Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 2
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν η ηλικία δεν ηδυνήθη ακόμη να με απαλλάξη της
κουφονοίας, με έχει όμως απηλλαγμένην της νηπιώδους ευπιστίας. Είνε
δυνατόν να αποθάνη η Φουλβία;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε, βασίλισσα μου. (Tη εγχειρίζει επιστολήν). Ιδέ και
ανάγνωσον εν βασιλική ανέσει τας ταραχάς τας οποίας αύτη διήγειρε·
τέλος, το πάντων κάλλιστον, ιδέ πότε και πού απέθανεν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω του ψευδεστάτου έρωτος! Πού είνε αι ιεραί φιάλαι τας
οποίας έπρεπε να πληρώσης εκ δακρύων λύπης; Βλέπω τώρα εκ του
θανάτου της Φουλβίας τίνι τρόπω θακούσης και τον ιδικόν μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Παύσε πλέον τας έριδας, και ετοιμάσου να μάθης τα σχέδιά μου, των οποίων η εκτέλεσις είνε εις την πλήρη εξουσίαν σου. Ορκίζομαι εις το πυρ το ζωογονούν την ιλύν του Νείλου ναναχωρήσω πιστός προς σε στρατιώτης και θεράπων, κηρύττων πόλεμον ή συνομολογών ειρήνην κατά την επιθυμίαν σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, Χάρμιον, κόψε τον στηθόδεσμόν μου. Αλλ' όχι! άφησέ τον – εις την αυτήν στιγμήν και ησθένησα και ανέλαβον· τοιούτος είνε και ο έρως του Αντωνίου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ησύχασε, προσφιλεστάτη μου βασίλισσα, και έχε εμπιστοσύνην εις τον έρωτα εκείνου όστις υφίσταται σπουδαίαν δοκιμασίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω το παράδειγμα της Φουλβίας… Στρέψε, σε παρακαλώ, το πρόσωπον, και κλαύσε δι' αυτήν· αποχαιρέτησέ με έπειτα, και ειπέ ότι τα δάκρυα ταύτα χύνονται χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου. Έλα, σε παρακαλώ, παίξε πρόσωπον δεξιού υποκριτού και κατόρθωσε να φανής αισθανόμενος λύπην ακραιφνή.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρκεί· θα μου ανάψης το αίμα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να υποκριθής έτι καλύτερον, αλλά και τούτο είνε αρκετόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μα το ξίφος μου!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και μα την ασπίδα σου! – Ε κάτι καλύτερα, αλλ' όχι τέλειον. Κύτταξε, σε παρακαλώ, Χάρμιον, πόσον αρμόζει ο θυμός εις τον Ηρακλείδην αυτόν Ρωμαίον3.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε αφήνω, βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μίαν λέξιν, φιλόφρων στρατηγέ. Κύριε, συ κ' εγώ πρέπει να χωρισθώμεν. – Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Κύριε, συ κ' εγώ ηγαπήθημεν – αλλά και πάλιν δεν πρόκειται περί τούτου, ως καλώς ηξεύρεις. Ήθελα να είπω περί – ω η μνήμη μου είνε τόσον άπιστος ως ο Αντώνιος. Τα πάντα λησμονώ4.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν δεν εγνώριζον ότι η βασίλισσα υπέβαλλεν εις το θέλημά της την κουφότητα, θα υπελάμβανον αυτήν ως την προσωποποίησιν της κουφότητος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είνε βαρύ φορτίον να έχη τις την κουφότητα ταύτην τόσον πλησίον της καρδίας όσον η Κλεοπάτρα, αλλά συγχώρησέ με, διότι και αυταί μου αι χάριτες με θανατώνουν, όταν και σε δεν ευχαριστούν5. Η τιμή σου επιτάσσει την αναχώρησίν σου· μη προσέχης λοιπόν εις την άσπλαγχνόν μου ανοησίαν. Είθε οι θεοί να σε προφυλάττουν, είθε της δάφνης ο στέφανος να κοσμή το ξίφος σου, και η ευτυχία να σε ακολουθή κατά πόδας!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εμπρός, υπάγωμεν. Τοιαύτη είνε η φύσις του αποχωρισμού ημών, ώστε συ μεν μένουσα εδώ θα με συνοδεύης πανταχού, εγώ δε, καίπερ μακράν σου φεύγων, θα μένω μετά σου. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ' (Γ')
Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος.
Εισέρχεται ο ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ αναγινώσκων επιστολήν και ο ΛΕΠΙΔΟΣ μετά της συνοδείας των.
ΚΑΙΣΑΡ. Δύνασαι να ίδης, Λέπιδε, και να μάθης εις το εξής, ότι ο Καίσαρ δεν έχει το ελάττωμα να μισή μέγαν συνάρχοντα. Ιδού τι γράφουν εξ Αλεξανδρείας: «Αλιεύει, πίνει και διέρχεται τας νύκτας εις συμπόσια· δεν είνε ανδρικώτερος της Κλεοπάτρας, ούτε η Χήρα του Πτολεμαίου θηλυπρεπεστέρα αυτού». Μόλις ηξίωσε να δεχθή τους απεσταλμένους ημών ή να σκεφθή περί των συναδέλφων του. Εν ενί λόγω, έχει πάντα τα ανθρώπινα ελαττώματα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι τα ελαττώματά του είνε τοσαύτα, ώστε να αμαυρώσωσι τας αρετάς του. Τα σφάλματά του είνε ως αι κηλίδες του ουρανού, αίτινες λάμπουσι πλειότερον εις το σκότος· κληρονομικά μάλλον ή επίκτητα, εκ της φύσεως μάλλον ή εξ αυτού προερχόμενα.
ΚΑΙΣΑΡ. Είσαι πολύ επιεικής. Ας παραδεχθώμεν ότι δεν είνε άτοπον να κυλίεται επί της κλίνης των Πτολεμαίων, να παραχωρή βασίλειον δια μίαν αστειότητα, να κραιπαλά μετά δούλων, οινοβαρής δε και κλονούμενος να διέρχεται τας οδούς εν πλήρει μεσημβρία, γρονθοκοπούμενος μετά ρυπαρών φαυλοβίων· ας παραδεχθώμεν ότι ταύτα πάντα δεν είνε απρεπή – και αληθώς πρέπει να είνε σπανία φύσις διά να μη κηλιδωθή υπό τοιούτων πράξεων – και όμως, δεν πρέπει [παντάπασι να συγχωρή ο Αντώνιος τα αίσχη ταύτα, όταν ημείς υποφέρωμεν εκ των αποτελεσμάτων της επιπολαιότητός του. Αν μόνον κατά τας ώρας της σχολής αυτού παρεδίδετο εις τον ηδυπαθή τούτον βίον, ο κόρος και η εξάντλησις ήθελον συνετίση αυτόν, αλλά να σπαταλά τον χρόνον, όστις επιτάσσει εις αυτόν ναφήση τας διασκεδάσεις και να σκεφθή περί του ιδίου και του ημετέρου συμφέροντος, τούτο σημαίνει ότι είνε άξιος της τιμωρίας εκείνης, ην επιβάλλουσι συνήθως εις τους νεανίσκους, οίτινες έχουν μεν αρκούσαν μάθησιν, θυσιάζουν όμως την πείραν αυτών εις τας εφημέρους ηδονάς και γίνονται αποστάται της λογικής. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Ιδού μας φέρουν νέας ειδήσεις.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι διαταγαί σου εξετελέσθησαν, πανευγενέστατε Καίσαρ, και μετ' ολίγον θα μάθης τα συμβαίνοντα. Ο Πομπήιος είνε ισχυρός κατά θάλασσαν και φαίνεται ότι προσείλκυσε την αγάπην εκείνων οίτινες εκ φόβου μόνον ηκολούθουν τον Καίσαρα. Οι δυσηρεστημένοι σπεύδουν εις τους λιμένας, η δε κοινή γνώμη παριστά αυτόν ως θύμα της αδικίας.
ΚΑΙΣΑΡ. Έπρεπε να το περιμένω. Από της αρχαιοτάτης εποχής διδασκόμεθα ότι ο άρχων έχει υπέρ αυτού τας ευχάς του λαού, μέχρις ότου καταλάβη την εξουσίαν, ότι ο εκπεσών τότε μόνον αγαπάται, όταν πλέον δεν είνε άξιος αγάπης, και ότι καθίσταται επιθυμητός μόνον όταν εκλίπη. Ο λαός ομοιάζει προς φύκον κυματίζοντα επί των υδάτων, όστις φέρεται τήδε κακείσε υπό του εκάστοτε μεταβαλλομένου ανέμου και φθείρεται εν τη αενάω ταύτη κινήσει.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Σου αναγγέλλω, Καίσαρ, ότι οι διαβόητοι πειραταί Μενεκράτης και Μηνάς είνε κύριοι της θαλάσσης, και ότι διασχίζουν αυτήν διά πλοίων παντός είδους. Πολλάς επιδρομάς επιχειρούσιν εις την Ιταλίαν, και πανικόν εμπνέουσιν εις τας παραλίους πόλεις, εξανίσταται δε και επαναστατεί η σφριγώσα νεολαία· αν κανέν πλοίον τολμήση ν' αποπλεύση, συλλαμβάνεται αυθωρεί, το δε όνομα του Πομπηίου εμπνέει περισσότερον φόβον παρ' όσον θα ενέπνεεν ο κατ' αυτού πόλεμος.
ΚΑΙΣΑΡ. Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου. Διωχθείς ποτε εκ της Μουτίνης όπου εφόνευσες τους υπάτους Πάνσαν και Ίρτιον και ταλαιπωρούμενος υπό της πείνης, υπέφερες αυτήν, καίτοι αβροδιαίτως ανατραφείς, και αυτών των αγρίων υπομονητικώτερον, πίνων και ίππων ούρον, και βορβορώδες και διεφθαρμένον ύδωρ, το οποίον και αυτά τα ζώα απέφευγον μετ' αποστροφής· ο ουρανίσκος σου [δεν απηξίου ούτε των αγριωτέρων βάτων τους καρπούς, και ως έλαφος, όταν η χιών κάλυπτε τας βοσκάς, εβλαστολόγεις και αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων· λέγεται δε ότι επί των Άλπεων σε είδον τρώγοντα κρέας παράδοξον, ούτινος η θέα μόνη επέφερεν είς τινας τον θάνατον. Ταύτα δε πάντα – και το λέγω προς καταισχύνην σου – υπέφερες τόσον ανδρικώς, ώστε ουδαμώς ηλλοιώθη το πρόσωπόν σου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Είνε άξιος οίκτου.
ΚΑΙΣΑΡ. Είθε το αίσθημα της καταισχύνης να επιταχύνη την έλευσίν του. Είνε καιρός να εμφανισθώμεν οι δύο επί του πεδίου της μάχης, και προς τον σκοπόν τούτον πρέπει πάραυτα να προσκαλέσω το συμβούλιον. Η αδράνεια ημών εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Πομπηίου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Αύριον, Καίσαρ, θα δύναμαι να σου αναγγείλω ακριβώς διά τίνων δυνάμεων θα δυνηθώ να επαρκέσω κατά ξηράν και κατά θάλασσαν εις τας παρούσας περιστάσεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Έως ότου δε συνέλθωμεν θα φροντίσω και εγώ περί τούτου.
Χαίρε.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρε, Καίσαρ. Αν κατά το διάστημα τούτο μάθης τι νεώτερον
περί των συμβαινόντων, σε παρακαλώ να μου το αναγγείλης.
ΚΑΙΣΑΡ. Μη αμφιβάλλης, Λέπιδε· γνωρίζω το καθήκον μου.
ΣΚΗΝΗ Ε'
Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ
ΚΑΙ ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χάρμιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χα, χα! – Δος μου να πίω μανδραγόραν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Διατί, κυρία;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δια να δυνηθώ να κοιμηθώ κατά το διάστημα της απουσίας του Αντωνίου μου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παραπολύ σκέπτεσαι περί αυτού.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, είνε προδοσία!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία, δεν πιστεύω,
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ε! ευνούχε! Μαρδιανέ!
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Τι επιθυμεί η υμετέρα Υψηλότης;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι βεβαίως ν' ακούσω τώρα το τραγούδι σου. Δεν ευχαριστούμαι εις ό,τι έχει ο ευνούχος. Είσαι ευτυχής ων ευνούχος, διότι ούτως αι σκέψεις σου δεν πλανώνται μακράν της Αιγύπτου. Αισθάνεσαι ποτέ έρωτα;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ναι, χαριτωμένη βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πράγματι;6
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Εν τω πράγματι, όχι κυρία,7 διότι δεν δύναμαι να κάμω άλλο, παρ' ό,τι είνε εμπράκτως αθώον να κάμη τις. Έχω όμως άγρια πάθη και συχνά συλλογίζομαι τι έκαμεν η Αφροδίτη με τον Άρην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού νομίζεις, Χάρμιον, ότι θα είνε τώρα; Είνε όρθιος ή κάθηται; περιπατεί ή ιππεύει; Ω συ, μακάριε ίππε, όστις φέρεις τον Αντώνιον! Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής: « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον. Είνε δυνατόν να σκεφθή περί εμού ην εμαύρισαν τα ερωτικά φιλήματα του Φοίβου και ερρυτίδωσε βαθέως ο χρόνος; Επί της εποχής σου, ω ευρυμέτωπε Καίσαρ, ήμην αξία μονάρχου, ο δε μέγας Πομπήιος, μένων ακίνητος και τους οφθαλμούς αυτού επί του μετώπου μου προσηλών, έβλεπεν αυτό ασκαρδαμυκτί και απέθνησκεν ατενίζων εκείνην εξ ης ηρύετο την ζωήν. (Εισέρχεται ο Αλεξάς).
ΑΛΕΞΑΣ. Χαίρε, βασίλισσα της Αιγύπτου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πόσον διαφέρεις του Μάρκου Αντωνίου! Και όμως επειδή είσαι απεσταλμένος παρ' αυτού, ο φιλοσοφικός εκείνος λίθος σε εχρύσωσε διά της αφής του. Πώς είνε ο ανδρείος μου Μάρκος Αντώνιος;
ΑΛΕΞΑΣ. Η τελευταία του πράξις, αγαπητή βασίλισσα, ήτο έν φίλημα· το τελευταίον πολλών άλλων – το οποίον έδωκεν εις τον ανατολικόν τούτον μαργαρίτην. – Οι λόγοι του είνε ερριζωμένοι εις την καρδίαν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η ακοή μου ανυπομονεί να τους αποσπάση εκείθεν.
ΑΛΕΞΑΣ. Φίλε μου, μου είπεν: Ειπέ εις την βασίλισσαν ότι ο πιστός Ρωμαίος στέλλει εις την ισχυράν βασίλισσαν της Αιγύπτου, τον θησαυρόν ενός οστράκου, και ότι διά να επανορθώση το μικροπρεπές τούτο δώρον θα στολίση διά βασιλείων τον μεγαλοπρεπή αυτής θρόνον. Ειπέ εις αυτήν ότι η ανατολή άπασα θα την ανακήρυξη βασίλισσαν. – Μετά δε ταύτα έκλινε την κεφαλήν, και με τρόπον σοβαρόν ανέβη επί θυμοειδούς ίππου, του οποίου οι γενναίοι χρεμετισμοί εκάλυψαν την φωνήν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς ήτο, μελαγχολικός ή φαιδρός;
ΑΛΕΞΑΣ. Όπως κατά την ώραν εκείνην του έτους την μεταξύ ψύχους και θάλπους· ούτε μελαγχολικός, ούτε φαιδρός.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω κράσις ευτυχής! Ιδέ τον, καλή μου Χάρμιον· τοιούτος είνε ο Αντώνιος, αλλά πρόσεξέ τον. Δεν ήτο μελαγχολικός, διότι ήθελε να ενθαρρύνη εκείνους οίτινες ήντλουν θάρρος παρ' αυτού· δεν ήτο δε φαιδρός, ως να εφαίνετο λέγων εις αυτούς ότι η διάνοια του εστρέφετο προς την Αίγυπτον όπου ήτο και η τέρψις του· αλλά μεταξύ των δύο τούτων διαθέσεων. Ω θείον κράμα! Είτε μελαγχολικός είσαι, είτε φαιδρός, η υπερβολή του ενός ή του άλλου πάθους σου αρμόζει όσον εις ουδένα άλλον θνητόν. (Προς τον Αλεξάν). Συνήντησες τους ταχυδρόμους μου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, βασίλισσα, είκοσι διαφόρους αγγελιαφόρους. Προς τι τόσω πολλούς;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο γεννηθείς την ημέραν καθ' ην θα λησμονήσω να πέμψω απεσταλμένον προς τον Αντώνιον, θα αποθάνη επαίτης. – Χαρτί και μελάνη, Χάρμιον. – Καλώς ήλθες, φίλτατε Αλεξά. – Ηγάπησα ποτέ τόσω τον Καίσαρα, Χάρμιον;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω τον ανδρείον εκείνον Καίσαρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Να σκάσης αν αποκριθής πάλιν με τόσην έμφασιν! Ειπέ τον ανδρείον Αντώνιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Τον ανδρείον Καίσαρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μα την Ίσιδα, θα σου σπάσω τα δόντια, αν παραβάλης και πάλιν με τον Καίσαρα τον πρώτον άνδρα του κόσμου!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ζητώ ταπεινώς συγγνώμην. Επαναλαμβάνω &το τραγούδι σου&.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατά την νεαράν μου ηλικίαν, ότε η κρίσις δεν ήτο ώριμος.. το αίμα ψυχρόν, να επαναλαμβάνης τώρα ό,τι έλεγον τότε!. Έλα, ας εξέλθωμεν… Φέρε χαρτί και μελάνη· θα λαμβάνη καθ' εκάστην νέους χαιρετισμούς, και αν πρόκειται ακόμη να καταστήσω την Αίγυπτον έρημον κατοίκων.
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
Μεσσήνη. Δωμάτιον εν τη οικία του Πομπηίου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ, ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ, ΜΗΝΑΣ
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Αν οι μεγάλοι θεοί είνε δίκαιοι, θα συνταχθώσι μετά των
δικαίων.
ΜΗΝΑΣ. Μάθε, ανδρείε Πομπήιε, ότι δεν αρνούνται ό,τι αναβάλλουσι.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Καθ' ον χρόνον ικετεύομεν αυτούς γονυκλινείς εις τους πόδας του θρόνου των, καταστρέφεται το παρ' ημών αιτούμενον.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Ημάς αυτούς αγνοούντες, αιτούμεν συνεχώς εκείνο το οποίον δύναται να μας βλάψη, αλλ' οι θεοί αρνούνται αυτό εν τη συνέσει των προς σωτηρίαν ημών· ώστε κερδίζομεν όταν αι προσευχαί ημών δεν εισακούωνται.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα επιτύχω· ο λαός με αγαπά, η δε θάλασσα είνε εις την εξουσίαν μου. Η ισχύς μου αυξάνει αδιαλείπτως, και ελπίζω να φθάση εις τον κολοφώνα της δυνάμεως. Ο Μάρκος Αντώνιος δεν έχει κατά νουν ν' αφήση τα συμπόσια της Αιγύπτου χάριν εξωτερικών πολέμων. Ο Καίσαρ συλλέγει χρήματα, αλλ' αποβάλλει τας συμπαθείας του λαού. Ο Λέπιδος, κολακεύων και τους δύο, κολακεύεται υπ' αμφοτέρων· ουδένα αγαπά, αλλά και ουδείς εκ των δύο σκέπτεται περί αυτού.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Ο Καίσαρ και ο Λέπιδος εξεστράτευσαν μετά στρατεύματος ισχυρού.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πόθεν το γνωρίζεις; είνε ψεύδος.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Παρά του Σιλβίου, στρατηγέ.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ονειρεύεται. Γνωρίζω ότι και οι δύο είνε εις την Ρώμην, αναμένοντες τον Αντώνιον. Είθε πάντα τα θέλγητρα του έρωτος να καλλύνωσι τα μαραμένα σου χείλη, ω ακόλαστος Κλεοπάτρα! Ας ενωθή η μαγεία μετά της καλλονής, και μετ' αυτών αμφοτέρων η ηδυπάθεια. Πρόσδεσον τον ακόλαστον εις παρατεταμένα συμπόσια, και κράτει εξημμένον τον εγκέφαλόν του. Ας οξύνωσι την όρεξίν του μάγειροι Επικούρειοι δι' ερεθιστικών καρυκευμάτων, και ας αμβλύνωσι της τιμής το αίσθημα, ο ύπνος και η τρυφή, έως ου πέση εις εντελή λήθαργον. – Λοιπόν, Βάριε; (Εισέρχεται ο Βάριος).
ΒΑΡΙΟΣ. Έχω τι θετικώτατον να σου αναγγείλω. Ο Μάρκος Αντώνιος αναμένεται εις Ρώμην από ώρας εις ώραν. Τόσος χρόνος παρήλθεν αφ' ότου ανεχώρησεν εκ της Αιγύπτου, ώστε ηδύνατο να φθάση και μακρύτερα.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μετά περισοτέρας ευχαριστήσεως θα ήκουον αγγελίαν ολιγώτερον σπουδαίαν. Δεν επίστευον, Μηνά, ότι ο ακόρεστος ούτος ερωτοτρόπος ήθελε φορέση την περικεφαλαίαν του χάριν τόσω μικρού πολέμου· η στρατιωτική αυτού ικανότης είνε δις υπερτέρα των δύο άλλων. Αλλά τώρα πρέπει να μεγαλαυχώμεν, αφού η εκστρατεία μας δύναται ναποσπάση από τους κόλπους της Αιγυπτίας χήρας τον ουδέποτε υπό των ηδονών κορεννύμενον Αντώνιον.
ΜΗΝΑΣ. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είνε δυνατόν να ομονοήσωσι ποτέ ο Καίσαρ και ο Αντώνιος. Η αποθανούσα σύζυγος του εστασίασε κατά του Καίσαρος, ο δε αδελφός του εκήρυξε κατ' αυτού πόλεμον, μολονότι δεν πιστεύω να παρωτρύνθησαν υπό του Αντωνίου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν ηξεύρω, Μηνά, κατά πόσον αι μικραί αύται έριδες δύνανται να υποχωρήσουν απέναντι των μεγαλυτέρων. Είνε πρόδηλον ότι, αν δεν είχομεν εγερθή εναντίον αυτών, θα εφιλονείκουν μεταξύ των, διότι έχουν σπουδαίας αφορμάς έριδος, αλλά δεν ηξεύρομεν ακόμη κατά πόσον ο φόβος, ον εμπνέομεν εις αυτούς, θα δυνηθή να τους συμφιλιώση και να διαλύση τας ασημάντους αυτών διαφοράς. Γεννηθήτω το θέλημα των θεών. Προς εξασφάλισιν της ζωής ημών πρέπει να αναπτύξωμεν όλας ημών τας δυνάμεις. Ελθέ, Μηνά. (Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Λεπίδου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΛΕΠΙΔΟΣ.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Πράξιν αρίστην και αξίαν σου θα πράξης, φίλε Αινόβαρβε, καθικετεύων τον στρατηγόν σου να κάμη χρήσιν πραοτέρων λόγων.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα παρακαλέσω αυτόν να αποκρίνεται όπως αρμόζει εις τον Αντώνιον. Αν ο Καίσαρ τον ερεθίση, πρέπει ο Αντώνιος να λάβη ύφος αγέρωχον και βροντοφώνως ως άλλος Άρης να αποκριθή: Μα τον Δία, αν εγώ έφερον τον πώγωνα του Αντωνίου, δεν θα έκειρον αυτόν σήμερον!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν είνε καιρός τώρα διά προσωπικάς έριδας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πάσα στιγμή είνε κατάλληλος προς τα ζητήματα τα όποια
αύτη γεννά.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Αλλά τα μικρότερα πρέπει να υποχωρούν απένναντι των
μεγαλυτέρων.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι, αν τα μικρότερα έρχωνται πρώτα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Οι λόγοι σου είνε εμπαθέστατοι. Αλλά μη υποδαύλιζε, σε παρακαλώ, το υπό την τέφραν πυρ. Ιδού έρχεται ο γενναιόφρων Αντώνιος. (Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Βενδιδίου).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού και ο Καίσαρ. (Εισέρχεται ο Καίσαρ, ο Μαικήνας και
ο Αγρίππας)
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν συμφωνήσωμεν εδώ, θα μεταβώμεν έπειτα εις την χώραν των
Πάρθων! Άκουσε, Βενδίδιε.
ΚΑΙΣΑΡ. Δεν ηξεύρω, Μαικήνα, ερώτησε τον Αγρίππαν.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Επειδή, γενναίοι φίλοι, είνε σπουδαίον το ζήτημα το οποίον μας συνήνωσεν εδώ, δεν πρέπει να επιτρέψωμεν, ώστε πράξεις [ασήμαντοι να διαιρέσωσιν ημάς. Ακούσωμεν με πραότητα ό,τι επιλήψιμον συνέβη. Όταν μετ' εμπαθείας συζητώμεν τας μηδαμινάς ταύτας διαφοράς ημών, διαπράττομεν φόνον, ενώ προσπαθούμεν να επουλώσωμεν πληγάς. Όθεν καθικετεύω υμάς, ευγενείς συνάδελφοι, να θίγετε τα μάλλον δυσάρεστα ζητήματα μετά μεγίστης πραότητος, αποφεύγοντες απρεπείς ή ερεθιστικάς εκφράσεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ ορθόν. Θα έπραττον ούτως αν είμεθα ενώπιον του στρατού και έτοιμοι προς μάχην.
ΚΑΙΣΑΡ. Καλώς ήλθες εις Ρώμην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε ευχαριστώ.
ΚΑΙΣΑΡ. Κάθισε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάθισε, κύριε.
ΚΑΙΣΑΡ. Ε, λοιπόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μανθάνω ότι δίδεις κακήν σημασίαν εις πράγματα τα οποία δεν έχουν τοιαύτην ή δεν σε αποβλέπουν και τοιαύτην αν είχον.
ΚΑΙΣΑΡ. Θα ήμην γελοίος αν άνευ λόγου ή δι' ελάχιστα εθεώρουν τον εαυτόν μου υβρισθέντα, και ιδίως υπό σου· πολύ δε γελοιότερος θα ήμην αν άπαξ επρόφερα περιφρονητικώς το όνομά σου, ενώ ουδένα είχα λόγον να το πράξω.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι σε έμελεν η εν Αιγύπτω διαμονή μου, Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι πλειότερον αφ' ό,τι σε έμελεν εις Αίγυπτον η εν Ρώμη ιδική μου. Αν όμως εκεί εσκευώρεις κατά της αρχής μου, τότε η εν Αιγύπτω διαμονή σου ηδύνατο να μου είνε θέμα συζητήσεως.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι εννοείς με το «εσκευώρεις»;
ΚΑΙΣΑΡ. Δύνασαι να μαντεύσης τας σκέψεις μου εκ των εδώ συμβάντων. Η σύζυγος και ο αδελφός σου έλαβον τα όπλα εναντίον μου, η δε αποστασία των εχρησίμευεν ως παράδειγμα το οποίον ώφειλες να ακολουθήσης· ήτο το σύνθημα του πολέμου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απατάσαι. Ουδέποτε ο αδελφός μου με ανέμιξεν εις τας πράξεις του· επληροφορήθην περί τούτου, και αι πληροφορίαι μου προέρχονται εξ ασφαλούς πηγής, εκ των εκθέσεων των ανθρώπων εκείνων οίτινες επολέμησαν υπέρ σου. Μήπως δεν περιεφρόνησε και την εξουσίαν μου και την ιδικήν σου, και παρά την θέλησίν μου, αφού ο ιδικός σου αγών ήτο και ιδικός μου; Ως προς την υπόθεσιν ταύτην αι προς σε επιστολαί μου σε καθησύχασαν. Αν όμως θέλης να προκαλέσης έριδα και δεν έχης άλλην αφορμήν, μη την ζητής διά του παραπόνου τούτου.
ΚΑΙΣΑΡ. Επαινείς τον εαυτόν σου αποδίδων εις εμέ έλλειψιν κρίσεως, αλλ' αι προφάσεις αύται δεν συνηρμολογήθησαν καλώς.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι τοιαύτα. Γνωρίζω, είμαι βέβαιος ότι δεν ήτο δυνατόν να απατηθής ως προς τούτο, ότι δηλαδή εγώ, σύμμαχός σου εις τον υπ' αυτού κατά σου διεξαγόμενον αγώνα, ηδυνάμην να βλέπω ασμένως πόλεμον συνταράσσοντα την ησυχίαν μου. Ως προς την σύζυγόν μου θα σου ηυχόμην σύζυγον έχουσαν το πνεύμα της. Είσαι κύριος του τρίτου μέρους του κόσμου, και δύνασαι να διοικήσης αυτό διά μικρού χαλινού, δεν δύνασαι όμως να πράξης το αυτό προκειμένου περί τοιαύτης συζύγου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είθε να είχομεν όλοι τοιαύτας συζύγους, ώστε οι άνδρες να παραλαμβάνουν αυτάς εις τους πολέμους!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Χαρακτήρος ούσα βιαίου και ανυπομόνου, διήγειρε ταραχάς – μη στερουμένας πολιτικής δεξιότητος, – αίτινες ομολογώ μετά λύπης, Καίσαρ, σου επροξένησαν πολλήν ανησυχίαν αλλ' ως προς τούτο, οφείλεις να ομολογήσης ότι ουδέν ηδυνάμην να πράξω.
ΚΑΙΣΑΡ. Σου έγραψα ότε εκραιπάλας εν Αλεξανδρεία, αλλά συ θέσας τας επιστολάς εις τον κόλπον σου, απέπεμψες τον απεσταλμένον μου μετά σαρκαστικών επιπλήξεων.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενεφανίσθη αιφνιδίως ενώπιόν μου πριν ή ακόμη αγγελθή. Προ μικρού δε είχα δεχθή εις συμπόσιον τρεις βασιλείς, και κατά την στιγμήν εκείνην δεν ήμην όπως και την πρωίαν, αλλά την επιούσαν του ωμολόγησα εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην, όπερ ήτο το αυτό ως εάν του εζήτουν συγγνώμην. Αλλά μη αναμιγνύωμεν αυτόν εις την έριδα ημών. Απαλείψωμεν αυτόν εκ της διαφοράς, αν πρόκειται να συζητήσωμεν περί ταύτης.
ΚΑΙΣΑΡ. Παρέβης την υποχρέωσιν του όρκου σου· διά τοιαύτην δε παράβασιν ουδέποτε θα δυνηθής συ να κατηγορήσης εμέ.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Μη παραφέρεσαι, Καίσαρ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, Λέπιδε, άφες τον να ομιλήση· η τιμή, περί της οποίας ομιλεί και την οποίαν υποθέτει ότι παρέβην είνε ιερά· αλλ' εξακολούθει, Καίσαρ· είπες περί του όρκου μου. —
ΚΑΙΣΑΡ. Του να μου παράσχης ένοπλον βοήθειαν όταν ήθελον ζητήσει αυτήν, αλλά συ ηρνήθης αυτήν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ημέλησα μάλλον, και τούτο καθ' ην στιγμήν ώραι φαρμακεραί με καθίστων ουχί κύριον του εαυτού μου. Θα δείξω δε προς σε την μετάνοιάν μου, όσον δύναμαι· αλλ' η χρηστότης μου δεν θα καταβιβάση το μεγαλείον μου, ούτε θα μεταχειρισθώ το μεγαλείον άνευ χρηστότητος. Το αληθές είνε, ότι η Φουλβία υπεκίνησεν εδώ πολέμους όπως με αποσπάση εκ της Αιγύπτου, διά τούτο δ' εγώ όστις εν αγνοία υπήρξα αφορμή τούτων, ζητώ συγγνώμην τοιαύτην, οίαν επιβάλλει η τιμή να ζητήσω εν τη περιστάσει ταύτη.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ωμίλησες ευγενώς.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Παύσατε, παρακαλώ, την περί των αμοιβαίων δυσαρεσκειών συζήτησιν, λησμονήσατε δ' αυτάς εντελώς, ενθυμούμενοι ότι, η παρούσα στιγμή σας επιβάλλει την συμφιλίωσιν.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Πολύ φρονίμως ωμίλησες, Μαικήνα.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ή αν επί του παρόντος συμφιλιωθήτε, δύνασθε να επανέλθετε επί του θέματος τούτου, όταν δεν θα γίνεται πλέον λόγος περί του Πομπηίου. Τότε μη έχοντες άλλο τι να πράξετε, θα έχετε καιρόν να φιλονεικήτε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιώπα· συ είσαι μόνον στρατιώτης.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είχα σχεδόν λησμονήση ότι η αλήθεια πρέπει να σιωπά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεικνύεις έλλειψιν σεβασμού προς τους παρόντας, αρκεί.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά λοιπόν, εξακολουθήτε· εις το εξής θα είμαι αναίσθητος ως πέτρα.
ΚΑΙΣΑΡ. Αποδοκιμάζω μόνον τον τρόπον, όχι και την ουσίαν της ομιλίας του, διότι δεν είνε δυνατόν να μείνωμεν συνδεδεμένοι, έχοντες τόσον εναντία φρονήματα. Και όμως, εάν εγνώριζα ότι υπάρχει κρίκος δυνάμενος να μας συνδέση, θα περιηρχόμην την οικουμένην προς ανεύρεσίν του.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Επίτρεψέ μου, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Ομίλησον, Αγρίππα.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Έχεις αδελφήν ομομητρίαν, την θαυμαστήν Οκταβίαν ο δε
μέγας Αντώνιος διατελεί τώρα εν χηρεία.
ΚΑΙΣΑΡ. Σιώπα, Αγρίππα· αν σε ήκουεν η Κλεοπάτρα θα σε επέπληττε
δικαίως διά την προπέτειάν σου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν είμαι έγγαμος Καίσαρ, άφες τον Αγρίππαν να
εξακολουθήση.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Όπως συνδεθήτε διά φιλίας αδιασπάστου, αδελφοποιηθήτε, και τας καρδίας υμών ενώσατε διά δεσμού αδιαρρήκτου· πρέπει ο Αντώνιος να συζευχθή την Οκταβίαν, αξίαν ένεκα του κάλλους της να συνδεθή μετά του επιφανεστάτου των ανδρών, και της οποίας αι αρεταί και αι έξοχοι χάριτες εκφράζουν εκείνο, όπερ ουδείς δύναται να εκφράση. Διά του γάμου τούτου, όλαι αι μικραί ζηλοτυπίαι αι φαινόμεναι τώρα μεγάλαι, και όλοι οι σπουδαίοι φόβοι οι φαινόμενοι επικίνδυνοι, θα εξηφανίζοντο τότε· τότε και αι αλήθειαι θα εθεωρούντο μύθοι, ενώ τώρα και οι μύθοι σχεδόν θεωρούνται αλήθειαι. Η προς αμφοτέρους αγάπη της Οκταβίας ήθελε συνδέση μεν σας, εξασφαλίση δε και εις τους δύο τας συμπαθείας όλων. Συγγνώμην δι' όσα έλαβα το θάρρος να είπω. Δεν είνε σκέψις στιγμιαία, αλλά προϊόν μελέτης και κατά καθήκον μελετηθείσα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγει ο Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Θα περιμείνη ν' ακούση πώς εξέλαβεν ο Αντώνιος τα υπό του
Αγρίππα λεχθέντα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποίαν ισχύν έχει ο Αγρίππας προς εκτέλεσιν της προτάσεως
ταύτης, εάν έλεγα: «έστω δέχομαι, Αγρίππα;»
ΚΑΙΣΑΡ. Την ισχύν του Καίσαρος, την ισχύν μου επί της Οκταβίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είθε να μη διαλογισθώ ποτέ περί προσκόμματος του λαμπρού τούτου και τόσον ευοιώνου σχεδίου! – Δος μου την χείρα σου. Προχώρησε εις την εκτέλεσιν της ευτυχούς ταύτης πράξεως. Από της στιγμής ταύτης ας διευθύνη την αγάπην ημών αδελφική καρδία, και ας προβώμεν αδελφικώς εις την εκτέλεσιν των μεγάλων ημών σχεδίων!
ΚΑΙΣΑΡ. Λάβε την χείρα μου. Σου παραδίδω αδελφήν ην ουδέποτε αδελφός ηγάπησε μετά μείζονος στοργής. Είθε να ζήση ίνα ενώση τα βασίλεια και τας καρδίας ημών είθε η αγάπη ημών να μη διασπασθή του λοιπού!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Γένοιτο!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν εφανταζόμην ότι ήθελον πολεμήση κατά του Πομπηίου, διότι εσχάτως ακόμη εφέρθη προς με λίαν φιλοφρόνως· οφείλω μόνον να τον ευχαριστήσω ίνα μη φανώ επιλήσμων της ευεργεσίας, και μετά ταύτα να προκαλέσω αυτόν πάραυτα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ο καιρός επείγει. Πρέπει ευθύς να βαδίσωμεν κατά του
Πομπηίου, πριν ή ούτος βαδίση καθ' ημών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είνε;
ΚΑΙΣΑΡ. Πλησίον του Μισηνού όρους.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποία είνε η κατά ξηράν δύναμίς του;
ΚΑΙΣΑΡ. Μεγάλη και αδιαλείπτως αυξάνουσα, αλλά κατά θάλασσαν είνε απόλυτος κύριος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά την διατρέχουσαν φήμην. Είθε να είχομεν ήδη συνδιαλαχθή μετ' αυτού! Ας σπεύσωμεν. Αλλά, τελειώσωμεν την υπόθεσιν περί της οποίας ωμιλήσαμεν πριν ή οπλισθώμεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Προθυμότατα. Σε προσκαλώ δε να έλθης, ίνα ίδης την αδελφήν μου· θα σε οδηγήσω προς αυτήν κατ' ευθείαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Λέπιδε, μη μας στερήσης της παρουσίας σου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ουδέ ασθένεια θα με ημπόδιζε, γενναίε Αντώνιε.
(Ακούονται σαλπίσματα. Εξέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος και ο
Λέπιδος).
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες εξ Αιγύπτου, φίλε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο λαμπρός Μαικήνας, το ήμισυ της καρδίας του Καίσαρος! Ο αξιότιμος φίλος Αγρίππας!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Φίλε Αινόβαρβε!
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να χαίρωμεν ότι τα πράγματα διηυθετήθησαν καλώς. —
Υπήρξε λαμπρά η εν Αιγύπτω διαμονή σας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ω, ναι· εκοιμώμεθα την ημέραν και διηρχόμεθα την νύκτα
πίνοντες.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Είνε αληθές, ότι εις πρόγευμα δώδεκα συνδαιτυμόνων είχετε
οκτώ ολόκληρους αγριοχοίρους ψητούς;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυτό ήτο ως μυία παραβαλλομένη προς αετόν. Ως προς τα συμπόσια είχομεν άλλα πολύ τερατωδέστερα, τα όποια αληθώς είνε άξια μνείας.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να είνε γυνή απροσμάχητος, αν η περί αυτής φήμη
είνε ακριβής.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εκ της πρώτης συναντήσεώς της μετά του Αντωνίου επί του
Κύδνου ποταμού εκυρίευσεν ευθύς την καρδίαν του.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Εκεί πράγματι ενεφανίσθη εν όλη τη ακτινοβόλω αυτής
λάμψει, αν αι πληροφορίαι μου δεν είνε ψευδείς.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού πώς ήτο. Το πλοιάριον επί του οποίου επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον, έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτον εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερωτύλως· αι αργυραί κώπαι, κινούμεναι ερρύθμως προς τον ήχον των αυλών, παρώτρυνον το υπ' αυτών διωκόμενον ύδωρ να επανέρχεται ταχύτερον, ωσεί ησθάνετο έρωτα προς τα κτυπήματά των. Η δε Κλεοπάτρα ήτο υπερτέρα πάσης περιγραφής. Καθημένη υπό χρυσοκέντητον σκιάδα, υπερέβαινε κατά την καλλονήν και αυτήν την Αφροδίτην, εις την οποίαν η φαντασία ενεφύσησε κάλλος και του φυσικού ανώτερον. Παίδες ευειδείς, όμοιοι προς μειδιώντας έρωτας, ίσταντο εκατέρωθεν αυτής, μετά ποικιλοχρόων ανά χείρας ριπιδίων, η δ' εκ τούτων παραγομένη λεπτή αύρα εφαίνετο αυξάνουσα μάλλον ή ελαττούσα την θερμότητα των λεπτοφυών εκείνων παρειών, ας προσεπάθουν να δροσίσουν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Θαυμάσιον όντως θέαμα διά τον Αντώνιον!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αι θεραπαινίδες της όμοιαι με Νηρηίδας και Σειρήνας, υπήκουον εις το ελάχιστον αυτής νεύμα,8 αι δε υποκλίσεις των επηύξανον τας χάριτας αυτών. Μία τούτων ενδεδυμένη ως σειρήν επηδαλιούχει, τα δε μετάξινα σχοινία εκυρτούντο υπό την αφήν των αβρών εκείνων και ευκινήτων χειρών. Οσμή δε ηδυτάτη διεχέετο από του πλοιαρίου επί τας γειτνιαζούσας όχθας. Η πόλις άπασα έσπευσε να την ίδη, ο δε Αντώνιος, καθήμενος επί θρόνου εις την αγοράν, έμεινε μόνος συρίζων εις τον αέρα· αλλά και αυτός ο αήρ, αν δεν αντέβαινεν εις τους φυσικούς νόμους, ήθελε μεταβή προς θέαν της Κλεοπάτρας, αφήνων ούτω χάσμα εν τη φύσει!9
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Θαυμασία αληθώς η Αιγυπτία!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Άμα αποβιβασθείσαν προσεκάλεσεν αυτήν εις δείπνον ο Αντώνιος, αλλ' αύτη απεκρίθη ότι θα ήρμοζε μάλλον να φιλοξενηθή ούτος παρ' αυτής. Τότε δε ο φιλόφρων ημών Αντώνιος, ον ουδέποτε γυνή ήκουσε προφέροντα την λέξιν «όχι», ξυρισθείς δεκάκις, μεταβαίνει εις το συμπόσιον, και ως εισφοράν, προφέρει την καρδίαν του δι' όσα μόνον οι οφθαλμοί του εγεύθησαν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ουράνιον πλάσμα. Έκαμε τον μέγαν Καίσαρα να κατακλιθή με το ξίφος, εκαρποφόρησε δε ο υπ' αυτού καλλιεργηθείς αγρός.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ημέραν τινά την είδον να πηδά τεσσαρακοντάκις με ένα πόδι επί της δημοσίας οδού. Απολέσασα δε την αναπνοήν ωμίλει και ήσθμαινε ούτως, ώστε και αύτη η πάθησις μετεβάλλετο εις χάριν, και άνευ πνοής ακόμη ανέδιδε ζωήν.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τώρα ο Αντώνιος πρέπει να την αφήση εντελώς.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε. Δεν θα θελήση – Ούτε η ηλικία δύναται να την μαράνη, ούτε η συνήθεια να ελαττώση την εν αυτή ποικιλίαν των θελγήτρων. Αι μεν άλλαι γυναίκες κατευνάζουν τας ορέξεις τας οποίας διεγείρουν, αλλ' αύτη, όσω περισσότερον θέλει να κατευνάση αυτάς, τόσω περισσότερον τας διεγείρει· διότι και τα χαμερπέστατα πράγματα έχουν τόσην χάριν εν αυτή, ώστε10 οι άγιοι πατέρες την ευλογούν και ακολασταίνουσαν.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Αν η πραότης, η φρόνησις και η κοσμιότης δύνανται να ελκύσωσι την καρδίαν του Αντωνίου, η Οκταβία είνε ευτυχής κλήρος δι' αυτόν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ας υπάγωμεν. – Δέχθητι, φίλε Αινόβαρβε, την φιλοξενίαν μου εφ' όσον διαμένεις εδώ.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σε ευχαριστώ, φίλε. (Εξέρχονται).