Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 13
ΙΑ' ΠΑΡΑΤΑΞΗ
Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τηνε δης την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα. Είναι όμως κάμποσος περίπατος από δω, κι ώσπου να φτάσουμε, να σου ξηγήσω με λίγα λόγια το τι συλλογιούμαι.
Συλλογιούμαι πως όσοι από ταμάς είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει &βάθος& ο ρωμαίικος ο χαραχτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ο ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που διακρίνει του Βορεινού του λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως γι' αυτό και &Τιμή& τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ' αυτά, δεν τον αναλύσαμε τον εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως δεν έχει τη δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος που τους χρειάζεται να ριζώσουνε μέσα του. Είναι που ο νους του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον εγωισμό. Κοίταξε το &Μεγάλο εκείνο το Noυ&. Κοίταξε τι πίστη, την έχει στον εαυτό του! Κοίταξε με τι ενθουσιασμό προσμένει τη δόξα! Με τι θρησκεία λατρεύει το μεγαλείο του! Πόση δύναμη ορισμένη για μεγαλήτερους κι αψηλότερους στοχασμούς δε σπαταλιέται στου τυφλού του εγωισμού τις παραξενιές! Τι δεν μπορούσε να κάμη ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια, – τι δεν μπορούσε να κάμη αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυρεύει, κ' έναν δε βρίσκει!
Όχι, το βάθος τόχει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη &θρησκεία& κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του &εγώ& που δεν έχει.
Να τις ως τόσο κ' οι Κολόννες του Κοτζάμπαση του Ολύμπου, που μ' αθάνατους Θεούς είχε να κάμνη, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσης, και ζωντανή να την κάμης με τα λόγια την αρχαιότητα. Εδώ είναι που θα βάλη το έθνος το πιο γλυκόφωνό του παιδί να λαλήση και να του ξηγήση τι λεν αυτά τα γαλάζια τα βουνά γύρω, αυτοί οι κάμποι, αυτές οι πέτρες! πού να τη βρούμε τώρα τέτοια δύναμη και φωνή! Από πού να φανερωθή τέτοιος θείος Μεσσίας, κι αν φανερωθή, σε τι γλώσσα να μας λαλήση, και ποιο Θεό να λατρέψη!
Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και
ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόννες;
Μη νομίζης πως να διαλέξη πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία!
Πηγαίνει να γλεντίση, και τίποτις άλλο.
Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε. Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε.
Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματωμένη. Είναι οι Δάσκαλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήση!
Άλλοι δάσκαλοι το δεύτερο το τάγμα. Δάσκαλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους.
Μεγάλο τάγμα το τρίτο, κι ατέλειωτο. Υπάλληλοι ονομάζουνται στη γλώσσα την κορακίστικη· όνομα στη ρωμαίικη δεν έχουν, επειδή του κάκου τους φωνάζει το κλαδευτήρι, ταλέτρι και το σφυρί.
«Φοιτηταί» είναι το τάγμα που έρχεται τώρα. Έπρεπε ο καθένας τους να μένη «φυτευτής» στο χωριό του.
Μην το κακοβλέπης το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα.
Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντής λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνη το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους.
Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα. Τους πέρνει τους δύστυχους ο δασκαλισμός από τη μια, κ' η Ρωμιοσύνη από την άλλη, κι όταν τους διαβάζης, είναι να τους λυπάσαι.
Εύκολα το ξεχωρίζεις τόγδοο το τάγμα από την πολεμική τους στολή· μόνο που μαζί με τις Αφροδίτες δεν κυνηγούνε και δόξα!
Το τάγμα που τώρα περνάει έπρεπε με τους Τραμπούκους να πάη. Είναι μαχαιροβγάλτες, παλικάρια που στάδιο δεν τους ανοίγ' η πατρίδα να τρέξουν. Τρέχουνε στους δρόμους και μαχαιρώνουν, περνούν από τις δίπορτες φυλακές μας, και βγαίνοντας, ξαναμαχαιρώνουν.
Χαιρέτησε τώρα με σέβας. Είναι οι αβοκάτοι αυτοί που περνούν, οι αστυνόμοι, οι δικαστάδες, κ' οι παρόμοιοί τους. Είναι του νόμου οι κλειδοκράτορες, και της δικαιοσύνης οι δεσποτάδες. Οι νόμοι τους είναι σε βιβλία κλεισμένοι, και μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με τον Επιτάφιο δε βγαίνουνε.
Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε νάρχεται πρώτο. Ίσως για ν' αληθέψη το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι».
Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ' όλη της τη δόξα την τωρινή. Την είδαμε ολόγυμνη, μ' όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια τής έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι· και μήτε θα λείψη, όσο αναπνέει και ζη. Όλοι αυτοί που τους είδες παραταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί. Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ' εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπορούσε να ξεθυμάνη. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ' ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ' ένα ποτήρι δασκαλήσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμη, κ' έχει τη δύναμη να την κάμη. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θάλασσα να ξαπλώση τη δύναμή του και τη ζωή του. Αυτά τα ψεγάδια που είδες, τα πιώτερα είναι &απόδειξη& πως το έθνος ζη. Αγριομαθημένο από τα έρμα του τα βουνά, το κατεβάσανε σε Βασιλικό περιβόλι, και μήτε με κάγκελα δεν το τριγυρίζανε. Τι άλλο περίμενες παρά γης Μαδιάμ μέσα σε κείνο το περιβόλι!
Όταν το έθνος δεν έχει όλη τη γη του κι όλη τη θάλασσα, χίλια συντάγματα και χίλιες γραμματικές να το βγάλουνε δε σώνουν από την ηρωική του την εποχή. Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά.
Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε! Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθήτε ανετοίμαστοι όταν έρθη τ' αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλη και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Φίλτατε Κληρονόμε μου, σ' έφερα, πάλι στο μοναχικό μου καλύβι, κι αφήσαμε το ταξίδι μας, ίσως απότομα κι άξαφνα· μα να σου πω το γιατί.
Αφού κάθισα εψές κ' έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόννες, έγυρα κι' ακκούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ' αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν' αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κ' είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γέρο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ' έξω. Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη».
Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει. Είχα πολλά κρυμμένα στο νου μου και στην καρδιά μου, και δε σου φανέρωσα μήτε τα μισά.
Δίχως άλλο αύριο φεύγω. Ίσια στ' Άγιο Όρος Θα ξεκινήσω. Εκεί θα τις βρης αυτές τις Φυλλάδες, αυτό το αίμα που έσταξε από τις μισόστεγνες φλέβες μου. Ίσως, σαν τα διαβάσεις αυτά τα χαρτιά και τα κάμης δικά σου, τα κρίνης άξια να διαβαστούν κι από άλλους, με την ελπίδα να βρεθή δυνατώτερο χέρι και βάψη την πέννα του μέσα στο αίμα του Γεροδήμου, και γράψη τα λόγια που θα το ξυπνήσουν το Έθνος, και θα το φέρουνε στο μεγάλο το δρόμο.
ΤΕΛΟΣ