Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 30
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.
Η αρχή του τέλους
Το συμβούλιον εν τη οικία του Καϊάφα. – Τα τριάκοντα αργύρια. – Αι αφορμαί του Ιούδα. – «Εισήλθεν ο Σατανάς εις τον Ιούδαν». – Ο τελευταίος ύπνος του Ιησού επί της γης.
Ήτο άφευκτον ότι οι φλέγοντες λόγοι της αγανακτήσεως τους οποίους ο Ιησούς είχεν εκφέρει κατά την τελευταίαν μεγάλην ημέραν του κηρύγματός του θα παρώξυνον πέραν παντός μέτρου την μανίαν του Ιουδαϊκού κόμματος μεταξύ των Ιουδαίων. Ου μόνον είχον εκτελεσθή αναφανδών εν αυτή τη σκηνή του αξιώματός των και επί παρουσία των πλέον αφωσιωμένων οπαδών του, ου μόνον είχον βιασθή να ομολογήσωσι την αμάθειάν των περί την εξήγησιν των Γραφών, ήτις ήτο η ανεγνωρισμένη δικαιοδοσία των, και την ανικανότητά των να αποφανθώσιν γνώμην επί αντικειμένου περί ου αυτοί ώφειλον εκ του επαγγέλματός των να γνωρίζωσι, αλλά μεθ' όλας αυτάς τας ταπεινώσεις εκείνος τον οποίον αυτοί περιεφρόνουν ως τον νέον και αμαθή Ραββίνον της Ναζαρέτ, εκείνος όστις παρημέλει τα έθιμά των και παρέβλεπε τας παραδόσεις των, εκείνος από τους λόγους του οποίου εκρέματο εν εκστάσει το πλήθος είχεν αιφνιδίως στραφή εναντίον των και είχεν εξακοντίσει κατ' αυτών έν Ο υ α ί τόσον σφοδρόν τόσον καυστικόν ώστε ουδείς εξ όσων το ήκουσε δεν θα το ελησμόνει ποτέ. Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι Ηρωδιανοί, Ιερείς, Γραμματείς, Πρεσβύτεροι, ο Άννας ο πανούργος και τυραννικός, ο Καϊάφας ο ευτελής και δουλόφρων, όλοι ήσαν επί ποδός τώρα· και συνήλθον εκείνην την ιδίαν εσπέραν εν τη οικία του Καϊάφα θάψαντες όλας τας διαφοράς των εις κοινήν έμπνευσιν μίσους εναντίον του εκ μακρού επηγγελμένου εκείνου Μεσσίου, παρ' ώ ανεγνώριζον μόνον κοινόν εχθρόν. Ήτο συμμαχία προς καταστροφήν Του, συμμαχία φανατισμού απιστίας και φιλοκοσμίας· η λύσσα του ψευδευβλαβούς, η περιφρόνησις του αθέου και η απέχθεια του ιδιοτελούς· και εφαίνετο το προδηλότατον ότι από το φιλέκδικον μίσος τοιούτου συνδυασμού ουδεμία επίγειος δύναμις ήρκει διά να σώση. Οι ευαγγελισταί αναφέρουσι μόνον τα δύο συμπεράσματα εις τα οποία έφθασαν οι συνομώται· το έν ήτο αποφασιστικωτέρα ακόμη ανανέωσις της ψήφου ότι έπρεπε εκ παντός τρόπου να θανατωθή άνευ αναβολής· το άλλο ότι έπρεπε τούτο να γείνη μετά πανουργίας και όχι μετά βεβαιότητος φόβω του πλήθους· και ότι διά τον αυτόν λόγον, όχι ένεκα της ιερότητος της εορτής, ο φόνος έπρεπε να αναβληθή μέχρις ου παρέλθει το Πάσχα και διασκορπισθώσιν οι αναρίθμητοι προσκυνηταί εις τας οικίας των.
Η συνέντευξις αύτη συνέβη πιθανότατα την εσπέραν της τρίτης, ενώ δε αυτοί απεφάσιζον ότι διαρκούντος του Πάσχα δεν θα εγίνετο ο Φόνος την αυτήν στιγμήν καθήμενος επί των κλυτίων του όρους των Ελαίων ο Ιησούς προέλεγε εις τους μαθητάς του με την ατάραχον βεβαιότητα ότι έμελλε να θυσιασθή κατ' αυτήν την ημέραν καθ' ην αφ’ εσπέρας ο αμνός θα εθυσιάζετο και το Πασχάλιον συμπόσιον ήρχιζε.
Πριν λάβη πέρας το συμβούλιον συνέβη γεγονός τι το οποίον μετέβαλεν τα συμπεράσματά του και κατέστησεν δυνατήν την άμεσον σύλληψιν του Ιησού άνευ του θορύβου τον οποίον εφοβούντο. Η ανακωχή των οκτώ ημερών εν τη πικρά αποφάσει Του Θανάτου την οποίαν ο τρόμος και όχι το έλεός Του είχεν παραχωρήση έμελλε να ανακληθή. Η πληγή επρόκειτο να κατενεχθή αμέσως.
Επληροφορήθησαν ότι άνθρωπός τις όστις εγνώριζεν τον Ιησούν, όστις είχεν χρηματίσει πλησίον του και υπήρξε μαθητής του· είς εκ των δώδεκα ήτο έτοιμος να θέση τέρμα εις την αμηχανίαν των και να ανανεώση τας συνεννοήσεις μετ' αυτών τας οποίας είχεν αρχίσει ήδη προ ημερών. Η οικία του Καϊάφα ήτο πλησίον των περιβόλων του ναού· ο Ιούδας προσελθών εις τους φύλακας του ναού, τα μέλη της Λευιτικής φρουράς τους έχοντας την επιστασίαν των ιερών δόμων απηυθύνθη προς αυτούς και ούτοι αμέσως τον έφερον ενώπιόν των ιερέων και των αρχόντων.
Τινές των ιερέων τον είχον ιδεί ήδη εις το προηγούμενον συμβούλιον άλλοι βεβαίως τον εγνώριζον, ως ένα εκ των ακολουθούντων τον Ιησούν και τον μόνον Ιουδαίον μεταξύ των Γαλιλαίων Αποστόλων. Και τώρα έμελλον να συνασπισθώσιν μετ' αυτού εν πονηρία! Το ότι είς εξ εκείνων οίτινες έζησαν πλησίον του Ιησού όστις είχεν ακούσει όλα όσα Εκείνος είπε και είχεν ίδει όλα όσα έπραξεν ήτο έτοιμος να τον προδώση, τους ενίσχυσεν εις τον σκοπόν των· τω ότι δε αυτοί οι ιεράρχαι και ευγενείς ήσαν πρόθυμοι ου μόνον να επαινέσωσιν, αλλά να ανταμείψωσι τον Ιούδαν δι’ ό,τι ήθελε να πράξη και ενίσχυσιν τούτου εις το σκοτεινόν και απηλπισμένον σχέδιον των, καθώς εν τω ύδατι το πρόσωπον αντικρύζει το πρόσωπον, ούτω η καρδία του Ιούδα και αι καρδίαι εκείνων αφομοιώθησαν διά της αντανακλάσεως της αμοιβαίας συμπαθείας των. Καθώς ο σίδηρος οξύνει τον σίδηρον ούτω και ο κτηνώδης θυμός εκείνου έδωκεν νέαν αιχμήν εις το ηκονισμένον μίσος των· τα καθέκαστα της αγοροπωλησίας αγνοούμεν. Ούτε ο Ιούδας ούτε οι εκμισθωταί του είχον αφορμάς να ενδιατρίψωσι επ' αυτών μετ' ευχαριστήσεως. Οι Ευαγγελισταί και οι πρώτοι χριστιανοί εν γένει όταν ομιλώσι περί του Ιούδα φαίνονται πληρούμενοι από πνεύμα αργιλλού αποτροποιασμού, λίαν βαθέως ή ώστε να εκφρασθή διά λόγου. Έν μόνον σκοτεινόν γεγονός ίστατο ενώπιον της φαντασίας των εν όλη τη φρίκη του και τούτο ήτο ότι ο Ιούδας υπήρξε προδότης· ότι ο Ιούδας ήτο είς των δώδεκα, και όμως επώλησε τον Κύριόν του. Πιθανώς έλαβε τα χρήματα εν τω άμα. Με τους απλήστους οφθαλμούς της φιλαργυρίας πρέπει να ενέβλεψεν επί των αργυρών νομισμάτων των φερόντων επί της μιας όψεως (ω παράδοξος ειρωνία της ιστορίας!) θαλλών ελαίας, το σύμβολον της ειρήνης, επί δε της ετέρας θυμιατήριον, το έμβλημα της προσευχής, μετά της επιγραφής «Ιερουσαλήμ, η Αγία.»
Έν πράγμα εν τούτοις είνε βέβαιον· απήλθεν απ' αυτών μισθωτός προδότης και από τούδε εζήτει ευκαιρίαν όπως προδώση τον Διδάσκαλόν του.
Ποίαι ήσαν αι αφορμαί του ανθρώπου τούτου οι ευαγγελισταί ουδέν άλλο λέγουσιν ειμή ότι ο σατανάς εισήλθεν εις αυτόν. Το έγκλημα του ανθρώπου δεν εφαίνετο επιδεκτικόν φυσικής εξηγήσεως. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όστις ουδέποτε δύναται να ωμιλήση περί αυτού άνευ φρίγους αποτροποιασμού λέγει περί αυτού ότι ήτο κλέπτης. Η αιφνιδία κρίσις του πειρασμού κατέλαβεν τον άνθρωπον αλλά βεβαίως η καρδία του ήτο παρασκευασμένη από πολλού όπως δεχθή το πονηρόν πνεύμα· τις είδε ποίαι και πόσαι διαβολικαί εισηγήσεις εισήλθον εις την καρδίαν του προδότου. Πιθανώς από πολλού χρόνου ολόκληρον συγκεχυμένον χάος αμαρτιών, εμυκάτο εν τη ψυχή του Ιούδα· κακία, εγκόσμιος φιλοδοξία, κλοπή, μίσος παντός εντός του καλού και του αγνού, αγνωμοσύνη, μανιώδης θυμός, όλα εκορυφώθησαν εις την ρυπαράν εκείνην και φρικαλέαν πράξιν της προδοσίας, όλα αναμεμιγμένα με τυφλήν θυριώδη μανίαν εντός της ζωφώδους ψυχής του.
Καθ' εκάστην ημέραν ο Ιησούς κατήρχετο εκ Βηθανίας την πρωίαν και μετέβαινεν εις Ιεροσόλυμα. Διατί την Τετάρτην δεν κατήλθε; διότι υπόπτευε την προδοσίαν; Την ημέραν εκείνην εν ταις αυλαίς του Ναού το πλήθος μάτην επερίμενε να ακούση την Φωνήν Του. Αναμφιβόλως ο λαός τον επερίμενε μετ' ανυπομονησίας· αναμφιβόλως οι Ιερείς και οι Φαρισαίοι τον ανεζήτουν μετ' απαισίας ελπίδος· πλην Αυτός δεν ήλθε. Την ημέραν διήλθεν εν ηρεμία, εν ησυχία και σιωπή. Προητοίμαζεν Εαυτόν εν ειρήνη και προσευχή διά την φοβεράν πάλην· δυνατόν να περιεπλανάτο μόνος εις τα ορεινά υψώματα περί την Βηθανίαν και εκεί υπό τον εαρινόν ήλιον ετήρει υψηλήν κοινωνίαν μετά του Πατρός Του του εν ουρανοίς. Αλλά πώς διήλθε την ημέραν δεν γνωρίζομεν. Πέπλος ιεράς σιγής καλύπτει τούτο. Περιστοιχίζετο υπό των ολίγων οίτινες τον ηγάπων και επίστευον εις Αυτόν. Προς αυτούς δυνατόν να ωμίλησε, αλλά το έργον Του ως διδασκάλου εν τη βραχεία εγκοσμίω ζωή Του είχε τελειώσει.
Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη διά τελευταίαν φοράν επί της γης. Την Πέμπτην πρωί εξύπνησεν διά να μη κοιμηθή πλέον ειμή τον ύπνον «σκύμνου λέοντος Ιούδα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.
Ο Μυστικός Δείπνος
Αι ετοιμασίαι διά το δείπνον. – Το εστρωμένον ανώγεον. – Έρις περί πρωτοκαθεδρίας. – Ο Ιησούς νίπτει τους πόδας των μαθητών. – «Καθαροί εστε αλλ' ουχί πάντες». – Διδασκαλία περί ταπεινώσεως. – «Είς εξ υμών παραδώση Με». – «Μήτοι εγώ ειμι διδάσκαλε;» – Η παράδοσις του φριχτού μυστηρίου της Αγίας Ευχαριστίας.
Κατά την εσπέραν της Τρίτης ο Ιησούς είχεν ομιλήσει περί του Πάσχα ως καιρού του Θανάτου Του, την πρωίαν της Πέμπτης συνομιλία τις συνέβη μεταξύ του Ιησού και των μαθητών Του περί του Πασχαλείου δείπνου. Τον ηρώτησαν πού ήθελεν να ετοιμάσωσιν διά το Πάσχα επειδή είχεν ήδη παραιτήσει την δημοσίαν Του διδασκαλίαν και διήρχετο την Πέμπτην ως είχεν διέλθει και την προτεραίαν εν μονώσει· πιθανώς ούτοι επερίμεναν ότι ήθελε να φάγη το Πάσχα εν Βηθανία, περί της οποίας ο Ραββίνος είχεν αποφανθή ότι έκειτο εντός των ορίων της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα σχέδιά του άλλως είχον. Αυτός ο αληθής Πασχαλινός Αμνός έμελλε να θυσιασθή άπαξ και διά πάντοτε εν τη αγία πόλει· επομένως έπεμψε τον Πέτρον και Ιωάννην εις Ιερουσαλήμ και είπεν αυτοίς, ότι άμα εισήρχοντο εις την πόλιν θα εύρισκον άνθρωπον κεράμινον ύδατος βαστάζοντα. Ακολουθούντες αυτόν θα έφθιναν είς τινα οικίαν εις τον οικοδεσπότην της οποίας ώφειλον να είπωσιν, «Ο Κύριος λέγει, ο καιρός Μου εγγύς εστι· πού εστι το κατάλυμα ίνα το Πάσχα μετά των μαθητών Μου φάγω;» και ο οικοδεσπότης ούτος (τον οποίον τινές συμπεραίνουν ότι ήτο ο Ιωσήφ ο από Αρυμαθέας, άλλοι δε ο Ιωάννης ο επικαλούμενος Μάρκος) θα έθετεν εις την διάθεσίν των ανώγεον μέγα εστρωμένον μετά τραπέζης και αναγκλίντρων. Εύρον όλα καθώς τους είπεν ο Ιησούς και εκεί ητοίμασαν το Πάσχα. Είνε παραδεδεγμένον όμως ότι το δείπνον το οποίον ητοίμασαν και το οποίον ο Ιησούς μετά των μαθητών Αυτού έφαγεν την εσπέραν της Πέμπτης, δεν ήτο το κυρίως νομικόν Πάσχα των αζύμων, αλλά Πάσχα καινόν και πνευματικόν το οποίον ο Ιησούς τότε συνέστησε διά της παραδόσεως των θείων και φρικτών μυστηρίων της αναιμάκτου θυσίας.
Προς την εσπέραν ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εξήλθον της Βηθανίας και διά του Όρους των Ελαιών απήλθον εις Ιεροσόλυμα όπου τους ευρίσκωμεν εις το ανώγεον μέγα εστρωμένον, το οποίον ήτο ίσως το αυτό εκείνο όπου τρεις ημέρας ύστερον οι μαθηταί περίλυποι και πεφοβισμένοι είχον συναθροισθή και όπου είδον τον Κύριόν των αναστάντα εκ νεκρών· ίσως το αυτό εκείνο όπου μετά επτά εβδομάδας μετ' ήχου βιαίας φερομένης πνοής ως γλώσσα πυρός επήλθεν επ' αυτούς ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έφθασαν το δείπνον ήτο έτοιμον. Η φαντασία αγαπά να αναπαριστά όλας τας πιθανάς λεπτομερείας της συγκινητικής εκείνης και αγίας σκηνής. Ήτο όλως ανόμοιος προς ό,τι η φαντασία του Λεονάρδου Βίντση και άλλων μεγάλων ζωγράφων την παρέστησε. Δυνατόν εν τω καταλαμβάνειν τας έδρας να εκινήθη πάλιν εις το πνεύμα των Αποστόλων η φιλοπρωτία εκείνη, την οποίαν άλλοτε τόσον αυστηρώς επετίμησεν ο Κύριος. Κατά την στιγμήν ταύτην οπότε η ψυχή του οίκου ήτο πλήρης τοιαύτης υψηλής προθέσεως οπότε έπνεε τον αγνόν αέρα της αιωνιότητος, και, το αιώνιον ήτο παρ’ Αυτώ με όλην την θνητήν περιβολήν του, ου μόνον παρόν αλλά και ορατόν τοιαύτη έρις πρέπει να ήτο ειπέρ ποτε αλγεινή. Εδείκνυε πόσον ολίγον μέχρι τούδε και αυτοί οι εκλεκτοί οπαδοί του είχον εισέλθη εις την έννοιαν της ζωής του. Απεδείκνυεν ότι και τώρα ακόμη δεν είχον δυνηθή να εννοήσωσι τας πολλάς αυτού νουθεσίας περί της φύσεως της βασιλείας Του και περί της βεβαιότητος του τέλους Του. Ότι μεγάλη τις κρίσις επέκειτο, ότι ο διδάσκαλός των έμελλε να πάθη και να θανατωθή πρέπει εν μέρει να κατεννόησαν· αλλά φαίνεται να εθεώρησαν τούτο ως πρόσκαιρον συσκοτισμόν μεθ' ον θα επήρχετο άμεσος ανάδειξις της λαμπρότητός του και η επί της γης ίδρυσις του θρόνου του ως Μεσσίου. Μετ' αλγεινής σιωπής ηχούσε τους ψιθυρισμούς των αντιζηλιών των ενώ εζήτουν τας έδρας των εις το δείπνον. Ουχί διά λόγων, αλλά διά πράξεων βαθύτερον συγκινούσας απεφάσισεν να διδάξη αυτούς και όλους τους αγαπώντας αυτόν ευγενέστερον μάθημα.
Είνε γνωστόν πως εν τη Ανατολή ανέκαθεν συνήθειζον οι επισκέπτας πριν εισέλθωσιν εις οικίαν ου μόνον να αποβάλωσι τα σάνδαλα αλλά και να πλύνωσι τους πόδας. Οι πόδες των μαθητών πρέπει να ήσαν πλήρης κόνεως από την πολυσύχναστον οδόν την οποίαν διήνυσαν από Βηθανίας εις Ιερουσαλήμ. Το πλύνειν τους πόδας ήτο έργον των δούλων, και αφού ουδείς προσεφέρθη να εκτελέση το ευμενές υπούργημα, ο Ιησούς Αυτός ηγέρθη από της θέσεώς Του εν τω δείπνω διά να εκτελέση την φιλικήν υπηρεσίαν την οποίαν ουδείς των μαθητών Του προσεφέρθη να κάμη προς χάριν Του. Καλώς φαίνεται η έκπληξις του ηγαπημένου μαθητού εν τη διηγήσει ότε ενδιατρίβει εις πάσαν λεπτομέρειαν της σκηνής ταύτης. «Ειδώς ότι ο πατήρ παρέδωκε πάντα εν χερσί αυτού και ότι από του Θεού εξήλθε και προς τον Θεόν υπάγει, ηγέρθη από του δείπνου και απέθηκε τα ιμάτια, και λαβών λέντιον διεζώσατο.» Είτα εγχύσας ύδωρ εις την μεγάλην λεκάνην ήρχισεν να πλύνη τους πόδας των μαθητών και να σπογγίζει τούτους με το λέντιον με το οποίον ήτο ζωσμένος. Φόβος και συστολή τους συνείχε σιωπώντες έως ότου ήλθε προς τον Πέτρον του οποίου η συγκίνησις και η έκπληξις εξεφράσθη διά της ερωτήσεως, «Κύριε Συ μου νίψεις τους πόδας.» Συ ο υιός του Θεού ο βασιλεύς του Ισραήλ όστις έχεις ρήματα ζωής αιωνίου, Συ του οποίου τους πόδας βασιλείς θα χρίσωσι με τα πολυτιμότατα μύρα των και αμαρτωλοί μετανοούντες θα λούσωσι με δάκρυα θερμά, Συ νίπτεις του Πέτρου τους πόδας; Ήτο το αυτό αίσθημα το οποίον τρία έτη πρότερον είχεν αποσπάσει την κραυγήν εκείνην από τον άξεστον αλιέα της Γαλιλαίας, «έξελθε απ' εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι Κύριε.»
Πραέως αναγνωρίζων ότι υπήρχε καλόν εις την κραυγήν του ορμητικού μαθητού Του ο Ιησούς λέγει αυτώ ότι έως τώρα είνε ακόμη άωρος διά να εννοήση την έννοιαν των πράξεών Του· καίτοι η ημέρα θα έλθη καθ' ην η σημασία των θα επελάμψη εις αυτόν. Αλλ' ο Πέτρος ισχυρογνώμων και τολμηρός ως να ησθάνετο περισσότερον του Κυρίου το μεγαλείον Εκείνο όστις υπούργη και την σμικρότητα εκείνου προς ον το υπούργημα θα εγίνετο επέμεινεν εις την αντίστασίν του. «Ου μη νίψεις τους πόδας μου εις τον αιώνα»· εφώναζεν παραφόρως! αλλά τότε ο Ιησούς απεκάλυψεν εις αυτόν το επικίνδυνον της ισχυρογνωμοσύνης και της ψευδούς ταπεινώσεως. «Εάν μη νίψω σε ουκ έχεις μέρος μετ' εμού». Ο οπαδός μου οφείλει να δέχητε το θέλημα το Εμόν και όταν ελάχιστα δύναται να το εννοήση, και όταν φαίνεται να παραβιάζη τας ιδίας εννοίας του περί του τι είμαι. Η ατάραχος εκείνη λέξις μετέβαλλε το όλον ρεύμα της σκέψεως και του αισθήματος του θερμοκαρδίου μαθητού! Δεν έχω μέρος μετά Σου; μη γένοιτο Κύριε! «Κύριε μη τους πόδας μόνον αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν». Αλλ' όχι, και πάλιν οφείλει να δεχθή ότι ο Χριστός θέλει, όχι κατά τον ίδιον τρόπον του, αλλά κατά τον τρόπον του Χριστού. Η νίψις όλου του σώματος δεν εχρειάζετο. Το βάπτισμα της μυήσεώς του είχε τελειώσει εις τον νιπτήρα της αναγεννήσεως είχεν ήδη βυθισθή. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο ειμή ο καθημερινός καθαρισμός από μικροτέρων και νεωστί προσληφθέντων ρύπων. «Ο Ιησούς είπεν αυτώ, ο λελουμένος ου χρείαν έχει ή μη νίψασθαι τους πόδας, όλος δε καθαρός εστι· και υμείς καθαροί εστέ», και τότε προσέθηκε μετά βαθέως στεναγμού «αλλ' ουχί πάντες».
Αι τελευταίαι λέξεις ήσαν υπενειγμός της γνώσεώς του περί της παρουσίας του προδότου· διότι εγνώριζεν ότι εκείνοι μέχρι τούδε δεν ήξευραν ότι αι χείρες του Κυρίου της Ζωής είχον αρτίως νίψει τους πόδας του προδότου. Ω παράδοξος και ακαταμέτρητος άβυσσος ανθρωπίνης τυφλώσεως και αχαριστίας! Ο προδότης εκείνος με όλην την μαύρην και επάρατον προδοσίαν εις την καρδίαν του την ψευδή είχεν ιδή είχεν γνωρίσει, είχεν υποφέρει τούτο· είχεν αισθανθή την επαφήν των ευμενών εκείνων και απαλών χειρών, είχε δροσισθή διά του καθέροντος ύδατος, είχεν ιδή την δεσποτικήν κορυφήν κλίνουσαν υπεράνω των ποδών του! Δι' αυτόν δεν υπήρχεν καθαρισμός εις το διαυγές εκείνο ύδωρ. Ούτε ο Διάβολος εξορκίσθη ένδοθέν του διά της πραείας εκείνης φωνής, ούτε η λέπρα της καρδίας του εκαθαρίσθη διά της θαυματουργού επαφής εκείνης.
Οι άλλοι Απόστολοι δεν παρατήρησαν κατά την στιγμήν εκείνην την θλιβεράν εξαίρεσιν, «αλλ' ουχί πάντες».
Δυνατόν αι συνειδήσεις των, να έδιδον έκαστον και εις τους πιστοτέρους ακόμη θλιβεράν αιτίαν να απηχήσωσι τας λέξεις έκαστος εις την ιδίαν ψυχήν του. Είτα ο Ιησούς, αφού ένιψε τους πόδας των, ανέλαβε τα ενδύματά Του, και πάλιν ανεκλίθη εις το δείπνον. Καθώς ηρείδετο εκεί επί του αριστερού αγκώνος, ο Ιωάννης ανεκλίνετο εκ δεξιών Του, με την κεφαλήν πλησίον εις το στήθος του Ιησού. Παραπλεύρως του Ιωάννου πιθανόν να ήτο ο αδελφός του Ιάκωβος, και, καθώς εικάζομεν εκ των ολίγων λεπτομερειών περί του δείπνου, αριστερόθεν του Ιησού ανέκειτο ο Ισκαριώτης, όστις ή κατέλαβεν αυθαιρέτως την θέσιν εκείνην, ή, ως ο κάτοχος του κοινού βαλαντίου, κατείχε θέσιν κάπως εξέχουσαν μεταξύ της μικράς συνοδίας. Φαίνεται δε πιθανόν ότι η θέσις του Πέτρου ήτο αριστερόθεν του Ιούδα. Και καθώς ήρχισε το δείπνον, ο Ιησούς τους εδίδαξε ποίαν έννοιαν είχεν η πράξις Του. Ορθώς και μετά του προσήκοντος σεβασμού τον ωνόμαζον Διδάσκαλον και Κύριον, διότι τοιούτος ήτο· και όμως καίτοι ο Κύριος είνε μείζων του δούλου, ο δε Αποστείλας μείζων του Αποστόλου, αυτός ο Κύριος και ο διδάσκαλός των ένιψεν αυτών τους πόδας. Είχε ποιήσει τούτο ίνα διδάξη αυτούς την ταπείνωσιν, την αυταπάρρησιν, την αγάπην. Εκείνος θα είνε αρχηγός μεταξύ αυτών όστις, προς χάριν των άλλων, αναλαμβάνει τα μεγαλείτερα βάρη και επιζητεί τας ταπεινοτάτας διακονίας. Πάλιν και κατ' επανάληψιν τους ενουθέτησεν ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν επιγείους αμοιβάς ή ευημερίαν. Ο θρόνος, και η τράπεζα, και η βασιλεία, και αι πολλαί μοναί, δεν είνε επί της γης.
Και τότε πάλιν η ταραχή του πνεύματός Του εξερράγη, ωμίλει περί εκείνων τους οποίους είχεν εκλέξει, αλλ' όχι περί όλων αυτών. Μεταξύ της ευλογημένης συντροφίας εκάθητο είς όστις εφείλκυε κατάραν επί της ιδίας κεφαλής του. Ταχέως θα καταστώσιν ικανοί να κρίνωσιν ότι, καθώς ο άνθρωπος όστις δέχεται εν τω ονόματι του Χριστού τον ταπεινότατον θεράποντά Του δέχεται Αυτόν τον ίδιον, ούτω και όστις αθετεί Αυτόν αθετεί τον Πατέρα Του, και ότι η αθέτησις αύτη του Θεού του Ζώντος ήτο το έγκλημα το οποίον την στιγμήν ταύτην διενεργείται εν τω μέσω αυτών.
Εκεί πλησίον Του, ακούων όλας τας λέξεις ταύτας ανάλγητος, πλήρης πεισμονής και μίσους, πεπωρωμένος την καρδίαν, και κλίνων όλον το βάρος της δαιμονικής κατοχής του εναντίον εκείνης της θύρας του ελέους, την οποίαν και τώρα κ' εδώ ακόμη ο Σωτήρ του θα ήνοιγε προς αυτόν, εκάθητο ο Ιούδας, με το ψευδές μειδίαμα της υποκρισίας επί του προσώπου του, πλην όλος λύσσα και αίσχος, και απληστία, και αδημονία, και προδοσία εν τη καρδία του. Η εγγύς παρουσία της μαύρης εκείνης ανομίας, η έλλειψις και της παθητικής ακόμη ταπεινώσεώς του να συγκινήση ή να θίξη τον βδελυρόν σκοπόν του ανθρώπου, ετάραξε την ανθρωπίνην καρδίαν του Ιησού μέχρι των βαθυτάτων μυχίων της, και απέσπασεν απ' Αυτού εν τη αγωνία Του την σαφεστέραν ακόμη πρόρρησιν, «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδώσει Με». Την νύκτα εκείνην όλοι, και οι πλέον αγαπημένοι, έμελλον να Τον εγκαταλίπωσιν, αλλά δεν ήτο τούτο· την νύχτα εκείνην και ο ευτολμότερος την καρδίαν έμελλε να Τον αρνηθή μεθ' όρκου, αλλά δεν ήτο τούτο· όχι, αλλ' είς εξ αυτών έμελλε να Τον παραδώση. Αι καρδίαι των εταράχθησαν καθώς Τον ήκουον, και ήδη βαθεία θλίψις επέπεσεν επί του ιερού δείπνου. Προαίσθημα κακού ενέσκηψεν, άρρητον αίσθημα φόβου. Εάν εκείνος δι' ον είχον εγκαταλίπει τα πάντα, και όστις ήτο το παν δι' αυτούς, έμελλε να παραδοθή υφ' ενός εξ αυτών εις ανηλεές και επονείδιστον τέλος, εάν τούτο ήτο δυνατόν, όλα εφαίνοντο δυνατά. Τότε με χείλη τρέμοντα και με παρειάς ωχριώσας έκαστος τούτων ηρώτα το ταπεινόν ερώτημα, «Κύριε, μήτι εγώ ειμι;» Ο Ιησούς έμενε σιωπηλός, όπως, και τότε ακόμη εάν ήτο δυνατόν, να λάβη καιρόν ο Ιούδας να μετανοήση. Αλλ' ο Πέτρος δεν ηδύνατο να περιστείλη την λύπην και την ανυπομονησίαν του. Άπληστος να μάθη και να προλάβη την προδοσίαν, ένευσε προς τον Ιωάννην να ερωτήση τις ήτο. Η κεφαλή του Ιωάννου ήτο πλησίον του Ιησού, και κύψας επί το στήθος Του τον ηρώτησε ταπεινή τη φωνή, «Κύριε, τις εστιν;» Η απόκρισις ομοίως ταπεινή τη φωνή γενομένη ηκούσθη υπό του Ιωάννου μόνον, και επεβεβαίωσε τας υποψίας του ως προς τον Ιούδαν. Ο εμβάψας μετ' Αυτού τον βλωμόν του άρτου εν τω τρυβλίω, εκείνος θα ήτο. Είτα προσέθηκε: «Και ο μεν Υιός του Ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί Αυτού· πλην ουαί τω ανθρώπω δι' ου ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδοται· καλόν ην αυτώ ει μη εγεννήθη ο άνθρωπος». Όταν εκείνος αι άλλοι ηρώτων μεταξύ των «τις ο προδότης;» ο Ιούδας έμεινε σιωπηλός εν τη προκλητική σκληρότητι της περιφρονήσεως ή εν τη σκυθρωπή στυγνότητι της ενοχής· αλλά τώρα, ως να εκεντρίσθη από αίσθημα ριγηλής φρίκης, μεθ' ης απλώς το δυνατόν της ενοχής του εθεωρείτο, εθρασύνθη προς το αναίσχυτον ερώτημα. Αφού όλοι οι άλλοι εβυθίσθησαν εις σιωπήν, εκείνος υπεσύριξεν εις το ους του Σωτήρος το άκαιρον ψιθύρισμα, εν όλη τη πικρία της προκλητικής του χλεύης, ουχί ερωτών καθώς οι άλλοι ηρώτησαν μετά φιλοστόργου ευλαβείας, «Κύριε, μήτοι εγώ ειμι;» αλλά τον ψυχρόν τυπικόν τίτλον, «Ραββί, μήτοι, εγώ ειμι; Τότε η ταπεινή, ανεπίληπτος απάντησις, «Συ είπας», επεσφράγισε την ενοχήν του. Οι λοιποί δεν την ήκουσαν. Πιθανόν να ηκούσθη μόνον υπό του Πέτρου και Ιωάννου. Εις το άγριον εκείνο χάος της ψυχής του Ιούδα το σατανικόν είχε καταθριαμβεύσει του ανθρωπίνου· εις την σκοτεινήν εκείνην καρδίαν γη και κόλασις από τούδε ήσαν έν· εις την χαμένην εκείνην ψυχήν η αμαρτία είχε συλλάβη και γεννήσει τον θάνατον. «Ο μέλλεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον», είπεν ο Ιησούς μεγαλοφώνως προς αυτόν. Ο Ιούδας ηγέρθη από του δείπνου. Οι άκακοι την καρδίαν Απόστολοι ενόμισαν ότι ο Ιησούς τον διέτασσε να υπάγη και κάμη οψώνια διά το Πάσχα ή να δώση εις τους πτωχούς. Και ούτω ο Ιούδας εξήλθε πάραυτα, και προσθέτει ο ηγαπημένος μαθητής, «εγένετο νυξ».
Αδυνατούμεν να είπωμεν μετά βεβαιότητος αν τούτο συνέβη προ ή μετά την παράδοσιν των φρικτών μυστηρίων του Κυρίου, αν ο Ιούδας μετέσχεν ή όχι, υπό το είδος του άρτου και του οίνου, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ό,τι δεν είνε αμφίβολον, και ό,τι έχει το βαθύτατον ενδιαφέρον δι' όλους τους χριστιανούς, είνε η διάταξις του Μυστηρίου της Ευχαριστίας εν τω τελευταίω τούτω δείπνω του Κυρίου. Περί ταύτης έχομεν τέσσαρας εκθέσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, και πέμπτην την του Αποστόλου Παύλου, εν τη προς Κορινθίους Α'., όλας συμφωνοτάτας προς αλλήλας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τη νυκτί ή παρεδίδετο, έλαβεν άρτον εν ταις αγίαις Αυτού και αχράντοις και αθανάτοις χερσί, και ευχαριστήσας έκοψε τον άρτον, και έδωκεν εις τους Αποστόλους να φάγωσιν, ειπών, «Λάβετε φάγετε, τουτό εστι το Σώμα Μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν». Κατά τον αυτόν τρόπον έλαβε και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων, «Τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εν τω Αίματι Μου· πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν».
Ουδέποτε από της μεγάλης εκείνης εσπέρας η Εκκλησία έπαυσε να τηρή την εντολήν του Κυρίου της· αείποτε, από της ημέρας εκείνης, από γενεάς εις γενεάν, το ευλογημένον και πανάγιον τούτο και πανάγιον μυστήριον – η αναίμακτος αύτη θυσία ήτις αντικατέστησεν όλας τας ανωφελείς αιματοχυσίας των Εθνικών – υπήρξε και υπάρχει και θα υπάρχη εις ανάμνησιν του θανάτου του Χριστού, και προς ενίσχυσιν και αναψυχήν των ψυχών των χριστιανών διά του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, υπό το σχήμα του άρτου και του οίνου, των δύο τούτων ρωστικών και αναψυκτικών του ανθρωπίνου σώματος.