Kitabı oku: «Quo Vadis»
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε παρακαθήσει εις συμπόσιον.. Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι. Πάντοτε όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος».
Την επομένην λοιπόν του συμποσίου εκείνου, κατά το οποίον είχε συζητήσει με τον Νέρωνα, τον Λουκιανόν και τον Σενέκαν περί του ζητήματος, εάν η γυνή έχη ψυχήν, ήτο εξηπλωμένος επί ανακλίντρου εντριβών σκεπασμένου με χιονόλευκον τάπητα εξ αιγυπτιακού βύσσου, δύο δε ρωμαλέοι υπηρέται του λουτρώνος, με χείρας βρεγμένας εις το έλαιον του εμάλασσον τους μυς. Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του.
Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος.
Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός. Ο Βινίκιος ήτο υιός της πρεσβυτέρας αδελφής του, νυμφευθείσης άλλοτε κάποιον Μάρκον Βινίκιον, πρόσωπον της υπατείας επί της εποχής του Τυβερίου.
Ο νεαρός ανήρ υπηρέτει τώρα υπό τας διαταγάς του Κορβούλωνος, εκστρατεύσαντος εναντίον των Πάρθων, και, λήξαντος του πολέμου, επανήρχετο εις την Ρώμην. Ο Πετρώνιος ησθάνετο δι' αυτόν κάποιαν αγάπην, διότι ο Μάρκος ήτο νέος με ωραίαν διάπλασιν και με αθλητικόν σώμα, εγνώριζε δε να διατηρή κατά τας καλλιτέρας αισθητικάς την αβρότητα εκείνην, την οποίαν ο Πετρώνιος εθεώρει ανωτέραν του παντός.
– Χαίρε, Πετρώνιε, είπεν ο νεανίας. Είθε οι Θεοί να σου δωρήσουν πάσαν ευτυχίαν και ονομαστί η Ασκληπιάς και η Κύπρις!
– Καλώς ήλθες εις την Ρώμην και είθε να αναπαυθής μετά τον πόλεμον, απεκρίθη ο Πετρώνιος, αποσύρων την χείρα από τας πτυχάς του λεπτοϋφούς σκεπάσματός του. Τι νέα από την Αρμενίαν; Κατά την διαμονήν σου εν Ασία, επήγες διόλου μέχρι Βιθυνίας;
Ο Πετρώνιος, περίφημος ήδη διά τον εκτεθηλυμένον χαρακτήρα του και την αγάπην του προς τας απολαύσεις, είχε χρηματίσει άλλοτε διοικητής της Βιθυνίας – διοικητής δραστήριος και δίκαιος. – Ανεμιμνήσκετο λοιπόν ευχαρίστως την εποχήν εκείνην.
– Επήγα εις την Ηράκλειαν, όπως εγείρω οχυρώματα μετά του Κορβούλωνος, απήντησεν ο Βινίκιος, και ήρχισε ν' ομιλή περί του πολέμου.
– Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον πόλεμον αυτόν.
– Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν· επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως.
– Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν! είπεν ο Πετρώνιος.
– Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ.
Την ιδίαν στιγμήν εισήλθον θεράποντες και περιεστοίχισαν τον Πετρώνιον, έτοιμοι, να του προσφέρουν τας υπηρεσίας των διά το λουτρόν.
Ο Βινίκιος, αφού ευρέθη εις τον λουτρώνα, έλαβε και αυτός θερμόν λουτρόν.
Μετά το λουτρόν επέρασαν εις το βαλανείον1 αλλ' εκεί η προσοχή του Βινικίου προσειλκύσθη από τας θαυμασίας δούλας. Δύο εξ αυτών, μαύραι, ήρχισαν να αλείφουν με ανατολικά αρώματα το σώμα του Πετρωνίου· άλλαι, Φρυγιαναί, επιτήδειαι εις την τέχνην της κωμμώσεως, εκράτουν εις τα εύστροφα χέρια των κάτοπτρον εκ χάλυβος και κτένια· δύο άλλαι, Ελληνίδες κόραι από την Κω, ανέμενον την στιγμήν, καθ' ην θα επτύχωναν εις αγαλματώδεις γραμμάς τας τηβέννους των κυρίων των.
– Μα τον νεφεληγερέτην Δία, είπεν ο Βινίκιος, τι εκλεκτή συλλογή!
– Προτιμώ την ποιότητα από την ποσότητα, απήντησεν ο Πετρώνιος.
Ωραιότερα σώματα δεν θα εύρισκε κανείς ούτε εις του Χαλκοπώγωνος!
Εις ταύτα ο Πετρώνιος προσέθεσε.
Δεν είμαι τόσον εγωιστής, φίλε μου, ως ο Βάρσος, ούτε και τόσον αυστηρός, όσον ο Άουλος Πλαύτιος.
Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε:
– Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω.
– Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;… Σε οικτείρω. Ούτε νέα είνε ούτε ενάρετος!.
– Όχι την Πομπωνίαν, δυστυχώς!
– Ποίαν λοιπόν;
– Αν την εγνώριζον!.. Αλλά δεν γνωρίζω καν ακριβώς το όνομά της: Λίγεια ή Γαλλίνα; Την ονομάζουν Λίγειαν διότι κατάγεται εκ της χώρας των Λιγείων, αλλά το βαρβαρικόν της όνομα είναι Γαλλίνα. Τι παράδοξος οικία αυτή του Πλαυτίου.. Είναι πλήρης κόσμου και όμως έχει σιγήν ως τα άλση του Σουβιάκου. Επί δέκα ημέρας ηγνόουν ότι κατώκει εκεί μία θεά. Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν. Δεν με ενδιαφέρει πλέον τι δύναται να μου δώση η πόλις. Δεν θέλω πλέον ούτε γυναίκας, ούτε χρυσόν, ούτε οίνον, ούτε συμπόσια.. θέλω την Λίγειαν και μόνον. Πετρώνιε, η ψυχή μου φέρεται προς εκείνην, όπως επί του μωσαϊκού του λουτρώνος σου, το όνειρον πετά προς την Παϊζιτέιαν· Νύκτα και ημέραν, την επιθυμώ.
– Εάν είναι δούλη, αγόρασέ την.
– Δεν είναι δούλη.
– Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου;
– Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα.
– Τότε;
– Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα.
– Με εκπλήσσεις, Βινίκιε.
– Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά. Ίσως εγνώρισες τον Βάννιον, τον βασιλέα των Σουαβών, όστις εκδιωχθείς εκ της χώρας του, κατώκησεν επί μακρόν χρόνον εις την Ρώμην, όπου διεκρίθη διά την τύχην του εις το παιγνίδιον των αστραγάλων και την επιτηδειότητά του εις την αρματοδρομίαν. Ο Δρούσος τον αντικατέστησεν εις τον θρόνον. Ο Βάννιος εκυβέρνησε κατ' αρχάς αρκετά εντίμως και επεχείρησεν επιτυχή πόλεμον, βραδύτερον όμως ήρχισε να χρηματίζεται υπέρ το μέτρον, όχι μόνον από τους γείτονάς του, αλλά και από τους υπηκόους του, ούτως ώστε οι ανεψιοί του Βάγκιος και Σίδων, υιοί του Βαβιλίου, βασιλέως των Ερμαδούρων συνώμοσαν όπως τον εκθρονίσουν.. και να δοκιμάσουν την τύχην εις τους αστραγάλους.
– Ενθυμούμαι· ήτο επί της εποχής του Κλαυδίου. Δεν απέχει πολύ η εποχή εκείνη.
– Μάλιστα. Ο πόλεμος εξερράγη. Ο Βάννιος εζήτησε βοήθειαν από τους Ιαζύγους, ενώ οι ανεψιοί του εξήγειραν τους Λίγειας. Ο Κλαύδιος δεν ηρέσκετο να αναμιγνύεται εις τας έριδας των βαρβάρων, έγραψεν όμως εις τον Ατήλιον Χίστερ, αρχηγόν της λεγεώνος του Δουνάβεως, να επιβλέπη προσεκτικώς τας διαφόρους φάσεις του πολέμου και να μη επιτρέψη την διατάραξιν της ειρήνης της χώρας μας. Ο Χίστερ απήτησε τότε από τους Λίγειας την υπόσχεσιν ότι δεν θα διαβώσι τα σύνορα. Οι Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία… Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων.
– Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα;
– Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν διήλθον τότε τα σύνορα. Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των, αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της, Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ, έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον. Ούτος μετά την λήξιν του πολέμου κατά των Γάττων επέστρεψεν εις Ρώμην, έφερε δε μαζί του και την Λίγειαν, την οποίαν ενεπιστεύθη εις την αδελφήν του Πομπωνίαν Γραικίναν, την σύζυγον του Πλαυτίου. Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων,
– Λοιπόν;
– Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.
– Είναι λοιπόν τόσον διαφανής;
– Μη αστειεύεσαι, Πετρώνιε, σε παρακαλώ, υποφέρω διά την Λίγειαν. Θέλω οι βραχίονές μου να την σφίξουν. Θέλω να αναπνέω την αναπνοήν της. Εάν ήτο δούλη, θα έδιδον δι' αυτήν εις τον Άουλον εκατόν νεανίδας.
– Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου· και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη.
– Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των.
– Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας εκδουλεύσεις μου.
– Έχεις επιρροήν επ' αυτού· επί πλέον το πνεύμα σου είνε ανεξάντλητον εις σχέδια.. Ναι.. εάν έκαμες λόγον εις τον Πλαύτιον;.
– Μεγαλοποιείς την επιρροήν μου και την ευφυίαν μου, αλλ' έστω, θα υπάγω να ομιλήσω εις τον Πλαύτιον ευθύς ως επιστρέψη εις Ρώμην.
– Επανήλθε προ δύο ημερών.
– Εν τοιαύτη περιπτώσει ας μεταβώμεν εις το τρίκλινον (τραπεζαρίαν) όπου μας περιμένει το πρόγευμα, και αφού αναλάβωμεν δυνάμεις, θα μεταβώμεν εις του Πλαυτίου.
– Πάντοτε μου ήσο προσφιλέστατος, Πετρώνιε, τώρα όμως θα τοποθετήσω εν τω μέσω των εφεστίων θεών μου το άγαλμά σου, άγαλμα τόσον ωραίον όσον αυτά εδώ, και θα του προσφέρω θυσίας, είπεν ο Βινίκιος, δεικνύων ένα Ερμήν με το κηρύκειον, όστις είχε την σωματικήν διάπλασιν του Πετρωνίου.
Και εν τη επιφωνήσει ταύτη υπήρχε τόση ειλικρίνεια, όση και κολακεία. Τω όντι ο Πετρώνιος, αν και μεγαλείτερος την ηλικίαν και ολιγώτερον αθλητικός το σώμα, ήτο ωραιότερος του Βινικίου.
Η Ρώμη εθαύμαζε τον «βασιλέα της κομψότητος» όχι μόνον διά το λεπτόν πνεύμα του, αλλά και διά το αρμονικόν σώμα του. Ο θαυμασμός ούτος απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων, αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την συγκίνησιν ταύτην.
Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν αυτόν εις το τρίκλινον.
Μετ' ολίγον εις το βαλανείον έμεινε μόνη η Ευνίκη. Εις μίαν στιγμήν, με την κεφαλήν σκυμμένην, η Ευνίκη ήκουσε τας απομακρυνομένας φωνάς, έπειτα έλαβε το εξ αμβάρεως ελεφαντόδοντος κάθισμα, εφ' ού εκάθητο προηγουμένως ο Πετρώνιος, και το έφερε προ του αγάλματος του κυρίου της. Ορθία επί του καθίσματος, με την χρυσίζουσαν κόμην της πίπτουσαν κυματοειδώς επί των ώμων της περιεπτύχθη με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του αγάλματος και συγχρόνως τα πυρέσσοντα χείλη της ηνώθησαν με τα κατάψυχρα χείλη του μαρμαρίνου ομοιώματος του Πετρωνίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου.
Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως.
Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.
– Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου; Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν.
Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν.
– Όχι;.. ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος.
– Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος.
– Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου;
– Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς.
Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
– Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά σου;
– Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου2.
– Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος;
Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν
Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει.
– Ένα ιχθύν.
– Τι είπες;
– Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε. Αλλά συ, Πετρώνιέ μου, εξήγησε το σημείον τούτο.
– Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί τους ιχθύς.
Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις την αγοράν.
Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού του αφιερωμένου εις τον Δία – Jovi optimo maximo συνέρρεον νέα πλήθη. Έμποροι επώλουν μεγαλοφώνως οπώρας, οίνον και ύδωρ αναμεμιγμένον με χυμόν σύκων. Αγύρται διελάλουν την αξίαν των φαρμάκων των· μάντεις, ανευρεταί κεκρυμμένων θησαυρών και ονειροκρίται εξεθείαζον την τέχνην των. Οι όμιλοι παρεμέριζον προ των φορείων· ωραία πρόσωπα γυναικών διεκρίνοντο εντός αυτών ή και ηλλοιωμένα εκ της ζωής, προσωπίδες ιπποτών και γερουσιαστών. Ενίοτε ουλαμοί στρατιωτών ή νυχτοφυλάκων διεσχιζον με βήμα ρυθμικόν τας υπέρ το δέον θορυβώδεις συγκεντρώσεις. Η Ελληνική γλώσσα αντήχει πανταχόθεν συχνή, όσον και η Λατινική.
Ο Βινίκιος, όστις δεν είχεν επανίδει την πόλιν από μακρού χρόνου παρετήρει μετά περιεργείας την Ρωμαϊκήν αγοράν, ήτις εξείχε του κύματος των λαών και την οποίαν το κύμα τούτο κατέκλυζεν.
– Η κοιτίς των Ρωμαίων χωρίς Ρωμαίους, είπεν ο Πετρώνιος, όστις είχε μαντεύσει την σκέψιν του συντρόφου του. Πράγματι, το ρωμαϊκόν στοιχείον σχεδόν εξηφανίζετο εις τον συρφετόν εκείνον.
Υπήρχον εκεί Έλληνες από την Ελλάδα, επικρατούντες εν τη πόλει εξ ίσου με τους Ρωμαίους, λόγω της τέχνης, της επιστήμης και της πανουργίας της ελληνικής, και Έλληνες των νήσων και της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου και της Ιταλίας.
Ο Πετρώνιος ήτο γνωστός εις όλον το πλήθος το όποιον τον ηγάπα και τον επευφήμει.
Προ του βιβλιοπωλείου του Αβιβανού το φορείον εστάθη. Ο Πετρώνιος κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον Βινίκιον.
– Σου το δωρίζω τω είπεν.
Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»;
Είναι νέον; Τίνος είναι;
– Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα
τίποτε περί αυτού.
– Μου έλεγες ότι δεν κάμνεις στίχους, είπεν ο Βινίκιος, και βλέπω
εδώ πλείστους στίχους εναλλασομένους με πεζόν λόγον.
– Όταν το αναγνώσης, σου συνιστώ να επιστήσης την προσοχήν σου εις το συμπόσιον του Τριμαλκίωνος. Όσον διά τους στίχους τους αηδίασα, αφ' ότου ο Νέρων ήρχισε να διαπράττη ποιήματα.
Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του Αούλου.
Είς νεαρός και στιβαρός θυρωρός τους ήνοιξε την θύραν, την άγουσαν εις το όστιον (δεύτερον πρόδομον), ενώ μία κίσσα εκ του κλωβού της τους υπεδέχετο θορυβωδώς διά της κραυγής: Salve (χαίρε).
Ενώ μετέβαινον από το Όστιον εις το Άτριον (αντιθάλαμον), ο Βινίκιος ηρώτησε:
– Παρετήρησες ότι ο θυρωρός δεν φέρει αλύσεις;
– Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας κάποιου Χριστού.
– Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα.
Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά σκαμνία υπό τους πόδας των.
Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως.
Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.
Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.
Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος, ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του, είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις, τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των σχέσεων.
– Καλώς ήλθες, είπεν ο Πλαύτιος. Αλλ' εγώ μάλλον σου οφείλω πιθανώς
ευγνωμοσύνην, αν και δεν υποπτεύεις το αίτιον.
Ο Πετρώνιος μάτην ύψωσε τους λεπτοκαρυόχρους οφθαλμούς του και προσεπάθει να ενθυμηθή. Δεν εμάντευε τίποτε.
– Αγαπώ, επανέλαβεν ο Άουλος, και εκτιμώ πολύ τον Βεσπασιανόν, του οποίου έσωσες την ζωήν, την ημέραν καθ' ην είχε το ατύχημα ν' αποκοιμηθή ακούων τους στίχους του Καίσαρος.
– Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του.
– Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα;
– Καθόλου· του παρέστησα ότι, αν ο Ορφεύς ηδύνατο με το άσμα του ν' αποκοιμίζη τα άγρια θηρία, ο θρίαμβος θα ήτο μεγαλείτερος δι' αυτόν, εάν κατορθώνη να αποκοιμήση τον Βεσπασιανόν.
Έπειτα ο Πετρώνιος ήλλαξεν ομιλίαν· επεδόθη εις το να εκθειάζη την κατοικίαν του Πλαυτίου και την καλαισθησίαν, ήτις επεκράτει εις αυτήν.
– Είνε παλαιά οικία, υπέλαβεν ο Πλαύτιος, δεν ήλλαξα τίποτε αφ' ότου την εκληρονόμησα.
Αφού απεσύρθη το παραπέτασμα, το χωρίζον το άτριον από το γραμματοφυλάκιον, η οικία έμεινεν ανοικτή από το έν άκρον έως το άλλο και διά μέσου του γραμματοφυλακίου, διά μέσου του τελευταίου περιστύλου της παρακειμένης αιθούσης, το βλέμμα εισέδυε μέχρι του κήπου, ο οποίος εφαίνετο ως φωτεινή εικών εντός σκιερού πλαισίου. Οι φαιδροί γέλωτες ενός παιδίου ηκούοντο εκείθεν μέχρι του μεγάρου.
– Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον.
– Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.
– Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ
ο γέλως έχει άλλον ήχον.
Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον.
Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας. Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς.
Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν. Ο Πετρώνιος την ανεγνώρισε, διότι την είχεν ίδη εις την οικίαν της Αντιστίας, θυγατρός του Ρουβιλλίου Πλαύτου, ως και εις τας οικίας του Σενέκα και του Πολλιώνος.
Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: «Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».
Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη. Και επειδή δεν της είχεν απευθύνει ακόμη τον λόγον, ηγέρθη και υπεκλίθη ενώπιόν της και είπε τα έπη με τα οποία ο Οδυσσεύς εχαιρέτησε την Ναυσικάν, «Γονούμαί σε.. θεά ή θνηνή.. Ει δε συ έσει θνητών επιχθονίων, τρισμάκαρές τοι πατήρ και πότνια μήτηρ, τρισμάκαρες δε και κασίγνητοι.»
Και αυτή η Πομπονία ησθάνθη την ευφυά φιλοφροσύνην του ματαιοδόξου εκείνου. Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή, ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη εις την γωνίαν των χειλέων της. Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: «Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού γένους ανήρ ουδέ νόου.»
Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον.
Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν.
Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.
Με όλας τας προλήψεις του ως αρχαίου Ρωμαίου, αίτινες τον υπεχρέουν να κεραυνοβολή την Ελληνικήν γλώσσαν και την διάδοσίν της, ο Άουλος εσεμνύνετο, διότι ο άνθρωπος εκείνος, ο τόσον ανεπτυγμένος, ο τόσον λόγιος, εύρεν εις την οικίαν του κάποιον ικανόν να του απαντήση εις την αυτήν γλώσσαν και με στίχους του Ομήρου.
– Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα.
Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός αυτού.
Ο Βινίκιος με απλούν χιτώνα έρριπτε την σφαίραν την οποίαν ηγωνίζετο να συλλάβη, ελαφρώς κυρτήν, η Λίγεια. Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν, μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον, το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και άνθους προσφάτως ανοιγέντος!
Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε:
– Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν σας.
– Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.
Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον.
Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν.
Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν.
– Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν.
Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά χαράν.
Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ ονείρου.
Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών.
Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε:
– Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε;
– Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.
Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν:
– Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη
το παρακάμνετε.
– Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος,
και δεν κρυόνω.
Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον.
Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας, παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε:
– Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον
κυβερνά ο ιδικός μας Νέρων!
– Εκείνη ύψωσε το λεπτοφυές πρόσωπόν της προς την λάμψιν του
λυκόφωτος και απήντησε με απλότητα:
– Δεν κυβερνά τον κόσμον ο Νέρων, αλλ' ο Θεός.
Επήλθε μικρά σιγή.
Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν:
– Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία;
– Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.
– Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος, επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου, αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας! Εάν έλεγα εις αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα!
Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν είπε:
– Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν. Αλλ' εάν δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ.. Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την εστίαν μου.
– Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα. Και δι' εμέ η Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ του βασιλέως Αττάλου.. Καταπραΰνθητι.. Σκέψου ότι, εάν θέλη να αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την κρατήση. Σου υπόσχομαι, ότι αύριον θα σκεφθώ πάλιν διά τα κατά σε και να μη με λέγουν πλέον Πετρώνιον, αν δεν εύρω κάποιο τέχνασμα.
– Σε ευχαριστώ και είθε η Τύχη να σε υπερπληρώση δώρων.
– Έχε υπομονήν.
– Πού πηγαίνεις;
– Εις της Χρυσοθέμιδος, συνόδευσέ με έως εκεί.
– Είσαι ευτυχής· έχεις εκείνην την οποίαν αγαπάς.
– Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το ηξεύρω.
Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος.
Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του
Βινικίου είπε:
– Περίμενε.. Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον.
– Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό.
– Ναι! Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον.
– Σε ακούω.
– Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος.
– Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος.