Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 3

Yazı tipi:

ΣΚΗΝΗ Γ’

Ρώμη. – Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος.

ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΟΚΤΑΒΙΑ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ, ΜΑΝΤΙΣ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ο κόσμος και τα σπουδαία μου καθήκοντα, θα με χωρίζουν

ενίοτε εκ της αγκάλης σου.

ΟΚΤΑΒΙΑ. Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα γονυπετής προ των θεών θα

δέωμαι υπέρ σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη κρίνης, Οκταβία μου, περί των ελαττωμάτων μου εκ των διαδόσεων του κόσμου. Δεν ηκολούθησα πάντοτε την ευθείαν οδόν, αλλ' εις το εξής ο βίος μου θα είνε κανονικός. Καλή νύκτα, φιλτάτη κυρία.

ΟΚΤΑΒΙΑ. Καλή νύκτα, άρχον. (Εξέρχεται ο Καίσαρ μετά της Οκταβίας).

ΚΑΙΣΑΡ. Καλή νύκτα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν κατεργάρη! επιθυμείς την Αίγυπτον.

ΜΑΝΤΙΣ. Είθε να μη ηρχόμην ποτέ απ' εκεί, ούτε συ να μετέβαινες εκεί!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και διά ποίον λόγον σε παρακαλώ;

ΜΑΝΤΙΣ. Τον λόγον βλέπω εις την μαντικήν μου τέχνην, αλλά δεν δύναμαι να τον εκφράσω. Οπωσδήποτε επίστρεψε ταχέως εις την Αίγυπτον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ειπέ μου, τίνος τύχη θα είνε λαμπροτέρα, του Καίσαρος ή η ιδική μου;

ΜΑΝΤΙΣ. Του Καίσαρος. Διά τούτο μη μένης πλησίον του, ω Αντώνιε. Ο δαίμων σου – ήτοι το προστατεύον σε πνεύμα – είνε μεγαλόφρων, γενναίος, υψηλός, απαράμιλλος όταν λείπη το πνεύμα του Καίσαρος· αλλά πλησίον εκείνου, ο άγγελός σου καταβάλλεται και μεταβάλλεται εις Τρόμον· τούτου ένεκα φεύγε πάντοτε μακράν αυτού.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη ομιλήσης πλέον περί τούτου.

ΜΑΝΤΙΣ. Εις ουδένα άλλον εκτός σου, και μόνον μετά σου. Οιονδήποτε παιγνίδι παίξης μετ' αυτού, χάνεις πάντοτε· παρά πάσαν δε πιθανότητα σε νικά διά της τύχης του· η δόξα σου αμαυρούται, όταν αυτός λάμπη πλησίον σου. Επαναλαμβάνω ότι ο δαίμων σου φοβείται να σε καθοδήγηση πλησίον εκείνου, και ότι ανακτά την γενναιότητά του όταν εκείνος είνε απών.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πήγαινε. Ειπέ εις τον Βενδίδιον ότι θέλω να του ομιλήσω. (Εξέρχεται ο μάντις). Θα πέμψω αυτόν κατά των Πάρθων. – Είτε εκ τύχης, είτε εκ τέχνης, ο άνθρωπος ούτος είπε την αλήθειαν. Και αυτοί οι κύβοι τον υπακούουν, εις όλα δε τα παιγνίδια ημών η δεξιότης μου ναυαγεί απέναντι της τύχης του. Αν ρίψωμεν λαχνούς κερδίζει· παρά πάσαν προσδοκίαν οι αλέκτορές του καταβάλλουν τους ιδικούς μου, αι δε όρτυγές του εκδιώκουν πάντοτε τας ιδικάς μου. Θα επανέλθω εις την Αίγυπτον, και, μολονότι συνάπτω τον γάμον τούτον προς ησυχίαν μου (εισέρχεται ο Βενδίδιος), εις την Ανατολήν είνε αι τέρψεις μου. – Ω, ελθέ Βενδίδιε. – Πρέπει να υπάγης εναντίον των Πάρθων. Η εντολή σου είνε ετοίμη· ελθέ να την λάβης. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Δ'

Ρώμη__ Οδός.

ΛΕΠΙΔΟΣ, ΜΑΙΚΗΝΑΣ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Μη ταράττεσθε περισσότερον· σπεύσατε, σας παρακαλώ, εις

συνάντησιν των στρατηγών σας.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ευθύς ως ο Μάρκος Αντώνιος εναγκαλισθή την Οκταβίαν, θα

σας ακολουθήσωμεν.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρετε λοιπόν, έως ότου σας ίδω με την στρατιωτικήν

στολήν, η οποία αρμόζει τόσον καλά εις αμφοτέρους υμάς.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καθόσον δύναμαι να κρίνω περί της πορείας, θα φθάσωμεν προ

υμών εις το όρος, Λέπιδε.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Η οδός σας είνε συντομωτέρα· τα σχέδιά μου θα με αναγκάσουν

να λοξοδρομήσω, και θα με προσπεράσετε κατά δύο ημερών δρόμον.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ και ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Σου ευχόμεθα καλήν επιτυχίαν.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρετε. (Εξέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Ε'

Αλεξάνδρεια. – Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ν' ακούσω μουσικήν θέλω, μουσικήν, την μελαγχολικήν

τροφήν ημών των εραστών.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ε, μουσική! (Εισέρχεται ο Μαρδιανός).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ την· ας υπάγωμεν εις το σφαιριστήριον11. Έλα,

Χάρμιον.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Με πονεί το χέρι, παίξε καλύτερα με τον Μαρδιανόν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Γυνή παίζουσα με ευνούχον, είναι το αυτό ως να παίζη με γυναίκα. Έλα, θέλεις να παίξης μαζύ μου;

ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Θα παίξω όσον ημπορέσω καλύτερα, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όταν τις δεικνύη καλήν θέλησιν είναι άξιος συγγνώμης και αποτυγχάνων. Δεν θέλω να παίξω τώρα. – Δόσατέ μου την ορμιάν. Θα υπάγωμεν εις τον ποταμόν· εκεί δε ακούουσα μακρόθεν την μουσικήν, θα συλλαμβάνω φαιοπτέρυγας ιχθύς· το κυρτόν άγκιστρόν μου θα διαπερά τας ιλυώδεις σιαγόνας των, και ανασύρουσα αυτούς θα νομίζω ότι έκαστος τούτων είναι είς Αντώνιος, και θα λέγω, α! α! σε συνέλαβα.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Πόσον εγελάσαμεν την ημέραν που εστοιχηματίσατε με τον Αντώνιον εις το ψάρευμα, όταν ο βουτηχτής εκρέμασεν εις το αγκίστρι του ένα παστόψαρο το οποίον ανέσυρε καταχαρούμενος!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω τι καιρός, τι καιρός ήτον εκείνος! Τον επεριγέλασα τόσον, ώστε έχασε την υπομονήν, και την ιδίαν εσπέραν τον καθησύχασα με τον αυτόν τρόπον. Την επιούσαν προ της ενάτης της πρωίας τον εμέθυσα τόσον, ώστε ηναγκάσθη να κατακλιθή. Τότε τον ενέδυσα το κάλυμμα της κεφαλής μου και το φόρεμά μου, εγώ δε εζώσθην το ξίφος το οποίον έφερεν εις Φιλίππους! Ω! από την Ιταλίαν. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Χύσε τας αγαθάς αγγελίας σου εις τα προ πολλού στείρα ώτα μου.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Κυρία, κυρία —

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απέθανεν ο Αντώνιος; Φονεύεις την βασίλισσάν σου αν πης ναι, αχρείε· αν όμως αναγγείλης ότι είναι ελεύθερος και υγιαίνει, λάβε χρήματα και φίλησε τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης, την οποίαν βασιλείς ήγγιζον εις τα χείλη των και τρέμοντες εφίλουν.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εν πρώτοις, κυρία, σου αναγγέλλω ότι είναι καλά.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε περισσότερον χρυσόν αλλά πρόσεχε, δύστηνε· συνειθίζομεν να λέγωμεν ότι και οι νεκροί είναι καλά· αν ούτω πως το εννοείς, θα διαλύσω τον χρυσόν τον οποίον σου δίδω, και θα χύσω αυτόν εις τον άγγελον κακών λάρυγγά σου.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Άκουσέ με, καλή μου κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά, σε ακούω, εξακολούθει· αλλά η όψις σου δεν είναι φαιδρά· αν ο Αντώνιος είνε υγιής και ελεύθερος, διατί τόσον σκυθρωπή φυσιογνωμία, αφού πρόκειται ν' αναγγείλης τόσον ευάρεστον αγγελίαν; Αν πάλιν δεν ήτο καλά, έπρεπε να παρουσιασθής ουχί υπό μορφήν ανθρώπου, αλλ' ως εριννύς οφειοπλόκαμος.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Θα ευαρεστηθή η βασίλισσα να με ακούση;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μου έρχεται κατά νουν να σε κτυπήσω πριν ή ομιλήσης. Αλλ' όμως αν είπης ότι ο Αντώνιος ζη, υγιαίνει, ότι είναι φίλος και όχι αιχμάλωτος του Καίσαρος, βροχή χρυσού και χάλαζα πολυτίμων μαργαριτών θα πέση επί σου.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υγιαίνει, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πολύ καλά.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Και διάκειται φιλικώς προς τον Καίσαρα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είσαι τίμιος άνθρωπος.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ουδέποτε η φιλία των ήτο στενωτέρα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λάβε παρ' εμού πλούτον ολόκληρον.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αλλ' όμως κυρία —

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν μου αρέσει αυτό το «αλλ' όμως»· μετριάζει το ευάρεστον των ήδη αγγελθέντων. Αποτροπιάζομαι αυτό το «αλλ' όμως». Ομοιάζει προς τον δεσμοφύλακα εκείνον, όστις εξάγει εκ της ειρκτής αποφώλιόν τι τέρας. Ειπέ σε παρακαλώ, φίλε μου, όλας ομού τας καλάς ή κακάς αγγελίας. Διάκειται φιλικώς προς τον Καίσαρα είπες, ότι υγιαίνει, και ότι είναι ελεύθερος.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ελεύθερος κυρία! όχι· δεν είπα τοιούτον τι. Συνεδέθη μετά της Οκταβίας.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τίνι τρόπω;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Συζυγικώς.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ωχριώ, Χάρμιον.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Κυρία, ενυμφεύθη την Οκταβίαν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λοιμική να σε θερίση. (Τύπτουσα αυτόν τον ρίπτει χαμαί).

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υπομονή, καλή μου κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις; – Φύγε απ' εδώ. (Κτυπά αυτόν και πάλιν). Άθλιε, πανούργε! μη σου πετάξω τα μάτια και τα ποδοκυλίσω ως σφαίρας· θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά. (Τινάσσει αυτόν ορμητικώς). Θα μαστιγωθής διά μεταλλικού σύρματος, θα σε αλείψουν με άλμην, και θα σε ψήσουν σε ολίγην φωτιά.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εγώ μόνον την αγγελίαν φέρω, ερασμία βασίλισσα, δεν ανεμίχθην εις τον γάμον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ ότι δεν είναι αληθές· θα σου δώσω μίαν επαρχίαν, και θα έχης λαμπράν προαγωγήν. Διά του ραπίσματος, το οποίον έλαβες, εξιλεώνεις την οργήν την οποίαν μου διήγειρες. Θα σου χαρίσω δε οιονδήποτε δώρον μου ζητήσης.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ενυμφεύθη, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μοχθηρέ, πολύ έζησες. (Σύρει εγχειρίδιον).

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Α! τότε φεύγω. Τι σκοπόν έχεις, κυρία; εγώ δεν έπταισα εις τίποτε. (Εξέρχεται).

ΧΑΡΜΙΟΝ. Ησύχασε, κυρία, ο άνθρωπος είναι αθώος.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Υπάρχουν αθώοι οι οποίοι δεν διαφεύγουν τον κεραυνόν. —

Ας καταποντισθή η Αίγυπτος εις τον Νείλον! και ας μεταβληθώσιν εις

όφεις όλα τα αγαθοποιά πλάσματα! – Καλέσατε πάλιν αυτόν τον δούλον.

Δεν θα τον δαγκάσω, μόλην την λύσσαν την οποίαν έχω. Φωνάξατέ τον.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Φοβείται να έλθη.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θα τον πειράξω· θα είναι αγενείς αι χείρες αύται να κτυπήσωσι κατώτερόν μου, αφού εγώ υπήρξα αιτία όλων όσα μου συνέβησαν. – Πλησίασε. (Εισέρχεται πάλιν ο αγγελιαφόρος). Είναι μεν έντιμον, δεν είναι όμως πάντοτε καλόν να είναι τις άγγελος κακών. Λέγε με χίλια στόματα τας ευαρέστους αγγελίας, και άφησε τας δυσαρέστους να υπονοώνται αφ' εαυτών.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εξετέλεσα το καθήκον μου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ενυμφεύθη; Αν και πάλιν είπης ναι, δεν θα δυνηθώ να σε μισήσω περισσότερον αφ' όσον σε μισώ.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ενυμφεύθη, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οι θεοί να συνταράξωσι τας φρένας σου! Επιμένεις ακόμη;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Να ψευσθώ λοιπόν, κυρία;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είθε να εψεύδεσο, και αν ακόμη επρόκειτο να καταποντισθή το ήμισυ της Αιγύπτου μου, και να μεταβληθή εις δεξαμενήν λεπιδωτών όφεων. Πήγαινε, φύγε απ' εδώ· και Ναρκίσσου πρόσωπον αν είχες, θα μου εφαίνεσο ο δυσειδέστατος των ανθρώπων. Είναι νυμφευμένος;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ζητώ συγγνώμην από την Μεγαλειότητά σου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι νυμφευμένος;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Μη εκλαμβάνης ως προσβολήν ό,τι δεν ελέχθη διά να σε προσβάλη. Νομίζω δε αδικώτατον το να με τιμωρήσης διά πράγμα το οποίον με διέταξες να κάμω. Ενυμφεύθη την Οκταβίαν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω! το σφάλμα εκείνου, διά το οποίον δεν είσαι υπεύθυνος, σε έκαμε και σε δόλιον! Φύγε απ' εδώ. Τα εμπορεύματα τα οποία έφερες εκ Ρώμης είναι πολύ ακριβά δι' εμέ· ας μείνουν εις βάρος σου, και ας επιφέρουν τον όλεθρόν σου!

ΧΑΡΜΙΟΝ. Υπομονή, καλή μου βασίλισσα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Επαινούσα τον Αντώνιον κατηγόρουν τον Καίσαρα.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολλές φορές, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τιμωρούμαι τώρα διά τούτο. Βοηθήσατέ με να εξέλθω. Λιποθυμώ. Ειράς, Χάρμιον. – Δεν είναι τίποτε. – Πήγαινε να εύρης αυτόν τον άνθρωπον, αγαπητέ μου Αλεξά· ερώτησε τον περί των χαρακτηριστικών της Οκταβίας, της ηλικίας και των ορέξεών της, μη λησμονήσης και το χρώμα της κόμης. Φέρε μου γρήγορα απόκρισιν. (Εξέρχεται ο Αλεξάς). Ας φύγη διά παντός. – Όχι – Χάρμιον· μολονότι αφ' ενός μεν παρίσταται ως Γοργώ, αφ' ετέρου δε ως Άρης. (Προς τον Μαρδιανόν). Ειπέ εις τον Αλεξά να μάθη και περί του αναστήματός της – Λυπήσου με, Χάρμιον, αλλά μη μου ομιλής – οδήγησέ με εις το δωμάτιόν μου. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

Παρά το Μισηνόν.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ, ΜΗΝΑΣ, ΚΑΙΣΑΡ, ΛΕΠΙΔΟΣ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΜΑΙΚΗΝΑΣ.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχω τους ιδικούς σας ομήρους και σεις τους ιδικούς μου,

ώστε δυνάμεθα να συνδιασκεφθώμεν πριν ή συμπλακώμεν.

ΚΑΙΣΑΡ. Είναι πρέπον να έλθωμεν πρώτον εις εξηγήσεις, και διά τον λόγον τούτον εστείλαμεν τας προτάσεις ημών εγγράφους· αν δε εξήτασες αυτάς, ειπέ μας αν σε ικανοποιούν, ώστε να αποστείλης εις την Σικελίαν τους ανδρείους τούτους νέους, οίτινες άλλως θα απολεσθώσιν εδώ.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Αποτείνομαι προς τους τρεις γερουσιαστάς του μεγάλου τούτου κόσμου, τους αντιπροσώπους των θεών. – Δεν εννοώ διατί ο πατήρ μου, έχων υιόν και φίλους, θα εστερείτο εκδικητών, αφού ο Ιούλιος Καίσαρ, ούτινος το φάσμα ενεφανίσθη εις Φιλίππους εις τον ενάρετον Βρούτον, σας είδεν εκεί πολεμούντας υπέρ αυτού. Τις λόγος παρεκίνησεν εις συνωμοσίαν τον πελιδνόν Κάσσιον; Ποίος λόγος παρεκίνησε τον υπό πάντων τιμώμενον ενάρετον Ρωμαίον Βρούτον, και τους λοιπούς συνωμότας, τους εραστάς τούτους της ωραίας ελευθερίας, να πλημμυρούν δι' αίματος το Καπιτώλιον; τις άλλος λόγος ή διότι δεν υπέφερον τον άνθρωπον ανώτερον ανθρώπου; Ιδού ο λόγος διά τον οποίον εξώπλισα τα πλοία μου, υπό το βάρος των οποίων αφρίζει ο ωργισμένος πόντος, και διά των οποίων εσκόπουν να τιμωρήσω την προς τον ευγενή πατέρα μου αχαριστίαν της δολεράς Ρώμης.

ΚΑΙΣΑΡ. Πράξον ως θέλεις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν μας φοβίζουν τα πλοία σου. Θα αγωνισθώμεν και κατά θάλασσαν, αλλά γνωρίζεις πόσον σε υπερτερούμεν κατά ξηράν.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατά ξηράν βεβαίως με υπερτερείς, ως κατέχων την οικίαν του πατρός μου, αλλ' επειδή ούτε ο κούκκος κτίζει την φωλεάν του, μένε εις αυτήν όσον δύνασαι.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Ειπέ μας σε παρακαλώ – διότι τα άλλα είναι εκτός του προκειμένου – τι φρονείς περί των προτάσεών μας;

ΚΑΙΣΑΡ. Αυτό είναι το ζήτημα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σκέψου ωρίμως τι πρέπει να πράξης χωρίς να λάβης υπ' όψιν παρακλήσεις.

ΚΑΙΣΑΡ. Και τι δύναται να συμβή αν επιδιώξης καλυτέραν τύχην;

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μου προσεφέρατε την Σικελίαν και την Σαρδηνίαν, υπό τον όρον του να καθαρίσω την θάλασαν εκ των πειρατών, και να στέλλω ποσόν τι σίτου εις Ρώμην· τούτων συμφωνηθέντων, θα θέσωμεν το ξίφος εις την θήκην, και θ' απέλθωμεν με άθικτον θώρακα.

ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΛΕΠΙΔΟΣ. Αύται είναι αι προτάσεις ημών.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μάθετε λοιπόν ότι ήλθον εδώ με την απόφασιν να τας δεχθώ, αλλ' ο Μάρκος Αντώνιος με ηρέθισέ πως. – Καίτοι δε καταβιβάζω την αξίαν της πράξεως αναφέρων αυτήν, ουχ ήττον πρέπει να μάθης, Αντώνιε, ότι, όταν ο αδελφός σου επολέμει κατά του Καίσαρος, η μήτηρ σου ελθούσα εις Σικελίαν έτυχε παρ' εμού φιλικωτάτης υποδοχής.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το έμαθα, Πομπήιε, και είμαι προθυμότατος να εκφράσω την

προς σε ευγνωμοσύνην μου.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· δεν επερίμενα να σε συναντήσω εδώ,

Αντώνιε.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι μαλακαί αι κλίναι εις την Ανατολήν, και σ' ευχαριστώ ως συντελέσαντα εις τα να έλθω ταχύτερον παρ' ό,τι εσκόπευον, διότι ωφελήθην εκ της επιστροφής.

ΚΑΙΣΑΡ. Μετεβλήθης αφ' ότου σε είδα εσχάτως.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν ηξεύρω τι ίχνη αφήκεν η αδυσώπητος τύχη επί του μετώπου μου, αλλ' ουδέποτε θα εισέλθη αύτη εις το στήθος μου, ουδέποτε θα υποδουλώση την καρδίαν μου.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Μετά χαράς σε βλέπω εδώ.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Το πιστεύω, Λέπιδε. – Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι. Παρακαλώ να συνταχθή και να σφραγισθή παρ' ημών η σύμβασις.

ΚΑΙΣΑΡ. Αύτη θα είναι η πρώτη μας πράξις.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα φιλοξενήσωμεν αλλήλους πριν ή χωρισθώμεν. Ας ρίψωμεν κλήρον διά να ίδωμεν τις θ' αρχίση πρώτος.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εγώ, Πομπήιε.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Όχι, Αντώνιε, ο κλήρος θ' αποφασίση· αλλ' είτε πρώτος, είτε τελευταίος, η λαμπρά μαγειρική της Αιγύπτου θα έχη τα πρωτεία. Ήκουσα ότι τα συμπόσια εκείνα επάχυναν τον Ιούλιον Καίσαρα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήκουσες και πολλά άλλα.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν έχουν διπλήν συμασίαν οι λόγοι μου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλλωπίζεις αυτούς δι' ωραίων λέξεων.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ήκουσα λοιπόν αυτό· και ότι ο Απολλόδωρος έφερε…

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αρκεί πλέον. – Είναι όπως το είπε;.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τι σε παρακαλώ;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έφερεν εις τον Καίσαρα μίαν βασίλισσαν εντός ενός στρώματος.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τώρα σε αναγνωρίζω· πώς έχεις, στρατιώτα;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά, και φαίνεται ότι θα περάσω και καλά, διότι βλέπω

ότι ετοιμάζονται τέσσαρα συμπόσια.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· ουδέποτε σε εμίσησα· σε είδον

μαχόμενον και εζήλευσα την ανδρείαν σου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε σε ηγάπησα πολύ· αλλά σε επήνεσα όταν δεκάκις

ήσο άξιος των επαίνων τους οποίους σου απέδωκα.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχε πάντοτε την αυτήν ειλικρίνειαν, διότι αύτη σου αρμόζει θαυμασίως. Σας προσκαλώ όλους επί του πλοίου μου. Θέλετε, φίλοι, να προπορευθήτε;

ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΛΕΠΙΔΟΣ. Δείξε μας τον δρόμον, Πομπήιε.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έλθετε. (Εξέρχεται ο Πομπήιος, ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο

Λέπιδος μετά στρατιωτών και υπηρετών).

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Ουδέποτε ο πατήρ σου, Πομπήιε, ήθελε συνομολόγηση τοιαύτην συνθήκην. – Εγνωρίσθημεν άλλοτε, κύριε (προς τον Αινόβαρβον)

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εις την θάλασσαν, νομίζω.

ΜΗΝΑΣ. Μάλιστα.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ηνδραγάθησες κατά θάλασσαν.

ΜΗΝΑΣ. Και συ κατά ξηράν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Επαινώ πάντα επαινούντα με, μολονότι ουδείς δύναται ν' αρνηθή τα κατά ξηράν κατορθώματά μου.

ΜΗΝΑΣ. Ούτε τα κατά θάλασσαν ιδικά μου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Νομίζω ότι προς ασφάλειάν σου δύνασαι ν' αρνηθής κάτι τι· υπήρξες φοβερός ληστής κατά θάλασσαν.

ΜΗΝΑΣ. Και συ κατά ξηράν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τότε αρνούμαι τας κατά ξηράν υπηρεσίας μου· αλλά δος μου το χέρι σου, Μηνά· αν οι οφθαλμοί μας είχον εξουσίαν, ήθελον συλλάβη εδώ δύο ληστας ασπαζομένους.

ΜΗΝΑΣ. Όλων των ανθρώπων τα πρόσωπα είναι ειλικρινή, οιαιδήποτε και αν είναι αι χείρες των.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πρόσωπον ωραίας γυναικός δεν είναι ποτέ ειλικρινές.

ΜΗΝΑΣ. Μη συκοφαντής, καρδίας μόνον κλέπτουν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ήλθομεν εδώ διά να πολεμήσωμεν εναντίον σας.

ΜΗΝΑΣ. Το κατ' εμέ, λυπούμαι διότι η συνέντευξις αύτη απέληξεν εις οινοποσίαν. Σήμερον ο Πομπήιος αποδιώκει γελών την τύχην του.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αν ούτω πράξη, βεβαίως δεν θα την επαναφέρη κλαίων.

ΜΗΝΑΣ. Έχεις δίκαιον, φίλε. Δεν επεριμένομεν να ίδωμεν εδώ τον

Μάρκον Αντώνιον. Σε παρακαλώ, ενυμφεύθη την Κλεοπάτραν;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η αδελφή του Καίσαρος ονομάζεται Οκταβία.

ΜΗΝΑΣ. Αληθώς· ήτο σύζυγος του Γαίου Μαρκέλλου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τώρα είναι σύζυγος του Μάρκου Αντωνίου.

ΜΗΝΑΣ. Τι λέγεις;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθέστατον.

ΜΗΝΑΣ. Τότε ο Καίσαρ και αυτός συνεδέθησσν διά παντός.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εάν ηναγκαζόμην να προείπω περί του δεσμού τούτου, δεν

θα εξέφραζον τοιαύτην γνώμην.

ΜΗΝΑΣ. Νομίζω ότι η πολιτική μάλλον ή ο έρως υπηγόρευσε τον γάμον

τούτον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυτήν την γνώμην έχω και εγώ. Αλλά θα ίδης ότι ο δεσμός εκείνος, όστις φαίνεται ότι συσφίγγει την φιλίαν των, θα πνίξη αυτήν. Η Οκταβία έχει ήθος αυστηρόν, ψυχρόν και πράον.

ΜΗΝΑΣ. Και τις δεν ήθελε τοιαύτην σύζυγον;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι ο στερούμενος των αρετών τούτων και τοιούτος είναι ο Μάρκος Αντώνιος. Αυτός θα επιστρέψη πάλιν εις την Αιγυπτίαν του· τότε δε οι στεναγμοί της Οκταβίας θα προκαλέσωσι την βαρείαν οργήν του Καίσαρος, και ως προείπον, ό,τι τώρα σφίγγει τον δεσμόν της φιλίας των, αυτό τούτο θα γίνη αφορμή της διχόνοιάς των. Αλλού είναι η καρδία του Αντωνίου, εδώ ενυμφεύθη κατ' ανάγκην.

ΜΗΝΑΣ. Πιθανόν. Λοιπόν, πηγαίνομεν εις το πλοίον; Θα πίω εις υγείαν

σου, Αινόβαρβε.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα σου ανταποδώσω την πρόποσιν. Eγυμνάσαμεν αρκετά τους

λάρυγγάς μας εις την Αίγυπτον.

ΜΗΝΑΣ. Εμπρός. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ζ'

Επί του πλοίου του Πομπηίου αγκυροβολημένου παρά το Μισηνόν

ακρωτήριον.

Μουσική παιανίζει. Εισέρχονται δύο ή τρεις υπηρέται φέροντες τα του

συμποσίου.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω.

Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα.

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους. Ή ένα καλάμι άχρηστο έχω ή μίαν λόγχην την οποίαν δεν μπορώ να σηκώσω, είναι για μένα το ίδιο.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να ανεβής σε μια υψηλή σφαίρα, και να μένης ακίνητος, είναι το ίδιο ως να βλέπης δυο τρύπες εις την θέσιν των ματιών, πράγμα που ασχημίζει τρομερά το πρόσωπον. (Ακούονται σάλπιγγες. Εισέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο Πομπήιος, ο Λέπιδος, ο Αγρίππας, ο Μαικήνας, ο Αινόβαρβος, ο Μηνάς και άλλοι αρχηγοί).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. (Προς τον Καίσαρα). Ιδού πώς γίνεται, Καίσαρ. Μετρούν το ύψος του ύδατος του Νείλου διά τινος κλίμακος επί των πυραμίδων, και εκ της ανυψώσεως ή καταβάσεως του ύδατος, γνωρίζουν αν θα επέλθη ευφορία ή αφορία· όσω περισσότερον υψούται ο Νείλος, τόσω μεγαλειτέρα προμηνύεται η ευφορία· όταν δε αρχίζη να αποσύρεται, τότε ο γεωργός σπείρει τον σπόρον επί του ιλυώδους εδάφους, και μετά μικρόν επέρχεται ο θερισμός.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Έχετε παραδόξους όφεις εκεί.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, Λέπιδε.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Οι όφεις σας ούτοι της Αιγύπτου γεννώνται εκ του πηλού διά της επενέργειας του ηλίου· το αυτό συμβαίνει και με τους κροκοδείλους σας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αληθές.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ας καθίσωμεν, – ας φέρουν κρασί. Θα πιούμε εις υγείαν του

Λεπίδου.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν είμαι τόσον καλά όσον έπρεπε, αλλά βαστώ ακόμα.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αφού μάλιστα πάρης κανένα ύπνο, αλλ' έως τότε φοβούμαι

ότι δεν θα στέκης καλά.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Ναι, βέβαια· ήκουσα ότι αι Πυραμίδες των Πτολεμαίων είναι

πολύ ωραία πράγματα· αναντιρρήτως το ήκουσα.

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Πομπήιον). Μίαν λέξιν, Πομπήιε.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ειπέ μου σιγά· τι τρέχει;

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Σήκω, σε παρακαλώ, στρατηγέ· άκουσε να σου 'πώ μίαν λέξιν.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Περίμενε ολίγον. – Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Τι πράγμα είναι αυτός ο κροκόδειλος;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έχει το σχήμα του κροκοδείλου. Είναι πλατύς όσον έχει πλάτος, και υψηλός ακριβώς όσον είναι· κινείται με τα όργανά του, και ζη με ό,τι τρέφεται· όταν εκλίπη το ζωτικόν του στοιχείον, μετεμψυχούται.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Τι χρώμα έχει;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το χρώμα του.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Παράδοξος όφις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πραγματικώς. Και τα δάκρυά του είναι υγρά.

ΚΑΙΣΑΡ. Θα τον ευχαριστήση άρά γε η περιγραφή αύτη;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύστερα από το ποτήρι του Πομπηίου, άλλως αυτός είναι αληθής επικούρειος.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Μηνάν). Έλα, τι διάβολο θέλεις να μου ειπής; άφησέ με τώρα, φύγε. Κάμε όπως σου είπα. – Πού είναι το ποτήρι που σου εζήτησα;

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Αν χάριν των υπηρεσιών μου θέλης να με ακούσης,

σήκω μια στιγμή.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Είσαι τρελλός, μου φαίνεται. Τι τρέχει; (Εγείρεται και

περιπατεί κατ' ιδίαν μετά του Μηνά).

ΜΗΝΑΣ. Αι υπηρεσίαι μου ήσαν πάντοτε εις την διάθεσίν σου.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Με υπηρέτησες πιστώς, τι άλλο έχεις να είπης; Ευθυμείτε,

κύριοι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρόσεχε τας αμμώδεις αυτάς παγίδας, Λέπιδε, διότι θα

βυθισθής.

ΜΗΝΑΣ. Θέλεις να γίνης κύριος όλου του κόσμου;

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τι λέγεις;

ΜΗΝΑΣ. Θέλεις να γίνης κύριος ολοκλήρου του κόσμου; Σου το λέγω διά δευτέραν φοράν.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πώς είναι δυνατόν;

ΜΗΝΑΣ. Συγκατάνευσε, και μολονότι με νομίζεις πτωχόν, δύναμαι να σου δώσω την οικουμένην.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μήπως έπιες πολύ κρασί;

ΜΗΝΑΣ. Όχι, Πομπήιε, ούτε το ήγγισα εις τα χείλη μου. Αν το τολμήσης, δύνασαι να γίνης ο επίγειος Ζευς. Ό,τι περιβρέχει ο Ωκεανός και εγκλείει ο ουρανός, είναι ιδικόν σου αν θελήσης.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δείξε μου τίνι τρόπω.

ΜΗΝΑΣ. Οι τρεις ούτοι τρίαρχοι και κυρίαρχοι του κόσμου είναι επί του πλοίου σου. Άφες με να κόψω τα σχοινία, όταν δε απομακρυνθώμεν, σφάζομεν αυτούς, και τότε το παν είναι εις την εξουσίαν μου.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Α! έπρεπε να το κάμης χωρίς να μου το ειπής. Πράξις τοιαύτη θα ήτο αισχρά δι' εμέ, υπηρεσία δε έξοχος, διά σε. Πρέπει να μάθης ότι η τιμή μου δεν οδηγείται υπό του συμφέροντος, αλλά το συμφέρον υπό της τιμής. Μετανόησε ότι η γλώσσα επρόδωκε το σχέδιόν σου. Αν εξετέλεις αυτό, ενώ το ηγνόουν, θα το επεδοκίμαζον μετά την εκτέλεσιν, αλλά τώρα οφείλω να το καταδικάσω. Μη σκέπτεσαι λοιπόν πλέον περί αυτού και πίνε.

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Καλά, ουδέποτε πλέον θα ακολουθήσω την παρακμάζουσαν τύχην σου· όστις ζητεί πράγμα τι και δεν λαμβάνει αυτό όταν του προσφέρεται, χάνει διά παντός την ευκαιρίαν.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φέρετέ τον εις την ξηράν. – Θα πίω αντ' αυτού, Πομπήιε.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εις υγείαν σου, Μηνά.

ΜΗΝΑΣ. Το δέχομαι ευχαρίστως, Αινόβαρβε.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Γέμισε έως τα χείλη το ποτήρι.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Δεικνύει τον υπηρέτην όστις μεταφέρει τον Λέπιδον). Να, ένα δυνατό παιδί, Μηνά.

ΜΗΝΑΣ. Διατί;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν βλέπεις ότι σηκώνει το τρίτον του κόσμου;

ΜΗΝΑΣ. Τότε το τρίτον του κόσμου είναι μεθυσμένο. Είθε να ήτο και το όλον· θα ετρέχαμεν με κλειστά μάτια!

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πίνε λοιπόν και συ, διά να αυξήση η ευθυμία.

ΜΗΝΑΣ. Εμπρός.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν εφθάσαμεν ακόμη εις τα Αλεξανδρινά συμπόσια.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πλησιάζομεν. – Ας κρούσωμεν τα ποτήρια. – Ε! Πίνω εις

υγείαν του Καίσαρος.

ΚΑΙΣΑΡ. Επεθύμουν να το αποφύγω. Μου είναι έργον επίπονον, διότι όσω

περισσότερον πλύνω τον εγέφαλον, τόσω θολώτερος γίνεται.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να συμμορφώνεσαι με τας περιστάσεις.

ΚΑΙΣΑΡ. Καλά λοιπόν, θα πίω κ' εγώ εις υγείαν σου. Αλλ' επροτίμων να

μείνω εντελώς νηστικός επί τεσσάρας ημέρας, παρά να πίω τόσω πολύ

εις μίαν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Προς τον Αντώνιον). Λοιπόν, ανδρείε μου αυτοκράτορ, θα

χορεύσωμεν τώρα τον βακχικόν χορόν της Αιγύπτου, διά να

συμπληρώσωμεν το συμπόσιόν μας;

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ας τον χορεύσωμεν, ανδρείε μου στρατιώτα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα δώσωμεν όλοι τα χέρια έως ότου ο κατακτητής οίνος βυθίση τας αισθήσεις μας εντός γλυκείας και ηδυπαθούς λήθης.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δόσατε όλοι τα χέρια – Ας παιανίση δυνατά η μουσική. Εγώ θα σας τοποθετήσω κατά το διάστημα τούτο, έπειτα θα τραγουδήση το παιδί, και καθένας θα επαναλάβη την τελευταίαν στροφήν όσον ημπορεί δυνατώτερα. (Η μουσική παιανίζει. Ο Αινόβαρβος τους τοποθετεί).

 
Έλα του οίνου βασιλιά, Βάκχε κρασοπατέρα,
Με τα παχειά σου μάγουλα, τα μάτια φλογισμένα,
Όλα μέσ' στο ποτήρι σου ξεχνούμεν εδώ πέρα.
Με κλήμα τα κεφάλια μας είναι στεφανωμένα.
Κέρνα κι' ας στρέψη γύρω μας, ας στρέψη όλ' η γη,
Κέρνα κι' ας στρέψ' ολόγυρα, ολόγυρα η γη.
 

ΚΑΙΣΑΡ. Ε! Δεν αρκεί πλέον; Καλή νύκτα, Πομπήιε – Ας αποσυρθώμεν – Ας αποσυρθώμεν, αδελφέ μου. (Προς τον Αντώνιον). Ευθυμία τοιαύτη είναι ανάρμοστος προς την σοβαρότητα των ημετέρων πραγμάτων· ας αποχωρισθώμεν λοιπόν, κύριοι· βλέπετε ότι όλοι είμεθα εξημμένοι. Ο εύρωστος Αινόβαρβος κατεβλήθη υπό του οίνου, και η γλώσσα μου αρχίζει να τραυλίζη. Παρ' ολίγον να μας μεταμορφώση όλους η κραιπάλη αύτη. Είναι ανάγκη να είπω περισσότερα; Καλή νύκτα· δος μου το χέρι σου, Αντώνιε.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα σας συνοδεύσω και εις την ξηράν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Βεβαιότατα· δος μας το χέρι σου.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατέχεις, ω Αντώνιε, την οικίαν του πατρός μου – Αλλά τι

πειράζει· είμεθα φίλοι. Ας κατεβούμεν εις την λέμβον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Προσέξατε μη πέσετε – Εγώ δεν εξέρχομαι Μηνά.

(Εξέρχονται ο Πομπήιος, ο Καίσαρ και ο Αντώνιος).

ΜΗΝΑΣ. Όχι, έλα εις το δωμάτιόν μου. Εμπρός τύμπανα! σάλπιγγες! αυλοί! εμπρός! Ας ακούση ο Ποσειδών πόσον πανηγυρικώς χαιρετίζομεν τους μεγάλους τούτους άνδρας. Παίξατε, παίξατε. (Τύμπανα κροτούσι, σάλπιγγες ηχούν).

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουρά!! Να το καπέλο μου!

ΜΗΝΑΣ. Ουρά! Έλα, γενναίε μου αρχηγέ! (Εξέρχονται).

11.Είς εκ των πολλών αναχρονισμών του δράματος τούτου.