Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς. Επειδή αι οιμωγαί των μαστιγουμένων δούλων δεν κατεπράυνον ούτε τον πόνον ούτε την οργήν του, έλαβεν άλλο στίφος ανδρών και επί κεφαλής των, πολύ αργά την νύκτα, ώρμησεν εις αναζήτησιν της Λιγείας. Εξηρεύνησε την συνοικίαν Εσκουιλίνου, Ζουβούρου και τας πλησίον οδούς. Έπειτα, αφού έκαμε τον γύρον του Καπιτωλίου, διέβη την γέφυραν του Φαβρικίου, διέτρεξε την μεμονωμένην συνοικίαν και έφθασε πέραν του ποταμού Τιβέρεως.
Επανήλθε περί το λυκαυγές και εξαπλωθείς επί τινος ανακλίντρου εις το άτριον ήρχισε να σκέπτεται συγκεχυμένως με ποία μέσα θα ηδύνατο να ανεύρη και να συλλάβη την Λίγειαν.
Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου.
Αίφνης η καρδία του έπαυσε να πάλλη εις μίαν υπόνοιαν τρομεράν, ήτις του επήλθεν.
– Αν ήτο αυτός ο Καίσαρ όστις ήρπασε την Λίγειαν;
Όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ο Καίσαρ συχνά εζήτει διά νυκτερινών επιθέσεων να ποικίλλη την μονοτονίαν του. Αυτός ο Πετρώνιος ελάμβανε μέρος εις τα παιγνίδια ταύτα. Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος.
Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν.
Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας. Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής. Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον.
Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.
«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση.
Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από αυτήν θα εμάνθανε κάτι.
Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς.
– Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης.
– Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
– Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του.
Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η τύχη της Αυτοκρατορίας. Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου.
– Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε.
Και διήλθεν.
Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη.
Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν.
Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν:
– Ακτή, πού είναι η Λίγεια;
– Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν.
Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν:
– Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.
Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας:
– Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον;
– Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ. Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της.
Ο Βινίκιος ανέπνευσε.
– Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι.. και δυστυχία εις αυτούς!
– Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή. Δεν ημπόρεσε να με ίδη, επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ' επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη.
Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος.
Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας στιγμάς. Και μετ' ολίγον:
– Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος.
– Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να γίνη παλλακίς σου.
– Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου;
– Εγώ ήμην δούλη.
Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του.
Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε:
– Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο
Καίσαρ.
– Τι λέγεις!.
– Άκουσε, Μάρκε! Χθες, εις τους κήπους η Λίγεια και εγώ συνηντήσαμεν την Ποππέαν και την μικράν Αυγούσταν, την οποίαν εβάσταζεν η Λίλιθ, η αιθιοπίς. Την εσπέραν, το παιδίον ησθένησε, και η Λίλιθ ισχυρίζεται ότι η ξένη θα το εμάγευσεν ή θα το εβάσκανεν. Εάν η μικρά αναρρώση, θα λησμονήσουν· αν όχι, η Ποππέα πρώτη θα κατηγορήση την Λίγειαν επί μαγεία, και τότε, όταν την ανεύρουν, δεν θα υπάρχη πλέον σωτηρία δι' αυτήν.
Επηκολούθησε μικρά σιγή· είτα ο Βινίκιος είπε:
– Πιθανόν να εμάγευσε την μικράν.. όπως και εμέ επίσης.
– Η Λίλιθ επαναλαμβάνει, ότι το παιδίον ήρχισε να κλαίη άμα η Λίγεια μας αντιπαρήλθεν. Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου.
– Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν.
Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα.
– Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!
– Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα.
Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν.
– Δεν είναι αληθές!
Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι! Η Λίγεια δεν της είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε, την προσέβαλεν.
– Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος.
Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να επιχειρήση και πού να αποταθή. Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργά!» και οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις.
Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την
Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη.
Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν. Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της.
– Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, εις ημάς και εις την Λίγειαν.
Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης, ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως.
Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει.
Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν.
– Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα
σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
– Η αρπαγή, είπεν ο Πετρώνιος, έγινε με τρόπον μυστηριώδη· δεν είναι έργον ούτε του Καίσαρος, ούτε του Αούλου. Ο γίγας Λιγειεύς θα την απήγαγεν, αλλά δεν ήτο δυνατόν μόνος του να επαρκέση εις την πράξιν αυτήν, θα είχε λοιπόν βοηθούς…
– Ποίους;
– Τους ομοθρήσκους της Λιγείας,
– Ποίοι ομόθρησκοι; Ποίοι θεοί είναι ιδικοί των; Έπρεπεν εν τούτοις να μάθω τούτο καλλίτερον από σε.
– Δεν υπάρχει σχεδόν γυνή εν Ρώμη, ήτις να μη έχη τους θεούς της. Προφανώς η Πομπωνία την ανέθρεψεν εις την λατρείαν της θεότητος, την οποίαν αυτή πρεσβεύει. Την κατηγόρησαν ότι είναι χριστιανή. Ποία είναι η λατρεία αύτη; Δεν γνωρίζω. Έν πράγμα είνε βέβαιον ότι ποτέ δεν την είδαν εις κανένα ναόν να θυσιάζη εις τους θεούς μας.
– Η θρησκεία των είναι θρησκεία παραγγέλλουσα την συγγνώμην, είπεν ο Βινίκιος. Συνήντησα την Πομπωνίαν εις την οικίαν της Ακτής και μου είπεν: «Ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον που μας έκαμες!».
– Πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Θεός των είναι ένας δικαστής πολύ επιεικής. Λοιπόν ας σε συγχωρήση, και ως σημείον συγχωρήσεως, ας αποδώση την κόρην.
– Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν. Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής.
– Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος.
– Τω όντι.
– Άκουσε.. Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ' ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου. Λοιπόν πριν ανευρεθή η μία, θα εζήτουν πλησίον μιας άλλης εκείνο το οποίον μου λείπει προς στιγμήν. Ναι, γνωρίζω καλά τι είναι ο έρως, και ότι, εάν επιθυμή τις μίαν γυναίκα, μία άλλη αδύνατον να την αναπληρώση. Αλλά δύναται κανείς πλησίον ωραίας δούλης να ζητήση παροδικήν διασκέδασιν.
– Δεν θέλω, είπεν ο Βινίκιος.
– Ίσως αι ιδικαί σου δεν σου αρέσουν, είπε μετά τινα σκέψιν. Αλλά.. (και παρετήρησε την Ελληνίδα Ευνίκην), κύτταξε ολίγον αυτήν την Χάριτα. Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την!
Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του.
Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν.
– Όχι! όχι.. Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.
Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν.
Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα:
– Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα υπάγης εις τον Βινίκιον.
Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».
Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος συνέσπασε τας οφρύς.
Εις την οικίαν του οι δούλοι διήγον καλλίτερον ή αλλαχού, αλλ' υπό τον όρον να εκτελούν την υπηρεσίαν των με τρόπον άμεμπτον και να σέβωνται την θέλησιν του δεσπότου, όσον και την των θεών. Προσέβλεψε προς στιγμήν την γονυπετή και κλαίουσαν δούλην, και έπειτα είπεν:
– Ύπαγε να ζητήσης τον Τειρεσίαν.
Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα
Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου.
– Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς
να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.
Και εγερθείς μετέβη εις την βιβλιοθήκην, εκάθησε πλησίον τραπέζης εκ φαιού μαρμάρου, και ήρχισε να εργάζηται εις το σύγγραμμά του «το Συμπόσιον του Τρικλίωνος». Η φυγή της Λιγείας και η ασθένεια της μικράς Αυγούστας συνεκράτουν τόσον πολύ την σκέψιν του, ώστε δεν ηδυνήθη να γράψη επί πολλήν ώραν. Η ασθένεια εκείνη ιδίως ήτο σημαντικόν γεγονός. Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει. Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος.
Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην.
– Εμαστιγώθης; ηρώτησεν.
Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του.
– Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα!..
Εις την φωνήν της εφαίνετο να πάλλη χαρά και ευγνωμοσύνη, διότι μετά τας μαστιγώσεις θα έμενε και πάλιν εις την οικίαν και δεν θα εστέλλετο εις του Βινικίου. Ο Πετρώνιος, εννοήσας τούτο, εξεπλάγη. Πλην ήτο τόσον καλός γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής, ώστε εμάντευσεν, ότι μόνος ο έρως ηδύνατο να είναι η αιτία τοιαύτης ισχυρογνωμοσύνης.
– Έχεις λοιπόν εραστήν εδώ; ηρώτησεν.
Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον:
– Ναι, ναι αυθέντα!
Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν.
– Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.
Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση.
Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της
Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.
Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν:
– Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν.
– Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα.
– Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της;
– Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα.
– Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της;
– Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην. Μετά το λουτρόν, αυθέντα, δεν μένει ποτέ εις τας θέρμας.. Αι άλλαι γυναίκες την εμπαίζουν και την ονομάζουν σκωπτικώς Άρτεμιν.
– Αρκεί, είπεν ο Πετρώνιος, ο συγγενής μου Βινίκιος, εις τον οποίον είχα δωρήσει την Ευνίκην σήμερον το πρωί, δεν την εδέχθη· θα μείνη εις την οικίαν. Ύπαγε.
– Αυθέντα, δύναμαι να σας είπω κάτι τι;
– Λέγε.
– Όλη η οικία μας, αυθέντα, ομιλεί περί της φυγής της κόρης εκείνης, ήτις ώφειλε να κατοικήση πλησίον του ευγενούς Βινικίου. Μετά την αναχώρησίν σου, η Ευνίκη ήλθεν εις εμέ και μου είπεν, ότι γνωρίζει ένα άνθρωπον, όστις θα ήτο ικανός να την ανεύρη.
– Καλά. Αύριον ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ευρίσκεται εδώ, θα υπάγης επίσης να παρακαλέσης εξ ονόματός μου τον Βινίκιον να έλθη το πρωί διά να συναντηθή με αυτόν.
Μόλις ο Πετρώνιος συνεπλήρωνε τον στολισμόν του εις το ουγκτώριον, ότε εισήλθεν ο Βινίκιος, τον οποίον είχε προσκαλέσει ο Τειρεσίας. Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου και ήρχισε τας ερωτήσεις.
– Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα μας δώση πληροφορίας.
– Η Ευνίκη εκείνη, την οποίαν ήθελες να μου δώσης χθες;
– Εκείνη την οποίαν απεποιήθης, δι' ό άλλως τε σε ευχαριστώ, επειδή είναι η καλλιτέρα πτυχήτρια, ήτις υπάρχει εν Ρώμη.
Τω όντι η Ευνίκη εισήλθε πάραυτα.
– Ευνίκη, είπεν ο Βινίκιος, ο άνθρωπος περί του οποίου ωμίλησες χθες εις τον Τειρεσίαν είναι εδώ;
– Μάλιστα, αυθέντα, περιμένει εις το άτριον.
– Πώς ονομάζεται;
– Χίλων Χιλωνίδης.
– Τι επάγγελμα έχει;
– Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη
την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη.
Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο
Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα.
Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν συνάμα και γελοίον. Δεν ήτο γέρων· εις την ακάθαρτον γενειάδα του και εις την ούλην κόμην του μόλις εφαίνοντο εδώ και εκεί ολίγαι τρίχες πολιαί. Η κοιλία του ήτο κοίλη, οι ώμοι του κυρτοί εις τρόπον ώστε εκ πρώτης όψεως εφαίνετο κυφός. Η τεραστίων διαστάσεων κεφαλή του με το διαπεραστικόν βλέμμα του ωμοίαζε με το ρύγχος του πιθήκου και της αλώπεκος. Μικραί φλύκταιναι εστιγμάτιζον το υποκίτρινον δέρμα του και μετεβάλλοντο εις οιδήματα επί μιας ρινός, την οποίαν η οινοποσία είχε καταστήσει ιόχρουν.
Η αμαυρά ενδυμασία του, και ο εκ τριχών αιγός χιτών και μανδύας του εμαρτύρει πενίαν αληθή ή προσποιητήν.
Επί τη θέα του, ο ομηρικός Θερσίτης ήλθεν εις τον νουν του Πετρωνίου, και απαντήσας διά σημείου εις τον χαιρετισμόν του είπεν:
– Χαίρε Θερσίτα. Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις τα Ηλύσια πεδία;
– Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου.
– Μα την τριπλήν Εκάτην! ανέκραξεν ο Πετρώνιος, η απάντησις είναι αξία ενός μανδύου..
Αλλ' η συνδιάλεξις διεκόπη υπό του Βινικίου, όστις ηρώτησεν αμέσως:
– Ηξεύρεις ακριβώς με τι θα επιφορτισθής;
– Την νύκτα της προχθές, απεκρίθη ο Χίλων, ήρπασαν μίαν νέαν, καλουμένην Λίγειαν, ή μάλλον Γαλλίναν, θετήν θυγατέρα του Αούλου Πλαυτίου. Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον.
– Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις;
Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως.
– Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το
πνεύμα.
Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον ξένον του.
– Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν.
– Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως.
– Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις αυτής.
– Ποίαν συμβουλήν;
– Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα. Ήθελε να θεραπευθή από έρωτα ασυμβίβαστον.
– Και την εθεράπευσες;
– Έκαμα κάτι καλλίτερον, αυθέντα, της έδωκα έν φάρμακον, το οποίον γεννά τον έρωτα αμοιβαίον. Εις την Πάφον της Κύπρου υπάρχει ναός όπου ευρίσκεται η ζώνη της Αφροδίτης. Της έδωσα δύο κλωστές από την ζώνην αυτήν.
– Και επληρώθης ακριβά δι' αυτό;
– Τοιαύτη εκδούλευσις αξίζει όσον και αν ζητήση κανείς.
– Ποία είνε η πατρίς σου, Χίλων;
– Κατάγομαι από τας δυτικάς χώρας του Ευξείνου πόντου, αυθέντα.
– Είσαι μέγας, Χίλων!
– Είμαι φιλόσοφος, αλλ' η αρετή και η σοφία τόσον ολίγον εκτιμώνται σήμερον ώστε και ο φιλόσοφος αναγκάζεται να ζητήση άλλους πόρους ζωής.
– Ποίοι είναι οι πόροι σου;
– Να μανθάνω όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου εις τους έχοντας ανάγκην αυτών. Όταν δραπετεύση είς δούλος με αξίαν, ποίος άλλος τον ανευρίσκει από εμέ; Όταν εις τους τοίχους εμφανίζονται επιγραφαί προσβλητικαί δια την θείαν Ποππέαν, τις υποδεικνύει τους ενόχους; Ποίος ανακαλύπτει εις τα βιβλιοπωλεία στίχους κατά του Καίσαρος; Ποίος αναφέρει τα λεγόμενα εις τας οικίας των συγκλητικών και των ιππέων; Και ποίος φέρει τας επιστολάς, τας οποίας δεν θέλουν να εμπιστευθώσιν εις δούλον; Ποίος μαντεύει τα συμβαίνοντα εις οικίαν τινά από του ατρίου μέχρι του κήπου; Ποίος γνωρίζει όλας τας οδούς, όλα τα αδιέξοδα, όλας τας κρύπτας; Ποίος ηξεύρει ότι λέγεται εις τας θέρμας, εις τον ιππόδρομον, εις τας αγοράς, εις τα σχολεία των θηριομάχων, εις τα παραπήγματα των δουλεμπόρων, ακόμη και εις τα αμφιθέατρα; Ποίος άλλος από τον Χίλωνα;
– Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ.. Ηξεύρομεν τώρα τι είσαι.
Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον.
– Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών;
– Έχω ανάγκην όπλων.
– Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος.
Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα.
– Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού.
– Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το
φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού.
– Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν
ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.
Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον.
Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης.
– Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε:
– Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη με τους δούλους των. Ηξεύρω ότι δεν είναι ούτε εις το Παλατίνον, όπου όλοι ασχολούνται με την μικράν Αυγούσταν. Ηξεύρω, ότι η φυγή της προητοιμάσθη παρ' ενός δούλου προερχομένου εκ της αυτής με εκείνην χώρας. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν από τους δούλους, διότι οι δούλοι συνδέονται μεταξύ των και δεν θα την εβοήθουν εναντίον δούλων ιδικών σου. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν παρά μόνον από τους ομοθρήσκους της.
– Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ;
– Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του. Εάν ηδυνάμην να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της θρησκείας ταύτης;
– Όχι.. είπεν ο Βινίκιος.
– Δεν παρετήρησες, ένδοξε Τριβούνε, ιεροτελεστίαν τινά ή αντικείμενόν τι λατρείας.. κανέν αγαλμάτιον ή ανάθημα ή φυλακτά; Δεν τας είδες να χαράττωσι σημεία τα οποία η Πομπωνία και η νεαρά ξένη μόναι ηδύναντο να εννοήσωσιν;
– Σημεία;.. Στάσου!.. Ναι! Μίαν ημέραν είδα την Λίγειαν να χαράττη ένα ιχθύν εις την άμμον.
– Ένα ιχθύν; Άαα! Ω! Άπαξ ή πολλάκις;
– Άπαξ.
– Και είσαι βέβαιος, αυθέντα, ότι εχάραξεν ένα.. ιχθύν; Ω!
– Ναι! είπεν ο Βινίκιος, καταστάς περίεργος. Μαντεύεις τι σημαίνει τούτο;
– Ναι μαντεύω! ανέκραξεν ο Χίλων.
Και ποιήσας υπόκλισιν, προσέθηκεν:
– Είθε η Τύχη να σας πληροί πάντοτε με τα δώρα της, αυθένται εκλαμπρότατοι.
– Ειπέ να σου δώσουν ένα μανδύαν! είπεν ο Πετρώνιος.
– Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην.
Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε.
– Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
– Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί.
– Χωρίς άλλο, φίλε μου. Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον.
Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του. Εβάδιζε βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την Σουββούρην.
«Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο κρασάκι προς τιμήν της τύχης. Είναι εύρημα δι' εμέ ο Βινίκιος, είναι άνθρωπος τον οποίον ζητούσα από πολλού, εκμεταλλεύσιμος όσον παίρνει… Α! Εχάραξε, λέγει, επί της άμμου ένα ιχθύν; Τι να σημαίνη άρα γε αυτό; Θα το μάθω! Ακόμη ένα βαλάντιον ως αυτό και θα δυνηθώ να αφήσω την βακτηρίαν μου την επαιτικήν και να αγοράσω ένα δούλον.. Ε! Αλλά τι θα έλεγες, Χίλων, εάν σε εσυμβούλευα να αγοράσης όχι δούλον, αλλά δούλην; Σε γνωρίζω ότι δεν θα έλεγες όχι! Εάν ηδύνατο να είνε τόσον ευειδής, όσον η Ευνίκη, επί παραδείγματι, θα ανενεούσο πλησίον της και μάλιστα θα είχες αυτήν ως πηγήν κέρδους έντιμον και ακίνδυνον. Επώλησα εις την δυστυχισμένην Ευνίκην δύο κλωστές από τον παλαιόν μανδύαν μου. Είναι εύμορφη, και εάν μου την επρόσφερεν ο Πετρώνιος.. Ναι, ναι, Χίλων Χιλωνίδη, είσαι ξένος και ορφανός, λάβε όπως ημπορέσης μίαν δούλην τουλάχιστον διά να σε παρηγορή. Αλλ' ιδού έφθασα εις του Σπόρου αυτού του κλέπτου. Το καπηλείον του είνε ο τόπος πού πληροφορείται κανείς ευκολώτερα».
Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και το απέθεσεν επί της τραπέζης.
– Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.
Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν:
– Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο;
– Ψάρι! Μεγάλο πράγμα!.. είναι ψάρι.
– Και συ είσαι ένας ηλίθιος, αν και βάζεις αρκετό νερό στο κρασί, που μας δίνεις, και ημπορεί κανείς να ευρίσκη μέσα σ' αυτό ψάρια. Μάθε λοιπόν ότι αυτό είναι σύμβολον, το οποίον εις την γλώσσαν των φιλοσόφων σημαίνει «Μειδίαμα της τύχης». Εάν εμάντευες, ίσως θα έκαμνες περιουσίαν. Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος Πετρώνιος.