Kitabı oku: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », sayfa 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ο Γκάρεθ στέκονταν μέσα στην γεμάτη κόσμο αγορά φορώντας ένα μανδύα με κουκούλα παρά τη ζέστη του μεσημεριού. Αισθανόταν να ιδρώνει, αλλά προσπαθούσε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Πάντα προσπαθούσε να αποφύγει αυτό το μέρος της Αυλής του Βασιλιά, αυτά τα στενά δρομάκια που ήταν γεμάτα κόσμο και είχαν την έντονη μυρωδιά των κοινών ανθρώπων. Ολόγυρά του ήταν άνθρωποι που έκαναν παζάρια για τις τιμές ή πουλούσαν τα εμπορεύματά τους προσπαθώντας να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλον. Ο Γκάρεθ στεκόταν σε ένα γωνιακό πάγκο και προσποιούμενος ότι τον ενδιέφεραν τα φρούτα του πωλητή είχε το κεφάλι του χαμηλωμένο. Λίγο πιο πέρα, στο βάθος ενός σκοτεινού περάσματος ήταν ο Φερθ που έκανε αυτό για το οποίο και οι δύο είχαν έρθει εδώ.
Ο Γκάρεθ στεκόταν σε μικρή απόσταση ώστε να μπορεί να ακούσει την συζήτηση έχοντας την πλάτη του γυρισμένη ώστε να μην μπορούν να τον δουν. Ο Φερθ του είχε πει ότι ένας άντρας, ένας μισθοφόρος, θα του πουλούσε ένα φιαλίδιο με δηλητήριο. Ο Γκάρεθ ήθελε κάτι δυνατό, κάτι που θα ήταν σίγουρα αποτελεσματικό. Δεν ήθελε να ρισκάρει. Στο κάτω-κάτω και η δική του ζωή βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να ζητήσει από τον τοπικό φαρμακοποιό. Ήταν ένα έργο που είχε αναθέσει στον Φερθ, ο οποίος αφού πρώτα έλεγξε τη μαύρη αγορά, τον είχε ενημερώσει για τη διαθεσιμότητα του δηλητηρίου. Ο Φερθ τον είχε οδηγήσει σήμερα εδώ που θα συναντούσε αυτόν τον ατημέλητο τύπο με τον οποίο τώρα μιλούσε στα κρυφά στην άκρη του μικρού δρόμου. Ο Γκάρεθ είχε επιμείνει να παρευρίσκεται στην τελική συναλλαγή για να είναι σίγουρος ότι όλα πήγαν καλά και για να βεβαιωθεί ότι δεν θα τον εξαπατούσαν και να του δώσουν ένα ψεύτικο δηλητήριο. Επιπλέον, δεν ήταν εντελώς σίγουρος για τις ικανότητες του Φερθ να φέρει εις πέρας τη δουλειά. Κάποια ζητήματα έπρεπε να τα φροντίζει μόνος του.
Είχε χρειαστεί να περιμένουν τον άντρα για μισή ώρα, με τον Γκάρεθ να στριμώχνεται μέσα στο πλήθος και να προσεύχεται να μην τον αναγνωρίσουν. Όμως, σκέφτηκε, πως ακόμα κι’ αν κάποιος τον αναγνώριζε, και εφ’ όσον η πλάτη του θα ήταν στραμμένη προς το δρομάκι, θα μπορούσε απλά να φύγει και κανείς δεν θα μπορούσε να συνδέσει τα δύο γεγονότα.
«Πού είναι το φιαλίδιο;» ρώτησε ο Φερθ τον άντρα που έμοιαζε σαν ηλίθιος, μόλις λίγα βήματα πιο πίσω του.
Ο Γκάρεθ γύρισε ελαφρά και κρατώντας το πρόσωπό του κρυμμένο, κρυφοκοίταξε από την άκρη του μανδύα του. Ακριβώς απέναντι από τον Φερθ στέκονταν ένας άντρας με διαβολική όψη, ατημέλητος, υπερβολικά αδύνατος, με βαθουλωτά μάγουλα και τεράστια μαύρα μάτια. Έμοιαζε κάπως με αρουραίο. Κοίταζε τον Φερθ χωρίς καν να ανοιγοκλείσει τα μάτια του.
«Πού είναι τα λεφτά;» ανταπέδωσε την ερώτηση.
Ο Γκάρεθ απλά ήλπιζε ότι ο Φερθ θα μπορούσε να χειριστεί την υπόθεση σωστά. Συνήθως, όμως, με κάποιο τρόπο τα έκανε θάλασσα.
«Θα σου δώσω τα λεφτά όταν μου δώσεις το φιαλίδιο». Ο Φερθ κρατούσε τη θέση του.
Ωραία, σκέφτηκε ο Γκάρεθ, εντυπωσιασμένος.
Στη συνέχεια, επικράτησε μια στιγμή σιωπής, και μετά ο άντρας είπε:
«Δώσε μου τα μισά λεφτά τώρα και εγώ θα σου πω που είναι το φιαλίδιο».
«Πού είναι;» ο Φερθ επανέλαβε, ενώ ο τόνος της φωνής του είχε ανέβει, μαρτυρώντας έκπληξη. «Εσύ μου είχες πει ότι θα το είχα».
«Ναι, σου είχα πει ότι θα το είχες. Δεν σου είπα ότι θα το έφερνα. Με νομίζεις ανόητο;» Υπάρχουν παντού κατάσκοποι. Δεν ξέρω ποιοι ακριβώς είναι οι σκοποί σου αλλά υποθέτω ότι δεν είναι κάτι ασήμαντο. Στο κάτω-κάτω, για ποιο άλλο λόγο να αγοράσεις ένα φιαλίδιο με δηλητήριο;»
Ο Φερθ σταμάτησε για λίγο, και ο Γκάρεθ κατάλαβε ότι είχε πιαστεί απροετοίμαστος.
Τελικά ο Γκάρεθ άκουσε το χαρακτηριστικό κουδούνισμα που κάνουν τα νομίσματα όταν κτυπούν μεταξύ τους. Κρυφοκοιτάζοντας, είδε τον βασιλικό χρυσό να βγαίνει από το πουγκί του Φερθ και να πηγαίνει στα χέρια του άντρα.
Ο Γκάρεθ περίμενε, τα δευτερόλεπτα του φαίνονταν αιώνες, ενώ συνεχώς αναρωτιόταν αν είχαν ξεγελαστεί.
«Θα πάρεις το δρόμο για το Μαύρο Δάσος», είπε τελικά ο άντρας. «Στο τρίτο μίλι της διαδρομής θα στρίψεις στο μονοπάτι που οδηγεί πάνω στον λόφο. Στην κορυφή, στρίψε αριστερά. Θα περάσεις μέσα από το πιο σκοτεινό δάσος που έχεις δει στη ζωή σου και θα φτάσεις σ’ ένα μικρό ξέφωτο. Στο σπιτάκι της μάγισσας. Θα σε περιμένει – μαζί με το φιαλίδιο που θέλεις».
Ο Γκάρεθ κρυφοκοίταγε κάτω από την κουκούλα του και είδε ότι ο Φερθ ήταν έτοιμος να φύγει. Μόλις έκανε ένα βήμα, ο άντρας ξαφνικά άπλωσε το χέρι του και τον άρπαξε απ’ το πουκάμισο.
«Τα λεφτά…», γρύλισε, «…δεν είναι αρκετά».
Ο Γκάρεθ μπορούσε να δει το φόβο να απλώνεται στο πρόσωπο του Φερθ και μετάνιωσε που τον είχε στείλει γι’ αυτή τη δουλειά. Αυτός ο άξεστος τύπος πρέπει να είχε καταλάβει το φόβο του – και τώρα το εκμεταλλευόταν. Ο Φερθ δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοιες δουλειές.
«Μα σου έδωσα ακριβώς όσα ζήτησες», διαμαρτυρήθηκε ο Φερθ με τον τόνο της φωνής του να γίνεται τσιριχτός. Ακούγονταν θηλυπρεπής. Και αυτό έκανε τον άντρα ακόμα πιο θρασύ.
Τον κοίταξε με ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Τώρα όμως θέλω περισσότερα».
Τα μάτια του Φερθ άνοιξαν διάπλατα από φόβο και αβεβαιότητα. Εκείνη τη στιγμή, ο Φερθ γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του Γκάρεθ.
Ο Γκάρεθ γύρισε από την άλλη μεριά, ελπίζοντας ότι δεν ήταν πολύ αργά και ότι δεν τον είχαν εντοπίσει. Πώς μπορούσε ο Φερθ να είναι τόσο βλάκας; Μέσα του προσευχήθηκε να μην τον είχε προδώσει.
Η καρδιά του Γκάρεθ χτυπούσε δυνατά καθώς περίμενε. Με αγωνία ακουμπούσε τα φρούτα, προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται να τα αγοράσει. Υπήρξε μια ατέλειωτη σιωπή πίσω του, καθώς ο Γκάρεθ φανταζόταν όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να έρθει προς τα εδώ, ο Γκάρεθ προσευχήθηκε μέσα του. Σε παρακαλώ, θα κάνω οτιδήποτε. Θα εγκαταλείψω το σχέδιό μου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωσε μια χοντρή παλάμη να τον χτυπάει στην πλάτη. Γύρισε και κοίταξε.
Τα μεγάλα, μαύρα, άψυχα μάτια αυτού του κρετίνου είχαν καρφωθεί στα δικά του.
«Δεν μου είπες ότι είχες και συνεργό», γρύλισε. «Ή μήπως εσύ είσαι κατάσκοπος;»
Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και πριν ο Γκάρεθ μπορέσει να αντιδράσει, κατέβασε την κουκούλα του Γκάρεθ. Κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο του και γούρλωσε τα μάτια του σοκαρισμένος.
«Ο Πρίγκιπας του Βασιλείου!» ψέλλισε. «Τι κάνετε εσείς εδώ;»
Όμως, ένα δευτερόλεπτο αργότερα, τα μάτια του έγιναν σαν δύο λεπτές σχισμές και χαμογελώντας με ικανοποίηση, απάντησε μόνος του στην ερώτηση έχοντας καταλάβει το σχέδιο.
«Κατάλαβα…», είπε ο άντρας, «…αυτό το φιαλίδιο – ήταν για εσένα, έτσι; Σκοπεύεις να δολοφονήσεις κάποιον, ε…; Αλλά ποιόν; Ναι, αυτό είναι το ερώτημα».
Το πρόσωπο του Γκάρεθ έγινε κατακόκκινο από την αγωνία του. Αυτός ο άντρας – ήταν τελικά πολύ πιο έξυπνος απ’ ό,τι φαινόταν. Αλλά ήταν πια αργά. Όλα του τα σχέδια είχαν αποκαλυφθεί. Ο Φερθ τα είχε κάνει θάλασσα. Αν ο άντρας πρόδιδε τον Γκάρεθ, η τιμωρία του θα ήταν θάνατος.
«Τον πατέρα σου, ίσως;» ρώτησε ο άντρας με τα μάτια του να φωτίζονται από την σκέψη αυτή. «Αυτό είναι, ε…; Επειδή σε προσπέρασε στη διαδοχή. Τον πατέρα σου. Σκοπεύεις να δολοφονήσεις τον πατέρα σου».
Ο Γκάρεθ δεν άντεξε άλλο. Χωρίς να διστάσει, έκανε ένα βήμα μπροστά, τράβηξε ένα μικρό στιλέτο κάτω από τον μανδύα του και το έχωσε στο στήθος του άντρα. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του.
Ο Γκάρεθ δεν ήθελε να τον δουν οι περαστικοί και έτσι άρπαξε τον άντρα απ’ το χιτώνιό του και τον έφερε πολύ κοντά στο σώμα του, τόσο κοντά που μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του που βρόμαγε σαν κάτι σάπιο. Με το ελεύθερο χέρι του του έκλεισε σφιχτά το στόμα μην τυχόν και έβγαζε καμία κραυγή. Ο Γκάρεθ ένιωσε το καυτό αίμα του άντρα να κυλάει στην παλάμη του και να περνάει μέσα από τα δάκτυλά του.
Ο Φερθ τον πλησίασε και άφησε μια κραυγή τρόμου.
Ο Γκάρεθ κράτησε τον άντρα λίγο περισσότερο από ένα λεπτό και μετά τον ένιωσε να καταρρέει στα χέρια του. Μετά τον άφησε να πέσει στο έδαφος και να σωριαστεί εκεί σαν μια άψυχη μάζα.
Ο Γκάρεθ γύρισε και κοίταξε μήπως τυχόν τον είχε δει κανείς. Ευτυχώς, μέσα στην πολύβουη αγορά, κανείς δεν είχε γυρίσει το κεφάλι του να κοιτάξει σ’ αυτό το σκοτεινό δρομάκι. Έβγαλε τον μανδύα του και το έριξε πάνω από τον άψυχο σωρό.
«Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι, λυπάμαι πολύ», συνέχισε να επαναλαμβάνει ο Φερθ. Ακουγόταν σαν μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε υστερικά και τρέμοντας πλησίασε τον Γκάρεθ. «Είσαι καλά; Είσαι καλά;»
Ο Γκάρεθ άπλωσε το χέρι του και του έριξε ένα ανάποδο χαστούκι.
«Κλείσε το στόμα σου και εξαφανίσου από εδώ» του είπε με συριχτή φωνή.
Ο Φερθ γύρισε και έφυγε τρέχοντας.
Ο Γκάρεθ ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε και γύρισε πίσω. Είχε κάτι ακόμα να κάνει. Έσκυψε, άρπαξε το σακουλάκι με τα νομίσματα από το χέρι του νεκρού και το έχωσε στο ζωνάρι του.
Ο νεκρός δεν θα τα χρειάζονταν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ο Γκάρεθ περπατούσε γρήγορα μέσα στο μονοπάτι του δάσους με τον Φερθ δίπλα του και την κουκούλα πάνω στο κεφάλι του, παρά την ζέστη. Το μυαλό του δεν μπορούσε να συλλάβει το πώς είχε βρεθεί ακριβώς στην κατάσταση που ήθελε να αποφύγει. Τώρα υπήρχε ένα πτώμα, ένα ίχνος. Ποιος ήξερε σε ποιον μπορεί να είχε μιλήσει αυτός ο άντρας. Ο Φερθ θα έπρεπε να ήταν πιο επιφυλακτικός στη συναλλαγή μαζί του. Τώρα τα στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον Γκάρεθ.
«Συγγνώμη», είπε ο Φερθ, τρέχοντας για να τον προλαβαίνει.
Ο Γκάρεθ τον αγνόησε και άρχισε να περπατάει δύο φορές πιο γρήγορα, βράζοντας από τον θυμό του.
«Αυτό που έκανες ήταν βλακώδες και έδειχνε αδυναμία», είπε ο Γκάρεθ. «Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχες κοιτάξει προς το μέρος μου».
«Δεν το ήθελα. Δεν ήξερα τι να κάνω όταν άρχισε να ζητάει κι’ άλλα χρήματα».
Ο Φερθ είχε δίκιο. Ήταν μια επικίνδυνη κατάσταση. Ο τύπος ήταν εγωιστής, ένα άπληστο γουρούνι που άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού και άξιζε να πεθάνει. Ο Γκάρεθ δεν λυπόταν καθόλου γι’ αυτόν. Το μόνο που προσευχόταν ήταν να μην είχε δει κανείς τον φόνο. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν μια δίκη. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα υπήρχε εξονυχιστική έρευνα μετά την δολοφονία του πατέρα του και δεν έπρεπε να αφήσει πίσω του ούτε το παραμικρό ίχνος που θα τους οδηγούσε σ’ αυτόν.
Τουλάχιστον τώρα βρίσκονταν στο Μαύρο Δάσος. Παρά τον καλοκαιρινό ήλιο, ήταν σχεδόν σκοτάδι εδώ μέσα, με τους τεράστιους ευκάλυπτους να μπλοκάρουν και την παραμικρή αχτίδα του ήλιου. Ταίριαζε και με τη διάθεσή του. Ο Γκάρεθ μισούσε αυτό το μέρος. Συνέχισε να κατηφορίζει το στριφογυριστό μονοπάτι ακολουθώντας τις οδηγίες του άντρα. Ήλπιζε να του είχε πει την αλήθεια και να μην τον είχε εξαπατήσει. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ψέμα. Ή θα μπορούσε να τους είχε οδηγήσει σε μια παγίδα, σε κάποιους φίλους του που θα περίμεναν για να τους πάρουν κι’ άλλα χρήματα με ληστρικό τρόπο. Ο Γκάρεθ μέσα του κατηγορούσε τον εαυτό του. Ήταν λάθος του να δείξει τόση εμπιστοσύνη στον Φερθ. Θα έπρεπε να είχε χειριστεί την κατάσταση μόνος του. Έτσι όπως έκανε πάντα.
«Να παρακαλάς αυτό το μονοπάτι να μας βγάλει στη μάγισσα..», ο Γκάρεθ είπε επιγραμματικά, «…και να έχει και το δηλητήριο».
Συνέχισαν να κατηφορίζουν το ένα μονοπάτι μετά το άλλο έως ότου έφτασαν σε μια διχάλα του δρόμου – έτσι ακριβώς όπως είχε πει ο άντρας. Αυτό ήταν καλός οιωνός και ο Γκάρεθ ένιωσε μια ελαφριά ανακούφιση. Έστριψαν αριστερά, ανέβηκαν στο λόφο και σύντομα έστριψαν ξανά. Οι οδηγίες φαίνονταν αληθινές, και τώρα μπροστά τους ήταν, πράγματι, το πιο σκοτεινό μέρος δάσους που ο Γκάρεθ είχε δει ποτέ του. Τα δέντρα ήταν απίστευτα πυκνά και μπερδεμένα.
Ο Γκάρεθ μπήκε στο δάσος και αμέσως αισθάνθηκε μια ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά του – ένιωθε κάτι σατανικό να πλανάται στον αέρα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ακόμα μέρα.
Καθώς άρχισε να φοβάται και να σκέφτεται να γυρίσει πίσω, το μονοπάτι τελείωσε και μπροστά του είδε ένα μικρό ξέφωτο. Φωτίζονταν μόνο από μια δέσμη ακτίνων που διαπερνούσε τα δέντρα και στη μέση του βρισκόταν μια μικρή πέτρινη καλύβα. Η καλύβα της μάγισσας.
Η καρδιά του Γκάρεθ άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. Μπήκε στο ξέφωτο κοιτάζοντας γύρω του για να βεβαιωθεί πως κανείς δεν τον παρακολουθούσε και για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν παγίδα.
«Βλέπεις, έλεγε την αλήθεια», είπε ο Φερθ, με ενθουσιασμό στη φωνή του.
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα», είπε ο Γκάρεθ επικριτικά. «Εσύ μείνε απ’ έξω να προσέχεις. Χτύπα την πόρτα αν κάποιος πλησιάσει. Και κράτα το στόμα σου κλειστό».
Ο Γκάρεθ δεν μπήκε καν στον κόπο να χτυπήσει τη μικρή αψιδωτή ξύλινη πόρτα που ήταν μπροστά του. Έπιασε το σιδερένιο πόμολο, έσπρωξε την πόρτα που είχε πάχος περίπου πέντε εκατοστά, και σκύβοντας το κεφάλι του πέρασε από κάτω και μπήκε μέσα, κλείνοντάς την πίσω του.
Μέσα η καλύβα ήταν σκοτεινή και φωτίζονταν μόνο από μερικά κεριά που ήταν διάσπαρτα μέσα στο δωμάτιο. Απ’ ό,τι έβλεπε, υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο, χωρίς καθόλου παράθυρα και με βαριά ατμόσφαιρα. Στάθηκε εκεί, νιώθοντας να πνίγεται από την απόλυτη σιωπή ενώ προετοίμαζε τον εαυτό του για οτιδήποτε. Μπορούσε να αισθανθεί το κακό εκεί μέσα κι’ αυτό έκανε το δέρμα του να ανατριχιάσει.
Μέσα στο μισοσκόταδο, το μάτι του έπιασε μια κίνηση και μετά άκουσε ένα θόρυβο.
Μπροστά του εμφανίστηκε μια γριά που κούτσαινε και ερχόταν προς το μέρος του. Ήταν ζαρωμένη και είχε καμπούρα. Σήκωσε ένα κερί που φώτισε το γεμάτο ρυτίδες και κρεατοελιές πρόσωπό της. Φαινόταν πολύ μεγάλη, αρχαία, μεγαλύτερη κι’ από τα δέντρα που υψώνονταν πάνω από την καλύβα της.
«Φοράς κουκούλα ακόμα και στο σκοτάδι», του είπε με ένα αποκρουστικό χαμόγελο και με φωνή που έτριζε σαν ξύλο που καίγεται στη φωτιά. «Η αποστολή σου δεν είναι αθώα».
«Ήρθα για το φιαλίδιο», είπε ο Γκάρεθ γρήγορα προσπαθώντας να ακούγεται γενναίος και με αυτοπεποίθηση, αλλά μπορούσε να καταλάβει το τρεμούλιασμα στη φωνή του. «Ρίζα Σελντρέικ. Μου είπαν ότι το έχεις».
Ακολούθησε μεγάλη σιωπή, αλλά μετά ακούστηκε ένα φρικτό γέλιο σαν κακάρισμα που αντήχησε σ’ ολόκληρο το δωμάτιο.
«Δεν έχει σημασία αν το έχω ή όχι. Το θέμα είναι εσύ τι το θέλεις;»
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς προσπαθούσε να αρθρώσει μια απάντηση.
«Τι σε νοιάζει τι το θέλω;» τη ρώτησε τελικά.
«Θα με ευχαριστούσε να μάθαινα ποιον θα σκοτώσεις», είπε.
«Αυτό δεν σε αφορά. Όμως σου έχω φέρει λεφτά».
Ο Γκάρεθ έχωσε το χέρι του στο ζωνάρι του, έβγαλε ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα και μαζί με εκείνο που είχε πάρει από τον νεκρό τα ακούμπησε και τα δύο πάνω στο μικρό ξύλινο τραπέζι της μάγισσας. Ο ήχος των χρυσών νομισμάτων αντήχησε στο μικρό δωμάτιο.
Μέσα του ο Γκάρεθ εύχονταν τα χρήματα να την ηρεμούσαν, να του έδινε αυτό που ήθελε και να έφευγε από αυτό το μέρος.
Η μάγισσα άπλωσε το δάκτυλό της, που είχε ένα μακρύ γαμψό νύχι, και σηκώνοντας το ένα πουγκί, άρχισε να το περιεργάζεται. Ο Γκάρεθ κράτησε την ανάσα του ελπίζοντας ότι δεν θα ζητούσε περισσότερα.
«Αυτά μπορεί να είναι αρκετά για να αγοράσουν τη σιωπή μου», είπε.
Γύρισε και απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας μέσα στο μισοσκόταδο. Άκουσε έναν ελαφρύ ήχο σαν σφύριγμα και κάτω από το φως ενός κεριού ο Γκάρεθ την είδε να ανακατεύει ένα υγρό μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο φιαλίδιο. Το υγρό έβγαζε φουσκάλες και ξεχείλιζε, αλλά η μάγισσα του έβαλε ένα φελλό και το έκλεισε. Ο χρόνος φαίνονταν σαν να είχε σταματήσει όσο ο Γκάρεθ περίμενε, με την ανυπομονησία του να αυξάνεται συνεχώς. Ένα εκατομμύριο ανήσυχες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Τι θα γινόταν αν τον ανακάλυπταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Τι θα γινόταν αν του έδινε λάθος φιαλίδιο; Και αν το έλεγε σε κάποιον άλλο; Μήπως τον είχε αναγνωρίσει; Δεν είχε απαντήσεις.
Οι επιφυλάξεις του Γκάρεθ για το όλο εγχείρημα αυξάνονταν συνεχώς. Ποτέ του δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο ήταν να σκοτώσεις κάποιον.
Μετά από μια σιωπή που του φάνηκε ατελείωτη, η μάγισσα επέστρεψε. Του έβαλε στο χέρι το φιαλίδιο που ήταν τόσο μικρό που σχεδόν εξαφανίστηκε στην παλάμη του. Μετά η μάγισσα απομακρύνθηκε ξανά.
«Τόσο μικρό φιαλίδιο;» ρώτησε. «Θα κάνει δουλειά;»
Η μάγισσα χαμογέλασε.
«Θα εκπλαγείς πόσο λίγο χρειάζεται για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο».
Ο Γκάρεθ γύρισε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα όταν ένιωσε ένα παγωμένο δάκτυλο στον ώμο του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η μάγισσα είχε καταφέρει να διασχίσει το δωμάτιο τόσο γρήγορα και αυτό τον τρόμαξε. Στάθηκε εκεί, τόσο παγωμένος από φόβο που δεν τολμούσε να γυρίσει να την κοιτάξει.
Αυτή έκανε δύο στροφές γύρω του, έγειρε προς το μέρος του – με μια απαίσια μυρωδιά να αναδύεται από το σώμα της – και σηκώνοντας ξαφνικά τα δυό της χέρια, άρπαξε τα μάγουλά του και τον φίλησε πιέζοντας τα ζαρωμένα χείλη της πάνω στα δικά του.
Ο Γκάρεθ αηδίασε. Ήταν το πιο σιχαμερό πράγμα που του είχε συμβεί ποτέ. Τα χείλη της ήταν σαν χείλη σαύρας και η γλώσσα της που την ένιωσε να πιέζει τη δική του ήταν σαν την γλώσσα ενός ερπετού. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί, αλλά του κρατούσε το πρόσωπο τόσο σφιχτά τραβώντας τον προς το μέρος της.
Τελικά κατάφερε να τραβηχτεί μακριά της. Σκούπισε το στόμα του με το πίσω μέρος του χεριού του, ενώ αυτή έγειρε προς τα πίσω και άρχισε να γελάει.
«Η πρώτη φορά που σκοτώνεις κάποιον είναι δύσκολη», είπε. «Η επόμενη είναι πολύ ευκολότερη».
*
Ο Γκάρεθ βγήκε βολίδα από την καλύβα και φτάνοντας στο ξέφωτο βρήκε τον Φερθ να στέκεται εκεί και να τον περιμένει.
«Τι τρέχει; Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχα ο Φερθ. «Φαίνεσαι σαν να σ’ έχουν μαχαιρώσει. Τι σου έκανε;»
Ο Γκάρεθ σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα, σκουπίζοντας το στόμα του ξανά και ξανά. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
«Πάμε να φύγουμε από εδώ», του είπε. «Τώρα!»
Καθώς άρχισαν να κατευθύνονται έξω από το ξέφωτο και πριν μπουν στο μαύρο δάσος, ο ήλιος ξαφνικά σκοτείνιασε από τα μαύρα σύννεφα που μαζεύτηκαν απίστευτα γρήγορα στον ουρανό κάνοντας την όμορφη μέρα κρύα και σκοτεινή. Ο Γκάρεθ δεν είχε δει ποτέ πριν στη ζωή του τόσα μαύρα σύννεφα να εμφανίζονται τόσο γρήγορα. Ήξερε ότι όλα αυτά που συνέβαιναν δεν ήταν φυσιολογικά. Την ίδια στιγμή, ένας ψυχρός άνεμος σηκώθηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο, και καθώς τον αισθάνθηκε πίσω στο σβέρκο του, αναρωτήθηκε πόσο ισχυρές ήταν οι δυνάμεις αυτής της μάγισσας. Δεν μπορούσε να αποφύγει τη σκέψη ότι με εκείνο το φιλί τον είχε βάλει, με κάποιον τρόπο, κάτω από τον έλεγχό της ή του είχε ρίξει κάποιου είδους κατάρα.
«Τι έγινε εκεί μέσα;» ο Φερθ τον πίεσε να του πει.
«Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό», είπε ο Γκάρεθ. «Δεν θέλω να ξανασκεφτώ αυτή την ημέρα ποτέ ξανά».
Οι δυό τους προχώρησαν βιαστικά στο μονοπάτι, κατηφόρισαν τον λόφο και σύντομα μπήκαν πάλι στο μονοπάτι του δάσους που θα τους έβγαζε πίσω στην Αυλή του Βασιλιά. Ο Γκάρεθ μόλις είχε αρχίσει να σπρώχνει όσα είχαν συμβεί στο πίσω μέρος του μυαλού του, όταν ξαφνικά άκουσε βήματα από μπότες πίσω του. Γύρισε και είδε μια ομάδα αντρών να περπατάνε προς το μέρος του. Δεν πίστευε στα μάτια του!
Ήταν ο αδελφός του ο Γκόντφρι. Φαινόταν μεθυσμένος και ερχόταν προς το μέρος του γελώντας. Μαζί του ήταν ένας αχρείος τύπος, ο Χάρι, και δύο άλλοι ταραχοποιοί φίλοι του. Σ’ ολόκληρο το βασίλειο έτυχε να συναντηθούν σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο και εκείνη τη στιγμή! Και μέσα στο δάσος – στη μέση του πουθενά! Εκείνη τη στιγμή, ο Γκάρεθ ένιωσε ότι όλο αυτό το ραδιούργο σχέδιό του ήταν καταδικασμένο.
Ο Γκάρεθ γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά, τράβηξε την κουκούλα πάνω από το πρόσωπό του και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, παρακαλώντας να μην τον αναγνωρίσουν.
«Γκάρεθ;» τον άκουσε να φωνάζει.
Ο Γκάρεθ δεν είχε άλλη επιλογή. Σταμάτησε επιτόπου, ανασήκωσε την κουκούλα του και γύρισε να κοιτάξει τον αδελφό του που προχωρούσε με χαρωπό βήμα προς το μέρος του.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε ο Γκόντφρι.
Ο Γκάρεθ άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, αλλά το έκλεισε αμέσως αφού δεν ήξερε τι να πει.
«Είχαμε πάει για περπάτημα», απάντησε ο Φερθ, σώζοντας την κατάσταση.
«Περπάτημα… πήγατε για περπάτημα;» ρώτησε ένας φίλος του Γκόντφρι κάνοντας τη φωνή του να ακούγεται γυναικεία για να κοροϊδέψει τον Φέρθ. Οι φίλοι του άρχισαν επίσης να γελάνε. Ο Γκάρεθ ήξερε πως ο αδελφός του και οι φίλοι του τον κατέκριναν για τις προδιαθέσεις του – αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ένοιαζε αυτή τη στιγμή. Αυτό που ήθελε ήταν να αλλάξει τη συζήτηση. Δεν ήθελε να συνεχίσουν να αναρωτιούνται τι έκανε εκεί πέρα.
«Αλήθεια, εσείς τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Γκάρεθ, αντιστρέφοντας τους όρους.
«Μια καινούργια ταβέρνα άνοιξε κοντά στο Σάουθγκουντ», απάντησε ο Γκόντφρι. «Μόλις την δοκιμάσαμε. Η καλύτερη μπύρα σε όλο το βασίλειο. Θέλεις λίγη;» ρώτησε, δείχνοντάς του ένα μικρό βαρελάκι.
Ο Γκάρεθ κούνησε το κεφάλι του γρήγορα. Ήξερε ότι έπρεπε να του στρέψει αλλού την προσοχή και τώρα είχε βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να αλλάξει θέμα, έτσι τον επέπληξε έντονα.
«Ο Πατέρας θα γινόταν έξαλλος αν σε έπιανε να πίνεις μέρα μεσημέρι», είπε ο Γκάρεθ. «Σου προτείνω να αφήσεις κάτω το κρασί και να γυρίσεις στο παλάτι».
Τα λόγια αυτά πέτυχαν το στόχο τους. Ο Γκόντφρι συνοφρυώθηκε. Ήταν σαφές ότι δεν σκεφτόταν πια τον Γκάρεθ, αλλά τον πατέρα του και τον εαυτό του.
«Και από πότε, εσύ νοιάζεσαι για το τι θέλει ο Πατέρας;» του ανταπάντησε.
Ο Γκάρεθ είχε πετύχει αυτό που ήθελε και δεν είχε άλλο χρόνο να χάσει μ’ αυτόν τον μεθύστακα. Είχε αλλάξει το θέμα, είχε καταφέρει να στρέψει αλλού την προσοχή του αδελφού του και ήλπιζε ότι αυτός δεν θα σκεφτόταν πιο σοβαρά το λόγο που ο Γκάρεθ βρισκόταν εκεί.
Γύρισε και άρχισε να κατηφορίζει το μονοπάτι ακούγοντας κοροϊδευτικά γέλια πίσω του καθώς απομακρύνονταν. Αλλά δεν τον ένοιαζε πια. Σε λίγο θα ήταν εκείνος που θα γελούσε τελευταίος.