Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 22
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
Η επ' αυτοφόρω μοιχαλίς
Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών. – Η χαμερπής σκληρότης των Φαρισαίων. – Η γυνή συρομένη εις τον Ναόν. – «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίβον βαλέτω». – «Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε». – Η αταραξία του Ιησού προς πάσαν προσβολήν. – «Το φως του Κόσμου». – Συζητήσεις των Ιουδαίων και η λύσσα των.
«Η συνείδησις μας κάμνει όλους ανάδρους», έγραψε μέγας Άγγλος ποιητής, ο Σαιξπήρος, του οποίου η πεφωτισμένη ψυχολογία πολύ ωφελήθη εκ των Ευαγγελίων.
Την εσπέραν της ημέρας, καθ' ην συνέβησαν τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αναγραφόμενα, ο Ιησούς απεσύρθη εις το Όρος των Ελαιών. Αν απήλθεν εις τον κήπον Γεθσημανί, και εις την οικίαν Του αγνώστου, αλλά φίλα φρονούντος κτήτορός του, ή αν, μη έχων πού την κεφαλήν κλίνη, απλώς εκοιμήθη, κατά τον ανατολικόν τρόπον, επί της πρασίνης χλόης υπό τα αρχαία εκείνα ελαιόδενδρα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλ' είνε ενδιαφέρον να σημειωθή και πάλιν παρ' Αυτώ η απέχθεια εκείνη των πολυανθρώπων πόλεων, η αγάπη εκείνη προς τον καθαρόν και δροσερόν αέρα και προς την ηρεμίαν του όρους του ερημικού, την οποίαν βλέπομεν πανταχού του επιγείου σταδίου Του. Αλλ' όμως δεν υπήρχεν, ως εικός, παρ' Αυτώ τίποτε εκ της υπέρφρονος εκείνης αισθηματικότητος και της νοσηράς φιλαυτίας, ήτις κάμνει τους δοκούντας εκλεκτούς μεταξύ των θνητών ανθρώπων ν' αποφεύγωσι την κοινωνίαν. Τουναντίον, ημέραν μεθ' ημέραν, ενόσω η επί της γης εργασία Του εξηκολούθει, Τον βλέπομεν θυσιάζοντα ό,τι προσφιλέστατον εις την ψυχήν Του, και με όλον τον καύσωνα, και την σύνθλιψιν, και την ενόχλησιν, εξακολουθούντα τα έργα της αγάπης Του εν μέσω της πληθύος του όχλου. Αλλ' εν ώρα νυκτός, ότε οι άνθρωποι δεν εργάζονται, ουδεμία κλήσις καθήκοντος απήτει την παρουσίαν Του εντός των τειχών της Ιερουσαλήμ· και όσοι γνωρίζουσι την ρυπαρότητα των παλαιών πόλεων δύνανται κάλλιστα να φαντασθώσι την ανακούφισιν την οποίαν ησθάνθη το Πνεύμα Του όταν εδυνήθη να εκφύγη από τας στενάς οδούς και τας πολυσυχνάστους αγοράς, να διασχίση την χαράδραν και να ανέλθη την πρασίνην κλιτύν την πέραν ταύτης, και να είνε μόνος μετά του Ουρανίου Πατρός Του υπό τον αστερόεντα ουρανόν.
Αλλ' όταν η ημέρα υπέφωσκε τα χρέη Του Τον εκάλουν και πάλιν εντός των τειχών της πόλεως, και εις το μέρος εκείνο της πόλεως όπου σχεδόν μόνον ακούομεν περί της παρουσίας Του· εις τας αυλάς του οίκου του Πατρός Του. Και άμα τω όρθρω, οι εχθροί Του εξύφαναν νέαν σκευωρίαν κατ' Αυτού, αι περιστάσεις της οποίας κατέστησαν την κακίαν των αλγεινοτέρων ή όσον ήτο κινδυνώδης εκ προθέσεως.
Είνε πιθανόν ότι η ιλαρότης και το νωχελές της εορτής της Σκηνοπηγίας έδιδεν αφορμήν εις ατοπήματα και εις πράξεις ακολασίας. Μία τοιαύτη πράξις ανεκαλύφθη κατά την προλαβούσαν νύκτα, και η ένοχος γυνή παρεδόθη εις τους Γραμματείς και Φαρισαίους.
Και αν ακόμη τα ήθη του έθνους κατά τους χρόνους εκείνους ήσαν άμεμπτα, και αν οι άρχοντες αυτοί και οι διδάσκαλοι του έθνους ήσαν τόσον υπεράνω των συγχρόνων των κατά την πραγματικήν, όσον ήσαν κατά την επιτηδευμένην, αγιότητα του βίου, η ανακάλυψις και η απειλουμένη τιμωρία της αθλίας ταύτης μοιχαλίδος δεν θα ηδύνατο να μη κινήση παν ευγενές πνεύμα εις συμπάθειαν, ίσην τουλάχιστον με την φρίκην την οποίαν το αμάρτημά της ενέπνεεν. Η αυστηρότης καθαρού την καρδίαν δικαστού δεν είνε αυστηρότης αποκλείουσα πάντα οίκτον· είνε αυστηρότης ήτις δεν θα επέβαλλεν εκουσίως ένα ανωφελή σπασμόν, είνε αυστηρότης ουχί ασυμβίβαστος με ευγενή επιείκειαν, πλην όλως ασυμβίβαστος: με κράμα δευτερευουσών αφορμών, όλως αδιάλλακτος με πνεύμα κακοβούλου ελαφρότητος και απεχθούς φιλοπαιγμοσύνης.
Αλλά το πνεύμα το οποίον εκείνη τους Γραμματείς τούτους και Φαρισαίους ουδαμώς ήτο το πνεύμα ειλικρινούς και προσβεβλημένης αγνότητος. Εν τη παρακμή του εθνικού βίου, εν τη καθημερινή εξοικειώσει προς ειδωλολατρικάς ακολασίας, εν τη βαθμιαία υποκαταστάσει της λευιτικής λεπτολογίας αντί της εγκαρδίου ευσεβείας, τα ήθη του έθνους διεφθάρησαν εις το έπακρον. Η δοκιμασία η διά του «ύδατος της ζηλοτυπίας» προ πολλού είχε καταργηθή, και ο διά λιθοβολισμού θάνατος ως ποινή της μοιχείας από μακρού είχε πέσει εις αχρηστίαν. Ουδ' αυτοί οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, μεθ' όλα τα μακρά κράσπεδα και τα πλατέα των φυλακτήρια, ησθάνοντο ειλικρινή φρίκην προς μίαν ακαθαρσίαν δι' ης ο ίδιος βίος των συχνά εκηλιδούτο. Ουδέν άλλο εύρον εν τω επεισοδίω το οποίον παρέδωκε την ένοχον ταύτην γυναίκα εις χείρας των ειμή αφορμήν και ευκαιρίαν όπως ενοχλήσωσι, παγιδεύσωσιν, ή και εμβάλωσιν ίσως εις κίνδυνον τον Προφήτην τούτον της Γαλιλαίας, τον οποίον εθεώρουν ως τον ασπονδότερον εχθρόν των.
Ήτο συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων να συμβουλεύονται διακεκριμένους ραββίνους εις αμφιβόλους και δυσχερείς περιστάσεις· αλλ' εδώ δεν υπήρχεν αμφιβολία ή δυσχέρεια. Προ μακρού χρόνου είχε παύσει να εφαρμόζηται η διάταξις του Μωσαϊκού νόμου ως προς τας μοιχαλίδας· και ο νόμος ο Ρωμαϊκός θα παρακώλυε κατά πάσαν πιθανανότητα, τοιαύτην απόφασιν να εκτελεσθή. Αφ' ετέρου αι πολιτικαί και θρησκευτικαί ποιναί αι διά του διαζυγίου, ήσαν ανοικταί εις τον αδικηθέντα σύζυγον· ουδέ διέφερεν η περίπτωσις της γυναικός ταύτης από τας των άλλων, όσαι πα[ρα]πλησίως ημάρτησαν. Ούτε δε, αν εντίμως και ειλικρινώς επεθύμουν την γνώμην του Ιησού, ηδύνατο να υπάρχη η ελαχίστη δικαιολογία όπως σύρωσι την γυναίκα αυτήν ενώπιόν Του, και ούτως υποβάλωσιν αυτήν εις ηθικήν βάσανον, ήτις θα ήτο τόσω μάλλον αφόρητος ένεκα του εγκλείστου βίου των γυναικών εν τη Ανατολή.
Και διά τούτο, το να την υποβάλωσιν εις την εκ περισσού φρίκην της βδελυράς ταύτης δημοσιότητος, να την σύρωσι, νωπήν ακόμη εκ της αγωνίας της ανακαλύψεως, εις τους ιερούς περιβόλους του Ναού, να υποβάλωσι την ακάλυπτον, λυσίκομον, περίτρομον ταύτην γυναίκα εις την ψυχράν και σαρκικήν περιεργίαν κακεντρεχούς όχλου, να την καταστήσωσιν, εν πλήρει αδιαφορία προς τας ιδίας ταλαιπωρίας της, παθητικόν όργανον του μίσους των κατά του Ιησού· και να διαπράξωσιν όλα ταύτα, όχι υπό το κράτος ηθικής αγανακτήσεως, αλλά προς θεραπείαν της ιδιοτελούς και υπολογιζούσης κακοβουλίας των, απεδείκνυεν εκ μέρους των ψυχρόν, σκληρόν κυνισμόν, άχαριν, ανελεήμονα, βάρβαρον βαναυσότητα καρδίας και συνειδήσεως, ήτις δεν ηδύνατο ειμή να φανή αποτρόπαιος εις Εκείνον όστις μόνος ήτο απείρως τρυφερός και επιεικής, επειδή μόνος ήτο απείρως καθαρός.
Και ούτω την έσυραν προς Αυτόν, και την έστησαν εις το μέσον· την αυτόφωρον ενοχήν υπό το βλέμμα της ασπίλου Αθωότητος, την έκπτωτον αθλιότητα ενώπιον του βήματος του απείρου Ελέους. Και τότε, ως εάν αι καρδίαι των δεν ήσαν μεσταί ύβρεως αρχίζουσι γλοιωδώς, μετά ειρωνικής ευλαβείας, να εκθέτωσιν ενώπιόν Του τα κατ' αυτήν. «Διδάσκαλε, η γυνή αύτη ελήφθη επ' αυτοφώρω μοιχευομένη. Μωσής δε έγραψεν εν τω Νόμω λιθοβολείσθαι τας τοιαύτας· (το τ α ς τ ο ι α ύ τ α ς είνε εκ προθέσεως περιφρονητικόν·) Συ δε τι λέγεις περί αυτής;»
Ενόμισαν ότι τέλος τον συνέλαβαν εις δίλημμα. Εγνώριζον την θείαν ευσπλαχνίαν Του, δι' ης ηγάπησεν όπου άλλοι εμίσουν, και παρηγόρησεν όπου άλλοι κατεφρόνουν· και εγνώριζον πως η ευσπλαγχνία εκείνη είχεν εφελκύσει προς Αυτόν τον θαυμασμόν πολλών, την παριπαθή αφοσίωσιν όχι ολίγων. Εγνώριζον ότι είς τελώνης ήτο μεταξύ των εκλεκτών Του, ότι αμαρτωλοί είχον καθίσει παρ' Αυτόν εις δειώνα, και πόρναι ακατακρίτως είχον νίψει τους πόδας Του και είχον ακροασθή των λόγων Του. Έμελλεν άρα, ν' απολύση την γυναίκα ταύτην, και ούτω να καταστήση Εαυτόν ένοχον αιρέσεως, αντιτιθέμενος ούτω διαρρήδην προς τον ιερόν νόμον; ή μη έμελλε να κατανικήση την ιδίαν Του συμπάθειαν, και να φανή ανηλεής και να καταδικάση; Και αν ούτως έπραττε, δεν θα προσέβαλλεν εν τω άμα το πλήθος, το οποίον ήτο συγκεκινημένον υπό της τρυφερότητός Του, και δεν θα προσέβαλλεν άμα τους πολιτικούς κρατούντας, γινόμενος ένοχος αποστασίας; Πώς ηδύνατο άρα να εξέλθη της δυσχερείας; Και το έν και το άλλο, είτε αίρεσις είτε προδοσία, κατηγορία ενώπιον του Συνεδρίου ή καταγγελία προς τον Ρωμαίον πραίτωρα, εναντίωσις εις τους ορθοδοξούντας ή απαλλοτρίωσις από των πολλών, αμφότερα θα υπηρέτουν καλώς τους ασυνειδήτους σκοπούς των. Και το έν των δύο ώφειλεν, εφρόνουν, να επακολουθήση. Ποία ευτυχής συγκυρία, ότι η ένοχος αύτη, η δύστυνος γυνή έπεσεν εις τας χείρας των!
Όχι ακόμη! Μία αίσθησις όλης της ευτελείας των, της κακίας των, της κυνικής διαπομπεύσεως παντός αισθήματος το οποίον ο οίκτος θα συνεκίρνα και η αβρότης θα περιέστελλε, κατέθλιβε το πνεύμα του Ιησού. Ηρυθρία διά το έθνος Του, διά την φυλήν Του· ηρυθρία όχι διά τον εξευτελισμόν της αθλίας υποδίκου, αλλά διά την βαθυτέραν ενοχήν των ανερυθριάστων κατηγόρων. Αγανακτών (διότι δεν θα είνε ασσεβές να φανταζόμεθα παρ' Αυτώ μέγαν βαθμόν συγκινήσεων, τον οποίον και ο ταπεινότατος των αληθών οπαδών Του θα συνεμερίζετο) επί τω ότι εγίνετο ακουσίως το κέντρον τοιαύτης επονειδίστου σκηνής, και ότι η ιερότης της ιδίας επιφυλάξεώς Του αναισχύντως ούτω παρεβιάζετο, και τα πράγματα ταύτα, τα οποία ανήκουν εις την σφαίραν οικτίρμονος αποσιωπήσεως εφέροντο ούτω κυνικώς εις γνώσιν Του, έκυψε την κεφαλήν Του, και ως να μη ήθελε να τους ακούση, έγραφε διά του δακτύλου Του εις το έδαφος.
Δι' άλλους παρ' αυτούς, τούτο θα ήρκει. Και αν δεν έβλεπον εις την πράξιν Του έν σύμβολον λήθης (έν σύμβολον ότι η μνήμη πραγμάτων ούτω γραφομένων επί της κόνεως δύναται να γείνη εξίτηλος και να λησμονηθή,) άλλοι παρ' αυτούς δεν θα ηδύναντο ειμή να εξηγήσωσι την χειρονομίαν, ότι εις τοιαύτα πράγματα ο Ιησούς δεν ήθελε ν' αναμιχθή. Αλλ' αυτοί ουδέν είδον και ουδέν εξήγησαν, κ' εκεί ίσταντο ακλόνητοι, επιμένοντες εις την βάναυσον ερώτησίν των, άτεγκτοι και ανηλεείς.
Η σκηνή δεν έπρεπεν επί πλέον να διαρκέση· και διά τούτο, ανακύψας από της κυπτής στάσεώς Του, Εκείνος όστις ανεγίνωσκεν εις τας καρδίας των, ατάραχος εξέδωκε κατ' αυτών την θλιβεράν απόφασίν Του.
«Ο αναμάρτητος εν υμίν, πρώτος τον λίθον επ' αυτήν βαλέτω».
Δεν ήτο κατάλυσις του Μωσαϊκού νόμου· τουναντίον, ήτο αποδοχή της δικαιοσύνης τούτου, και αναμφιβόλως πρέπει να έπεσε βαρέως ως θανατική απόφασις εις την καρδίαν της γυναικός. Αλλ' ενήργησε κατά τρόπον πάντη απροσδόκητον. Ο τρομερός νόμος έμενε γραπτός· δεν ήτο ο καιρός, δε ήτο η θέλησίς Του, να τον εξαλείψη. Αλλ' αφ' ετέρου, αυτοί εκείνοι, με το να μη πράττουν κατά τον νόμον, με το ν' αναφέρουν το όλον ζήτημα προς Αυτόν ως να έχρηζε νέας λύσεως, είχον κατ' ουσίαν ομολογήσει ότι ο νόμος μόνον κατά θεωρίαν ίσχυε τανύν, ότι είχε πέσει εις αχρηστίαν, ότι δε και μετά του νεύρους Του ακόμη δεν είχον πρόθεσιν να τον εφαρμόσωσιν. Αφού λοιπόν όλη η ενέργεια εκ μέρους των ήτο έκνομος και άτακτος, μεταφέρει την υπόθεσιν από του κριτηρίου του νόμου εις το κριτήριον της συνειδήσεως. Ο δικαστής δυνατόν ενίοτε να υποχρεούται να καταδικάση τον ένοχον, τον προσαγόμενον ενώπιόν του επί αμαρτίαις, ων αυτός ούτος εγένετο ένοχος, αλλ' η θέσις αυτοκλήτου κατηγόρου όστις εκθύμως ζητεί περιττήν καταδίκην είνε πολύ διάφορος. Εντεύθεν το να καταδικάσωσιν αυτήν θα ήτο εις του Θεού το όμμα ως να κατεδίκαζον εαυτούς· το να ρίψωσι τον πρώτον λίθον κατ' αυτής, θα ήτο ως να έρριπτον λίθον αναθέματος καθ' εαυτών.
Επί μίαν μόνον στιγμήν είχε ρίψει προς αυτούς βλέμμα, αλλά το βλέμμα εκείνο είχεν αναγνώσει εις τα ενδόμυχα των ψυχών των· είχε λαλήσει προς αυτούς ολίγας μόνον λέξεις, αλλ' αι λέξεις εκείναι, όπως η φωνή αύρας λεπτής προς τον Ηλιού επί του όρους Χωρήβ, υπήρξαν τρομερώτεραι του ανέμου και του σεισμού. Έπεσον ως σπινθήρ πυρός εις ψυχάς νυσταλέας, και ήρχισαν να καίουν εκεί άχρις ου «το ερυθριών και αιδήμον πνεύμα» εξεγερθή εν αυτοίς. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έστησαν σιωπηλοί και περιδεείς· έχασαν την λαβήν των επί της γυναικός· τα υβριστικά βλέμματά των, τα πλήρη δόλου και πονηρίας, εταπεινώθησαν εις το έδαφος. Εκείνοι οίτινες ανεπιεικώς κατεδίκαζον, δικαίως τώρα ησθάνοντο υπερβάλουσιν την αδημονίαν αφορήτου αίσχους, ενώ επί των ενόχων συνειδήσεών των εβρυχώντο, ως ρόχθος θυέλλης και βροντής, τοιαύται σκέψεις: «Διά τούτο είσαι ασυγχώρητος, ω άνθρωπε, όστις και αν είσαι ο κρίνων· διότι, ενώ κρίνεις άλλον, καταδικάζεις σεαυτόν· διότι συ ο κρίνων, τα αυτά πράττεις. Αλλ' έχομεν βεβαιότητα ότι η κρίσις του Θεού είνε κατά αλήθειαν εναντίον εκείνων οίτινες τοιαύτα πράττουσι. Και φρονείς τούτο, ω άνθρωπε, ο κρίνων τους τοιαύτα πράττοντας και ο πράττων τα αυτά, ότι θα διαφύγης την κρίσιν του Θεού; η υπεροράς τον πλούτον της Αυτού αγαθότητας και της ανοχής και της μακροθυμίας· μη γινώσκων ότι η αγαθότης του Θεού σε οδηγεί προς μετάνοιαν; αλλά κατά την σκληρότητά σου και την αμετανόητον καρδίαν σου θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά τας πράξεις αυτού.» Ήσαν τ ο ι ο ύ τ ο ι ως η γυνή την οποίαν κατηγόρησαν, και δεν ετόλμησαν να σταθώσι.
Και ούτω, με καιούσας παρειάς και με συνεσταλμένας καρδίας, από του πρεσβυτέρου μέχρι του νεωτέρου, είς είς απήλθον σιωπηλώς. Εκείνος δεν ήθελε ν' αυξήση το αίσχος και την σύγχυσίν των με το να προσβλέπη και να επιτηρή αυτούς· δεν επεθύμει ν' αποκαλύψη περισσοτέραν γνώσιν εκ των ακαθάρτων μυστικών των καρδιών των. Έκυψε πάλιν κάτω και έγραφεν εις την γην.
Έν των παλαιών χειρογράφων, εν τη Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, έχει ενταύθα εν τω κειμένω την περίεργον προσθήκην: «έγραψεν εις την γην ενός εκάστου αυτών τας αμαρτίας». Τούτο αποδεικνύει πόσον ενωρίς ήρχισαν ήδη εις τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού αι εικασίαι περί του τι να έγραψεν ο Χριστός εις το έδαφος. Άλλοι είπον ότι απλώς έγραψεν ό,τι και είπεν: «Ο αναμάρτητος εν υμίν, κτλ».
Και όταν πάλιν ανέτεινε την κεφαλήν Του, όλοι οι κατήγοροι είχον γείνη άφαντοι· μόνον η γυνή ίστατο ακόμη συνεσταλμένη ενώπιόν Του. Και αύτη θα ηδύνατο να είχεν απέλθη ήδη· ουδείς την εκώλυε, και φυσικόν θα εφαίνετο να φύγη οπουδήποτε, διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον και κρύψη την αισχύνην αυτής. Αλλ' η τύψις, δυνατόν δε και τρομώδης ευγνωμοσύνη, εν η ελπίς εμάχετο προς την απόγνωσιν, την προσήλου εκεί ενώπιον του Δικαστού της. Η όψις Του, η τρομερωτάτη πασών εις το ατενίσαι, το μόνον βλέμμα όπερ επήγαζεν εκ ψυχής ενδεδυμένης εν τη αμώμω μεγαλοσύνη της ασπίλου αθωότητος, ήτο άμα απαλόν και συγγνώμον. Η στάσις της ήτο σημείον της μεταμελείας της.
«Η γυνή, ηρώτησεν ο Κύριος, πού εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου;
Ουδείς σε κατέκρινεν;»
«Ουδείς, Κύριε». Ήτο η μόνη απόκρισις την οποίαν τα χείλη της ηδύναντο να εύρωσι δύναμιν ν' αρθρώσωσι· τότε δε έλαβε την χαριτόβρυτον, αλλά και ανιχνευτικήν καρδίας άδειαν ν' απέλθη.
«Ουδ' Εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε».
Και αν αι κριτικαί ενδείξεις εναντίον της γνησιότητος της περικοπής ταύτης του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου ήσαν αφθονώτεραι ή ότι είνε, πάλιν θα έφερεν επί του μετώπου ισχυροτάτην την απόδειξιν της αυθεντικής αληθείας της. Δεν είνε υπερβολή να είπωμεν, ότι το κράμα το οποίον αναπτύσει του τραγικού και του τρυφερού, η αντίθεσις την οποίαν εμπεριέχει μεταξύ ευτελούς σκληράς πανουργίας και εξηρμένης ευγενείας, συνέσεως και συγκινήσεως, υπερβάλλει πάσαν δύναμιν ανθρωπίνης φαντασίας ή ώστε να είνε πλαστόν· ενώ η εικών της θείας διορατικότητος αναγινωσκούσης τα ενδόμυχα των καρδιών, και θειοτέρας ακόμη αγάπης διορώσης τα μυστικά ταύτα με άπειρον όμμα ευσπλαγχνίας, μας δίδει έννοιαν της τε δυνάμεως και του προσώπου του Χριστού πολύ υψηλοτέραν και πρωτοτυποτέραν ή όστε να μη βασίζηται επί των γεγονότων. Ουδείς θα ηδύνατο να επινοήση, όπως ουδέ ν' αναμετρήση και υπολογήση, την υπερτάτην καθαρότητα και το άρρητον θέλγητρον, την ατάραχον κυριότητα της τε καταδίκης και της συγγνώμης, δι' ων τόσον βαθέως χαρακτηρίζεται η διήγησις. Αι επανειλημμέναι περιστάσεις καθ' ας, άνευ στιγμής ενδοιασμού, εματαίωσε τα δολερά σχέδια των εχθρών Του, και ματαιώσας ταύτα εδίδαξεν άμα αιώνιόν τινα αρχήν νοήσεως και πράξεως, είνε μεταξύ των μοναδικωτέρων αποδείξεων της πλέον ή ανθρωπίνης σοφίας Του· και όμως ουδεμία των εκλάμψεων εκείνων του ιερού φωτός, αίτινες ανέτελλον απ' Αυτού διά συγκρούσεως προς την κακίαν και την έχθραν του ανθρώπου, υπήρξε λαμπροτέρα ή περικαλλεστέρα ταύτης. Αυτό το γεγονός ότι η διήγησις ελλείπει από το κείμενον του Ευαγγελίου πολλών αρχαίων χειρογράφων, ενώ υπάρχει εις τα πλείστα· (Ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει, ότι άνθρωποί τινες ασθενείς την πίστιν αφήρουν την περικοπήν εκ των χειρογράφων των, ως παρέχουσαν τάχα άδειαν του αμαρτάνειν· ο δε πατριάρχης Νίκων, ακμάσας κατά την 10ην εκατονταετηρίδα, ρητώς λέγει ότι η περικοπή διεγράφη από της Αρμενικής μεταφράσεως, επειδή ενομίζετο «βλαβερά τοις πολλοίς»· ο Άγγλος επίσκοπος Ουόρδσουορθ νομίζει, ότι, η αυστηρότης της Ανατολικής Εκκλησίας κατά της μοιχείας συνετέλεσεν εις την απόρριψιν της περικοπής πολλαχού·) αυτή, λέγω, η έλλειψις της περικοπής από πολλών χειρογράφων, και το ότι ολόκληραι Εκκλησίαι εθεώρουν την διήγησιν ως επικίνδυνον και η περίστασις ότι επιφανείς Πατέρες της Εκκλησίας ηγνόησαν ταύτην ή ομιλούσι περί αυτής μετά τόνου οιονεί απολογητικού· όλα ταύτα συμπερασματικώς πείθουσιν ότι η αληθής ηθική έννοιά της είνε παραπολύ υψηλή ώστε να υποθέση τις, ότι επενοήθη ή παρεισήχθη άνευ αποχρώντος κύρους εις το ιερόν κείμενον. Και όμως είνε παράδοξον ότι πολλοί δεν ενόησαν ότι, εις την ακτίνα του ελέους την ούτως επανατείλασαν εξ ουρανού επί τον άθλιον αμαρτωλόν, η αμαρτία προσέλαβεν όψιν δεκάκις απεχθεστέραν εις την συνείδησιν της ανθρωπότητος, εις πάσαν συνείδησιν ήτις αποδέχεται ως νόμον του βίου το ότι οφείλει να προσπαθήση όπως γείνη αγία ως άγιος είνε ο Θεός, και καθαρά ως είνε καθαρός Εκείνος.
Όσον αλγεινή και αν υπήρξεν η σκηνή αύτη εις την καρδίαν του Σωτήρος, τουλάχιστον ως ανακούφισις ήτο η συμπαθής αύτη απαλλαγή και άφεσις, άφεσις, ως δυνάμεθα να έχωμεν πεποίθησιν, διά την αιωνιότητα, όχι μόνον διά τον χρόνον, την οποίαν εχάρισεν εις μίαν ένοχον ψυχήν. Αλλ' αι σκηναί αίτινες επηκολούθησαν, υπήρξαν ανιούσα κλίμαξ διαρκών παρανοήσεων, κυμαινομένων εντυπώσεων, και πικρών ελέγχων, οίτινες έκαμαν την μεγάλην και φαιδράν εορτήν να τελειώση με αιφνιδίαν έκρηξιν λύσσης, και απόπειραν εκ μέρους των Ιουδαίων αρχόντων να Τον θανατώσωσιν, όχι διά δημοσίας κατηγορίας, αλλά διά μανιώδους βίας.
Διότι, την αυτήν ημέραν, την ογδόην της εορτής, ως φαίνεται, ο Ιησούς εξηκολούθησε τας διακοπτομένας εκείνας ομιλίας, αίτινες σκοπόν είχον σχεδόν διά τελευταίαν φοράν να διατυπώσωσι σαφώς ενώπιον του Ιουδαϊκού έθνους τας θείας αξιώσεις Του.
Εκάθητο την στιγμήν ταύτην εν τη στοά του Ναού τη λεγομένη του Θησαυροφυλακίου, όπου πλησίον έκαιον δύο γιγαντιαίαι πολύφωτοι λυχνίαι. Εκεί οι ιερείς και ο λαός, εν ήχω κυμβάλων και ψαλτηρίων (ή κινυρών, ή αρπών), εχόρευον και έψαλλον τους ψαλμούς τους καλουμένους «Ωδάς των Αναβαθμών», ων η αρχή: «Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα». (Ψαλ ριθ'. – ρλγ').
Εις υπαινιγμόν προς τας παμμεγίστας ταύτας λυχνίας, ο Ιησούς ήρχισε να διδάσκη· «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Ήτο διαρκώς το σχέδιόν Του να περιβάλλη το σχήμα των λόγων Του με τας εξωτερικάς εκείνας εικόνας αίτινες θα εξήγειρον την βαθυτάτην προσοχήν, και θα ενετύπουν ανεξαλείπτως τους λόγους εις την μνήμην των ακροατών Του. Οι Φαρισσαίοι ακούσαντες τους λόγους τούτους, τον κατηγόρησαν επί ματαία κομπορρημοσύνη· αλλ' Εκείνος έδειξεν εις αυτούς ότι είχε του Πατρός Του την μαρτυρίαν, αλλά και αν ούτω δεν είχε, το φως δύναται μόνον να οραθή, μόνον να γνωσθή, διά της εμφανείας της ιδίας υπάρξεώς του· άνευ αυτού, ούτε αυτό ούτε άλλο τι είνε ορατόν. Τον ηρώτησαν, «Πού είνε ο Πατήρ Σου;» Είπεν αυτοίς ότι, μη γνωρίζοντες Αυτόν, δεν ηδύναντο να γνωρίζουσι τον Πατέρα Του· είτα και πάλιν θλιβερώς τους ενουθέτησεν ότι η αναχώρησίς Του ήτο εγγύς, και ότι τότε θα αδυνατώσι να έλθωσι προς Αυτόν. Η μόνη απάντησίς των ήτο σκωπτική ερώτησις αν ήθελε ν' αποκτείνη Εαυτόν και να βυθισθή ούτω εις τα βαθυτέρα σκότη του άδου. Όχι, τους έδωκε να εννοήσωσι, δεν ήτο Αυτός, αλλ' εκείνοι, οίτινες ήσαν εκ των κάτω, εκείνοι, όχι Αυτός, ήσαν προωρισμένοι, εάν επέμενον εν τη απιστία, εις το σκοτεινόν τούτο τέλος· «Συ τις ει;» ηρώτησαν πάλιν εν οργίλη και απίστω αμηχανία. «Την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν», απήντησεν. Εκείνοι ήθελον ν' αναγγείλη Εαυτόν ως Μεσσίαν, και ούτω να καταστή ελευθερωτής των εγκόσμιος και πρόσκαιρος· αλλ' Αυτός θέλει μόνον να τους είπη τας πολλώ βαθυτέρας αληθείας, ότι Αυτός είνε το Φως και η Ζωή και το Ύδωρ το Ζων, και ότι ήλθε παρά του Πατρός – καθώς και αυτοί έμελλον να γνωρίσωσιν όταν ήθελον Τον υψώσει επί του Σταυρού. Εκείνοι απέβλεπον μόνον προς τον Μεσσίαν των Ιουδαίων. Αυτός θα τους κάμη να γνωρίσουν Αυτόν ως Λυτρωτήν του κόσμου και Σωτήρα των ψυχών.
Καθώς ήκουον Αυτόν ομιλούντα, πολλοί, και εκ των ασπόνδων τούτων εχθρών, ειλκύσθησαν εις πίστιν προς Αυτόν. Αλλ' ήτο πίστις κλονουμένη, ατελής πίστις, πίστις ψευδής, πίστις μεμιγμένη με χιλιάδας εγκοσμίων και πεπλανημένων φαντασιών, όχι πίστις ήτις να έχη εν εαυτή την σώζουσαν δύναμιν, ή εφ' ης να βασισθή Εκείνος. Και την έθεσεν εις άμεσον δοκιμασίαν, δι' ης επεκαλύφθη το κενόν αυτής, και η πίστις μετεβλήθη εις μανιώδες μίσος. Είπεν αυτοίς, ότι το πιστόν και το υπήκοον είνε τα σημεία της αληθούς μαθητείας, και τα γνωρίσματα της αληθούς ελευθερίας. Η λέξις ελευθερία επενήργησεν ως λίθος προσκόμματος εις το να δείξη το νόθον και επιπόλαιον της πίστεώς των. Εκείνοι δεν εγνώριζον άλλην ελευθερίαν ειμή την πολιτικήν ελευθερίαν την οποίαν σφαλερώς διεξεδίκουν· εδυσχέραινον προς την επαγγελίαν μελλούσης πνευματικής ελευθερίας αντί της απολαβής της παρούσης εθνικής ελευθερίας. Όθεν ο Ιησούς έδειξεν αυτοίς ότι ήσαν ακόμη δούλοι της αμαρτίας, και ονόματι μόνον, όχι πράγματι, τέκνα του Αβραάμ, ή τέκνα του Θεού. Εκείνοι εσεμνύνοντο επί τη γνησιότητι της αρχαίας καταγωγής των, και επί τω προνομίω της αποκλειστικής μονοθεΐας των· πλην Αυτός τους είπεν ότι τη αληθεία ήσαν, διά της πνευματικής συγγενείας της σκληρότητος και του ψεύδους, τέκνα εκείνου όστις ήτο ψεύστης και ανθρωποκτόνος απ' αρχής, τέκνα του διαβόλου. Η επιτίμησις αύτη τους εκέντησε μέχρι μανίας. Ανταπέδωκαν ταύτην διά της ασεβούς ύβρεως, «Σαμαρείτης ει και δαιμόνιον έχεις». Ο Κύριος ημών φιλευσπλάγχνως και πάλιν έτεινε προς αυτούς την χαριτόβρυτον δεξιάν, λέγων ότι, εάν θέλωσι να τηρήσωσι τα ρήματά Του, ου μόνον δεν θ' αποθάνωσιν εν ταις αμαρτίαις αυτών, αλλά δεν θα ίδωσι θάνατον. Αι νωθραί καρδίαι των δεν ηδυνήθησαν ουδέ να φαντασθώσι πνευματικήν έννοιαν εις τους λόγους Του. Ηδύναντο μόνον να Τον επιβαρύνωσι με δαιμονιώδες γαυρίαμα και ύβριν επί τούτοις. «Μη Συ μείζων ει του πατρός ημών Αβραάμ, ος απέθανε, και οι προφήται απέθανον ομοίως; Ο Ιησούς τους είπεν ότι εν προφητική δράσει, ίσως δε και διά πνευματικής επιπνοίας, εις εκείνον τον άλλον κόσμον, ο Αβραάμ, όστις δεν είνε νεκρός, αλλά ζων, είδε «και ηγαλλιάσατο ιδείν την ημέραν την Εμήν». Τοιούτος ισχυρισμός τους εφάνη ή ανόητος ή βλάσφημος. Ο Αβραάμ είνε τεθνεώς από ετών χιλίων και επτακοσίων. «Πεντήκοντα έτη ούπω έχεις, και Αβραάμ εώρακας;» «Πώς να εννοήσωμεν λόγους ως αυτούς;» Θα ηδύναντο καλώς να τους εννοήσουν αν το ήθελον, διότι οι ίδιοι Ραββίνοι των είπον ύστερον: «Όταν ο Θεός έκαμε την Διαθήκην προς τον Αβραάμ, απεκάλυψε προς αυτόν και το Ολάμ αυτό (την Διαθήκην), και το μέλλον Ολάμ», (δηλ. την Διαθήκην του Μεσσίου). Και τοιαύτην εξήγησιν τους έδωκεν ήδη ο Ιησούς όταν πραέως, αλλ' εν μεγίστη επισημότητι, και με τον τύπον εκείνον της εμφαντικής βεβαιώσεως, τον οποίον μόνον μετεχειρίζετο όταν ανήγγελλε τας πανδημοτάτας αληθείας Του, ο Σωτήρ απεκάλυψε προς αυτούς την αιωνιότητά Του, την θείαν προΰπαρξίν Του πριν εισέλθη εις το σκήνωμα της θνητής σαρκός:
«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, Πριν Αβραάμ γενέσθαι, Εγώ ειμι».
Τότε, εν εκρήξει ακρατήτου λύσσης, ενί των παροξυσμών εκείνων της αιφνιδίας, αχαλινώτου, φρενιτικής λύσσης εις ην ο λαός ούτος υπέκειτο καθ' όλας τας εποχάς εν πάση προσβολή κατά των θρησκευτικών δοξασιών του, ήραν λίθους, ίνα λιθοβολήσωσιν Αυτόν. Πλην αυτή η τυφλότης της λύσσης των ευκολώτερον κατέστησε το να τους αποφύγη. Η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη. Μετ' εντελούς αταραξίας απεχώρησε του Ναού.