Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 8
Αλλά δεν μπορούσε να διώξει την συνάντηση απ’ το μυαλό της. Κάπου μέσα της, είχε φυτευτεί ο σπόρος ότι κάποια μέρα, οποτεδήποτε κι’ αν ήταν η μέρα αυτή, εκείνη θα ήταν η επόμενη. Αυτή που θα τον διαδεχόταν. Και όχι κάποιος από τους αδελφούς της. Αλλά εκείνη. Αυτό την τρόμαζε, αλλά της έδινε μια αίσθηση σπουδαιότητας και αυτοπεποίθησης, κάτι που δεν είχε μέχρι τώρα. Την έβρισκε ικανή να κυβερνήσει – αυτήν – ενώ την θεωρούσε και πιο σοφή απ’ όλους τους άλλους.
Όμως, κατά κάποιο τρόπο, αυτό την ανησυχούσε. Υπέθετε ότι θα προκαλούσε μεγάλη κακία και ζήλια που αυτή, ένα κορίτσι, επιλέχθηκε για να κυβερνήσει. Ήδη αισθανόταν την ζήλια του Γκάρεθ. Κι’ αυτό την τρόμαζε. Ήξερε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός της ήθελε να χειραγωγεί τους άλλους και ήταν άνθρωπος που δεν συγχωρούσε ποτέ. Τίποτα δεν τον σταματούσε να κάνει αυτό που ήθελε και την τρόμαζε η ιδέα ότι θα γίνονταν στόχος του. Είχε προσπαθήσει να του μιλήσει μετά την συνάντηση, αλλά δεν καταδέχτηκε ούτε να την κοιτάξει.
Η Γκουέν κατέβηκε τρέχοντας την γυριστή σκάλα με τα παπούτσια της να αντηχούν στις πλάκες. Έστριψε σε άλλον ένα διάδρομο, πέρασε μέσα από το πίσω παρεκκλήσι, μέσα από άλλη μια πόρτα, μπροστά από μερικούς φρουρούς και μπήκε στα ιδιωτικά διαμερίσματα του κάστρου. Η μητέρα της δεν άντεχε άλλο τις πολύωρες κοινωνικές εκδηλώσεις – της άρεσε να αποσύρεται στον ιδιωτικό της χώρο και να ξεκουράζεται όσο πιο συχνά μπορούσε.
Η Γκουέν πέρασε μπροστά από έναν ακόμη φρουρό, κατέβηκε σε άλλη μια αίθουσα, και τελικά σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του βεστιάριου της μητέρας της. Ήταν έτοιμη να την ανοίξει, αλλά σταμάτησε. Πίσω από την πόρτα, άκουγε πνιχτές φωνές, με την έντασή τους να ανεβαίνει, και αισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν η μητέρα της που λογομαχούσε με κάποιον. Άκουσε πιο προσεκτικά και κατάλαβε ότι ήταν η φωνή του πατέρα της. Τσακώνονταν. Αλλά γιατί;
Η Γκουέν ήξερε ότι δεν ήταν σωστό να κρυφακούει – αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Άπλωσε το χέρι της, έπιασε το σιδερένιο ρόπτρο και έσπρωξε απαλά την βαριά δρύινη πόρτα. Την άνοιξε μόνο μια χαραμάδα και άκουσε την συζήτηση.
«Αυτός δεν πρόκειται να μείνει στο σπίτι μου», η μητέρα της είπε κοφτά.
«Βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα αφού δεν ξέρεις ολόκληρη την ιστορία».
«Την ξέρω την ιστορία», του απάντησε το ίδιο κοφτά. «Αρκετά μ’ αυτό».
Η Γκουέν μπορούσε να διακρίνει το δηλητήριο που έσταζε η φωνή της μητέρας της και αιφνιδιάστηκε. Σπάνια άκουγε τους γονείς της να τσακώνονται – είχε συμβεί ελάχιστες φορές στη ζωή της – και ποτέ δεν είχε ακούσει τη μητέρα της τόσο νευριασμένη. Και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί.
«Θα μείνει στους στρατώνες μαζί με τα άλλα παιδιά. Δεν τον θέλω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Κατάλαβες;» τον πίεσε.
«Το κάστρο είναι πολύ μεγάλο», επέμεινε ο πατέρας της. «Δεν θα καταλάβεις καν την παρουσία του».
«Δεν με νοιάζει αν την καταλάβω ή όχι. Απλά, δεν τον θέλω εδώ. Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Ήταν δική σου επιλογή να έρθει εδώ».
«Ούτε εσύ είσαι, όμως, τόσο αθώα», ανταπάντησε ο πατέρας της.
Άκουσε βήματα και παρακολούθησε τον πατέρα της να διασχίζει την αίθουσα καμαρωτά και να βγαίνει από την άλλη πλευρά χτυπώντας την πόρτα πίσω του τόσο δυνατά που σείστηκε όλη η αίθουσα. Η μητέρα της στεκόταν στο κέντρο του δωματίου και είχε αρχίσει να κλαίει.
Η Γκουέν ένιωσε απαίσια. Δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια πλευρά σκεφτόταν να απομακρυνθεί αθόρυβα, αλλά από την άλλη δεν άντεχε να βλέπει τη μητέρα της να κλαίει και δεν άντεχε να την βλέπει έτσι. Όμως, μα το Θεό, δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο της λογομαχίας τους. Υπέθετε ότι τσακώνονταν για τον Θορ. Αλλά γιατί; Γιατί την ένοιαζε για τον Θορ; Δεκάδες άνθρωποι ζούσαν στο κάστρο.
Η Γκουέν δεν μπορούσε να γυρίσει και να φύγει αφήνοντας τη μητέρα της σε τέτοια κατάσταση. Έπρεπε να της μιλήσει. Άπλωσε το χέρι της και έσπρωξε την πόρτα ελαφρά.
Η πόρτα έτριξε και η μητέρα της πετάχτηκε ξαφνιασμένη και την αγριοκοίταξε.
«Εσύ δεν χτυπάς πριν μπεις;» της είπε απότομα. Τώρα η Γκουέν κατάλαβε πόσο ταραγμένη ήταν και ένιωσε απαίσια.
«Είσαι καλά, Μητέρα;» ρώτησε περπατώντας αργά αργά προς το μέρος της. «Δεν έχω καμία πρόθεση να παρέμβω στα δικά σας, αλλά άκουσα να τσακώνεστε με τον Πατέρα».
«Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να χώνεις τη μύτη σου σε πράγματα που δεν σε αφορούν», της απάντησε αμέσως η μητέρα της.
Η Γκουέν ήταν έκπληκτη. Η μητέρα της έβγαινε συχνά εκτός ελέγχου, αλλά σπάνια βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση. Η ένταση του θυμού της έκανε την Γκουέν να σταματήσει επί τόπου, σε λίγη απόσταση από αυτή, νιώθοντας μεγάλη αβεβαιότητα.
«Πρόκειται για το καινούργιο αγόρι; Τον Θορ;» τη ρώτησε.
Η μητέρα της γύρισε και την κοίταξε σκουπίζοντας ένα δάκρυ.
«Δεν καταλαβαίνω», συνέχισε η Γκουέν. «Τι σε πειράζει που θα μείνει;»
«Οι υποθέσεις μου δεν σε αφορούν», της είπε με παγωμένο ύφος. Ήταν σαφές ότι ήθελε να σταματήσει αυτή τη συζήτηση. «Εσύ τι θέλεις; Γιατί ήρθες εδώ;»
Τώρα η Γκουέν ένιωσε πραγματικά αμήχανη. Ήθελε η μητέρα της να της πει όσα ήξερε για τον Θορ, αλλά δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει πιο άσχημη στιγμή. Ξερόβηξε με δισταγμό.
«Ήθελα… κι’ εγώ να σε ρωτήσω γι’ αυτόν. Τι ξέρεις γι’ αυτόν;»
Η μητέρα της γύρισε, μισόκλεισε τα μάτια της και την κοίταξε καχύποπτα.
«Γιατί;» τη ρώτησε με απόλυτη σοβαρότητα. Η Γκουέν κατάλαβε ότι την διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, μπορούσε να δει μέσα στην καρδιά της και να καταλάβει ότι ο Θορ της άρεσε. Προσπάθησε να κρύψει τα συναισθήματά της, αλλά ήταν ανώφελο.
«Απλά, από περιέργεια», είπε καθόλου πειστικά.
Ξαφνικά η βασίλισσα έκανε τρία βήματα προς το μέρος της, την άρπαξε άγρια από το μπράτσο και την κοίταξε κατάματα.
«Άκουσέ με», της είπε με συριχτή φωνή. «Θα σου το πω μόνο μία φορά. Μείνε μακριά από αυτό το αγόρι. Μ’ ακούς; Δεν θέλω να τον πλησιάσεις, σε καμία περίπτωση».
Η Γκουέν τρομοκρατήθηκε.
«Γιατί όμως; Είναι ένας ήρωας».
«Δεν είναι ένας από εμάς», της απάντησε η μητέρα της. «Αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύει ο πατέρας σου, εγώ θέλω να μείνεις μακριά του. Μ’ ακούς; Θέλω να μου το υποσχεθείς. Να μου το υποσχεθείς αμέσως τώρα».
«Δεν θα σου το υποσχεθώ», είπε η Γκουέν τραβώντας το χέρι της από την δυνατή λαβή της μητέρας της.
«Είναι ένας κοινός θνητός και εσύ είσαι Πριγκίπισσα», της φώναξε η μητέρα της. «Είσαι Πριγκίπισσα. Το καταλαβαίνεις; Αν τυχόν τον πλησιάσεις θα βάλω να τον εξορίσουν από εδώ. Κατάλαβες;»
Η Γκουέν δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν είχε δει ποτέ τη μητέρα της σε τέτοια έξαλλη κατάσταση.
«Μην μου λες τι να κάνω, Μητέρα», της είπε τελικά.
Η Γκουέν έβαλε τα δυνατά της για να κάνει τη φωνή της να ακουστεί γενναία, αλλά μέσα της έτρεμε. Είχε έρθει εδώ θέλοντας να μάθει τα πάντα – αλλά τώρα ήταν τρομοκρατημένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε.
«Κάνε ό,τι θες», της απάντησε η μητέρα της. «Αλλά η μοίρα του βρίσκεται στα χέρια σου. Μην το ξεχνάς αυτό».
Με αυτά τα λόγια, η μητέρα της γύρισε και έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο, χτυπώντας την πόρτα πίσω της και αφήνοντας την Γκουέν ολομόναχη μέσα στην απόλυτη σιωπή και με την χαρά της να έχει γίνει κομμάτια. Τι ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει μια τόσο έντονη αντίδραση από την μητέρα της και τον πατέρα της.
Ποιο ήταν αυτό το αγόρι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ο ΜακΓκιλ καθόταν στην αίθουσα δεξιώσεων και παρακολουθούσε τους υπηκόους του. Αυτός ήταν στη μια άκρη του τραπεζιού και ο Βασιλιάς ΜακΚλάουντ στην άλλη, ενώ εκατοντάδες άντρες και από τις δύο φυλές βρίσκονταν ανάμεσά τους. Οι εορτασμοί του γάμου είχαν κρατήσει ώρες, έως ότου τελικά, η ένταση ανάμεσα στις δύο φυλές είχε καταλαγιάσει μετά τις κονταρομαχίες της ημέρας. Και όπως υποψιαζόταν ο ΜακΓκιλ, το μόνο που ήθελαν οι άντρες ήταν κρέας και κρασί – και γυναίκες – για να τους κάνουν να ξεχάσουν τις διαφορές τους. Τώρα ήταν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι, σαν συμπολεμιστές. Στην πραγματικότητα, έτσι όπως τους κοίταζε, ο ΜακΓκιλ δεν μπορούσε καν να πει ότι ανήκαν σε δύο διαφορετικές φυλές.
Ο ΜακΓκιλ ένιωσε δικαιωμένος. Το βασικό του σχέδιο, μετά απ’ όλα αυτά, φαίνονταν να επιτυγχάνει. Ήδη, οι δύο φυλές είχαν έρθει πιο κοντά. Είχε καταφέρει αυτό που μια μεγάλη σειρά βασιλέων ΜακΓκιλ, πριν από αυτόν, δεν είχαν επιτύχει: να ενοποιήσουν τις δύο πλευρές του Δακτυλιδιού και να τους κάνουν, αν όχι φίλους, τουλάχιστον φιλήσυχους γείτονες. Η κόρη του η Λουάντα καθόταν χέρι-χέρι μαζί με τον σύζυγό της, τον πρίγκιπα ΜακΚλάουντ, και φαινόταν ευχαριστημένη. Βλέποντάς τη, ο ΜακΓκιλ ένιωσε λιγότερη ενοχή. Μπορεί με τον γάμο της να έφευγε μακριά του, αλλά τουλάχιστον, της είχε εξασφαλίσει ένα θρόνο βασίλισσας.
Ο ΜακΓκιλ σκεφτόταν όλες τις προετοιμασίες που είχαν προηγηθεί από αυτό το γεγονός, και έφερνε στο νου του όλες εκείνες τις ημέρες που διαφωνούσε με τους συμβούλους του. Είχε πάει ενάντια σε όλες τις συμβουλές τους σε ό,τι αφορούσε αυτήν την ένωση. Ήταν ένας εύκολος τρόπος για ειρήνη, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, οι ΜακΚλάουντ που θα είχαν ηρεμήσει στη δική τους πλευρά των Χάιλαντς, θα ξέχναγαν τον γάμο και μια ημέρα μπορεί να άρχιζαν πάλι τις εχθροπραξίες. Δεν ήταν αφελής. Αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, είχε δημιουργηθεί ένας δεσμός αίματος ανάμεσα στις δύο φυλές – και κυρίως, όταν θα γεννιόταν ένα παιδί, αυτό θα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα. Κι’ αν αυτό το παιδί άκμαζε και μια μέρα κυβερνούσε την χώρα, ένα παιδί με αίμα και από τις δύο πλευρές του Δακτυλιδιού, θα μπορούσε να ενώσει ολόκληρο το Δακτυλίδι. Έτσι τα Χάιλαντς δεν θα ήταν πια ένα σύνορο διαμάχης και όλη η χώρα θα ευημερούσε κάτω από την ίδια διακυβέρνηση. Αυτό ήταν το όνειρό του. Όχι για τον εαυτό του αλλά για τους απογόνους του. Στο κάτω-κάτω, το Δακτυλίδι έπρεπε να μείνει δυνατό και ενωμένο για να μπορεί να προστατέψει το Φαράγγι και να κρατήσει μακριά τις ορδές των λαών πέρα απ’ αυτό. Αν, όμως, οι δύο φυλές παρέμεναν διηρημένες, θα παρουσίαζαν ένα εξασθενημένο μέτωπο στον υπόλοιπο κόσμο.
«Μια πρόποση», φώναξε ο ΜακΓκιλ και σηκώθηκε όρθιος.
Όλοι στο τραπέζι ησύχασαν και εκατοντάδες άντρες σηκώθηκαν επίσης, υψώνοντας τις κούπες τους.
«Στον γάμο του μεγαλύτερού μου παιδιού! Στην ένωση των ΜακΓκιλ και των ΜακΚλάουντ! Στην ειρήνη σε ολόκληρο το Δακτυλίδι!»
«ΜΠΡΑΒΟ ΜΠΡΑΒΟ!» φώναξαν όλοι μαζί. Όλοι ήπιαν και η αίθουσα για άλλη μια φορά γέμισε με γέλια και τους χαρούμενους ήχους του γλεντιού.
Ο ΜακΓκιλ ξανακάθισε κοιτάζοντας ερευνητικά γύρω στην αίθουσα για τα υπόλοιπα παιδιά του. Φυσικά, εκεί ήταν ο Γκόντφρι, πίνοντας και με τα δύο χέρια, με ένα κορίτσι σε κάθε του ώμο και με ένα πλήθος ανθρώπων αμφιβόλου ποιότητας να τον περιτριγυρίζουν. Αυτή ήταν πιθανόν η μοναδική βασιλική εκδήλωση που είχε παρευρεθεί με την θέλησή του. Εκεί ήταν και ο Γκάρεθ, καθισμένος πολύ κοντά στον εραστή του, τον Φερθ, και ψιθυρίζοντάς του κάτι στο αυτί. Κρίνοντας από τις ανήσυχες ματιές του προς όλες τις κατευθύνσεις, ο ΜακΓκιλ μπορούσε να καταλάβει ότι σχεδίαζε κάποια δολοπλοκία. Η σκέψη αυτή του έκανε το στομάχι άνω-κάτω και έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Εκεί στην άλλη άκρη της αίθουσας ήταν ο γιος του ο Ρις που γλεντούσε στο τραπέζι με τους ακόλουθους παρέα με τον καινούργιο αγόρι, τον Θορ. Ήδη ένιωθε τον Θορ σαν παιδί του και ήταν ευχαριστημένος που ο μικρότερος γιος του είχε γίνει γρήγορα φίλος μαζί του.
Με την ερευνητική ματιά του έψαξε ανάμεσα στο πλήθος να βρει την μικρότερή κόρη του, την Γκουέντολιν, και τελικά τη βρήκε να κάθεται στην απέναντι πλευρά και να γελάει μαζί με τα κορίτσια της συνοδείας της που την περιτριγύριζαν. Ακολουθώντας το βλέμμα της, πρόσεξε ότι κοιτούσε τον Θορ. Παρατηρώντας την πιο προσεκτικά είδε ότι ήταν ερωτοχτυπημένη. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε προβλέψει και δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα το αντιμετώπιζε. Όμως αισθανόταν προβλήματα. Κυρίως από την γυναίκα του.
«Δεν είναι όλα όπως φαίνονται», ακούστηκε μια φωνή.
Ο ΜακΓκιλ γύρισε και είδε τον Άργκον να κάθεται δίπλα του και να παρακολουθεί τις δύο φυλές που έτρωγαν, έπιναν και γιόρταζαν μαζί.
«Εσύ τι γνώμη έχεις για όλα αυτά;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ. «Θα υπάρξει ειρήνη στα δύο βασίλεια;»
«Η ειρήνη δεν είναι ποτέ κάτι στάσιμο», είπε ο Άργκον. «Πηγαινοέρχεται σαν την παλίρροια. Αυτό που βλέπεις τώρα μπροστά σου είναι μια επίφαση ειρήνης. Βλέπεις μόνο τη μια πλευρά του προσώπου της. Εσύ προσπαθείς να επιβάλεις ειρήνη σε μια αρχαία έχθρα. Αλλά εδώ υπάρχουν εκατοντάδες χρόνια αιματοχυσίας. Οι ψυχές φωνάζουν για εκδίκηση. Κι’ αυτό δεν μπορεί να κατευναστεί από ένα απλό γάμο».
«Τι λες;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του και νιώθοντας αμήχανα, όπως συνέβαινε συχνά όταν ήταν μαζί με τον Άργκον.
Ο Άργκον γύρισε και τον κοίταξε με τόση ένταση στη ματιά του που γέμισε πανικό την καρδιά του ΜακΓκιλ.
«Θα γίνει πόλεμος. Οι ΜακΚλάουντ θα επιτεθούν. Να είσαι έτοιμος. Όλοι αυτοί οι καλεσμένοι που βλέπεις μπροστά σου σύντομα θα κάνουν ό,τι μπορούν για να δολοφονήσουν την οικογένειά σου».
Ο ΜακΓκιλ ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό του.
«Δηλαδή, ήταν λάθος η απόφασή μου να την παντρέψω με έναν ΜακΚλάουντ;»
Ο Άργκον έστρεψε τη ματιά του μακριά και ο ΜακΓκιλ κατάλαβε ότι η συζήτησή τους γι’ αυτό το θέμα είχε τελειώσει. Είχε ένα εκατομμύριο ερωτήσεις που ήθελαν απάντηση, αλλά ήξερε ότι ο μάγος του δεν επρόκειτο να τις απαντήσει αν δεν ήταν έτοιμος. Έτσι αντί για άλλες ερωτήσεις, παρακολούθησε το βλέμμα του Άργκον που έπεσε πρώτα στην Γκουέντολιν και μετά στον Θορ.
«Τους βλέπεις μαζί;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ που ξαφνικά ένιωσε την περιέργεια να μάθει.
«Ίσως», απάντησε ο Άργκον. «Υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να αποφασιστούν».
«Μιλάς με γρίφους».
Ο Άργκον ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε μακριά, ενώ ο ΜακΓκιλ συνειδητοποίησε ότι δεν θα έπαιρνε άλλες απαντήσεις απ’ αυτόν.
«Είδες τι έγινε στις κονταρομαχίες σήμερα;» τον παρότρυνε να συνεχίσει ο ΜακΓκιλ. «Με το αγόρι».
«Το είδα πριν συμβεί», απάντησε ο Άργκον.
«Και τι λες γι’ αυτό; Ποια είναι η πηγή των δυνάμεων αυτού του παιδιού; Είναι σαν κι’ εσένα;»
Ο Άργκον γύρισε και κοίταξε τον ΜακΓκιλ κατάματα και, για άλλη μια φορά, με τόση ένταση που παρά λίγο να τον κάνει να στρέψει αλλού τη ματιά του.
«Αυτός είναι πιο ισχυρός από εμένα».
Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε σοκαρισμένος. Δεν είχε ποτέ ακούσει τον Άργκον να μιλάει έτσι.
«Πιο ισχυρός; Από εσένα; Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Εσύ είσαι ο μάγος του Βασιλιά – δεν υπάρχει κανείς πιο ισχυρός σ’ όλη τη χώρα».
Ο Άργκον ανασήκωσε τους ώμους του.
«Η δύναμη δεν εκδηλώνεται μόνο με μια μορφή», είπε. «Το αγόρι έχει δυνάμεις πέρα απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δυνάμεις πέρα απ’ όσα ξέρει. Δεν έχει ιδέα ποιος είναι. Ή από που έρχεται».
Ο Άργκον γύρισε και κοίταξε τον ΜακΓκιλ.
«Αλλά εσύ ξέρεις», πρόσθεσε.
Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε με απορία.
«Ξέρω εγώ;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ. «Πες μου. Θέλω να μάθω».
Ο Άργκον κούνησε το κεφάλι του.
«Ψάξε τα συναισθήματά σου. Είναι αληθινά».
«Και πώς θα εξελιχθεί;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.
«Θα γίνει μεγάλος ηγέτης. Και σπουδαίος πολεμιστής. Θα κυβερνάει δικά του βασίλεια. Πολύ μεγαλύτερα βασίλεια από το δικό σου. Και θα γίνει πολύ πιο σπουδαίος βασιλιάς από εσένα. Είναι το πεπρωμένο του».
Για μια μόνο στιγμή, ο ΜακΓκιλ ένιωσε να τον καίει η ζήλια. Γύρισε και κοίταξε εξεταστικά το αγόρι, που γελούσε αθώα μαζί με τον Ρις, σε ένα τραπέζι με ακόλουθους. Ήταν ένας κοινός θνητός, ένας αδύναμος χωρικός, και ο πιο μικρός της παρέας. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα γίνονταν όσα είπε ο Άργκον. Και τώρα που τον κοίταζε πιο προσεκτικά, δεν φαινόταν και τόσο κατάλληλος για τη Λεγεώνα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως ο Άργκον έκανε λάθος.
Αλλά ο Άργκον δεν είχε κάνει ποτέ του λάθος και ποτέ δεν έκανε δηλώσεις χωρίς λόγο.
«Και γιατί μου τα λες όλα αυτά;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.
Ο Άργκον γύρισε και τον κοίταξε.
«Γιατί είναι η ώρα σου να προετοιμαστείς. Το αγόρι χρειάζεται εκπαίδευση. Πρέπει να του παρέχεις ό,τι καλύτερο έχεις. Είναι δική σου ευθύνη».
«Δική μου; Και ο πατέρας του;»
«Τι ο πατέρας του;» ρώτησε ο Άργκον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Ο Θορ έτριψε τα μάτια του δυνατά για να ανοίξουν. Ένιωθε αποπροσανατολισμένος και αναρωτήθηκε που βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα πάνω σε ένα σωρό άχυρα με το πρόσωπό του να έχει γείρει στο πλάι και τα μπράτσα του να βρίσκονται πάνω από το κεφάλι του. Σήκωσε το πρόσωπό του σκουπίζοντας τα σάλια από το στόμα του και αμέσως αισθάνθηκε έναν έντονο πόνο, σαν μαχαιριά μέσα στο κεφάλι του, πίσω από τα μάτια του. Ήταν ο χειρότερος πονοκέφαλος στη ζωή του. Θυμήθηκε την προηγούμενη νύχτα, τη γιορτή του Βασιλιά, το ποτό και την πρώτη φορά που ήπιε μπύρα. Το κεφάλι του γύριζε. Ο λαιμός του ήταν ξερός και εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως δεν θα έπινε ποτέ ξανά.
Ο Θορ κοίταξε γύρω, προσπαθώντας να προσανατολιστεί μέσα στους δαιδαλώδεις στρατώνες. Παντού υπήρχαν σώματα που κείτονταν πάνω σε σωρούς από άχυρα, ενώ το δωμάτιο αντηχούσε από ροχαλητά. Γύρισε από την άλλη πλευρά και είδε τον Ρις, λίγο πιο πέρα, να κοιμάται επίσης. Βρίσκονταν στους στρατώνες της Λεγεώνας. Όλοι γύρω του ήταν αγόρια της ηλικίας του, γύρω στα πενήντα σε αριθμό.
Ο Θορ θυμόταν αμυδρά που ο Ρις του είχε δείξει το δρόμο τα ξημερώματα και πως είχε σωριαστεί σαν ξερός πάνω σ’ ένα βουναλάκι από άχυρα. Το φως της ημέρας περνούσε μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και ο Θορ σύντομα κατάλαβε ότι ήταν ο μόνος που είχε ξυπνήσει. Κατεβάζοντας το βλέμμα του είδε πως είχε κοιμηθεί με τα ρούχα του. Σήκωσε το χέρι του και το πέρασε μέσα από τα μαλλιά του που ήταν λιγδωμένα. Και τι δεν θα έδινε για να μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο – αν και δεν είχε ιδέα που. Και θα έκανε τα πάντα για ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Το στομάχι του γουργούριζε – ήθελε και φαγητό, επίσης.
Όλα αυτά ήταν τόσο καινούργια για εκείνον. Καλά-καλά δεν ήξερε που βρισκόταν, που η ζωή θα τον οδηγούσε, και ποια θα ήταν η καθημερινή ρουτίνα στους στρατώνες. Αλλά ήταν ευτυχισμένος. Ήταν μια εκπληκτική βραδιά, μια από τις καλύτερες στη ζωή του. Στο πρόσωπο του Ρις είχε βρει έναν εξαιρετικό φίλο, ενώ είχε δει και την Γκουέντολιν να τον κοιτάζει μιά-δυό φορές. Είχε προσπαθήσει να της μιλήσει αλλά, κάθε φορά που την πλησίαζε, το θάρρος του τον εγκατέλειπε. Τώρα που το σκεφτόταν κατάλαβε ότι το είχε μετανιώσει. Αλλά ήταν τόσος κόσμος γύρω της. Αν βρισκόταν ποτέ μόνοι οι δυό τους, θα έβρισκε το κουράγιο. Θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει στο μέλλον μια τέτοια στιγμή;
Πριν ο Θορ προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στις πόρτες του στρατώνα και αμέσως μετά άνοιξαν με δύναμη, ενώ το φως πλημμύρισε το χώρο.
«Ακόλουθοι! Σηκωθείτε αμέσως!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή.
Μετά μπήκαν μέσα δώδεκα μέλη του Βασιλικού Αργυρού Τάγματος, με τις αλυσίδες στις πανοπλίες τους να κάνουν τον γνώριμο χαρακτηριστικό ήχο τους. Οι στρατιώτες χτυπούσαν τους ξύλινους τοίχους με μεταλλικά ραβδιά. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και τα αγόρια που ήταν ξαπλωμένα γύρω από τον Θορ πετάχτηκαν επάνω.
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ένας στρατιώτης πολύ άγριος στην όψη που ο Θορ είχε γνωρίσει στην αρένα την προηγούμενη ημέρα. Ήταν κοντός, χοντρός, γεροδεμένος, καραφλός και με ένα σημάδι στη μύτη. Ο Ρις του είχε πει ότι τον έλεγαν Κολκ.
Φαινόταν να αγριοκοιτάζει τον Θορ, ενώ σήκωσε το δάκτυλό του και το έστρεψε προς το μέρος του.
«Εσύ, εκεί, αγόρι!» ούρλιαξε. «Είπα, όρθιος!»
Ο Θορ δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήταν ήδη όρθιος.
«Αλλά είμαι ήδη όρθιος, ιππότη μου», απάντησε.
Ο Κολκ έκανε ένα βήμα μπροστά και χαστούκισε τον Θορ με την ανάποδη πλευρά του χεριού του. Ο Θορ ένιωσε αγανάκτηση καθώς όλα τα μάτια στράφηκαν επάνω του.
«Μην τολμήσεις να ξανα-αντιμιλήσεις σε ανώτερό σου!» του φώναξε ο Κολκ επιτιμητικά.
Πριν ο Θορ μπορέσει να απαντήσει, οι άντρες είχαν απομακρυνθεί και συνέχισαν να περιφέρονται μέσα στον στρατώνα. Τραβούσαν δυνατά το ένα αγόρι μετά το άλλο μέχρι να σηκωθούν, ενώ μερικούς που αργούσαν να σηκωθούν τους κλωτσούσαν στα πλευρά.
«Μην ανησυχείς», ακούστηκε μια καθησυχαστική φωνή.
Γύρισε και είδε τον Ρις να στέκεται δίπλα του.
«Μην το παίρνεις προσωπικά. Έτσι είναι ο τρόπος τους. Είναι καψόνια για να μας σπάσουν το ηθικό».
«Αλλά δεν έκαναν κάτι τέτοιο σε σένα», του είπε ο Θορ.
«Εμένα, φυσικά, δεν θα με άγγιζαν λόγω του πατέρα μου. Αλλά δεν θα είναι ευγενικοί μαζί μου. Αυτό που θέλουν από εμάς είναι να είμαστε ετοιμοπόλεμοι, αυτό είναι όλο. Νομίζουν ότι έτσι θα μας κάνουν πιο σκληρούς. Μην τους δίνεις και μεγάλη σημασία».
Τα αγόρια βγήκαν έξω από τους στρατώνες με στρατιωτικό βηματισμό και ο Θορ μαζί με τον Ρις μπήκαν κι’ αυτοί στη σειρά. Μόλις βγήκαν έξω, το λαμπερό φως του ήλιου χτύπησε κατάματα τον Θορ που μισόκλεισε τα μάτια του και σήκωσε τα χέρια του για σκιά. Ξαφνικά, ένιωσε ένα αίσθημα ναυτίας και γυρνώντας στο πλάι, έσκυψε και έκανε εμετό.
Μπορούσε να ακούσει τα ειρωνικά γέλια των αγοριών γύρω του. Ένας φρουρός τον έσπρωξε και ο Θορ προχώρησε παραπατώντας και σκουπίζοντας το στόμα του, ενώ είχε μείνει στο τέλος της σειράς των αγοριών. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει πιο απαίσια.
Δίπλα του ο Ρις χαμογέλασε.
«Άσχημη νύχτα, ε..;» ρώτησε τον Θορ, χαμογελώντας πλατιά και σκουντώντας τον ελαφρά στα πλευρά με τον αγκώνα. «Σου είπα να σταματήσεις μετά την δεύτερη κούπα».
Ο Θορ ένιωσε να ζαλίζεται καθώς το φως τον χτυπούσε στα μάτια. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο χάλια όσο σήμερα. Είχε ήδη αρχίσει να κάνει ζέστη και ένιωθε τις σταγόνες του ιδρώτα να σχηματίζονται κάτω από το δερμάτινο γιλέκο του.
Ο Θορ προσπάθησε να θυμηθεί την προειδοποίηση του Ρις το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν μπορούσε να την θυμηθεί με τίποτα.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη συμβουλή σου», του απάντησε.
Ο Ρις χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Ακριβώς. Επειδή δεν άκουγες…» είπε γελώντας. «Και όλες αυτές οι αδέξιες προσπάθειές σου να μιλήσεις στην αδελφή μου…», πρόσθεσε, «…ήταν τουλάχιστον αξιολύπητες. Δεν νομίζω να έχω δει ποτέ στη ζωή μου ένα αγόρι να φοβάται τόσο πολύ ένα κορίτσι».
Ο Θορ κοκκίνισε καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. Αλλά δεν μπορούσε. Όλα ήταν θαμπά μέσα στο μυαλό του.
«Δεν είχα πρόθεση να σε προσβάλω…», του είπε ο Θορ, «…σχετικά με την αδελφή σου».
«Δεν μπορείς να με προσβάλεις. Αν εκείνη ήθελε να σε διαλέξει, εγώ θα χαιρόμουν πολύ».
Και οι δύο άρχισαν να βαδίζουν γρηγορότερα καθώς η ομάδα τους άρχισε να ανεβαίνει σ’ ένα λόφο. Ο ήλιος φαίνονταν ότι γίνονταν όλο και πιο καυτός με κάθε τους βήμα.
«Αλλά πρέπει να σε προειδοποιήσω: η Γκουέντολιν είναι το όνειρο κάθε αγοριού σε όλο το βασίλειο. Οι πιθανότητες να διαλέξει εσένα…, ας πούμε ότι είναι ελάχιστες».
Καθώς περπατούσαν γρήγορα πάνω στους κυματιστούς λόφους στην Αυλή του Βασιλιά, ο Θορ ένιωσε μια σιγουριά. Ένιωσε ότι είχε γίνει αποδεκτός από τον Ρις. Ήταν εκπληκτικό, αλλά συνέχιζε να νιώθει ότι ο Ρις ήταν κάτι περισσότερο από αδελφός για αυτόν. Όπως περπατούσαν, ο Θορ πρόσεξε ότι και τα τρία πραγματικά του αδέλφια περπατούσαν εκεί κοντά. Ο ένας γύρισε και τον αγριοκοίταξε, μετά σκούντησε τον άλλο του αδελφό που κι’ εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. Κούνησαν το κεφάλι τους και απομακρύνθηκαν. Δεν είχαν ούτε μια ευγενική λέξη για τον Θορ. Αλλά δεν περίμενε και τίποτα περισσότερο απ’ αυτούς.
«Λεγεώνα! Στην γραμμή! Τώρα!»
Ο Θορ σήκωσε το βλέμμα του και είδε γύρω του αρκετούς ακόμα στρατιώτες από το Αργυρό Τάγμα που έσπρωχναν τα πενήντα αγόρια για να μπουν σε μια σφιχτή γραμμή σε δυάδες. Ένας από τους άντρες πλησίασε και χτύπησε το αγόρι που στέκονταν μπροστά στον Θορ δυνατά στην πλάτη με ένα μεγάλο ραβδί από καλάμι. Το αγόρι έβγαλε μια κραυγή και μπήκε πιο μέσα και πιο κοντά στον διπλανό του. Σε λίγο υπήρχαν δύο ευθυγραμμισμένες σειρές αγοριών που περπατούσαν μέσα στην Αυλή του Βασιλιά.
«Όταν κάνετε βηματισμό στη μάχη, θα περπατάτε σαν ένας!» φώναξε δυνατά ο Κολκ περπατώντας πάνω-κάτω δίπλα τους. «Εδώ δεν είναι η αυλή της μαμάς σας. Πηγαίνετε για πόλεμο!»
Ο Θορ συνέχισε να βηματίζει δίπλα στον Ρις, ιδρώνοντας κάτω από τον ήλιο, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν που πήγαιναν. Το στομάχι του ήταν ακόμα ανακατεμένο από την μπύρα και ήταν περίεργος πότε θα έτρωγαν πρωινό και πότε θα μπορούσε να πιει κάτι. Για άλλη μια φορά κατηγόρησε τον εαυτό του γιατί είχε πιει το προηγούμενο βράδυ.
Καθώς ανέβηκαν και κατέβηκαν στους λόφους, πέρασαν μετά από μια πέτρινη πύλη με αψίδα και μπήκαν σε ένα αμφιθέατρο όχι ιδιαίτερα όμορφο. Ήταν ο χώρος εκπαίδευσης της Λεγεώνας.
Μπροστά τους βρίσκονταν όλων των ειδών οι στόχοι για ρίψη δόρατος, εκτόξευση βέλους, και ρίψη πέτρας καθώς επίσης και σωροί με άχυρα για κοπή με σπαθί. Βλέποντας όλα αυτά, η καρδιά του Θορ άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Ήθελε να μπει μέσα, να χρησιμοποιήσει τα όπλα, να εκπαιδευτεί.
Αλλά καθώς πλησίασε στην περιοχή της εκπαίδευσης, ένιωσε ξαφνικά από πίσω του ένα χτύπημα από αγκώνα στα πλευρά του και είδε μια μικρή ομάδα έξι αγοριών, τα περισσότερα μικρότερα από τον ίδιο, να έχουν ξεφύγει από την σειρά τους. Ξαφνικά βρέθηκε μακριά από τον Ρις να οδηγείται προς την άλλη πλευρά του γηπέδου.
«Νομίζεις ότι θα κάνεις εκπαίδευση στα όπλα;» τον ρώτησε ο Κολκ κοροϊδευτικά καθώς τον χώρισε από τους άλλους σπρώχνοντάς τον μακριά από τους στόχους. «Σήμερα έχει άλογα για σένα».
Ο Θορ είδε προς τα που κατευθύνονταν. Στην απέναντι πλευρά του γηπέδου αρκετά άλογα κάλπαζαν τριγύρω. Ο Κολκ τον κοίταξε με ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Ενώ οι άλλοι εκσφενδονίζουν δόρατα και κάνουν εξάσκηση με σπαθιά, εσύ σήμερα θα φροντίσεις τα άλογα και θα καθαρίσεις τις ακαθαρσίες τους. Όλοι από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Καλώς ήλθες στη Λεγεώνα».
Ο Θορ ένιωσε εντελώς αποκαρδιωμένος. Τα πράγματα δεν πήγαιναν έτσι όπως τα είχε φανταστεί.
«Νομίζεις ότι είσαι ξεχωριστός, αγόρι μου;» ο Κολκ ρώτησε περπατώντας δίπλα του και πλησιάζοντας πολύ κοντά στο πρόσωπό του. Ο Θορ καταλάβαινε ότι προσπαθούσε να του σπάσει το ηθικό. «Το ό,τι ο Βασιλιάς και ο γιος του σου έδειξαν συμπάθεια δεν λέει τίποτα για μένα. Τώρα είσαι στις διαταγές μου. Με καταλαβαίνεις; Δεν ξέρω τι κόλπα έκανες στις κονταρομαχίες. Είσαι απλά ένα μικρό αγόρι σαν όλα τα άλλα. Με καταλαβαίνεις;»
Ο Θορ ξεροκατάπιε. Τον περίμενε μεγάλη και δύσκολη εκπαίδευση.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν ο Κολκ απομακρύνθηκε για να πάει να βασανίσει κάποιο άλλο αγόρι. Το αγόρι που ήταν μπροστά από τον Θορ, ένα μικρό κοντόχοντρο παιδί με πλακουτσωτή μύτη, γύρισε και του έκανε ένα σαρκαστικό μορφασμό.
«Εσύ δεν ανήκεις εδώ» του είπε. «Εσύ μπήκες εδώ με το έτσι θέλω. Δεν σε επέλεξαν. Δεν είσαι σαν όλους εμάς. Στ’ αλήθεια δεν είσαι. Και κανένας μας δεν σε συμπαθεί».
Ταυτόχρονα και το άλλο αγόρι που ήταν δίπλα στο κοντόχοντρο παιδί γύρισε και κοίταξε περιφρονητικά τον Θορ.
«Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σε κάνουμε να τα παρατήσεις και να φύγεις», του είπε.
«Το να μπεις εδώ ήταν πολύ ευκολότερο από το να μείνεις εδώ».
Ο Θορ ξαφνιάστηκε απ’ το μίσος τους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ήδη αποκτήσει εχθρούς και δεν καταλάβαινε τι κακό είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να μπει στη Λεγεώνα.
«Γιατί δεν κοιτάτε τον εαυτό σας;» ακούστηκε μια φωνή.
Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε ένα ψηλό, κοκαλιάρικο αγόρι με κόκκινα μαλλιά, φακίδες σε όλο του το πρόσωπο και μικρά, πράσινα μάτια να τον υπερασπίζεται. «Και εσείς οι δύο είστε εδώ για φτυάρισμα μαζί με εμάς», πρόσθεσε. «Ούτε εσείς είστε κάτι το ξεχωριστό. Πηγαίνετε να ενοχλήσετε κανέναν άλλον».
«Κι’ εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου, γλείφτη», ένα από τα αγόρια του ανταπάντησε, «αλλιώς θα έχεις και εσύ να κάνεις μαζί μας».
«Για δοκιμάστε», απάντησε κοφτά ο κοκκινομάλλης.
«Θα μιλήσεις όταν εγώ σου πω», φώναξε ο Κολκ σε ένα από τα αγόρια, ρίχνοντάς του μια δυνατή καρπαζιά. Τα δύο άλλα αγόρια που ήταν μπροστά στον Θορ, ευτυχώς, έκαναν στροφή και έφυγαν.
Ο Θορ δεν ήξερε τι να πει. Πλησίασε τον κοκκινομάλλη με ευγνωμοσύνη.
«Σ’ ευχαριστώ» του είπε.
Ο κοκκινομάλλης γύρισε και του χαμογέλασε.
«Το όνομά μου είναι Ο’Κόνορ. Θα σου έσφιγγα το χέρι, αλλά θα μου ρίξουν σφαλιάρα αν το κάνω. Έτσι θεώρησέ το σαν μια αόρατη χειραψία».
Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά και ο Θορ αισθάνθηκε αμέσως συμπάθεια γι’ αυτόν.
«Μην τους δίνεις σημασία», πρόσθεσε. «Απλά φοβούνται. Όπως και όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Κανένας μας δεν ήξερε ακριβώς πως θα ήταν εδώ που ήρθαμε».
Σε λίγο η ομάδα έφτασε στην άκρη του γηπέδου και ο Θορ μέτρησε έξι άλογα που κάλπαζαν τριγύρω.
«Πιάσε τα χαλινάρια!» διέταξε ο Κολκ. «Κράτησέ τα σταθερά και πήγαινέ το γύρω γύρω στην αρένα μέχρι να το εξουθενώσεις. Κάντο τώρα!»
Ο Θορ έκανε ένα βήμα μπροστά για να πιάσει τα χαλινάρια ενός από τα έξι άλογα, αλλά μόλις το έκανε, το άλογο έκανε βήματα προς τα πίσω και έτσι όπως σήκωσε τα πίσω του πόδια παραλίγο να τον κλωτσήσει. Ο Θορ ξαφνιάστηκε και έκανε πίσω ενώ οι άλλοι στην ομάδα άρχισαν να γελάνε κοροϊδευτικά. Ο Κολκ του έριξε μια καρπαζιά και ο Θορ ένιωσε την επιθυμία να του ανταποδώσει το χτύπημα.
«Τώρα είσαι μέλος της Λεγεώνας και δεν υποχωρείς ποτέ. Μπροστά σε κανέναν. Ούτε σε άνθρωπο ούτε σε θηρίο. Τώρα πιάσε πάλι τα γκέμια!»
Ο Θορ έδωσε κουράγιο στον εαυτό του, έκανε μερικά βήματα μπροστά και άρπαξε τα χαλινάρια του αλόγου που χοροπηδούσε τινάζοντας τα πίσω του πόδια. Κατάφερε να κρατηθεί, ενώ το άλογο τον τραβούσε και κουνιόταν πέρα-δώθε και άρχισε να το οδηγεί γύρω γύρω στο χωμάτινο γήπεδο και να μπει στη σειρά με τους άλλους. Το άλογό του αντιστεκόταν και τράβαγε δυνατά τα χαλινάρια του, αλλά ο Θορ τα τράβαγε προς τα πίσω. Δεν θα τα παράταγε τόσο εύκολα.
«Βλέπω πως τα πας καλύτερα».
Ο Θορ γύρισε και είδε τον Ο’Κόνορ να πλησιάζει δίπλα του χαμογελώντας. «Θέλουν να μας κάνουν καψόνια, ξέρεις».
Ξαφνικά το άλογο του Θορ σταμάτησε. Όσο κι αν του τράβαγε τα χαλινάρια, αυτό δεν κουνιόταν. Μετά ο Θορ αισθάνθηκε μια απαίσια μυρωδιά. Έβγαιναν τόσα πολλά περιττώματα από το άλογο που ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί. Φαίνονταν σαν να μην τελείωναν ποτέ.
Ο Θορ αισθάνθηκε να του βάζουν ένα μικρό φτυάρι στην παλάμη και χαμηλώνοντας το βλέμμα του είδε τον Κολκ δίπλα του να του χαμογελάει υποτιμητικά.
«Καθάρισέ τα!» τον πρόσταξε.