Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ
Ο φόρος του Ναού. – Η απαίτησίς του από του Πέτρου. – Η απόκρισις του Αποστόλου. – Ο στατήρ εις το στόμα του ιχθύος. – Ιδιάζοντες χαρακτήρες του θαύματος. – Όπου ο Λυτρωτής πληρώνει λύτρα.
Έν ακόμη συμβεβηκώς, μνημονευόμενον υπό μόνον του Ματθαίου, εχαρακτήρισε την βραχείαν διατριβήν Του εις Καπερναούμ.
Εξ αμνημονεύτων χρόνων ήτο συνήθεια να συλλέγωσιν ένα φόρον προς διατήρησιν του Ναού, ήμισυ σεκέλ κατ' έτος, από πάντα Ιουδαίον όστις είχε φθάσει εις ηλικίαν είκοσιν ετών, ως «λύτρον υπέρ της ψυχής αυτού τω Κυρίω». Ο φόρος επληρώνετο υπό παντός Ιουδαίου πανταχού του κόσμου, πλουσίου ή πτωχού, όπως δειχθή ότι αι ψυχαί πάντων είνε ίσαι ενώπιον του Θεού. Διά του φόρου τούτου συνελέγοντο μεγάλα ποσά χρημάτων, τα οποία εστέλοντο εις Ιερουσαλήμ δι' ιεροπομπών, όπως τας ονομάζη ο Φίλων.
Ευθύς άμα τη εις Καπερναούμ επανόδω του Κυρίου ήλθον, λοιπόν, «οι τα δίδραχμα, συλλέγοντες» (δίδραχμον είνε το ήμισυ σεκέλ τετράδραχμον δε το ακέραιον), και ηρώτησαν τον Πέτρον: – Ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα;
Το υποκείμενον τούτο παρέχει δύο δυσκολίας. – Πρώτον, διατί από τον Κύριον δεν εζήτησαν την εισφοράν κατά τα προλαβόντα έτη; και δεύτερον διατί τώρα εζητείτο κατά φθινόπωρον, ότε προσήγγιζεν η εορτή της Σκηνοπηγίας, αντί να ζητηθή κατά τον μήνα Αδάρ, έν εξάμηνον πρωιμώτερα; Αι απαντήσεις φαίνεται να είνε, ότι ιερείς και εξέχοντες Ραββίνοι εθεωρούντο ως εξηρημένοι του φόρου· ότι η συχνή απουσία του Κυρίου από της Καπερναούμ είχεν επιφέρει αταξίαν τινά, και ότι επετρέπετο να πληρώνωνται καθυστερούντα μετά τινα χρόνον.
Το γεγονός ότι οι εισπράκτορες απηυθύνθησαν προς τον Πέτρον αντί ν' απευθυνθώσι προς Αυτόν τον Ιησούν, είνε άλλη εκ των πολυαρίθμων ενδείξεων του φόβου τον οποίον ενέπνεε και εις των ασπονδοτέρων εχθρών Του τας καρδίας, καθότι, κατά πάσαν πιθανότητα, η απαίτησις του φόρου εγένετο εν τη επιθυμία του να καταθλίψωσι τον βίον Του και να παραβλέψωσι το αξίωμά του. Αλλ' ο Πέτρος, με την συνήθη αυτώ ορμητικήν ετοιμότητα, χωρίς να περιμένη, ως έπρεπε, να συμβουλευθή τον Διδάσκαλόν του, απήντησε, «Ναι».
Εάν εσκέπτετο ολίγω επί μακρότερον, εάν περισσοτέρα εγνώριζεν, εάν ανεπόλει τουλάχιστον την ιδίαν του μεγάλην ομολογίαν την προσφάτως γενομένην, η απάντησίς του δυνατόν να μην ήρχετο μετά τόσης γοργότητος. Το αργύριον τούτο ήτο, οπωσδήποτε, εν τη πρώτη σημασία του, λύτρον της ψυχής εκάστου των εισφερόντων· και πώς ηδύνατο ο Λυτρωτής, όστις απελύτρωσεν όλας τας ψυχάς διά της θυσίας της ζωής Του, να πληρώσει λύτρα διά την άμωμον ψυχήν Του; Ήτο δε και φόρος διά τας υπηρεσίας του Ναού. Πώς άρα ηδύνατο να οφείλεται υπ' Εκείνου τον οποίου το θνητόν σκήνωμα ήτο ο νέος πνευματικός Ναός του ζώντος Θεού; Ούτος έμελλε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων διά της θυσίας του ιδίου αίματός Του. Επλήρωσεν ό,τι δεν ώφειλεν, όπως σώση ημάς απ' εκείνου το οποίον ωφείλομεν, αλλά δεν ηδυνάμεθα να πληρώσωμεν ποτέ.
Επομένως, όταν ο Πέτρος εισήλθεν εις την οικίαν, συναισθανθείς ίσως εν τω μεταξύ ότι η απάντησίς του υπήρξε πρόωρος, ίσως δε και αναλογισθείς ότι κατ' εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχον πόροι ούτε προς απότισιν του ευτελούς τούτου ποσού εις τον πενιχρόν των γλωσσόκομον, ο Ιησούς, χωρίς να περιμένη έκφρασίν τινα της αμηχανίας του Αποστόλου, είπεν αυτώ, «Τι φρονείς, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνας λαμβάνουσι τους φόρους; από τους υιούς των, ή από όσους δεν είνε τέκνα των;»
«Από όσους δεν είνε τέκνα των», απήντησεν ο Πέτρος.
«Τότε, είπεν ο Ιησούς, οι υιοί είνε ελεύθεροι». Εγώ, ο Υιός του Μεγάλου Βασιλέως, και συ δε, όστις είσαι ωσαύτως, υιός Του κατά χάριν και υιοθεσίαν, δεν είμεθα υπόχρεοι να πληρώσωμεν αυτόν τον φόρον. Εάν δε τον πληρώσωμεν, η πληρωμή θα είνε πράγμα, όχι θετικής υποχρεώσεως, όπως έκριναν τελευταίον οι Φαρισαίοι, αλλ' ελευθέρας και προθύμου δόσεως.
Υπάρχει τι το ωραίον και τερπνόν μάλιστα εις τον αβρόν τούτον τρόπον του δείξαι εις τον ορμητικόν Απόστολον το δίλημμα εις ό η εσπευσμένη απόκρισίς του ενέβαλε τον Κύριόν του. Βλέπομεν εν τούτω, ως παρετήρησεν είς των νεωτέρων μεταρρυθμιστών, την λεπτοφυά, φιλικήν, φιλόστοργον ομιλητικότητα, ήτις πρέπει να υπήρχε μεταξύ του Χριστού και των μαθητών Του. Φαίνεται δε συγχρόνως ν' αποκαθιστά την αιώνιον αρχήν ότι αι θρησκευτικαί διακονίαι πρέπει να συντηρώνται δι' εκουσίων εισφορών και όχι δι' αναγκαστικής εισπράξεως. Αλλ' όμως, εξηκολούθησεν ο Σωτήρ, διά να μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, ύπαγε εις την θάλασσαν, και ρίψον άγκιστρον, και λάβε τον πρώτον ιχθύν όστις θα έλθη· και ανοίξας το στόμα αυτού, θα εύρης ένα στατήρα (είς στατήρ ήτο ισοδύναμος με τετράδραχμον)· τούτον λάβε και δος αυτοίς αντί Εμού και σου».
Εν αυτή τη πράξει της υποταγής, η μεγαλειότης Του απείρως εκλάμπει. Ηθέλησε να πληρώση την εισφοράν, όπως αποφύγη το να προσβάλη τινός τα αισθήματα, και μάλιστα, επειδή ο Απόστολος Του είχεν υποσχεθή τούτο ως εκ μέρους Του· αλλά δεν ηδύνατο να την πληρώση κατά τον συνήθη τρόπον, διότι τούτο θα ήτο ως να διεκύβευε μίαν αρχήν. Υπείκων εις τον νόμον της αγάπης και της υποταγής, ήθελεν ωσαύτως να υπείξη και εις τους νόμους της αξιοπρεπείας και αληθείας. Πληρώνει άρα τον φόρον, αλλά τον λαμβάνει από το στόμα ενός ιχθύος, όπως το μεγαλείον Του αναγνωρισθή.
Όταν ο Χριστομάχος Πάουλος, με την συνήθη βάναυσον φιλοπαιγμοσύνην του, ονομάζη τούτο «θαύμα δι' ήμισυ τάλληρον», αποδεικνύει μόνον την ιδίαν κακήν αντίληψίν του περί των ωραίων ηθικών μαθημάτων τα οποία εμπερικλείονται εις την διήγησιν, και τα οποία εις τούτο, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, διακρίνουσι τα αληθή θαύματα του Κυρίου από των εν τοις Αποκρύφοις. Και αν επρόκειτο περί θαυμασίας ευρέσεως μυρίων ταλάντων ή χιλιάδων λίτρων χρυσού, ουδείς βεβαίως σοβαρός κριτικός θα έπειθε τον εαυτόν του ή τους άλλους, ότι εις το ποσόν τούτο θα συνίστατο το μεγαλείον του θαύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
Η εορτή της Σκηνοπηγίας
Ερωτήσεις και διχογνωμίαι του πλήθους. – Ο Ιησούς εν τω Ναώ. – «Δαιμόνιον έχεις». – Αγανάκτησις του Συνεδρίου. – «Ποταμοί ύδατος ζώντος». – «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο Άνθρωπος». – Δειλή ερώτησις του Νικοδήμου. – Έλεγχος των Φαρισαίων.
Δεν ήτο πιθανόν ότι ο Ιησούς θα εξηκολούθει διατριβών εις Καπερναούμ χωρίς η επίσκεψίς Του να γείνη γνωστή είς τινας των κατοίκων.
Αλλ' είνε πρόδηλον ότι η διατριβή Του εν τη πόλει υπήρξε λίαν βραχεία, και ότι ήτο όλως ιδιωτική. Ο λόγος και το επεισόδιον το μνημονευόμενον εν το προλαβόντι κεφαλαίω είνε τα μόνα αναγραφόμενα εκ ταύτης.
Αλλ' ήτο ήδη φθινόπωρον, και όλη η Γαλιλαία διετέλει εις τον πυρετόν της ετοιμασίας ήτις προηγείτο της αναχωρήσεως της ενιαυσίου συνοδίας των προσκυνητών εις μίαν των τριών μεγάλων του έτους εορτών, την Σκηνοπηγίαν. Η εορτή αύτη εγίνετο εις ανάμνησιν της διόδου των Ισραηλιτών διά της ερήμου, ήγετο δε μετά πολλής χαράς και ευφροσύνης, και εκαλείτο μεταξύ των Ιουδαίων «η εορτή» κατ' εξοχήν. Διήρκει επί επτά ημέρας, από της 15 μέχρι της 21 του μηνός Τισρί, η δε ογδόη ημέρα επανηγυρίζετο δι' ιεράς συνάξεως. Κατά το εφθήμερον τούτο οι Ιουδαίοι, εις ανάμνησιν των εν τη ερήμω περιπλανήσεων, κατοικούν εις μικράς σκηνάς ή καλύβας κατασκευαζομένας εκ κλάβων ελαιών και φοινίκων και πευκών και μύρτων, και έκαστον άτομον έφερεν εις την χείρα κλάδους φοινίκων και ιτεών, ή καρπούς κίτρων και ροδακίνων. Εβδομήκοντα βόες προσεφέροντο εις θυσίαν υπέρ των εβδομήκοντα εθνών του κόσμου (13 την πρώτην ημέραν της εορτής, 12 την β', 11 την γ', 10 την δ', 9 την ε', 8 την στ', και 7 την ζ' ημέραν)· ο Νόμος ανεγινώσκετο καθ' ημέραν, και εν εκάστη των ημερών αι σάλπιγγες του Ναού ήχουν εικοσάκις και άπαξ, μεγαλόφωνον και θριαμβικόν σάλπισμα. Το χαρμόσυνον της εορτής ηύξανεν αναμφιβόλως εκ της περιστάσεως ότι αύτη είπετο μόνον τέσσαρας ημέρας μετά τας σεβασμίας και παρηγόρους τελετάς της μεγάλης ημέρας του Ιλασμού, καθ' ην εγίνετο πάνδημος αγνισμός υπέρ των αμαρτιών του λαού.
Την προτεραίαν της αναχωρήσεως των διά την εορτήν ταύτην, οι συγγενείς και οικείοι του Κυρίου ημών (εκείνοι οίτινες εν τοις Ευαγγελίοις καλούνται αείποτε «οι αδελφοί Αυτού» (8) καί τινες εκ των απογόνων των οποίων εγνωρίζοντο, εις την αρχαίαν παράδοσιν υπό το όνομα «Οι Δεσπόσυνοι»), ήλθον προς Αυτόν διά τελευταίαν φοράν επί σκοπώ ευπροαιρέτου μεν, αλλ' αλγεινής και αδικαιολογήτου επεμβάσεως. Ούτοι, όπως οι Φαρισαίοι, και όπως το πλήθος, και όπως ο Πέτρος, εφαντάζοντο ότι εγνώριζον καλλίτερον ή αυτός ο Ιησούς ποίαν διαγωγήν ώφειλε να τηρήση, όπως εκτελέση το έργον του και επιταχύνη την καθολικήν αναγνώρισιν των αξιώσεων Του. Ήλθον προς Αυτόν με γλώσσαν επικρίσεως, δυσφορίας, σχεδόν μομφής και επιπλήξεως. – Διατί αυτή η παράλογος και ακατάληπτος μυστικότης; Αύτη εναντιούται εις τας αλώσεις Σου· αποθαρρύνει τους οπαδούς Σου. «Έχεις μαθητάς εν Ιουδαία· «μετάβηθι εντεύθεν, όπως κακείνοι ίδωσι τα έργα ά ποιείς. Ει ταύτα ποιείς, φανέρωσον Σεαυτόν τω κόσμω».
Εάν τοιαύτην ηδύναντο να μετέρχωνται γλώσσαν προς τον Κύριον και Διδάσκαλόν των, εάν ηδύναντο οιονεί ούτω να προκαλώσι την δύναμίν Του εις δοκιμασίαν είνε προδηλότατον ότι η γνώσις των περί Αυτού ήτο τόσον στενή και ανεπαρκής, ώστε να δικαιολογή την θλιβεράν παρένθεσιν του Ευαγγελιστού του ηγαπημένου: «Ουδέ γαρ οι αδελφοί Αυτού επίστευον εις Αυτόν». «Απηλλοτριωμενος εγεννήθη τοις αδελφοίς Αυτού, και ξένος τοις υιοίς της μητρός Αυτού».
Τοιαύτη υπαγόρευσις εκ μέρους των, ο πικρός καρπός της ανυπομόνου κενοδοξίας και της περί τα πνευματικά αγνοίας, απεδείκνυε τω όντι αξιόμεμπτον οίησιν· αλλ' όμως ο Κύριος απήντησεν αυτοίς μετά ηρεμίας: «Ουχί, ο καιρός Μου όπως φανερωθώ τω κόσμω (όστις είνε και ο κόσμος σας προσέτι, και άρα δεν δύναται να σας μισή καθώς μισεί εμέ) ούπω ελήλυθε. Ανάβητε υμείς εις την εορτήν. Εγώ! ούπω αναβαίνω, ότι ο καιρός μου ούπω πεπλήρωται». Ούτως απήντησεν αυτοίς, και έμεινεν εν Γαλιλαία.
Ήτο ουσιώδες διά την ασφάλειαν της θεσπεσίας ζωής Του, ήτις έπρεπε να περατωθή επί έξ μήνας εισέτι, ήτο ουσιώδες διά την εκτέλεσιν των θείων σκοπών Του, οίτινες ήσαν στενώς συνυφασμένοι με τα συμβησόμενα κατά τας ημέρας τας επιούσας, ώστε οι αδελφοί Του να μη γνωρίζωσι περί των σχεδίων Του. Και διά τούτο αφήκεν αυτούς ν' αναχωρήσωσι εν πληρεστάτη αβεβαιότητι αν προυτίθετο ν' ακολουθήση μετ' αυτούς. Επειδή ούτοι ήσαν βέβαιοι ότι πλήθη ανθρώπων θα τους ηρώτων καθ' οδόν αν ο Ιησούς έρχεται εις την εορτήν, αναγκαίον ήτο όπως δύνανται ν' απαντώσι μετά φιλαληθείας, ότι τουλάχιστον ομού μετ' αυτών δεν έρχεται, και ότι, αν θα έλθη πριν λήξη η εορτή αδυνατούσι να είπωσι. Και ότι τούτο πρέπει να συνέβη, και ότι αύτη πρέπει να ήτο η απάντησίς των, είνε προφανές εκ του γεγονότος ότι η μόνη ερώτησις ήτις περιίπτατο από στόμα εις στόμα ανά τας οδούς εκείνας τας πολυθορύβους και πλήρεις κόσμου ήτο: «Πού είνε; Ήλθεν ήδη; Έρχεται;» Κ' επειδή δεν εφαίνετο, όλος ο χαρακτήρ Του, και η αποστολή Του, συνεζητούντο. Αι φράσεις της επιδοκιμασίας ήσαν αόριστοι και δειλαί: «Είνε καλός άνθρωπος». Αι λέξεις της καταδίκης ήταν πικραί και εμφατικαί! «Είνε πλάνος· απατά τον λαόν». Αλλ' ουδείς ετόλμα να εκστομίση φανερά την όλην γνώμην του περί Αυτού. Έκαστος εφαίνετο δυσπιστών εις τον πλησίον του· και όλοι εφοβούντο να εκτεθώσι πολύ, ενόσω η γνώμη των «Ιουδαίων» (το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Ιουδαίους εννοεί τους άρχοντας του Ιουδαϊκού λαού) και των αρχιερέων και Φαρισαίων δεν είχεν οριστικώς εκδηλωθή.
Αίφνης μεσούσης της εορτής, εν μέσω όλων των ψιθυρισμών και των συζητήσεων τούτων, ασυνόδευτος, ως φαίνεται υπό των οπαδών Του, ακήρυκτος υπό των φίλων Του, εφάνη εν τω Ναώ και εδίδαξε. Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν. Το μόνον το οποίον μας διηγείται ο Ευαγγελιστής είνε ότι, ρίψας οιονεί Εαυτόν εν πλήρει εμπιστοσύνη εις την προστασίαν των μαθητών Του των από της Γαλιλαίας και των εν Ιερουσαλήμ, ευρέθη αίφνης καθήμενος εις μίαν των μεγάλων στοών των ανοιγομένων προς τας αυλάς του Ναού, και εκεί εδίδαξε.
Προς καιρόν τον ηκροάσθησαν εμβρόντητοι εν σιωπή. Αλλ' ευθύς οι παλαιοί γογγυσμοί επανήρχισαν. «Δεν είνε ανεγνωρισμένος Ραββί· δεν ανήκει εις γνωστήν σχολήν, ούτε οι οπαδοί του Ιλλέλ ούτε οι του Σαμμαΐ τον αντιποιούνται· είνε Ναζωραίος· εμεγάλωσεν εις το εργαστήριον του Γαλιλαίου τέκτονος. &Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;&»
Παραπλησίω τω τρόπω, η ευπαίδευτος αμάθεια, ήτις φυσιούται επί γνώσει, πολλάκις ήλεγξε τους αντιπάλους της ως μη όντας «θεολόγους». Ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν ότι δεν ήσαν. Διότι «θεολογία» πολλάκις εξέπεσε να σημαίνη επιπόλαιον γνώσιν τεχνικών λεπτολογιών και απλής ονοματολογίας, της απείρως απέχει πόρρω της γνώσεως του Θεού. Είς σπινθήρ ειλικρινείας, μία ακτίς εμπνεύσεως, αξίζει δι' ολοκλήρους βιβλιοθήκας τοιαύτης θεολογίας, και κατώρθωσε πλείονα προς ωφέλειαν του κόσμου ή όσα οι καθηγηταί του σύμπαντες. «Ούτος, (έλεγον οι βρενθυόμενοι Φαρισαίοι) γράμματα ου μεμάθηκε!» Ως εάν οι ολίγιστοι θεοδίδαχτοι άνδρες, ων η ευμάθεια είνε ευμάθεια καθαράς καρδίας και πεφωτισμένου οφθαλμού και αμέμπτου βίου, δεν υπερέβαλον ανεκλαλήτως εκείνους, ων η γνώσις εξ ανθρώπων προήλθε. «Πουλυμαθίη νόον ου ποιέει», ως έλεγεν ο αρχαίος Έλλην φιλόσοφος· η δε θεία φωνή της Εμπνεύσεως είνε εκείνη, ήτις, εκφράζουσα απλά και απέριττα πράγματα, διαπερά και καταλάμπει διά χιλιάδων ετών, άτε εκ Θεού.
Κατενόησεν ο Ιησούς τα βλέμματά των. Ηρμήνευσε τους μορμυρισμούς των. Είπε προς αυτούς ότι η μάθησίς Του, ήρχετο αμέσως παρά του Ουρανίου Πατρός Του, και ότι και αυτοί, εάν έπραττον του Θεού το θέλημα, θα ηδύναντο να μάθωσι και να εννοώσι τα αυτά υψηλά μαθήματα. Εις πάσας τας γενεάς υπάρχει ροπή τις εις το εκλαμβάνειν την μάθησιν ως παιδείαν, την γνώσιν ως σοφίαν· καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε βραδύτις τις εις το κατανοείν ότι αληθής μάθησις του βαθυτάτου χαρακτήρος δύναται να συνυπάρχη με πλήρη άγνοιαν παντός του αποτελούντος την μάθησιν των σχολών. Κατά μίαν έννοιαν, έλεγεν ο Ιησούς προς τους ακροατάς Του, εγνώριζον τον νόμον, τον οποίον είχε δώσει αυτοίς ο Μωυσής, κατ' άλλην, διετέλουν εν οικτρά αγνοία τούτου. Δεν ηδύναντο να κατανοήσωσι τας αρχάς του, επειδή δεν ήσαν πιστοί εις τας εντολάς του. Και είτα τους είπε φανερά, «Ίνα τι μέλλετε φονεύειν Με;»
Η απόφασις αύτη όπως Τον φονεύσωσιν ήτο γνωστή Αυτώ τω των καρδιών γνώστη, και γνωστή είς τινας μόνον των ακροατών, αλλ' ως ένοχον μυστικόν ετηρείτο από του πλήθους. Ούτοι (ο όχλος) απήντησαν εις το ερώτημα, ενώ οι άλλοι (οι Ιουδαίοι) ετήρησαν την ένοχον σιωπήν των. «Δαιμόνιον έχεις, (εκραύγασεν ο λαός)· τις θέλει φονεύσαι Σε;»
Ο Ιησούς δεν έδωκε προσοχήν εις την βάναυσον ύβριν. Τους ανέφερε περί του έργου εκείνου της ιάσεως του παραλύτου εν Σαββάτω, και μηδέποτε οκνών να διδάσκη ότι η αγάπη, όχι η προσήλωσις εις τους τύπους, είνε η πλήρωσις του Νόμου, έδειξεν αυτοίς ότι το προς ίασιν πρόσταγμά Του ουδόλως παρεβίασε το Σάββατον. Φέρ' ειπείν, ο Μωυσής είχε διατάξει την περιτομήν τη ογδόη ημέρα, και αν η ογδόη αύτη ημέρα ετύγχανε να είνε Σάββατον, εθυσίαζον άνευ δισταγμού την μίαν διάταξιν εις την άλλην, και με όλην την εργασίαν την οποίαν απήτει, εξετέλουν εν Σαββάτω την περιτομήν. Εάν ο νόμος της περιτομής υπερέχει του νόμου του Σαββάτου, ο νόμος του Ελέους δεν υπερέχει αυτού; Εάν είνε ορθόν διά σειράς πράξεων να εντρίβηται το τραύμα τούτο, είνε σφαλερόν δι' απλού λόγου να επιτελήται ολοσχερής ίασις; Αν εκείνο δεν ηδύνατο χάριν του Σαββάτου, επί μίαν ημέραν ν' αναβληθή, διατί ν' αναβληθή η πλήρης ίασις και απαλλαγή ενός ανθρώπου; «Μη κρίνετε κατ' όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε.» Αντί να ευχαριστήσθε διαρκώς εις επιπόλαιον τρόπον κρίσεως, έλθετε εισάπαξ είς τινα αρχήν δικαίας αποφάσεως.
Οι ακροαταί του περιήρχοντο εις αμηχανίαν και έκπληξιν. Είνε ούτος, κατά της ζωής του οποίου τινές σκευωρούσι; Μήπως Αυτός είνε ο Μεσσίας; Όχι, δεν ημπορεί να είνε· επειδή γνωρίζομεν πόθεν Αυτός ο λαλών έρχεται, ενώ λέγουν ότι ουδείς θα γνωρίζη πόθεν ο Μεσσίας θα έλθη όταν εμφανισθή.
Υπήρξε μικρά τις ειρωνεία εν τη απαντήσει του Ιησού, εγνώριζον πόθεν έρχεται και όλα τα κατ' Αυτόν, και όμως, εν πάση αληθεία, δεν ήρχετο εξ Εαυτού, αλλ' εξ Ενός περί ου τίποτε δεν εγνώριζον. Η λέξις αύτη έκαμέ τινας των ακροατών Του περισσότερον να εκμανώσιν. Επεθύμουν, αλλά δεν ετόλμουν να Τον συλλάβωσι, και τόσω μάλλον όσω υπήρχόν τινες τους οποίους οι λόγοι ούτοι έπεισαν, και οίτινες ανέφερον τα πολλά θαύματά Του ως ακαταμάχητον απόδειξιν των ιερών αξιώσεών Του.
Είνε αξιοσημείωτον γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι ουδέποτε απεπειράθησαν ν' αρνηθώσι τα θαύματα του Ιησού. Το μόνον όπερ λέγουν οι Ταλμουδισταί είνε, ότι είχε μάθη την μαγείαν εν Αιγύπτω, και διά της μαγείας ταύτης εξετέλει τα θαύματα. Λέγουν προσέτι ότι τα εξετέλει διά του «τετραγραμμάτου» ή του ιερού ονόματος. Διηγούνται δε τερατώδεις και βλασφημοτάτους μύθους περί του τρόπου καθ' ον έμαθε δήθεν να προφέρη το τετραγράμματον όνομα «ο Άνθρωπος εκείνος», όπως εν τη θεοκτόνω λύσση των Τον ωνόμαζον πάντοτε.
Το ιερατικόν κόμμα, εδρεύον εν μέσω των περιβόλων του Ναού, επληροφορείτο δι' απεσταλμένων εν τω μεταξύ περί όσων έπραξε και είπεν ο Ιησούς την ημέραν εκείνην εν τω Ναώ και χωρίς να φαίνονται, επετήρουν πάσας τας κινήσεις Του, μετά μοχθηρής λύσσης. Τα υποψιθυριζόμενα εκείνα υπέρ Αυτού επιχειρήματα, ο βαθυνόμενος εκείνος φόβος η και ευλάβεια και η εις Αυτόν πίστις, ήτις, εναντίον του ιδίου κύρους και της εξουσίας των, ηύξαναν υπ' αυτούς τους οφθαλμούς των, όλα ταύτα εφαίνοντο εις αυτούς και επικίνδυνα και ταπεινωτικά. Απεφάσισαν δε να προβώσιν εις ευτολμοτέραν ενέργειαν. Έπεμψαν εντολοδόξους όπως Τον συλλάβωσιν αιφνιδίως και λαθραίως, κατά την πρώτην ευκαιρίαν ήτις ήθελε παρουσιασθή. Αλλ' ο Ιησούς δεν έδειξε φόβον. Έμελλε να είνε μετ' αυτών επί μικρόν εισέτι, και τότε, και μόνον τότε, θα επέστρεφε προς Εκείνον όστις Τον απέστειλε. Τότε δε έμελλον να ζητώσιν Αυτόν και να ζητώσιν Αυτόν, όχι όπως τώρα με εχθρικούς σκοπούς, αλλ' εν όλη τη αγωνία της τύψεως και της αισχύνης· αλλ' η ζήτησίς των θα ήτο εις μάτην. Οι εχθροί Του δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι τον υπαινιγμόν. Εν ταις τρομεραίς ημέραις αίτινες έμελλον να έλθωσι θα τον ενόουν λίαν καλώς. Τώρα ηδύναντο μόνον να συμπεραίνωσι σκωπτικώς, ότι δυνατόν ίσως να είχεν έκφρονά τινα πρόθεσιν όπως απέλθη εις την διασποράν τον Ελλήνων να διδάξη.
Ούτω διήλθεν η ημέρα αύτη της διαμάχης. Και πάλιν, «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», ο Ιησούς ίστατο εν τω Ναώ. Εν εκάστη ημέρα της εορτής εγίνοντο μεγάλαι τελεταί και πανηγύρεις, και οι ιερείς ήντλουν πανηγυρικώς ύδωρ από της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, της παρά τους πρόποδας του όρους Σιών, αι σάλπιγγες ήχουν, ο δε λαός έψαλλεν εν χορώ, το Μέγα Ωσαννά, ήτοι τον ψαλμόν «Ώ Κύριε, σώσον δη», και το Μέγα Αλληλούια, ήτοι τον ψαλμόν «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού».
Αινιττόμενος το χαρμόσυνον τούτο έθιμον, της αντλήσεως του ύδατος, ο Ιησούς «έστη και έκραξε λέγων: Ει τις διψά, ερχέσθω προς Με και πινέτω. Ο πιστεύων εις Εμέ, ως είπεν η Γραφή, ποταμοί ρεύσουσιν εκ της κοιλίας Αυτού ύδατος ζώντος». Οι άριστοι εξ αυτών ησθάνοντο (και τούτο είνε το ισχυρότατον πάντων των τεκμηρίων της Χριστιανοσύνης δι' όσους πιστεύσωσιν εις Θεόν αγάπης) ότι είχον βαθείαν ανάγκην παραμυθίας, και αναψυχής και σωτηρίας, της εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπερ Εκείνος μόνος όστις ωμίλει προς αυτούς ηδύνατο να δαψιλεύση. Αλλά το γεγονός ότι τινές ήρχιζον αναφανδόν να λέγωσι περί Αυτού «ο Προφήτης» και «ο Χριστός», μόνον εξώργιζε τους άλλους. Είχον μικράν δυσχέρειαν, την εξής:
«Μη εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; ουκ εκ της Βηθλεέμ, εκ σπέρματος Δαυίδ, ο Χριστός έρχεται;»·
Εν μέσω της διαιρέσεως ταύτης των γνωμών, οι αξιωματικοί τους οποίους οι Φαρισαίοι είχον στείλη όπως συλλάβωσι τον Ιησούν, επέστρεψαν προς αυτούς χωρίς ν' αποπειραθώσι να εκτελέσωσι το σχέδιόν των. Καθώς ενήδρευον και κατά το ήμισυ εκρύπτοντο όπισθεν των κιόνων του Ναού, ουχί απαρατήρητοι βεβαίως υπ' Εκείνου δι' ον παρεμόνευον, και ούτοι θα ήκουσάν τινας των λόγων των εκβλυζόντων εκ του θείου στόματος Του. Και ακούοντες αυτούς, δεν ηδύναντο να εκτελέσωσι την εντολήν των. Ιερά γοητεία τους εκυρίευε, καθ' ης ν' αντισταθώσι δεν ίσχυον· δύναμις απείρως ανωτέρα της ιδικής των εμηδένιζε την ρώμην των και παρέλυε την θέλησίν των. Το ν' ακροώνται Αυτού εσήμαινεν ου μόνον ότι αφοπλίζονται προς πάσαν απόπειραν εναντίον Του, αλλά και ότι κατά το ήμισυ μετετρέποντο από ασπόνδων εχθρών τους εμφόβους μαθητάς Του. «Ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν ως ούτος ο Άνθρωπος». Τούτο υπήρξε το μόνον το οποίον ηδυνήθησαν να είπωσιν. Εκείνη η τολμηρά παρακοή εις τας διαταγάς των Φαρισαίων πρέπει να τους κατέστησε περιδεείς ως προς τας συνεπείας δι' εαυτούς, αλλ' η υπακοή θα απήτει θάρρος πολύ μεγαλείτερον, και αι τύψεις του συνειδότος θα έδακνον αυτούς εις αφόρητον βαθμόν.
Οι Φαρισαίοι τους επετίμησαν οργίλως. Μήπως και σεις θέλετε να δεχθήτε Αυτόν τον Προφήτην των αμαθών, τον ευνοούμενον του επαράτου και αθλίου όχλου; «Ο όχλος ούτος, ο μη γινώσκων τον Νόμον, επικατάρατοί εισιν». Τότε ο Νικόδημος απετόλμησεν έν δειλόν ρήμα. Δεν πρέπει να δοκιμάσητε, πριν Τον καταδικάσητε; Ουδεμίαν λογικήν απάντησιν είχον ειμή λέξεις θυμού και οργής. «Μη και συ Γαλιλαίος ει; Ερεύνησον και ίδε, ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται».
Πόθεν λοιπόν ήτο ο Ιωνάς; Πόθεν ο μέγας Ηλιού; Πόθεν ο Ναούμ και πόθεν ο Ωσηέ; Όλοι ούτοι δεν ήσαν εκ της Γαλιλαίας; Οι νεώτεροι Ιουδαίοι εν τοσούτω λέγουσιν ότι εκ Γαλιλαίας θα έλθη ο Μεσσίας, τον οποίον περιμένουν ακόμη· και πολλοί τούτων εγκαθίστανται εις Τιβεριάδα, πιστεύοντες ότι θα εξέλθη εκ των υδάτων της λίμνης· και εις Σαφέδ, «την πόλιν την ορεινήν» πιστεύοντες ότι εκεί πρώτον θα στήση τον θρόνον του. Αλλά δεν υπάρχει άγνοια τόσον βαθεία όσον η άγνοια ήτις δεν θέλει να μάθη· ουδέ τυφλότης τόσον ανίατος όσον η τυφλότης ήτις δεν θέλει να ίδη. Και ο δογματισμός των στενοκεφάλων και των ηλιθίων όστις πιστεύει εαυτόν ότι είνε θεολογική μάθησις, είνε υπέρ παν άλλο ο αμαθέστατος και ο τυφλότατος. Και τυφλός και αμαθής ο Φαρισαϊσμός ο ανίατος εξηκολούθει να δάκνη ακόμη τον χαλινόν και να άγχηται, μη θέλων να προσεγγίση εις την αλήθειαν. «Εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις, των μη εγγιζόντων προς Σε».