Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 16

Yazı tipi:

«Δεν ήταν ντυμένος σαν τους άλλους. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και φορούσε μανδύα και κουκούλα. Έριξε μόνο ένα βέλος, που είχε στόχο τον Κέντρικ, και μετά εξαφανίστηκε. Λυπάμαι. Μακάρι να είχα δει περισσότερα».

Ο Κέντρικ κούνησε κι’ αυτός το κεφάλι του προσπαθώντας να σκεφτεί.

«Ποιος θα σε ήθελε νεκρό;» ρώτησε ο Ρις τον Κέντρικ.

«Δηλαδή, ήταν δολοφόνος;» ρώτησε ο Ο’Κόνορ.

Ο Κέντρικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Απ’ όσο ξέρω, δεν έχω εχθρούς».

«Αλλά ο Πατέρας έχει πολλούς», είπε ο Ρις. «Ίσως κάποιος θέλει να σε σκοτώσει για να τον εκδικηθεί».

«Ή κάποιος θέλει να σε βγάλει από την μέση για την διαδοχή του θρόνου», εξέφρασε την υποψία του ο Έλντεν.

«Αυτό είναι παράλογο! Εγώ είμαι νόθος! Δεν μπορώ να κληρονομήσω τον θρόνο!»

Καθώς κάθονταν εκεί σκεφτικοί, έπιναν την μπύρα τους και προσπαθούσαν να βρουν μια λογική απάντηση, ακούστηκαν φωνές στην αίθουσα και η προσοχή των αντρών στράφηκε προς μια σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε αρκετές γυναίκες στη σειρά να βγαίνουν από μια αίθουσα, να στέκονται στο κιγκλίδωμα του επάνω ορόφου και να κοιτάζουν στην κάτω αίθουσα. Φορούσαν όλες λιγοστά ρούχα, αλλά ήταν υπερβολικά έντονα βαμμένες.

Ο Θορ κοκκίνισε.

«Γεια σε όλους!» φώναξε η γυναίκα που στέκονταν μπροστά. Είχε τεράστιο στήθος και φορούσε κόκκινα δαντελένια ρούχα.

Οι άντρες άρχισαν να φωνάζουν.

«Ποιος έχει λεφτά απόψε;» ρώτησε.

Οι άντρες ξέσπασαν ξανά σε φωνές.

Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα.

«Είναι εδώ και οίκος ανοχής;» ρώτησε.

Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν με έκπληξη και μετά άρχισαν να γελάνε.

«Θεέ μου, εσύ είσαι αμύητος σ’ αυτά, ε…;»

«Πες μου έχεις πάει ποτέ σε οίκο ανοχής;» ρώτησε ο Κόνβεν.

«Στοιχηματίζω ότι δεν έχει πάει ποτέ με γυναίκα!» είπε ο Έλντεν.

Ο Θορ αισθάνθηκε όλα τα μάτια στραμμένα επάνω του και το πρόσωπό του έγινε κόκκινο σαν παντζάρι. Ήθελε να εξαφανιστεί. Είχαν δίκιο. Δεν είχε βρεθεί ποτέ με μια γυναίκα. Αλλά δεν επρόκειτο να τους το πει.  Αναρωτήθηκε μήπως αυτό φαινόταν στο πρόσωπό του.

Πριν προλάβει να απαντήσει, ένας από τους δίδυμους σηκώθηκε, τον άρπαξε από την πλάτη και έριξε ένα χρυσό νόμισμα στην γυναίκα που στέκονταν στις σκάλες.

«Πιστεύω ότι έχεις τον πρώτο σου πελάτη!» φώναξε.

Όλοι στην αίθουσα ζητωκραύγασαν και ο Θορ, παρά την αντίστασή του, ένιωθε δεκάδες άντρες να τον σπρώχνουν προς τα μπροστά, μέσα από το πλήθος, και επάνω στην σκάλα. Καθώς πήγαινε, το μυαλό του ήταν γεμάτο με τη σκέψη της Γκουέν. Πόσο την αγαπούσε! Και πόσο δεν ήθελε να είναι με καμία άλλη!

Ήθελε να γυρίσει και να φύγει. Αλλά, κυριολεκτικά, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ένα πλήθος μεγαλόσωμων αντρών τον έσπρωχναν προς τα μπροστά και δεν τον άφηναν να κάνει πίσω. Πριν το καταλάβει, είχε ανέβει τις σκάλες. Στο πλατύσκαλο, είδε την γυναίκα να του χαμογελάει. Ήταν ψηλότερη από αυτόν και το άρωμά της μύριζε υπερβολικά έντονα. Αυτό που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα ήταν ότι ο Θορ ήταν μεθυσμένος. Ένιωθε ότι το δωμάτιο είχε αρχίσει να γυρίζει, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.

Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της, τράβηξε τον Θορ από το πουκάμισο, τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο και κοπάνησε την πόρτα πίσω της. Ο Θορ ήταν αποφασισμένος να μην συνευρεθεί μαζί της. Καθώς τον έσπρωχνε να προχωρήσει, στο μυαλό του είχε τη σκέψη της Γκουέν. Δεν ήθελε να είναι έτσι η πρώτη του εμπειρία.

Αλλά το μυαλό του δεν άκουγε. Είχε πιει τόσο πολύ που σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά του. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν, πριν όλα γίνουν μαύρα γύρω του, ήταν ότι η γυναίκα τον οδηγούσε προς το κρεβάτι της, ελπίζοντας ότι θα τα κατάφερνε πριν αυτός σωριαστεί στο πάτωμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Ο ΜακΓκιλ έτριψε τα μάτια του. Τον είχε ξυπνήσει ένα ακατάπαυστο χτύπημα στην πόρτα του, αλλά μακάρι να μην είχε ξυπνήσει. Το κεφάλι του έσπαγε από τον πόνο. Το δυνατό φως του ήλιου έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο του κάστρου και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπό του ήταν χωμένο μέσα στην μάλλινη κουβέρτα του. Αποπροσανατολισμένος, προσπάθησε να θυμηθεί. Ήταν σπίτι, στο κάστρο του. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την προηγούμενη νύχτα. Θυμήθηκε το κυνήγι. Μετά την μπυραρία μέσα στο δάσος. Είχε πιει πάρα πολύ. Άγνωστο πώς είχε καταφέρει να γυρίσει στο κάστρο.

Κοίταξε δίπλα του και είδε την γυναίκα του, την Βασίλισσα, να κοιμάται στο πλάι του κάτω από τα σκεπάσματα και να ξυπνάει σιγά σιγά.

Το χτύπημα στην πόρτα ξανακούστηκε – ο απαίσιος θόρυβος από ένα σιδερένιο ρόπτρο που χτυπούσε συνεχώς.

«Ποιος μπορεί να είναι;» ρώτησε η βασίλισσα, ενοχλημένη.

Ο ΜακΓκιλ αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα. Θυμόταν ότι είχε δώσει συγκεκριμένες οδηγίες στους υπηρέτες του να μην τον ξυπνήσουν – ιδιαίτερα μετά το κυνήγι. Θα το πλήρωναν ακριβά αυτό.

Ήταν πιθανόν ο οικονόμος του για άλλο ένα ασήμαντο οικονομικό θέμα.

«Σταματήστε επιτέλους αυτό το καταραμένο χτύπημα!» ούρλιαξε ο ΜακΓκιλ. Μετά ανακάθισε στο κρεβάτι του με τους αγκώνες στα γόνατά του, και το κεφάλι του μέσα στις παλάμες του. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα άλουστα μαλλιά του και την γενειάδα του, και μετά πάνω από το πρόσωπό του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξυπνήσει. Το κυνήγι – και η μπύρα – τον είχαν καταβάλλει. Δεν ήταν πια τόσο ευκίνητος όσο παλιά. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του. Ένιωθε εξαντλημένος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι δεν θα έπρεπε να ξαναπιεί ποτέ.

Με πολύ μεγάλη προσπάθεια, έσπρωξε τον εαυτό του – πρώτα το σώμα του από τα γόνατα κι’ επάνω και μετά στάθηκε στα πόδια του. Ντυμένος μόνο με τη ρόμπα του, διέσχισε το δωμάτιο και όταν έφτασε στην πόρτα, που ήταν τριάντα εκατοστά σε πάχος, άρπαξε το σιδερένιο ρόπτρο και την τράβηξε για να ανοίξει.

Μπροστά του στεκόταν ο πιο σημαντικός στρατηγός του, ο Μπρομ, συνοδευόμενος από δύο αντιστράτηγους. Οι αντιστράτηγοι χαμήλωσαν το κεφάλι τους σε ένδειξη σεβασμού, αλλά ο στρατηγός τον κοίταξε κατάματα με μια βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπό του. Ο ΜακΓκιλ απεχθάνονταν αυτήν την έκφραση αφού πάντα προμήνυε μαύρα μαντάτα. Ήταν στιγμές σαν κι’ αυτή που δεν ήθελε να είναι Βασιλιάς. Είχε περάσει μια τόσο όμορφη μέρα χθες με ένα υπέροχο κυνήγι που του θύμισε την εποχή που ήταν νέος και ξέγνοιαστος. Και μετά που πέρασε τη βραδιά του στην μπυραρία. Τώρα, όμως, τον ξύπναγαν με τόσο άγαρμπο τρόπο που όποια ψευδαίσθηση για ειρήνη μπορεί να είχε, εξαφανίστηκε με μιας.

«Βασιλιά μου, λυπάμαι που σας ξυπνάω», είπε ο Μπρομ.

«Θα πρέπει να λυπάσαι», γρύλισε ο ΜακΓκιλ. «Ας είναι τουλάχιστον για κάτι σημαντικό».

«Είναι», απάντησε ο Μπρομ.

Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ διέκρινε τη σοβαρότητα στο πρόσωπο του στρατηγού και γυρνώντας πίσω κοίταξε την Βασίλισσα. Είχε ξανακοιμηθεί.

Ο ΜακΓκιλ τους έγνεψε να περάσουν μέσα και αφού διέσχισαν το τεράστιο υπνοδωμάτιό του, τους οδήγησε σε μια άλλη αψιδωτή πόρτα και μετά μπήκαν σ’ ένα μικρότερο δωμάτιο, όχι μεγαλύτερο από είκοσι βήματα προς κάθε κατεύθυνση. Μέσα είχε αρκετές άνετες καρέκλες και ένα μεγάλο βιτρό. Το χρησιμοποιούσε όταν δεν είχε διάθεση να κατέβει κάτω στην Μεγάλη Αίθουσα.

«Βασιλιά μου, οι κατάσκοποί μας έστειλαν ειδοποίηση ότι ένα μεγάλο άγημα των ΜακΚλάουντ κατευθύνεται προς τα ανατολικά, προς την Θάλασσα Φάμπιαν. Και οι ακρίτες μας στο νότο αναφέρουν ότι ένα κομβόι από πλοία της Αυτοκρατορίας κατευθύνεται προς βορρά. Σίγουρα κατευθύνονται προς τα εκεί για να συναντήσουν τους ΜακΚλάουντ».

Ο ΜακΓκιλ προσπάθησε να επεξεργαστεί την πληροφορία. Ο εγκέφαλός του λειτουργούσε ακόμα αργά λόγω του ποτού.

«Και;» τον προέτρεψε να συνεχίσει, ανυπόμονα και κουρασμένα. Είχε πια εξαντληθεί από τις ατέλειωτες μηχανορραφίες, τις εικασίες και τις υπεκφυγές στην Αυλή του.

«Αν οι ΜακΚλάουντ συναντηθούν πραγματικά με την Αυτοκρατορία, αυτό θα γίνει για ένα και μόνο σκοπό», συνέχισε ο Μπρομ. «Για να συνωμοτήσουν να περάσουν το Φαράγγι και να ανατρέψουν το Δακτυλίδι».

Ο ΜακΓκιλ κοίταξε τον παλιό στρατηγό του, έναν άντρα με τον οποίον είχαν δώσει μάχες μαζί για τριάντα χρόνια και ήταν σε θέση να διακρίνει τη σοβαρότητα στο βλέμμα του. Μπορούσε επίσης να διακρίνει φόβο. Αυτό τον αναστάτωσε. Ο Μπρομ ήταν ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν τίποτα.

Αργά αργά, ο ΜακΓκιλ σηκώθηκε όρθιος και διασχίζοντας το δωμάτιο πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω και βλέποντας την αυλή του, που ήταν άδεια τόσο νωρίς το πρωί, άρχισε να συλλογίζεται όσα είχε μόλις πληροφορηθεί. Ήξερε, εξ αρχής, ότι μια μέρα σαν την σημερινή θα ερχόταν. Απλά δεν την περίμενε τόσο γρήγορα.

«Αυτό είναι πολύ γρήγορο», είπε. «Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγες μέρες από τότε που πάντρεψα την κόρη μου με τον πρίγκιπά τους. Και εσύ τώρα νομίζεις ότι κάνουν ήδη συνωμοσίες για να μας ανατρέψουν;»

«Μάλιστα, Βασιλιά μου», απάντησε ειλικρινά ο Μπρομ. «Δεν βλέπω κάποιον άλλο λόγο. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι είναι μια ειρηνική συνάντηση. Όχι μια στρατιωτική».

Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του.

«Όμως, δεν βγάζει νόημα. Δεν υπάρχει λόγος να αφήσουν την Αυτοκρατορία να μπει μέσα. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; Ακόμα κι’ αν κατάφερναν να τους βοηθήσουν να μειώσουν τη δύναμη της Ασπίδας στη δική μας πλευρά και να ανοίξουν κάποιο πέρασμα, τι θα συνέβαινε στην πραγματικότητα; Η Αυτοκρατορία θα καταλάμβανε κι’ αυτούς επίσης. Ούτε αυτοί θα ήταν ασφαλείς. Και αυτό σίγουρα το ξέρουν.»

«Ίσως πρόκειται να κάνουν μια συμφωνία», απάντησε ο Μπρομ. «Ίσως συμφωνήσουν να αφήσουν την Αυτοκρατορία να μπει μέσα με αντάλλαγμα να επιτεθεί μόνο σε εμάς. Έτσι, οι ΜακΚλάουντ θα μπορούν να έχουν τον έλεγχο του Δακτυλιδιού».

Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του.

«Οι ΜακΚλάουντ είναι πολύ έξυπνοι για να σκεφτούν κάτι τέτοιο. Είναι πανούργοι. Ξέρουν ότι δεν μπορούν να εμπιστευτούν την Αυτοκρατορία».

Ο στρατηγός ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ίσως θέλουν να πάρουν τον έλεγχο του Δακτυλιδιού τόσο απελπισμένα που μπορεί να το ρισκάρουν. Ειδικά τώρα που έχουν την κόρη σου για Βασίλισσά τους».

Ο ΜακΓκιλ το σκέφτηκε. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Δεν ήθελε να ασχοληθεί μ’ αυτό τώρα. Όχι τόσο νωρίς το πρωί.

«Λοιπόν τι προτείνεις;» τον ρώτησε κοφτά. Δεν είχε άλλη υπομονή με τον Μπρομ και είχε κουραστεί απ’ όλες αυτές τις εικασίες.

«Θα πρέπει να ενεργήσουμε πρώτοι, Βασιλιά μου, και να επιτεθούμε εμείς στους ΜακΚλάουντ. Είναι η κατάλληλη στιγμή».

Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα.

«Μόλις τους έδωσα την κόρη μου σε γάμο; Δεν το νομίζω».

«Αν δεν το κάνουμε…», απάντησε ο Μπρομ, «…είναι σαν να τους επιτρέπουμε να μας σκάψουν τον τάφο. Αυτοί σίγουρα θα μας επιτεθούν. Αν όχι τώρα, τότε αργότερα. Και αν ενωθούν με την Αυτοκρατορία, είμαστε τελειωμένοι».

«Δεν μπορούν να περάσουν τον ορεινό όγκο των Χάιλαντς τόσο εύκολα. Εμείς ελέγχουμε όλα τα περάσματα. Θα γινόταν σφαγή. Ακόμα και με την Αυτοκρατορία να έρχεται στο κατόπι τους».

«Η Αυτοκρατορία διαθέτει εκατομμύρια άντρες», απάντησε ο Μπρομ. «Θα άντεχαν σε οποιαδήποτε σφαγή».

«Ακόμα και με την Ασπίδα εκτός λειτουργίας…», είπε ο ΜακΓκιλ, «…δεν θα ήταν εύκολο για εκατομμύρια στρατιώτες να περάσουν το Φαράγγι ή να διασχίσουν τα Χάιλαντς, ή ακόμα και να πλησιάσουν με πλοίο. Μια τέτοια κινητοποίηση θα την εντοπίζαμε εκ των προτέρων. Θα είχαμε προειδοποίηση».

Ο ΜακΓκιλ το σκέφτηκε ξανά.

«Όχι, δεν θα επιτεθούμε. Αλλά, προς το παρόν, μπορούμε να κάνουμε ένα σοφό βήμα: να διπλασιάσουμε τις περιπολίες μας στα Χάιλαντς, να ενισχύσουμε τις οχυρώσεις μας, και να διπλασιάσουμε τους κατασκόπους μας. Αυτά για τώρα».

«Μάλιστα, Βασιλιά μου», είπε ο Μπρομ. Γύρισε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο μαζί με τους αντιστρατήγους του.

Ο ΜακΓκιλ πήγε στο παράθυρο. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Αισθανόταν πόλεμο στον ορίζοντα που ερχόταν με την βεβαιότητα μιας χειμωνιάτικης καταιγίδας. Αισθανόταν ακόμα ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κοίταξε ολόγυρά του, το κάστρο του, την πέτρα, την τέλεια βασιλική αυλή που απλώνονταν από κάτω και δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί πόσο θα κρατούσαν όλα αυτά.

Και τι δεν θα έδινε για άλλο ένα ποτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24

Ο Θορ ένιωσε ένα πόδι να τον σκουντάει στα πλευρά και σιγά σιγά έτριψε τα μάτια του για να ξυπνήσει. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω σ’ ένα σωρό άχυρα, και για μια στιγμή, δεν είχε ιδέα που βρίσκονταν. Το κεφάλι του ήταν βαρύ σαν να ζύγιζε χίλια κιλά, ο λαιμός του ήταν πιο ξερός από ποτέ και τα μάτια του, όπως και το κεφάλι του, τον πόναγαν φριχτά. Ένιωθε σαν να είχε πέσει από άλογο.

Αισθάνθηκε άλλη μια σκουντιά, και μόλις ανακάθισε νόμιζε ότι το δωμάτιο γύριζε σαν σβούρα. Έσκυψε και έκανε εμετό με τόση ένταση που ένιωθε σαν να πνίγεται.

Μια ομοβροντία γέλιων ξέσπασε γύρω του και όταν σήκωσε τα μάτια του είδε τον Ρις, τον Ο’Κόνορ, τον Έλντεν και τα δίδυμα, να στέκονται όλοι πάνω από το κεφάλι του και να τον κοιτάζουν.

«Τελικά, η ωραία κοιμωμένη ξύπνησε!» φώναξε ο Ρις και χαμογέλασε.

«Δεν πιστεύαμε ότι θα σηκωθείς ποτέ», είπε ο Ο’Κόνορ.

«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Έλντεν.

Ο Θορ κάθισε, σκούπισε το στόμα του με το πίσω μέρος του χεριού του, ενώ το μυαλό του προσπαθούσε να επεξεργαστεί όλα αυτά. Εκείνη την ώρα, ο Κρον, που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα, έτρεξε προς το μέρος του κλαψουρίζοντας, πήδηξε στην αγκαλιά του και έχωσε το κεφαλάκι του μέσα στο πουκάμισό του. Ο Θορ ένιωσε ανακούφιση που τον είδε και χάρηκε που τον είχε δίπλα του. Προσπάθησε να θυμηθεί.

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε. «Τι έγινε χθες βράδυ;»

Και οι τρεις τους γέλασαν.

«Φίλε μου, φοβάμαι πως ήπιες πάρα πολύ. Κάποιοι δεν αντέχουν την μπύρα. Δεν θυμάσαι; Στην μπυραρία;»

Ο Θορ έκλεισε τα μάτια του, πίεσε ελαφρά τους κροτάφους του και προσπάθησε να επαναφέρει τη μνήμη του. Όλα έρχονταν σε αναλαμπές. Θυμήθηκε το κυνήγι…την είσοδό τους στην μπυραρία… τα ποτά. Μετά θυμήθηκε που τον έσυραν στον επάνω όροφο… στον οίκο ανοχής. Μετά όλα ήταν μαύρα στο μυαλό του.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς σκέφτηκε την Γκουέντολιν. Μήπως είχε κάνει καμιά βλακεία με εκείνη τη γυναίκα; Μήπως είχε καταστρέψει τις πιθανότητές του να είναι με την Γκουέν;

«Τι συνέβη;» πίεσε τον Ρις να του πει. Φαινόταν πολύ σοβαρός έτσι όπως τον κράταγε από τον καρπό του χεριού του. «Σε παρακαλώ, πες μου. Πες μου ότι δεν έκανα τίποτα με εκείνη την γυναίκα».

Οι άλλοι γέλασαν, αλλά ο Ρις κοίταξε τον φίλο του σοβαρά, συνειδητοποιώντας πόσο αναστατωμένος ήταν.

«Μην ανησυχείς φίλε μου», του απάντησε. «Δεν έκανες απολύτως τίποτα. Εκτός από το να κάνεις εμετό και να πέσεις ξερός στο πάτωμα!»

Οι άλλοι ξαναγέλασαν.

«Δεν αξίζει να μιλάμε για την πρώτη σου φορά», είπε ο Έλντεν.

Όμως ο Θορ ήταν βαθιά ανακουφισμένος. Δεν είχε αποξενωθεί από την Γκουέν.

«Τελευταία φορά που πλήρωσα γυναίκα για χάρη σου!» είπε ο Κόνβαλ.

«Απόλυτη σπατάλη χρημάτων», είπε ο Κόνβεν. «Κι’ αυτή ούτε καν τα επέστρεψε!»

Τα αγόρια γέλασαν ξανά. Ο Θορ είχε εξευτελιστεί, αλλά ένιωθε ανακουφισμένος που δεν είχε καταστρέψει τα πάντα.

Έπιασε το χέρι του Ρις και τον τράβηξε λίγο πιο πέρα.

«Η αδελφή σου», του ψιθύρισε βιαστικά. «Δεν ξέρει τίποτα απ’ όλα αυτά, έτσι δεν είναι;»

Ο Ρις χαμογέλασε ελαφρά καθώς έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους του Θορ.

«Φυλάω καλά το μυστικό σου, ακόμα κι’ αν δεν έκανες τίποτα. Εκείνη δεν ξέρει τίποτα. Βλέπω πόσο ειλικρινά ενδιαφέρεσαι γι’ αυτή, και το εκτιμώ», είπε, ενώ το πρόσωπό του είχε πάρει μια σοβαρή έκφραση. «Τώρα βλέπω ότι το ενδιαφέρον σου είναι πραγματικό. Αν είχες πάει με εκείνη την γυναίκα στον οίκο ανοχής, δεν θα ήσουν ο γαμπρός που θα ήθελα να είχα. Παρεμπιπτόντως, έχω να σου δώσω κι’ αυτό το μήνυμα».

Ο Ρις έβαλε ένα μικρό τυλιγμένο πάπυρο μέσα στην παλάμη του Θορ και ο Θορ το κοίταξε μπερδεμένος. Είδε επάνω την βασιλική σφραγίδα, το ροζ χαρτί, και κατάλαβε. Η καρδιά του χτύπησε πιο γρήγορα.

«Από την αδελφή μου», πρόσθεσε ο Ρις.

«Ουάου», φώναξαν όλοι οι άλλοι μαζί.

«Κάποιος πήρε ραβασάκι!» είπε ο Ο’Κόνορ.

«Διάβασέ το μας!» φώναξε ο Έλντεν.

Οι υπόλοιποι συνέχισαν να γελάνε δυνατά.

«Αλλά ο Θορ, ήθελε να το διαβάσει με μυστικότητα, έτσι έτρεξε έξω στην άκρη του στρατώνα, μακριά από τους άλλους. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τον πόνο, το δωμάτιο γύριζε ακόμα – αλλά δεν τον ένοιαζε πια. Ξετύλιξε τον λεπτεπίλεπτο πάπυρο με χέρια που έτρεμαν και διάβασε το μήνυμα.

«Συνάντησέ με το μεσημέρι στην Ράχη του Δάσους. Μην αργήσεις. Και πρόσεξε να μην σε δουν οι άλλοι.»

Ο Θορ έχωσε το σημείωμα στην τσέπη του.

«Τι λέει, μικρέ εραστή;» φώναξε ο Κόνβεν.

Ο Θορ έτρεξε βιαστικά προς το μέρος του Ρις, ξέροντας ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

«Πού είναι η Ράχη του Δάσους;» τον ρώτησε ο Θορ.

Ο Ρις χαμογέλασε. «Α…, το αγαπημένο μέρος της Γκουέν», είπε. «Πάρε τον ανατολικό δρόμο έξω από την αυλή και πήγαινε όλο δεξιά. Ανέβα τον λόφο και η Ράχη αρχίζει μετά το δεύτερο ύψωμα».

Ο Θορ κοίταξε τον Ρις.

«Σε παρακαλώ, δεν θέλω να το μάθει κανένας».

Ο Ρις χαμογέλασε.

«Είμαι σίγουρος ότι ούτε εκείνη θα ήθελε. Αν το μάθαινε η μητέρα μου, θα σας σκότωνε και τους δύο. Θα κλείδωνε την αδελφή μου στο δωμάτιό της και εσένα θα σε εξόριζε στην νότια πλευρά του βασιλείου».

Με τη σκέψη αυτή, ο Θορ ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό του.

«Αλήθεια;» ρώτησε.

Ο Ρις κούνησε το κεφάλι του.

«Δεν σε συμπαθεί καθόλου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το μυαλό της δεν αλλάζει. Πήγαινε γρήγορα και μην το πεις σε κανέναν. Και μην ανησυχείς», του είπε σφίγγοντάς του το χέρι. «Ούτε εγώ θα το πω».

*

Ο Θορ περπατούσε γρήγορα προσπαθώντας να μην τον δει κανείς.  Ήταν ακόμα νωρίς το πρωί και ο Κρον έτρεχε χοροπηδώντας δίπλα του. Ακολούθησε τις οδηγίες του Ρις όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ τις επαναλάμβανε μέσα στο μυαλό του καθώς πέρναγε από τα πιο μακρινά σημεία της βασιλικής αυλής, ανέβηκε σε ένα μικρό λόφο και πήγε κατά μήκος ενός πυκνού δάσους. Στ’ αριστερά του, το έδαφος κατολίσθαινε καθώς περπατούσε αφήνοντάς του μόνο ένα στενό μονοπάτι στην άκρη μιας απόκρημνης ράχης. Στ’ αριστερά του ήταν ένας βράχος και στα δεξιά του το δάσος – η Ράχη του Δάσους. Του είχε πει να την συναντήσει εκεί. Μιλούσε σοβαρά; Ή μήπως του έπαιζε κάποιο παιχνίδι;

Μήπως εκείνος ο λιμοκοντόρος, ο Άλτον, είχε δίκιο; Μήπως ο Θορ ήταν απλώς ένα παιχνιδάκι γι’ αυτήν; Μήπως τον βαριόταν γρήγορα; Ήλπιζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο να μην ήταν έτσι τα πράγματα. Ήθελε να πιστεύει ότι τα συναισθήματά της ήταν αληθινά, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει πώς μπορεί να συνέβαινε αυτό. Σχεδόν δεν τον ήξερε καθόλου. Κι’ αυτή ήταν μέλος της Βασιλικής Οικογένειας. Τι ενδιαφέρον μπορεί να είχε γι’ αυτόν; Συν το ό,τι ήταν ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερή του, και ο Θορ ποτέ δεν είχε γνωρίσει ένα μεγαλύτερο κορίτσι να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, δεν είχε γνωρίσει ποτέ κανένα κορίτσι που να ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν. Όχι και ότι υπήρχαν πολλά κορίτσια για να διαλέξει στο μικρό χωριό του.

Ο Θορ ποτέ του δεν σκεφτόταν τα κορίτσια τόσο πολύ. Είχε μεγαλώσει χωρίς αδελφές και στο χωριό υπήρχαν ελάχιστα κορίτσια της ηλικίας του. Όμως, και τα άλλα αγόρια της ηλικίας του δεν φαίνονταν να ενδιαφέρονται για τα κορίτσια. Τα περισσότερα αγόρια παντρεύονταν γύρω στα δεκαοχτώ τους με προκαθορισμένους γάμους – που στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο σαν εμπορικές συμφωνίες. Οι άντρες της υψηλής κοινωνικής τάξης που δεν είχαν παντρευτεί ως το εικοστό πέμπτο έτος τους πήγαιναν στην Ημέρα Επιλογής. Τότε ήταν υποχρεωμένοι είτε να διαλέξουν μια κοπέλα ή να φύγουν από το χωριό για να βρουν μια. Αλλά αυτή δεν ήταν μια διαδικασία για τον Θορ. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και οι άνθρωποι της τάξεώς του συνήθως έκαναν γάμους που εξυπηρετούσαν τις οικογένειές τους. Ήταν κάτι σαν παζάρι ζώων.

Αλλά όταν ο Θορ είχε γνωρίσει την Γκουέντολιν όλα είχαν αλλάξει. Για πρώτη φορά, τον είχε καταλάβει ένα συναίσθημα τόσο βαθύ, δυνατό και επίμονο που δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Και κάθε φορά που την έβλεπε αυτό το συναίσθημα γινόταν ακόμα πιο βαθύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί, αλλά τον πονούσε να είναι μακριά της.

Ο Θορ διπλασίασε την ταχύτητά του κατά μήκος της κορυφογραμμής και κοιτάζοντας γύρω του, αναρωτιόταν που θα την συναντούσε – ή αν εκείνη θα ερχόταν. Ο πρώτος ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και η πρώτη σταγόνα ιδρώτα σχηματίστηκε στο μέτωπό του. Ακόμα ένιωθε άρρωστος και ζαλισμένος απ’ όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και η αναζήτησή του γι’ αυτήν αποδεικνύονταν μάταιη, άρχισε να αναρωτιέται αν πράγματι είχε την πρόθεση να τον συναντήσει. Άρχισε επίσης να αναρωτιέται σε τι κίνδυνο έβαζε και τους δυό τους. Αν η μητέρα της, η Βασίλισσα, ήταν πραγματικά ενάντια σε κάτι τέτοιο, μήπως στ’ αλήθεια τον έδιωχνε από το βασίλειο; Από την Λεγεώνα; Από όσα είχε γνωρίσει και αγαπήσει; Τι θα έκανε τότε;

Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, αποφάσισε ότι άξιζε οποιοσδήποτε κίνδυνος για μια ευκαιρία να βρεθεί μαζί της. Ήταν πρόθυμος να τα ρισκάρει όλα για μια τέτοια ευκαιρία. Απλά ήλπιζε ότι δεν τον κορόιδευε, ή δεν έβγαζε πρόωρα συμπεράσματα για το πόσο δυνατά ήταν τα συναισθήματά της γι’ αυτόν.

«Τι γίνεται, θα περάσεις δίπλα μου χωρίς να με δεις;» ακούστηκε η φωνή της και μετά ένα χαριτωμένο γελάκι.

Ο Θορ αναπήδησε, τον είχε πιάσει απροετοίμαστο, μετά σταμάτησε και γύρισε πίσω. Η Γκουέντολιν στεκόταν στη σκιά ενός τεράστιου πεύκου και του χαμογελούσε. Το χαμόγελό της έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει. Μπορούσε να διακρίνει την αγάπη στα μάτια της και όλες του οι ανησυχίες και οι φόβοι εξαφανίστηκαν την ίδια στιγμή. Κατέκρινε τον εαυτό του που ήταν τόσο βλάκας για να αμφισβητήσει τις προθέσεις της.

Ο Κρον έβγαλε μια φωνούλα μόλις την είδε.

«Τι είναι αυτό εδώ;» φώναξε με ευχαρίστηση.

Γονάτισε κάτω και ο Κρον ήρθε τρέχοντας κοντά της. Μετά πήδηξε στην αγκαλιά της κλαψουρίζοντας. Εκείνη τον σήκωσε και άρχισε να τον χαϊδεύει.

«Είναι τόσο χαριτωμένος!» είπε αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Ο Κρον της έγλυψε το πρόσωπο, εκείνη γέλασε και του το ανταπέδωσε με ένα φιλί.

«Πώς σε λένε, μικρούλη;» ρώτησε.

«Κρον», είπε ο Θορ. Επιτέλους, αυτή την φορά δεν του είχε δεθεί η γλώσσα όπως την προηγούμενη.

«Κρον», επανέλαβε, κοιτάζοντας το ζωάκι στα μάτια. «Δηλαδή, εσύ κάθε μέρα πας παντού παρέα με μια λεοπάρδαλη;» ρώτησε τον Θορ γελώντας.

«Τον βρήκα», της είπε ο Θορ. Αισθανόταν αμηχανία δίπλα της, όπως πάντα. «Στο δάσος – στο κυνήγι. Ο αδελφός σου είπε ότι αφού τον βρήκα, έπρεπε να τον κρατήσω. Ότι ήταν γραφτό».

Τον κοίταξε και η έκφρασή της έγινε σοβαρή.

«Λοιπόν, έχει δίκιο. Τα ζώα είναι ιερά πράγματα. Δεν τα βρίσκεις. Σε βρίσκουν».

«Ελπίζω να μην σε πειράζει που είναι μαζί μας», είπε ο Θορ.

Εκείνη γέλασε.

«Θα στεναχωριόμουν αν δεν ερχόταν», απάντησε.

Κοίταξε πάνω κάτω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν τους παρακολουθούσε κανείς, μετά άρπαξε το χέρι του Θορ και τον τράβηξε μέσα στο δάσος.

«Πάμε», ψιθύρισε. «Πριν μας δει κανείς».

Ο Θορ είχε μεθύσει με το άγγιγμά της καθώς τον οδηγούσε στο μονοπάτι του δάσους. Μπήκαν γρήγορα μέσα στο δάσος ακολουθώντας το μονοπάτι που έστριβε γύρω από τα τεράστια πεύκα. Άφησε το χέρι του, αλλά αυτός το ένιωθε ακόμα εκεί.

Είχε αρχίσει να νιώθει πιο σίγουρος ότι πράγματι της άρεσε, και ήταν προφανές ότι ούτε εκείνη ήθελε να τους δουν, πιθανόν εξ αιτίας της μητέρας της. Ήταν σαφές ότι κι’ εκείνη διακινδύνευε μ’ αυτή τη συνάντηση.

Μετά ο Θορ σκέφτηκε ότι ίσως δεν ήθελε να την εντοπίσει ο Άλτον – ή κάποιο άλλο αγόρι που μπορεί να έβλεπε. Ίσως ο Άλτον να είχε δίκιο. Μπορεί να ντρέπονταν να είναι με τον Θορ.

Ο Θορ αισθανόταν ανάμικτα συναισθήματα να τον κατακλύζουν.

«Η γάτα σου έφαγε τη γλώσσα, ε…;» τον ρώτησε, σπάζοντας τη σιωπή.

Ο Θορ ένιωθε διχασμένος. Δεν ήθελε να ρισκάρει να τα κάνει θάλασσα λέγοντάς της για τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό του – αλλά ταυτόχρονα ήθελε να έχει μια απάντηση για όσα τον ανησυχούσαν. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο.

«Όταν έφυγες την προηγούμενη φορά, έπεσα πάνω στον Άλτον. Ήθελε να αντιπαρατεθεί μαζί μου».

Η έκφραση της Γκουέντολιν έγινε βλοσυρή και η καλή της διάθεση χάλασε. Ο Θορ αμέσως ένιωσε ένοχος που το είχε αναφέρει. Αγαπούσε την καλή της διάθεση και την χαρά της και εύχονταν να υπήρχε τρόπος να πάρει τα λόγια του πίσω. Ήθελε να σταματήσει, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω.

«Και τι σου είπε;» ρώτησε με πεσμένη φωνή.

«Μου είπε να μείνω μακριά σου. Ότι εσύ δεν ενδιαφέρεσαι για εμένα. Ότι απλά διασκεδάζεις με εμένα και θα με βαρεθείς σε μιά-δυό μέρες. Μου είπε επίσης ότι πρόκειται να παντρευτείτε και ότι ο γάμος είναι ήδη κανονισμένος».

Η Γκουέντολιν γέλασε. Με ένα γέλιο κοροϊδευτικό και γεμάτο θυμό.

«Ώστε έτσι, λοιπόν;» είπε ξεφυσώντας. «Αυτό το παιδί είναι ο πιο ανυπόφορος αλαζονικός τύπος που έχω δει, πρόσθεσε θυμωμένα. «Είναι ένα αγκάθι που με τσιμπάει από τότε που ήμουν μωρό. Επειδή οι γονείς μας είναι ξαδέλφια, νομίζει ότι ανήκει στην βασιλική οικογένεια. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν άλλον που να έχει τίτλο ευγενείας που να τον αξίζει λιγότερο. Και το χειρότερο είναι πως του έχει καρφωθεί η ιδέα ότι, κατά κάποιο τρόπο, εμείς οι δύο είναι γραφτό να παντρευτούμε. Λες και εγώ θα συμφωνούσα με ό,τι οι γονείς μου θα με εξανάγκαζαν να κάνω. Ποτέ. Και σίγουρα όχι μ’ αυτόν. Δεν αντέχω ούτε να τον βλέπω».

Ο Θορ ένιωσε τόσο ανακουφισμένος με τα λόγια της που αισθάνονταν εκατό κιλά ελαφρύτερος και σαν να τραγουδούσε πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Ήταν ακριβώς τα λόγια που ήθελε να ακούσει. Τώρα, ένιωθε ενοχή που της μαύρισε τη διάθεση για το τίποτα. Όμως δεν ήταν ακόμα πλήρως ευχαριστημένος. Πρόσεξε ότι δεν του είχε πει τίποτα για το αν της άρεσε ή όχι.

«Όσον αφορά εσένα», του είπε ρίχνοντάς του μια κλεφτή ματιά και μετά στρέφοντας το βλέμμα της μακριά. «Δεν σε ξέρω σχεδόν καθόλου και δεν αισθάνομαι ότι με πιέζει κάτι να δεσμευτώ για τα συναισθήματά μου αυτή τη στιγμή. Αλλά θα μπορούσα να πω ότι δεν θα ήμουν εδώ μαζί σου αν σε μισούσα τόσο πολύ. Φυσικά, είναι δικαίωμά μου να αλλάζω γνώμη όποτε θέλω, μπορεί να είμαι και εντελώς άστατη – αλλά όχι σε ό,τι αφορά την αγάπη».

Αυτό ήταν το μόνο που ο Θορ χρειάζονταν να ακούσει. Είχε εντυπωσιαστεί από την σοβαρότητά της, αλλά ακόμα περισσότερο είχε εντυπωσιαστεί από την επιλογή της λέξης «αγάπη». Ένιωθε ανανεωμένος.

«Και με την ευκαιρία, θα ήθελα να σου ζητήσω να κάνεις το ίδιο», είπε αντιστρέφοντας τους όρους. «Στην πραγματικότητα, νομίζω πως εγώ έχω πολλά περισσότερα να χάσω απ’ ό,τι εσύ. Στο κάτω κάτω, εγώ ανήκω στην βασιλική οικογένεια ενώ εσύ είσαι ένας απλός πολίτης. Εγώ είμαι μεγαλύτερη και εσύ μικρότερος. Δεν νομίζεις ότι εγώ θα πρέπει να είμαι πιο επιφυλακτική; Επίσης φτάνουν ψίθυροι σε εμένα, στο παλάτι, για τις πράξεις σου, την κοινωνική σου ανέλιξη και το ό,τι με χρησιμοποιείς επειδή λαχταράς υψηλά αξιώματα. Και πως αποζητάς την εύνοια του Βασιλιά. Θα πρέπει να τα πιστέψω όλα αυτά;»

Ο Θορ αναστατώθηκε.

«Όχι, πριγκίπισσά μου! Ποτέ. Τέτοιες σκέψεις δεν πέρασαν ποτέ απ’ το μυαλό μου. Είμαι εδώ μαζί σου μόνο γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ να είμαι οπουδήποτε αλλού. Επειδή λαχταράω να είμαι εδώ. Και επειδή όταν δεν είμαι μαζί σου, δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο».

Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στην άκρη των χειλιών της και ο Θορ μπορούσε να δει την έκφρασή της να γίνεται πιο χαρούμενη.

«Είσαι καινούργιος εδώ», του είπε. «Είσαι καινούργιος στην Αυλή του Βασιλιά και στην βασιλική ζωή. Χρειάζεσαι χρόνο για να μάθεις πως λειτουργούν τα πράγματα. Εδώ, κανείς δεν εννοεί αυτό που λέει. Όλοι έχουν ένα κρυφό σκοπό. Όλοι επιδιώκουν να αποκτήσουν δύναμη, υψηλή κοινωνική τάξη, πλούτο, υλικά αγαθά ή τίτλους. Κανένας δεν είναι ό,τι φαίνεται. Όλοι έχουν τους κατασκόπους τους, τις κλίκες τους και τις κρυφές επιδιώξεις τους. Για παράδειγμα, όταν ο Άλτον σου είπε ότι ο γάμος μας είναι προκαθορισμένος, αυτό που στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει ήταν να διαπιστώσει πόσο κοντά είμαστε εσύ και εγώ. Αισθάνεται ότι απειλείται. Και όλα αυτά μπορεί να τα λέει σε κάποιον. Για εκείνον, γάμος δεν σημαίνει αγάπη. Σημαίνει ένωση. Απλά για οικονομικά οφέλη και για κοινωνική τάξη. Για περιουσία. Στην βασιλική αυλή, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται».

Ξαφνικά ο Κρον πέρασε δίπλα τους τρέχοντας και κατηφορίζοντας το μονοπάτι του δάσους, έφτασε σε ένα ξέφωτο.

Η Γκουέν κοίταξε τον Θορ και γέλασε. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του και άρχισε να τρέχει.

«Έλα!» φώναξε ενθουσιασμένη.

Μαζί κατηφόρισαν στο μονοπάτι, και γελώντας, έφτασαν σε ένα τεράστιο ξέφωτο. Ο Θορ ξαφνιάστηκε από το θέαμα. Μέσα στο δάσος, υπήρχε ένα τεράστιο λιβάδι γεμάτο με αγριολούλουδα κάθε χρώματος που τους έφταναν ως το γόνατο. Πουλιά και πεταλούδες όλων των χρωμάτων και όλων των μεγεθών χόρευαν και πετούσαν στον αέρα και με τους ήχους και τα κελαηδίσματά τους το λιβάδι φαινόταν γεμάτο ζωντάνια. Ο ήλιος έλαμπε έντονα και όλο αυτό το μέρος έμοιαζε σαν ένα μυστικό καταφύγιο κρυμμένο στη μέση ενός σκοτεινού δάσους με πανύψηλα δέντρα.

«Έχεις παίξει ποτέ σου τυφλόμυγα;» ρώτησε γελώντας.

Ο Θορ έκανε ένα αρνητικό νεύμα και πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο, εκείνη έβγαλε ένα μαντίλι που είχε γύρω από τον λαιμό της και απλώνοντας τα χέρια της το τύλιξε γύρω από τα μάτια του Θορ και το έδεσε πίσω από το κεφάλι του. Ο Θορ δεν μπορούσε να δει τίποτα, αλλά εκείνη γέλασε δυνατά στο αυτί του.

«Εσύ τα φυλάς!» του είπε.

Μετά την άκουσε να απομακρύνεται μέσα το χορτάρι.

Ο Θορ χαμογέλασε.

«Τι πρέπει να κάνω;» της φώναξε.

«Να με βρεις!» του απάντησε.

Η φωνή της ακούγονταν ήδη από μακριά.

Με δεμένα τα μάτια, ο Θορ άρχισε να τρέχει πίσω της, αλλά  σκόνταψε και έπεσε. Τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει το θρόισμα από το φόρεμά της και προσπάθησε να εντοπίσει την κατεύθυνσή της. Ήταν δύσκολο, έτρεχε με τα χέρια του απλωμένα μπροστά με την σκέψη ότι μπορεί να έπεφτε πάνω σ’ ένα δέντρο, παρότι ήξερε πως ήταν ένα ανοιχτό λιβάδι. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχε αποπροσανατολιστεί και καταλάβαινε ότι έκανε κύκλους.

Όμως, συνέχισε να έχει τα αυτιά του τεντωμένα καθώς προσπαθούσε να εντοπίσει το γέλιο της και μετά προσπαθούσε να αλλάξει την πορεία του και να τρέξει προς το μέρος της. Μερικές φορές φαινόταν ότι την πλησίαζε, άλλες όμως ήταν μακριά της. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται.

Άκουσε τον Κρον να τρέχει δίπλα του τσιρίζοντας και άρχισε να τον ακολουθεί. Άκουσε το γέλιο της Γκουέν πιο κοντά και κατάλαβε ότι ο Κρον τον οδηγούσε προς το μέρος της. Εξεπλάγη από το πόσο έξυπνος ήταν ο Κρον που είχε μπει στο παιχνίδι τους.

Σε λίγο, την άκουσε να βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση απ’ αυτόν. Την κυνήγησε κάνοντας ζιγκ-ζαγκ προς όλες τις κατευθύνσεις του λιβαδιού. Άπλωσε το χέρι του και εκείνη φώναξε δυνατά καθώς έπιασε την άκρη του φουστανιού της. Καθώς την άρπαξε, παραπάτησε και οι δυό τους έπεσαν στο μαλακό χορτάρι. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε και γύρισε, έτσι ώστε να πέσει εκείνος στο έδαφος. Ήθελε να την προστατέψει για να μην χτυπήσει πέφτοντας.

Καθώς ο Θορ έπεσε στο έδαφος, η Γκουέν βρέθηκε πάνω του και έβγαλε μια κραυγή έκπληξης.  Γελώντας ακόμα, άπλωσε το χέρι της και τράβηξε το μαντίλι από τα μάτια του.

Η καρδιά του Θορ χτυπούσε τρελά καθώς έβλεπε το πρόσωπό της τόσο κοντά στο δικό του. Αισθάνθηκε το βάρος του σώματός της πάνω στο δικό της και μέσα από το λεπτό καλοκαιρινό φόρεμά της μπορούσε να καταλάβει το περίγραμμά του. Το βάρος της τον κρατούσε στο έδαφος και δεν έκανε καμία κίνηση αντίστασης. Τον κοίταζε κατ’ ευθείαν στα μάτια, η ανάσα και των δύο ήταν γρήγορη, και εκείνη συνέχισε να τον κοιτάει. Αλλά κι’ ο Θορ συνέχισε να την κοιτάει. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.

Yaş sınırı:
16+
Litres'teki yayın tarihi:
10 eylül 2019
Hacim:
344 s. 8 illüstrasyon
ISBN:
9781632913234
İndirme biçimi:
Serideki Birinci kitap "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Serinin tüm kitapları
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,8, 6 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,8, 6 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 3 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre