Kitabı oku: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», sayfa 10
IA' ΣΤΟ ΣΤΑΞΙΜΙ
Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πη μήνες μες στο καλύβι μας, και γι' αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπορούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα. Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζη, – θα τρώγαμε ίσως κ' ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν' αργαστήρι που φτειάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν' ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη. Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν' αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βραδιάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ' ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ' ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.
Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε.
Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα. Δεν είναι να πης πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: «Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ' έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του. Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συντάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κ' οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγγουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα:
«Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών».
κι αυτό δεν είναι τίποτις. Διάβασε παρακάτω —
– Όχι, να με συμπαθήσης κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαεί. Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναϊκή εφημερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ' αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελλοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφάλια, – και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω. Το βλέπει κι ο Χαμίτης αυτό το «ου μην αλλά» και θαρρεί πως βλέπει το Θεμιστοκλή και τονε φοβερίζει. Αν είτανε «μα» ή τουλάχιστο «όμως», θα τονε φοβέριζε κανένας Μπότσαρης. Μα μεις δεν είμαστε του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη παιδιά. Είμαστε του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, «ου μην αλλά» και του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ουχί του εκ Δημητσάνης».
Και νάξερες τι ρωμαίικη καρδιά που την έχει αυτός ο Συντάχτης! Πούθε είναι δεν ξέρω, μα θα παραξενευθώ ανίσως κ' είναι Πολίτης. Στον καιρό του κυρ Θοδωράκη, είταν ο μόνος που πολεμούσε για την κατακαημένη την Κρήτη με τη δασκαλήσια του πέννα. Κάθε λίγο τον παίδευαν, κι αυτός ξανάρχιζε πάλι. Μυστήριο, πώς δεν τονε βάλανε στα σίδερα τότες. Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε.
Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω.
IB' ΣΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΠΟΥ ΟΝOMA ΔΕΝ ΤΟΥ ΒΡΙΣΚΩ
Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια. Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του.
«Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.
Τώρα που είμαι σφίγγα, και βλέπω από κοντά τους πόρους του κιτρινιασμένου του πετσιού σου, μου έρχεται αληθινή τρέλλα, μα την αλήθεια. Τώρα που είναι πιο ψιλοκαμωμένη η μύτη μου, ίλιγγας μου έρχεται σα σε μυρίζω από κοντά. Τι κακό είναι τούτο! Τι απέραντο κοιμητήριο στραγγισμένο μέσα σ' ένα κορμί! Για να γεννηθής εσύ και να κάθεσαι μπροστά μου αυτή την ώρα, έπρεπε να τόχουνε γεμισμένο κιβούρια εκείνο το κοιμητήριο! Αν μπορούσες να μυρίσης το αίμα σου, θα σ' έπνιγε η μυρουδιά του πρι να προφτάξης να πης κανενός να το χύση. Μα η μύτη σου, να με συμπαθήσης, τόσο μακριά δεν πηγαίνει. Έτσι κ' η βρωμόμυιγα που ζη απάνω στην κοπριά, τη νοστιμεύεται αντίς να τη σιχαθή. Πώς να τη σιχαθή, που είναι αίμα της και ζωή της!
Αγάπη μου, δεν ήρθαμε δω πέρα να σε τρομάξουμε μ' ανωφέλητα λόγια. Μη βάζης το χουλιάρι σου κάτω. Δυο λόγια, και φεύγουμε.
Τάκουσα πολλές φορές πως είσαι δυνατός διπλωμάτης. Τους παίζεις, λέει, τους Φράγκους στα δαχτυλάκια σου. Ένα πράμα μονάχα, που δε μαθαίνεις να παίζης και μήλα στα χέρια σου. Μπορεί να σου χρησιμέψη αυτή η γύμναση. Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι.
Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, – όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης. Να σύρης στα τέσσερα πέρατα του μεγάλου σου Κράτους, τελώνιο να γείνης και να μπης στα βαθύτερα φυλλοκάρδια τους, και να μαζέψης τις ευκές που σου δίνουν κρυφά εκεί μέσα.
Ο κακός ο κόσμος θέλει να πη πως είσαι και φοβητσιάρης. Όσο φοβητσιάρης κι αν είσαι, τα σκλαβόπουλα σε ξεπερνούν κ' έννοια σου. Εσύ α φοβάσαι την μπόμπα τους, αυτοί φοβούνται τον ίσκιο σου. Ανίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ' άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέτρες. Μα το πιώτερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου.
Βλέπω και συνεφέρνεις. Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση.
Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης. Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα! Αυτή ζη και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέση.
Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κ' οι παππούδες σου, κ' οι πατέρες σου, κ' η αφεντειά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου. Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι:
Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη. Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέφτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μυίγες στη φωτιά και θα καίγουνται. Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΦΥΛΛΑΛΑΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Α' ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Πριν ξεκινήσουμε για τη χώρα που μπορούμε να την πούμε δική μας, πρέπει να συφωνήσουμε πως δε θα της τα ψεγαδιάζουμε όλα, δε θα χαλνούμε τον κόσμο σε κάθε πήδημα ψύλλου. Ειδεμή, περιττό το ταξίδι. Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώση λόγο.
Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ό,τι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι! Ο σπόρος που έπεσε μέσα στάγιό του χώμα, – που το βλέπεις κιόλας απλωμένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια, – είτανε σπόρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τονε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ' εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών. Έφεραν κ' οι σπουργίτες σπόρο από τη Δύση, και τον απόθεσαν απάνω στο ίδιο το χώμα κι αυτόν. Και βλέπεις τώρα την πυκνή αυτή πρασινάδα, και τρομάρα σε πιάνει, μην τύχη και πληθύνουν, και θεριέψουν τα τουρκάγκαθα και τα φραγκοβότανα, και μας πνίξουν τακριβοαγορασμένα μας τα σπαρτά. Μα τρομάρες απλές κακό δε γιατρεύουν.
Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου νάχης τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισιάς. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος μας τύχη και μισονοιώση τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνη μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το σηκότι σου. Αν είχες κουράγιο να τρέξης και να μας ξερριζώσης μερικά γαδουράγκαθα, θα μας έδειχνες όχι μόνο πως ζης, μα και πως ζώντας νοιάζεσαι και τη ζωή της πατρίδας σου.
Δουλειά, φίλε μου, και πάλι δουλειά. Ο κόσμος να χαλνάη, πάλι να δουλεύουμε πρέπει. Άλλον τρόπο δεν έχει.
Ως τόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστραπής που τη λένε &Noυ&, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύχτα βαθειά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξάστερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κ' οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους. Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, – από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη. Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά. Μην κοιτάζης μοναχά του Παρθενώνα τα αιώνια τα κάλλη, – αυτά κι α δεν τα λατρέψης όσο τους πρέπει, δεν πολυκολάζεται η ψυχή σου. Το πολύ θαπορέση ο κόσμος που δε σε μάγεψε η θεία δύναμη της Ομορφιάς, δε σε μέθυσε ως εκεί η εθνική η περηφάνεια. Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα.
&Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι. Από τη Μηκύνα στ' Άργος, από τ' Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πήγαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνημεία κι αγάλματα. Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη. Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα. Με τη θεία πνοή της ταγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Είταν το δεύτερό της τ' Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ουράνια πιο αψηλότερο. Δεν είτανε για μιαν Ελένη ο αγώνας μας τώρα, – είτανε για λεφτεριά και για πατρίδα.
Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς. Οι καρδιές του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου βρίσκουν τα ταίρια τους στη Τρωάδα, όχι στην Πλαταιά. Τα ταίρια του Μιλτιάδη θα μας φυτρώσουν αργότερα. Θα φυτρώσουν εκεί που τώρα βλέπεις αγκάθια, και σου έρχεται να μυρολογάς. Άφινέ τα της Αθήνας τα τωρινά παλικάρια να πηγαίνουνε στου μπαρμπέρη και να λαδώνουν τα γένεια τους. Τ' αυτί σου να μη δρώνη γι' αυτό. Είδαμε και χερότερα στον καιρό μας. Είδαμε και Βλάχους σφουγγαριασμένους από την παραλυσία να γίνουνται λιοντάρια στον πόλεμο. Ένα έθνος δεν ξεψυχάει εύκολα, μια και να γεννηθή. Το ρωμιόπουλο δεν μπορεί να βγη κι από ένα άλογο χερότερο. Τάλογο που γεννήθηκε από σόγι, θα το δείξη μια μέρα το σόγι του, κ' έχε το συ μέσα σταχούρι δεμένο, καλοθρεμμένο, αγύμαστο.
Έννοια σου, και θα σαλέψουμε πάλι. Πάλι θα τα ξανακάμη τα μάγια της η αθάνατη η &Αρετή&, πάλι θα λάμψη κ' η ουράνια η Τέχνη μαζί της. Η &Δόξα& το χώμα αυτό δεν τ' αφίνει. Έθνος που ύστερ' από τόσα βάσανα ζη, και που έχει μπρος του άπειρο στάδιο για ηρωισμό, τέτοιο έθνος να μην αγωνιστή, να μην πολιτιστή, και να μη δοξαστή, δεν μπορεί.
Μην τ' αλησμονής το σόγι του άλογου που είπαμε. Το αίμα του τόχει να πέρνη δρόμο και να πηδάη γκρεμνούς και βράχους. Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλήσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνη παρά να κλωτσάη και να χλιμιντράη μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θανατείλη η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάη και θα τρέχη, και τότες, σώνει να το κρατάη γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δης τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζη με τα φτερωτά του καλπάσματα. Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβή το μεγαλείο κ' η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρεμούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο &μέρες& στον άνθρωπο. Το έθνος είναι δεν είναι &τρεις& μέρες που τον έδειξε τον ηρωισμό του. Τι θάλεγες ενός καλού μπεχλιβάνη, αν ξεφάντωνε και δυο τρεις μέρες ύστερ' από μια μεγάλη παλαίστρα!
Όχι, Ακρόπολή μου, εγώ δεν απελπίστηκα. Ας έρθουνε μερικά άλλα παιδιά σου κι ας σέρνουν τα μαλλιά τους απάνω στα δοξασμένα σου τα χαλάσματα. Εγώ με θάρρος και με περηφάνεια θα το φωνάζω πως αντίκρυ στον αγήρατο τον Παρθενώνα σου θα στήσουμε μια μέρα και μεις το Ναό μας – μπορεί να μην είναι αφιερωμένος στην Αθηνά, μπορεί και να μη λέγεται Φειδίας ο χτίστης του. Μέσα στα κατάλαμπρα βάθια του θα ψάλλουνται τραγούδια κ' ύμνοι, – μπορεί να μην είναι στο ξάμετρο βαλμένοι, μπορεί να μην έχουν και νεκραναστημένες λέξες οι στίχοι τους. Ένα πράμα όμως σου το τάζω χωρίς δισταγμό, πως θα είναι ρωμαίικα τραγούδια, και ρωμαίικα πάει να πη της καρδιάς μας το αίμα.
Θάρχουνται τότες οι Φράγκοι και θαπορούνε βλέποντας τέτοιο μεγάλον Ελληνισμό δίχως απαρέμφατα, δίχως ξάμετρα, δίχως δοτικές, μα θα τους λέμε και μεις τότες πως άδικο μεγάλο μας κάμνουνε να μας παίρνουν κ' εμάς γι' αντίκες, πως αν καθετίς ζωντανό στον κόσμο πρέπει ν' αλλάζη, κι αν η αλλαγή του σημαίνη πως ζη, καλλίτερη απόδειξη δε χρειάζεται πως το έθνος αυτό που ήρθε να δη είναι ταθάνατο το Ελληνικό το έθνος, κι ας το λέμε ρωμαίικο.
Και τώρα που ταναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο ταγέρι, που συνεφέραμε ύστερ' από την τόση Τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυμασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μάτια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάση πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ' ανοιχτή κι αντρίκια καρδιά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.
Β' ΣΤΟ ΠΑΛΑΤI
Εκεί με την άδεια του Βασιλικού νοικοκύρη, εκεί ας περάσουμε τη νυχτιά μουσαφίρηδες. Το πρωί σεριανίζουμε και στην άλλη τη χώρα.
Εδώ στην Αθήνα, – καθώς κάμαμε και στην Πόλη, – τα χτίρια, τα μνημεία, τα σπίτια και τα παλάτια, τα χαραχτηριστικά τους και τους ρυθμούς τους, τις ομορφιές τους και τις ασκημιές, όλ' αυτά, ταφίνουμε σε μυλόρδους να τα ψιλολογούν και να τα ιστορούν. Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κ' ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαίνουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους.
Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από Τούρκικα μέρη, ίσως κ' έτσι πιώτερο μας πονέση.
– Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς.
Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω. Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις.
Γ' ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΝΤΥΜΕΝΟΣ
Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα. Θεός ξέρει α δεν είχε και το παλάτι του στημένο στο ίδιο το μέρος που στήθηκε αυτό το παλάτι.
Μια μέρ' αυτός ο Βασιλιάς πήγε να κυνηγήση με μερικά παλικάρια του. Και κυνηγώντας πήγε, πήγε ως κοντά στη Κόριθο. Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως τοιμάζεται να ξεκινήση κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψη τη χώρα. Οι συντρόφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τονε ρωτήξουν τι πρέπει να κάμουν. Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε. Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα! Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βάλουν τάρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ναρματωθούνε για τον πόλεμο.
Ως τόσο ο Βασιλιάς κ' η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι! Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζη τα βασιλικά του τα φορέματα, κ' η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνη μια πρόστυχη φορεσιά παραγυιού, και σε λιγάκι να βλέπη τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην είταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού. Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισρα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ' όποιο μέρος σκοτωθή ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήση. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κ' είπε της γυναίκας του. – Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάξουν τα παλικάρια, θα πάρουν τις κοπέλλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί. Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα· – Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα.
– Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάση, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του καταφέρνει μια του χωριάτη, και τον αφίνει στον τόπο.
Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Άθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους. Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν' αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! – Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τάλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.
Κ' έτσι γλύτωσε η Αθήνα από την τρομερή τη σκλαβιά, και ξαναμπήκανε στη χώρα τους οι Αθηναίοι, και σαν έκαμαν όλες τις συνηθισμένες τιμές στο Βασιλικό το λείψανο, μαζευτήκανε σε Συνέλεψη, κι αποφασίσανε να μην ξανακάμουν πια Βασιλιά στην Αθήνα, γιατί κανένανε δεν μπορούσανε να βρούνε μεγαλόκαρδο σαν εκείνον που έχασαν.
Εμένα μου φαίνεται πως είχανε λάθος οι Αθηναίοι, Μεγαλειότατε, να το νομίζουν αυτό. Η &Αρετή& που βρέθηκε μέσα στην ψυχή ενός Κόδρου, μπορούσε να ξανανθίση και σάλλων Κόδρων ψυχές. Μα αυτό τώρα δεν είναι το ζήτημα. Η δουλειά μας τώρα είναι να παρακαλούμε το Θεό και να λέμε, – Τέτοιο θάνατο να πεθαίνουν κ' οι Βασιλιάδες της αναστημένης αυτής Ρωμιοσύνης. Τέτοια παιδιά να μας χαρίσ' η Μεγαλειότη Σου. Αυτός ο ηρωισμός θαρρώ δε θα χρειαστή στη δική μας τη γενεά. Ένας Κόδρος δε φυτρώνει έτσι εύκολα μέσα σ' ένα λαό που μισοκοιμάται από το πολύ το μεθύσι. Μα μπορεί να μας χρησιμέψη σαν ξυπνήση το Έθνος, και γι' αυτό Σε θερμοπαρακαλώ να μας φέρης εδώ και το μεγαλητερό Σου το γυιό, νακούση και κείνος το δεύτερό μας το παραμύθι.
– Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα. Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ' άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνη Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταντάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικά μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ' αυτό το παλάτι. Ως και τόνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει.
Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι. Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας.