Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 3
Από τον θόλον έπιπτον ρόδα.
Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους.
Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει.
Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής, απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του.
– Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις.
Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος..
Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού. Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα».
Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς της.
Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,
Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ θελγήτρου.
Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον αργότερα ημιπαράφρων ο Καίσαρ έμελλεν εν μεγάλη πομπή να νυμφευθή), εγονυπέτησε παρά τους πόδας του Νέρωνος.
Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν. Ο Πετρώνιος ανέκραξεν:
– Η γνώμη μου περί της μουσικής του ύμνου τούτου είναι ότι ο Ορφεύς πρέπει να ωχριά και αυτός από φθόνον, όπως και ο παρευρισκόμενος Λούκανος· όσον διά τους στίχους, θα τους επροτίμων ολιγώτερον ακόμη καλούς, θα εύρισκον δε τότε έπαινον όστις να μη είναι ανάξιος αυτών.
Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους.
Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς, επεθύμει να απέλθη.
Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου. Επηκολούθησαν διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας περιπετείας της Ηούς.
Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και ασέμνων κινήσεων.
Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα, και μόνον ρόδα. Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ!.. Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!»
Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των. Οι Ρωμαίοι παρηκολούθουν ηδυπαθώς τας κινήσεις των ράχεων, των βραχιόνων και πήχεων, αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη, ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης.
Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα θριαμβευτικόν.
Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας.
Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.
Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.
Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως:
– Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς!. Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ.. Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου!
Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός.
Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.
Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους ηκολούθησεν.
Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον.
Λίγεια! Λίγεια!
Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας, εκλονίσθη, εσκόνταψε και εσωριάσθη εις το πλακόστρωτον. Οι περισσότεροι των συνδαιτυμόνων είχον κυλισθή υπό τας τραπέζας. Τινές παρέπαιον εις την αίθουσαν προσκρούοντες εις τους τοίχους, άλλοι εκοιμώντο πλησίον της τραπέζης ρογχαλίζοντες ή αποπτύοντες κατά τον ύπνον των το πλεόνασμα των καταβροχθισθέντων φαγητών.
Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων.
Έξω ανέτελλεν η αυγή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'
Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των.
Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της θα διέλυε πάσαν υποψίαν.
Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής.
Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου.
Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής.
Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι.
Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον:
– Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.
Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των.
Η Λίγεια επανελάμβανε:
– Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.
Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο.. Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου εαυτής.
– Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του.
– Ήκουσα, είπεν η Ακτή.
– Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ!
Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην.
– Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς;
Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.
– Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή.
– Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου;
– Όχι.
– Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί
των Αούλων;
Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της
Λιγείας.
– Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν.
Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον.. Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την οικίαν του Καίσαρος.
Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία.
Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον.
Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της.
Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν. Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της.
– Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ.
Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της. Εάν δεν ηδύναντο να καταφύγωσιν εις την οικίαν των Αούλων, δεν ηδύναντο ουχ ήττον να μείνωσιν εις του Καίσαρος ούτε εις του Βινικίου. Όθεν ο Ούρσος θα την ελάμβανε, θα την ωδήγει έξω της πόλεως, θα την έκρυπτε εις κανέν μέρος, όπου δεν θα την ανεκάλυπτον ούτε ο Βινίκιος ούτε οι άνθρωποί του.
Ο Λιγειεύς ήτο έτοιμος. Ησπάσθη τους πόδας της εις σημείον υποταγής. Αλλ' η Ακτή είχε παραμείνει έκπληκτος. Το πρόσωπόν της εδείκνυε την απογοήτευσιν.
Αυτό λοιπόν ήτο όλον το αποτέλεσμα της προσευχής;
Το να φύγωσιν εκ του παλατίου ήτο ως να διαπράξωσιν έγκλημα καθοσιώσεως, το οποίον θα ετιμωρείτο· και αν ακόμη η Λίγεια κατώρθωνε να κρυφθή, ο Καίσαρ θα ελάμβανεν αντίποινα από τους Αούλους! Έπρεπε να φύγη από την οικίαν του Βινικίου. Τοιουτοτρόπως ο Καίσαρ, όστις δεν ηγάπα ν' αναμιγνύεται εις τα αλλότρια, δεν θα συγκατένευεν ίσως να βοηθήση τον Βινίκιον εις τας έρευνάς του. Εν τη μέθη του ούτος είχε την απερισκεψίαν να τη είπη ότι την εσπέραν θα έπεμπε τους δούλους του να την παραλάβουν.
Αλλ' ο Ούρσος θα την έσωζε. Θα ήρχετο, θα την ήρπαζε, καθώς την είχεν αρπάσει από το τρίκλινον και θα έφευγον ταχείς. Κανείς δεν ηδύνατο ν' αντιμετωπίση τον Ούρσον.
Αλλ' επειδή ο Βινίκιος θα είχεν ίσως την φαντασίαν να την συνοδεύση διά πολλών δούλων, ο Ούρσος θα επήγαινεν αμέσως προς τον επίσκοπον Λίνον να του ζητήση βοήθειαν και συμβουλήν. Ο επίσκοπος θα διέτασσε τους χριστιανούς να τρέξουν εις βοήθειαν και θα την απηλευθέρωνον διά της βίας.
Αύτη ήτο η γνώμη της Ακτής.
Το πρόσωπόν της Λιγείας έγινε ροδαλόν και εμειδία. Ερρίφθη εις τον τράχηλον της απελευθέρας και έθεσεν επί της παρειάς της το αδρόν της στόμα ψιθυρίζουσα:
– Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι!
– Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον
Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση.
Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την αρπάσουν. Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του, έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν γρονθοκόπημα. θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία θα εκάλυπτεν.
Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και παιδικής:
– Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν.
Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να.. Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν;.. Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση! Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον άκακον. ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή.. Δεν ήθελε να παραβή τας εντολάς του.. Τέλος θα προσεπάθει να συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων.
Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων;
– Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός.
– Εγώ είμαι, Λίγεια.
– Είναι βράδυ τώρα;
– Όχι, κόρη μου, απόγευμα.
– Ο Ούρσος επέστρεψε;
– Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε.
– Είναι αληθές!
Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της Λιγείας.
Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων.
Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν.
– Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα.
– Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.
– Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν;
– Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον.
– Τη διαταγή τίνος;
– Του Καίσαρος!
Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της. Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της, έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της Λιγείας.
«Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και νεωτέρα μου».
Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην αστραπήν. Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το φαινόμενον:
– Ωμίλησες εις τον Καίσαρα;
– Όχι, Αυγούστα.
– Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων;
– Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου.
– Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;
Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος.
– Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν.
– Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον
Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;
– Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον
μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής.
Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν.
Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν:
– Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του
Βινικίου.
Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός.
– Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια.
Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων.
Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη.
Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον
Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε:
– Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην.
– Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά.
Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων.
Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών· αρωματικά έλαια έκαιον.
Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού.
Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου.
Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου.
– Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με
χαμηλήν φωνήν.
Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
– Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος.
Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν.
– Ευρίσκονται ήδη..
Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.
Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας.
Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου, όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη.
Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι. Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι ηναγκάζοντο να φωνάζουν:
– Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον!
Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και άλλοτε εκ φόβου.
«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!»
Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των: «Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν.
Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί.
Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, ανετρέποντο, εποδοπατούντο.
Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των.
Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος.
Αλλ' η Λίγεια εφώναξε:
– Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός.
Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι σύντροφοί του είχον σκορπισθή.
Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν.
Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.
Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν.
– Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.
Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τοις είπε:
– Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου.
Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων:
– Έπρεπε να είνε τώρα εδώ!.. Έπρεπε να είναι εδώ!.
Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν.
Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν.
– Άαχ!.. Άαααχ!
Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς:
– Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν.
– Άααχ!
Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους:
– Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ
το αίμα!
Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.
Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος:
– Δυστυχία μου!.,
Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε:
– Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν.
– Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι.
Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας.
– Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν. Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας.
Και εξήλθον του ατρίου.
Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας.