάμψη τέτοιο αθάνατο χάρισμα μερικά χρόνια πρι να στήση ο Ουρβανός το κανόνι του έξω από τους τοίχους της Πόλης, δε θα πρόφταινε μήτε να ραγίση το κανόνι εκείνο, μόνο θα γινότανε μια και καλή θρούβαλα μαζί με το κεφάλι του Μωχαμέτη. Μας ήρθε όμως αργά το μεγάλο το χάρισμα. Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα».

Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε.

Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·

– Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος.

Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Και τώρα, αν είναι ορισμός σας, ερχούμαστε στο δεύτερο το κεφάλαιο.

Έξη χρόνι' αργότερα, τον έβλεπες τον Παναγή παλικάρι και ταξίδευε από χωριό σε χωριό με μια γολετίτσα. Ο γέρο Παΐσιος, ένα χρόνο πριν αποθάνη, τον είχε κάμει σύντροφο με κάποιο Καπετάν Βάγλη, και φόρτωναν πραμάτεια στόνα νησί έπειτα πηγαίνανε στάλλο και την πουλούσανε. Μα ο νους του Παναγή όλο στην &Πόλη& ταξίδευε. Η χαρά του είτανε να καθίζη με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωσταντίνου. Κ' ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώση ο Κωσταντίνος.

Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια, έτυχε να είναι μαζί του κ' ένας από τα Ψαρά, – Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν είτανε ναύτης, είταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά. Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς.

Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, – Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.

– Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος.

– Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο!

Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα;

Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε.

– Καλά, έρχουμαι, του λέει.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση.

Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του είτανε ν' αρραβωνιάση τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε.

Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικές πιώτερο αγάπησε τη Μαριώ, νόστιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.

– Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέττα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κ' ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ' αργήση. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσσό;

Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέττα στο πέλαγο.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, εδώ τελειώνει το δεύτερο, και τώρα μπαίνουμε στο τρίτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Ελπίζω πως δε βαρεθήκατε, γιατί, πού να ξανάρθουμε πια να ταποτελειώσουμε! Μια και μας μυριστούν οι δάσκαλοι, τρύπα δε θα μας αφήσουν ανοιχτή να ξαναμπούμε.

Δώδεκα μήνες δούλευε η γολέττα στο πέλαγο, και πηγαινοέρχουνταν, πότε με μπαρούτι, πότε με προβιζιά. Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κ' η «Ψαριανή» – έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρτωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν' ανέβη σε κανένα πολεμικό, να μαζεύη τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.

– «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρη τον άλλονα».

Κ' οι ναύτες τονε σηκώνανε στον ώμο τους από τη χαρά.

Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι άραζαν στο δοξασμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά. Ο Παναγής τώρα τόλπιζε πως θα τον αφήση ο Καραθανάσης να παντρευτή, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του.

– Θα μου πης πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ' ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε.

Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·

– Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήση στη φωτιά πρώτα. Φιλώ

λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.

Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση!

Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά.

Το πολύ καμιά κρυφή ματιά.

Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι.

– Ώρα καλή; του κάνει.

– Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του

αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

– Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας

να πέσης;

– Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω

ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά.

Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο.

Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του. Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Σαν το θεριό που μια κι απογευτή ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρή τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θάλασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παντού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερεις μήνες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.

Μια βραδιά, – είταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του εικοσιτέσσαρα, – να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δεμένο, τόνα του χέρι ακκουμπησμένο σε θελειά κρεμασμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τονε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμμένο. Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη.

– Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι. Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του!

Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του. Ώρες ώρες ερχότανε στα συλλογικά του, και γύριζε κ' έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τονε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπη με τέτοια χάλια.

Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνη λιγάκι. Στέλλει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον Παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και τοιμάζει τη Μετάληψη.

– Απάνω στη Βλόγηση, Παπά μου, κάνει ο γέρος, του δίνεις και τη Μετάληψη. Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε.

Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός.

– Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα.

Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει.

Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο

Παναγής.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε.

Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του. Είτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, εικοσιμιά του Θεριστή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγη ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίση να δη τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μάλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα. Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή.

Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς.

Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν. Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κ' η μάννα κατόπι. Του κάκου κοιτάζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που είταν, δεν μπορούσε να βγη.

Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύτρωσαν τόσοι Γενίτσαροι. Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες.

– Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι

μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα.

Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα.

Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές.

– Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής. Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω.

– Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ.

– Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου! Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το &Κωσταντινάτο& σου! Πού είναι το &Κωσταντινάτο& σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλτο. Όχι, φίλησέ το πρώτα. Δος μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάννα! Πού να είναι η μάννα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρη το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά! Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου…

Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα.

Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο. Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα. Μπορούσε νάχη ήρωά του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί.

Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ' αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλη ακόμα σε λόγια, και να φανερώση πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.

Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θάρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρη το Βασιλόπουλό μας; κανένας άλλος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ' αυτά. Θα τα φέρη η &Αρετή&, η παλικαριά, η αθάνατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη.

Ε' ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ' από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλόπουλο. Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του. Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θαρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μονάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρη απάνω του, που τονε βάζουμε ύστερ' από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θάχη άδικο και σ' αυτό. Κοίταξε τα όλ' αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι. Όλα στη σημαία του γύρω ν' αποθάνουν είν' έτοιμοι. Κ' οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα είταν, αν είχε τρόπο να τους βάλη και κείνους τα δυο πόδια στ' αττικό του παπούτσι.

«Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γαρ τυγχάνω σχολής ων».

Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακούσουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ' εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμένουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σέχουμε. Κ' είναι ανάγκη, θαρρώ, να σε δούμε και να τα πούμε, όχι και τόσο για χάρη της αγαπημένης σου της γραμματικής, όσο για χάρη της αγαπημένης μας της πατρίδας.

Και πρώτο, σε θερμοπαρακαλούμε να πης των παλικαριώ σου να μην τρέχουν κ' έρχουνται δα σαν τρελλοί στην αττική σου παράδοση πρι να κάμουνε κ' ένα καλό αρχαίο αττικό λουτρό. Μήτε να βγαίνουν από τα σπίτια τους δίχως μανδύα· μόνο να τα μισοσκεπάζουν τα φράγκικά τους. Ας μην πολυτρώνε και κουλούρια και τρίγωνα, μόνο και κυάμους και σύκα. Έπειτα όταν έρχουνται και χύνουνται σα μελίσσια και μαζεύουν από τανθηρό σου το στόμα το μέλι της «Αττικής φωνής», ας ξεκινούν ίσια κατά την «Αγορά» κι από κει στην «Ακαδημία». Και σα ρωτούν και μαθαίνουν αν «λέγεται τι καινόν» κι ακούσουν και τις μαριολιές κανενός «Σοφιστή», ας βγαίνουνε στο μεϊντάνι, ας ξεγυμνώνουνται, ας λαδώνουνται κι ας δοκιμάζουν τη δύναμή τους. Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».

Κ' ύστερ' απ' όλ' αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσης πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ' αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού. Πες τους πως ο δρόμος που ανοίξανε με το σπαθί τους έβλεπε κατά τα μπρος, και όχι καταπίσω. Στην αληθινή την πρόοδο, όχι στη ψεύτικη τη μίμηση. Πες τους, πως για να σιάξη αυτός ο δρόμος που είνε τώρα πέτρες κι αγκάθια σπαρμένος, χρειάζεται δουλειά και ζωή, όχι ψευτοπερηφάνειες κι ανώμαλα ρήματα. Πες τα όλα, καθηγητή μου, με το καλό, καθώς σου τα λέγω. Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικαστήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου. Πως κι ο Όμηρος έτσι κλέφτικα τα τραγουδούσε· πως και τη ρωμαίικη τη γλώσσα θα βρεθούνε μια μέρα Δάσκαλοι να τη σπουδάζουνε, γιατί θα μιλούμε τότες άλλη λογής «Ελληνική» γλώσσα· ναι, Ελληνική πάντα, μα άλλη λογής. Εξόν αν πλακώσουνε και μας φαν οι γειτόνοι μας. Πες τους πως &ταληθινό& το γλωσσικό το ζήτημα είναι όχι ρωμαίικα ή αττικά, μόνο ρωμαίικα ή βουλγάρικα, τούρκικα, ή αρβανίτικα· και πως μια και μοναχή γιατρειά έχει αυτό το γλωσσικό το ζήτημα: Τη γιατρειά της αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του «Εγώ».

Ας τον αφήσουμε να τραβήξη μέσα τώρα. Μα θα τους τα πη άραγες;

ΣΤ' ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ

Αν μπαίναμε μαζί του, θα πεθαίναμε από πείνα διπλή. Κ' ίσως η ψυχική θα είταν η μεγαλήτερη. Ας τα πούμε πάλι πίνοντας τον καφέ μας απ' έξω απ' αυτό τ' Αττικό ζαχαράδικο.

.. Είναι τώρα ως εκατό χρόνια που τραβάει ο δασκαλισμός από τη μια, κ' η αλήθεια από την άλλη. Κι αν είτανε μονάχα να διδάσκεται ο δασκαλισμός στα Σκολειά, το σκοινί θάσπανε τώρα και πολύν καιρό. Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καριοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνη το κεφάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξη στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερώτερο πράμα ύστερ' από τη θρησκεία, – τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο. Κι αν δεν τόγραφε δάσκαλος, εκείνος τόκρινε, το στεφάνωνε ή ταφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. &Ένας& τους μονάχα έτυχε νάχη μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τονε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν. Το πνίξανε μέσα στην καταχνιά τους ό,τι άρχισε νανεσαίνη. Ό τι γεννοβολούσε η πέννα τους, μέσα στη γραμματική τους είτανε βουτημένο, σαν μες στο κερί κομμάτι φιτίλι, κι αυτό δανεικό. Και τι μπορούσανε νάχουνε δικό τους! Αφού άλλο δε συλλογιούνταν παρά το τι είπε το δείνα μεγάλο κεφάλι, και το τι έγραψε το τάδε, πού καιρός να καθίση και να ρωτήξη και το δικό του το κεφαλάκι ο δάσκαλος, ίσως μαθέ του πη κι αυτό κατιτίς!

Καθίσανε λοιπόν οι φίλοι στην Έδρα τους, και θέσπισαν: Πως το μέτρο πρέπει να είναι έτσι, η «λύσις» έτσι, η «κάθαρσις» έτσι. Φυσικά τους νόμους αυτούς τους έστρωναν για την Ποίηση. Γιατί το Έθνος είτανε νέο, κι άρχιζε ποίηση να τους γυρεύη. Άξαφνα, εκεί που από τη μια την πλευρά της Ρωμιοσύνης ο δασκαλισμός μετάφραζε το Ρακίνα, ή έκλεβε το Βερανζέρο, πετιέται από την άλλη ως τα μεσούρανα ένα μετέωρο και γεμίζει τον κόσμο ουράνιες φλόγες. Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.

 
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η δόξα μονάχη,
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί,
Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη»,
 

Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του. Άλλο δεν τραγουδούσε παρά τα θεία λόγια του Σολωμού· γιατί την καρδιά του καθρέφτιζαν.

Πετιέται κατόπι άλλος, ύστερ' άλλος. Ο λαός τους ανέβασε όλους στα ύψη του Παρνασσού, γιατί ο λαός, όσο αλυσοδεμένο κι αν τον κρατούσαν οι δεύτεροι τύραννοί του, αποθαμμένος δεν είταν, και γύρευε ποίηση ζωντανή. Από δω είχαν οι δάσκαλοι, από κει είχανε, βάλανε στο χέρι το Ζαλακώστα. Του δίνει ένας τρομερός Αρχιμιμητής το Ελληνικό το Λεξικό, τονε χαδεύει στον ώμο, και του σφυρίζει στ' αυτί πως αν κάμη το νερό &ύδωρ& και το μπαρούτι &πυρίτιδα&, αν πλουτίση και τη φτώχεια και την κάμη κι αυτή &πενίαν&, θα καταντήση άλλος Αισχύλος, θα κερδίζη και τα βραβεία του Βουτζινά. Ειδεμή, δεν έχει βραβεία Κ' έτσι τονε μισοχάσαμε το Ζαλακώστα. Ζήτησαν και τάλλο, το Φταννησιώτικο το καμάρι να το σκλαβώσουν κι' αυτό. Μα ο Βαλαωρίτης, πιστό και δυνατόγνωμο της Ρωμιοσύνης παιδί, τους λέει, όχι. Σας δίνω τους προλόγους μου, και τις νότες μου· μα τα τραγούδια μου τα φυλάω για το Έθνος. «Βέβαια, βέβαια! φώναξαν τότες οι δάσκαλοι. Η δημοτική είναι ιδιαζόντως γλώσσα ποιητική».

Κ' έτσι, μας παράδωσαν οι φίλοι το κάστρο χωρίς να το νοιώσουν. Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τόνομα, είναι φιλολογία ποιητική. Άρχισε τώρα κ' η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαεί. Ζητάει να διαβάση, και διαβάζοντας να γελάση, να κλάψη, να μετανοιώση, να θυμώση, ν' αγριέψη, να πολεμήση, αν είναι ανάγκη. Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει· – Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες! Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, – πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.

Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει. Οι δάσκαλοι όμως, κουκκί απ' αυτά δεν απεικάζουν. Αυτοί παραπονούνται μονάχα πως το έθνος δεν έχει όρεξη να διαβάζη. «Εν Ελλάδι δεν υπάρχουσιν αναγνώσται». Δεν τις αγοράζει κανένας τις μούμιες. Ας του φτειάξουν όμως έργα που να καθρεφτίζεται η ψυχή του κ' η γλώσσα του, και να δουν. Κοίταξε πώς τα χάφτει ο λαός τα λίγα ψύχουλα που εδώ και κει του σκορπούνε. Κοίταξε πώς τα νοστιμεύεται, ως και τα κουτσά τα ρωμαίικα που του σερβίρουνε στα φραγκορομάντσα τους, οι «επιφυλλίδες». Κοίταξε τις εφημερίδες τις ίδιες· που τις διαβάζεις σήμερα και δε σε πιάνει ανέκατος από τις βαρειές τις Ελληνικούρες· μόνο, όπου χρειάζεται δύναμη, ζωή, κίνηση, εκεί δανείζουνται από τη γλώσσα τη δυνατή, τη ζωντανή, την παντοκίνητη. Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώση το υλικό για τη φιλολογία την εθνική.

Να σου πω τώρα και κάτι στ' αυτί πρι να σηκωθούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γερατειά, θα σ' έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σανέβαζα σ' ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα. Και στη μέση λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ' ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλήσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώση και να του ρίξη, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και τούρριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Κ' είτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώση κουράγιο. Όχι, στεκότανε &μια& κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπορούσε να τους ρουφήξη τους φίλους μας εκεί μέσα. &Επιστήμη& την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πης, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θάχη το Έθνος σαν ξεφορτωθή το &Δασκαλισμό&.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
180 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain