Kitabı oku: «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B», sayfa 3
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαίως τούτο είναι προφανές, ότι δηλαδή έκαστος οφείλει να σκεφθή ότι πρέπει να είναι πιστός οπαδός του θεού.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν ποία πράξις είναι φιλική και σύμφωνος με τον θεόν; Μία (πράξις) και εις μίαν παράδοσιν αρχαίαν στηρίζεται, ότι δηλαδή το όμοιον με το όμοιον, όταν είναι μέτριον, ημπορεί να είναι φιλικόν, ενώ τα αμέτρητα δεν είναι φιλικά ούτε μεταξύ των ούτε με τα μετρημένα. Ο θεός λοιπόν προ πάντων φαίνεται ότι είναι δι' ημάς μέτρον εις όλα τα πράγματα, και πολύ περισσότερον παρά κανείς άνθρωπος, καθώς λέγουν. Όποιος λοιπόν θέλει να γίνη προσφιλής εις αυτόν πρέπει όσον το δυνατόν και ο ίδιος να γίνη τοιούτος, και επομένως συμφώνως με αυτόν τον λόγον όποιος από ημάς είναι σώφρων είναι αγαπητός εις τον θεόν, διότι είναι όμοιος, όποιος όμως δεν είναι σώφρων είναι ανόμοιος και διαφορετικός και άδικος. Και τα άλλα συμβαίνουν με την ιδίαν αναλογίαν. Ας συλλογισθώμεν δε ότι σύμφωνος με αυτά είναι ο εξής ισχυρισμός, ο οποίος νομίζω ότι είναι ωραιότερος και αληθέστερος από όλους τους λόγους, ότι δηλαδή ο μεν αγαθός να θυσιάζη και να επικοινωνή με τους θεούς με προσευχάς και αφιερώματα και με όλην την λατρείαν των θεών είναι το ωραιότερον και καλλίτερον και ωφελιμώτερον διά την ευτυχή ζωήν και προ πάντων υπερβολικά ευπρεπές, ενώ διά τον κακόν προωρίσθησαν όλως τα αντίθετα από αυτά. Διότι ο κακός είναι βεβαίως ακάθαρτος εις την ψυχήν, είναι όμως καθαρός ο αντίθετός του. Από μικρόν δε να δεχθή δώρα δεν είναι ορθόν ούτε άνθρωπος αγαθός ούτε θεός. Επομένως μάταιος είναι ο πολύς κόπος των ανοσίων διά τους θεούς, ενώ των ευσεβών είναι επικαιρότατος. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός μας, εις τον οποίον πρέπει να σημαδεύωμεν, ως βέλη όμως αυτού και κάπως ως ορμή των βελών ποίοι λόγοι ημπορούν να ριφθούν όσον το δυνατόν επιτυχώς; Νομίζομεν ότι πρώτον μετά τους Ολυμπίους και τους πολιούχους θεούς εάν αποδώση κανείς τα ζυγά και τα δεύτερα θύματα και τα αριστερά των μέλη εις τους θεούς του Άδου, θα επιτύχη ορθότατα τον σκοπόν της ευσεβείας, εις δε τους θεούς οι οποίοι ευρίσκονται επάνω από αυτούς τα μονά και τα αντίστροφα με όσα είπαμεν προηγουμένως. Κατόπιν δε από αυτούς τους θεούς είναι ορθόν όστις έχει φρόνησιν να ιερουργή εις τους δαίμονας και κατόπιν εις τους ήρωας. Κατόπιν έρχεται η ιερουργία των ιδιωτικών πατρικών θεών συμφώνως με τον νόμον, κατόπιν δε αι τιμαί των γονέων ενόσω ζουν, εις τους οποίους είναι ευσεβές να πληρώνωμεν τα πρώτα και τα σπουδαιότερα χρέη, τα οποία προηγούνται από όλα τα άλλα χρέη, να νομίζη δε κανείς ότι όσα απέκτησε και έχει είναι όλα κτήμα εκείνων, οι οποίοι τον εγέννησαν και τον ανέθρεψαν, ώστε να τα προσφέρη όσον του είναι δυνατόν εις την υπηρεσίαν εκείνων, πρώτον την περιουσίαν, δεύτερον το σώμα του και τρίτον την ψυχήν ως αποζημίωσιν δανείων και φροντίδων και παλαιών οχληρών κόπων δοθέντων απέναντι νέων, τους οποίους μάλιστα αποδίδει εις γέροντας έχοντας μεγάλην ανάγκην ως εκ της ηλικίας των. Εις όλην δε την ζωήν του πρέπει κανείς να έχη και να απέδειξε προς τους γονείς του γλώσσαν ευσεβή, διότι των αβαρών και των πτερωτών λέξεων η προσβολή είναι πολύ βαρεία. Διότι ως επιθεωρητής όλων αυτών διωρίσθη η Νέμεσις ο αγγελιοφόρος της Δικαιοσύνης. Λοιπόν πρέπει εις αυτούς να υποχωρή κανείς, και όταν οργίζωνται και όταν ξεσπά ο θυμός των, και είτε με λόγους κάμνουν τούτο είτε με έργα να τους συγχωρή, διότι πολύ δικαίως οργίζεται ο πατήρ προς τον υιόν, εάν νομίζη ότι αδικείται. Όταν δε αποθάνουν οι γονείς του, κηδεία μεν καλλιτέρα είναι η αξιοπρεπεστέρα, χωρίς να υπερβάλη τα συνηθισμένα (μνημεία) ούτε να υστερή εις όσα έκαμαν οι προπάτορές του εις τους ιδικούς των γονείς, και εξ άλλου να αποδίδη τα επέτεια μνημόσυνα, όσα φέρουν τιμήν εις τους αποθανόντας. Πάντοτε δε να φροντίζη κυρίως πώς να καταστήση την μνήμην των αείμνηστον και να μοιράζη εις τους μεταστάντας το ανάλογον μέρος από τας δαπάνας τας οποίας του χαρίζει η τύχη. Λοιπόν, εάν κάμνωμεν πάντοτε αυτά και ζώμεν συμφώνως με αυτά, όλοι θα λάβωμεν τον μισθόν μας από τους θεούς και τους καλλιτέρους μας και θα ζώμεν με καλάς ελπίδας εις την περισσοτέραν μας ζωήν. Εις όσα δε χρειάζονται κατά νόμον ως στολισμός απέναντι των απογόνων και συγγενών και φίλων και συμπολιτών και διά την φιλοξενίαν την οποίαν εκτιμούν οι θεοί, και την διαχυτικήν ζωήν, την οποίαν θα προξενήση η εκτέλεσις όλων αυτών, όλα αυτά θα τα εκτελέση η εξέτασις των ίδιων νόμων, άλλοτε μεν πείθουσα, άλλοτε δε τιμωρούσα με βίαν και δικαιοσύνην τους μη ενδίδοντας εις τας συμβουλάς, και θα κάμη την πόλιν μας αξιομακάριστον και ευτυχή, εάν θέλουν και οι θεοί. Όσα δε πάλιν είναι ανάγκη να τα ειπή ο νομοθέτης, ο οποίος σκέπτεται καθώς εγώ, δεν είναι όμως πρέπον να λάβουν μορφήν νόμου, δι' αυτά νομίζω ότι αρκεί να παρουσιάση έν δείγμα και εις τον εαυτόν του και εις εκείνους χάριν των οποίων νομοθετεί, όλα δε τα άλλα όσον είναι δυνατόν να τα εξετάση και κατόπιν να αρχίση την νομοθεσίαν. Αλλά τότε λοιπόν ποία είναι η καλλιτέρα μορφή αυτών; Δεν είναι δύσκολον συνοπτικώς όλα να τα συμπεριλάβωμεν κάπως εις ένα γενικόν κανόνα, αλλά ας τα συνοψίσωμεν με τον εξής τρόπον, ίσως ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν ασφάλειαν δι' αυτά.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Λέγε πώς.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Επιθυμούσα αυτοί να είναι όσον το δυνατόν ευπειθέστατοι εις την αρετήν, και είναι φανερόν ότι ο νομοθέτης αυτό θα προσπαθήση να πραγματοποιήση εις όλην την νομοθεσίαν.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πώς όχι;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν όσα είπαμεν προ ολίγου μου εφάνησαν ότι φέρουν κάποιαν ωφέλειαν εις όσα συμβουλεύουν, εάν δεν αποτείνωνται όλως διόλου εις αγρίαν ψυχήν, και ότι τον κάμνουν ημερώτερον εις το να προσέχη και ευνοϊκώτερον. Ώστε, και αν ακόμη δεν καθιστούν τον ακροατήν πάρα πολύ ευνοϊκόν και επιδεικτικόν, καθώς είπαμεν, αλλά ολίγον, πάλιν είναι αρκετόν. Διότι είναι πρόχειροι και άφθονοι όσοι είναι πρόθυμοι να γίνουν άριστοι όσον το δυνατόν περισσότερον και ταχύτερον, και τον Ησίοδον οι περισσότεροι τον θεωρούν σοφόν, διότι λέγει ότι η μεν οδός της κακίας είναι ομαλή και διαβαίνεται χωρίς να ιδρώση κανείς, διότι είναι πολύ σύντομος, λέγει όμως ότι στην αρετή:
Μπροστά οι αθάνατοι θεοί ιδρώτα έχουν βάλη
Είναι μακρός και ανωφερής ο δρόμος της 'ς τα πρώτα
και δύσκολος. Αλλ' όταν πλεια 'ς την κορυφήν ανέβης,
Γίνεται τότε εύκολος, και δύσκολος αν είναι.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Και βεβαίως φαίνεται ότι ομιλεί ορθά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Βεβαιότατα. Αλλά πόσον ο διαφωτιστικός λόγος επέδρασε εις εμέ, θέλω να σας το παρουσιάσω εις το μέσον.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Παρουσίασέ το λοιπόν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας λέγωμεν λοιπόν συζητούντες με τον νομοθέτην το εξής· είπε μας, νομοθέτα, αφού γνωρίζεις τι πρέπει να κάμνωμεν ημείς και να λέγωμεν, άραγε δεν έπεται ότι και ημπορείς να το ειπής;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Είναι επόμενον.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν ολίγον προηγουμένως άραγε δεν σε ηκούσαμεν που έλεγες, ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να επιτρέπη εις τους ποιητάς να συνθέτουν ό,τι τους αρέσει; Διότι δεν γνωρίζουν τι ημπορεί να λέγουν εναντίον των νόμων και να βλάπτουν την πόλιν.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αυτά που λέγεις είναι βεβαίως αληθή.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν, εάν χάριν των ποιητών ειπούμεν τα εξής εις αυτόν, δεν θα ήσαν μέτρια τα λεγόμενά μας;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Ποία;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τα εξής: υπάρχει παλαιός μύθος, φίλε νομοθέτα, τον οποίον και ημείς οι ίδιοι πάντοτε τον λέγομεν, και όλοι οι άλλοι τον παραδέχονται, ότι δηλαδή ο ποιητής, όταν κάθηται εις τον τρίποδα της Μούσης, τότε δεν είναι 'ςτα λογικά του, αλλά ωσάν καμμία βρύσις η έμπνευσίς του εξέρχεται προχείρως, και επειδή η τέχνη είναι μίμησις και επειδή παρουσιάζει ανθρώπους με αντιθέτους διαθέσεις μεταξύ των, αναγκάζεται να λέγη πολλάκις αντιφατικά προς τον εαυτόν του, και δεν γνωρίζει ούτε αν αυτά είναι αληθή από τα λεγόμενά του ούτε αν τα άλλα. Ο νομοθέτης όμως δεν επιτρέπεται να το κάμη αυτό μέσα εις τον νόμον, δηλαδή να δίδη δύο γνώμας δι' έν πράγμα, αλλά οφείλει πάντοτε να δίδη μίαν δι' έκαστον. Κάμε δε συμπέρασμα από αυτά που είπες συ ο ίδιος προ ολίγου. Δηλαδή, ενώ υπάρχει κηδεία άλλη μεν υπερβολική, άλλη δε ελλιπής, άλλη δε μετρία, συ επροτίμησες την μίαν, την μετρίαν, και την επιβάλλεις και την επήνεσες απολύτως. Εγώ όμως, εάν μεν είχα γυναίκα κατά το ποίημα υπέροχον εις τον πλούτον και μου επέβαλλε να την θάψω, την υπερβολικήν κηδείαν θα ενέκρινα, αλλά πάλιν κάποιος γλίσχρος και πτωχός άνθρωπος θα εγκρίνη την ολιγοέξοδον, όποιος δε έχει μετρίαν περιουσίαν και είναι και ο ίδιος μέτριος, θα επαινέση την ανάλογον κηδείαν. Συ όμως δεν πρέπει να το λέγης απλώς, καθώς το είπες, μέτριον, αλλά να ειπής τι πράγμα είναι το μέτριον και πόσον· αλλέως αυτός ο ορισμός σου μη φαντασθής ποτε ότι θα γίνη νόμος.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ ορθά ομιλείς.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν άραγε ο αρμόδιος επόπτης των νόμων δεν πρέπει να λέγη κανέν παρόμοιον εις την αρχήν των νόμων, αλλά αμέσως να λέγη τι πρέπει να κάμνωμεν, χωρίς να μας τον εξηγή και αφού μας υπενθυμίση απειλητικώς την τιμωρίαν να προχωρή εις άλλον νόμον, και χωρίς να προσθέτη το ελάχιστον από παρηγορίας και συμβουλάς εις τους δεχομένους τους νόμους; Απλώς δε ωσάν οι ιατροί, από τους οποίους άλλοι μεν συνηθίζουν να μας θεραπεύουν κατά τούτον, άλλοι δε κατ' εκείνον τον τρόπον; Και πρέπει άραγε να ενθυμούμεθα και του ενός και του άλλου την μέθοδον, διά να παρακαλούμεν τον νομοθέτην καθώς τον ιατρόν παρακαλούν τα παιδιά να τα θεραπεύση με τον γλυκύτερον τρόπον; Και ιδού τι θέλω να ειπώ: υπάρχουν βεβαίως, νομίζω, κάποιοι ιατροί και κάποιοι άλλοι υπηρέται των ιατρών, αλλά βεβαίως και αυτούς τους ονομάζομεν ιατρούς.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Αδιάφορον αν είναι ελεύθεροι ή δούλοι και κατά διαταγήν των κυρίων των και μανθάνουν την τέχνην θεωρητικώς και εμπειρικώς και όχι εκ φύσεως, καθώς και οι ίδιοι οι ελεύθεροι έμαθαν, και τους υιούς των διδάσκουν. Δέχεσαι ότι αυτά είναι τα δύο γένη των λεγομένων ιατρών;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πώς όχι;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Άραγε όμως εννοείς συγχρόνως, ότι, αφού και οι ασθενείς είναι και δούλοι και ελεύθεροι εις τας πόλεις, τους μεν δούλους το περισσότερον τους ιατρεύουν οι δούλοι περιοδεύοντες και περιμένοντες εις τα ιατρεία, και ούτε λόγον δίδει ή λαμβάνει ποτέ δι' έκαστον νόσημα από έκαστον δούλον κανείς από τους τοιούτους ιατρούς, απλώς δε διατάσσει ό,τι εγκρίνει εκ πείρας ως να το γνωρίζη ακριβώς και καθώς ο τύραννος, σηκώνεται με τον αγέρωχον τρόπον και φεύγει διά να υπάγη εις άλλον δούλον ασθενή, και ούτω πως διευκολύνει την θέσιν του κυρίου ως προς την περιποίησιν των ασθενών; Ο ελεύθερος όμως συνήθως θεραπεύει τας ασθενείας των ελευθέρων και τους επιθεωρεί και αφού εξετάση αυτάς από την αρχήν και κατά φύσιν, ζητών γνώμην και από τον ίδιον τον ασθενή και από τους φίλους του, συγχρόνως μεν και ο ίδιος πληροφορείται κάτι από τους ασθενείς, συγχρόνως δε, όσον είναι ικανός, διαφωτίζει τον ίδιον τον ασθενή, και δεν του επιβάλλει γνώμην προηγουμένως πριν να τον καταπείση κάπως, και τότε πλέον τον καθησυχάζει με συμβουλάς και διαρκώς προδιαθέτει αυτόν, και βελτιώνει την κατάστασίν του, και προσπαθεί να φέρη αποτέλεσμα. Λοιπόν άραγε κατ' αυτόν τον τρόπον και ο θεραπεύων ιατρός και ο γυμνάζων γυμναστής είναι καλλίτερος, ή κατ' εκείνον, δηλαδή όταν διττώς εκτελή την μίαν ικανότητα ή όταν εκτελή απλώς (μονώς) και με χειρότερον τρόπον και αγριώτερον από τον διττόν;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ ανώτερος είναι, καλέ Ξένε, ο διττός.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν θέλεις συγχρόνως και να εξετάσωμεν πώς εφαρμόζεται αυτά το διττόν και το μονόν εις αυτάς τας νομοθεσίας;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Και πώς δεν θέλω;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Εμπρός λοιπόν δι' όνομα των θεών, ποίον νόμον άραγε θα θέση πρώτον ο νομοθέτης; Άραγε δεν θα διακοσμήση συμφώνως με την φύσιν πρώτον την βάσιν της δημιουργίας μιας πόλεως;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αμέ τι;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Βάσις όμως της δημιουργίας εις όλας τας πόλεις δεν είναι η συμμετοχή και επιμιξία των γάμων;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πώς όχι;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Επομένως φαίνεται ότι, όταν οι γαμήλιοι νόμοι πρώτον τεθούν καλώς, όλη η πόλις ορθοποδεί.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας ειπούμεν λοιπόν πρώτον τον μονόν τρόπον, ο οποίος ίσως είναι ο εξής: Να νυμφεύεται δε κανείς από τα τριάντα έως τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, ειδεμή να ζημιώνεται χρηματικώς και περιφρονητικώς, με χρήμα μεν τόσον και τόσον, με περιφρόνησιν δε αυτήν και αυτήν. Και ο μεν μονός νόμος περί γάμων ας είναι κάπως τοιούτος, ο δε διπλούς ας είναι ο εξής: Να νυμφεύεται δε από τα τριάντα έως τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, λαμβάνων υπ' όψιν, ότι το ανθρώπινον γένος με κάποιον φυσικόν μέσον έλαβε την αθανασίαν και δι' αυτό εκ φύσεως επλάσθη έκαστον να έχη τον πόθον αυτής. Διότι το να θέλη να δοξασθή και να μη μείνη αφανές μετά θάνατον είναι πόθος της αθανασίας. Και λοιπόν κάποια γενεά των ανθρώπων διατηρείται εις όλους τους αιώνας, και συμβαδίζει και θα συμβαδίζη με τον χρόνον μέχρι συντελείας των αιώνων, και κατά τοιούτον τρόπον είναι αθάνατος, δηλαδή, καθόσον αφήνει τέκνα των τέκνων και διά της γεννήσεως μένει η ιδία και μία πάντοτε, έλαβε την αθανασίαν. Αυτής λοιπόν να στερήση κανείς τον εαυτόν του εκουσίως δεν είναι διόλου ευσεβές, εκ προβλέψεως δε τον στερεί όστις δεν φροντίζει διά γυναίκα και παιδιά. Λοιπόν, εάν υπακούση εις τον νόμον, θα απαλλαχθή χωρίς τιμωρίαν, εάν όμως δεν υπακούση και δεν νυμφευθή, όταν φθάση εις τα τριανταπέντε έτη της ηλικίας του, ας πληρώνη πρόστιμον κατ' έτος τόσον και τόσον, διά να μη νομίζη ότι η μοναξιά τού φέρει κέρδος και ησυχίαν. Ας μη απολαμβάνη δε τας τιμάς, τας οποίας αποδίδουν οι νεώτεροι πολίται εις τους γεροντοτέρους των πάντοτε. Όταν λοιπόν πλησίον εκείνου ακούση κανείς τούτον τον νόμον, ημπορεί να σκεφθή δι' έκαστον αν πρέπει να γίνωνται όλοι διπλοί με την δυνατήν συντομίαν, διά να πείθουν συγχρόνως και να απειλούν, ή αν πρέπει να μεταχειρίζωνται μόνον την απειλήν και να είναι απλοί εις το μήκος των.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Σύμφωνον με τον Λακωνισμόν, καλέ Ξένε, είναι να προτιμώμεν πάντοτε τα συντομώτερα. Δι' αυτάς όμως τας γραπτάς διατάξεις, εάν κανείς ζητή να κρίνω εγώ ποία προτιμώ να θεσπισθούν γραπτώς εις την πόλιν, θα επροτιμούσα τας εκτενεστέρας και μάλιστα θα επροτιμούσα ακριβώς τούτο το παράδειγμα να εφαρμοσθή εις όλους τους νόμους, δηλαδή να γίνουν και τα δύο. Βεβαίως όμως και εις τον Κλεινίαν απ' εδώ πρέπει να αρέσουν όσα νομοθετούμεν τόρα. Διότι ιδική του είναι η πόλις, η οποία έχει σκοπόν να μεταχειρισθή τους νόμους τούτους.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ καλά ωμίλησες βεβαίως, φίλε Μέγιλλε.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν το να συζητούμεν διά τας μακράς ή συντόμους διατάξεις είναι πολύ μωρόν. Διότι, νομίζω, πρέπει τα καλλίτερα μήκη να προτιμώμεν και όχι τα συντομώτερα ούτε τα εκτενέστερα. Ο δε δεύτερος τύπος των νόμων, τους οποίους ανεφέραμεν προ ολίγου, δεν είναι μόνον διπλασίως ανώτερος από τον άλλον, αλλά, καθώς είπαμεν προηγουμένως, πολύ ορθά συγκρίνονται με το διττόν γένος των ιατρών. Και όμως κανείς από τους νομοθέτας δεν φαίνεται να έλαβε τούτο υπ' όψιν του, ότι δηλαδή, ενώ επιτρέπεται να χρησιμοποιήσωμεν δύο πράγματα εις την νομοθεσίαν, την συμβουλήν και την βίαν, αυτοί όσον είναι δυνατόν εφαρμόζουν εις τον απαίδευτον λαόν μόνον το έν. Δηλαδή δεν μετριάζουν την εξουσίαν με συμβουλάς, αλλά την εκτελούν μόνον με καθαράν βίαν. Εγώ όμως, αξιομακάριστοι φίλοι, βλέπω ότι και κάτι τρίτον πρέπει να γίνη, το οποίον τόρα δεν γίνεται εις κανέν μέρος.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Τι εννοείς δηλαδή;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Κάτι το οποίον με την δύναμιν καμμιάς θεότητος προκύπτει από αυτά τα οποία είπαμεν προηγουμένως. Δηλαδή αφ' ότου σχεδόν αρχίσαμεν να συζητούμεν περί των νόμων, δηλαδή από την αυγήν, έγινε μεσημέρι και εφθάσαμεν εις το πολύ καλόν και αναπαυτικόν αυτό μέρος, χωρίς να ομιλούμεν δι' άλλο τίποτε παρά διά νόμους, και όμως μόλις τόρα τελευταίως μου φαίνεται ότι ηρχίσαμεν να ομιλούμεν κυρίως διά νόμους, όλα δε τα προηγούμενα ήσαν απλά προοίμια νόμων. Αλλά διατί το είπα αυτό; Διότι θέλω να ειπώ ότι εις όλας τας συζητήσεις και εις όσα λαμβάνει μέρος η φωνή υπάρχουν προοίμια και σχεδόν κάποιαι προγυμνάσεις, αι οποίαι περιέχουν τεχνικήν δοκιμήν χρήσιμον δι' αυτό που μέλλει να εκτελεστή. Και βεβαίως εις τους λεγομένους νόμους του κιθαρωδικού άσματος και όλης της μουσικής προηγούνται προοίμια με θαυμασίαν τέχνην. Τόρα όμως εις τους αληθώς υπάρχοντας νόμους, τους οποίους βεβαίως (προς διάκρισιν) τους ονομάζομεν πολιτικούς (και όχι μουσικούς), κανείς έως τόρα ποτέ δεν επρόσθεσε ούτε κανέν προοίμιον ούτε έγινε συνθέτης, διά να το φέρη εις φως, ως να μην έγκειται τούτο εις την φύσιν του πράγματος. Και όμως η ιδική μας συζήτησις, καθώς φρονώ, αποδεικνύει ότι έγκειται εις την φύσιν του, έπειτα δε αυτοί που εφάνησαν εις την συζήτησίν μας προ ολίγου διπλοί νόμοι, δεν είναι απολύτως διπλοί, αλλά δύο χωριστά πράγματα, δηλαδή νόμος και προοίμιον του νόμου. Και το μεν πρόσταγμα του τυράννου, το οποίον παρωμοιώθη με το πρόσταγμα εκείνων των ιατρών, τους οποίους ωνομάσαμεν δουλοπρεπείς, αποτελεί τον καθαρόν νόμον, εκείνο δε το οποίον προηγήθη εις την συζήτησιν και εθεωρήθη ως συμβουλευτικόν από τον φίλον απ' εδώ, αυτό είναι πραγματικώς συμβουλευτικόν, επέχει όμως θέσιν προοιμίου μιας συζητήσεως. Δηλαδή, διά να παραδεχθή ευνοϊκώτερον και ευκολώτερον την διαταγήν, η οποία βεβαίως είναι νόμος, το πρόσωπον, εις το οποίον ο νομοθέτης προτείνει τον νόμον, μου φαίνεται ότι ελέχθη όλος αυτός ο λόγος, τον οποίον είπε με πειστικότητα ο ομιλών. Δι' αυτό λοιπόν συμφώνως με τον διισχυρισμόν μου προοίμιον και όχι συζήτησις του νόμου έπρεπε να ονομασθή τούτο. Αφού λοιπόν είπα αυτά, τι θα ήθελα να λεχθή κατόπιν; Το εξής, ότι ο νομοθέτης γενικώς όλους τους νόμους δεν πρέπει να τους αφήση χωρίς προοίμιον και ιδιαιτέρως εις τον καθένα να προσθέτη πόσον θα είναι ανώτερον το έν είδος από το άλλο, καθώς εφάνησαν οι προηγούμενοι.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Όσον δι' εμέ ποτέ δεν θα εσυμβούλευα να δώση διαφορετικήν νομοθεσίαν όστις είναι ειδικός εις αυτά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Καλά λοιπόν, φίλε Κλεινία, μου φαίνεται ότι λέγεις αυτό τουλάχιστον, ότι δηλαδή εις όλους τους νόμους υπάρχουν προοίμια και ότι πρέπει εις την αρχήν πάσης νομοθεσίας να προτάσσωμεν το φυσικόν προοίμιον δι' έκαστον. Διότι αυτό που πρόκειται να λεχθή κατόπιν δεν είναι μικρόν πράγμα, ούτε είναι μικρά η διαφορά, αν εκτεθούν αυτά σαφώς ή όχι σαφώς. Ότι όμως και εις τους μεγάλους λεγομένους νόμους και εις τους μικρούς πρέπει να θέτωμεν όμοιον προοίμιον, ίσως δεν το λέγαμεν ορθώς. Διότι βεβαίως ούτε εις παν άσμα ούτε εις πάσαν συζήτησιν πρέπει να το κάμνωμεν αυτό. Και αν δε εκ φύσεως υπάρχη δι' όλα, δεν πρέπει να το εφαρμόζωμεν εις όλα. Αλλά αυτό πρέπει να το αναθέτωμεν εκάστοτε εις τον ίδιον τον ρήτορα και τον μελοποιόν και τον νομοθέτην.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ ορθά μου φαίνεται ότι ομιλείς. Αλλά τόρα, καλέ Ξένε, ας μη αναβάλλωμεν περισσότερον την ουσίαν της συζητήσεως, αλλά ας επιστρέψωμεν εις το ζήτημά μας, και ας αρχίσωμεν από εκείνα, αν αγαπάς, τα οποία δεν τα είπες τότε ως προοίμιον. Λοιπόν και πάλιν, καθώς λέγουν οι παίκται, ας ενθυμηθούμεν τας καλλιτέρας επαναλήψεις, ως να εξετάζωμεν το προοίμιον και όχι έν τυχαίον ζήτημα, καθώς προ ολίγου. Ας κάμωμεν δε αρχήν ομολογούντες ρητώς ότι λέγομεν το προοίμιον. Και όσον μεν διά την λατρείαν των θεών και την φροντίδα διά τους προγόνους είναι αρκετά και όσα ελέχθησαν και προηγουμένως. Τα κατόπιν δε ας προσπαθήσωμεν να είπωμεν, έως ότου να σχηματίσωμεν γνώμην ότι το προοίμιον συνεζητήθη αρκετά. Κατόπιν δε από αυτό προχώρει εις την εξέτασιν των νόμων.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν διά τους θεούς και τας θεότητας και διά τους ζώντας γονείς και τους αποθανόντας είναι αρκετόν προοίμιον όσα είπαμεν. Τόρα όμως μου φαίνεται ότι συ με παρακινείς το υπόλοιπον αυτό να το φέρω κάπως εις φως.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και όμως πρέπει κατόπιν από αυτά να εξετάσωμεν πώς πρέπει να φροντίζουν διά τας ψυχάς των και τα σώματά των και την περιουσίαν των και πόσον να τα παραβλέπουν και όλοι μαζί αναθεωρούντες αυτά, δηλαδή και ο ομιλών και οι ακούοντες να γίνωμεν κάτοχοι όσον το δυνατόν μεγαλιτέρας μορφώσεως. Λοιπόν κατόπιν από εκείνα αυτά πρέπει πραγματικώς να ειπούμεν και να ακούσωμεν μεταξύ μας.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ ορθά ομιλείς.
ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας προσέξουν λοιπόν να ακούσουν όλοι όσοι ήκουσαν προ ολίγου όσα είπαμεν περί των θεών και των φίλων προπατόρων. Δηλαδή από όλα τα κτήματα δι' έκαστον είναι η ψυχή του το θεϊκώτερον πράγμα κατόπιν από τους θεούς, διότι είναι το ατομικώτερόν του. Όλα δε τα ιδικά του είναι δύο ειδών, και τα μεν ανώτερα και καλλίτερα είναι κυρίαρχα, τα δε κατώτερα και χειρότερα υπόδουλα. Και λοιπόν από τα ιδικά του πρέπει πάντοτε να προτιμά τα κυρίαρχα παρά τα υπόδουλα. Δι' αυτό λοιπόν, εάν ειπώ ότι πρέπει κατόπιν από τους θεούς και τους ακολούθους αυτών να τιμά κανείς την ψυχήν του ως δευτέραν, πολύ ορθά συμβουλεύω. Και βεβαίως κανείς από ημάς, τολμώ να ειπώ, δεν τιμά αυτήν ορθώς, αλλά απλώς νομίζει. Διότι βεβαίως η τιμή είναι θείον αγαθόν, από δε τα κακά δεν είναι κανέν άξιον τιμής, όστις δε νομίζει ότι ή με κάποιους λόγους ή με δώρα ή με υποχωρήσεις ωφελεί αυτήν, χωρίς να βελτιώνη την κατάστασίν της από χειροτέραν, νομίζει μεν ότι την τιμά, διόλου όμως δεν το εκτελεί αυτό. Αίφνης, μόλις ο παις γίνη άνθρωπος, νομίζει πάντοτε ότι είναι ικανός να γνωρίζη τα πάντα και νομίζει ότι τιμά την ψυχήν του, όταν την επαινή, και περιποιητικώς της επιτρέπει να κάμνη ό,τι θέλει. Ο λόγος μας αυτός όμως λέγει ότι, όταν κάμνη αυτά, βλάπτει, αλλά δεν τιμά αυτήν. Και όμως πρέπει να τιμά αυτήν κατόπιν από τους θεούς ως δευτέραν. Ούτε πάλιν ο άνθρωπος που δεν θεωρεί τον εαυτόν του αίτιον των σφαλμάτων του και των περισσοτέρων και μεγαλιτέρων δυστυχημάτων, αλλά άλλους, τον εαυτόν του δε τον ξεχωρίζει ως αλάνθαστον, τιμά την ψυχήν του, καθώς δήθεν φρονεί. Αλλά πολύ απέχει από το να κάμνη τούτο, διότι την βλάπτει. Και πάλιν, όταν υποχωρή εις τας ηδονάς παραβαίνων την συμβουλήν και τον έπαινον του νομοθέτου, και τότε διόλου δεν την τιμά, αλλά την ατιμάζει, διότι την παραγεμίζει από κακά και από μετανοίας. Ούτε πάλιν, όταν αντιθέτως δεν κοπιάζη, να υποφέρη τους αξιεπαίνους κόπους και φόβους και πόνους και λύπας, αλλά υποχωρή, και τότε δεν τιμά αυτήν με την υποχώρησιν. Διότι την καθιστά άτιμον, όταν κάμνη όλα αυτά. Ούτε όταν νομίζη ότι η ζωή πάντως είναι αγαθόν, δεν τιμά, αλλά ατιμάζει αυτήν και τότε ακόμη. Διότι, όταν η ψυχή του όλα τα πράγματα του Άδου τα θεωρή κακά, αυτός υποχωρεί και δεν αντιτείνει διαφωτίζων και εξελέγχων αυτήν, ότι δεν γνωρίζει αν είναι όλως διόλου αντιθέτως από όλα τα αγαθά μας μεγαλίτερα τα περιστρεφόμενα εις τους θεούς τους εκεί. Και πάλιν, όταν κανείς από την αρετήν προτιμά το κάλλος, αυτό δεν σημαίνει άλλο τίποτε παρά την αληθινήν και πραγματικήν ατιμίαν της ψυχής. Διότι ο λόγος αυτός λέγει ότι το σώμα είναι εντιμότερον από την ψυχήν, και λέγει ψέμμα. Διότι κανέν πράγμα της γης δεν είναι εντιμότερον από τα επουράνια, αλλά όστις φρονεί διαφορετικά περί της ψυχής, δεν γνωρίζει πόσον θαυμάσιον είναι αυτό το κτήμα του, το οποίον παραμελεί. Ούτε βεβαίως, όταν κανείς ζητή να κερδίση χρήματα όχι εντίμως, ή όταν δεν δυσφορή, εάν τα κερδίζη ούτω πως, τιμά δήθεν με δώρα τότε την ψυχήν του. Απ' εναντίας μάλιστα ωρισμένως την περιφρονεί. Διότι την πολύτιμον και καλήν αξίαν της την ανταλλάσσει με ολίγον χρυσόν. Διότι ολόκληρος ο χρυσός που είναι επάνω και κάτω από την γην δεν έχει αξίαν ίσην με την αρετήν. Με μίαν λέξιν όστις δεν θέλει να απέχη με κάθε τρόπον από όσα ο νομοθέτης θεωρεί ότι είναι αισχρά και κακά, και αντιθέτως όσα εκείνος θεωρεί αγαθά και καλά, δεν τα εκτελεί με όλην του την δύναμιν, δεν γνωρίζει εις όλα αυτά, οποιοσδήποτε άνθρωπος και αν είναι αυτός, ότι την ψυχήν του, η οποία είναι το θεϊκώτερον πράγμα, την καθιστά το ατιμότερον και το ασχημότερον πράγμα. Δηλαδή κανείς σχεδόν δεν συλλογίζεται την μεγαλιτέραν, καθώς λέγουν, δίκην της κακουργίας, είναι δε αυτή η μεγαλιτέρα, δηλαδή το να γίνεται όμοιος με τους κακούς άνδρας, και, αφού γίνη όμοιος, τους μεν αγαθούς λόγους και άνδρας να τους αποφεύγη και να τους αποχωρίζεται, εις αυτούς δε να προσκολλάται ακολουθών τας συναναστροφάς των. Αφού δε προσαρμοσθή με αυτούς, είναι επόμενον να δίδη και παίρνη με αυτούς ό,τι επλάσθησαν να δίδουν και παίρνουν μεταξύ των οι τοιούτοι με έργα και λόγους. Αυτό λοιπόν το πάθημα δεν είναι η τιμωρία, διότι το δίκαιον και η τιμωρία είναι καλόν πράγμα, αλλά η εκδίκησις η οποία ακολουθεί την αδικίαν, την οποίαν και όστις την εύρη και όστις δεν την εύρη είναι άθλιος, διότι εκείνος μεν δεν θεραπεύεται, αυτός δε καταστρέφεται, διά να σωθούν άλλοι πολλοί. Τιμήν δε φέρει εις ημάς γενικώς το να ακολουθούμεν τα καλλίτερα, όσα δε είναι χειρότερα, αλλά επιδέχονται βελτίωσιν, κυριολεκτικώς να τα καταστήσωμεν όσον το δυνατόν άριστα. Λοιπόν εις τον άνθρωπον δεν υπάρχει άλλο κτήμα προσφυέστερον από την ψυχήν εις το να αποφεύγη μεν το κακόν, να ανιχνεύση δε και να συλλάβη το καλλίτερον από όλα, και, αφού πάλιν το συλλάβη, να το έχη σύνοικον εις όλην της την ζωήν. Διά τούτο έχει την δευτέραν θέσιν εις την εκτίμησιν. Όσον δε διά το τρίτον έκαστος ημπορεί να το εννοήση ότι είναι η εκτίμησις του σώματος συμφώνως με την φύσιν. Και πάλιν δε πρέπει να εξετάσωμεν ποίαι από αυτάς τας εκτιμήσεις είναι αληθείς και ποίαι κίβδηλοι. Αυτό δε ανήκει εις τον νομοθέτην. Μου φαίνεται λοιπόν ότι μας πληροφορούν τα εξής και τα παρόμοια δι' αυτάς, ότι δηλαδή πολύτιμον σώμα είναι όχι το ωραίον, ούτε το ισχυρόν, ούτε το ταχύ, ούτε το υψηλόν, ούτε βεβαίως το υγιεινόν – μολονότι εις πολλούς ίσως αυτό φαίνεται – , αλλά βεβαίως ούτε και τα αντίθετα από αυτά, αλλά τα ευρισκόμενα εις το μέσον και εγγίζοντα αυτήν την διάθεσιν φαίνεται ότι είναι σωφρονέστατα και μακροβίως ασφαλή. Διότι εκείνα μεν καθιστούν τας ψυχάς χαύνους και θρασείας, αυτά δε ταπεινάς και δουλοπρεπείς ομοίως δε και η απόκτησις χρημάτων και κτημάτων και η εκτίμησις αυτών έχει την ιδίαν αναλογίαν. Δηλαδή ενός εκάστου από αυτά τα μεν υπέρογκα (υπερβολικά) γεννούν έχθρας και διχονοίας εις τας πόλεις και εις τα άτομα, τα δε ελλιπή φέρουν δουλοπρέπειαν συνήθως. Λοιπόν ας μην είναι κανείς πολύ φιλοχρήματος όσον διά τα τέκνα του, διά να τα αφήση όσον τα δυνατόν πλουσιώτερα. Διότι τούτο ούτε εις εκείνα ούτε εις την πόλιν είναι το καλλίτερον. Διότι όση περιουσία των νέων δεν γεννά κόλακας, ενώ δεν στερείται τα απαραίτητα, είναι η πλέον αρμονική από όλας και η καλλιτέρα. Διότι συμφωνεί μαζί μας και προσαρμόζει εις όλα την ζωήν μας και την καθιστά ανενόχλητον. Εις τα τέκνα δε πρέπει να αφήνωμεν αιδημοσύνην πολλήν και όχι χρυσόν. Νομίζομεν δε ότι αυτήν θα την αφήσωμεν, εάν κάμνωμεν παρατηρήσεις εις τους νέους, όταν κάμνουν αναισχυντίας. Αλλά η συμβουλή μας αυτή δεν εννοεί διά τους νέους εκείνο το οποίον λέγουν συνήθως, ότι δηλαδή οι νέοι πρέπει δι' όλα να εντρέπωνται. Ο δε νοήμων νομοθέτης μάλλον τους γεροντοτέρους θα συμβουλεύση να εντρέπωνται τους νέους και περισσότερον από όλους τους άλλους να προσέχουν, μήπως τους ιδή κανείς από τους νέους ή και τους ακούση να κάμνουν ή να λέγουν κανέν αισχρόν πράγμα, διότι, όπου είναι αναίσχυντοι οι γέροντες, είναι λογικόν εκεί και οι νέοι να είναι αναιδέστατοι. Διότι η μόρφωσις είναι διά τους νέους, συγχρόνως δε προτέρημα τούτων είναι όχι το να συμβουλεύουν, αλλά, όσα θα έλεγε εις άλλον κανείς ως συμβουλάς, αυτά να αποδεικνύη ο ίδιος ότι τα εκτελεί εις όλην του την ζωήν όστις δε τιμά και σέβεται τους συγγενείς του και τους εφεστίους θεούς, οι οποίοι προστατεύουν όλην την γενεάν του ιδίου αίματος, είναι λογικόν να έχη ευνοϊκούς τους γενεθλίους θεούς εις την τεκνοποίησίν του. Αλλά βεβαίως και τους φίλους και συντρόφους θα τους έχη ευνοϊκούς εις τας συναναστροφάς της ζωής, εάν θεωρή ανωτέρας και σοβαρωτέρας τας υπηρεσίας εκείνων προς τον εαυτόν του παρ' όσον τας θεωρούν εκείνοι, ως μικροτέρας δε πάλιν εκτιμά τας ιδικάς του εκδουλεύσεις προς τους φίλους παρ' όσον τας θεωρούν οι ίδιοι φίλοι και συνέταιροι. Εις την πόλιν δε βεβαίως και τους πολίτας πολύ καλλίτερος είναι όστις περισσότερον από μίαν νίκην των Ολυμπίων και όλων των πολεμικών και ειρηνικών αγώνων θα εδέχετο να νικήση εις την φήμην της υποταγής εις τους νόμους της πατρίδος, ότι δηλαδή έγινε υπηρέτης αυτών περισσότερον από όλους τους ανθρώπους εις όλην του την ζωήν. Διά τους φιλοξενουμένους δε ας νομίζη ότι υπάρχουν σεβαστότατα συμβόλαια. Διότι σχεδόν όλα τα σφάλματα των ξένων και τα γινόμενα προς τους ξένους από τους πολίτας είναι εμπιστευμένα περισσότερον εις θεόν ως εκδικητήν. Διότι ο ξένος είναι έρημος από φίλους και συγγενείς και διά τούτο είναι συμπαθέστερος και εις τους ανθρώπους και εις τους θεούς. Λοιπόν όστις έχει δύναμιν να τον εκδικηθή περισσότερον τον βοηθεί προθυμότερον. Έχει δε περισσοτέραν δύναμιν ο δαίμων και θεός της φιλοξενίας δι' έκαστον ο οποίος ακολουθεί τον ξένιον Δία. Λοιπόν πρέπει πολύ να προσέχη όστις έχει και την ελαχίστην προσοχήν, να μη κάμη κανέν σφάλμα εις τους ξένους έως ότου να φθάση εις το τέλος της ζωής του. Από όλα δε τα φιλοξενικά και τοπικά σφάλματα μεγαλίτερον είναι δι' έκαστον το σχετικόν με τους ικετεύοντας. Διότι ο ίδιος θεός, τον οποίον ο ικετεύων επικαλέσθη μάρτυρα των υποσχέσεων, αυτός είναι υπέροχος φύλαξ του παθόντος, ώστε δεν είναι δυνατόν να μείνη ανεκδίκητος οποιοσδήποτε από όσα έπαθε.
Λοιπόν όσαι σχέσεις περιστρέφονται εις τους γονείς και τον εαυτόν μας και τα ιδικά μας και εις την πόλιν δε και τους φίλους και τους συγγενείς και την φιλοξενίαν και την εστίαν σχεδόν τας εξετάσαμεν. Αλλά τόρα είναι η σειρά να εξετάσωμεν ποίας ιδιότητας πρέπει να έχη κανείς, διά να περάση όσον το δυνατόν καλλίτερα την ζωήν του, δηλαδή εις όσα δεν ορίζει ο νόμος αλλά η επιδοκιμασία η μεθοδική και η κατάκρισις κάμνει έκαστον πλειότερον πειθήνιον και ευνοϊκόν διά τους μέλλοντας να θεσπισθούν νόμους, αυτά ακριβώς πρέπει τόρα πλέον να εξετάσωμεν. Λοιπόν η αλήθεια από όλα τα αγαθά είναι πρώτον εις τους θεούς και πρώτον εις τους ανθρώπους. Και αυτήν όστις θέλει να γίνη αξιομακάριστος και ευτυχής πρέπει από την αρχήν να την αποκτήση, διά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον ως φιλαλήθης. Διότι αυτός είναι πιστευτός. Απίστευτος δε είναι όστις αγαπά το ψεύδος εκουσίως, όστις δε το αγαπά ακουσίως, είναι ανόητος. Αλλά κανέν από αυτά τα δύο δεν είναι ζηλευτόν. Διότι βεβαίως δεν είναι κατάλληλος διά φιλίαν ούτε ο απίστευτος ούτε ο αμαθής· όταν δε παρέλθη καιρός εις το βαρύ γήρας του προετοιμάζει διά τον εαυτόν του απόλυτον εγκατάλειψιν κατά το τέλος της ζωής του, ώστε, είτε ζουν οι φίλοι του και τα τέκνα του είτε όχι, σχεδόν εξ ίσου να είναι ορφανός ο βίος του. Άξιος δε υπολήψεως είναι βεβαίως και όστις δεν αδικεί διόλου. Όστις όμως ούτε επιτρέπει την αδικίαν εις τους αδίκους είναι άξιος πλειοτέρας τιμής από την διπλασίαν παρά εκείνος. Διότι εκείνος μεν ισοδυναμεί με ένα, αυτός όμως με πολλούς άλλους, διότι καταγγέλλει εις τους άρχοντας την αδικίαν των άλλων. Όστις όμως εκτός τούτου συντείνει όσον ημπορεί να τιμωρή μαζί με τους άρχοντας, αυτός ας ανακηρυχθή εις την πόλιν ως ο κατ' εξοχήν μέγας ανήρ ο νικητής εις την αρετήν. Τον ίδιον δε έπαινον ακριβώς πρέπει να εφαρμόσωμεν και εις την σωφροσύνην και την φρόνησιν και όσα άλλα αγαθά έχει κανείς, τα οποία είναι δυνατόν όχι μόνον ο ίδιος να τα έχη, αλλά και εις τους άλλους να τα μοιράζη. Και όστις μεν τα μοιράζει πρέπει να τον τιμώμεν εις τον ανώτατον βαθμόν, όστις δε πάλιν δεν ημπορεί, αλλά θέλει, να τον αφήσωμεν δεύτερον, όστις δε φθονεί και εκουσίως δεν μοιράζει φιλικώς εις κανένα τα αγαθά, τον ίδιον μεν να τον κατακρίνωμεν, το προσόν του όμως να μη το περιφρονούμεν εξ αιτίας του κατόχου του, αλλά όσον είναι δυνατόν να το αποκτώμεν. Ας αμιλλάται δε μαζί μας διά την αρετήν ο καθείς χωρίς να τον φθονούμεν. Διότι ο τοιούτος αυξάνει τας πόλεις, διότι και ο ίδιος αμιλλάται και τους άλλους δε τους παρεμποδίζει με συκοφαντίας. Ο φθονερός όμως, επειδή νομίζει ότι πρέπει να γίνη ανώτερος διά της συκοφαντίας των άλλων, και ο ίδιος ολιγώτερον αγωνίζεται διά την αληθινήν αρετήν και τους συναγωνιζομένους με αυτούς τους φέρει εις απελπισίαν με την άδικον κατάκρισιν, και, επειδή ολόκληρον την πόλιν την κάμνει να μη γυμνάζεται εις τον συναγωνισμόν της αρετής, την καθιστά, καθόσον εξαρτάται από αυτόν, μικροτέραν εις την δόξαν της^ λοιπόν πρέπει έκαστος ανήρ να είναι ευέξαπτος, αλλά όσον το δυνατόν μειλίχιος. Διότι τα κακά και δυσκολοθεράπευτα ή εντελώς αθεράπευτα αδικήματα των άλλων δεν είναι δυνατόν να τα αποφύγη αλλέως παρά εάν τους πολεμήση και τους αποκρούση θριαμβευτικώς και εάν δεν παραβλέπη τίποτε εις την τιμωρίαν, τούτο όμως χωρίς ανδρείαν καρδίαν πάσα ψυχή είναι ανίκανος να το εκτελέση. Όσον όμως πάλιν δι' όσους αδικούν, αλλά εις πράγματα ευκολοθεράπευτα, είναι ανάγκη να γνωρίζωμεν, ότι όλοι όσοι αδικούν δεν αδικούν εκουσίως. Διότι κανέν από τα μεγαλίτερα κακά ποτέ κανείς πουθενά δεν είναι δυνατόν να το αποκτήση εκουσίως, πολύ δε ολιγώτερα μέσα εις τα πολυτιμότερά του πράγματα. Η ψυχή δε, καθώς είπαμεν, είναι βεβαίως δι' όλους το πολυτιμότερον. Λοιπόν μέσα εις το πολυτιμότερον ποτέ κανείς δεν είναι δυνατόν να δεχθή το μεγαλίτερον κακόν και να ζη ισοβίως έχων αυτό. Αλλά αξιολύπητος μεν είναι ωρισμένως ο άδικος και ο έχων τα ελαττώματα, αλλά τον μεν ευκολοθεράπευτον επιτρέπεται να τον λυπηθούμεν και δεσμεύοντες την έξαψίν μας να την καταπραΰνωμεν και να μην είμεθα διαρκώς ακρόχολοι και γυναικείως πικροί, εις δε τον τελείως και απειθώς ελαττωματικόν και κακόν πρέπει να απολύσωμεν την οργήν μας. Διά τούτο λοιπόν πρέπει, νομίζομεν, να είναι ευέξαπτος και μειλίχιος πάντοτε ο αγαθός.