Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 31

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ’.
Η Τελευταία Ομιλία

«Νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου». – «Τεκνία!» – Η καινή εντολή! – Κύριε, πού υπάγεις;» – Είδησις εις τον Πέτρον. – «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα». – Η Άμπελος η Αληθινή! – Η Μεγάλη Προσευχή.

Μόλις εξήλθεν ο Ιούδας, και επήλθε μικρά ανακούφισις εις τας καρδίας των μαθητών, και η θλίψις εφάνη προς καιρόν να διεσκεδάσθη. Τότε δε ο Κύριος ήνοιξε την καρδίαν Του εις την μικράν χορείαν των αγαπώντων Αυτόν, και απηύθυνε τους λόγους εκείνους του αποχαιρετισμού, τους οποίους διετύπωσεν ημίν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

«Νυν», είπεν, ως μετά στεναγμού ανακουφίσεως, «νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ». Ακόμη ολίγην ώραν θα ήτο μετ' αυτών· καθώς είπεν εις τους Ιουδαίους, ούτω λέγει και εις αυτούς, όπου Αυτός υπάγει, ούτοι δεν δύνανται να έλθωσι. Και λέγων τούτο, τους ονομάζει «Τεκνία». «Τεκνία, έτι μικρόν χρόνον μεθ' υμών ειμι». Εντός της χορείας ταύτης ήσαν ο Πέτρος και ο Ιωάνης, άνθρωποι των οποίων αι πράξεις και οι λόγοι θα εξήσκουν από τούδε άπειρον επιρροήν επί της ανθρωπότητος μέχρι της συντελείας, άνθρωποι οίτινες θα καθίσταντο οι προστάται και πολιούχοι Άγιοι των εθνών, άνθρωποι προς τιμήν των οποίων μητροπόλεις έμελλον να κτισθώσι και πόλεις να ονομασθώσι· πλην το μεγαλείον των ήτο μόνον αμυδρά ανταύγεια της δόξης εκείνου, και πνοή ληφθείσα από το Πνεύμα όπερ θα έπεμπε προς αυτούς. Χωρίς Αυτού δεν ήσαν τίποτε, ειμή αμαθείς και αφανείς αλιείς της Γαλιλαίας, ουδέ μίαν δε άλλην νόησιν και γνώσιν είχον ειμή ότι Αυτός τους εθεώρει ούτω ως Τεκνία Του.

Εντολήν καινήν δίδει εις αυτούς, να έχωσιν αγάπην προς αλλήλους. Εκ τούτου θα γνωρίσουν όλοι ότι ιδικοί Του μαθηταί είνε, εάν έχουν αγάπην προς αλλήλους. Ήτο εντολή καινή, καίτοι εν μέρει παλαιά· καινή ένεκα της νέας υπεροχής της διδομένης αυτή· καινή ένεκα του νέου και υπερφυούς παραδείγματος της ενανθρωπήσεώς Του και του θανάτου Του, καινή ένεκα της επιρροής την οποίαν έμελλεν από τούδε να εξασκήση. Ήτο η αγάπη ως το δοκίμιον και ο όρος της μαθητείας, η αγάπη ως μείζων και της πίστεως και της ελπίδος, η αγάπη ως πλήρωσις του Νόμου.

Εις το μέρος τούτο ο Πέτρος υπέβαλε μίαν ερώτησιν. «Κύριε, πού υπάγεις;»

«Όπου εγώ υπάγω, ου δύνασαί μοι νυν ακολουθήσαι, ύστερον δε ακο[λου]θήσεις μοι».

Ο Πέτρος ενόησε τώρα ότι περί θανάτου ήτο ο λόγος, αλλά διατί τάχα δεν ηδύνατο ν' αποθάνη και αυτός; «Κύριε, διατί ου δύναμαί Σοι νυν ακολουθήσαι; την ψυχήν μου υπέρ Σου θήσω».

Διατί; Ο Κύριος ηδύνατο ν' απαντήση, Διότι η καρδία είνε απατηλή υπέρ παν άλλο· διότι η έλλειψις βαθείας ταπεινώσεως σε απατά, διότι είνε κρυπτόν και από σε τον ίδιον πόση ακόμη υπάρχει ανανδρία και ιδιοτέλεια εις τα κινούντα σε. Αλλά δεν ήθελεν, ο καρδιογνώστης, να μεταχειρισθή ούτω τον ασθενή και ορμητικόν Απόστολον, του οποίου η αγάπη ήτο ειλικρινεστάτη, καίτοι δεν αντείχεν ακόμη εις το ύψος της δοκιμασίας. Απηλλάσσει αυτόν πάσης μομφής· μόνον λίαν πραέως επαναλαμβάνει τας λέξεις: «Την ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις; Αμήν, αμήν, λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει εωσού απαρνήση με τρις.» Ήδη ήτο νυξ· προ της Ανατολής της πρωίας προ της φωνής του αλέκτορος, ο Ιησούς θα άρχιζε να θυσιάζη την ζωήν Του διά τον Πέτρον και δι' όλους τους αμαρτάνοντας· αλλ' ήδη εν τω μεταξύ χρόνω ο Πέτρος, αμνήμων και της νουθεσίας ταύτης, θα ηρνείτο τρις τον Κύριον και Σωτήρα του, τρις θ’ απέρριπτεν ως συκοφαντίαν και ύβριν τον απλούν ισχυρισμόν ότι τον είχε καν γνωρίσει. Παν ό,τι ο Ιησούς ηδύνατο να πράξη όπως τον σώση από της αγωνίας της ηθικής ταύτης ταπεινώσεως, διά παραινέσεως, διά στοργής, διά προσευχής προς τον Ουράνιον Πατέρα Του, το είχε πράξει. «Σίμων, Σίμων (είπεν), ιδού ο Σατανάς εξητήσατο ημάς του σινιάσαι ως τον σίτον, εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και σύ ποτε επιστρέψας, στήριξον τους αδελφούς σου.» Είνε αξιοσημείωτον ότι το σχετικόν χωρίον του Λουκά είνε το μόνον εν ώ ο Χριστός φέρεται καλέσας τον Σίμωνα διά του ονόματος του Πέτρου, όπερ τω είχε δώσει. «Λέγω σοι, Πέτρε, ου μη αλέκτωρ φωνήσει,» κτλ. Αλλ' έμελλε να μετανοήση και να επιστρέψη προς τον Κύριον τον οποίον θα ηρνείτο, και τότε ο Ιησούς τον εκέλευε να στηρίξη τους άλλους εις την πίστιν. Και είνε ενδιαφέρον ότι το ρήμα «στήριξον,» το οποίον ο Χριστός μετεχηρίσθη προς τον Πέτρον, ευρίσκεται και εν τη κατ' αυτόν Καθολική Α'. επιστολή, όπως δειχθή πόσον βαθέως είχεν εισδύσει εν τη ψυχή του Αποστόλου.

Αλλά τώρα ο Χριστός τους είπεν ότι εις τους καιρούς των διωγμών οίτινες επίκειντο, αναγκαίον ήτο το βαλάντιον και η πήρα, και «ο μη έχων, πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν.» Ο σκοπός του ήτο να τους πληροφορήση περί μεταβολής καταστάσεως, καθ' ην έπρεπε να περιμένωσι μίσος, φθόνον, διωγμούς· αλλ' ως διά να τους αποτρέψη από πάσης αμέσου αποπείρας προς υπεράσπισιν της ζωής εκείνης, την οποίαν Αυτός εκουσίως εθυσίαζε, προσέθηκεν ότι το τέλος ήτο εγγύς, και ότι έπρεπε να πληρωθή και τούτο το γεγραμμένον επ' Αυτώ, το «και μετά ανόμων ελογίσθη.» Αλλ' οι Απόστολοι ως συνήθως εξ αμαθείας παρεξήγησαν τους λόγους Του, μη βλέποντες πνευματικόν μάθημα εν αυτοίς, αλλά μόνον την κατά γράμμα έννοιαν. «Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο,» ήτο το σχεδόν παιδαριώδες σχόλιον επί των λόγων Του. Δύο μάχαιραι! ως να εχρειάζοντο αύται δι' εκείνον όστις δι’ ενός λόγου ηδύνατο να παρουσιάση πλείονας ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων! «Ικανόν εστι,» είπε θλιβερώς. Ήτο περιττόν να εξακολουθήση το θέμα τούτο, και προέβη εις το τρυφερώτερον έργον της παραμυθίας των, περί ου είχε τόσα να είπη.

Τους προέτρεψε να μη είνε τεταραγμένοι την καρδίαν· επίστευον και η πίστις των θα εύρισκε την αμοιβήν της. Εις τον οίκον του Πατρός του υπάρχουσι πολλαί μοναί· ο χώρος εκεί είνε άπειρος. Εγνώριζον πού υπάγει, και την οδόν εγνώριζον.

«Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις, και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;» ηρώτησεν ο Θωμάς.

«Εγώ ειμι η οδός, και η Αλήθεια, και η Ζωή, απεκρίθη ο Ιησούς· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα εμή δι' Εμού. Ει εγνώκειτέ Με, και τον Πατέρα Μου εγνώκειτε αν· και από τούδε γινώσκετε Αυτόν και εωράκατε Αυτόν.»

Και πάλιν ήλθε μία των παιδαριωδών εκείνων διακοπών, των τόσον πιστώς μνημονευομένων υπό του Ευαγγελιστού. Και πρέπει να είμεθα ευγνώμονες ότι η απλότης των Αποστόλων τούτων τόσον ειλικρινώς και ταπεινώς αναγράφεται· διότι τίποτε δεν δύναται ισχυρότερον ν' αποδείξη την μεταβολήν ήτις πρέπει να επήλθεν εις το πνεύμα των όπως άνθρωποι τόσον δειλοί, τόσον ιουδαΐζοντες, τόσον αφώτιστοι, μεταμορφωθώσιν εις τους Αποστόλους, τους πνευματεμφόρους και θεοκήρυκας, τους αλιείς ανθρώπων και ιδρυτάς της παγκοσμίου Εκκλησίας.

Είνε σχεδόν περιττόν να παρατηρήσωμεν πόσον αβάσιμοι είνε τινές των νεωτέρων θεωριών περί της γνησιότητος ιδίως των κεφαλαίων τούτων του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Εάν η ομιλία αύτη και τα συμβάντα τα οποία την συνώδευσαν ήταν άλλως ή πραγματικά, ο αφανής Γνωστικός όστις υποτίθεται ότι τα έπλασε πρέπει να υπήρξεν είς των μεγίστων και πνευματικώτερον εμπνευσμένων μεγαλοφυών ανθρώπων, όσους είδε ποτε ο κόσμος!

«Κύριε, δήξον ημίν τον Πατέρα (είπε Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά) και αρκεί ημίν».

Δείξον ημίν τον Πατέρα; τι επερίμενεν άρα ο Φίλιππος; επιφάνειάν τινα εν γνόφω και θυέλλη και εν συσπεισμώ; αποτυφλούσαν τινα λάμψιν εξ ουρανού; δεν είχε μάθη ακόμη ότι ο Αόρατος δεν δύναται να οραθή εις θνητούς οφθαλμούς; ότι το πεπερασμένον δεν δύναται να φθάση εις την θέαν του Απείρου; ότι διά να γείνη ορατός ο Θεός έπρεπε να ευδοκήση να συγκαταβή όπως λάβη σάρκα ανθρωπίνην, να οφθή επί της γης και τους ανθρώπους να συναναστραφή, καθώς προκατήγγειλεν ο Προφήτης; Και δεν είχε κατανοήσει ότι από τριών ετών ήδη συμπεριεπάτει μετά του Θεού; ότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος θνητός άνθρωπος θα εγνώριζέ ποτε πλειότερα περί του Θεού, εν τω κόσμω τούτω ειμή όσα θ’ απεκάλυπτε περί Αυτού ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός;

Και πάλιν δεν υπάρχει ίχνος οργής, αλλά μικρός μόνον τόνος αλγεινής εκπλήξεως εις την ήρεμον απάντησιν. Τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς Με, Φίλιππε; Ο εωρακάς Εμέ εώρακε τον Πατέρα, και πώς Συ λέγεις, Δείξον ημίν τον Πατέρα;»

Και είτα μαρτυρόμενος τους λόγους Του και τα έργα Του ως τρανά τεκμήρια της εν Αυτώ εμμονής του Πατρός Του, προέβη αναπτύσσων προς αυτούς την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος, και πως ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται (διότι ο Πατήρ είνε η μόνη αρχή και η πηγή της ενιαίας Τρισυποστάτου θεότητος, και καθ' ον τρόπον ο υιός εγεννήθη εκ του Πατρός αχρόνως, ούτω και το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός αχρόνως) θα έλθη να μείνη εν αυτοίς, όπως ενώση αυτούς προς τον Πατέρα και τον Υιόν.

Αλλ' εις το κεφάλαιον τούτο Ιούδας ο Λεββαίος έσχε μίαν δυσχέρειαν. Δεν είχεν εννοήσει ότι ο οφθαλμός δύναται μόνον να ίδη εκείνο όπερ ίνα ίδη έχει έμφυτον την δύναμιν. Δεν ηδύνατο να κατανοήση το ότι ο Θεός δύναται μόνον να γείνη ορατός εις εκείνους ων η διάνοια είνε ανοικτή ούτως ώστε να δύνανται να διακρίνωσι τα πνευματικά πράγματα. «Κύριε, (είπε), τι γέγονεν ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν Σεαυτόν και ουχί τω κόσμω;»

Η δυσχέρεια ήτο του αυτού είδους οποία υπήρξε και του Φιλίππου· η ανικανότης του διακρίναι μεταξύ φυσικής και πνευματικής εμφανείας. Ο Ιησούς τότε εδίδαξε αυτούς και πάλιν ότι ο Θεός μένει μετ' εκείνων οίτινες Τον αγαπώσι, και ότι η απόδειξις της αγάπης είνε η υπακοή· Έδωκεν αυτοίς την μακαρίαν υπόσχεσιν ότι, «Εάν αιτήσητέ τι εν τω ονόματί Μου, τούτο ποιήσω». Διά πάσαν άλλην διδασκαλίαν τους παρέπεμψε προς τον Παράκλητον τον οποίον έμελλε να πέμψη. Δεν ήθελε τους αφήση ορφανούς. Το Πνεύμα Του θα τους ωδήγει εις πάσαν την αλήθειαν. Και τώρα εμφυσά επ' αυτούς την ευλογίαν και την ειρήνην Του. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν».

Εις το μέρος τούτο του λόγον, κινήσεώς τινος γενομένης μεταξύ των μαθητών, «Εγείρεσθε, είπεν ο Σωτήρ, άγωμεν εντεύθεν.»

Πριν εξέλθωσιν, ύμνησαν, λέγει ο Ευαγγελιστής. Πιθανώς οι ύμνοι τους οποίους έψαλαν ήσαν εκ των ψαλμών ριε’, ριστ’, ριζ’. Πόσον πλήρει εννοίας πρέπει να υπήρξαν πολλοί εκ των στίχων των ψαλμών τούτων τότε «Περιέσχον με οδύναι θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσάν με. Εκέκραξα τω ονόματι Κυρίου· ρύσαι την ψυχήν μου, Κύριε… Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι… Ωσθείς ανετράπην του πεσείν, και ο Κύριος αντελάβετό μου. Ισχύς μου και ύμνησίς μου ο Κύριος, και εγένετό μοι εις σωτηρίαν… Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και εστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών».

Πριν εξέλθωσι διά τον υπό το φέγγος της σελήνης περίπατον προς τον Κήπον της Γεθσημανή, πάλιν ωμίλησεν αυτοίς. «Εγώ ειμι η Άμπελος η Αληθινή και ο Πατήρ Μου ο Γεωργός εστι». Δεν είνε ανάγκη να εύρωμεν άμεσόν τινα περίστασιν σχετιζομένην με την μεταφοράν και την εικόνα ταύτην, εκτός του «καρπού της αμπέλου», εξ ου είχε μετάσχη. Διότι κατά την πόσιν του πρώτου ποτηρίου αμέσως προ της παραδόσεως των φρικτών Μυστηρίων είχεν είπη ο Ιησούς. «Αμήν λέγω υμίν, ου μη πίω από του γεννήματος της αμπέλου, έως αν πίω αυτό καινόν μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός Μου». Αλλ' ουχ ήττον δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι, καθώς έβλεπεν έξω εις την νύκτα, είδε το φέγγος της σελήνης να επαργυροί τα φύλλα ενός κλήματος προσφυομένου περί το δικτυωτόν παράθυρον, ή να πίπτη επί του κολοσσαίου χρυσού κλήματος του επιστρέφοντος μίαν των πυλών του Ναού. Είτα έτι ζωηρότερον τους παρηγόρησε και είπεν: «Εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν, συμφέρει υμίν ίνα Εγώ απέλθω· εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς». Η αποστολή του Παρακλήτου έμελλε να είνε το να ελέγξη τον κόσμον περί αμαρτίας, και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Και θα τους ωδήγει εις όλην την αλήθειαν και θα εδείκνυεν αυτοίς τα μέλλοντα. «Εκείνος δοξάσει Με· ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν». «Και νυν προς τον Πατέρα Μου πορεύομαι· μικρόν και ου θεωρείτε Με, και πάλιν μικρόν και όψασθέ Με».

Η αβεβαιότης περί του τι ενόει έκαμε τους μαθητάς και πάλιν να διαπορήσωσι προς αλλήλους. Επεθύμουν να Τον ερωτήσουν, αλλά βαθύς φόβος κατείχε το πνεύμα των, και δεν ετόλμων. Ήδη πολλάκις είχον διακόψει το νήμα του λόγου Του δι' ερωτήσεων, αίτινες καίτοι δεν τας απεδοκίμασεν, αλλά Τον ελύπησαν προφανώς διά της κενότητός των, και διά της παρανοήσεως την οποίαν απεδείκνυον. Αλλ' επειδή δεν ετόλμων να ερωτήσωσιν, ο Διδάσκαλός των ήλθεν αρωγός εις αυτούς. Αύτη, είπεν, έμελλε να είνε η βραχεία ώρα της αγωνίας των, αλλά μετά ταύτην θα επέλθη χαρά την οποίαν ουδείς δύναται να τους αφαιρέση· και η χαρά αύτη δεν θα έχη όρια, διότι οποίον και αν θα ήτο το αίτημά των, ήρκει να παρακαλέσωσι τον Πατέρα, και τούτο θα επληρούτο. Προς τον Πατέρα εκείνον, όστις Αυτός τους ηγάπα διά την πίστιν των την εις Αυτόν, προς τον Πατέρα εκείνον, παρ' ου εξήλθεν, έμελλε νυν να επιστρέψη.

Οι μαθηταί ήσαν βαθέως ευγνώμονες διά τους σαφείς τούτους και τα μάλιστα παρηγόρους λόγους. Και πάλιν δε ομοθύμως εξέφρασαν την πίστιν των ότι Αυτός από του Θεού εξήλθεν. Αλλ' ο Ιησούς θλιβερώς περιέστειλε τον ενθουσιασμόν των. Οι λόγοι Του σκοπόν είχον να δώσωσιν αυτοίς ειρήνην εν τω παρόντι, θάρρος δε και ελπίδα διά το μέλλον· αλλ' όμως εγνώριζε και είπεν αυτοίς ότι, μεθ' όλα όσα έλεγον, η ώρα επέκειτο νυν ότε έμελλον έντρομοι να σκορπισθώσι και να Τον αφήσωσι μόνον· αλλ' όχι μόνον, διότι ο Πατήρ Του ήτο μετ' Αυτού.

Και μετά τους λόγους τούτους, ύψωσε τους οφθαλμούς Του εις τον ουρανόν, και ανέπεμψε την Μεγάλην Αρχιερατικήν προσευχήν Του, ευχαριστών τον Πατέρα· πρώτον διότι ο Πατήρ θα περιέβαλλε την εκουσίαν ανθρωπότητά Του με την αιωνίαν δόξαν εξ ης είχε κενώσει Εαυτόν όταν ανέλαβε δούλου μορφήν, ως αναπτύσσει τούτο ο μέγας Παύλος λέγων· «Εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είνε ίσον Θεώ, αλλ' Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος· και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εταπείνωσεν Εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού· διό και ο Θεός Αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο Αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψη, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός». Δεύτερον, ευχαρίστησε τον Πατέρα και παρεκάλεσεν Αυτόν να τηρήση και φυλάξη εν τω ονόματι Του τούτους τους αγαπητούς Του, τους συμπεριπατήσαντας εν τω κόσμω μετ' Αυτού· και είτα όπως αγιάση και καταστήση τελείους ου μόνον τούτους μόνους, αλλά πάσας τας μυριάδας, πάσας τας μακράς γενεάς, αίτινες έμελλον ύστερον να πιστεύσωσι διά του λόγου των εις Αυτόν.

Και αφού οι τόνοι της θείας ταύτης προσευχής εσίγησαν, ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς Αυτού πέραν του Χειμάρρου των Κέδρων, όπου ην κήπος, εις ον εισήλθεν Αυτός και οι μαθηταί Αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.
Γεθσημανή. – Η Αγωνία και η Σύλληψις

Σκηνή αγωνίας. – Ιδρώς ως αίματος θρόμβοι. – Όχι ο φόβος του θανάτου. – «Σίμων, καθεύδεις;» – Η δευτέρα αγωνία. – Οι μαθηταί κοιμώμενοι. – Η τρίτη αγωνία και η νίκη. – «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε». – Το φίλημα του Προδότου. – «Τίνα ζητείτε;» – «Εγώ ειμι». – Τρόμος της σπείρας. – Ιστορικοί παραλληλισμοί. – Σύλληψις του Ιησού. – Το κτύπημα του Πέτρου. – Δέσμευσις και απαγωγή.

Ο δρόμος των τους έφερε διά μιας των πυλών της πόλεως, πιθανώς δι' εκείνης ήτις τότε αντεστοίχει εις την σημερινήν πύλην του Αγίου Στεφάνου, μέχρι της χαράδρας των Κέδρων. Εις πάντα όστις επεσκέφθη τον τόπον σήμερον, κατά τον αυτόν καιρόν του έτους και κατά την αυτήν ώραν της νυκτός, είνε ευκολώτερον να φαντασθή τον φόβον όστις θα κατείχε τους ολίγους εκείνους Γαλιλαίους, ενώ εν σιωπή σχεδόν αδιαπτώτω και υπό το άχθος μυστηριώδους τρόμου, ηκολούθουν Εκείνον όστις με κεκυφυίαν κεφαλήν και αλγούσαν καρδίαν έβαινε προ αυτών εις την εκούσιον καταδίκην Του.

Έν μόνον συμβάν αναφέρουν οι Ευαγγελισταί κατά τον τελευταίον τούτον μεσονύκτιον δρόμον προς τον οικείον κήπον της Γεθσημανή. Ήτο τελευταία νουθεσία προς τους μαθητάς εν γένει, και προς τον Πέτρον ιδία. Η θλίψις, η σιωπή, η ηχώ των βημάτων των είχεν αρχίσει, φαίνεται, να παγώνη ήδη τας καρδίας των. Θλιβερώς ο Ιησούς εστράφη προς αυτούς και είπεν ότι όλοι των θα σκανδαλισθώσιν επ' Αυτώ την νύκτα ταύτην, και η παλαιά προφητεία θα πληρωθή. «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα». Αλλά, μεθ' όλα ταύτα, Αυτός ως ποιμήν θα πορευθή προ αυτών, οδηγών αυτούς εις Γαλιλαίαν. («Προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν».) Τότε ο Πέτρος ήρχισε πάλιν να διαμαρτύρηται. Και αν όλοι σκανδαλισθώσιν, αυτός δεν θα εσκανδαλίζετο. Ο Ιησούς ήκουεν εν θλιβερά σιωπή υποσχέσεις αίτινες έμελλον εν βραχεί να σκορπισθώσιν εις τον αέρα.

Ούτω ήλθον εις Γεθσημανή, τόπον απέχοντα ήμισυ μίλιον από των τειχών της πόλεως. Ήτο δε κήπος περικεχαραγμένος διά μικρού φραγμού, και επειδή ήτο συχνόν καταφύγιον του Ιησού μετά των οπαδών Του, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι ανήκεν εις φίλον τινά κτήτορα. Το όνομα Γεθσημανή σημαίνει «ελαιοτριβείον», και αναμφιβόλως ωνομάσθη ούτω έκ τινος ελαιοτριβείου υπάρχοντος εκεί. Υπάρχει ακόμη εκεί μία ελαία, ήτις καλείται το Δένδρον της Αγωνίας. Και οκτώ άλλα παλαιά ελαιόδεντρα λέγεται ότι σώζονται από των ημερών του Χριστού. Το ότι ο Τίτος, ο πολιορκητής της Ιερουσαλήμ, έκοψεν όλα τα εκεί δένδρα, δεν φαίνεται επιχείρημα αρκετά πειστικόν ώστε ν' αναιρέση την σεμνήν παράδοσιν. Καίτοι η θέσις ακριβώς δεν δύναται να καθορισθεί μετά βεβαιότητος, η τοποθεσία εν γένει της Γεθσημανή είνε προφανής, και τότε, ως τώρα, το ωχρόν φως της σελήνης, τα φαιοπράσινα φύλλα των ελαιών, οι φαιοί αμαυροί κορμοί των δένδρων, η χαράδρα κάτω και η κορυφή του Όρους των Ελαιών άνω προς ανατολάς, και η Ιερουσαλήμ προς δυσμάς, πρέπει να υπήρξαν οι κύριοι εξωτερικοί χαρακτήρες ενός τόπου όστις θα θεωρήται πάντοτε μετ' αθανάτου ενδιαφέροντος ενόσω ο χρόνος διαρκή, ως ο τόπος εν ώ ο Σωτήρ της ανθρωπότητος εισήλθε μόνος εις την αγωνίαν του θανάτου.

Ο Ιησούς εγνώριζεν ότι η φοβερά ώρα της ταπεινώσεώς Του είχεν έλθη, ότι από της στιγμής ταύτης μέχρι της εκστομίσεως της μεγάλης κραυγής μεθ' ης έμελλε να εκπνεύση, ουδέν άλλο έμενε δι' Αυτόν επί της γης ειμή η βάσανος του σωματικού άλγους και η τυραννία της ψυχικής λύπης. Όσην το ανθρώπινον σώμα δύναται και δεν δύναται να βαστάση κακοπάθειαν, όλη θα εσωρεύετο επί του κύπτοντος σώματός Του· πάσα ταλαιπωρία ην σκληρά και ανηλεής ύβρις να επιβάλη δύναται, έμελλε να πέση βαρεία επί της ψυχής Του· και εις την βάσανον ταύτην του σώματος και εις την αγωνίαν της ψυχής, και αυτή η υψηλή και μαρμαίρουσα γαλήνη του θείου πνεύματός Του έμελλε να υποφέρη βραχείαν αλλά τρομεράν έκλειψιν. Ο πόνος εις το οξύτατον κέντρον του, η αισχύνη εν τη μάλιστα υπερκόμπω βαναυσότητί της, όλον το άχθος της αμαρτίας και του μυστηρίου της υπάρξεως του ανθρώπου εν τη αποστασία και τη πτώσει του, ταύτα ήσαν τα οποία έπρεπε ν' αντιμετωπίση νυν εν τη μάλλον ανεξηγήτω σωρεία των. Αλλ' έν πράγμα έμενε πριν η ενεργός πάλη, η αληθής αγωνία, αρχίση. Όφειλε να επιρρώση το σώμα, να νευρώση την ψυχήν, να πραΰνη το πνεύμα διά προσευχής και μονώσεως, όπως υπαντήση την ώραν εκείνην καθ' ην παν ό,τι κακόν εν τη δυνάμει του Πονηρού θα επέπιπτεν επί την κεφαλήν του Αθώου και του Αγίου. Και ώφειλε ν' αντιμετωπίση την ώραν ταύτην μόνος· ουδέ όμμα ανθρώπινον έπρεπε να ίδη, ειμή εν γνόφω και σκιά, το βάθος της δεινοπαθείας Του. Και όμως θα επεθύμει να μετάσχη της συμπαθείας των· Τον εβοήθει εν τη ώρα ταύτη της σκοτίας να αισθάνεται ότι ούτοι ήσαν εγγύς, και ότι εγγύτερον ήσαν οι μάλιστα Αυτόν αγαπώντες. «Μείνατε ώδε, είπε προς τους πολλούς, έως αν απέλθω προσεύξασθαι.» Αφήσας αυτούς να κοιμηθώσιν επί της δροσώδους χλόης, έλαβε μεθ' Εαυτού τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, και απήλθεν ωσεί λίθου βολήν απωτέρω. Ήτο καλόν ο Πέτρος ν' αντιμετωπίση όλα όσα επέκειντο, και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης να γνωρίσωσι τι ήτο το ποτήριον εκείνο το οποίον εξόχως είχον επιθυμήσει να πίωσι. Αλλά τάχιστα και η συντροφιά των εκλεκτών τούτων ήτο περισσότερον παρ' όσον ηδύνατο να υποφέρη. Ανέκφραστος λύπη, πάλη αφόρητος, φρίκη και θάμβος και ίλιγγος εκυρίευσε την ψυχήν Του. «Περίλυπός εστιν η ψυχή Μου έως θανάτου, είπε: Μείνατε αυτού και γρηγορείτε.» Απεσπάσθην απ' αυτών και εμακρύνθη, ίσως έξω του φέγγους της σελήνης εις την σκιάν. Κ' εκεί, εωσότου ο νυσταγμός τους εκυρίευσεν, ησθάνοντο πόσον φοβερός ήτο ο παροξυσμός της προσευχής και της ταλαιπωρίας δι' ου Εκείνος διήρχετο. Τον έβλεπον πότε γονυπετή, πότε πρηνή επί της υγράς γης να κύπτη και να ικετεύη· ήκουον ψιθύρους, φωνάς αγωνίας εν αις η ανθρωπότης Του συνηγόρει πλησίον της θείας θελήσεως του Πατρός Του. «Το θελητόν του Πάθους ποτήριον απηύχετο ώσπερ αβούλητον,» επειδή είχε δύο θελήσεις, την θείαν και την ανθρωπίνην. «Πάτερ, είπεν, ει δυνατόν, παρελθέτω απ' Εμού το ποτήριον τούτο· πλην γενέσθω, ουχί ως εγώ θέλω, αλλ' ως Συ».

Και η προσευχή εκείνη, εν τη απείρω ευλαβεία και τω θάμβει της, εισηκούσθη· ο ισχυρός εκείνος κλαυθμός και τα δάκρυα δεν απερρίφθησαν. Δεν δυνάμεθα να εισέλθωμεν εγγύς εις την σκηνήν ταύτην· είνε περιβεβλημένη εν γνόφω και εν μυστηρίω όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να εισδύση· εφ' όσον θεωρούμεν ταύτην, είμεθα όμοιοι προς τους μαθητάς εκείνους· αι αισθήσεις μας είνε συγκεχυμέναι, αι αντιλήψεις μας αμυδραί. Το μεν υπογρηγορούντες, το δε βεβαρυμένοι υπό ακαταμαχήτου άχθους τεταραγμένου νυσταγμού, ησθάνοντο μόνον ότι ήσαν αμυδροί μάρτυρες αφάτου αγωνίας, πολύ βαθυτέρας ή ότι ηδύναντο να καταμετρήσωσι, και υπερβαλλούσης την ημετέραν κατάληψιν και την διαυγεστάτην. Βλέπουσιν Εκείνον, ενώπιον οποίου οι δαίμονες έφευγον μετ' ολολύζοντος τρόμου, κείμενον επί πρόσωπον κατά γης. Ακούουσι την φωνήν Εκείνην εν διακεκομμένοις ψιθύροις αγωνίας θρηνούσαν, ήτις είχε προστάξει τον άνεμον και την θάλασσαν, και υπήκουσαν Αυτώ. Αι μεγάλαι σταγόνες του ιδρώτος αι πίπτουσαι απ' Αυτού, φαίνονται αυτοίς ως αίματος πηκτού θρόμβοι, υπό τας σκιάς των δένδρων και εν τω διακοπτομένω φωτί της σελήνης, άγγελος ώφθη ενισχύων Αυτόν όπως εγερθή νικηφόρως από της φοβεράς πάλης.

Και πόθεν όλη αύτη η αγωνιώδης λιποκαρδία, πόθεν το πάθος τούτο, το οποίον απέσπασεν από του μετώπου ιδρώτα ως αίματος θρόμβους; Ήτο άρα απλώς ο φόβος του θανάτου; υπήρξαν οι τολμήσαντες (αδυνατώ να γράψω τούτο άνευ αισχύνης και λύπης) να ομιλήσωσιν ελαφρώς περί της Γεθσημανή· να θεωρήσωσι την φοβεράν εκείνην σκηνήν, από του ύψους της αμαθούς οιήσεώς των μεθ' υπέρφρονος σχεδόν απαρεσκείας· να ομιλήσωσιν εάν ο Θεάνθρωπος είχε δείξει εκεί άνανδρον ευαισθησίαν. Τοιούτοι βλάσφημοι επικριταί υπήρξαν ο Κέλσος, ο Ιουλιανός, και άλλοι. Και παιδίον ακόμη δύναται να εννοήση πόσον ασυμβίβαστος θα ήτο τοιαύτη υπόθεσις με την ηρωικήν εκείνην ρώμην και αντοχήν την οποίαν δεκαπέντε ωρών άυπνος αγωνία δεν ηδύνατο να διαταράξη, με την μεγαλοπρεπή σιωπήν ενώπιον αρχιερέως και πραίτωρος και τετράρχου, με την τλημοσύνην εξ ης η εσχάτη βάσανος ουδέ κραυγήν ίσχυσε ν' αποσπάση· με την άπειρον υπεροχήν ήτις ετρόμαξε τον απεσκληρυμμένον και ματαιόφρονα ρωμαίον εις ακούσιον σεβασμόν, με την ατάραχον δεσποτείαν της ψυχής ήτις ήνοιξε τας πύλας του Παραδείσου εις τον ληστήν τον μετανοούντα, και ενέπνευσε συμπαθή συγγνώμην διά τους αποστάτους ιερείς. Ο Θεάνθρωπος να καταβληθή υπό ευτελούς φόβου του θανάτου, τον οποίον γέροντες τρέμοντες και ασθενείς κόραι και δειλά παιδία (ο Άγιος Αρέθας, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Κήρυκος) ηψήφισεν άνευ στεναγμού και ρίγους, μόνον διά της πίστεως εις το όνομά Του! Και να υβρίζεται ούτω υπό γλωσσών και καλάμων ασεβών Εκείνος όστις έφερεν εις φως την Ζωήν την αιώνιον και την Αθανασίαν! Ο έσχατος των ηλιθίων, ο βαναυσότατος τον κακούργων, εβάδισαν εις το ικρίωμα άνευ τρόμου και στεναγμού, και πολλοί απονενοημένοι και θηριώδεις φονείς ανέβησαν στερρώ τω ποδί την κλίμακα, και προσέβλεψαν απτόητοι προς το ωρυόμενον πλήθος.

Είνε τόσον φυσικόν ν' αποθάνη τις όσον και να γεννηθή. Ο χριστιανός δεν έχει ανάγκην να το είπωσιν ότι δεν ήτο τοιούτος χυδαίος φόβος ό,τι απέσπασεν από του Σωτήρος του τον ιδρώτα εκείνον του αίματος. Όχι, ήτο τι απείρως περισσότερον τούτου· απείρως περισσότερον ή ό,τι η υψίστη έντασις της φαντασίας μας δύναται να συλλάβη. Ήτο τι ασυγκρίτως θανασιμώτερον του θανάτου. Ήτο το βάρος και το μυστήριον της αμαρτίας του κόσμου ήτις επέκειτο βαρεία επί της καρδίας Του· ήτο η γεύσις, εν τη θεία ανθρωπότητι αναμαρτήτου βίου, της πικράς κύλικος ην η αμαρτία είχε δηλητηριάσει· ήτο το αίσθημα του πόσον πικρά, πόσον φοβερά πρέπει να υπήρξεν η δύναμις του κακού εν τω κόσμω, ήτις κατέστησεν αναγκαίαν τόσον άπειρον θυσίαν. Ήτο η πείρα, εν τω κόλπω της τελείας αθωότητος και της αγάπης, παντός ό,τι μυσαρόν εν τη ανθρωπίνη αχαριστία, παντός ό,τι λοιμώδες εν τη ανθρωπίνη υποκρισία, παντός ό,τι σκληρόν εν τη ανθρωπίνη λύσση. Επρόκειτο ν' αψηφήση τον τελευταίον θρίαμβον του Σατανικού πείσματος και της μανείας, ενούσης κατά της θείας κεφαλής Του και μόνης όλα τα φλέγοντα βέλη της Ιουδαϊκής κιβδηλείας και της Εθνικής ανομίας. Ησθάνετο ότι οι οικείοι, προς ους ήλθεν, ηγάπων το σκότος μάλλον ή το φως, ότι τα τέκνα του εκλεκτού εμίσουν τον Σωτήρα και Ευεργέτην. Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος.

Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του. Οίμοι! τους εύρε κοιμωμένους. Ήτο η ώρα φόβου και κινδύνου· αλλ' ουχί η βεβαιότης του κινδύνου, ουχί η αγάπη προς Αυτόν, ουχί αίσθημα διά την άφραστον ταλαιπωρίαν Του, ήρκεσε διά να κρατήση τους οφθαλμούς των εν εγρηγόρσει. Η λύπη, η κόπωσις, η σφοδρά έξαψίς των, είχε ζητήσει ανακούφισιν εις τον ύπνον. Και αυτός ο Πέτρος, μεθ' όλας τας προθύμους υποσχέσεις και τας διαμαρτυρίας του, έκειτο βαθέως κοιμώμενος. «Σίμων, καθεύδεις;» είπε. Και καθώς η φωνή Του τους εξύπνησεν, «Ούτως, ουδ' επί μίαν ώραν» είπεν, ισχύσατε αγρυπνήσαι μετ’ εμού; Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις περασμόν». Και είτα, όχι διά να μειώση το σφάλμα των, αλλά διά να υποδείξη τον κίνδυνον τούτου, προσέθηκε· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής».

Και πάλιν απεσπάσθη απ' αυτών, και πάλιν, μετά βαθυτέρας εντάσεως επανέλαβε την αυτήν προσευχήν ως πρότερον, και κατά το διάλειμμα της συγκινήσεώς Του ήλθεν οπίσω προς τους μαθητάς Του. Αλλ' εκείνοι και πάλιν είχον πέσει εις ύπνον, και όταν τους εξύπνησε, βεβαρυμένοι ως ήσαν, δεν εύρισκον λέξιν να ομιλήσωσι προς Αυτόν. Θα ηδύνατο ν' ανακράξη τότε με τον στίχον του Δαυίδ, «Και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον».

Διά τρίτην και τελευταίαν φοράν, αλλά τώρα εν τη βαθυτέρα γαλήνη, και τη λαμπροτέρα αταραξία της θριαμβευτικής εκείνης εμπιστοσύνης ήτις είχε διαπνεύσει διά της Μεγάλης Αρχιερατικής προσευχής Του, απεχώρησε διά να εύρη την μόνην παρηγορίαν Του εν τη μετά του Θεού κοινωνία. Κ' εκεί εύρεν ό,τι επόθει. Πριν παρέλθη η ώρα αύτη ήτο παρεσκευασμένος διά το χείριστον όπερ ο Σατανάς ή ο άνθρωπος ηδύνατο να πράξη. Εγνώριζε παν ό,τι θα συνέβαινεν Αυτώ· ίσως είχεν ειδεί την έκτακτον κίνησιν φώτων, καθώς οι διώκται Του κατήρχοντο από των περιβόλων του Ναού. Αλλ' όμως δεν υπήρξεν ίχνος ταραχής εις τας ησύχους λέξεις Του, όταν ελθών και τρίτην φοράν ευρών αυτούς κοιμωμένους, είπε, «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε. Ικανόν εστιν. Η ώρα ελήλυθεν. Ιδού, ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών». Δεν θέλω Εγώ τώρα να διακόψω τον βαθύν ύπνον σου. Θα διακοπή αποτόμως και σκληρώς παρ' άλλων. «Εγείρεσθε, άγωμεν. Ιδού, ήγγικεν ο παραδιδούς Με».

Ναι, ήτο καιρός να εγερθώσι, διότι ενώ οι άγιοι είχον νυστάξει, οι αμαρτωλοί έτρεχον και εσκευώρουν και ειργάζοντο. Ενώ αυτοί εκοιμώντο, ο προδότης ηγρύπνει και ενήργει. Υπέρ τας δύο ώρας είχον παρέλθη αφότου εκ του φαεινού υπερώου της μακαρίας κοινωνίας των είχε βυθισθή εις την νύκτα, και κατά τας δύο ταύτας ώρας ειργάσθη εκείνος. Είχεν απέλθη προς τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οτρύνων αυτούς και παροξύνων διά της εμπαθούς σπουδής και ανυπομονησίας του· και είχε πείσει τους προκρίτους των Ιουδαίων να δώσωσιν αυτώ σπείραν συνισταμένη από τους ιδίους υπηρέτας των, από τους φύλακας του Ναού μετά των αξιωματικών των, και από έν απόσπασμα της ρωμαϊκής κουστωδίας υπό τον χιλίαρχόν της. Εβάδιζον κατ' Εκείνου όστις ήτο ανυπεράσπιστος και εγκαταλελειμμένος, και όμως οι στρατιώται ήσαν ωπλισμένοι με ξίφη, και οι μιγάδες οι άλλοι έφερον ράβδους και ρόπαλα. Επορεύοντο όπως συλλάβωσιν ένα όστις δεν θα εποίει απόπειραν όπως κρυφθή ή φύγη, και η σελήνη πλησιφαής έρριπτεν όλην την λάμψιν της εις την άδοξον εκστρατείαν των· και όμως, όπως μη εκφύγη αυτούς και κρυφθή εις άντρόν τι ή υπό την σκιάν του άλσους, έφερον φανούς και λαμπάδας εις τας χείρας των. Ήδη, καθώς ο Ιησούς αφύπνιζε τους μαθητάς Του, τα ώτα Του είχον ακούσει πόρω την κλαγγήν των ξιφών, τον δούπον των βημάτων, τον θόρυβον του κινουμένου μετά προφυλάξεων πλήθους. Εγνώριζεν ό,τι τον επερίμενεν· εγνώριζεν ότι ο ερημικός κήπος ον ηγάπα, και τοσάκις είχε ποιήσει μακαρίαν αναστροφήν μετά των μαθητών Του, ήτο γνωστός εις τον προδότην. Οι αήθεις εκείνοι εχθρικοί ήχοι, αι ερυθραί εκείναι λάμψεις των φανών και των δάδων, ήρκουν διά να δείξωσιν ότι ο Ιούδας είχε προδώσει το μυστικόν του καταφυγίου Του, και ήτο ήδη εγγύς.

Έτι δε Αυτού λαλούντος, ο Ιούδας ο προδότης επέστη. Υπερθεματίζων, ούτως ειπείν, και υπερδρών εις το μέρος του, ενεργών εν τη λίαν κατεσπευσμένή ορμητικότητι εγκλήματος τόσον βδελυρού ώστε δεν ετόλμα ουδέ να σταματήση διά να σκεφθή, εισώρμησε πρώτος εις τον περίβολον, προπορευόμενος των λοιπών. «Εταίρε, τω είπεν ο Ιησούς, εφ' ό πάρει;» (Κατά τινας ερμηνευτάς τούτο είνε σχήμα αποσιωπήσεως, και σημαίνει δι' οποίον έγκλημα ήλθες!») Η φράσις φαίνεται να εκόπη αποτόμως υπό της βαθείας ταραχής του πνεύματός Του, ουδ' έδωκεν ο Ιούδας απόκρισίν τινα, φροντίζων μόνον πώς να δώση εις τους ομοσπόνδους του το αισχρόν προσυμπεφωνημένον σημείον. «Ον αν φιλήσω, είχεν είπη αυτοίς, Αυτός εστι. Κρατήσατε Αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς». Και ούτω, προβάς προς τον Ιησούν με τον συνήθη ψυχρόν τίτλον της προσφωνήσεως είπε, «Χαίρε, Ραββί!» κ' εβεβήλωσε την αγίαν παρειάν του Ιησού διά προδοτικού φιλήματος. «Ιούδα» τω είπεν ο Ιησούς μετ' αυστηράς επιτιμήσεως, «φιλήματι τον Υιόν του Ανθρώπου παραδίδως;» Αι λέξεις αύται ήρκουν. Απεκάλυψαν τον άνθρωπον εις εαυτόν, εκθέσασαι το βδελυρόν της πράξεώς του εν όλη τη απλότητι· και ο τρόπος της προδοσίας του ήτο τόσον απαραδειγμάτιστος εν μυσαρότητι, ώστε πλειοτέραι λέξεις θα ήσαν περιτταί. Με αισθήματα τα οποία οι δαίμονες θα ηδύναντο να οικτείρωσιν, ο άθλιος έπτηξε και συνεστάλη οπίσω προς την θύραν του περιβόλου, προς το λοιπόν του πλήθους ήρχισαν τώρα να συνωθούνται.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain