Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 18

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

Ο Θορ περπατούσε για ώρες μέσα από τα στριφογυριστά μονοπάτια του δάσους και σκεφτόταν την συνάντησή του με την Γκουέν. Δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Ο λίγος χρόνος που είχαν περάσει μαζί, του φαινόταν μαγικός, πέρα από κάθε προσδοκία του, και δεν ανησυχούσε πια για το βάθος των συναισθημάτων που εκείνη είχε γι’ αυτόν. Ήταν η τέλεια ημέρα – εκτός, φυσικά, απ’ αυτό που είχε συμβεί στο τέλος της συνάντησής τους.

Εκείνο το λευκό φίδι, τόσο σπάνιο, και τόσο κακός οιωνός. Ήταν τυχεροί που δεν τους είχε τσιμπήσει. Ο Θορ κοίταξε τον Κρον που περπατούσε πιστά δίπλα του, χαρούμενος όπως πάντα, και αναρωτιόταν τι θα είχε συμβεί αν δεν ήταν εκεί να σκοτώσει το φίδι και να σώσει τη ζωή τους. Θα ήταν και οι δύο νεκροί αυτή τη στιγμή; Θα ήταν πάντα ευγνώμων στον Κρον, και ήξερε ότι θα ήταν ο πιστός του σύντροφος για μια ολόκληρη ζωή.

Όμως, ο κακός οιωνός τον βασάνιζε ακόμα. Εκείνο το φίδι ήταν εξαιρετικά σπάνιο και δεν ζούσε καν σ’ αυτό το μέρος του βασιλείου. Ζούσε πολύ πιο νότια, στους βάλτους και στα έλη. Πώς μπόρεσε να ταξιδέψει τόσο μακριά; Και πώς ήταν δυνατόν να έχει έρθει στο μέρος που βρίσκονταν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή; Ήταν κάτι τόσο μυστηριώδες και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ήταν μια προειδοποίηση. Όπως και η Γκουέν, προαισθανόταν ότι ήταν κακός οιωνός, ο προάγγελος ενός επικείμενου θανάτου. Ο θάνατος ποιανού, όμως;

Ο Θορ ήθελε να διώξει την εικόνα από το  μυαλό του, να ξεχάσει όλο αυτό, να σκεφτεί άλλα πράγματα – αλλά δεν μπορούσε. Η σκέψη αυτή τον καταδίωκε, τον βασάνιζε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Ήξερε ότι έπρεπε να επιστρέψει στον στρατώνα, αλλά δεν μπορούσε. Σήμερα ήταν ημέρα ξεκούρασης, έτσι αντί να γυρίσει πίσω, προτίμησε να περπατάει για ώρες, κάνοντας κύκλους στα μονοπάτια του δάσους και προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του. Ήταν σίγουρος ότι το φίδι είχε ένα μυστικό μήνυμα, μόνο γι’ αυτόν, που τον παρότρυνε να δράσει.

Κάτι άλλο που τον στεναχωρούσε πολύ ήταν που χωρίστηκαν τόσο απότομα με την Γκουέν. Όταν έφτασαν στην άκρη του δάσους, είχαν πάρει διαφορετικούς δρόμους τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβαν να ανταλλάξουν κουβέντα. Εκείνη φαινόταν πολύ αναστατωμένη. Υπέθετε πως ήταν εξ αιτίας του φιδιού, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Και δεν του είπε τίποτα για να ξανασυναντηθούν. Μήπως είχε αλλάξει γνώμη γι’ αυτόν; Μήπως είχε κάνει κάτι λάθος;

Η σκέψη αυτή τον σκότωνε. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον εαυτό του και περιπλανιόταν στο δάσος για ώρες. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον που να ήξερε από τέτοια πράγματα, κάποιον που να μπορούσε να ερμηνεύει σημάδια και χρησμούς.

Ο Θορ σταμάτησε επί τόπου. Φυσικά, ο Άργκον! Εκείνος ήταν το κατάλληλο άτομο που θα μπορούσε να του εξηγήσει τα πάντα και να τον καθησυχάσει.

Ο Θορ κοίταξε πέρα μακριά στο βάθος του ορίζοντα. Στεκόταν στο βόρειο άκρο της πιο μακρινής ράχης του βουνού και από εκεί είχε ανεμπόδιστη θέα προς όλη την βασιλική πολιτεία κάτω του. Στεκόταν κοντά σε ένα σταυροδρόμι. Ήξερε ότι ο Άργκον ζούσε μόνος του, σε ένα πέτρινο σπιτάκι στη βόρια άκρη της Πεδιάδας των Βράχων. Ήξερε ότι αν έκοβε δεξιά, μακριά από την κατεύθυνση για την πόλη, ένα από τα μονοπάτια θα τον οδηγούσε εκεί. Έτσι, ξεκίνησε την πορεία του.

Η διαδρομή ήταν μεγάλη, και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο Άργκον να μην ήταν καν εκεί όταν θα έφτανε. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσει. Δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έπαιρνε κάποιες απαντήσεις.

Ο Θορ περπατούσε χοροπηδηχτά, κάνοντας διπλά βήματα, καθώς κατευθύνονταν προς την πεδιάδα. Το πρωί έγινε απόγευμα ενώ εκείνος συνέχισε να βαδίζει. Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή ημέρα και το φως έλουζε τα χωράφια ολόγυρά του. Ο Κρον χοροπηδούσε κι’ αυτός δίπλα του, σταματώντας που και που για να χυμήξει σε κάποιον σκίουρο που μετά κουβαλούσε θριαμβευτικά στο στόμα του.

Το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο απόκρημνο και πιο στριφογυριστό, ενώ τα λιβάδια φαίνονταν τώρα πολύ μακριά. Εδώ το τοπίο φαινόταν έρημο και γεμάτο με βράχους και ογκόλιθους. Σε λίγο, εξαφανίστηκε και το μονοπάτι. Είχε αρχίσει να κάνει κρύο και είχε πολύ αέρα. Τα δέντρα γίνονταν όλο και πιο λίγα και το τοπίο ήταν πια βραχώδες και κακοτράχαλο. Ήταν απόκοσμα εκεί πάνω. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω του εκτός από μικρούς βράχους, χώμα και ογκόλιθους όσο απλώνονταν το βλέμμα του και ένιωθε σαν να περπατούσε σε έρημη γη. Σε κάποια στιγμή το μονοπάτι εξαφανίστηκε εντελώς και ο Θορ βρέθηκε να περπατάει πάνω σε πέτρες και χαλίκια.

Δίπλα του ο Κρον άρχισε να κλαψουρίζει. Υπήρχε κάτι ανατριχιαστικό στην ατμόσφαιρα και ο Θορ μπορούσε, επίσης, να το αισθανθεί. Δεν ήταν απαραίτητα κακό – ήταν απλώς διαφορετικό. Κάτι σαν μια ομίχλη πνευμάτων.

Μόλις ο Θορ είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, εντόπισε στο βάθος του ορίζοντα, ψηλά πάνω σ’ ένα λόφο, ένα μικρό, πέτρινο σπιτάκι. Ήταν εντελώς στρογγυλό, είχε το σχήμα ενός δακτυλιδιού και ήταν χτισμένο από μαύρη, συμπαγή πέτρα. Ήταν πολύ χαμηλό, δεν είχε παράθυρα, ενώ η μοναδική του πόρτα, που ήταν φτιαγμένη σαν αψίδα, δεν είχε ούτε πόμολο, ούτε ρόπτρο. Μπορούσε ο Άργκον πράγματι να ζει εκεί, σ’ αυτό το έρημο μέρος; Και μήπως αναστατώνονταν που ο Θορ θα πήγαινε εκεί απρόσκλητος.

Ο Θορ είχε αρχίσει να το ξανασκέφτεται, αλλά πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει το δρόμο του. Μόλις πλησίασε στην πόρτα, ένιωσε μια ενέργεια στον αέρα, τόσο πυκνή που δεν μπορούσε σχεδόν να αναπνεύσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από ταραχή καθώς πλησίασε και ετοιμάστηκε να χτυπήσει την πόρτα με την γροθιά του.

Αλλά πριν προλάβει να την ακουμπίσει, η πόρτα άνοιξε από μόνη της, μόλις μια χαραμάδα. Όλα φαίνονταν μαύρα εκεί μέσα και ο Θορ δεν ήταν σίγουρος αν η πόρτα είχε ανοίξει από τον αέρα. Ήταν τόσο σκοτεινά που δεν μπορούσε να δει αν ήταν κάποιος μέσα.

Ο Θορ έσπρωξε την πόρτα απαλά και έβαλε μέσα το κεφάλι του.

«Γεια;» φώναξε.

Την έσπρωξε ακόμα πιο πολύ. Εκεί μέσα ήταν απόλυτο σκοτάδι εκτός από μια μικρή λάμψη στο βάθος του χώρου.

«Γεια;» ξαναφώναξε δυνατότερα. «Άργκον;»

Δίπλα του ο Κρον κλαψούριζε. Ο Θορ έβλεπε φανερά ότι αυτή δεν ήταν καλή ιδέα και ότι ο Άργκον δεν ήταν σπίτι. Αλλά πίεσε τον εαυτό του να ρίξει μια ματιά μέσα. Έκανε δύο βήματα, αλλά μόλις μπήκε μέσα η πόρτα έκλεισε με θόρυβο πίσω του.

Ο Θορ γύρισε και είδε τον Άργκον να στέκεται σε έναν τοίχο, στο βάθος.

«Συγγνώμη που σας ενόχλησα», είπε ο Θορ με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.

«Έχεις έρθει απρόσκλητος», είπε ο Άργκον.

«Συγχωρείστε με», είπε ο Θορ. «Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω».

Ο Θορ κοίταξε γύρω του και καθώς τα μάτια του συνήθιζαν στο σκοτάδι, μπορούσε να δει αρκετά μικρά κεριά τοποθετημένα κυκλικά στην περιφέρεια του πέτρινου τοίχου. Το δωμάτιο φωτίζονταν κυρίως από μια δέσμη φωτός που έμπαινε από ένα μικρό κυκλικό άνοιγμα στο ταβάνι. Το μέρος ήταν επιβλητικό, λιτό και σουρεαλιστικό.

«Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν έρθει εδώ», απάντησε ο Άργκον. «Φυσικά, δεν θα ήσουν εδώ αν δεν σου το επέτρεπα. Αυτή η πόρτα ανοίγει μόνο για όσους προορίζεται να ανοίξει. Για οποιονδήποτε άλλον δεν ανοίγει ποτέ – ακόμα και με όλη τη δύναμη του κόσμου».

Ο Θορ ένιωσε καλύτερα, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί πως ο Άργκον ήξερε ότι θα ερχόταν. Όλα γύρω απ’ αυτόν τον άνθρωπο του ήταν ένα μεγάλο μυστήριο.

«Είχα μια συνάντηση που δεν κατάλαβα», είπε ο Θορ θέλοντας να ανοίξει την καρδιά του και να ακούσει τη γνώμη του Άργκον. «Ήταν ένα φίδι. Ένας Λευκόραχος. Παρά λίγο να μας επιτεθεί. Σωθήκαμε από την λεοπάρδαλή μου, τον Κρον».

«Σωθήκατε;» ρώτησε ο Άργκον.

Ο Θορ κοκκίνισε, συνειδητοποιώντας ότι αυτό του είχε ξεφύγει. Δεν ήξερε τι να πει.

«Δεν ήμουν μόνος», είπε.

«Και με ποιον ήσουν;»

Ο Θορ δάγκωσε τη γλώσσα του, μην ξέροντας τι να πει. Στο κάτω κάτω, αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ κοντά στον πατέρα της, τον Βασιλιά, και ίσως του το έλεγε.

«Δεν βλέπω πως αυτό μπορεί να σχετίζεται με το φίδι», είπε.

«Είναι απολύτως σχετικό. Δεν έχεις αναρωτηθεί μήπως αυτό το άλλο πρόσωπο ήταν ο λόγος που εμφανίστηκε το φίδι;»

Ο Θορ πιάστηκε εντελώς εξαπίνης.

«Δεν καταλαβαίνω», είπε.

«Κάθε κακό οιωνό που βλέπεις δεν είναι πάντα για σένα. Μερικές φορές είναι για τους άλλους».

Μέσα στο μισοσκόταδο, ο Θορ κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο του Άργκον, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Μήπως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί στην Γκουέν; Και αν ναι, μπορούσε αυτός να το σταματήσει;

«Μπορείτε να αλλάξετε τη μοίρα;» τον ρώτησε ο Θορ.

Ο Άργκον γύρισε σιγά σιγά και πήγε στην άλλη πλευρά του δωματίου.

«Αυτό είναι κάτι που όλοι αναρωτιόμαστε εδώ και αιώνες», απάντησε ο Άργκον. «Μπορεί να αλλάξει η μοίρα; Από τη μια πλευρά, όλα είναι προκαθορισμένα, όλα είναι γραμμένα. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ελεύθερη βούληση. Οι επιλογές μας προσδιορίζουν τη μοίρα μας, επίσης. Φαίνεται ότι αυτά τα δύο – πεπρωμένο και ελεύθερη βούληση – είναι αδύνατον να συμβαδίσουν πλάι πλάι, όμως το κάνουν. Αυτά τα δύο συνεργάζονται εκεί που το πεπρωμένο συναντά την ελεύθερη βούληση και τότε η ανθρώπινη συμπεριφορά μπαίνει στο παιχνίδι. Το πεπρωμένο δεν μπορεί να παραβιαστεί πάντα, αλλά μερικές φορές μπορεί να καμφθεί ή ακόμα και να αλλάξει μέσα από μια μεγάλη θυσία και μέσα από πολύ ισχυρή ελεύθερη βούληση. Παρ’ όλα αυτά, τις περισσότερες φορές το πεπρωμένο μένει αμετακίνητο. Τις περισσότερες φορές, εμείς είμαστε παρατηρητές που απλώς παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα. Νομίζουμε ότι παίζουμε κάποιον ρόλο, αλλά συνήθως δεν παίζουμε κανένα. Ως επί το πλείστον, είμαστε παρατηρητές, όχι συμμετέχοντες».

«Επομένως, γιατί το σύμπαν μπαίνει στον κόπο να μας στέλνει οιωνούς, αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τους αλλάξουμε;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Άργκον γύρισε και χαμογέλασε.

«Είσαι εύστροφος, αγόρι μου, και θα σου πω το εξής. Τις περισσότερες φορές, οι οιωνοί εμφανίζονται για να προετοιμαστούμε. Μας δείχνουν τη μοίρα μας για να έχουμε χρόνο να προετοιμαστούμε. Κάποιες φορές, σπανίως, ένας οιωνός μας εμφανίζεται για να μας δώσει το χρόνο να δράσουμε και να αλλάξουμε αυτό που πρόκειται να συμβεί. Αλλά αυτό είναι πολύ σπάνιο».

«Είναι αλήθεια ότι ένας Λευκόραχος προμηνύει θάνατο;»

Ο Άργκον τον κοίταξε εξεταστικά.

«Είναι», είπε τελικά. «Χωρίς αμφιβολία».

Η καρδιά του Θορ χτύπησε δυνατά ακούγοντας αυτήν την απάντηση που ήταν η επιβεβαίωση των φόβων του. Εξεπλάγη επίσης από την άμεση και χωρίς περιστροφές απάντηση του Άργκον».

«Συνάντησα ένα σήμερα», είπε ο Θορ, «αλλά δεν ξέρω ποιος θα πεθάνει. Ή αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να το αποτρέψω. Θέλω να το βγάλω από το μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ. Η εικόνα του κεφαλιού του φιδιού, έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου. Γιατί;»

Ο Άργκον τον παρατηρούσε εξεταστικά για πολύ ώρα, και μετά αναστέναξε.

«Επειδή όποιος κι’ αν είναι αυτός που θα πεθάνει, θα σε επηρεάσει άμεσα. Θα επηρεάσει την μοίρα σου».

Ο Θορ ένιωθε όλο και περισσότερο συγκλονισμένος. Καταλάβαινε ότι η κάθε απάντηση δημιουργούσε περισσότερα ερωτήματα.

«Αλλά αυτό δεν είναι δίκαιο», είπε ο Θορ. «Πρέπει να ξέρω ποιος πρόκειται να πεθάνει. Πρέπει να τον προειδοποιήσω!»

Ο Άργκον κούνησε το κεφάλι του αργά αργά.

«Μπορεί να μην είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις», του απάντησε. «Αλλά ακόμα κι’ αν το ξέρεις, ίσως να μην μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Ο θάνατος βρίσκει το θύμα του – ακόμα κι’ αν αυτό έχει προειδοποιηθεί».

«Τότε, γιατί εμφανίστηκε αυτό σε εμένα;» ρώτησε ο Θορ που ακόμα βασανίζονταν. «Και γιατί δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου;»

Ο Άργκον έκανε δύο βήματα και πήγε κοντά του. Ήταν τόσο κοντά του, μερικά εκατοστά μόνο, και η ένταση των ματιών του ήταν τόσο λαμπερή μέσα σ’ εκείνο το μισοσκότεινο δωμάτιο. Αυτό φόβισε τον Θορ. Ήταν σαν να κοίταζε τον ήλιο, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να μην στρέψει αλλού την ματιά του. Ο Άργκον σήκωσε το χέρι του και το έβαλε στον ώμο του Θορ. Το άγγιγμά του ήταν παγωμένο και τον έκανε να ανατριχιάσει.

«Είσαι μικρός», του είπε ο Άργκον σιγά. «Ακόμα μαθαίνεις. Τα παίρνεις όλα πολύ σοβαρά. Το να βλέπεις το μέλλον είναι ένα σπουδαίο δώρο. Αλλά μπορεί να είναι και μια μεγάλη κατάρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν τη μοίρα τους δεν έχουν καμία γνώση γι’ αυτή. Μερικές φορές το πιο οδυνηρό πράγμα είναι να ξέρεις την μοίρα σου, ή το τι θα γίνει. Εσύ δεν έχεις ακόμα αρχίσει να καταλαβαίνεις τις δυνάμεις σου. Αλλά αυτό θα συμβεί. Μια μέρα. Μόλις θα καταλάβεις από που κατάγεσαι».

«Από πού κατάγομαι;» ρώτησε ο Θορ μπερδεμένος.

«Από το σπίτι της μητέρας σου. Πολύ μακριά από εδώ. Πέρα από το Φαράγγι, στα πιο μακρινά μέρη της περιοχής των Αγρίων. Υπάρχει ένα κάστρο εκεί ψηλά, μέσα στον ουρανό. Βρίσκεται μόνο του πάνω σ’ ένα βράχο και για να φτάσεις εκεί, θα πρέπει να ακολουθήσεις ένα στριφογυριστό πέτρινο δρόμο. Είναι ένας μαγικός δρόμος – σαν να ανεβαίνεις στον ίδιο τον ουρανό. Είναι ένα μέρος με μεγάλη δύναμη. Αυτό είναι το μέρος απ’ όπου κατάγεσαι. Αν δεν πας εκεί, δεν θα μπορέσεις ποτέ να το καταλάβεις πλήρως. Όταν όμως πας, όλες σου τα ερωτήματα θα απαντηθούν».

Ο Θορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε, βρήκε τον εαυτό του, προς μεγάλη του έκπληξη, να στέκεται έξω από το σπίτι του Άργκον. Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε εκεί.

Ο άνεμος ακουγόταν μέσα από τα βράχια του γκρεμού και ο Θορ έκλεισε ελαφρά τα μάτια του για να αποφύγει την έντονη λάμψη του ήλιου. Δίπλα του βρίσκονταν ο Κρον που κλαψούριζε.

Ο Θορ γύρισε πίσω στην πόρτα του Άργκον και την χτύπησε με όλη του τη δύναμη. Το μόνο, όμως, που πήρε για απάντηση ήταν σιωπή.

«Άργκον!» φώναξε δυνατά.

Αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το σφύριγμα του ανέμου.

Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, την έσπρωξε ακόμα και με τον ώμο του – αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Θορ περίμενε απ’ έξω πολύ ώρα – δεν ήταν σίγουρος πόση – έως ότου τελικά η ημέρα άρχισε να φεύγει. Τελικά συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος του εκεί είχε τελειώσει.

Πήρε τον δρόμο του γυρισμού και καθώς περπατούσε στην βραχώδη πλαγιά, συνέχισε να αναρωτιέται. Ένιωθε πιο μπερδεμένος από ποτέ, αλλά επίσης ένιωθε σίγουρος ότι ο θάνατος πλησίαζε – χωρίς εκείνος να μπορεί να τον σταματήσει.

Καθώς περπατούσε σ’ εκείνο το έρημο μέρος, άρχισε να νιώθει κάτι κρύο στους αστραγάλους του. Ήταν μια πυκνή ομίχλη που σχηματίζονταν στα πόδια του. Σιγά σιγά ανέβαινε προς τα επάνω, ενώ γινόταν όλο και πιο πυκνή. Ο Θορ δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ο Κρον κλαψούριζε.

Ο Θορ προσπάθησε να ανοίξει το βήμα του και να συνεχίσει τον δρόμο του στο βουνό, αλλά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η ομίχλη είχε γίνει τόσο πυκνή που δεν έβλεπε μπροστά του. Ταυτόχρονα, ένιωσε τα άκρα του να γίνονται βαριά, και, σαν να είχε γίνει κάτι μαγικό, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ένιωσε τον εαυτό του εξαντλημένο. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα πάρα πέρα. Κουλουριάστηκε σε ένα κοίλωμα του εδάφους, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, τυλιγμένος μέσα στην πυκνή ομίχλη. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του ή να κουνηθεί, αλλά ήταν αδύνατο. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκοιμηθεί.

*

Ο Θορ είδε τον εαυτό του να στέκεται στη κορυφή ενός βουνού και να κοιτάζει κάτω ολόκληρο το βασίλειο του Δακτυλιδιού. Μπροστά του απλώνονταν η Αυλή του Βασιλιά με το κάστρο, τις οχυρώσεις, τους κήπους, τα δέντρα, και τους κυματιστούς λόφους. Όσο μπορούσε να δει η ματιά του, όλα ήταν καταπράσινα και ανθισμένα μέσα στην καλοκαιρινή ατμόσφαιρα. Τα χωράφια ήταν γεμάτα με φρούτα και πολύχρωμα λουλούδια και από παντού έρχονταν ήχοι μουσικής και εορταστικών εκδηλώσεων.

Αλλά καθώς ο Θορ συνέχισε να κοιτάζει όλα αυτά, ξαφνικά το χορτάρι άρχισε να γίνεται μαύρο, τα φρούτα να πέφτουν από τα δέντρα και τα ίδια τα δέντρα να ξεραίνονται, να συρρικνώνονται και να εξαφανίζονται εντελώς. Όλα τα λουλούδια έγιναν ξερά φρύγανα, και με τρόμο, είδε το ένα κτίριο μετά το άλλο να καταρρέουν και να συντρίβονται στο έδαφος, έως ότου απ’ ολόκληρο το βασίλειο δεν είχε μείνει τίποτα άλλο εκτός από ερημιά, όλεθρο και σωρούς από πέτρες και χαλάσματα.

Ξαφνικά, ο Θορ είδε ένα τεράστιο Λευκόραχο να περνάει γλιστρώντας μέσα από τα πόδια του. Στέκονταν εκεί, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, καθώς το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από τα πόδια του, τη μέση του, και μετά τα χέρια του. Ένιωσε ότι πνίγονταν, ότι η ζωή έφευγε από μέσα του έτσι όπως τον ζούλαγε. Μετά το φίδι ανέβηκε ως το πρόσωπό του και τον κοίταξε στα μάτια, σχεδόν ακουμπώντας την μακριά γλώσσα του επάνω στο μάγουλό του και κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο. Στη συνέχεια, άνοιξε το στόμα του διάπλατα, αποκαλύπτοντας δύο τεράστια σουβλερά δόντια, και κάνοντας μια ξαφνική κίνηση προς τα μπροστά, κατάπιε το πρόσωπο του Θορ.

Ο Θορ ούρλιαξε, και μετά βρέθηκε να στέκεται μέσα στο κάστρο του Βασιλιά. Ήταν εντελώς άδειο. Ούτε καν ο θρόνος δεν υπήρχε εκεί που ήταν παλιά. Το Σπαθί του Πεπρωμένου βρίσκονταν στο έδαφος ανέγγιχτο. Τα παράθυρα ήταν όλα σπασμένα και τα βιτρό κείτονταν σε σωρούς πάνω στις πέτρες. Κάποια μουσική ακούγονταν από μακριά και γυρίζοντας προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν, προχώρησε μέσα από τα άδεια δωμάτια ώσπου έφτασε σε κάτι τεράστιες διπλές πόρτες που ήταν τριάντα μέτρα ψηλές. Τις έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και τις άνοιξε.

Ο Θορ στάθηκε στην είσοδο της βασιλικής αίθουσας τελετών. Μπροστά του ήταν δύο μακριά τραπέζια φαγητού που καταλάμβαναν σχεδόν όλη την αίθουσα. Ήταν γεμάτα φαγητά – όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί. Μόνο στην άκρη του τραπεζιού βρίσκονταν κάποιος. Ήταν ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ. Καθόταν στον θρόνο του και κοίταζε τον Θορ. Φαινόταν τόσο απόμακρος.

Ο Θορ αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει κοντά του. Άρχισε να περπατάει προς το μέρος του, ανάμεσα στα δύο τραπέζια. Καθώς προχωρούσε, όλα τα φαγητά που ήταν δίπλα του άρχισαν να σαπίζουν και με κάθε βήμα που έκανε όλα γίνονταν μαύρα και γέμιζαν μύγες. Οι μύγες πετούσαν, επίσης, παντού ολόγυρά του, σε ολόκληρα σμήνη και καταβρόχθιζαν τα φαγητά.

Ο Θορ άνοιξε το βήμα του. Τώρα είχε πλησιάσει αρκετά κοντά, περίπου τρία μέτρα απόσταση απ’ αυτόν, όταν από μια πλαϊνή πόρτα εμφανίστηκε ένας υπηρέτης που κουβαλούσε μια τεράστια χρυσή κούπα με κρασί. Ήταν μια ξεχωριστή κούπα, φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι και διακοσμημένη με σειρές από ρουμπίνια και ζαφείρια. Αλλά όταν ο Βασιλιάς δεν τον κοίταγε, ο υπηρέτης έριξε κρυφά μια άσπρη σκόνη μέσα στην κούπα. Ο Θορ συνειδητοποίησε ότι ήταν δηλητήριο.

Ο υπηρέτης πλησίασε στον θρόνο και ο ΜακΓκιλ έπιασε το ποτήρι και με τα δυό του χέρια.

«Όχι!» ούρλιαξε ο Θορ.

Έτρεξε μπροστά προσπαθώντας να πετάξει το κρασί από τα χέρια του Βασιλιά.

Αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορος. Ο ΜακΓκιλ άρχισε να πίνει το κρασί με μεγάλες γουλιές. Καθώς το έπινε έσταζε από τα μάγουλά του στο στήθος του, ώσπου το ήπιε όλο.

Ο ΜακΓκιλ γύρισε και κοίταξε τον Θορ με μάτια ορθάνοιχτα. Έφερε το χέρι του στο λαιμό του, βήχοντας δυνατά. Μετά έγειρε στο πλάι, έπεσε από τον θρόνο του και προσγειώθηκε στο πέτρινο πάτωμα. Το στέμμα του βγήκε από το κεφάλι του και χτύπησε στο πάτωμα με τον χαρακτηριστικό ήχο του χρυσού. Μετά κύλησε αρκετά μέτρα μακριά.

Ο Βασιλιάς κείτονταν εκεί, ακίνητος, με τα μάτια ανοιχτά, νεκρός.

Η Εστοφελή έκανε μια βουτιά και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ΜακΓκιλ. Κάθισε εκεί, κοίταξε τον Θορ και έκρωξε. Ο ήχος ήταν τόσο διαπεραστικός που έκανε τη ραχοκοκαλιά του Θορ να ανατρίχιασε.

«Όχι!» φώναξε με όλη του τη δύναμη.

*

Ο Θορ ξύπνησε ουρλιάζοντας.

Ανακάθισε και κοίταξε ολόγυρά του. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ανάπνεε βαριά και προσπαθούσε να καταλάβει που ήταν. Βρίσκονταν ακόμα στο έδαφος, στο βουνό του Άργκον. Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί εκεί. Η ομίχλη είχε φύγει και κοιτάζοντας γύρω του είδε ότι ήταν χάραμα. Ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα ανέβαινε στον ορίζοντα, φωτίζοντας τη μέρα. Δίπλα του ο Κρον κλαψούριζε, πήδηξε στην αγκαλιά του και του έγλυψε το πρόσωπο.

Ο Θορ αγκάλιασε τον Κρον με το ένα χέρι. Ανάσαινε βαριά και προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν ξύπνιος ή κοιμόταν. Του πήρε πολλή ώρα για να καταλάβει ότι όλο αυτό ήταν όνειρο. Του είχε φανεί τόσο αληθινό.

Ο Θορ άκουσε μια κραυγή και γυρίζοντας είδε την Εστοφελή κουρνιασμένη σε ένα βράχο, μόλις μισό μέτρο μακριά του. Το μεγάλο πουλί τον κοίταζε και έκρωζε ξανά και ξανά.

Η κραυγή του πουλιού τον έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν η ίδια κραυγή που είχε ακούσει στο όνειρό του, και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε, σε κάθε μόριο του σώματός του, ότι το όνειρο ήταν ένα μήνυμα.

Κάποιος ήθελε να δηλητηριάσει τον Βασιλιά.

Ο Θορ πετάχτηκε επάνω και μέσα στο φως της χαραυγής άρχισε να κατηφορίζει στο βουνό κατευθυνόμενος προς την Αυλή του Βασιλιά. Έπρεπε να τον δει. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει. Ο Βασιλιάς μπορεί να νόμιζε ότι ήταν τρελός, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή – θα έκανε οτιδήποτε για να του σώσει τη ζωή.

*

Ο Θορ πέρασε τρέχοντας την κινητή γέφυρα και κατευθύνθηκε προς την εξωτερική πύλη του κάστρου. Ευτυχώς οι δύο φρουροί τον αναγνώρισαν από τη Λεγεώνα. Τον άφησαν να περάσει χωρίς να τον σταματήσουν και εκείνος συνέχιζε να τρέχει με τον Κρον δίπλα του.

Ο Θορ διέσχισε όλη το προαύλιο του κάστρου, πέρασε από τα σιντριβάνια και κατευθύνθηκε προς την εσωτερική πύλη του Βασιλικού Κάστρου. Τέσσερις φρουροί που στέκονταν εκεί του έκοψαν το δρόμο.

Ο Θορ σταμάτησε λαχανιασμένος.

«Τι σε φέρνει εδώ, αγόρι μου;» τον ρώτησε ένας από αυτούς.

«Δεν θα καταλάβεις, αλλά πρέπει να με αφήσεις να περάσω», του είπε ο Θορ ξέπνοος. «Πρέπει να δω τον Βασιλιά».

Οι φρουροί κοίταξαν ο ένας τον άλλον με δυσπιστία.

«Είμαι ο Θόργκριν, από την Λεγεώνα. Πρέπει να με αφήσετε να περάσω».

«Ξέρω ποιος είναι», είπε ο ένας φρουρός στον άλλον. «Είναι ένας από εμάς».

Αλλά ο επικεφαλής των φρουρών τον πλησίασε.

«Και τι δουλειά έχεις εσύ με τον Βασιλιά;» τον ρώτησε.

Ο Θορ ακόμα προσπαθούσε να αναπνεύσει κανονικά.

«Πολύ επείγουσα δουλειά. Πρέπει να τον δω αμέσως».

«Λοιπόν, ο Βασιλιάς δεν σε περιμένει. Πρέπει να σε έχουν πληροφορήσει λάθος. Ο Βασιλιάς δεν είναι εδώ. Έφυγε με την συνοδεία του πριν από ώρες για υποθέσεις της Αυλής. Δεν θα επιστρέψουν πριν το βράδυ που είναι η γιορτή».

«Η γιορτή;» ρώτησε ο Θορ με την καρδιά του να χτυπάει τρελά στο στήθος του. Θυμήθηκε το όνειρο με τα τραπέζια γεμάτα φαγητά, και όλα φαίνονταν να γίνονται πραγματικότητα με ένα μυστηριώδη τρόπο.

«Ναι, γιορτή. Αν είσαι μέλος της Λεγεώνας, είμαι σίγουρος ότι θα είσαι εδώ. Αλλά τώρα ο Βασιλιάς λείπει και δεν μπορείς να τον δεις. Έλα το βράδυ μαζί με τους άλλους».

«Αλλά πρέπει να του δώσω ένα μήνυμα!» ο Θορ επέμεινε. «Πριν την γιορτή!»

«Μπορείς να μου αφήσεις εμένα το μήνυμα αν θέλεις. Αλλά δεν θα μπορέσω να του το δώσω πιο γρήγορα από εσένα».

Ο Θορ δεν ήθελε να αφήσει ένα τέτοιο μήνυμα στον φρουρό. Θα τον περνούσε για τρελό. Έπρεπε να του το δώσει απόψε, πριν την γιορτή. Προσευχήθηκε μόνο να μην ήταν πολύ αργά.

Yaş sınırı:
16+
Litres'teki yayın tarihi:
10 eylül 2019
Hacim:
344 s. 8 illüstrasyon
ISBN:
9781632913234
İndirme biçimi:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Serideki Birinci kitap "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Serinin tüm kitapları