Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 17

Yazı tipi:

Ξαφνικά, εκείνη έσκυψε μπροστά και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Ήταν πολύ πιο μαλακά απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί και καθώς τον φίλησε, για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε ζωντανός.

Έκλεισε τα μάτια του και εκείνη έκλεισε τα δικά της. Κανείς από τους δύο δεν κουνήθηκε και τα χείλη τους έμειναν ενωμένα – για πόσο δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη τη στιγμή, ο Θορ θα ήθελε να μπορούσε να σταματήσει τον χρόνο.

Τελικά, σιγά σιγά, εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρά. Χαμογελούσε ακόμα καθώς άνοιξε τα μάτια της, αλλά ακόμα βρισκόταν επάνω στο σώμα του.

Έμειναν έτσι για πολλή ώρα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια.

«Από πού κατάγεσαι;» τον ρώτησε με την απαλή της φωνή και συνέχισε να χαμογελάει.

Ο Θορ της ανταπέδωσε το χαμόγελο, αλλά δεν ήξερε πώς να απαντήσει.

«Είμαι ένα απλό παιδί», της είπε.

«Όχι, δεν είσαι», του είπε.

Κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε.

«Όχι, δεν είσαι. Το αισθάνομαι. Υποψιάζομαι ότι είσαι κάτι πολύ, πολύ περισσότερο απ’ αυτό».

Έσκυψε και τον ξαναφίλησε, και αυτή τη φορά τα χείλη τους έμειναν ενωμένα ακόμα περισσότερο χρόνο. Άπλωσε το χέρι του και πέρασε τα δάκτυλά του μέσα στα μαλλιά της, ενώ κι’ εκείνη έκανε το ίδιο. Ο Θορ δεν μπορούσε να σταματήσει το μυαλό του που έτρεχε μακριά.

Ήδη αναρωτιόταν πώς θα τελείωνε όλο αυτό. Θα κατάφερναν να είναι μαζί με όλες τις δυνάμεις ανάμεσά τους; Θα μπορούσαν ποτέ οι δυό τους να γίνουν ζευγάρι;

Ο Θορ εύχονταν, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του, να μπορούσαν. Τώρα ήθελε να είναι μαζί της περισσότερο απ’ ό,τι ήθελε να είναι στην Λεγεώνα.

Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, ακούστηκε ένα ξαφνικό σύρσιμο στο χορτάρι, και οι δυό τους γύρισαν και κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Λίγο πιο πέρα, ο Κρον πήδηξε μέσα στο χορτάρι, ενώ το σύρσιμο ακούστηκε ξανά. Ο Κρον έβγαλε ένα ουρλιαχτό και μετά άρχισε να γρυλίζει. Ακούστηκε κάτι σαν ελαφρό σφύριγμα – και μετά τίποτα.

Με μια κίνηση, η Γκουέν κύλησε το σώμα της στο πλάι, και οι δυό τους ανακάθισαν και κοίταξαν γύρω. Ο Θορ πετάχτηκε επάνω για να προστατέψει την Γκουέν και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό. Δεν έβλεπε κανέναν. Αλλά κάποιος, ή κάτι, ήταν εκεί, λίγο πιο πέρα, μέσα στο ψηλό χορτάρι.

Εκείνη τη στιγμή, ο Κρον εμφανίστηκε μπροστά τους και στο στόμα του, κι’ από τα μικρά κοφτερά του δόντια, κρεμόταν ένα τεράστιο, λευκό νεκρό φίδι. Πρέπει να ήταν τρία μέτρα μακρύ, το δέρμα του ήταν λευκό και γυαλιστερό, και ήταν τόσο παχύ όσο ένα μεγάλο κλαδί δέντρου.

Ο Θορ κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Ο Κρον είχε σώσει τη ζωή και των δύο από την επίθεση αυτού του θανατηφόρου ερπετού. Η καρδιά του γέμισε με ευγνωμοσύνη για το ζώο.

Η Γκουέν είχε μείνει άφωνη.

«Ένας Λευκόραχος», είπε. «Το πιο θανατηφόρο ερπετό σ’ ολόκληρο το βασίλειο».

Ο Θορ το κοίταζε με δέος.

«Νόμιζα ότι αυτό το φίδι δεν υπήρχε. Πίστευα ότι ήταν απλώς ένας θρύλος».

«Είναι πολύ σπάνιο», είπε η Γκουέν. «Το έχω δει μόνο μια φορά στη ζωή μου. Την ημέρα που ο πατέρας του πατέρα μου σκοτώθηκε. Ήταν ένας κακός οιωνός».

Σηκώθηκε και κοίταξε τον Θορ.

«Σημαίνει πως ο θάνατος είναι κοντά. Ο θάνατος πλησιάζει κάποιον».

Ο Θορ ένιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του. Ένας ξαφνικός κρύος άνεμος διαπέρασε το λιβάδι, παρά τη ζέστη της καλοκαιρινής ημέρας, και με απόλυτη βεβαιότητα, ο Θορ κατάλαβε ότι η Γκουέν είχε δίκιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Η Γκουέντολιν μπήκε μόνη της μέσα στο κάστρο και ανεβαίνοντας σε μια ψηλή ελικοειδή, σκάλα κατευθύνονταν προς την κορυφή. Στο μυαλό της γύριζαν χιλιάδες σκέψεις για τον Θορ. Για τον περίπατό τους. Για το φιλί τους. Και μετά, για το φίδι.

Μέσα της καιγόταν από αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, ήταν κατενθουσιασμένη που ήταν μαζί του, αλλά από την άλλη είχε τρομοκρατηθεί από το φίδι και τον οιωνό θανάτου που προμήνυε. Αλλά δεν ήξερε για ποιον και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της. Φοβόταν μήπως ήταν για κάποιον από την οικογένειά της. Μήπως ήταν για κάποιον από τα αδέλφια της; Για τον Γκόντφρι; Ή τον Κέντρικ; Μήπως ήταν για την μητέρα της; Ή, ανατρίχιαζε μόνο και με τη σκέψη, για τον πατέρα της;

Η εμφάνιση εκείνου του φιδιού είχε ρίξει μια μαύρη σκιά στην χαρούμενη ημέρα τους, και από την στιγμή που η διάθεσή τους είχε χαλάσει, δεν κατάφεραν να την επαναφέρουν. Πήραν τον δρόμο του γυρισμού, περπάτησαν μαζί ώσπου βγήκαν από το δάσος και μετά χωρίστηκαν για να μην τους δουν μαζί. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τους πιάσει μαζί η μητέρα της. Αλλά η Γκουέν δεν θα άφηνε τον Θορ τόσο εύκολα και θα εύρισκε τρόπο να πολεμήσει την μητέρα της. Απλά χρειαζόταν χρόνο για να καταστρώσει την στρατηγική της.

Ένιωθε πόνο που χωρίστηκε από τον Θορ, και τώρα που το σκεφτόταν, ένιωθε άσχημα. Είχε σκοπό να τον ρωτήσει αν ήθελε να την ξαναδεί και σκόπευε να κάνει σχέδια για μια άλλη ημέρα. Αλλά βρίσκονταν σε σύγχυση, είχε αναστατωθεί τόσο πολύ από το θέαμα του φιδιού που το είχε ξεχάσει. Και τώρα ανησυχούσε μήπως εκείνος σκεφτόταν ότι δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτόν.

Μόλις έφτασε στην Αυλή του Βασιλιά, οι υπηρέτες του πατέρα της την ενημέρωσαν ότι ο πατέρας της ήθελε να την δει. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά του κάστρου, με την καρδιά της να χτυπάει, ενώ συγχρόνως αναρωτιόταν γιατί είχε ζητήσει να την δει. Μήπως την είχαν εντοπίσει μαζί με τον Θορ; Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλον λόγο που ο πατέρας της ήθελε να την δει επειγόντως. Μήπως ήθελε, κι’ εκείνος, να της απαγορεύσει να τον βλέπει; Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο πατέρας της θα έκανε κάτι τέτοιο. Εκείνος πάντα έπαιρνε το μέρος της.

Η Γκουέν, λαχανιασμένη, έφτασε τελικά στην κορυφή. Έτρεξε στον διάδρομο, πέρασε τους φρουρούς που στάθηκαν προσοχή καθώς περνούσε, και μετά της άνοιξαν την πόρτα της βασιλικής αίθουσας. Άλλοι δύο υπηρέτες που περίμεναν μέσα υποκλίθηκαν μόλις μπήκε.

«Αφήστε μας», τους πρόσταξε ο πατέρας της.

Εκείνοι υποκλίθηκαν και βγήκαν βιαστικά, κλείνοντας τη βαριά πόρτα με ένα θόρυβο που αντήχησε σε όλη την αίθουσα.

Ο πατέρας της σηκώθηκε από το γραφείο του, με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της διασχίζοντας την τεράστια αίθουσα. Όπως πάντα, μόλις τον είδε, ένιωσε ένα αίσθημα ηρεμίας και ανακουφίστηκε όταν είδε πως δεν υπήρχε ίχνος θυμού στο πρόσωπό του.

«Γλυκιά μου Γκουέντολιν», της είπε.

Άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνη του ανταπέδωσε το αγκάλιασμα, και μετά, ο πατέρας της την οδήγησε σε δύο τεράστιες καρέκλες που ήταν τοποθετημένες σε γωνία δίπλα από μια φωτιά που έκαιγε με λάμψη. Μερικά μεγάλα σκυλιά, λυκόσκυλα, τα οποία γνώριζε από τότε που ήταν μικρή απομακρύνθηκαν από το πέρασμά τους καθώς πλησίασαν στην φωτιά. Δύο από αυτά, την ακολούθησαν και ακούμπησαν τα κεφάλια τους στα πόδια της. Χαιρόταν για την αναμμένη φωτιά – ξαφνικά έκανε ασυνήθιστο κρύο για καλοκαιρινή ημέρα.

Ο πατέρας της έσκυψε προς την φωτιά και κοίταξε τις φλόγες που τριζοβολούσαν μπροστά τους.

«Ξέρεις γιατί σε κάλεσα;» την ρώτησε.

Προσπάθησε να διαβάσει το πρόσωπό του, αλλά δεν ήταν σίγουρη.

«Δεν ξέρω, Πατέρα».

Εκείνος την κοίταξε με έκπληξη.

«Για την σύζητησή μας τις προάλλες. Μαζί με τα αδέλφια σου. Σχετικά με την βασιλεία. Αυτό ήθελα να συζητήσω μαζί σου».

Η καρδιά της Γκουέν φτερούγισε από ανακούφιση. Δεν επρόκειτο για τον Θορ. Ήταν για πολιτική. Χαζή πολιτική που δεν την ένοιαζε καθόλου. Αναστέναξε με ανακούφιση.

«Φαίνεσαι ανακουφισμένη», της είπε. «Τι νόμιζες ότι ήθελα να συζητήσουμε;»

Ο πατέρας της ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής – όπως πάντα. Ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσαν να την διαβάσουν σαν ανοιχτό βιβλίο. Έπρεπε να είναι προσεκτική όταν ήταν μαζί του.

«Τίποτα, Πατέρα», απάντησε γρήγορα.

Εκείνος χαμογέλασε ξανά.

«Ωραία, λοιπόν, πες μου. Τι γνώμη έχεις για την επιλογή μου;» τη ρώτησε.

«Την επιλογή σου;» ρώτησε η Γκουέντολιν.

«Για τον διάδοχό μου! Στη βασιλεία!»

«Εννοείς εμένα;» τον ρώτησε.

«Ποιον άλλον;» της απάντησε γελώντας.

Η Γκουέν κοκκίνισε.

«Πατέρα, το ελάχιστο που έχω να πω είναι ότι με εξέπληξες. Δεν είμαι η πρωτότοκη και είμαι γυναίκα. Δεν ξέρω τίποτα από πολιτική. Και δεν με νοιάζει καθόλου για πολιτικά θέματα, αλλά ούτε και για τη διακυβέρνηση του βασιλείου. Εγώ δεν έχω καθόλου πολιτικές φιλοδοξίες, και απορώ για την επιλογή σου».

«Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους», είπε, και η έκφρασή του ήταν απόλυτα σοβαρή. «Επειδή εσύ δεν έχεις καμία φιλοδοξία για τον θρόνο και δεν σε ενδιαφέρει η βασιλεία. Και γιατί δεν ξέρεις τίποτα από πολιτική».

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Αλλά ξέρεις την ανθρώπινη φύση και είσαι πολύ οξυδερκής. Το πήρες από εμένα. Έχεις της μητέρας σου την ευστροφία, αλλά την δική μου επιδεξιότητα με τους ανθρώπους. Ξέρεις πως να τους κρίνεις και να διακρίνεις τις προθέσεις τους. Και αυτό ακριβώς χρειάζεται ένας βασιλιάς. Να ξέρει την φύση των άλλων. Δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Όλα τα άλλα είναι τεχνάσματα. Να ξέρεις ποιοι είναι οι άνθρωποί σου, να τους καταλαβαίνεις, να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου και να είσαι καλή μαζί τους. Αυτό είναι όλο».

«Όμως, σίγουρα χρειάζονται κι’ άλλα για την διακυβέρνηση ενός βασιλείου», είπε η Γκουέντολιν.

«Όχι, απαραίτητα», της απάντησε. «Όλα ξεκινούν απ’ αυτό. Και οι αποφάσεις ξεκινούν απ’ αυτό».

«Όμως, Πατέρα, ξεχνάς, πρώτον, ότι εγώ δεν έχω καμία επιθυμία να κυβερνήσω, και δεύτερον, ότι δεν πρόκειται να πεθάνεις. Όλο αυτό είναι μια ανόητη παράδοση που σχετίζεται με την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης σου. Γιατί επιμένεις σ’ αυτή; Εγώ δεν θα ήθελα ούτε να την σκέφτομαι, ούτε να μιλάω γι’ αυτήν. Ελπίζω να μην έρθει ποτέ η ημέρα που θα σε δω να φεύγεις – έτσι, όλα αυτά είναι άσχετα».

Ο Βασιλιάς ξερόβηξε. Φαινόταν πολύ σοβαρός.

«Μίλησα με τον Άργκον και βλέπει ζοφερό το μέλλον για εμένα. Το νιώθω, όμως, και μόνος μου. Πρέπει να προετοιμάζομαι», είπε.

Η Γκουέν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.

«Ο Άργκον είναι ανόητος. Ένας απλός μάγος. Τα μισά απ’ όσα λέει δεν βγαίνουν. Αγνόησέ τον και μην σε επηρεάζουν οι χαζοί χρησμοί του. Είσαι καλά και θα ζήσεις για πάντα.

Εκείνος, όμως, κούνησε αργά το κεφάλι του και η Γκουέν μπορούσε να διακρίνει την λύπη στο πρόσωπό του. Το στομάχι της σφίχτηκε ακόμα περισσότερο.

«Γκουέντολιν, κόρη μου, σ’ αγαπάω και θέλω να είσαι προετοιμασμένη. Θέλω να είσαι εσύ ο επόμενος κυβερνήτης του Δακτυλιδιού. Και το λέω σοβαρά. Δεν είναι παράκληση. Είναι διαταγή».

Την κοίταξε με τόση σοβαρότητα και η ματιά του είχε σκοτεινιάσει τόσο πολύ που την τρόμαξε. Δεν είχε δει ποτέ τέτοια έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα της.

Ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν και σήκωσε το χέρι της για να σκουπίσει το δάκρυ.

«Λυπάμαι που σε στεναχώρεσα», της είπε.

«Τότε σταμάτα να λες τέτοια», του απάντησε κλαίγοντας. «Δεν θέλω να πεθάνεις».

«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρέπει να μου δώσεις μια απάντηση».

«Πατέρα, δεν θέλω να σε προσβάλλω».

«Τότε πες, ναι».

«Αλλά πώς είναι δυνατόν εγώ να κυβερνήσω;» τον παρακάλεσε.

«Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο νομίζεις. Θα περιβάλλεσαι από συμβούλους. Ο πρώτος κανόνας είναι να μην εμπιστεύεσαι κανέναν απ’ αυτούς. Να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου. Αυτό μπορείς να το κάνεις. Η έλλειψη γνώσης και η αθωότητά σου – αυτά σου τα προσόντα θα σε κάνουν σπουδαία. Θα μπορείς να παίρνεις αυθεντικές αποφάσεις. Υποσχέσου μου», επέμεινε.

Η Γκουέν τον κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον. Ήθελε να αλλάξει θέμα, αν όχι για οτιδήποτε άλλο, απλά για να κατευνάσει την μακαβριότητά του και για να του αλλάξει την διάθεση.

«Εντάξει, σου το υπόσχομαι», του είπε βιαστικά. «Τώρα νιώθεις καλύτερα;»

Έγειρε προς τα πίσω, κι’ εκείνη τον είδε φανερά ανακουφισμένο.

«Ναι,», είπε. «Σ’ ευχαριστώ».

«Ωραία, τώρα μπορούμε να μιλήσουμε και γι’ άλλα πράγματα; Πράγματα που μπορεί πραγματικά να συμβούν;» τον ρώτησε.

Ο πατέρας της έγειρε προς τα πίσω και άρχισε να γελάει. Φαινόταν σαν να είχε γίνει εκατό κιλά ελαφρύτερος.

«Γι’ αυτό σ’ αγαπάω», της είπε. «Είσαι πάντα τόσο χαρούμενη. Και τα καταφέρνεις να με κάνεις πάντα να γελάω».

Εξέτασε προσεκτικά το πρόσωπό της και εκείνη κατάλαβε ότι κάτι έψαχνε να δει.

«Φαίνεσαι ασυνήθιστα χαρούμενη σήμερα», της είπε. «Υπάρχει κανένα αγόρι στον ορίζοντα;»

Η Γκουέν κοκκίνισε. Σηκώθηκε επάνω και πήγε προς το παράθυρο για να απομακρυνθεί από κοντά του.

«Συγγνώμη, Πατέρα, αλλά αυτό είναι προσωπικό θέμα».

«Δεν είναι προσωπικό αν πρόκειται να κυβερνήσεις το βασίλειό μου», της είπε. «Αλλά δεν θέλω να γίνω αδιάκριτος. Όμως, η μητέρα σου έχει κι’ εκείνη ζητήσει να σε δει, και υποθέτω, πως δεν θα είναι επιεικής μαζί σου. Εγώ δεν ανακατεύομαι. Αλλά να είσαι προετοιμασμένη».

Το στομάχι της σφίχτηκε και γυρίζοντας απ’ την άλλη, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μισούσε αυτό το μέρος. Εύχονταν να ήταν οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ. Σε ένα απλό χωριό, σε μια απλή φάρμα να ζει μια απλή ζωή με τον Θορ. Μακριά απ’ όλα αυτά κι’ απ’ όλες αυτές τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να την ελέγξουν.

Ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει απαλά στον ώμο και γυρίζοντας είδε τον πατέρα της να στέκεται δίπλα της και να της χαμογελάει.

«Η μητέρα σου μπορεί να είναι άγρια, αλλά ότι και αν αποφασίσει, να ξέρεις ότι εγώ θα πάρω το μέρος σου. Σε θέματα αγάπης, πρέπει ο καθένας να μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα».

Η Γκουέν άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε τον πατέρα της. Εκείνη τη στιγμή τον αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Προσπάθησε να διώξει τον κακό οιωνό του φιδιού από το μυαλό της, και προσευχήθηκε με όλη της τη δύναμη να μην ήταν γι’ αυτόν.

*

Η Γκουέν έστριψε στον ένα διάδρομο μετά τον άλλον, πέρασε τις σειρές με τα βιτρό και κατευθύνθηκε προς την κάμαρα της μητέρας της. Απεχθάνονταν κάθε φορά που η μητέρα της την καλούσε και μισούσε τον τρόπο που εκείνη ήθελε να την ελέγχει. Στην πραγματικότητα, η μητέρα της ήταν εκείνη που κυβερνούσε το βασίλειο. Ήταν πολύ πιο δυνατή από τον πατέρα της σε πολλά πράγματα, υπερασπιζόταν τη θέση της περισσότερο και υποχωρούσε λιγότερο εύκολα. Φυσικά ο λαός του βασιλείου δεν είχε ιδέα. Ο Βασιλιάς έδειχνε πάντα ένα πρόσωπο με πυγμή και ήταν εκείνος που φαινόταν ως σοφός.

Όμως όταν επέστρεφε στο κάστρο, πίσω από τις κλειστές πόρτες, ήταν εκείνη στην οποία απευθύνονταν για συμβουλές. Εκείνη ήταν σοφότερη. Πιο ψυχρή. Πιο υπολογίστρια. Πιο σκληρή. Πιο ατρόμητη. Εκείνη ήταν ο βράχος. Και εκείνη κυβερνούσε την μεγάλη οικογένειά τους με σιδηρά πυγμή. Όταν ήθελε κάτι, ειδικά όταν έβαζε κάτι στο μυαλό της ότι ήταν καλό για την οικογένειά της, έκανε τα πάντα για να το πραγματοποιήσει.

Και τώρα, αυτή η σιδερένια πυγμή της μητέρας της στρέφονταν εναντίον της. Είχε ήδη προετοιμαστεί για να την αντιμετωπίσει. Είχε την αίσθηση ότι αφορούσε την ρομαντική πλευρά της ζωής της και φοβόταν ότι την είχαν εντοπίσει που είχε βγει με τον Θορ. Αλλά ήταν αποφασισμένη να μην κάνει πίσω – όποιο κι’ αν ήταν το τίμημα. Αν χρειαζόταν να φύγει απ’ αυτό το μέρος, θα το έκανε. Δεν την ένοιαζε, ακόμα κι’ αν η μητέρα της την έκλεινε στο μπουντρούμι.

Καθώς η Γκουέν πλησίασε την κάμαρα της μητέρας της, οι υπηρέτριές της άνοιξαν την μεγάλη δρύινη πόρτα και όταν η Γκουέν πέρασε μέσα, αυτές βγήκαν έξω και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.

Η κάμαρα της μητέρας της ήταν πολύ πιο μικρή από του πατέρα της, πιο ζεστή, με μεγάλα χαλιά, ένα μικρό σερβίτσιο τσαγιού και ένα επιτραπέζιο παιχνίδι τοποθετημένα δίπλα στο τζάκι που έκαιγε με μια λαμπερή φωτιά. Ολόγυρα στο τζάκι υπήρχαν αρκετές λεπτοδουλεμένες καρέκλες ντυμένες με κίτρινο βελούδο. Η μητέρα της καθόταν σε μια από αυτές με την πλάτη γυρισμένη προς την Γκουέν, αν και την περίμενε. Καθόταν απέναντι από την φωτιά, έπινε το τσάι της γουλιά γουλιά και έκανε μια κίνηση στο επιτραπέζιο παιχνίδι της. Πίσω της υπήρχαν δύο κυρίες επί των τιμών. Η μια της έφτιαχνε τα μαλλιά και η άλλη της έσφιγγε τα κορδόνια στο πίσω μέρος του φορέματός της.

«Πέρασε μέσα, παιδί μου», ακούστηκε η αυστηρή φωνή της μητέρας της.

Στην Γκουέν δεν άρεσε καθόλου όταν η μητέρα της την καλούσε για να μιλήσουν μπροστά στις υπηρέτριές της. Μακάρι να τις έδιωχνε, όπως ο πατέρας της, όταν είχαν μιλήσει νωρίτερα. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να διατηρήσει την μυστικότητα και την αξιοπρέπεια της συζήτησης. Αλλά η μητέρα της δεν το έκανε ποτέ. Η Γκουέν μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν ένα παιχνίδι ισχύος. Είχε εκεί τις υπηρέτριες να τριγυρνάνε γύρω γύρω και να ακούνε τα πάντα, για να έχει την Γκουέν σε υπερένταση.

Η Γκουέν δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει ως την άλλη πλευρά του δωματίου και να καθίσει σε μια από τις βελούδινες καρέκλες απέναντι από τη μητέρα της και πολύ κοντά στη φωτιά. Αυτό ήταν άλλο ένα από τα παιχνίδια ισχύος της μητέρας της: ο συνομιλητής της να ζεσταίνεται πολύ κοντά στην φωτιά και να είναι πιο χαλαρός και λιγότερο σε ετοιμότητα λόγω της ζέστης.

Η Βασίλισσα δεν σήκωσε το βλέμμα της. Αντιθέτως, κοίταζε το επιτραπέζιο παιχνίδι που έπαιζε και έσπρωξε ένα από τα φιλντισένια πιόνια στον πολύπλοκο λαβύρινθο.

«Η σειρά σου», της είπε.

Η Γκουέν κοίταξε το ταμπλό του παιχνιδιού και εξεπλάγη που η μητέρα της συνέχιζε ακόμα την ίδια παρτίδα. Θυμήθηκε ότι είχε τα καφέ πιόνια, αλλά είχε να παίξει με την μητέρα της για πολλές εβδομάδες. Η μητέρα της ήταν εξαιρετικά καλή στα Πιόνια – αλλά η Γκουέν ήταν ακόμα καλύτερη. Η μητέρα της απεχθάνονταν να χάνει και ήταν προφανές ότι είχε μελετήσει το ταμπλό αρκετά, ελπίζοντας να κάνει την τέλεια κίνηση. Και τώρα που η Γκουέν ήταν εδώ, έκανε την κίνησή της.

Αντίθετα από την μητέρα της, η Γκουέν δεν χρειαζόταν να μελετήσει το ταμπλό. Του έριξε απλά μια ματιά και μέσα στο μυαλό της είδε την τέλεια κίνηση. Άπλωσε το χέρι της και μετακίνησε ένα από τα καφέ πιόνια στην άλλη πλευρά του ταμπλό. Η κίνησή της αυτή έφερε την μητέρα της μια κίνηση πριν χάσει.

Η μητέρα της κοίταξε το ταμπλό. Ήταν ανέκφραστη εκτός από ένα ελαφρό τρεμόπαιγμα του φρυδιού της, που η Γκουέν ήξερε πως έδειχνε ταραχή. Η Γκουέν ήταν εξυπνότερη και η μητέρα της δεν μπορούσε ποτέ να το αποδεχτεί αυτό.

Η Βασίλισσα ξερόβηξε και κοίταξε προσεκτικά το ταμπλό, χωρίς να ρίξει ούτε  μια ματιά στην Γκουέν.

«Ξέρω τα πάντα για τις τρέλες σου με εκείνο το κοινό αγόρι», της είπε κοροϊδευτικά. «Αγνοείς τις προειδοποιήσεις μου». Μετά, σήκωσε τα μάτια της και την κοίταξε. «Γιατί;»

Η Γκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα, και παρόλο που ένιωθε το στομάχι της να σφίγγεται, προσπάθησε να βρει την πιο κατάλληλη απάντηση. Δεν επρόκειτο να υποχωρήσει. Όχι αυτή τη φορά.

«Οι προσωπικές μου υποθέσεις δεν είναι δικιά σου δουλειά», της απάντησε.

«Δεν είναι; Είναι απολύτως δική μου δουλειά. Οι προσωπικές σου υποθέσεις επηρεάζουν την βασιλεία. Την τύχη αυτής της οικογένειας. Του Δακτυλιδιού. Οι προσωπικές σου υποθέσεις είναι πολιτικό θέμα – όσο κι’ αν θες να το ξεχνάς. Εσύ δεν είσαι κοινή θνητή. Τίποτα δεν μένει κρυφό στον κόσμο σου. Και τίποτα δεν μένει κρυφό από εμένα».

Η φωνή της μητέρας της ήταν παγερή σαν ατσάλι και η Γκουέν ένιωθε αγανάκτηση για κάθε στιγμή της επίσκεψής της εκεί. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκτός από το να κάθεται εκεί και να την περιμένει να τελειώσει. Ένιωθε παγιδευμένη.

Τελικά, η μητέρα της ξερόβηξε.

«Αφού αρνείσαι να με ακούσεις, θα πάρω εγώ τις αποφάσεις για εσένα. Δεν πρόκειται να ξαναδείς αυτό το αγόρι. Αν το κάνεις, θα τον διώξω από την Λεγεώνα, μακριά από την Αυλή του Βασιλιά και πίσω στο χωριό του. Μετά θα βάλω να τον συλλάβουν μαζί με όλη του την οικογένεια. Θα εκδιωχθεί για εξευτελισμό και εσύ δεν πρόκειται να ξανακούσεις γι’ αυτόν».

Η μητέρα της σήκωσε τα μάτια της και είδε το κάτω χείλος της να τρέμει από οργή.

«Με κατάλαβες;»

Η Γκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε το κακό που η μητέρα της ήταν ικανή να κάνει. Την μισούσε πέρα απ’ όσο τα λόγια μπορούν να περιγράψουν. Η Γκουέν αντιλαμβάνονταν επίσης και τις νευρικές ματιές των υπηρετριών. Ήταν ταπεινωτικό.

Πριν μπορέσει να απαντήσει, η μητέρα της συνέχισε.

«Επιπλέον, για να εμποδίσω την περαιτέρω απρεπή συμπεριφορά σου, έχω πάρει μέτρα για να κανονιστεί μια καθώς πρέπει ένωση για εσένα. Θα παντρευτείς τον Άλτον την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα. Έτσι, τώρα, μπορείς να αρχίσεις τις προετοιμασίες του γάμου. Να προετοιμαστείς για την ζωή σου ως παντρεμένη γυναίκα. Αυτά είχα να σου πω», της είπε η μητέρα της περιφρονητικά, και γυρίζοντας προς την άλλη μεριά κατευθύνθηκε προς το επιτραπέζιο παιχνίδι της σαν να είχε μόλις κανονίσει το πιο απλό ζήτημα.

Η Γκουέν έβραζε από μέσα της και ήθελε να ουρλιάξει.

«Πώς τολμάς;» της είπε με την οργή της να αυξάνεται. «Νομίζεις ότι είμαι μια μαριονέτα δεμένη με σπάγκο που εσύ μπορείς παίζεις μαζί της; Πραγματικά πιστεύεις ότι θα παντρευτώ όποιον μου πεις εσύ;»

«Δεν το νομίζω», της απάντησε η μητέρα της. «Το ξέρω. Είσαι κόρη μου και είσαι υπόλογη σε μένα. Θα παντρευτείς αυτόν ακριβώς που θα σου πω εγώ».

«Δεν πρόκειται!» τις φώναξε η Γκουέν. «Και δεν μπορείς να με εξαναγκάσεις! Ο Πατέρας είπε ότι δεν μπορείς να με εξαναγκάσεις!»

«Οι προκαθορισμένοι γάμοι είναι ακόμα δικαίωμα του κάθε γονιού σ’ αυτό το βασίλειο – και είναι σίγουρα δικαίωμα του βασιλιά και της βασίλισσας. Ο πατέρας σου μπορεί να παίρνει θέση, αλλά κι’ εσύ το ξέρεις τόσο καλά όσο κι’ εγώ ότι πάντα υποκύπτει στη θέλησή μου. Έχω τον τρόπο μου».

Η μητέρα της την αγριοκοίταξε.

«Επομένως, βλέπεις, ότι θα κάνεις ό,τι σου λέω. Ο γάμος σου θα γίνει. Τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Προετοίμασε τον εαυτό σου».

«Δεν πρόκειται να το κάνω», απάντησε η Γκουέν. «Ποτέ. Και αν μου ξαναπείς γι’ αυτό, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ».

Η μητέρα της την κοίταξε και της χαμογέλασε, με ένα παγερό, άσχημο χαμόγελο.

«Δεν με νοιάζει αν θα μου ξαναμιλήσεις. Είμαι η μητέρα σου, κι’ όχι η φίλη σου. Και είμαι η Βασίλισσά σου. Αυτή μπορεί πράγματι να είναι η τελευταία συνάντηση μεταξύ μας. Αλλά δεν πειράζει. Στο τέλος, θα κάνεις αυτό που λέω εγώ. Και θα σε βλέπω από μακριά, καθώς θα ζεις τη ζωή που εγώ έχω σχεδιάσει για εσένα».

Η μητέρα της ξαναγύρισε πίσω στο παιχνίδι της.

«Μπορείς να πηγαίνεις», της είπε κάνοντας μια κίνηση του χεριού της σαν η Γκουέν να ήταν μια από τις υπηρέτριές της.

Η Γκουέν έβραζε από τον θυμό της και δεν άντεξε άλλο. Έκανε τρία βήματα μπροστά, πήγε ως το τραπέζι με το παιχνίδι της μητέρας της, και με τα δυό της χέρια, το αναποδογύρισε. Τα φιλντισένια πιόνια σκορπίστηκαν παντού και το φιλντισένιο τραπέζι έπεσε κάτω και έγινε χίλια κομμάτια.

Η μητέρα της πετάχτηκε επάνω σοκαρισμένη.

«Σε μισώ», της είπε η Γκουέν με συριχτή φωνή.

Με αυτά τα λόγια, της γύρισε την πλάτη και με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο έφυγε σαν σίφουνας από το δωμάτιο σπρώχνοντας τα χέρια της υπηρέτριας, αποφασισμένη να βγει έξω με δικιά της θέληση – και να μην ξαναντικρύσει το πρόσωπο της μητέρας της ποτέ ξανά.

Yaş sınırı:
16+
Litres'teki yayın tarihi:
10 eylül 2019
Hacim:
344 s. 8 illüstrasyon
ISBN:
9781632913234
İndirme biçimi:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Serideki Birinci kitap "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Serinin tüm kitapları