Sadece Litres'te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 9

Yazı tipi:

Ε' Η ΞΑΝΘΟΜΑΛΛΟΥ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΣ

Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ως τόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' ερημιά.

Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φανταχτερό το καπέλλο. Σταματά τ' αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάση. Κοντά κοντά τα δυο ταμάξια, κι αυτός ακκουμπάει στη θυρίδα και γλυκομιλά, και γλυκομιλά· μόνο που δε σκύβει να τη φιλήση. Γαλλικά θαρρώ της μιλάει. Ποιος ξέρει τι δουλειές σκαρώνουνε μεταξύ τους, τι καρυδιάς καρύδια είναι κ' οι δυο τους!

Έλα μια στιγμή να τους καλοδούμε. Τους γνωρίζω και τους δυο τώρα. Χίλιες φορές τους είδα. Εγώ γέρασα, κι αυτοί λουλουδίζουν ακόμη. Ποτές αυτοί δε γερνούν. Το ίδιο σαν τα βοτάνια· κόβεις ένα βλαστάρι, το χώνεις στη γης, ξαναβλασταίνει, κ' έτσι ζη πάντα.

Την ξανθομαλλού σου τη φιλενάδα, τσελεμπή μου εσύ με το φέσι, σου τη χαρίζω. Δέκα πατρίδες έχει αλλαγμένες, κ' είν' έτοιμη τώρα να πάρη και τη δική σου πατρίδα, αν έχης τέτοιο πράμα και συ. Μπορεί και να τουρκέψη για σένα. Η αγάπη της είναι ποτάμι που δε στερεύει, παρά σα στερέψη η τσέπη σου. Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου. Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, – πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι. Εσείς τόχετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως είναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι τόχετε στολίδι στο μέτωπό σας.

Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσης φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρης εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα. Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της!

ΣΤ' ΕΝΑ ΣΑΛΕΠΙ

Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε! Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θάβρης ένα σόγι μέσα σ' αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πης μαργαριταρένιο, είναι θησαυρός που μ' όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ως τόσο θησαυρός μονάχα για λόγου του. Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην Πόλη.» Το θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.

Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τονε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος τόξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο είτανε να κατέβη μια μέρα και να το στεφανώση με δάφνες, για να το χωρέση και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης. Εμάς δεν μας έρχεται να το καταλάβουμε πως δεν έχουμε τέτοιες κληρονομιές, εμάς μας θάμπωσε η ξυπνάδα, και δεν το καλοβλέπουμε πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά μονάχοι μας να συγυρίσουμε το νοικοκεριό μας. Εμάς ακόμα μας νανούριζ' η ελπίδα πως θα μας έρθη βοήθεια από Βοριά κι από Δύση, για χατίρι του μεγάλου σογιού μας. Ο Στόικος προγόνους δεν είχε. Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του. Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ' ανώμαλα ρήματα και να φυτρώση «Ελληνισμός». Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμά του τέτοιο είταν. Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κ' έτσι η χώρα του έγεινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργισε κι ο Στόικος να κάμη φίλους· και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ναψηφάη το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύη κατά το δικό του σκοπό.

Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του. Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του. Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν.

Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

Ζ' ΕΝ' ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώθαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παράθυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου. Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρη και στα κλωνιά που καρποφορούν, και να μας γλυτώση από την πείνα.

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κ' έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμένους η Εβραΐλα, σα να της αρέση το μαλακό κι απόλεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένα νερά, και δε σ' έφαγαν οι μυίγες και τα κουνούπια!

Έχει ως τόσο και πεταλούδες. Κοίταξέ τις· όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους. Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα νάχη κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης τόχει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσης εδώ, θαρχίση να σου μισοσφαλνάη τα ματάκια της, να μισοδαγκάνη τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάη ραβασάκια.

Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρης φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντροπής ν' αρχίσουμε το πολίτικο το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψης άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλάψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.

Πάμε να καθίσουμε απ' έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπης μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολιτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ' αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε.

Πρέπει να είμουν ως δεκαφτά χρονών. Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες. Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγιαζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά.

Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσί.» Πουλούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν. Κανένα φαγεί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου.

Είταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, – του Βαγγελισμού, – μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάση ο κόσμος! Να μη μας άκουσε κανένας απ' έξω! «Ο καημένος ο Μετζίτης, ο Θεός να τον πολυχρονάη, καλός είναι, κι όλους μας αγαπάει· παιδιά του είμαστε. Γιατί να τον κακοκαρδίζουμε έτσι;» Τάκουσα αυτά με τ' αυτιά μου, από το Σιορ Θοδωράκη. Άνω κάτω έγιναν όλοι τους. Σηκωθήκανε μισοφαγωμένοι, και πήγανε στα κρεββάτια τους.

Ανέβηκα στον ηλιακό, και κάθισα μοναχός μου. Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν είταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζη στον κόσμο Ρωμιός που να λέη τέτοια λόγια με την καρδιά του. Είμουνα σαστισμένος. Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάη ο πιο σκυμμένος να ξεστομίση ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή,» να βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνη που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι. Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση!

Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει. Εδώ πνίγεται άνθρωπος· σκάνει και πάει. Να φύγω, να φύγω, δεν είναι για μένα η Πόλη!

Και κει που τα μισομουρμούριζα όλ' αυτά, κοιτάζοντας τον ασημένιο γιαλό, ακούγω περπατηξιές από πίσω μου. Είταν η Μαριγώ, η μοναχοκόρη του Θοδωράκη. Με συμπάθειο, που δε σου τηνε σύστησα, τότες που τρώγαμε κάτω. Πρέπει να είταν και κείνη ως δεκαφτά. Λιγάκι κοντουλή, μα δροσερή, μαυριδερή, και χαμηλοβλεπούσα. Συγύριζε την κάμαρά μου σαν έλειπα την ημέρα, και την έβρισκα σαν καθρέφτη το βράδυ. Της δάνειζα κάποτες και βιβλία. Μα μου διάβαζε, θαρρώ, μερικά και δίχως να τα δανείζω.

Η Μαριγώ είταν η πρώτη που σηκώθηκε από το τραπέζι σαν έπεσαν απάνω μου και Θοδωράκης και Θοδωράκαινα. Θάρρεψα λοιπόν πως είταν κ' η πρώτη που θύμωσε, και τώρα που την έβλεπα σιμά μου σα να φοβήθηκα πως θα με μαλλώση κι αυτή. Κάτι πρέπει νάκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ως τόσο.

Ήρθε κοντά μου, κι ακκούμπησε στο κάγκελλο.

– Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κάνεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τονε συνοριστής. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψης αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθης και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου.

Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν τόξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τραγούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα.

– Κι άλλο, κι' άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.

Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές.

Είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα! Ολότελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω.

– Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πη τη μοίρα μου. Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ.

Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω.

Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά. Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα.

Η' ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Κ' ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝ

Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες. Ο νοικοκύρης του έρχουνταν από την καρδιά της Ανατολής. Τούρκικα μιλούσε ο Αναστάσης, μα τέτοια Τούρκικα καλά θα είτανε να τα μιλούσε όλο το «Γένος». Μεγάλο μάθημα τους δίδασκε τους πολίτες ο Αναστάσης, μα ποιος τον άκουγε! Έδειχτε πως και τη βάρβαρη γλώσσα την κάνεις ρωμαίικη, σώνει να είναι «ρωμαίικα» εκείνα που λες.

Είτανε θησαυρός χωσμένος μέσα στη Πόλη ο Αναστάσης. Πονούσε σαν τη μάννα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν είτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες, η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα. Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο. Ο πόλεμος για τα μας δεν είναι παιχνίδι και γλέντι, καθώς είταν ως προχτές σε μερικά μας βουνά, καθώς είναι και σήμερα σε τόπους πολιτισμένους, – ο πόλεμος για τα μας είναι φοβερό πράμα, μπαμπούλος, δαίμονας, που άλλο δεν κάνει παρά να θερίζη ζωές.

Κοίταξε τώρα κι από την άλλη τη μεριά, κατά τη θάλασσα. Αυτού που στέκετ' έν' αρχοντάδικο σπίτι. Αυτού είταν τότες ένας Βολιώτης. Ο Βόλος είταν ακόμα Τουρκιά. Μα ο Χαραλαμπίδης, μ' ένα χαρτάκι και μερικές βούλλες απάνω, το κατάφερε από ραγιάς να βαφτιστή «Έλλην!» Πήγαν καλά κ' οι δουλειές του, – κ' ήρθε και ρίζωσε μέσα στην Πόλη. Έστησε αυτό το Κάστρο που βλέπεις, κ' έφερε μέσα τη λευτεριά μ' όλα της τα καλά. Μήτε του πουλιού το γάλα δεν του έλειπε του Χαραλαμπίδη. Ως και τη μαγείρισσά του από τη λεύτερη Άντρο την είχε φερμένη.

Πήγαινε κάθε βράδυ στη «Λέσχη» και διάβαζε τις εφημερίδες ώσπου να ψηθή το φαεί. Κ' έτσι μάζευε μέσα του εθνισμό.

Τέτοιους «Έλληνας» θα ξέρης πολλούς. Άλλους από φιλότιμο, κι άλλους από συφέρο. Έβαλαν κι αυτοί τη λιονταρήσια τους την προβειά. Η προβειά τους έχει, θα πης μερικές τρύπες, – παλιάς ψώρας σημάδια. Μα ό,τι κι αν πης, λιονταρήσια προβειά είναι. Στην ανάγκη, την πετούν κι' από πάνω τους.

Μελετημένα και λογαριασμένα πράματα. Όχι τρέλλες.

Θ' ΣΤ' ΑΗ ΓΡΗΓΟΡΗ

Ώρα μας είναι να σηκωθούμε και να πάμε να προσκυνήσουμε το μεγάλο τον άγιο της Ρωμιοσύνης, τον Άη Γρηγόρη. Μεγάλοι άγιοι κι ο Γερμανός, κι ο Διάκος, κι' ο Παπαφλέσας. Μα ο Άης Γρηγόρης είτανε στ' αλήθεια Παναγιώτατος. Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους.

Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν. Κ' έγεινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιή Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίση Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα.

Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τόνομα. Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θάρχουνταν, κι ας του έστελν' ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τονε φέρη στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινωσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέση μαζί τους, πού αλλού μπορούσε να βρη τόση ταπεινωσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!

Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησέ το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε απόνα σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε.

Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ' αποστόλους του Πατριάρχη. Η Αγιωσύνη του όμως είναι γέρος, είναι και λιγάκι ανείμπορος, κ' έμειν' απάνω. Ώρα να του κάμουμε βίζιτα. Είναι καλό γεροντάκι. Σύστημα δεν τόχουμε να φανερωνούμαστε κει που πηγαίνουμε, μα στην Αγιωσύνη του πρέπει, θαρρώ, να φανερωθούμε. Πρώτο, που είναι ο εθνικός μας ο πατέρας. Δεύτερο, που έχουμε κάτι να του πούμε. Μόνο που πρέπει να του μιλήσουμε &στη δική του& τη γλώσσα!

Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει.

Ι' ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΣΥΝΗΣ ΤΟΥ

«Παναγιώτατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλετος εφ' ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθήνιων της Σης Παναγιότητος θεραπόντων. Σωτηρίαν δε λέγω, ου μόνην την της ψυχής, ην απάντων συλλήβδην των Αγίων η μεσιτεία μόλις αν της του Επικαταράτου παγίδος εξαγάγειε· αλλά μην και την σωτηρίαν του απ' αιώνων εν σάλω κυλινδουμένου και κύμασι δεινοίς συμφυρομένου εθνικού σκάφους.»

Χαμογελάς, Άγιε μου γέροντα και πατέρα! Καλό σημάδι· θα πη πως ή εγώ δεν καλοξέρω τα δεσποτάδικα, ή η Αγιωσύνη Σου έτυχε να είσαι ρωμιός. Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δη την Πόλη. Δεν το ξέρω τόνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιωσύνης Σου μερικά, και καλλίτερη ώρα δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό. Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ' έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχη και κανένας ενάρετος, μπορεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη- Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάη κι από χερότερα. Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια».

Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κ' έν' άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους. Με συμπάθειο, εσείς λογομαχούσατε τις προάλλες με τον αρχιλύκο για τα «Προνόμια», και μου φάνηκε σα να παίζετε. Τι θάλεγε άραγες η Αγιωσύνη Σου νάβλεπες Τσομπάνη να λογομαχάη μ' ένα λύκο! Πού ακούστηκε λύκος να παίρνη από λόγια! Άλλα μέτρα θέλει ο λύκος.

Σα να ξέρω τι θα μου πης. Πως είσαι πνεματικός πατέρας του «Γένους» και τίποτις άλλο. Μα γι' αυτό και μεις λέμε, να βρούμε λίγα μαντρόσκυλα. Σώνει η Αγιωσύνη Σου να τους δίνης την ευκή σου σαν τον Άη μας το Γρηγόρη, και σαν τον Άη Γνάτη που βλογούσε την κλεφτουριά στον καιρό του Αλή Πασά. Χλωμιάζεις; Μη φοβάσαι. Σήμερα κλεφτουριά πια δεν έχουμε. Ο κλεφτοπόλεμος έσβυσε, πάει. Σήμερα έχουμε άλλα τερτίπια. Σήμερα έχουμε &Μπόμπες&. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας! Αν δεν πολυδούλεψε και πολύ ως την ώρα, ο λόγος είναι που δεν έμεινε πια στάλλα μέρη του κόσμου και πολλή σκλαβιά. Ως κ' οι Αράπηδες της Αμερικής ανθρώπεψαν. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας, κι ως τόσο η επιστήμη της δύσκολη. Χρειάζεται Κανάρικη απόφαση, αστραπής γληγοράδα, και τάφου αμιλησιά.

Μα θα μου πης, Σεβάσμιέ μου Πατέρα, και τι θα καταλάβουμε με τέτοια τερτίπια! Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουν – πόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες. Για την Αγιωσύνη Σου δεν έχουμε τίποτις άλλο να πούμε, παρά πως χρέος Σου είναι. Πρώτη φορά δε θα είναι που θ' αγιάση έτσι καλόγερος. Όσο για τους άλλους, τους αθώους, αυτό είναι μυστήριο που μήτε η Αγιωσύνη Σου μήτε η αφεντειά του από δω, μήτε κανένας σοφός δεν μπορεί να το ξηγήση, γιατί άραγες αυτή η θυσία! Κι άλλο δεν μπορούμε ναποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο νανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν' ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρη τρόπο η Αγιωσύνη Σου να το φυτεύη ταθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνη μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.

Μα να σου πω και κάτι άλλο, αν και πρέπει να το ξέρη ένας ιερωμένος. Ο θεός &τo βλογάει& εκείνο το χώμα που χύνεται τέτοιο αίμα, κι απάνω σε τέτοια κόκκαλα φυτρώνει Παράδεισος.

Και το μεγαλήτερο το καλό, που δεν μπορεί πια να γυρίση πίσω, μήτε να μείνη εκεί που είναι ο λαός, μια κι ανάψη. Θακουστούν τα ξεφωνητά και τα μυρολόγια, όχι από τους Φράγκους! Μακριά από Φράγκους! Θακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γείνη η ταπεινωσύνη τους περηφάνεια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν' αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα.

Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν' ακολουθήση αν λυσσάξουν οι λύκοι. Η Αγιωσύνη Σου ας κρίνη το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξη τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δόσε μου και Συ την ευκή Σου».

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
180 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Ses
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 3,3 на основе 3 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок
Metin
Средний рейтинг 0 на основе 0 оценок