Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 19

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27

Ο Θορ έτρεξε προς το στρατόπεδο της Λεγεώνας με το πρώτο φως της χαραυγής και, ευτυχώς, έφτασε πριν αρχίσει η εκπαίδευση της ημέρας. Ήταν λαχανιασμένος, ο Κρον έτρεχε κι’ αυτός δίπλα του, και μπήκε μέσα την ώρα που τα άλλα αγόρια μόλις είχαν ξυπνήσει και ετοιμάζονταν να μπουν στην γραμμή για τις ασκήσεις της ημέρας. Στάθηκε εκεί και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ένιωσε πιο προβληματισμένος από ποτέ. Δεν ήξερε πως θα τα κατάφερνε με την εκπαίδευση επειδή θα μετρούσε το κάθε λεπτό μέχρι την ώρα της γιορτής και μέχρι να ειδοποιήσει τον Βασιλιά. Ήταν σίγουρος ότι ο οιωνός είχε εμφανιστεί σ’ αυτόν για να τον προειδοποιήσει. Η μοίρα του βασιλείου ήταν τώρα στους ώμους του.

Ο Θορ πήγε δίπλα στον Ρις και στον Ο’Κόνορ καθώς κατευθύνονταν προς το γήπεδο. Μπήκε στη γραμμή αλλά φαινόταν εξαντλημένος.

«Πού ήσουν χτες βράδυ;» ρώτησε ο Ρις.

Μακάρι να μπορούσε να του απαντήσει, αλλά ο Θορ δεν ήξερε και ο ίδιος που ακριβώς είχε πάει. Τι να έλεγε; Ότι είχε αποκοιμηθεί στο ύπαιθρο στο βουνό του Άργκον; Δεν έβγαζε νόημα, ούτε και για τον ίδιο.

«Δεν ξέρω», απάντησε, μην ξέροντας πόσα έπρεπε να τους πει απ’ όσα είχαν συμβεί.

«Τι εννοείς δεν ξέρεις;» ρώτησε ο Ο’Κόνορ.

«Χάθηκα», είπε ο Θορ.

«Χάθηκες;»

«Λοιπόν, είσαι τυχερός που γύρισες τώρα», είπε ο Ρις.

«Αν είχες αργήσει για τις ασκήσεις της ημέρας, δεν θα σε είχαν αφήσει να ξανάρθεις στη Λεγεώνα», πρόσθεσε ο Έλντεν πλησιάζοντάς τον και χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. «Χάρηκα που σε είδα. Μας έλειψες χθες».

Ο Θορ ήταν ακόμα έκπληκτος από το πόσο διαφορετικά του συμπεριφέρονταν ο Έλτνεν από τότε που είχαν βρεθεί σ’ εκείνη τη μακρινή πλευρά του Φαραγγιού.

«Πώς πήγαν τα πράγματα με την αδελφή μου;» τον ρώτησε ο Ρις με ανυπομονησία.

Ο Θορ κοκκίνισε και δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Την είδες;» επέμεινε ο Ρις.

«Ναι, την είδα…», ο Θορ άρχισε να λέει, «…περάσαμε πολύ όμορφα. Αν και χρειάστηκε να φύγουμε απότομα».

«Λοιπόν…», συνέχισε ο Ρις, καθώς όλοι συγκεντρώνονταν στην σειρά μπροστά στον Κολκ και στους άντρες του Βασιλιά, «…θα την ξαναδείς απόψε. Βάλε τα καλύτερά σου. Είναι η γιορτή του Βασιλιά».

Ο Θορ ένιωσε ένα κενό στο στομάχι του. Σκέφτηκε το όνειρό του και ήταν σαν να έβλεπε την μοίρα να χορεύει μπροστά στα μάτια του – ένιωθε ανίσχυρος, καταδικασμένος να μην μπορεί να κάνει τίποτα εκτός από το να παρακολουθεί τα πράγματα να εξελίσσονται.

«ΣΙΩΠΗ!» φώναξε ο Κολκ, καθώς άρχισε να βηματίζει μπροστά στα αγόρια.

Ο Θορ τέντωσε το σώμα του, όπως και οι άλλοι, και όλοι σώπασαν με μιας.

Ο Κολκ περπατούσε πάνω κάτω επιθεωρώντας τις γραμμές και παρατηρώντας τον καθένα τους ξεχωριστά.

«Περάσατε ωραία χθες. Τώρα πίσω στην εκπαίδευση. Σήμερα θα μάθετε την αρχαία τέχνη της εκσκαφής τάφρων».

Ένα ομαδικό μουγκρητό ακούστηκε απ’ όλα τα αγόρια.

«ΣΙΩΠΗ!» φώναξε δυνατά.

Τα αγόρια σώπασαν.

«Το σκάψιμο τάφρων είναι σκληρή δουλειά», συνέχισε ο Κολκ. «Αλλά είναι σημαντική δουλειά. Κάποια μέρα μπορεί να βρεθείτε εκεί έξω στις ερημιές να πολεμάτε για την προστασία του βασιλείου, χωρίς να έχετε κανέναν να σας βοηθήσει. Και μέσα στην άγρια νύχτα, μπορεί να κάνει παγωνιά, τόσο έντονη, που δεν θα αισθάνεστε τα δάκτυλα των ποδιών σας. Τότε θα πρέπει να κάνετε κάτι για να ζεσταθείτε. Ή μπορεί να βρεθείτε στη μάχη, όπου θα πρέπει να βρείτε τρόπο να καλυφθείτε για να σωθείτε από τα βέλη των εχθρών. Υπάρχουν ένα εκατομμύριο λόγοι που μπορεί να χρειαστείτε μια τάφρο. Η τάφρος μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος σας.

«Σήμερα…», συνέχισε, ξεροβήχοντας, «…θα περάσετε όλη σας τη μέρα σκάβοντας, ώσπου τα χέρια σαν να γίνουν κόκκινα με κάλους, να μην νιώθετε την πλάτη σας από το σκύψιμο, και να μην αντέχετε άλλο. Μετά, όταν θα χρειαστεί να το ξανακάνετε στην μάχη, δεν θα σας φανεί τόσο δύσκολο.

«ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΕ!» φώναξε ο Κολκ.

Ακούστηκε άλλο ένα μουγκρητό απογοήτευσης και μετά τα αγόρια σχημάτισαν γραμμές ανά δύο και άρχισαν να διασχίζουν το γήπεδο ακολουθώντας τον Κολκ.

«Τέλεια», είπε ο Έλντεν. «Σκάψιμο τάφρων. Ακριβώς όπως ήθελα να περάσω τη μέρα μου».

«Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα», είπε ο Ο’Κόνορ. «Θα μπορούσε να βρέχει».

Όλοι κοίταξαν ψηλά στον ουρανό και ο Θορ εντόπισε μερικά απειλητικά σύννεφα από πάνω τους.

«Μπορεί και να βρέξει», είπε ο Ρις. «Μην το γρουσουζεύεις».

«ΘΟΡ!» ακούστηκε μια φωνή.

Ο Θορ γύρισε και είδε τον Κολκ να τον αγριοκοιτάζει από τα πλάγια. Τον πλησίασε αμέσως τρέχοντας ενώ αναρωτιόταν τι λάθος είχε κάνει.

«Μάλιστα, κύριε».

«Ο ιππότης σου σε έχει καλέσει», είπε κοφτά. «Πρέπει να πας στον Έρεκ στην περιοχή του κάστρου. Είσαι τυχερός. Δεν έχεις εκπαίδευση σήμερα. Θα πρέπει να βρίσκεσαι στην υπηρεσία του ιππότη σου, όπως όλοι οι καλοί ακόλουθοι. Αλλά μην νομίσεις ότι θα γλιτώσεις το σκάψιμο της τάφρου. Όταν επιστρέψεις αύριο, θα σκάψεις τάφρους μόνος σου. Τώρα φύγε!» φώναξε.

Ο Θορ γύρισε και είδε τα γεμάτα ζήλια βλέμματα των άλλων καθώς έφευγε από τον χώρο εκπαίδευσης και άρχισε να κατευθύνεται προς το κάστρο. Τι τον ήθελε ο Έρεκ; Μήπως είχε κάποια σχέση με τον Βασιλιά;

*

Ο Θορ μπήκε τρέχοντας στην Αυλή του Βασιλιά και έστριψε σ’ ένα μονοπάτι που δεν είχε ξαναπάει ποτέ – προς τους στρατώνες του Αργυρού Τάγματος. Οι στρατώνες τους ήταν πολύ μεγαλύτεροι από της Λεγεώνας, τα κτίριά τους ήταν διπλάσια σε μέγεθος, με χάλκινα διακοσμητικά και με μονοπάτια στρωμένα με καινούργιες πέτρες. Για να φτάσει εκεί, ο Θορ έπρεπε να περάσει μέσα από μια μεγάλη αψιδωτή πύλη που την φρουρούσαν δώδεκα άντρες του Βασιλιά. Μετά την πύλη, το μονοπάτι γινόταν πιο πλατύ και πέρναγε μέσα από ένα τεράστιο ανοιχτό χώρο που κατέληγε σε ένα σύμπλεγμα με πέτρινα κτίρια τα οποία είχαν γύρω τους ένα ψηλό φράχτη και τα φρουρούσαν άλλοι δώδεκα ιππότες. Ήταν ένα επιβλητικό θέαμα, ακόμα κι’ από μακριά.

Ο Θορ κατέβηκε γρήγορα το μονοπάτι, σε πλήρη θέα μέσα στον ανοιχτό χώρο. Οι ιππότες ήταν ήδη προετοιμασμένοι για τον ερχομό του, αν και βρίσκονταν ακόμα αρκετά μακριά. Καθώς ο Θορ πλησίασε, εκείνοι κράτησαν τις λόγχες τους σταυρωτά, και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά του έκλεισαν το δρόμο.

«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» ρώτησε ένας από αυτούς.

«Έχω έρθει για υπηρεσία», απάντησε ο Θορ. «Είμαι ο ακόλουθος του Έρεκ».

Οι ιππότες αντάλλαξαν ένα βλέμμα καχυποψίας, αλλά ένας άλλος ιππότης βγήκε μπροστά και κούνησε το κεφάλι του. Οι άλλοι ιππότες έκαναν πίσω, κατέβασαν τα σταυρωτά τους ξίφη και αργά αργά έσπρωξαν την πύλη με τα μεταλλικά καρφιά που άνοιξε τρίζοντας. Η πύλη ήταν τεράστια, τουλάχιστον εξήντα εκατοστά σε πάχος, και ο Θορ σκέφτηκε ότι αυτό το μέρος ήταν πολύ πιο οχυρωμένο ακόμα κι’ από το κάστρο του Βασιλιά.

«Το δεύτερο κτίριο στα δεξιά», φώναξε ένας ιππότης. «Θα τον βρεις στους στάβλους».

Ο Θορ έστριψε βιαστικά στο μονοπάτι μέσα από το προαύλιο και πέρασε μέσα από ένα σύμπλεγμα πέτρινων κτιρίων προσπαθώντας να ακολουθήσει τις οδηγίες. Εδώ όλα ήταν γυαλισμένα, άψογα καθαρά και τέλεια συντηρημένα. Όλο το μέρος έβγαζε μια αύρα δύναμης.

Ο Θορ βρήκε το κτίριο και εξεπλάγη από το θέαμα μπροστά του: δεκάδες από τα μεγαλύτερα και πιο όμορφα άλογα που είχε δει ποτέ του βρίσκονταν εκεί δεμένα σε τέλειες σειρές έξω από το κτίριο, ενώ τα περισσότερα από αυτά φορούσαν πανοπλία. Τα άλογα έλαμπαν. Εδώ όλα ήταν πιο μεγάλα και πιο όμορφα.

Πραγματικοί ιππότες σιγότρεχαν πάνω στ’ άλογά τους προς κάθε κατεύθυνση, κουβαλώντας διάφορα όπλα και διασχίζοντας το προαύλιο για να μπουν ή να βγουν από τις πολλές πύλες. Ήταν ένα πολύβουο μέρος, και εδώ ο Θορ είχε την αίσθηση της μάχης. Αυτό το μέρος δεν ήταν για εκπαίδευση – ήταν για πόλεμο. Για ζωή και θάνατο.

Ο Θορ πέρασε μέσα από ένα μικρό, αψιδωτό πέρασμα, κατέβηκε σε έναν σκοτεινό πέτρινο διάδρομο και βιαστικά πήγαινε από τον ένα στάβλο στον άλλο ψάχνοντας για τον Έρεκ. Έφτασε στην άκρη του διαδρόμου, αλλά ο Έρεκ δεν φαινόταν πουθενά.

«Ψάχνεις τον Έρεκ, έτσι;» τον ρώτησε ένας φρουρός.

Ο Θορ γύρισε και του έγνεψε καταφατικά.

«Μάλιστα, κύριε. Είμαι ο ακόλουθός του».

«Άργησες. Είναι ήδη έξω και ετοιμάζει το άλογό του. Κάνε γρήγορα, λοιπόν».

Ο Θορ πέρασε βολίδα τον διάδρομο και περνώντας από τους στάβλους, βγήκε στον ανοιχτό χώρο απ’ έξω. Ο Έρεκ ήταν εκεί. Στεκόταν μπροστά σε ένα γιγαντιαίο, θαρραλέο αρσενικό άλογο με γυαλιστερό μαύρο τρίχωμα και άσπρη μύτη. Το άλογο ρουθούνισε μόλις έφτασε ο Θορ και ο Έρεκ γύρισε.

«Συγγνώμη, ιππότη μου», είπε ο Θορ, λαχανιασμένος. «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ήθελα να αργήσω».

«Έφτασες ακριβώς στην ώρα», είπε ο Έρεκ με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. «Θορ, να σου γνωρίσω τον Λανίν», πρόσθεσε, δείχνοντας το άλογο.

Ο Λανίν ρουθούνισε και αναπήδησε ελαφρά σαν να ήθελε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό. Ο Θορ πλησίασε, άπλωσε το χέρι του και του χάιδεψε τη μύτη. Το άλογο χλιμίντρισε ελαφρά με ευχαρίστηση.

«Ο Λανίν είναι το άλογό μου για ταξίδια. Ένας υψηλόβαθμος ιππότης έχει πολλά άλογα, όπως θα μάθεις. Έχει ένα για τις κονταρομαχίες, ένα για τις μάχες, και ένα για τις μακρινές, μοναχικές πορείες. Αυτό είναι το άλογο με το οποίο αποκτάς πιο στενή φιλία. Φαίνεται ότι σε συμπαθεί. Αυτό είναι καλό».

Ο Λανίν έγειρε μπροστά και κόλλησε τη μουσούδα του στην παλάμη του Θορ. Ο Θορ συγκινήθηκε από την μεγαλοπρέπεια αυτού του πλάσματος. Μπορούσε να διακρίνει την εξυπνάδα στη ματιά του. Ήταν μυστήριο, αλλά ένιωσε ότι το άλογο καταλάβαινε τα πάντα.

Όμως, ο Έρεκ είχε πει κάτι που μπέρδεψε τον Θορ.

«Είπατε ταξίδι, ιππότη μου;» τον ρώτησε έκπληκτος.

Ο Έρεκ σταμάτησε να σφίγγει τα χαλινάρια, γύρισε και τον κοίταξε.

«Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου. Σήμερα γίνομαι είκοσι πέντε χρονών και αυτή είναι μια πολύ σημαντική ημέρα. Έχεις ακούσει για την Ημέρα Επιλογής;»

Ο Θορ έγνεψε αρνητικά. «Πολύ λίγο, ιππότη μου. Μόνο όσα έχω ακούσει από άλλους».

Εμείς, οι ιππότες του Δαχτυλιδιού πρέπει να έχουμε συνέχεια – η μια γενιά μετά την άλλη», άρχισε να λέει ο Έρεκ. «Έχουμε όριο ως τα είκοσι πέντε μας για να βρούμε σύζυγο. Αν ως τότε καμία κοπέλα δεν μας έχει διαλέξει, τότε ο νόμος προστάζει να βρούμε εμείς μια. Έτσι μας δίνουν ένα χρόνο προθεσμία για να την βρούμε και να την φέρουμε εδώ. Αν γυρίσουμε χωρίς να την έχουμε βρει, τότε χάνουμε το δικαίωμα της επιλογής και ο Βασιλιάς επιλέγει μια κοπέλα για εμάς».

«Έτσι, σήμερα πρέπει να φύγω για το ταξίδι της αναζήτησης».

Ο Θορ τον κοίταγε άφωνος.

«Ιππότη μου, φεύγετε; Για ένα χρόνο;»

Με αυτή τη σκέψη, το στομάχι του Θορ σφίχτηκε. Ένιωσε ότι ο κόσμος γύρω του κατέρρεε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο πολύ αγαπούσε τον Έρεκ. Κατά κάποιον τρόπο, ο Έρεκ είχε γίνει σαν πατέρας γι’ αυτόν – πολύ περισσότερο κι’ από τον αληθινό του πατέρα.

«Όμως, τότε, σε ποιον θα είμαι εγώ ακόλουθος;» ρώτησε ο Θορ. «Και εσείς, πού θα πάτε;»

Ο Θορ έφερε στο μυαλό του πόσο πολύ τον είχε υπερασπιστεί ο Έρεκ και πως του είχε σώσει τη ζωή. Η καρδιά του ράγισε με την σκέψη ότι το Έρεκ θα έφευγε.

Ο Έρεκ γέλασε με ένα ξέγνοιαστο χαμόγελο.

«Ποια ερώτησή σου ν’ απαντήσω πρώτα;» είπε. «Μην ανησυχείς. Έχεις ήδη ανατεθεί σε έναν καινούργιο ιππότη. Από τώρα και ώσπου να γυρίσω, θα είσαι ακόλουθος σ’ αυτόν. Στον Κέντρικ, τον μεγαλύτερο γιο του Βασιλιά».

Η καρδιά του Θορ αναθάρρησε ακούγοντας τα λόγια του Έρεκ. Ένιωθε τον ίδιο ισχυρό δεσμό με τον Κέντρικ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που του εξασφάλισε μια θέση στη Λεγεώνα.

«Όσο για το ταξίδι μου…», ο Έρεκ συνέχισε, «…δεν ξέρω ακόμα. Ξέρω πως θα πάω νότια, προς το βασίλειο απ’ όπου κατάγομαι και θα ψάξω για την γυναίκα μου εκεί. Αν δεν βρω κάποια μέσα στο Δακτυλίδι, τότε μπορεί να περάσω τον ωκεανό για να πάω στο δικό μου βασίλειο και να ψάξω εκεί».

«Το δικό σας βασίλειο, ιππότη μου;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Θορ κατάλαβε ότι δεν ήξερε πολλά πράγματα για τον Έρεκ και για την καταγωγή του. Πάντα υπέθετε ότι ο Έρεκ καταγόταν από την περιοχή του Δακτυλιδιού.

Ο Έρεκ χαμογέλασε. «Ναι, μακριά από εδώ, στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Αλλά αυτή είναι μια ιστορία για κάποια άλλη φορά. Θα είναι μακρινό ταξίδι και θα πάρει πολύ χρόνο. Πρέπει να ετοιμαστώ. Έτσι, βοήθησέ με. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Βάλε τα χαλινάρια στο άλογό μου και βάλε και όλων των ειδών τα όπλα».

Ο Θορ ένιωθε ζαλισμένος καθώς άρχισε να εκτελεί τις εντολές. Έτρεξε στο χώρο με τις πανοπλίες των αλόγων και βρήκε την μαύρη και ασημένια πανοπλία που ανήκε στον Λανίν. Έμπαινε και έβγαινε με ένα κομμάτι κάθε φορά. Πρώτα έβαλε το μεταλλικό κάλυμμα στην πλάτη του αλόγου και το έστρωσε ομοιόμορφα στο τεράστιο σώμα του. Μετά έβαλε το λεπτό, μεταλλικό κάλυμμα στο κεφάλι του αλόγου.

Ο Λανίν χλιμίντριζε την ώρα που ο Θορ του έβαζε την πανοπλία, αλλά φαινόταν ότι του άρεσε. Ήταν ένα αριστοκρατικό άλογο, ένας πολεμιστής, και ο Θορ μπορούσε να αντιληφθεί ότι φαινόταν τόσο άνετο με την πανοπλία όσο και ένας πραγματικός ιππότης.

Ο Θορ έτρεξε πίσω, έφερε τα χρυσά σπιρούνια του Έρεκ και τον βοήθησε να βάλει ένα σε κάθε του πόδι καθώς εκείνος ανέβηκε στο άλογο.

«Ποια όπλα θα χρειαστείτε, ιππότη μου;» τον ρώτησε ο Θορ.

Ο Έρεκ κοίταξε κάτω. Φαινόταν τεράστιος πάνω στο άλογο.

«Είναι δύσκολο να πω τι μάχες θα δώσω μέσα σ’ ένα χρόνο. Αλλά σίγουρα θα πρέπει να κυνηγήσω και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Επομένως, θα χρειαστώ ένα μακρύ σπαθί. Θα πρέπει επίσης να πάρω το κοντό σπαθί μου, ένα τόξο, μια φαρέτρα με βέλη, ένα κοντό δόρυ, ένα ρόπαλο με καρφιά, ένα μικρό ξίφος και την ασπίδα μου. Υποθέτω ότι αυτά είναι αρκετά».

«Μάλιστα, ιππότη μου», είπε ο Θορ και έτρεξε να τα φέρει. Πήγε στο ράφι με τα όπλα του Έρεκ, δίπλα στον στάβλο του Λανίν, όπου υπήρχαν δεκάδες όπλα. Μπροστά του είχε ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο για να διαλέξει.

Προσεκτικά έβγαλε όλα τα όπλα που του είχε υποδείξει ο Έρεκ και άρχισε να τα πηγαίνει έξω ένα ένα. Τα έδινε στον Έρεκ ή τα στερέωνε στην εξάρτυση του αλόγου.

Καθώς ο Έρεκ κάθονταν εκεί σφίγγοντας τα δερμάτινα γάντια του και προετοιμάζονταν να ξεκινήσει για το ταξίδι του, ο Θορ αισθάνονταν ότι δεν θα άντεχε να τον βλέπει να φεύγει.

«Ιππότη μου, αισθάνομαι ότι είναι καθήκον μου να σας συνοδέψω σ’ αυτό το ταξίδι σας», είπε ο Θορ. «Στο κάτω κάτω είμαι ο ακόλουθός σας».

Ο Έρεκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Αυτό είναι ένα ταξίδι που πρέπει να κάνω μόνος».

«Τότε, μήπως μπορώ να σας συνοδέψω ως το πρώτο πέρασμα;» επέμεινε ο Θορ. «Αν πηγαίνετε νότια, αυτοί είναι δρόμοι που τους ξέρω καλά, αφού είμαι από το νότο».

Ο Έρεκ τον κοίταξε καθώς σκεφτόταν τα λόγια του.

«Αν θέλεις να με συνοδέψεις ως το πρώτο πέρασμα, δεν πειράζει. Αλλά θα είναι μια δύσκολη διαδρομή που θα κρατήσει όλη μέρα, γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα. Πάρε το άλογο που έχω για τον ακόλουθό μου στο πίσω μέρος του στάβλου. Είναι το καφέ με την κόκκινη χαίτη».

Ο Θορ έτρεξε πίσω στο στάβλο και βρήκε το άλογο. Καθώς ανέβηκε πάνω, ο Κρον έβγαλε το κεφαλάκι του από το πουκάμισό του, τον κοίταξε και κλαψούρισε.

«Όλα εντάξει, Κρον», τον καθησύχασε.

Ο Θορ έγειρε μπροστά, κέντρισε το άλογο και βγήκε έξω από τον στάβλο. Ο Έρεκ είχε ήδη ξεκινήσει με τον Λανίν που τώρα κάλπαζε γρήγορα. Ο Θορ ακολουθούσε τον Έρεκ όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Βγήκαν και οι δύο από την Αυλή του Βασιλιά και καθώς έφτασαν στην πύλη, οι φρουροί την άνοιξαν και έκαναν στην άκρη για να περάσουν. Αρκετά μέλη του Αργυρού Τάγματος ήταν εκεί παραταγμένοι, παρακολουθούσαν, περίμεναν, και μόλις πέρασε ο Έρεκ, σήκωσαν τις γροθιές τους για να τον αποχαιρετήσουν.

Ο Θορ ήταν περήφανος που πήγαινε δίπλα του, που ήταν ο ακόλουθός του, και που τον συνόδευε, ακόμα και ως το πρώτο πέρασμα.

Υπήρχαν τόσα πολλά που ο Θορ θα ήθελε να πει στον Έρεκ, τόσες ερωτήσεις να του κάνει – και τόσα πολλά πράγματα για τα οποία ήθελε να τον ευχαριστήσει. Αλλά δεν είχαν καιρό, καθώς και οι δύο κάλπαζαν προς το νότο και περνούσαν μέσα από τις πεδιάδες. Όμως καθώς τα άλογά τους έτρεχαν στον Βασιλικό δρόμο, το τοπίο συνεχώς άλλαζε μέσα στον ήλιο του μεσημεριού. Μόλις πέρασαν από ένα λόφο, ο Θορ μπόρεσε να δει σε ένα χωράφι, στο βάθος, όλα τα μέλη της Λεγεώνας να είναι σκυμμένοι και να σκάβουν. Ο Θορ χάρηκε που δεν ήταν ανάμεσά τους. Έτσι όπως ο Θορ τους κοίταζε, είδε έναν από αυτούς να σταματάει και να υψώνει τη γροθιά του προς το μέρος τους. Ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσει μέσα στον ήλιο, αλλά είχε την αίσθηση ότι ήταν ο Ρις που τους χαιρετούσε. Ο Θορ ύψωσε κι’ εκείνος τη γροθιά του καθώς συνέχισε την πορεία του.

Οι πλακόστρωτοι δρόμοι σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε παραμελημένους επαρχιακούς δρόμους – πιο στενούς, κακοτράχαλους και τελικά, τίποτα περισσότερο από πολυπερπατημένα μονοπάτια που διέσχιζαν την ύπαιθρο. Ο Θορ ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο για τους απλούς πολίτες να πηγαίνουν σ’ αυτούς τους δρόμους μόνοι τους – ιδιαίτερα τη νύχτα, με τόσους κλέφτες που παραμόνευαν τριγύρω. Όμως, ο Θορ δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, ειδικά με τον Έρεκ στο πλάι του. Στην πραγματικότητα, αν τυχόν κάποιος ληστής τους έκανε επίθεση, ο Θορ φοβόταν περισσότερο για τη ζωή του ληστή. Φυσικά, θα ήταν τρελό, για οποιονδήποτε ληστή να προσπαθήσει να σταματήσει ένα μέλος του Αργυρού Τάγματος.

Έτρεχαν όλη μέρα, χωρίς να σταματήσουν σχεδόν πουθενά, ώσπου ο Θορ εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει. Είχε μείνει έκπληκτος από την αντοχή του Έρεκ – όμως δεν τολμούσε να πει στον Έρεκ ότι είχε κουραστεί. Δεν ήθελε να φανεί αδύναμος.

Έφτασαν σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι και ο Θορ το αναγνώρισε. Ήξερε πως αν πήγαιναν δεξιά, θα έφταναν στο χωριό του. Για μια στιγμή, ο Θορ ένιωσε συγκίνηση και νοσταλγία, ενώ ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να πάρει αυτόν τον δρόμο, να δει τον πατέρα του και το χωριό του. Αναρωτιόταν τι να έκανε ο πατέρας του τώρα, ποιος φρόντιζε τα πρόβατά του και πόσο νευριασμένος ήταν μαζί του που δεν είχε ξαναγυρίσει. Όχι ότι νοιάζονταν και πολύ για τον Θορ. Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκε ότι του έλειπαν όλα αυτά που του ήταν τόσο γνώριμα. Στην πραγματικότητα, όμως, ένιωθε ανακούφιση που είχε ξεφύγει από εκείνο το μικρό χωριό και ένα άλλο μέρος του εαυτού του δεν ήθελε ποτέ να ξαναγυρίσει εκεί.

Συνέχισαν να καλπάζουν όλο και πιο μακριά προς τον νότο, σε περιοχές που ούτε ο Θορ είχε βρεθεί ποτέ. Είχε ακουστά το νότιο πέρασμα, αν και ποτέ δεν είχε κανένα λόγο να πάει ως εκεί. Ήταν μια από τις κεντρικές διασταυρώσεις που οδηγούσαν στις νότιες περιοχές του Δακτυλιδιού. Τώρα απείχαν περίπου μισής ημέρας δρόμο από την Αυλή του Βασιλιά και ήδη ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό. Ο Θορ, είχε ιδρώσει, ήταν λαχανιασμένος και με τρόμο είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν θα έφτανε εγκαίρως στο κάστρο για την γιορτή του Βασιλιά απόψε. Μήπως είχε κάνει λάθος που συνόδεψε τον Έρεκ τόσο μακριά;

Ανέβηκαν στην κορυφή ενός λόφου, και τελικά ο Θορ το είδε, στο βάθος του ορίζοντα: το αλάνθαστο σημάδι για το πρώτο πέρασμα. Ήταν ένας ψηλός και πολύ λεπτός πύργος ντυμένος με την Βασιλική σημαία και από τις τέσσερις πλευρές του, ενώ τα μέλη του Αργυρού Τάγματος στέκονταν στην κορυφή του πύργου πάνω στα παραπέτα του. Μόλις είδε τον Έρεκ, ο ιππότης που ήταν στην κορυφή του πύργου σάλπισε την τρομπέτα του. Σιγά σιγά, φάνηκε και το φυλάκιο της εισόδου.

Δεν απείχαν παρά μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, όταν ο Έρεκ έκοψε ταχύτητα και το άλογό του τώρα απλά περπατούσε. Ο Θορ είχε ένα κόμπο στο στομάχι του καθώς συνειδητοποίησε ότι αυτά ήταν τα τελευταία του λεπτά με τον Έρεκ, ποιος ήξερε για πόσον καιρό. Ποιος ήξερε, στ’ αλήθεια, αν θα ξαναγύριζε. Ένας χρόνος ήταν πολύς καιρός και οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί σ’ αυτό το διάστημα. Ο Θορ ήταν χαρούμενος που είχε, τουλάχιστον, την ευκαιρία να τον συνοδέψει. Ένιωθε σαν να είχε εκπληρώσει το καθήκον του.

Τώρα οι δυό τους περπατούσαν πλάι πλάι. Τα άλογά τους ανάσαιναν βαριά, αλλά κι’ οι ίδιοι έπαιρναν βαθιές ανάσες καθώς πλησίαζαν σιγά σιγά στον πύργο.

«Μπορεί να μην σε δω για πολλά φεγγάρια», είπε ο Έρεκ. «Όταν επιστρέψω θα έχω και την γυναίκα μου παρέα. Τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Όμως, ό,τι κι’ αν συμβεί, να ξέρεις ότι θα είσαι πάντα ο ακόλουθός μου».

Ο Έρεκ πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Τώρα που φεύγω, υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω να θυμάσαι. Ένας ιππότης δεν διαμορφώνεται μόνο από την δύναμή του, αλλά και από την εξυπνάδα του. Το θάρρος μόνο του δεν φτιάχνει έναν ιππότη, αλλά το θάρρος σε συνδυασμό με την τιμή και την σοφία. Πρέπει πάντα να προσπαθείς να τελειοποιείς το πνεύμα σου και το μυαλό σου. Ο ιπποτισμός δεν είναι κάτι παθητικό – είναι ενεργητικό. Πρέπει να δουλέψεις γι’ αυτό και να βελτιώνεις τον εαυτό σου κάθε στιγμή της κάθε ημέρας

Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, θα μάθεις να χειρίζεσαι όλων των ειδών τα όπλα και θα αναπτύξεις όλων των ειδών τις δεξιότητες. Αλλά να θυμάσαι: υπάρχει και μια άλλη διάσταση στο να μάχεσαι. Η διάσταση του μάγου. Ψάξε να βρεις τον Άργκον. Μάθε πως να αναπτύξεις τις κρυφές σου δυνάμεις. Αισθάνομαι πως υπάρχουν σε σένα. Έχεις μεγάλες δυνατότητες. Κι’ αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Με καταλαβαίνεις;»

«Μάλιστα, ιππότη μου», απάντησε ο Θορ, γεμάτος με ευγνωμοσύνη για την σοφία του και την κατανόησή του.

«Εγώ επέλεξα να σε πάρω υπό την προστασία μου για ένα λόγο. Δεν είσαι σαν τους άλλους. Έχεις σπουδαίο πεπρωμένο. Πιο σπουδαίο ακόμα κι’ από το δικό μου. Αλλά παραμένει ανεκπλήρωτο. Δεν πρέπει να το αγνοείς. Πρέπει να δουλέψεις γι’ αυτό. Για να γίνεις άριστος πολεμιστής, δεν πρέπει να είσαι μόνο ατρόμητος και ικανός. Πρέπει να έχεις και το πνεύμα ενός πολεμιστή και να το έχεις και στην καρδιά και στο μυαλό σου. Πρέπει να είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις τη ζωή σου για τους άλλους. Ο πιο σπουδαίος ιππότης δεν αναζητά πλούτη, τιμή, φήμη ή δόξα. Ο πιο σπουδαίος ιππότης προσπαθεί να εκπληρώσει το δυσκολότερο έργο απ’ όλα: να κάνει τον εαυτό του καλύτερο άνθρωπο. Κάθε μέρα πρέπει να προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος. Όχι απλά καλύτερος από τους άλλους – αλλά καλύτερος από τον εαυτό σου. Πρέπει να αναλαμβάνεις το έργο αυτών που είναι λιγότερο καλοί από εσένα και να υπερασπίζεσαι αυτούς που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Όλα αυτά δεν είναι μια αναζήτηση για όσους είναι επιπόλαιοι. Είναι μια αναζήτηση για ήρωες».

Το μυαλό του Θορ έπαιρνε χίλιες στροφές καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει όλα αυτά, και καθώς συλλογίζονταν τα λόγια του Έρεκ με μεγάλη προσοχή. Είχε την αίσθηση ότι θα του έπαιρνε πολύ καιρό να κατανοήσει πλήρως το μήνυμα των λόγων του Έρεκ.

Μόλις έφτασαν στην πύλη του πρώτου περάσματος, αρκετά μέλη του Αργυρού Τάγματος βγήκαν έξω για να προϋπαντήσουν τον Έρεκ. Τον πλησίασαν με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό τους και καθώς εκείνος κατέβηκε από το άλογό του, τον χτύπησαν στην πλάτη σαν παλιόφιλοι.

Ο Θορ πήδηξε κάτω από το άλογό του, πήρε τα γκέμια του Λανίν και τον οδήγησε στον φύλακα της πύλης για να τον ταΐσει και να τον βουρτσίσει. Ο Θορ στάθηκε εκεί καθώς ο Έρεκ γύρισε και τον κοίταξε για μια τελευταία φορά.

Στο τελευταίο τους αντίο, ο Θορ είχε τόσα πολλά που ήθελε να του πει. Ήθελε να τον ευχαριστήσει, αλλά ήθελε να του πει και για όλα τα άλλα. Για τον οιωνό. Το όνειρό του. Τους φόβους του για τον Βασιλιά. Πίστευε ότι ο Έρεκ θα τον καταλάβαινε.

Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Ο Έρεκ ήταν ήδη περικυκλωμένος από ιππότες και ο Θορ φοβόταν ότι ο Έρεκ – και όλοι οι άλλοι – θα τον περνούσαν για τρελό. Έτσι στάθηκε εκεί με τη γλώσσα του δεμένη καθώς ο Έρεκ τον πλησίασε και του έπιασε τον ώμο για τελευταία φορά.

«Να προστατεύεις τον Βασιλιά μας», του είπε ο Έρεκ με σταθερή φωνή.

Τα λόγια του έκαναν τη ραχοκοκαλιά του Θορ να ανατριχιάσει. Ήταν σαν ο Έρεκ να είχε διαβάσει τη σκέψη του.

Ο Έρεκ γύρισε και μπήκε μέσα στην πύλη μαζί με τους άλλους ιππότες. Μόλις πέρασαν μέσα, ο Θορ έβλεπε τις πλάτες τους να απομακρύνονται και τα μεταλλικά καρφιά της πύλης να κατεβαίνουν σιγά σιγά μπροστά του.

Ο Έρεκ είχε πια φύγει. Ο Θορ αισθάνθηκε ένα κενό στο στομάχι του. Θα έπρεπε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος μέχρι να τον ξανάβλεπε.

Ο Θορ ανέβηκε στο άλογό του, κράτησε γερά τα γκέμια και το κλώτσησε δυνατά για να ξεκινήσει. Ήταν σχεδόν απόγευμα και είχε μπροστά του μισή μέρα δρόμο μέχρι να γυρίσει πίσω για την γιορτή. Ένιωθε τα λόγια του Έρεκ να αντηχούν στο μυαλό του, σαν προσευχή.

Να προστατεύεις τον Βασιλιά μας.

Να προστατεύεις τον Βασιλιά μας.

Yaş sınırı:
16+
Litres'teki yayın tarihi:
10 eylül 2019
Hacim:
344 s. 8 illüstrasyon
ISBN:
9781632913234
İndirme biçimi:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip