Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 23

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'.
Ο εκ γενετής τυφλός

«Τις ήμαρτεν;» – «Ύπαγε νίψαι εις του Σιλωάμ την κολυμβήθραν». – Εν ημέρα Σαββάτου. – Ο άνθρωπος εξεταζόμενος παρά του Συνεδρίου. – Γίνεται αποσυνάγωγος. – Ο Ποιμήν ο Καλός και οι μισθωτοί ποιμένες.

Ή ενώ επέστρεφεν εκ του ναού μετά την αποτυχούσαν λιθοβόλησιν, ή το επόμενον Σάββατον, ενώ διέβαινεν, ο Ιησούς είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής.

Όλοι οι Ιουδαίοι ήσαν συνεισθισμένοι να θεωρώσι πάσαν ιδιαιτέραν ταλαιπωρίαν και παν πάθημα ως άμεσον επακολούθημα ιδιαιτέρας τινός αμαρτίας. Ίσως οι μαθηταί υπέθεσαν ότι οι λόγοι του Κυρίου προς τον παραλυτικόν τον οποίον είχε θεραπεύσει εις την κολυμβήθραν Βηθεσδά, ως και προς τον άλλον παραλυτικόν της Καπερναούμ, θα ηδύνατο να σημαίνωσι κύρωσιν της τοιαύτης γνώμης. Ερώτησαν άρα πώς συνέβη να γεννηθή τυφλός ο άνθρωπος. Μήπως οι γονείς του ήμαρτον; Μήπως αυτός; Η πρώτη υπόθεσις ήτο αδύνατος. Η δευτέρα σκληρά. Ευρίσκοντο άρα εις αμηχανίαν.

Εις τας ακάρπους χώρας τοιαύτης αγόνου θεωρίας, ο Κύριος δεν ηθέλησε να τους ακολουθήση, και ως πάντοτε, απεθάρρυνε την ροπήν προς κρίσιν επί των αμαρτιών των άλλων. «Ούτε ούτος ήμαρτεν, είπεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή το έργον του Θεού εν αυτώ. Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του Πέμψαντός Με». Αυτός, το φως του κόσμου, έμελλεν εν μια στιγμή να διασκεδάση το σκότος του. Τότε έπτυσε χαμαί, έκαμε πηλόν με το πτύσμα, και επιχρίσας τους οφθαλμούς του τυφλού εκέλευσεν, «Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Ο άνθρωπος απήλθεν, ενίφθη, και ανέβλεψεν.

Ο σίελος του μη προσφάτως λύσαντος την νηστείαν επιστεύετο παρά τοις παλαιοίς ότι είχεν ιαματικήν δύναμιν διά τους ασθενείς οφθαλμούς, και πηλόν μετεχειρίζοντο ενίοτε προς ίασιν οιδημάτων επί των βλεφάρων. Αλλ' ότι τα όργανα ταύτα ουδαμώς παρέβλαψαν την λαμπρότητα του θαύματος είνε προφανές· και δεν έχομεν μέσον όπως αποφασίσωμεν εις τούτο, όπως και εις άλλας παραπλησίας περιστάσεις, διατί ο Κύριος ημών, όστις πολλάκις διά λόγου εθεράπευε, προέκρινεν άλλοτε να μετέρχηται βραδυτέρας και επιμελεστέρας μεθόδους προς διενέργησιν της υπερφυούς δυνάμεώς Του. Εις τούτο ουδέποτε απεκάλυψε τας αρχάς της δράσεως, αίτινες αναμφιβόλως επήγαζον από την ενδόμυχον γνώσιν των περιστάσεων, και από την διερεύνησιν των καρδιών εκείνων εφ' ων αι ιάσεις Του εγίνοντο. Δυνατόν να έπραττε με σκοπόν να διδάξη πλείονας αιωνίους αληθείας διά των επακολουθούντων συμβεβηκότων.

Σημειωτέον ότι η έκφρασις του Χριστού προς τους μαθητάς, «ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος εγεννήθη τυφλός επίτηδες όπως φανερωθή η δόξα του Θεού διά της ιάσεώς του. Το ί ν α εκφράζει συνέπειαν και όχι σκοπόν, έχει εκβατικήν, όχι τελικήν έννοιαν. Τούτο παρετήρησαν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος, ο θεοφύλακτος, και άλλοι. Και εκ της ερωτήσεως των μαθητών δε πρέπει να φαντασθώμεν ότι οι απλοϊκοί Γαλιλαίοι εγνώριζον το δόγμα της μετεμψυχώσεως, ή το ραββινικόν δόγμα περί προγενεθλίου αμαρτίας· ή την πλατωνικήν και αλεξανδριανήν φαντασίαν περί προϋποστάσεως· ή την νεωτερικήν θεωρίαν περί προληπτικής τιμωρίας δι' αμαρτίας προεγνωσμένας.

Όπως και αν έχη, εις την περίστασιν ταύτην ο τρόπος της ενεργείας του Σωτήρος ήγαγεν εις σοβαρά αποτελέσματα. Επειδή ο άνθρωπος ήτο γνωριμώτατος εις Ιερουσαλήμ ως τυφλός επαίτης διά βίου, και η εμφάνισίς του με την χρήσιν της οράσεως, επροξένησεν έξαψιν και ταραχήν, εδυσκολεύοντο όσοι κάλλιστα τον εγνώριζον να πιστεύσωσι την ιδίαν μαρτυρίαν του, ότι αυτός ήτο πράγματι ο τυφλός επαίτης όστις ήτο τόσον γνωστός εις αυτούς. Δεν ηδύναντο να συνέλθωσιν από την έκπληξίν των, και τον ηνάγκαζον να διηγήται και πάλιν να διηγήται την ιστορίαν της ιάσεώς του. Αλλ' η διήγησις αύτη ενεφύσα εις την έκπληξίν των νέον στοιχείον Φαρισαϊκής αγανακτήσεως· διότι και η ίασις αύτη είχε γείνη εν ημέρα Σαββάτου! Οι Ραββίνοι είχον απαγορεύσει εις πάντα άνθρωπον να χρίη και τον ένα των οφθαλμών του με πτύσμα εν Σαββάτω, παρεκτός εν κινδύνω θανάτου. Και ο Ιησούς, όχι μόνον επίχρισε και τους δύο οφθαλμούς του ανθρώπου, αλλ' ανέμιξε τον σίελον με χώμα! Τούτο, ως πράξις ελέους, ήτο εν βαθυτάτη συμφωνία προς αυτάς τας αφορμάς δι' ας το Σάββατον είχε θεσπισθή, και προς τα μαθήματα δι' ά ήτο προωρισμένον να είνε εις διηνεκές μαρτύριον. Αλλά το πνεύμα της στενής γραμματολατρίας και της δουλικής μικρολογίας και της ποσοτικής υπακοής – το πνεύμα το οποίον ήλπιζε να σωθή διά της αλεγβρικής εξισώσεως των καλών και κακών πράξεων – είχε προ πολλού εξευτελίσει το Σάββατον από της αληθούς ιδέας της θεσμοθετήσεώς του ως επιβλαβή δεισιδαιμονίαν. Το Σάββατον του Ραββινισμού, μεθ' όλης της ταπεινής δουλοπρεπείας του, ουδόλως ήτο το Σάββατον του φιλανθρώπου και αγίου νόμου του Θεού. Είχεν εκπέσει ως εκείνο το οποίον ο Παύλος αποτελεί π τ ω χ ι κ ό ν ήτοι επαιτικόν, σ τ ο ι χ ε ί ο ν.

Και οι Ιουδαίοι ούτοι ήσαν τόσον εμποτισμένοι με την μικρότητα αυτήν, ώστε έν μοναδικόν θαύμα ελέους εξήγειρεν εν αυτοίς όχι τόσην έκπληξιν και ευγνωμοσύνην, όσην φρίκην επί τη ολιγωρία της Σαββατικής δεισιδαιμονίας των. Επομένως έσπευσαν να προσαγάγωσι τον άνθρωπον ενώπιον των Φαρισαίων εν συμβουλίω. Τότε επηκολούθησεν η σκηνή την οποίαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναγράφει κατά τρόπον τόσον αμιμήτως γραφικόν εν τω θ' κεφαλαίω. Πρώτον ήλθε κατ' επανάληψιν η ερώτησις: Πώς συνέβη το πράγμα; ακολουθουμένη υπό της επανειλημμένης βεβαιώσεως ενίων εξ αυτών ότι ο Ιησούς δεν ηδύναντο να είνε εκ του Θεού, επειδή δεν ετήρει το Σάββατον· και της αποκρίσεως άλλων ότι το να ενδιατρίβωσιν εις την αθέτησιν του Σαββάτου εσήμαινεν, ότι παραδέχονται το θαύμα, και παραδεχόμενοι το θαύμα ανεγνώριζον κάπως το γεγονός ότι ο τελέσας τούτο δεν ηδύνατο να είνε κακοποιός οίον άλλοι τον περιέγραφον. Είτα, περιελθόντες εις αδιέξοδον, ηρώτησαν τον τυφλόν τίνα γνώμην είχε περί του ιατήρος του· κ' εκείνος, όστις δεν ήτο εμπεπλεγμένος εις τον πλημελή κύκλον των συλλογισμών των, απήντησε μετ' αφόβου ετοιμότητος ότι, «Προφήτης εστί».

Εν τω μεταξύ εκείνοι ενόησαν με ποίον χαρακτήρα είχον να κάμουν, και επιζητούντες πλαγίαν τινά θυρίδα δι' ης ν' αρνηθώσι το θαύμα, έστειλαν κ' εκάλεσαν τους γονείς του πρώην τυφλού. «Είνε αυτός ο υιός σας; Εάν ισχυρίζεσθε ότι εγεννήθη τυφλός, πώς γίνεται ότι τώρα βλέπει»; Ίσως ήλπιζον να εκπτοήσωσιν ή να δελεάσωσι τους γονείς τούτους εις άρνησιν της συγγενείας, ή εις αναγνώρισιν απάτης. Αλλά και οι γονείς επέμειναν εις την αλήθειαν, καίτοι μετά πανούργου δουλικότητος απέφυγαν να συναγάγωσι συμπεράσματα τα οποία θα τους εξέθετον εις δυσάρεστα επακόλουθα. «Ούτος βέβαια είνε ο υιός μας, και βέβαια εγεννήθη τυφλός· ως προς τα λοιπά δεν ειξεύρομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, και θα σας είπη».

Τότε – σχεδόν οικτείρει τις την πονηράν αμηχανίαν των – εστράφησαν πάλιν προς τον πρώην τυφλόν. Αυτός, καθώς και οι γονείς του, είξευραν ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων ήσαν σύμφωνοι να εκδίδωσι το Χ ε ρ έ μ, ήτοι την από της Συναγωγής αποκήρυξιν, παντός όστις θα ετόλμα ν' αναγνωρίση τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν· και οι Φαρισαίοι πιθανώς ήλπιζον ότι ούτος θα έσπευδε να ακολουθήση την συμβουλήν των, «Δος δόξαν τω Θεώ», τουτέστιν ν' αρνηθή ή να παραγνωρίση το θαύμα, και να δεχθή την υπαγόρευσίν των, ότι ο Ιησούς ήτο αμαρτωλός.

Αλλ' ο άνθρωπος ήτο κατεσκευασμένος εκ στερροτέρας μάζης ή οι γονείς του. Δεν επτοείτο από την εξουσίαν των, ούτε κατεβάλλετο υπό των ισχυρισμών των. Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς;» Αλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε. Ίνα τι θέλετε πάλιν ακούειν; Μη και υμείς θέλετε μαθηταί Αυτού γενέσθαι;» Τολμηρά ειρωνεία αύτη· να ερωτά τις τους σεμνούς τούτους, τους επιτρεπτούς και λεπτολόγους Φαρισαίους, αν ήθελον να γείνωσι μαθηταί του Προφήτου του εκ Ναζαρέτ! Αυτός ο πρώην τυφλός ήτο άνθρωπος ανοικονόμητος! Αφού η εξουσία των, αι απειλαί, αι κολακείαι, ουδέν ίσχυσαν προς αυτόν, ήλθον εις τας ύβρεις. «Συ ει μαθητής Εκείνου· ημείς δε Μωσέως εσμέν μαθηταί· ημείς οίδαμεν ότι Μωσεί ελάλησεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστί». Παράδοξον, απήντησε, να μη γνωρίζητε τίποτε περί ανθρώπου όστις ετέλεσε θαύμα τοιούτον οποίον ούτε ο Μωυσής δεν ετέλεσε ποτέ· και γνωρίζομεν ότι ούτε Αυτός ούτε άλλος θα ηδύνατο να πράξη τούτο εάν δεν ήτο εκ Θεού». Πώς! Σκιαί του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ! είς τυφλός επαίτης, φύσει αμαθής, αιρετικός, ετόλμα να τους διδάξη, αυτούς! «Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; – Και εποίησαν αυτόν αποσυνάγωγον».

Αλλ' ο Ιησούς δεν παρέβλεψε τον πρώτον ομολογητήν Του. Εύρε τον άνθρωπον, και λέγει αυτώ, «Πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;» – «Και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις Αυτόν;»

«Και εώρακας Αυτόν, και ο λαλόν μετά σου εστι».

«Πιστεύω, Κύριε, (είπεν ο άνθρωπος) και προσεκύνησεν Αυτώ».

Πρέπει να ήτο μικρόν μετά τον χρόνον τούτον ότι ο Κύριος ημών υπέδειξε την αντίθεσιν μεταξύ των διαφόρων αποτελεσμάτων της διδασκαλίας Του· τους μη ιδόντας ποτέ, τους έκαμνε να βλέπουν· και τους βλέποντες, τους έκαμνε τυφλούς. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα ίνα μη βλέψαντες βλέπωσι, και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται». Οι Φαρισαίοι έτοιμοι πάντοτε να προκαλέσωσι λογομαχίας, ζηλότυποι και καχύποπτοι, ηρώτησαν: «Μήπως και ημείς είμεθα τυφλοί;» Η απάντησις του Ιησού υπήρξεν ότι εν τη φυσική τυφλότητι δεν δύναται να υπάρχη ενοχή, αλλ' εις εκείνους οίτινες μόνον προσκόπτουσιν εν τη τυφλώσει της εκουσίας πλάνης, η αξίωσις ότι βλέπουσι ποιεί αυτούς αυτοκατακρίτους.

Και όταν οι άρχοντες, οι διδάσκαλοι, οι οδηγοί, δεν βλέπωσι, πώς δύναται ο λαός να βλέπη;

Η σκέψις αύτη ευλόγως ήγαγεν Αυτόν εις την φύσιν των αληθών και των ψευδών διδασκάλων, την οποίαν ανέπτυξε και εξήγησεν εν τω ωραίω απολόγω (ημιπαραβολή και ημιαληγορία) των αληθών και των ψευδών ποιμένων. «Εγώ ειμι ο Ποιμήν ο Καλός, ο τιθείς την ψυχήν Αυτού υπέρ τον προβάτων». Το καλός είνε αμετάφραστον εις οιανδήποτε άλλην γλώσσαν. Σημαίνει εσωτερικήν αγαθότητα διαλάμπουσαν εν τω εξωτερικώ κάλλει. «Ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν, φεύγει, και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων, ότι μισθωτός εστι». Και πάλιν: «Εγώ ειμι η Θύρα· δι' εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει». Και είτα είπεν ότι, οικεία βουλήσει, θα θέση την ζωήν Του διά τα πρόβατα, της τε αυλής ταύτης και όλης της ποίμνης, και ότι, οικεία δυνάμει, θ' αναλάβη πάλιν αυτήν. Αλλά ταύτα τα θεία μυστήρια υπερέβησαν την κοινήν κατάληψιν· και οι μεν έλεγον ότι ήσαν μωρίαι δαιμονιζομένου μανιακού, οι δε μόνον παρετήρουν ότι δεν ωμοίαζον με λόγια δαιμονιζομένου, και ότι ο διάβολος δεν θα ήνοιγε τους οφθαλμούς του τυφλού.

Ούτω, με ολίγον καρπόν δι' αυτούς, εκτός του πικρού καρπού της οργής και του μίσους, ετελείωσεν η επίσκεψις του Ιησού εις την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Κ' επειδή η ζωή Του ήτο ήδη εις κίνδυνον, απεχώρησε και πάλιν εξ Ιερουσαλήμ εις την Γαλιλαίαν, προς βραχείαν επίσκεψιν, πριν αποχαιρετίση διά τελευταίαν φοράν την πάλαιαν κατοικίαν Του.

Η ομιλία του Χριστού περί του Καλού Ποιμένος προσείλκυε και κατεγοήτευε την φαντασίαν των πρώτων Χριστιανών. Μεταχειρίζονται ούτοι συχνά το σύμβολον μετά ποιητικής εξάρσεως εις τους κρυφούς και ανήλιους τόπους της λατρείας των. Οι θεολόγοι σπανίως την αναφέρουν. Ήτο πολύ απλή και μάλλον τρυφερά ή ώστε να παρέχη θέμα εις τας λεπτότητας της συστηματικής λογομαχίας. Αλλά το ευνοούμενον βιβλίον της Ανατολικής Εκκλησίας κατά την β' εκατονταετηρίδα ήτο «ο Ποιμήν» του Ερμά, και παρά τοις πρώτοις Χριστιανοίς ο χαρακτήρ του Χριστού ως Καλού Ποιμένος ήτο γνωριμότατος. Ήτο «η τροφή της καθημερινής ζωής των· η ελπίς των κατά τας σκληροτάτας δοκιμασίας· η πίστις της πίστεώς των και ζωή της ζωής των».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ'.
Χαίρειν τη Γαλιλαία

Τα μεταξύ της Σκηνοπηγίας και των Εγκαινίων. – Μέγα επεισόδιον εν τω Ευαγγελίω του Λουκά. – Χαρακτήρ του επεισοδίου. – Αποστολή των εβδομήκοντα. – Η σφαγή των Γαλιλαίων υπό του Πιλάτου. – Αυστηραί νουθεσίαι. – Η σκευωρία των Φαρισαίων. – «Πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» – «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες».

Ευθύς μετά τα συμβεβηκότα τα αρτίως μνημονευθέντα, ο Ιωάννης διηγείται άλλο γεγονός, το οποίον συνέβη δύο μήνας ύστερον, κατά την χειμερινήν εορτήν των Εγκαινίων. Συμφώνως μ' ένα των σκοπών του κατ' αυτόν Ευαγγελίου, όστις ήτο να διηγηθή εκείνα τα έργα του Χριστού εν τη Ιουδαία, και ιδίως εν Ιερουσαλήμ, τα οποία οι Συνοπτισταί είχον παραλίπει, ουδέν λέγει περί μεσολαβούσης και τελευταίας επισκέψεως εις Γαλιλαίαν, ή εκείνων των τελευταίων οδοιποριών εις Ιερουσαλήμ, περί των οποίων εν μέρει οι άλλοι Ευαγγελισταί μας παρέχωσι τόσας πληροφορίας. Και όμως ότι ο Ιησούς πρέπει να επέστρεψεν εις Γαλιλαίαν γίνεται δήλον ου μόνον εκ των άλλων Ευαγγελιστών, αλλ' εκ της θέσεως των πραγμάτων και έκ τινων παρεμπιπτόντων γεγονότων εν αυτή τη αφηγήσει του Ιωάννου.

Είνε γνωστόν ότι έν όλον μέγα τμήμα εν τω κατά Λουκάν, από κεφ. θ', 51 έως κεφ. ιη', 15, αποτελεί έν επεισόδιον, εν τη Ευαγγελική αφηγήσει του οποίου πολλά συμβάντα ιστορούνται υπ' αυτού μόνον του Ευαγγελιστού, και εν ώ αι ολίγαι μνείαι του χρόνου και του τόπου δεικνύουσι βραδείαν και πανηγυρικήν πρόοδον από Γαλιλαίας εις Ιερουσαλήμ. Μετά την εορτήν των Εγκαινίων ο Κύριος απεχώρησεν εις την Πέραν του Ιορδάνου, άχρις ου εκλήθη εκείθεν διά του θανάτου του Λαζάρου· μετά δε την έγερσιν του Λαζάρου, έφυγεν εις Εφραΐμ· και ακολούθως μετέβη εις Βηθανίαν, έξ ημέρας προ του τελευταίου Πάσχα Του.

Η τελευταία αύτη επίσκεψις του Σωτήρος εις Γαλιλαίαν πρέπει να υπήρξε λίαν βραχεία, και φαίνεται να μη είχεν άλλο αντικείμενον ειμή την προπαρασκευήν διά την αποστολήν των Εβδομήκοντα, και τον εγκαινισμόν της οριστικής προκηρύξεως της βασιλείας του Χριστού καθ' όλον εκείνο το μέρος της Αγίας Γης, το οποίον υπήρξε μέχρι τούδε ολιγώτερον εξωκειωμένον προς τους λόγους και τα έργα Του. Αι οδηγίαι Του προς τους Εβδομήκοντα Αποστόλους εμπεριείχον τον τελευταίον αποχαιρετισμόν Του προς την Γαλιλαίαν, και η παροχή των οδηγιών εκείνων ίσως συνέπεσε χρονικώς με την αναχώρησίν Του. Αλλ' υπάρχουσι δύο άλλα συμβεβηκότα αναγραφόμενα εν τω ιγ' κεφαλαίω, τα οποία δυνατόν ν' ανήκωσιν εις την αυτήν βραχείαν διατριβήν, ήτοι το άγελμα περί σφαγής εν Γαλιλαία, και το μήνυμα όπερ ο Χριστός έλαβε περί των σχεδίων του Ηρώδου κατά της ζωής Του.

Η κατοικία του Ιησού κατά τας ολίγας ταύτας ημέρας φυσικά πρέπει να ήτο εις Καπερναούμ «Την ιδίαν πόλιν»· ενώ δε ητοιμάζετο εκεί προς πάνδημον αναχώρησιν, μέλλουσαν να μη έχη επιστροφήν, ήλθόν τινες και ανήγγειλαν Αυτώ νέας ταραχάς εξ εκείνων, οποίαι συχνά συνέβαιναν επί της πραιτωρείας Ποντίου Πιλάτου. Και ότι ολίγοι φιλοτάραχοι ζηλωταί πρέπει να κατεκόπησαν εις Ιερουσαλήμ υπό της ρωμαϊκής κουστωδίας, ήτο εις τους ταραχώδους εκείνους καιρούς γεγονός συνηθέστατον. Ο εύφλεκτος φανατισμός των Ιουδαίων κατά την εποχήν ταύτην, αι ανήσυχοι ελπίδες αίτινες συχνά τους εξήγειρον εις μανίαν εναντίον του Ρωμαίου άρχοντος, και αίτινες τους καθίστων έτοιμα θύματα παντός ψευδούς Μεσσίου, είχον καταστήσει αναγκαίαν την κατασκευήν του Πύργου της Αντωνίας, του ρίπτοντος την απειλητικήν σκιάν του επ' αυτού του Ναού. Ο Πύργος συνεκοινώνει με τον Ναόν διά κλιμάκων και βαθμίδων, ώστε οι Ρωμαίοι στρατιώται να δύνανται να τρέχωσι παραχρήμα, και καταστέλλωσι πάσαν έκρηξιν ταραχών συνήθη κατά τας εορτάς, όπως και τώρα συμβαίνει (9). Και εξ όλων των Ιουδαίων, οι Γαλιλαίοι, επειδή ήσαν οι πλέον εμπαθώς ευερέπιστοι, υπέκειντο υπέρ πάντας τούς άλλους εις κακοπαθείας εκ τοιούτων συγκρούσεων. Το δεινότερον το οποίον κατέπληξε τους αφηγητάς, δεν ήτο τόσον η σφαγή, όσον η περίπτωσις ότι το αίμα των σφαγέντων εν Ιερουσαλήμ Γαλιλαίων ανεμίχθη με το αίμα των ιερείων, των θυομένων εν τω Ναώ. Και οι κομίσαντες την είδησιν προς τον Ιησούν είχον, φαίνεται, μεγάλην φιλοπραγμοσύνην να μάθουν τίνα πρέπει να ήταν τα εγκλήματα, τα οποία επήνεγκον τόσον τραγικόν το τέλος των προσκυνητών εκείνων.

«Νομίζετε, είπεν ο Κύριος, ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι ήσαν αμαρτωλοί παρά πάντας τους Γαλιλαίους, όπως τοιαύτα πάθωσι; Σας λέγω, όχι· αλλ' εάν μη μετανοήσητε, όλοι ομοίως θ' απολεσθήτε». Και τότε ανέμνησεν αυτούς άλλο πρόσφατον παράδειγμα αιφνιδίου θανάτου, ότε ο Πύργος του Σιλωάμ πεσών κατεθρυμμάτισε δέκα και οκτώ ανθρώπους τυχόντας εκεί. Και τους είπεν ότι, όχι μόνον εκείνοι οι ταλαίπωροι δεν ήσαν εκτάκτως κακοποιοί, αλλ' όλοι, εάν μη μετανοήσωσιν, όμοιον όλεθρον θα πάθωσιν. Αναμφιβόλως ο Ιησούς ήθελε να διδάξη το μάθημα, ότι τα δυστυχήματα της ζωής εις όλους τους αμαρτωλούς κατά τόπους και χρόνους συμβαίνουσιν, αλλ' εκτός τούτου όλοι θα λάβωσιν εν καιρώ κατά τα έργα αυτών. Αλλ' οι λόγοι του είχον και ιδιαιτέραν προφητικήν έννοιαν και το ξίφος του Τίτου έμελλε να θερίση, μετ' ολίγας ενιαυτών δεκάδας, την γενεάν των θεοκτόνων και τα τέκνα αυτών.

Όσον βραχεία και αν ήτο η διατριβή του Ιησού εις την παλαιάν κατοικίαν Του, οι εχθροί Του ηνυπομόνουν να την καταστήσωσιν έτι βραχυτέραν. Εφοβούντο, είχον βαρυνθή τον Κύριον της Ζωής. Αλλ' όμως δεν ετόλμων φανερά να ομολογήσωσι τα αισθήματά των. Οι Φαρισαίοι ήλθον προς Αυτόν εν επιπλάστω μερίμνη περί της ασφαλείας Του, και είπον: «Έξελθε, και αναχώρησον εντεύθεν· ότι Ηρώδης ζητεί αποκτείναί Σε».

Αλλ' η απάντησις του Ιησού ήτο υπερόχως ατάραχος: «Πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη, ιδού, Εγώ εκβάλλω δαιμόνια και εργάζομαι ιάσεις σήμερον και αύριον, και τη τρίτη τελειούμαι». Και είτα προσθέτει εν πλήρει εμπιστοσύνη ασφαλείας μεμιγμένη μετ' ειρωνείας πικράς, «Αλλά πορευθήσομαι εις την οδόν Μου σήμερον, και αύριον και την ημέραν την επομένην· ότι ουκ εστι Προφήτην έξω της Ιερουσαλήμ αποκτανθήναι». Και ίσως κατά την θλιβεράν ταύτην κρίσιν να εταλάνισεν, ως και ύστερον, την πόλιν την ερυθράν εκ του αίματος των προφητών – ω, πόσον θαυμασίως η προφητεία εκείνη επληρώθη! Πόσον δε τρυφερά είνε η εικών της όρνιθος επισυναγούσης τους νεοσσούς υπό τας πτέρυγας αυτής – «και ουκ ηθελήσατε. Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος».

Η μικρά σκευωρία των Φαρισαίων τούτων απέτυχεν. Είτε ο Ηρώδης πράγματι έτρεφεν αόριστον σκοπόν να θανατώση τον Ιησούν, καθώς είχε θανατώσει τον συγγενή Αυτώ Ιωάννην, είτε η φήμη ήτο απλή επίνοια, ο Ιησούς την εθεώρησε μετ' αδιαφορίας. Ό,τι και αν εσχεδίαζεν ο Ηρώδης, η ιδία Αυτού πρόθεσις ήτο να συμπληρώση την βραχείαν διατριβήν Του εν Γαλιλαία εις τον πρέποντα καιρόν και όχι πρότερον. Μία ή δύο ημέρας έμενον έτι εις Αυτόν, καθ' ας θα εξηκολούθει να εκτελή τα έργα του ελέους Του επί πάντας τους ζυτούντας Αυτόν· μετά τούτο, ο χρόνος θα ήρχετο ότε θα ανεχώρει διά τελευταίαν φοράν από τον τόπον ένθα διήλθε την νεότητά Του, και θα έστρεφε το πρόσωπόν του ευσταθώς προς την Ιερουσαλήμ. Έως τότε, (ούτω πρέπει να είπωσι προς τον πανούργον κύριον των μεθ' ου αυτοί ωμοίαζον) ήτο υπό προστασίαν και άσυλον, το οποίον ούτε η πονηρία αυτών ούτε η σκληρότης του αυθέντου των ηδύνατο να παραβιάση.

Και αξίως απένειμεν εις Ηρώδην τον Αντίπαν την μόνην λέξιν της αμιγούς περιφρονήσεως, ήτις μνημονεύεται ότι διήλθέ ποτε τα χείλη Του. Εάν ποτε υπήρξεν άνθρωπος άξιος περισσής και δαψιλούς περιφρονήσεως, ούτος ήτο ο φαύλος και επίορκος ηγεμονίσκος, ο κίβδηλος προς την θρησκείαν, κίβδηλος προς το έθνος του, κίβδηλος προς τους φίλους, κίβδηλος προς τους αδελφούς του, κίβδηλος προς την γυναίκα του, εις τον οποίον ο Ιησούς έδωκε το όνομα «η αλώπηξ αύτη». Αι απάνθρωποι κακίαι των Καισάρων αντανεκλώντο εις τους μικρούς τούτους Νερωνίσκους και Καλιγουλίσκους των επαρχιών, εις τους επιχωρίους τούτους τυράννους, τους ημιιδουμαίους και ημισαμαρείτας, οίτινες επιθήκιζον την χειρίστην διαφθοράν του Καισαρισμού εις ον ώφειλον αυτήν την ύπαρξίν των.

Αν η «αλώπηξ αύτη» ήκουσέ ποτε τον τρόπον καθ' ον τον εχαρακτήρισεν ο Κύριος αγνοούμεν. Εν τη ζωή δεν συνηντήθησαν ειμή την πρωίαν της Σταυρώσεως, ότε ο Αντίπας εξέσπασε κατά του Ιησού τους χλευασμούς του. Αλλά νυν ο Ιησούς συνεπλήρωσε το τελευταίον έργον Του εν Γαλιλαία. Συνεκάλεσε τους οπαδούς Του, και εξ αυτών εξέλεξεν εβδομήκοντα όπως προετοιμάσωσι την οδόν Του. Ο αριθμός των ήτο πιθανώς συμβολικός (λέγουσί τινες ότι αντεστοίχουν εις τα εβδομήκοντα έθνη, εις όσα ο κόσμος διηρέθη, ως λέγεται, κατά την σύγχυσιν των γλωσσών εν τω Πύργω της Βαβέλ), και η αποστολή τοσούτων όπως απέλθωσι προ Αυτού ανά δύο και δύο, και προπαρασκευάσωσι διά την άφιξίν Του εις πάσαν πόλιν ην προυτίθετο να επισκεφθή, υποδηλοί διά την τελευταίαν ταύτην πορείαν άπειρον δημοσιότητα. Αι οδηγίαι όπως έδωκεν αυτοίς πολύ ωμοίαζον μ' εκείνας ας είχε δώσει προς τους Δώδεκα· και διαφέρουσι μόνον κατά την βραχύτητα, επειδή αναφέρονται εις μάλλον παροδικόν διακόνημα. Παρέλιπε τον νυν περιττόν περιορισμόν περί μη επισκέψεως των εθνικών και των Σαμαρειτών· και ίσως απένειμεν αυτοίς ολιγώτερον δαψιλή την θαυματουργόν δύναμιν. Η απαγόρευσις του προσαγορεύειν τινά καθ' οδόν είνε παροιμιώδης περί πάσης εσπευσμένης αποστολής, και προήρχετο εκ τούτου, ότι οι χαιρετισμοί των Ασιανών είνε πολύ μακρότεροι και διεξοδικώτεροι από τους παρ' ημίν συνήθεις. Αι οδηγίαι Του αποπνέουσι προσέτι θλιβερώτερον τόνον, εμπνεόμενον από την πείραν της συνεχούς απορρίψεως.

Και τώρα ήλθεν ο καιρός δι' Αυτόν ν' αναχωρήση, και ν' αναχωρήση εν θλίψει. Άφηνεν εν τούτοις πιστάς τινας καρδίας όπισθέν του, αλλά πόσον ολίγας! Η Γαλιλαία Τον είχεν απορρίψει, ως η Ιουδαία τον απέρριψεν. Επί της μιας όχθης της λίμνης ην ηγάπα, όλος ο όχλος Τον είχε παρακαλέσει ν' αναχωρήση από τα μέρη των· επί της ετέρας, μάτην είχον προσπαθήσει να πικράνωσι τας τελευταίας παρ' αυτοίς ημέρας Του δι' αθλίας σκευωρίας όπως τον τρομάξωσι να φύγη. Εις Ναζαρέτ, την τερπνήν ορεινήν κώμην των παιδικών ημερών Του, εις Ναζαρέτ, την πλήρη από τας αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας Του και της εστίας της πανάγνου Μητρός Του, είχον ζητήσει να τον κατακρημνίσωσιν από την οφρύν του βουνού. Και εις Χοραζίν, εις Καπερναούμ, και εις Βηθσαϊδά, επί των παραδεισίων εκείνων οχθών της αργυράς λίμνης, εις την τερπνοτάτην πρασίνην πεδιάδα, της οποίας πάντα αγρόν είχε διέλθη μετά των Αποστόλων Του, εκτελών έργα ελέους και εκφέρων λόγους αγάπης, κ' εκεί ακόμη έστεργον τους κεκονιαμένους τάφους της Φαρισαϊκής σεμνοπροσωπίας, και τους κενούς τύπους της λευιτικής παροδόσεως, καλλίτερον παρά το φως και την ζωήν ήτις προσεφέρετο αυτοίς υπό του Υιού του Θεού. Ετρέφοντο με σποδόν· και η καρδία των πλανηθείσα διέστρεψεν αυτούς. Εις πολλάς μεγάλας πόλεις της αρχαιότητος, εις την Νινευή και την Βαβυλώνα, εις την Τύρον και την Σιδώνα, επί των Σοδόμων και της Γομόρρας είχεν επιπέσει η οργή του Θεού· αλλά και αυτή η Νινευή και η Βαβυλών θα εταπείνουν τας πομπώδεις ειδωλολατρείας των, αυτή η Τύρος και Σιδών θα επεστρέφοντο εκ των αρπακτικών ματαιοτήτων των, αυτά τα Σόδομα και η Γόμορρα θα μετενόουν από των ρυπαρών ακαθαρσιών των, εάν είχον ιδεί τα κραταιά έργα τα γενόμενα εις τας πολίχνας ταύτας και τας κώμας της θαλάσσης της Γαλιλαίας. Και διά τούτο, Ουαί σοι, Χοραζίν! ουαί σοι, Βηθσαϊδά! και εις σε, Καπερναούμ, την «ιδίαν πόλιν» Του, ουαί και τρις ουαί!

Με τοιούτους στοχασμούς εν τη καρδία, και τοιαύτας λέξεις εις τα χείλη Του, απεχώρησεν από της σκηνής του απορριφθέντος κηρύγματός Του· και επί πάσαν την χώραν ταύτην, και μάλιστα επί του μέρους εκείνου, το ουαί έπεσε. Εκλεκτή ακόμη την καλλονήν, είνε έρημος και κινδυνώδης την κατάστασιν. Τα πετεινά του ουρανού κελαδούσιν ακόμη εκεί, και οι ρύακες ρέουσι, και η γη χλοάζει· αλλ' αι άμπελοι και οι κήποι εξέλιπον, οι στολίσκοι και τα αλιευτικά πλοιάρια έπαυσαν να διασχίζωσι την λίμνην, ο βόμβος ο ανθρώπινος και η τύρβη εσίγησε. Τα ονόματα και αι τοποθεσίαι των πόλεων ελησμονήθησαν. Ερημικός φοίνιξ πλησίον σειράς τινος καλυβών σημειοί τον τόπον και αναμιμνήσκει το όνομα της πολίχνης, όπου έζη η μετανοούσα εκείνη αμαρτωλός, ήτις ένιψέ ποτε του Χριστού τους πόδας διά των δακρύων της και απέμαξεν αυτούς διά των τριχών της κεφαλής της.

Και η γενεά ήτις Τον απέρριψιν, ήτο καταδικασμένη ν' αναπολήση εν αγωνία τας μακαρίας εκείνας ημέρας της επί γης παρουσίας του Υιού του Θεού. Τριάκοντα έτη μόλις παρήλθον, και ο τυφών της Ρωμαϊκής εισβολής ενέσκηψεν επί την τερπνήν εκείνην χώραν. Και όστις θέλη, ας αναγνώση εις τον Ιώσηπον τας φρικωδεστάτας λεπτομερείας των ανηκούστων εκείνων συμφορών, αίτινες επανειλημμένως απέσπασαν από του Εβραίου ιστορικού την ομολογίαν, ότι, αναντιρρήτως, ο Θεός ήτο όστις έφερε τους Ρωμαίους διά να τιμωρήσωσι τους Γαλιλαίους. Εκ των χιλιάδων εκείνων των σφαγέντων εντός της λίμνης, εκ των χιλιάδων και μυριάδων των σφαγέντων ανά την χώραν, εκ των χιλιάδων των σταλέντων να βοηθήσωσι τον Νέρωνα εις την διόρυξιν του Ισθμού του Άθω, εκ των μυριάδων των εξανδραποδισθέντων και ως δούλων πραθέντων, πόσοι άρα ήσαν οίτινες να ενθυμήθησαν τότε Εκείνον ον απώθησαν, και ν' ανεπόλησαν ότι το τέλος των χαριτοβρύτων λόγων όσα εξήλθον εκ του στόματός Του ήτο εκείνο το ο υ α ί, το οποίον η σκληροτραχηλία των προυκάλεσε!

Δεν ηδύναντο ειμή να είνε θλίψις εις τοιαύτην αναχώρησιν από τοιαύτης σκηνογραφίας. Και όμως το θείον πνεύμα του Ιησού δεν ηδύνατο επί μακρόν να κυριεύηται υπό καταναλισκούσης θλίψεως. «Εν εκείνη τη ώρα ηγαλλιάσατο ο Ιησούς τω πνεύματι». Και είπεν. «Εξομολογούμαι Σοι, Πάτερ, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναι, ο Πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν Σου». Και τότε, εν αυτή τη ώρα της χαρμονής και της εκστάσεως, εξεστόμισε τας τρυφερωτάτας εκείνας λέξεις τας εξενεχθείσας ποτέ εν γλώσση ανθρωπινή, ως πρόσκλησιν του Θεού προς τα τέκνα Του εν τη πασχούση οικογενεία της ανθρωπότητος, «Δεύτε προς Με οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν Μου εφ' υμάς, και μάθετε απ' Εμού ότι πράος ειμι, και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών».

Και αν η αληθής χαρά πρέπει να είνε αυστηρά και αγνή και αμιγής και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού. Τους προέτρεψε δε μάλλον διότι τα ονόματά των ενεγράφησαν εν τοις ουρανοίς.

Προσέτι δε εχάρη τω πνεύματι διότι απορριφθείς υπό των Γραμματέων και Φαρισαίων, ηγαπάτο και ελατρεύετο υπό τελωνών και αμαρτωλών. Οι πτωχοί τους οποίους ευηγγελίζετο, οι τυφλοί ων τους οφθαλμούς είχεν έλθη ν' ανοίξη, οι ασθενείς τους οποίους είχεν έλθει ν' ιατρεύση, οι απολωλότες τους οποίους αποστολήν είχε να ζητήση και να σώση, όλοι ούτοι συνέρρεον μετ' εγκαρδίου ευγνωμοσύνης προς τον Καλόν Ποιμένα, τον Μέγαν Ιατρόν. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, ως συνήθως, εγόγγυζον, αλλά τι τούτο προς τους χαίροντας ακροατάς; Προς τους κοπιώντας και πεφορτισμένους ελάλει εν πάση ποικίλη μορφή ελπίδος, ευλογίας και παραμυθίας. Διά της παραβολής της Πτωχής Χήρας τους εδίδαξε το χρέος της πίστεως και το βέβαιον της αμοιβής εις την άπαυστον και ένθερμον προσευχήν. Διά της παραβολής του αλαζόνος, ευυπολήπτου, νηστεύοντος, ελεούντος, αυτάρκους Φαρισαίου, όστις ανελθών ίνα προσευχηθή εις το Ιερόν, απήλθεν οίκαδε ολιγώτερον δεδικαιωμένος ή ο ταλαίπωρος Τελώνης, όστις μίαν μόνον κραυγήν εξέπεμπεν ενώ ίστατο τύπτων το στήθος και ταπεινών τους οφθαλμούς, τους εδίδαξεν ότι ο Θεός καλλίτερον αγαπά την εν ταπεινώσει μετάνοιαν ή την κομπάζουσαν αγαθοεργίαν, και ότι πνεύμα συντετριμμένον και καρδία τεταπεινωμένη είνε κρείττων θυσία εις τον Θεόν. Ου μόνον δε τούτο, αλλά τους έκαμε να αισθανθώσιν ότι είνε προσφιλείς τω Θεώ, ότι, καίτοι πλανώμενα τέκνα, είνε τέκνα Του. Και διά τούτο εις τας παραβολάς του Απολωλότος προβάτου και της Απολομένης Δραχμής επιπροσέθηκε την του Ασώτου υιού.

Είπον ήδη ολίγα περί της παραβολής ταύτης, αλλά θα μοι συγχωρηθή να προσθέσω ενταύθα ότι, ουδέποτε βεβαίως εν τη ανθρωπίνη γλώσση τοσούτος και τοιούτος θησαυρός, ή μάλλον κόσμος ολόκληρος αγάπης, σοφίας και τρυφερότητος συνεπτύχθη εις τόσον ολίγας αθανάτους λέξεις. Εκάστη γραμμή, εκάστη απόχρωσις της εικόνος είνε έμπλεως υπερφυούς καλλονής. Η τολμηρά και κενόδοξος απαίτησις του πτωχού νέου δι' ό,τι θα ηδύνατο ν' απολαύση εκ της ζωής, η από της πατρώας οικίας αναχώρησις, η εις μακράν χώραν αποδημία, ο βραχύς σπασμός της απολαύσεως εκεί, ο ισχυρός λιμός εν τη χώρα εκείνη, η πρόωρος εξάντλησις παντός ό,τι θα ηδύνατο να καταστήση την ζωήν ευγενή και αγαστήν, η επακολουθήσασα άβυσσος του εξευτελισμού και της πτωχείας, η περιφρονητική ολιγωρία την οποίαν ηναγκάζετο να υποφέρη παρά των πολιτών της χώρας την οποίαν είχε προκρίνει της ιδίας πατρίδος του, το πώς ήλθεν εις εαυτόν και ανελογίσθη παν ό,τι είχεν αφήσει οπίσω του, η επάνοδος η εν συντριβή καρδίας και εν ταπεινώσει και μετανοία, το πώς ο πατήρ του τον είδε μακρόθεν και πώς κατενύγη και ευσπλαγχνίσθη επί τον πτωχόν τούτον άσωτον, η θορυβώδης χαρά της όλης οικίας επ' αυτώ όστις ήτο αγαπητός και απολωλώς και είχεν επανέλθη νυν εις την εστίαν, η άδικος ζηλοτυπία και το ευτελές παράπονον του πρεσβυτέρου υιού, και τέλος η κατακλείς εκείνη της παραβολής, ως εν υψηλή μελωδία:

«Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και τα εμά πάντα σα εστι. Ευφρανθήναι δε και χαρήνει έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη»· όλα ταύτα όντως είνε θεία τις επιτομή της πλάνης του ανθρώπου και της αγάπης του Θεού, οποίαν ουδέ ους ανθρώπου ήκουσέ ποτε αλλαχού. Βάλετε από το έν μέρος της πλάστιγγος όλα όσα ο Κομφύκιος, ο Βούδδας, ο Ζωροάστρης και ο Σωκράτης έγραψαν ή είπαν, βάλετε από το άλλο μέρος μόνην την παραβολήν του Ασώτου, και θα ίδητε πού θα βαρύνη η πλάστιγξ. Η παραβολή αύτη είνε η θεία προσαρμογή εις τας ανάγκας του ανθρώπου.

Ούτως η μεγάλη πορεία επλησίαζε βαθμηδόν εις το τέρμα της. Η φοβερά επισημότης, η σκιά, ούτως ειπείν, της επερχομένης καταδίκης, το υπονοούμενον «πολύ αργά», χαρακτηρίζουσι την αφήγησιν ταύτην ην διετήρησεν ημίν μόνος ο ιερός Λουκάς. Φαίνεται ως ν' ακούωμεν απ' αρχής μέχρι τέλους έν ημιτόνιον της βαθείας εκείνης περιπαθείας την οποίαν είχεν εκφράσει ο Χριστός: «Έχω βάπτισμα βαπτισθήναι· και πώς κωλυθήσομαι έως αν πληρωθή τούτο». Ήτο λύπη δι' όλην την διακοπείσαν ειρήνην και την οργίλην αντίδρασιν την οποίαν το έργον Του θα επροκάλει επί της γης, και το αίσθημα ότι ήτο παρασκευασμένος να βαπτισθή (ήτοι να βυθισθή) εις την εκούσιον αγωνίαν της ήδη εξαναφθείσης φλογός. Και τούτο φαίνεται να εξέπληξε τα πνεύματα όλων των ακουόντων Αυτού. Ούτοι είχον προσδοκίαν, έμφοβον ή χαρμόσυνον κατά την κατάστασιν της ιδίας συνειδήσεώς των, μεγάλου τινός. Νέα τις φανέρωσις, αποκάλυψις διαλογισμών εκ καρδιών ανθρώπων, επέκειτο ήδη. Τέλος οι Φαρισαίοι έλαβον θάρρος να Τον ερωτήσωσι, «Πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού;» Υπήρχεν ανυπομονησία και υλοφροσύγη τις, ίσως και δόσις σαρκασμού, εις το ερώτημα, ωσανεί έλεγον, «Πότε όλον το κήρυγμα και η προπαρασκευή αύτη λαμβάνει πέρας, και ο καιρός της ενεργείας έρχεται;» Η απόκρισίς Του, ως συνήθως, υπεδείκνυεν ότι η άποψίς των ήτο όλως σφαλερά. Η έλευσις της βασιλείας του Θεού δεν ηδύνατο να εξακριβωθή διά της περιέργου εκείνης επισκοπήσεως εις ην επεδίδοντο ούτοι. Ψευδόχριστοι και ψευδοδιδάσκαλοι δυνατόν να έκραζον «ίδε ώδε» και «ίδε εκεί», αλλ' η βασιλεία αύτη ήτο ήδη εν τω μέσω αυτών. Η απάντησις αύτη ήρκει διά τους Φαρισαίους, αλλά προς τους μαθητάς Του προσέθηκε ρήματα εμπερικλείοντα την πληρεστέραν εξήγησιν. Και αυτοί εντελώς δεν κατενόουν ότι η βασιλεία είχεν έλθει ήδη. Οι οφθαλμοί των ητένιζον εις τα εμπρός εν απλήστω προσδοκία ενδόξου τινός μέλλοντος· αλλ' εις το μέλλον, όσον ένδοξον και μονήρης, πόσον άφατος και άρρητος και ανεκλάλητος πρέπει να ήτο η χαρά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όστις ήλθε ίνα δώση εις πάντας τους αγαπώντας Αυτόν, από του νυν και έως του αιώνος, χαράν ην «ουδείς αίρει απ' αυτών», χαράν ην ο κόσμος ούτε να δώση ούτε ν' αφαιρέση δύναται!

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain