Sadece Litres'te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 5

Yazı tipi:

Γ' ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Εδώ, κοντά στου καλυβιού μου το λυχνάρι εγώ, ύστερ' απ' αλάκερης μέρας σκάψιμο κ' ίδρο· και μέσα στο νου μου εσύ, πατριώτη, που καταδέχτηκες ν' αφήσης τόσες και τόσες εφημερίδες μυριόγλωσσες και μυριόλαλες, τόσα και τόσα διαλαλημένα ρομάντσα, που σ' Ανατολή και Δύση σκορπάνε ζαχαροσκέπαστες στάλες φαρμάκι, (ας είτανε τουλάχιστο θανάτου φαρμάκι!), ταφίνεις όλ' αυτά του πολιτισμού τα ξακουστά χαρτολούλουδα, κ' έρχεσαι να κοιτάξης λουλούδι στεγνό και μισόψυχο του βουνού, νακούσης παράξενα λόγια γέρου περιβολάρη, να κρυφοπετάξης μαζί του στα θλιβερά του ταξίδια.

Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες! Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο!

Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες. Μακάρι να μην πήγαινα σταγαπημένο μου το χωριό, μακάρι νάρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθάριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θαπέθνησκα δίχως εκείνο.

Σαν πρωτογύρισα, είμουνα σαν τρελλός. Πετούσ' από τη χαρά μου.

Ο κόσμος δε με χωρούσε.

Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περιβόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι τόκαμαν ταγαπημένο το σπίτι μας!

Πώς έπεσε στα χέρια των έξ' απ' εδώ αφού ξενιτεύτηκα, μη ρωτάς.

Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω.

Πήρα το χτήμα, και σύχασα.

Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα! Μα ήξερα σε ποια γωνιά είταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβη και να μου πη πως το ξέρουν πως γύρισα, πως είμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντήτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας!»

– «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβης! Πήγαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν είσουν εσύ γεννημένος για ξενιτειές· μήτε για τουφέκι δεν είσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνέ μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι. Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!»

Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιωσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιωσύνη περνάει ταντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της.

Δ' ΣΤΟΥ ΜΠΕΗ

Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κ' έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώση τις λάσπες του. Μεγάλα όμως τα σπίτια του, αρχοντάδικα. Μεγάλες κ' οι αυλές τους, κι αερικές. Ως και δέντρα έχουνε μέσα. Ας κρυφοσκύψουμε, να κοιτάξουμε. Μια και μας δούνε, καπνός γινόμαστε, και χανούμαστε· έλα, ρίξε κρύφια ματιά από την κλειδότρυπα της θεόρατης αυτής θύρας· έχει και σιντριβάνι καταμεσή στην αυλή. Αγάδικο σπίτι. Μπέης κατοικεί εδώ μέσα. Πρέπει να λείπη τώρα στην Αγορά. Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης.

Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό. Ως τόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ναστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλλίτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέηκο το χαγιάτι.

Παράξενο σπίτι! Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ. Τις μέθησε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κ' έπιασε καθεμιά τους απ' ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή.

Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσοπλούμιστη η ταρμπούκα, ξέννοιαστη και βουβή. Σκόρπια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε τα σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεββατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδή τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθη αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορφιά τους.

Μπορείς άφοβα να χωθής παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο. Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν.

Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικώτερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισανοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστήριο. Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι. Δες έπειτα τα ψιλοκάμωτα χέρια, τα πόδια της τα χυτά, δες τάλικο το σαλβάρι που κυματίζει απάνω της, – και σαν τα δης όλ' αυτά, ξανανέβασε τη μυστική σου ματιά, και μ' αυτήν ξαναχάδεψε το γελαζούμενο πρόσωπο, πάρε γύρω το τορνευτό το σαγόνι, κοίταξε ταυτάκι το διάφανο με το διαμαντοκόλλητο σκουλαρίκι.

Τι να πρωτοϊστορήσουμε, και τι να πρωτοπούμε! που όλα είναι κάλλος και λάμψη και γλύκα! Πρόσεξ' ένα πράμα όμως: Όλες φαίνουνται σα να χύθηκαν από το ίδιο καλούπι, όλες, σα να τις τόρνεψε ένας μάστορης. Όμορφες, γλυκόχαρες, μα τίποτις άλλο! Περιβόλια με τα ίδια τα δέντρα, τα ίδια βοτάνια, ρόδα και γιασουμιά. Στον έξω τον κόσμο, στην ολοφάνερη ρωμιωσύνη, αν είναι η μια περιβόλι, η άλλ' είναι κάμπος, λόγγος ή πύργος η άλλη. Μέσα όμως σταφανέρωτο το χαρέμι όλες, όλες είναι περιβολάκια συμμαζεμένα και γλυκοπότιστα.

Μα βλέπω και μας μεθάει η μάγισσα η ομορφιά! Σα να το ξεχνούμε τι λογής μαξούλι μας φέρνουν αυτά τα περιβολάκια! Το λησμονήσαμε πως εδώ είναι που βγαίνει το βοτάνι που το τρώμε και μας κάνει και σκύβουμε όλη μας τη ζωή, πως εδώ γεννιέται και μεγαλώνει το φοβερό το θεριό που το λεν &Τουρκιά!&

Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας.

Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δος μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα:

Δε φταίν' οι Χανούμισσες. Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μαννάδες είναι που τους γεννούν εκείνους που φταίνε.

Σα να κουνάης το κεφάλι σου λέγοντας πως ταδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθειο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, – τα πάθια και τα βάσανά μας.

Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε. Οι πιώτεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικώτατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φείδια, πέτρες δίχως σκορπιούς, – πού ακούστηκε! Και καταντάει να δοξάζουμε το Θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα.

Ε' ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΩ ΤΗΝ ΑΓΓΟΡΑ

Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες. Απομεσήμερο έγεινε. Ώρα που μαζεύεται ο κόσμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δη τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στηλώση τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πη, τις ίδιες ξυπνάδες νακούση· να πιη τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρη στο χέρι. Ώρα που ο νους του ξυπνάει από ύπνο βαθύ, βλέπει τι βαρετό και τι μάταιο πράμα είναι η ζωή, και ξανανυστάζει.

Να περάσουμε πρώτα από την απάνω την Αγορά. Βλέποντας και πηγαίνοντας θα βρεθούμε στην κάτω. Απάνω Αγορά, κάτω Αγορά: Τουρκιά, Ρωμιωσύνη.

Βλέπε τους άφοβα, κατάματα βλέπε τους. Δε θα μας βλέπουν αυτοί. Εμείς ταξιδεύουμε με το νου, κι από νου δεν παίρνουν τα χαδεμένα παιδιά του Προφήτη.

Κοίταξε, πώς με τον καιρό γίνουνται, κι ως τόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκη, απίστευτα φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να είταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλήτερο θάμ' από τούτο, μόνο που πήρ' αιώνες να σκαρωθή, κι όχι μια στιγμή. Φαντασία δε θέλει πολλή ν' ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ' αυτό το χώμ' απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλη πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Ταπέραντο φως, και ταπέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Τη βλέπεις, την ακούς, τη μυρίζεις παντού την Ασία· ως και τα μοσκοκάρυδα του μπακάλη, και του Εφέντη ο μόσκος, σου την παρασταίνουν αλάκερη, την κατασταλάζουνε στης ψυχής σου τα βάθια τη θεοσκότεινη, τη ψυχοφαρμακεύτρα, τη Στρίγλα της ανθρωπότητας, τη γήινη Κόλαση, την καταχθόνια την Ασία, που αν ένα καλό μας έκαμε, και μας έσωσε μια φορά το χλωμιασμένο της φως, ήρθε κατόπι να σβύση μια και για πάντα το δικό μας τάγιο το φως, και να μας σφίξη στη βαθειά και σκοτεινή αγκαλιά της, ώσπου μήτε σημάδι να μη μας μένη άλλο παρά μια γλώσσα, μια πίστη!

Στη ψυχή μας μέσα καταστάλαξε ο Ασιατισμός, και γι' αυτό οι πιώτεροί μας μήτε τι πράμα είναι δεν το νοιώθουμε. Δικός μας έγεινε, αίμα μας είναι. Ας τους αφήσουμε όμως τους δύστυχους πατριώτες· θα τους ανταμώσουμε παρακάτου. Ας δούμε τώρα τους αφεντάδες· αυτούς που μας έφεραν ταθάνατα σκότη από την Ανατολή εκείνη, που Δύση να την έλεγαν, πάλι αλήθεια δεν θα είτανε!

Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνεια κρύβει τη γύμνια του!

Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα.

Ας του μιλήσουμε από μακριά.

– Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμπρά σκαρωμένο. Νάρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει. Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρεπος σαν την Αφεντειά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και ταυτιά.

Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας! Κι απ' την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσης!

Κιοπόγλου, ταυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμπούκι σου, κ' έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστής; τι να φοβηθής; Τα πρόβατά σου βόσκουνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο τόχεις. Ανάμεσά τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικώτερος.

Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξέ τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρη το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστή όμως κεφάλι και σκύψη μπροστά τους! Χαπ, – και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το καταπίνουν. Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου. Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορή μια Συνείδηση να το σηκώση, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήση το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του. Το παίρνεις εσύ τότες ταπομεινάρι τού έχει σου και πηγαίνεις, λέγοντας πως το βρήκες τέλος πάντων το δίκιο σου.

Έχει, βλέπεις, κι ο Τούρκος δικαιοσύνη, μα δεν είναι καθώς η βροχή του Θεού. Πέφτει χαλάζι στον εαυτό του, και ψυχαλίδες στους άλλους. Δεν τους σώνει τάχα τους άλλους που τους αφίνει και ζουν;

Τέτοιοι είναι κ' οι νόμοι του, κ' οι τέχνες του, κ' οι επιστήμες του. Έλα μαζί μου, να το πιστέψης. Το βλέπεις εκείνο το μπαρμπεριό; Είναι ο καλός ο Χαφίσης εκεί μέσα. Ο Θεός να με συχωρέση, ρωμαίικο αίμα πρέπει νάχη μέσα του ο Χαφίσης. Πρώτο, που &δουλεύει& κι αυτός. Δουλεύει με το ξουράφι του. Δεύτερο, που φαίνεται ήμερος κι άβλαβος. Όλοι του χωριού στου Χαφίση ξουρίζονται. Τι του κόστιζε να σφάξη κανέναν με το ξουράφι του! Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά. Τραβάει ένα τετράρριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξερριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τάλλο, ώσπου να βρεθή το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος. Έφταιξε ένας χωριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέσως πελεκίδι πέντ' έξη, ίσως τύχη να είναι μ' αυτούς κι ο φονιάς.

Σα να μην το πιστεύης αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθη, οι σφαγές τους όμως ποτές.

Φίλε μου και πατριώτη μου, όποιος κι αν είσαι, τη γνώμη σου τηνε σέβουμαι, πάρε όμως παράδειγμα του Χαφίση το δόντι, πάρε και το Χαφίση τον ίδιο και με προσοχή ψυχολόγησέ τον. Το φυσικό του δεν άλλαξε. Οι ίδιες οι περίστασες τα ίδια βάσανα θα γεννήσουν.

Ας κάνουμε όμως τώρα τόπο, επειδή Άγιος περνάει. Ξέρεις πως οι τρελλοί αγιάζουν κατά τον Τούρκο. Όλοι τους τον προσκυνούν τον απείραχτο εκείνο τρελλό, και τονε λατρεύουνε. Μήτε τρύπιο βρακί του λείπει, μήτ' αποφάγι. Κάθε μέρα περνάει από δω ο Ντελή Μεχμέτης, κινάει κατά το Τζαμί, και μ' όλη τη δύναμή του κρατάει το Μιναρέ, να μην πέση! Είναι η τρέλλα του αυτή, πως θα πέση ο Μιναρές.

Ρωμαίικο αίμα πρέπει νάχη κι αυτός. Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημα.» Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου! Δεν πολεμάει να γλυτώση τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώση!

Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακκουμπούμε, να μην γκρεμνιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελλότεροι. Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει.

Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα. Καιρός δεν είναι για τέτοια εξήγηση. Μέσα στην Καταμεσινή την Ασία όποια ιστορία κι αν αρχίσω, μοσκοκάρυδα θα μυρίζη. Ας καθίσουμε κάλλιο σ' αυτή την πεζούλα, κι ας ακούσουμε το τι λέγει ο ασπρογένης εκείνος με το παχύ το σαρίκι, που κάτι περίεργο δηγάται στους πλαγινούς του. Αξίζει να τον ακούσουμε. Είναι ο Χουσεήν Αγάς, ο τρόμος αυτών των μερών μια φορά. Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπηττες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν' ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης.

ς’ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΗΝΗ

«Καλέ ψυχές μου, τζάνουμου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούση. Τι τονε θέλουμε μεις τον Παράδεισο, μ' όλα του τα πιλάφια, μ' όλο το μέλι, μ' όλους τους θησαυρούς του; Τι θα βρούμε κει που δεν ταπολαβαίνουμε και στη γης; Και να σας πω, παιδιά μου, έχουμε κάτι πιο ακριβώτερο εδώ κάτου. Στον Παράδεισο δε θα βρούμε Γκιαούριδες να δουλεύουνε για τα μας. Σας λέγω πως τέτοια τύχη χρυσή έθνος άλλο στον κόσμο δεν την αξιώθηκε. Διάβασα τα κιουτάπια, και το είδα κει μέσα. Όπου ήρθε ξένη φυλή, κ' έβαλε από κάτω της άλλη, φυλή, θα πη πως η φυλή που ήρθε είταν αξιώτερη, ξυπνότερη, δυνατώτερη. Ειδεμή, πού να βασταχτή, να ριζώση, να πνίξη την ντόπια φυλή! αργά γλήγορα ή καταπονιέται και χωνεύεται μαζί με τους ντόπιους, ή μαζεύει τα καλαμπαλίκια της, και φεύγει. Εμείς όταν ήρθαμε στο Βασίλειο της Ρωμιοσύνης, τι αξιότητα είχαμε! Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο.

Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν. Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψη ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι' αυτούς, μα για μας ακόμα καλλίτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθή τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνη, παίρνει τη φαμελιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελλάδα. Κάνει το κέφι του, μας αφίνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύγουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγειναν αβοκάτοι, κ' έμειναν εκεί, ν' ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγεινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα· πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν. Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!

Μην τους ακούτε τους Μουλλάδες που προφητεύουν κάθε λίγο πως θα γκρεμνιστή μια μέρα του Οσμάνη το Κράτος. Εγώ σας λέγω πώς να γκρεμνιστή, θα πάρη μαζί του και τους Ρωμιούς. Μια μορφιά θα μας χάψουν όλους μας οι Χαχόλοι που θα πέσουν απάνω μας όταν σημάνη η κακή μας ώρα. Kι' ως τόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπης, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις.

Και θα βλέπη τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δήτε κι αυτό. Πριν ακόμα νάρθουμε μεις, τη περίμενε τη Φράγκικη τη βοήθεια. Βλέπεις, με το να δουλεύη αυτός για τα μας, πόλεμο να μάθη δεν έχει καιρό. Θα κατεβούνε λοιπόν οι Φράγκοι, που πιστεύουν κι αυτοί Χριστό, και θα μας κόψουνε, ν' ανθρωπέψη ο τόπος του. Γεια σας, ρωμιόπουλά μου! Μπρος στη γνώση σας η σοφία του Κορανιού σκοτάδι γίνεται μοναχό!»

Όμορφα τα είπες, χρυσόστομε Χουσεήνη! Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπηττα. Τέτοιο χαλβά σ' έχω χάρι να μας πουλής και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθή ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίση με μαρμάρινο σαρίκι την κολόννα του μνημοριού σου.

Πού να πιαστής ως τόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα! Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες! Μπορούσαμε και στην προσευχή τους να πάμε, να δούμε τι λογής Θεός είναι που τους ακούει και δεν τους πλακώνει με μύριους σεισμούς. Μα φίλε μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Με την άδειά σου λοιπόν, την αφίνουμε την Καταμεσινή την Ασία και περνούμε κατά τα δικά μας τα κατατόπια. Καλή η διασκέδαση απάνω εδώ, μα κι ο καθάριος αέρας καλλίτερος. Πάγω να σκάσω. Η βώχα με τάραξε. Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
180 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Ses
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 3,3 на основе 3 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок