Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 2

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'

Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.

Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν.

Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.

Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο εκατόνταρχος.

Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις τους πολέμους της Βρεττάνης.

Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του.

– Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του;

– Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ' ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει να την παραδώσης εις τας χείρας μου.

Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα:

– Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.

Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος.

– Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια.

– Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία.

– Ναι.

Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν:

– Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί.

– Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν.

Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε:

– Μητέρα μου! μητέρα μου!

Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην.

– Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας!

Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.

Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους, ακόμη και με θυσίαν της ζωής».

Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον:

– Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.

Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους.

Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων:

– Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την

υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος.

– Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η

Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του

Καίσαρος;.. Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ'

αυτής;

– Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως

ξύλον..

Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.

Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως.

Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην.

– Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος.

– Ο Πετρώνιος;

– Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.

– Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά τον Βινίκιον… εντός της σήμερον θα το μάθω.

Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'

Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του

Νέρωνος.

Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον όσους προσεκάλει.

Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν στρατηγόν.

– Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα, ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου.

Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν.

Το πιθανώτερον όμως ήτο μήπως ο Νέρων μανθάνων πόσον η Λίγεια ήτο προσφιλής εις τους Πλαυτίους την εκράτει πλέον ζηλοτύπως πλησίον του.

Ο στρατηγός τον διέκοψε:

– Γενναιόφρον Ανναίε, είπεν, εκείνος όστις έκαμε να αρπάσουν το τέκνον μας είνε ο Πετρώνιος. Ειπέ μου ποία μέσα να μεταχειρισθώ, τίνες έχουν επιρροήν πλησίον του, τέλος, κάμε χρήσιν πλησίον του της ευγλωττίας την οποίαν η παλαιά προς εμέ φιλία σου θα δυνηθή να σου εμπνεύση.

– Ο Πετρώνιος και εγώ, απήντησεν ο Σενέκας, είμεθα εις δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Μέσον αποτελεσματικόν δεν γνωρίζω κανέν και επιρροήν κανείς επ' αυτού δεν έχει. Πιθανόν ο Πετρώνιος να έχη μεγαλειτέραν αξίαν από τους αχρείους, υπό των οποίων περιστοιχίζεται ο Νέρων. Αλλά να θέλη τις να του αποδείξη, ότι έκαμε κακήν πράξιν, χάνει τον καιρόν του. Δεν έχει πλέον γνώσιν του καλού και του κακού. Απόδειξέ του ότι το διάβημά του είναι αντιαισθητικόν και θα εντραπή. Όταν τον ιδώ, θα του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη.

– Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός.

Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών. Αλλ' ο Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα του νεαρού στρατιώτου.

Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη.

Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του.

Η βιαιότης είνε κληρονομική εις την οικογένειαν του Βινικίου.

– Άρχων, είπε με διακοπτομένην φωνήν, μάθε ότι ο Πετρώνιος όταν θα είνε πατήρ μου θα μου δώση λόγον διά την ύβριν την γενομένην εις την Λίγειαν. Επάνελθε εις τον οίκον σου και περίμενέ με. Ούτε ο Πετρώνιος, ούτε ο Καίσαρ δεν θα την έχουν ποτέ. Θα την φονεύσω μάλλον και μαζί με αυτήν και τον εαυτόν μου!

Και έτρεξε εις του Πετρωνίου.

Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την

Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον.

Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα.

Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον.

Η επιστολή έλεγε τα εξής:

«Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν. Ό,τι συνέβη, συνέβη διά της θελήσεως του Καίσαρος, προ της οποίας οφείλετε να υποκλιθήτε, καθώς κλίνομεν και ημείς, ο Πετρώνιος και εγώ».

Μετά την αναχώρησιν του Πλαυτίου ο Βινίκιος μετέβη κατ' ευθείαν εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν εντός της Βιβλιοθήκης του.

Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε:

– Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα.

– Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου.

– Πού είναι η Λίγεια;

– Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε.

Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την

Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την παραδώση.

Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, είπε:

– Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα.

Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις του Αούλου. Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος, δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός».

– Πετρώνιε!

– Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα, ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην κόρην ως καλλονήν. Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.

– Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν:

– Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν;

– Διότι ο Καίσαρ θέλει να τηρή τα προσχήματα· το επεισόδιον θα κάμη κρότον εις την Ρώμην, θα γείνη πολύς λόγος, αλλ' επειδή παίρνομεν την Λίγειαν ως όμηρον, ενόσω ομιλεί ο κόσμος περί τούτου, θα μείνη εις το παλάτιον του Καίσαρος. Ακολούθως θα σου την στείλουν χωρίς θόρυβον.

– Λοιπόν την Λίγειαν θα την έχω εις την οικίαν μου όλας τας ημέρας

ακαταπαύστως και μέχρι του θανάτου μου..

– Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν

μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς.

– Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί

της Λιγείας.

– Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων. Εάν εζήτουν από τον Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας.

– Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα

η Πομπωνία.

Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον

Άουλον πάσαν ελπίδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'

Αι κεφαλαί αι μάλλον υψηλόφρονες είχον κλίνει το πάλαι προ της Ακτής, της ευνοούμενης τότε του Νέρωνος.

Είχε φανή αξία της ευγνωμοσύνης πολλών και δεν είχε δημιουργήσει εχθρούς. Η Ποππέα αυτή δεν είχε κατορθώση να την μισή. Τώρα την εθεώρουν ως ασημοτάτην και ανίκανον να προκαλέση φθόνον. Εξηκολούθει ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων.

Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του

Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.

Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την εκλογήν των συνδαιτυμόνων.

Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα, αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν το ημερομίσθιόν των.

Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της.

Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη εξασθενήση και ηττηθή.

Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας προσευχάς των;

Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω, έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών της.

– Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος.

Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής.

– Είσαι τόσον καλή, Ακτή!

– Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης.

Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω, δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της. Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του Καίσαρος;

– Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν.

– Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ.

– Είδα και τον Βινίκιον.

– Δεν τον γνωρίζω.

– Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας.

– Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν;

– Τον Βινίκιον;.. Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον.

– Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου;

– Ναι.

– Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς.

– Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον. Πρέπει να παρευρεθής.. Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι θα έλθωσι μετ' ολίγον.

– Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την συμβουλήν σου.

Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας ιδίας της χείρας.

Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της ηνοίγετο.

– Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!

Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην.

Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.

Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην.

– Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν χρυσάς ανταυγείας.. Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες.

– Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση.

Η Ακτή της έτριψεν ελαφρώς το σώμα με ευώδη έλαια και την ενέδυσε χιτώνα επίχρυσον, μαλακόν και άνευ χειρίδων, επάνω του οποίου έμελλε να τεθή ο χιονώδης πέπλος.

Μετ' ολίγον ήτο έτοιμη. Όταν τα πρώτα φορεία εφάνησαν προ της κυρίας πύλης, αμφότεραι έφθασαν εις έν περιστύλιον, οπόθεν είχον θέαν προς την είσοδον, προς τας στοάς και την επίσημον αυλήν.

Ήτο η ώρα της δύσεως του ηλίου. Αι τελευταίαι ακτίνες αυτού εφίλουν το κίτρινον μάρμαρον των στύλων, θερμαίνουσαι αυτό με ροδίνους μαρμαρυγάς.

Μεταξύ των στύλων, πλησίον των λευκών αγαλμάτων των Λαναΐδων, πλησίον των αγαλμάτων των θεών και των ηρώων, έρρεεν αδιάκοπον το ρεύμα των ανδρών και των γυναικών, ομοίων με αγάλματα και περιτετυλιγμένων με τηβέννους, πέπλους και στολάς, αίτινες εκρέμαντο μέχρι της γης εις ελαφράς πτυχάς.

Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.

Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των προσερχομένων.

Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω εις το λιθόστρωτον.. Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων, υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός.

Η Ακτή εσιώπησε.

Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά.

Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον.

Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα δεξιά της.

Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε:

– Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα!

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση:

– Χαίρε, ω Μάρκε.

Εκείνος είπεν:

– Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού. Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς.

Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της. Η Λίγεια ησθάνθη ότι, εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι' όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον. Ήθελε να επιστρέψη πλησίον της μητρός της. Θα είχεν αποθάνει εκ λύπης και αγωνίας αν έλειπεν η ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου.

Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του.

Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.

Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή.

Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος.

Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα:

– Σε αγαπώ, Γαλλίνα!.. Σε αγαπώ.

– Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια.

Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας:

– Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με!

– Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή.

Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.

Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω των ώμων της Λιγείας:

– Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του Καίσαρος;

Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη:

– Και όμως ηδυνήθην να ιδώ… Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του.

Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα βλέμματα.

Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει:

Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν. Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.

Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις.. Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός.. ο τρομερός, ο παντοδύναμος;.. Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία.. Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός. Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την θυσίαν αυτήν. Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του, μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου.

Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός.

Αίφνης απέθεσε τον μονύελον και στραφείς προς τον Πετρώνιον ηρώτησεν:

– Είναι η όμηρος, την οποίαν ερωτεύεται ο Βινίκιος;

– Ναι.

– Εκ τίνος λαού κατάγεται;

– Εκ των Λιγείων.

– Ο Βινίκιος την ευρίσκει ωραίαν;

– Ναι, αλλ' επί του προσώπου σου, ω αλάνθαστε κριτά, αναγινώσκω ήδη την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς.

– Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς.

Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων.

Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
30 eylül 2017
Hacim:
340 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 4,2, 24 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 3,3, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 4 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,4, 7 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,7, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,7, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,7, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 5 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre