Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 6
Ζ' ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει. Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέβουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κ' Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κ' Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θάνατο. Μα ΤΑ κεφάλια μας, ΤΑ μυαλά μας, ΤΑ λόγια μας, μήτε ξέρουν το τι θα πη να είσαι αρσενικός και τι θηλυκός. Μήτε αρσενοθήλυκα δεν είναι· είναι ουδέτερα· μήτε σπέρνουνε μήτε γεννούν.
Εσύ μοναχή φταις για όλη αυτή την ταπείνωση! Μα ποιος σε κάλεσε νάρθης και να ριζοβολήσης σ' αυτή μας τη χώρα, και με τέτοια δώρα να μας φιλεύης, αυτό το μελετούν, το μαθαίνουν, και κατόπι το παραδίδουνε στους νέους μονάχα μερικοί που σπουδάζουν την Ιστορία. Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμη να περπατής.
Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο!
Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρης εδώ μέσα. Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθειά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλήθεια &Ρωμαίικα&, ίσως και το χωρέση ο νους της, και το χαρής και συ που βρέθηκ' ένας να σε διαφεντέψη της προκοπής, ύστερ' από τόσων αιώνων συκοφαντία.
Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλλα να φυτρώνη και να θεριεύη. Άμα το μυρίστηκες πως μας έπιασε η σαπίλλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στόνειρό σου δεν τοβλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξαπλώθηκαν τα βαθοΐσκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέπασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ' έν' αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ' ένα κλαδί. Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου. Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους ταφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ' από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρίζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορρίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε! Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθή ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σαφίνουμε και μεγαλώνεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφινέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς. Ας σου πω κ' ένα άλλο: &Σου συφέρει& να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπίζουμε. Κ' η σαπίλλα μας είναι ζωή σου.
Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσης λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυτός αέρας τόφερε. Άρχισα να τονε μυρίζω πάλι. Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση. Άρχισα να τις βλέπω πάλι τις κρύφιες χειρονομίες, τα κρυφώτερα τα γνεψίματα, την ακοίμητη τη σβελτάδα, που κέντρο της αν είταν ένα κοινό καλό, μύριες αυτοκρατορίες μπορούσε νάχη αναποδογυρισμένες ως τώρα! Κέντρο της όμως είναι το συνηθισμένο το &ρωμαίικο& το κέντρο, ταθάνατο το &εγώ&!
Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τονε βαραίν' η σκλαβιά· όσο μάλιστα τονε βαραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη. Το ζήτημα είναι, όχι γιατί ν' ασκημίζη τη γειτονιά του ένας Χαφούσης, και να του κάνη και τον Αφέντη, μόνο πώς να τονε χαντακώση στο χρέος αυτόν τον Αφέντη, και να μαζεύη κατόπι τους τόκους. Και τόκους, – ένα αλάκερο χωράφι τα εκατό! Αμέτρητα τέτοια χωράφια του έχει αρπαγμένα. Όλα με φουντωτές και καρποφόρες ελιές τάχει στολισμένα. Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι είτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους ίδαμε στην απάνω την Αγορά.
Ως τόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικοκυρεύεται. Θησαυρίζει, καλοζή, χτίζει σπίτια και πύργους, προικίζει κόρες, ως κ' επίτροπος γίνεται! Όπου πατήση, φυτρώνει μυρσίνη· τι λέγω μυρσίνη! Κλήματα φυτρώνουνε φορτωμένα σταφύλι, μηλιές φυτρώνουν και πορτοκαλλιές, ζωή κι ομορφιά φυτρώνει όπου πατεί. Κι ως τόσω να καλοκοιτάξης, θενά βρης πως μέσα σ' όλες εκείνες τις ελιές, τις μηλιές και τις πορτοκαλλιές, μέσα σ' όλα ταμπέλια εκείνου του κάμπου, μήτε &μια ιδέα& δεν είναι φυτρωμένη!
Καλά που δε μας ακούει εκείνος ο νοικοκύρης ο πατριώτης, που από ταργαστήρι του κατεβαίνει νανταμώση τους συναδέλφους του, και να μάθη τα νέα. Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, – ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!
Ας τον αφήσουμε, πρι μας ακούση και μας περιγελάση με κανένα μαριόλικο γνέψιμο. Γιατρειά δεν έχει ο φίλος. Το πάθος του είναι πολύχρονο και βαθύρριζο, το λένε φρονιμάδα στη γλώσσα του, κ' αλλοί στον που είναι σκλάβος, κ' υποφέρει ο νους του από τη ρωμαίικη τη φρονιμάδα!
Ας τον αφήσουμε. Είναι φρόνιμος αυτός, και κάνει τις δουλειές του με τάξη. Αυτός κοιτάζει το σπιτικό του, το έχει του. Κάθε τι άλλο έξω από το έχει του, πλερώνει δασκάλους και του το φροντίζουν. Μήγαρ αυτό δεν κάνει όλη η Ρωμιοσύνη, και σκλαβωμένη και λεύτερη; Γιατί όχι κι ο πατριώτης; Ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα· πράμα να πηγαίνης και να τακούς μια φορά το χρόνο, όταν ο δάσκαλος τα λέγη με λόγια που φόβο δεν έχει να τα καταλάβη κανένας Τούρκος, μα μήτε και Ρωμιός. «Πατρίς, Μούσαι, Ελικών, καθειργασάτην». – Κ' έτσι γίνεται η δουλειά της πατρίδας!
Να μην το ξεχάσης αυτό που σου είπα· «στο ρωμαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν' αφιερώνη όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνης! Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!&
Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν. Έτσι ο Ρωμιός παχαίνει, κι ας λιγνεύη ο τόπος του. Στην Αθήνα σαν πάμε, χίλιες φορές θα τακούσης: «Ο τόπος πρόδεψε θαυμάσια, ας είναι καλά «αι ατομικαί επιχειρήσεις». Εκείνο μόνο που μας χαλνάει, θα σου προσθέσουν, είναι «η πολιτική διαφθορά». Δηλαδή: &Ο Ρωμιός κοιτάζει την τσέπη του, και τίποτις άλλο.& Όλα τάλλα, νόμους, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, τα φροντίζουν οι δάσκαλοί του κ' οι γραμματικοί του.
Πάμε να καθήσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λόγια μας, μόνο νακούσουμε τι είνε που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελλό τον παπά Χαραλάμπη. Τρελλό, γιατί αποκότησε να βγάλη στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε. Είχε το θάρρος ο παπά Χαραλάμπης να κάμη δική του Κόλαση, και δικό του Παράδεισο! Πήγε να του κόψη τα γένεια ο Δεσπότης σαν το πρωτάκουσε! Μα έτρεξαν οι χωριανοί στου Δεσπότη και του είπαν πως τρελλός είναι, και να μην τονε συνοριστή. Κ' έτσι γλύτωσε. Άκουγέ τον:
Η' ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
– Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελλί μου μέρα και νύκτα, θα μέπαιρνε και μένα στα νύχια της η Ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπά Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε, – στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν είσουνα τότες εδώ να τα μάθης.
Θυμάσαι τι είταν πρι να βάλη τα ράσα. Λεφτουργός είτανε. Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύπνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ' αυτή την πρόφαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε. Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του.
Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος. Είταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψη. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης Παπά Νικηφόρο, και τονε στέλνει στην Αγιά Παρασκευή της πίσω της Ενοριάς.
Θα μου πης πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις.
Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολίζεται ο Παπά Νικηφόρος. Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτι – θα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα!
Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς. Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς. Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε.
Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.
Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.
Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος. Μια Ψηλοτοπίτισσα νάρθη και ν' αδιαντροπιάζη μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γέρο Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τριγύριζαν το κελλί ένα σαβατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα, – σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος. Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελλός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κ' έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερά Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήση! «Να φωνάξουμε τον Επίτροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρόπισσα! Άρχισε να κάμνη την τρελλή. Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε.
Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές. Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν.
Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.
Θα με ρωτήξης τώρα, γιατί σου τα είπα όλ' αυτά; Σου τα λέω, κυρ Λεφτέρη, για να μάθης από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση. Αυτός είναι ο &ίσιος& ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του, – η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά.
Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Είναι αλήθεια πως τις πιώτερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζης τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλης και να μπης, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο. Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν! Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα.
Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου.
Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, – η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες. Όπου σέβαλε ο Θεός να δουλεύης, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πη ψυχικό. Τάλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιώτεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρη η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευέ τους, Λεφτέρη μου».
Θ' ΛΙΓΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ναγιάση το στόμα του. Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες.
Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος. Μέσα στο διπλανό το μαγαζί ανεβοκατεβάζει άλλος την πήχη σαν τυλιγάδι, και μετράει το χασέ. Αντίκρυ, στο ψώμάδικο, μπαινοβγαίνει το φτυάρι με τα ψωμιά. Παρέκει ζυγιάζει, ο μπακάλης τις παινεμένες σαρδέλες του. Πού το χουζούρι και το ραχάτι της απάνω της Αγοράς! Εκεί ύπνος και χώνεψη, εδώ δουλειά και γλέντι. Αχ, και τι γλέντι! Ρίξε μια ματιά σ' εκείνην την ταβέρνα, να καταλάβης!
Αν τύχαινε να σ' ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στο τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θάλεγες: – «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κάμνουν και ταγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμπρές θωριές. Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρώμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρνας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιώτερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασσήσουνε τα ποτήρια του!
Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας! Ο αμανές του είναι αχαμνός και ξεκρεμασμένος σαν το βρακί του. Άλλα δυο τρία ποτήρια, και θα ξεψυχήση κι ο αμανές. Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι.
Μη μου λες πως τα μεγαλώνω. Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες.
Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή. Έτσι το καταφέρνουνε να μην πέφτουνε στο γιαλό να πνιγούν από την ντροπή κι από την απελπισιά. Τα είπαμε θαρρώ, κι άλλοτες. Δεν τα ξέρουν τα χάλια τους, δεν το φαντάζουνται πως γίνεται να ζήσουν κι αλλιώς. Αν έρθης μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστής και τους ξεστομίσης λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ' αμανέδες και σε πιοτά. Να μην τύχη και τους δείξης τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχη, γιατί θα σε δέσουν αμέσως. Πρώτο, που πέρασε από το νου σου πως μπορεί να βρεθή παλικάρι ναψηφάη τη χαριτωμένη ζωή του! Δεύτερο, που βάζεις και τους νοικοκυρέους στα αίματα, γυρεύοντάς τους και ζωή και παράδες! – «Τι τρέλλες είναι αυτές, παιδί μου; Πήγαινε κει που λαχταρούνε λεφτεριά, και καλοπλερώνουνε για να τη χαρούν. Εμείς τέτοια αλισβερήσια δεν τα κατέχουμε. Και πρόσεχε να μη σ' ακούσουν, καημένε, γιατί αφανιστήκαμε. Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησέ μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μας κάμη τη χάρη να μην τον γκρεμνήση του Μπάρμπα Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του. Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλλώματα, μη γυρεύης να μας ανάψης και τέτοιες φωτιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελλαθήκαμε ακόμη».
Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια. Και θα χαμογελάσουν ανάμεσά τους, και θα μισοκλείσουνε τόνα μάτι, και θα ρουφήξουν το ναργκιλέ τους, κ' ύστερα θα πουν του δασκάλου να γράψη την αναφορά για τον τοίχο του μπάρμπα Θανάση, κι ο δάσκαλος θαρχίση να γράφη, και σα γράψη κι απογράψη, και βάλουν οι προεστοί τις υπογραφές τους, θαρχίσουνε να γλυκοφιλούν το ποτήρι ώσπου νάβγη ο Ιμάμης να φωνάξη «Γιατσί», και τότες τραβούν ένας ένας κατά τα σπίτια τους.
Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβης, και να την ακούσης τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλλώσουν. Κανένας τους όμως, μήτ' ο γέρος ο άρχοντας, μήτ' ο επίτροπος δίπλα του, μήτ' ο γιατρός παραπέρα, μήτ' ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι.
Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη. Αλλοιώτικη μη θαρρής πως θα τηνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάννα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός.
Ως τόσο, αν και την είδαμε τη μάννα του ρωμαίικου νερού, της μάννας όμως τη μάννα δεν την είδαμ' ακόμα. Και σε καλλίτερη ώρα να τηνε δούμε δε θα μπορούσαμε. Αρχίζει και βασιλεύει ο ήλιος. Απόλυσε ο Σπερνός. Γυρισμένες θα είναι στα σπίτια τους όλες οι Ρωμιοπούλες. Αυτές είναι που τους γέννησαν τους πατριώτες που βλέπαμε. Αυτές είναι που θα τους αποδεχτούν απόψε στις αγκαλιές τους. Αυτές είναι που κρατούν τα κλειδιά του παινεμένου μας αυτού θησαυρού, που πάει να σκουριάση μέσα σε σιδερόφραχτη κάσσα κρυμμένος. Θησαυρός μας είναι πάντα, ό,τι κι αν πούμε. Αίμα μας είναι οι πατριώτες, ας είναι και νερουλιασμένο αυτό το αίμα. Ποιος ξέρει α δεν το ξαναζωντανέψουνε μια μέρα και το δυναμώνουν εκείνες οι μαυρομάτες, οι γλυκοπρόσωπες, οι μάγισσες οι χωριατοπούλες, που πάμε να τις χαιρετήσουμε τώρα.