Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 29
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'.
Η Μεγάλη αρά
«Διδάσκαλε καλώς είπας.» – «Ποία εντολή μεγάλη.» – Ερώτησις του Ιησού προς τους γραμματείς. – Ο υιός του Δαυβίδ και ο κύριος του Δαυβίδ, – «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» – «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ.» – Πλήρωσις της προφητείας.
Όλοι ακούσαντες και αυτοί οι υπέρφρονες Σαδδουκαίοι πρέπει να ησθάνθησαν βαθέως την υψηλήν σεμνότητα των αποκρίσεων εκείνων. Το ακροόμενον πλήθος και εξεπλήσσετο και ηδύνετο. Τινές των γραμματέων ευχαριστηθέντες από την πνευματικήν αναίρεσιν μιας απιστίας την οποίαν οι συλλογισμοί των υπήρξαν ανίσχυροι να θεραπεύσωσι δεν ηδυνήθησαν να μη ανακράξωσι, «διδάσκαλε καλώς είπας.» Η πλέον ή ανθρωπίνη σοφία των απαντήσεων τούτων επέφερε και μεταξύ των εχθρών Του στιγμιαίον αντιπερισπασμόν προς χάριν Του. Αλλά και πάλιν το ακόρεστον πνεύμα της απιστίας και της διαφωνίας εξηγέρθη, και την φοράν ταύτην γραμματεύς τις ενόμισεν ότι και αυτός έπρεπε να δοκιμάση την έκτασιν της μαθήσεως και της σοφίας του Χριστού. Ηρώτησε δι' ερώτημα το οποίον πάραυτα απέδειξε ψευδή και ουχί πνευματικήν έποψιν των πραγμάτων, «διδάσκαλε ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω;»
Αι Ραββινικαί σχολαί εν τω σαρκικώ και παχυλώ πνεύματι της λατρείας του γράμματος είχον σωρεύσει μεγάλους σωρούς λεπτολογίας επί του Μωσαϊκού κώδικος. Πλην άλλων δεν έπαυσαν ποτέ να μετρώσι και να σταθμίζωσι και να ταξεινομώσι και να διυλίζουσι όλας τας διαφόρους εντολάς του λειτουργικού και του ηθικού νόμου. Είχον έλθει εις το σοφόν συμπέρασμα ότι υπήρχον 248 θετικαί εντολαί, τόσαι όσαι και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, και 365 αρνητικαί εντολαί τόσαι όσαι αι αρτηρίαι και αι φλέβες ή αι ημέραι του έτους· το όλον 613 όσος είνε και ο αριθμός των γραμμάτων εν τω δεκαλόγω. Λοιπόν από τοιούτον μέγα πλήθος εντολών και απαγορεύσεων όλαι βεβαίως δεν θα ήσαν της αυτής αξίας· άλλαι ήσαν ελαφραί και άλλαι βαρείαι· αλλά ποίαι; και τις ήτο η μεγίστη πασών εντολή; Κατά τινας Ραββίνους η σπουδαιοτάτη πασών των εντολών είνε η περί των κρασπέδων και των φυλακτηρίων και όστις επιμελώς τηρεί αυτήν θεωρείται ως να ετήρησε όλον τον νόμον! Τινές ενόμιζον την παράληψιν των καθαρμών και πλύσεων τόσον κακήν όσον και την ανθρωποκτονίαν· άλλοι ότι αι εντολαί της Μισνάς ήσαν όλαι βαρείαι, αι δε του νόμου, άλλαι βαρείαι και άλλαι ελαφραί· άλλοι εθεώρουν την τρίτην εντολήν ως ούσαν την μεγίστην πασών. Ουδείς εξ αυτών είχε κατανοήσει την μεγάλην αρχήν, ότι η εκουσία αθέτησις μιας εντολής είνε παράβασις όλων, επειδή σκοπός όλου του νόμου είνε το πνεύμα της υπακοής εις τον Θεόν. Ουχ ήττον οι μάλλον πεφοτισμένοι των Ραββίνων είχον ήδη νοήση ότι η μεγίστη πασών των εντολών, επειδή ήτον η πηγή πασών των άλλων, ήτο εκείνη ήτις επέβαλλε την αγάπην προς τον ένα αληθή Θεόν. Ο Ιησούς είχεν λάβει ήδη αφορμήν να εκφράση την επιδοκιμασίαν του επί της κρίσεως ταύτης, και τώρα την επαναλαμβάνει. Δεικνύων τα κράσπεδα των γραμματέων εν οις μία των αναγραφομένων διατάξεων ήτο το εδάφιον 4. Κεφ. ΣΤ'. του Δευτερονομίου, το αναγινωσκόμενον δις της ημέρας υπό παντός θεοσεβούς Ισραηλίτου, είπεν αυτοίς ότι αύτη ήτο η μεγίστη πασών των εντολών, «Άκουσον Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών είς κύριος, και αγαπήσεις κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας σου»· και ότι η δευτέρα ήτο ομοία αυτή, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αγάπη προς τον Θεόν αποβαίνουσα αγάπη προς τον Άνθρωπον, αγάπη προς τον άνθρωπον τον αδελφόν μας εκπηγάζούσα από της αγάπης προς τον πατέρα μου τον Θεόν, αύται αι δύο μεγάλαι εντολαί εν αις όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
Αι εντολαί τας οποίας εμνημόνευσεν ως τας μεγίστας δεν ήσαν ειδικαί, αλλά γενικαί, ουχί επίλεκτοι εκ πολλών, αλλά περιλειπτικαί πασών. Ο γραμματικός έσχε τον νουν να παρατηρήση και την ειλικρίνειαν να ομολογήση ότι η απόκρισις του Ιησού ήτο πλήρης σοφίας. «Διδάσκαλε αληθή είπας ανέκραξε». Ο Ιησούς επεδοκίμασε την ειλικρίνειάν του και είπε προς αυτόν νουθετών και ενθαρρύνων άμα ότι, δεν ήτο μακράν από της βασιλείας των ουρανών. Το συνέδριον είχε λάβει ήδη πείραν εκ της ήττης των επανηλειμμένων στρατηγημάτων του και της ταπεινώσεως της κομπορρήμονος σοφίας των ότι μία ακτίς φωτός από το στόμα εκείνο ήτο ικανή να διασκεδάση και να διαλύση όλην την σκοτόμαιλαν της κενής λογομαχίας και των περιτέχνων σοφισμάτων των. Αλλ' ήτο καλόν δι' αυτούς να πεισθώσι, πόσον ευκόλως εάν Αυτός ήθελε θα ηδύνατο να μεταχειρισθή εναντίον των, μεθ' υπερόπλου δυνάμεως, αυτά τα μηχανήματα τα οποία εκείνοι μετ' αποτελεσμάτων τόσων ματαίων και τόσων ολεθρίων δι' αυτούς είχον βάλει εις πράξιν εναντίον του. Διά τούτο επρόβαλε προς αυτούς έν απλούν ερώτημα βασιζόμενον επί των ιδίων των ερμηνευτικών αρχών και εξηγμένον έκ τινος ψαλμού του Δαυίδ τον οποίον εθεώρουν ως αναφερόμενον εις τον Μεσσίαν. Εν τω ψαλμώ εκείνω υπάρχει η έκφρασις «είπεν ο Κύριος (Ιεχωβά) τω Κυρίω μου (Αδωναΐ) κάθου εκ δεξιών μου». Τι σας φαίνεται, τους είπε, περί του Χριστού, Τίνος Υιός είνε; λέγουσι Αυτώ, του Δαυίδ. Εάν λοιπόν, είπε, είνε υιός του Δαυίδ πώς ο Δαυίδ τον ονομάζει Κύριόν Του; ηδύνατο ο Αβραάμ να ονομάση τον Ισαάκ ή τον Ιακώβ ή τον Ιωσήφ ή κανέναν εκ των απογόνων του Κύριόν του; εάν όχι πώς ο Δαυίδ έπραξεν ούτω; Μία μόνη ήτο δυνατόν να υπάρχει απάντησις· διότι ο υιός εκείνος θα ήτο θείος όχι ανθρώπινος· υιός του Δαυίδ εξ ανθρωπίνης γεννήσεως, αλλά Κύριος του Δαυίδ εκ θείας υποστάσεως. Αλλά δεν ηδύναντο να εύρωσι την απλήν ταύτην εξήγησιν ούτε καμμίαν άλλην· δεν ηδύναντο να την εύρωσι διότι ο Ιησούς ήτον ο Μεσσίας των και τον απέρριψαν. Επροτίμουν να αγνοώσι το γεγονός ότι αυτός ήτον κατά σάρκα υιός του Δαυβίδ· και όταν ως Μεσσίαν των ωνόμασαν αυτόν υιόν του Θεού ύψωσαν τας χείρας εν φρίκη και έλαβον λίθους διά να τον λιθοβολήσωσι. Ούτω και ενταύθα η σοφία των εναυάγησε και ενώ ηξίουν να είνε αρχηγοί του λαού ουχ ήττον επί θέματος τόσον τακτικού και τόσον σπουδαίου όσον αι περί Μεσσίου ελπίδες των κατεδικάσθησαν δευτέραν φοράν κατά την αυτήν ημέραν ως «τυφλοί τυφλών οδηγοί» και ηγάπων την τύφλωσίν των. Δεν ήθελον να αναγνωρίσωσι την αμάθειάν των δεν μετημελούντο εκ των σφαλμάτων των· το πικρόν δηλητήριον του μίσους των δεν αφηρέθη διά της μακροθυμίας των, η βαθεία νυξ της διαστροφής των δεν διελύθη διά της σοφίας των.
Η πρόθεσίς των όπως τον απολέσωσιν ήτο σταθερά, επίμονος, αμετάτρεπτος. Εάν μία σκευωρία απετύγχανεν επεδίδοντο μετά πείσμονος μοχθηρίας εις εξύφανσιν άλλης. Και διά τούτο αφού η Αγάπη μάτην είχεν διαδραματήσει το μέρος της, η Εκδίκησις παρήλθεν επί την σκηνήν· αφού το Φως του κόσμου δεν έφαινε δι' αυτούς φωτισμόν γνώσεως η αστραπή έπρεπε να τους γνωστοποιήση τον κίνδυνον. Στραφείς τότε Εκείνος προς τους μαθητάς Του εις επίκοον παντός του λαού εξηκόντισε κατά των ενόχων κεφαλών των βροντήν επί βροντής και κεραυνούς εσχάτης καταδίκης. Εφόσον αντεπροσώπευον νόμιμον εξωτερικήν εξουσίαν προέτρεψε τους ακροατάς του να τους σέβωνται, αλλά τους εσυμβούλεσε να μη μιμώνται την κιβδηλίαν των, την τυραννίαν των, την επίδειξίν των, την αγάπην της πρωτοκαθεδρίας, και τον τίτλον, την φιλαργυρίαν και την έπαρσίν των. Και είτα πανδήμως και τρομερώς εξέφερε κατ' αυτών το οκταπλούν εκείνο, «&Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί&» στιγματίζων αυτούς διά πυρίνων εκφράσεων αίτινες κόπτουν και καίουν. Ουαί εις αυτούς διά την βλαβεράν μάθησιν ήτις κλειεί τας πύλας των ουρανών και διά την ολέθριον ζηλοτυπίαν ήτις δεν επιτρέπει εις άλλους να εισέλθουν! Ουαί εις αυτούς διά την καταθλιπτικήν υποκρισίαν των και δείψαν της πλεονεξίας των! Ουαί διά τον προσηλυτίζονα φανατισμόν των όστις μόνον παράγει μάλλον επικίνδυνον διαφθοράν! Ουαί διά την μωρίαν των ήτις τόσον συγχέει την ιερότητα των όρκων ώστε να φέρει τους οπαδούς των εις βάναυσον βεβήλωσιν! Ουαί διά την μικροπρεπή λεπτολογίαν των ήτις αποδεκατίζει το άνηθος και τα κύμινον και δεν φροντίζει διά την δικαιοσύνην και το έλεος και την πίστιν! Ουαί διά την εξωτερικήν καθαριότητα του ποτηρίου και της παροψίδος εν αντιθέσει προς την εσωτερικήν ριπαρείαν και την αρπαγήν και την αδικίαν των! Ουαί διά τους λευκούς τάφους τους οποίους εμιμούντο κατά το εξωτερικόν ενώ εσωτερικώς ήσαν μεστοί υποκρίσεις και ανομίας! Ουαί διά την χλευαστικήν μεταμέλειαν ήτις κατεδίκαζε τους πατέρας των διά τον φόνον των Προφητών και όμως αντανέκλα ακόμη το φονικόν πνεύμα των πατέρων εκείνων, υπερέβαλε μάλιστα το μέτρον της Ενωχής των διά φοβερωτέρας θυσίας! Φευ εις την γενεάν επάνω εις την οποίαν θα έλθη όλον το αίμα των δικαίων από του αίματος του Άβελ έως του αίματος του Ζαχαρίου τον οποίον εφόνευσαν μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου.
Και εις το μέρος τούτο η φωνή ήτις είχε ηχήσει με τόσον δικαίαν αγανάκτησιν ερράγει εις τον τρυφερώτερον έλεγον, «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσεία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ' ηθελήσατε! Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος· λέγω γαρ υμίν ου μη με ίδητε απ' άρτι έως αν είπητε, «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
«Ουαί ημίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» Απετόλμησάν τινες να κατηγορήσωσι τας λέξεις ταύτας επί αδικία και πικρία· ν' αποδώσωσιν αυτάς εις έκρηξιν αναξίας απογοητεύσεως και αδικαιολογήτου οργής. Αλλά τότε η αμαρτία δεν πρέπει ποτέ να αποδοκιμάζηται; η υποκρισία δεν πρέπει να αποκαλίπτηται; η ηθική αγανάκτησις δεν είνε αναγκαίον στοιχείον εις την δικαίαν ψυχήν; Αυτό το Ταλμούδ, περιγράφει επτά τάξεις των Φαρισαίων, εκ των οποίων αι έξ (6) χαρακτηρίζοντας διά μίγματος υψηλοφροσύνης και απάτης. Μόνον η εβδόμη τάξις είνε η τάξις των γνησίων Φαρισαίων, οίτινες αγαπώσι πράγματι τον Θεόν.
«Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος», και μη η κατάρα αύτη δεν επληρώθη φοβερώς; Ομιλών περί του φόνου του νεωτέρου Άννα και άλλων εξεχόντων προκρίτων της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος λέγει: «Δεν δύναμαι, ει μη να πιστεύσω, ότι ο Θεός κατεδίκασε την πόλιν του εις όλεθρον, ως μεμολυσμένην πόλιν και απεφάσισε να καθαρίση το αγιαστήριόν του διά πυρός, αφού όλοι οι σεβάσμιοι ιερείς επεβλήθησαν έξω γυμνοί και σφαγιασθέντες ερρίφθησαν βορά εις τους κύνας και εις τα θηρία». Ουδέποτε υπήρξε διήγησις τόσον φρικώδης και απαισία, όσον η ιστορία της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ. Ουδέποτε προφητεία επληρώθη πληρέστερον και τρομερώτερον, ή αύτη του Χριστού. Το αίμα διαφόρων πτωμάτων, ιερέων, πρεσβυτέρων και αρχόντων του Ισραήλ εσχημάτισε λίμνας εν ταις αυλαίς του Ναού· τα πτώματα σωρηδόν έκειντο επ' αυτών των βαθμίδων του θυσιαστηρίου, αι δε φλόγες έκαιον επί ημέρας και νύκτας τον Ναόν της Ιερουσαλήμ τον ωραίον και άγιον Οίκον του Θεού, εξ ου πράγματι δεν απέμεινεν, λίθος επί λίθου.
Και όλον το δίκαιον αίμα το εκχυθέν επί της γης δεν ήλθεν επί την γενεάν εκείνην; πολλοί εκ της γενεάς εκείνης δεν επέζησαν να ίδωσι και αισθανθώσι τας αφάτους φρικαλεότητας, τας οποίας διηγείται ο Ιώσηπος; να ίδωσι τους αδελφούς των να σταυρόνωνται άλλοι ορθοί, άλλοι πλαγίως, και άλλοι ανάποδα, έως ότου «χώρος δεν υπήρχε διά τους σταυρούς, και σταυροί διά τους καταδίκους;» να ίδωσι εξακοσίας χιλιάδας σωμάτων εκφερομένας έξω των πυλών της πόλεως; να ίδωσι φίλους παλαίοντας διά μικρόν χόρτον, όπως τραφώσι; ν' ακούσωσι την φρικώδη ιστορίαν της αθλίας μητρός, ήτις εις τους σπασμούς της πείνης έφαγε τα ίδια τέκνα της; ν' απολυθώσι ως δούλοι εις τοσούτον πλήθος, ώστε επί τέλους κανείς να μη ευρίσκεται να τους αγοράση; να ίδωσι εις τας οδούς να ρέη ποταμηδόν το αίμα, και το πυρ, να καίη τας οικίας τας περιρρεομένας από το αίμα των υπερασπιστών των; κατά την φοβεράν εκείνην πολιορκίαν πιστεύεται, ότι εσφράγησαν [;] έν εκατομμύριον και εκατό χιλιάδες ανθρώπων εκτός των εννενήκοντα επτά χιλιάδων, οίτινες απήχθησαν αιχμάλωτοι. Ήτο φοβερόν πράγμα να αισθάνηταί τις, όπως τινές των επιζώντων και των αυτοπτών, και ούτοι ουχί Χριστιανοί ησθάνθησαν, ότι η πόλις ήτο αξία της καταστροφής, την οποίαν υπέστη, διότι είχε παραγάγει γενεάν ανθρώπων, οίτινες υπήρξαν οι αίτιοι, των συμφορών της· και ό,τι «ούτε άλλη πόλις υπέστη ποτέ τοιαύτα δεινά, ούτε άλλος αιών εγέννησέ ποτε γενεάν γονιμωτέραν εν ανομία και πονηρία, ή όσον ήτο αύτη από καταβολής κόσμου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'.
Χαίρειν εις τον Ναόν
Η πτωχή χήρα. – Η αληθής ελεημοσύνη. – Λαμπρότης του Ναού – «Ούτε λίθος επί λίθου». – Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών. – Η Συντέλεια των αιώνων. – Η παραβολή των Δέκα Παρθένων. – Τελευταίος εσπερινός περίπατος εις Βηθανίαν.
Μετά γλώσσαν, οία αύτη η συνδιαλλαγή δεν ήτο δυνατή. Ότε ο Ιησούς κατέλιπεν τον Ναόν οι μαθηταί Του πρέπει να συνησθάνθησαν, ότι κατελίμπανεν αυτόν διά πάντοτε.
Αλλά πριν απέλθη, έν άλλο συμβάν επήλθε, το οποίον τον έκαμε να καταλίπη τους περιβόλους του Οίκου του Πατρός Του, με λέξεις όχι οργής αλλά επιδοκιμασίας. Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της. Τα χείλη των πλουσίων προσκυνητών δυνατόν, να συνεστάλησαν μετά περιφρονήσεως προς την προσφοράν ταύτην, ήτις ήτο δυο λεπτά. Αλλ' ο Ιησούς ηυχαριστήθη από την ταπεινήν αυτοθυσίαν της χήρας. Ήτο η προσφορά αύτη ομοία με το ποτήριον ψυχρού ύδατος, το διδόμενον εξ αγάπης, και το οποίον εν τη βασιλεία του δεν θα μείνη αβράβευτον. Ήθελε να διδάξη διά πάντοτε το μέγα μάθημα, ότι η ουσία της ελεημοσύνης είνε η αυτοθυσία, και η αυτοθυσία της χήρας ταύτης εν τη πτωχεία της ήτο πολύ μεγαλειτέρα της του πλουσιωτάτου Φαρισαίου, όστις είχε συνεισφέρει τον χρυσόν του. Διότι όλοι ρίπτουσιν εκ του περισσεύματος, αύτη δε έρριψεν εκ του υστερήματος αυτής.
Και τώρα ο Ιησούς απήλθε του Ναού διά τελευταίαν φοράν· αλλά τα αισθήματα των Αποστόλων, ακόμη προσεκολλώντο μετ' αγάπης, και υπερηφανείας εις τον ιερόν εκείνον χώρον· εστάθησαν δε να ρίψωσιν επ' αυτού τελευταίον βλέμμα πόθου, και εις τούτων επροθυμήθη να επιστήση την προσοχήν του εις τα ωραία μάρμαρα, και τα πολύτιμα αυτού αναθήματα· εις τας εννέα εκείνας πύλας τας χρυσοκολλήτους και αργυροκολλήτους, εις τα λαμπρά και υψηλά προπύλαια· εις τους μεγαλοπρεπείς εκείνους κίονας, και εις τας γλυφάς και τα αραβουργήματα, εις τα εναλλασσόμενα ερυθρά και λευκά μάρμαρα, και εις τας άλλας λαμπρότητας του κτιρίου.
Αλλ' η καρδία του Ιησού ήτο τεθλιμμένη. Δι' αυτόν η αληθής καλλονή ενός ναού συνίστατο εις την ειλικρίνειαν των προσκυνητών του, και ουδεμία επίγειος μεγαλοπρέπεια θα ίσχυε να μεταβάλλη το σπήλαιον εκείνο των ληστών εις οίκον προσευχής. Συντόμως και αυστηρώς απήντησεν ο Ιησούς, «βλέπετε τας μεγάλας ταύτας οικοδομάς; ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθου.» Ήτο το τελευταίον «εκχορώμεν» της αποχωρούσης θεότητος. Ο Τάκιτος και ο Ιώσηπος διηγούνται, πως κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, ηκούσθη η φοβερά αύτη φωνή· αλλά τώρα εξεφέρετο εν τη πραγματικότητι καίτοι σεισμός δε την συνώδευσε, αλλ' εξηνέχθη ησύχως. Τριάκοντα πέντε έτη ύστερον ο λαός εκείνος μετεβλήθη εις κόνιν· ούτε ο Αδριανός, ούτε ο Ιουλιανός ηδυνήθησαν να κτίσωσιν επί της τοποθεσίας του· και τόρα αυτή η τοποθεσία είνε αβέβαιον πράγμα.
Θλιβερώς και σιωπηλώς η μικρά συνοδία έστρεψε τα νώτα προς τον ιερόν δόμον, όστις ίστατο εκεί, η επιτομή της Ιουδαϊκής ιστορίας, από των ημερών του Σολομώντος και εντεύθεν. Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις. Εις το βάθος από το έν μέρος κάτωθεν Αυτού, έκειτο η Αγία Πόλις, ήτις από πολλού είχε καταστή πόρνη, και ήτις τώρα, την ημέραν ταύτην, την τελευταίαν μεγάλην ημέραν της επιγείου διακονίας Του, είχεν αποδείξει οριστικώς, ότι «ουκ εγίνωσκεν καιρόν επισκέψεως αυτής». Παρά τους πόδας του έκειντο αι κλιτύες των Ελαιών και του κήπου της Γεθσημανή. Επί της αντιπέραν κλιτύος ηγείροντο τα τείχη της πόλεως, και το ευρύ οροπέδιον το επιστεφόμενον με τα μαρμάρινα περιστύλια, και τας στιλβούσας οροφάς του Ναού. Στρεφόμενος ανατολικώς θα έβλεπε τα γυμνά όρη της ερήμου της Ιουδαίας μέχρι της πορφυριζούσης γραφής των ορέων Μωάβ. Εις δε τα βαθέα κοιλώματα του Γωρ έκειντο τα μυστηριώδη ύδατα της θαλάσσης του Λωτ, και πανταχόθεν εφαίνοντο δείγματα της οργής του Θεού και της αμαρτίας του ανθρώπου. Και ο δύων ήλιος της επιγείου ζωής του έρριπτε βαθυτέρας και σκοτεινοτέρας αποχρώσεις καθ' όλην την σκηνήν της επιγείου αποδημίας του.
Δυνατόν αι σκιαί της διανοίας του να απέρριπτον παράδοξον επισημότητα εις την στάσιν, και τους χαρακτήρας του, καθώς εκάθητο σιωπών, εν μέσω της σιγηλής, και τεθλιμμένης συνοδίας των ολίγων πιστών οπαδών του. Μετά φόβου οι εκλεκτότεροι των Αποστόλων Του, ο Πέτρος και Ιάκωβος, και Ιωάννης, και Ανδρέας ήλθον εγγύς εις αυτόν, και καθώς είδον το όμμα του προσηλούμενον επί του Ναού, τον ηρώτησαν ιδιαιτέρως, «Πότε ταύτα γενήσονται; και ποίον το σημείον της ελεύσεώς σου και της συντελείας του κόσμου;» Η ερώτησίς των περί του Πότε έμεινε προς το παρόν άνευ απαντήσεως. Αλλ' η ερώτησις των Αποστόλων προυκάλεσε επ' αυτού τον μέγαν περί συντελείας λόγον, του οποίου τα τέσσαρα ηθικά γνωρίσματα, είνε: Φ υ λ ά τ τ ε σ θ ε και Α γ ρ υ π ν ε ί τ ε και Κ α ρ τ ε ρ ε ί τ ε και Π ρ ο σ ε ύ χ ε σ θ ε.
Άπειροι δυσκολίαι ευρέθησαν εις τον λόγον τούτον, και μακραί πραγματείαι εγράφησαν προς αναίρεσιν τούτων. Η εσκεμμένη δε ασάφεια με την οποίαν η θέλησις του Θεού περιέβαλε τας λεπτομερείας ταύτας περί του μέλλοντος, αίτινες θα υπηρέτουν μόνον, την ματαίαν περιέργειαν, (ή τα παραλύοντα φόβον θα καθιστώσι πάντοτε δυσνόητα μέρη τινά αυτού. Αλλ' εάν παραβάλλωμεν τας εκθέσεις των τριών Συνοπτιστών, και ίδωμεν πώς αμοιβαίως επιρρίπτουσι φως, επ' αλλήλους, εάν αναλογισθώμεν, ότι και υπό των τριών οι λόγοι του Ιησού αναφέρονται μόνον κατ' ουσίαν, εάν έχωμεν την βεβαιότητα, ότι ο σκοπός της προφητείας εις όλας τας εποχάς υπήρξε η ηθική νουθεσία μάλλον, ή η αμυδροτέρα χρονολογική ένδειξις, καθ' όσον εις την φωνήν της προφητείας, ως και εις τον οφθαλμόν του Θεού πας χρόνος είνε μόνον έν αιώνιον ενεστώς, «χίλια έτη εν οφθαλμοίς Κυρίου, ως ημέρα, ή χθες ήτις διήλθε» εάν τέλος αποδεχθώμεν μετά πεποιθήσεως και σεβασμού την δήλωσιν αυτού του Κυρίου, ότι εις αυτόν, ως εις άνθρωπον δεν είνε γνωσταί αι ημέραι και αι ώραι, και ότι «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους και καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», εάν, λέγω, αναγνώσωμεν τα κεφάλαια εκείνα υπ' όψει έχοντες τοιαύτας αρχάς τότε είμαι βέβαιος, ότι αι πλείσται των δυσχερειών αίρονται αφ' εαυτών.
Δήλον γίνεται εξ αντιπαραβολής τον Λουκά προς τους άλλους δύο ευαγγελιστάς, ότι ο Ιησούς έστρεψε τους λογισμούς των μαθητών του προς δύο ορίζοντας, ένα εγγύς, και ένα απώτερον. Η μεθόρειος γραμμή εκατέρου ορίζοντος εσημείου την συντέλειαν του αιώνος. Εκατέρα δε ήτο έν μέγα τέλος· περί εκατέρας ήτο αληθεί, ότι η τότε υπάρχουσα γενεά (πρώτον εκ της κατά γράμμα εννοίας της γενεάς, είτα εν τη ευρυτέρα εκδοχή του γένους) δεν ήθελε παρέλθει πριν όλα πληρωθώσι. Και η μία ήτο ο τύπος της άλλης· η κρίσις επί της Ιερουσαλήμ, μεθ' ην θα επηκολούθει η αποκατάστασις της Εκκλησίας επί της γης προεικόνιζεν την κρίσιν του κόσμου, και την αποκατάστασιν της βασιλείας του Χριστού, κατά την δευτέραν έλευσίν του. Η αόριστος προφητική εικών του Ματθαίου, και εις σμικρότερον βαθμόν του Μάρκου δυνατόν να φέρη την εντύπωσιν, ότι τα δύο ταύτα συμβεβηκότα θα είναι συνεχή, ή τουλάχιστον εγγύς αλλήλων· αλλά βλέπομεν εκ του Λουκά, ότι ο Κύριος ρητώς επληροφόρησε τους ερωτώντας Αποστόλους, ότι καίτοι πολλά των σημείων, τα οποία προέλεγε θα προηγούντο της αμμέσου συμπληρώσεως μιας εποχής εν τη ιστορία του κόσμου, αφ' ετέρου η μεγάλη συντέλεια δεν θα επέλθη αμέσως, «Δει ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ' ουκ ευθέως το τέλος» και πάλιν, «εν τη υπομονή υμών κτήσεσθε τας ψυχάς υμών». Ο Ιησούς ωμίλει εν μέρει και εν πρώτοις περί της πτώσεως της Ιουδαϊκής Διαθήκης, εν μέρει δε και κατά δεύτερον λόγον περί της συντελείας του κόσμου· αλλ' ωμίλει περί τούτων με την ποικίλλουσαν εκείνην εναλλαγήν της διανοίας και του λόγου, ήτις ήτο φυσική εις Εκείνον του οποίου όλη η ύπαρξις ήτο εν τη σφαίρα της αιωνιότητος και ουχί του χρόνου.
Εν τη ομιλία ταύτη ο Ιησούς πρώτον ενουθέτει αυτούς περί ψευδοχρίστων και περί ψευδοπροφητών. Προεφήτευσε περί φοβερών διωγμών, περί πληθύνσεως της ανομίας, περί παρακμής της πίστεως, περί των προαγγέλλων σημείων της συντελείας του κόσμου. Και καθώς μανθάνομεν εξ άλλων χωρίων της ιεράς Γραφής τα σημεία ταύτα καθώς συνέβησαν εν τη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ούτω θα επαναλειφθώσι εις ευρυτέραν έκτασιν προ της συντελείας του κόσμου.
Η επομένη μεγάλη παράγραφος του λόγου τούτου ενδιέτριβε κατά το πλείστον περί του αμμέσου μέλλοντος. Είχε προείπει την καταστροφήν της Αγίας Πόλεως, και τώρα παρέχει εις αυτούς ενδείξεις, δι' ων ήθελεν προαγγελθή η προσέγγισίς της. Όταν ίδωσι την Ιερουσαλήμ κυκλουμένην υπό στρατών, όταν το βδέλυγμα της ερημώσεως σταθή εν αγίω τόπω, τότε και από των αγρών, και από των στεγών των οικιών έπρεπε να φύγωσι έξω της Ιουδαίας προς τα όρη τα πέραν του Ιορδάνου, όπως σωθώσιν από τας φρικαλεότητας, αίτινες έμελλον να επέλθωσι. Πολλοί θα έκραζον ι δ ο ύ ε ν τ α ύ θ α και ι δ ο ύ ε κ ε ί, πλην ας μη δώσωσι προσοχήν εις τούτο διότι όταν ο Χριστός έλθη, η παρουσία Του, ως αστραπή λάμπουσα εξ ανατολών προς δυσμάς θα είνε ορατή εις όλον τον κόσμον, και ως αετοί συναναθροιζόμενοι επί το πτώμα οι προωρισμένοι υπουργοί της θείας εκδικήσεως, θα τείνωσι τας πτέρυγάς των. Διά των νουθεσιών τούτων εφυλάχθησαν και εσώθησαν οι Χριστιανοί. Πριν ο Ιωάνης ο Γισκαλινός κλείση τας Πύλας της Ιερουσαλήμ και Σίμων ο Γερασινός αρχίση να σφάζη τους φυγάδας, ώστε, όστις διέφυγε τον τύραννον τον εκτός των τειχών, κατεστρέφετο υπό του άλλου τυράννου του εκτός των πυλών, πριν ο Ρωμαϊκός Αετός τείνη τας πτέρυγας επί της καταδικασμένης πόλεως, οι Χριστιανοί οι εν τη πόλει έχοντες τας νουθεσίας των προρρήσεων του Χριστού έφυγον εγκαίρως πέραν του Ιορδάνου, εις Πέλλαν, όπου εσώθησαν από της σφαγής, της λεηλασίας, και των αμέτρων συμφορών.
Είτα ο Ιησούς μετέβη εις τον σκοτισμόν του ηλίου και της σελήνης και την πτώσιν των αστέρων και την διάσεισιν των δυνάμεων του ουρανού (σημεία τα οποία δύνανται να έχωσι και κυριολεκτικήν και μεταφορικήν σημασίαν) τα οποία θα προηγηθώσι της εμφανίσεως του Υιού του Ανθρώπου εξ ουρανού και της συναθροίσεως των εκλεκτών από των περάτων του κόσμου εν φωνή σάλπιγγος των αγγέλων. Η Ημέρα εκείνη του Κυρίου θα έχη τα σημεία της όπως και η άλλη, και προέτρεψε τους εκλεκτούς του εις όλας τας εποχάς να παρατηρώσι τα σημεία ταύτα και να τα ερμηνεύωσι ορθώς όπως ερμηνεύουσι τα σημεία του ερχομένου θέρους εκ των φύλλων της συκής. Αλλ' η ημέρα εκείνη θα έλθη εις τον κόσμον αιφνιδίως απροσδοκήτως και καταπληκτικώς· και καθώς θα είνε ημέρα αμειβής δι' όλους τους πιστούς υπηρέτας, ούτω θα είνε ημέρα εκδικήσεως διά τους λαιμάργους και τους μεθύσους, διά τους υποκριτάς και διά τους αδίκους δι' όλους των οποίων οι λογισμοί είνε μεστοί από το περίσευμα της χθες από την κρεπάλην της σήμερον από τας βιοτικάς μερίμνας της αύριον. Διά να εντυπώση δε πλέον ανεξαλλείπτως εις το πνεύμα των τα περί αγρυπνίας μαθήματα, διηγήθη αυτοίς τας ωραίας παραβολάς των 10 Παρθένων και των Ταλάντων και εχάραξε δι' αυτούς εικόνα της μεγάλης εκείνης ημέρας της κρίσεως καθ' ην ο Βασιλεύς θ’ αποχωρήση απ' αλλήλων όλα τα έθνη· καθώς αποχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από των ερηφίων· την ημέραν εκείνην όσοι έδειξαν την ελαχίστην αγαθότητα προς τον ελάχιστον των αδελφών του τούτων, θαναλογισθώσι ότι έπραξαν τούτο προς Αυτόν.
Αλλά όπως μη αι μεγάλαι αύται διδασκαλείαι περί της συντελείας φέρουσιν αυτούς εις τας παλαιάς περί Μεσσίου ιδέας των συνεπέρανεν με την θλιβεράν επανάληψιν της προρρήσεώς του ότι ο θάνατος και η αγωνία του θα προηγηθώσιν όλων των άλλων. Την φοράν δε ταύτην τους απεκάλειψεν και τον τρόπον και αυτήν την ημέραν εν άκρα σαφηνεία, «Οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το Πάσχα γείνεται, και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδητε εις το σταυρωθήναι». Ούτως ετελείωσεν ο μέγας εκείνος λόγος επί του όρους των Ελαιών και ο ήλιος έδυσεν και ηγέρθη και περιεπάτησεν μετά των Αποστόλων Του την βραχείαν υπολειπομένην οδόν προς την Βηθανίαν. Ήτο η τελευταία φορά καθ' ην θα περιεπάτει αυτήν επί της γης· και μετά τας τρομεράς εξάψεις της ημέρας εκείνης πόσον τερπνή πρέπει να ήτο δι' Αυτόν η ώρα εκείνη της αμφιλύκης και της εσπερινής γαλήνης· πόσον αναψυκτική η ειρήνη και η φιλοστοργία ήτις τον περιέβαλλε εν τω ησύχω χωρίω και τη αγία εκείνη οικία. Καθώς παρετηρήσαμεν ο Ιησούς δεν ηγάπα τας πόλεις και σπανίως εκοιμάτο εντός των τειχών των. Καίτοι αι ανάγκαι του έργου Του τον ηνάγκαζον να επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και να κηρύττει εις τα άπειρα πλήθη τα συρρέοντα εκείσε κατά τας εορτάς, ουχ ήττον φαίνεται ότι απεχώρει εν πάση δυνατή ευκαιρία έξω των τειχών της, και εζήτει την ησυχία υπό την σκιάν των ελαιών, υπό την λαμπρότητα της δύσεως του ηλίου και υπό την δρόσον την πίπτουσαν εξ ουρανού.
Αι σκέψεις του πικρού ποτηρίου το οποίον έμελλε εν συντόμω να πίει ήτον αναμφιβόλως παρούσα εις Αυτόν, αλλά παρούσα μόνον υπό την έποψιν της υψιλής θυσίας και του υπερτάτου σκοπού της αγάπης τον οποίον έμελλε να πληρώση. Όχι οι σπασμοί τους οποίους έμελλε να υποφέρη, αλλ' οι σπασμοί από τους οποίους έμελλε να σώση, όχι η δύναμις του σκότους ήτις θα εφαίνετο ότι θα εκέρδιζε βραχύν θρίαμβον, αλλ' η απολυτρούσα νίκη, ο πλήρης εντελής και επαρκής εξιλασμός, ταύτα δυνάμεθα ευσεβάστως να πιστεύσωμεν ότι ήσαν τα υποκείμενα τα οποία εδέσποζον των σκέψεών του.