Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 4
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Πεδιάς εν Συρία. – Εισέρχεται αγερώχως ο ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ μετά του ΣΙΛΙΟΥ και άλλων αξιωματικών και στρατιωτικών Ρωμαίων. Φέρουσιν ενώπιόν του τον νεκρόν του Πακόρου.
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Κατετροπώθητε τώρα, ω ακοντισταί Πάρθοι, η δε τύχη ηυδόκησε να με καταστήση εκδικητήν του θανάτου του Μάρκου Κράσσου. – Φέρετε ενώπιον του στρατού ημών το σώμα του υιού του βασιλέως. Ο υιός σου Πάκορος, Ορόδη, πληρώνει τον θάνατον του Μάρκου Κράσσου.
ΣΙΛΙΟΣ. Καταδίωξε τους φυγάδας Πάρθους, γενναίε Βενδίδιε, εφ' όσον το ξίφος σου αχνίζει από Παρθικόν αίμα. Όρμησε εναντίον αυτών διά της Μηδίας, της Μεσοποταμίας, και εντός ακόμη των ασύλων, εις ά εν αταξία καταφεύγουσιν· ούτω δε ο μέγας αρχηγός σου Αντώνιος θα σε περιφέρη επί θριαμβευτικού άρματος και θα περιβάλη με στεφάνους την κεφαλήν σου.
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Αρκούν, αρκούν, ω Σίλιε, όσα έπραξα. Μη λησμονής ότι ο υποδεέστερος δεν πρέπει να πράττη πλειότερα του δέοντος. Μάθε ότι είναι προτιμότερον να αφήση ημιτελές το έργον, ή να περιβληθή με μεγάλην δόξαν όταν λείπη ο αρχηγός τον οποίον υπηρετεί. Και ο Καίσαρ και ο Αντώνιος ενίκησαν περισσοτέρας νίκας διά των στρατηγών αυτών ή αυτοπροσώπως. Ο υπασπιστής του Αντωνίου Σόσιος, ο οποίος είχεν εν Συρία την θέσιν ην έχω σήμερον εγώ, απώλεσε την εύνοιάν του, διότι απέκτησε πολλήν δόξαν εντός ολιγίστου χρόνου. Όστις κατά τον πόλεμον εκτελεί πλειότερα ή ο στρατηγός του, γίνεται στρατηγός του στρατηγού, η δε φιλοτιμία, η αρετή αύτη του στρατιώτου, προτιμά μάλλον ήτταν, ή νίκην ήτις τον επισκιάζει. Ηδυνάμην να πράξω πλειότερα υπέρ του Αντωνίου, αλλά θα τον δυσηρέστουν και τότε θα έχουν την αξίαν των αι υπηρεσίαι μου.
ΣΙΛΙΟΣ. Έχεις, Βενδίδιε, τα πλεονεκτήματα εκείνα, άνευ των οποίων ο στρατιώτης ολίγον διαφέρει του τυφλού ξίφους. Θα γράψης εις τον Αντώνιον;
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Θα του μηνύσω ευσεβάστως, τι διά του ονόματός του, της μαγικής ταύτης λέξεως, κατωρθώσαμεν εις τον πόλεμον, και πώς διά των σημαιών του και των καλώς μισθοδοτουμένων λεγεώνων του, κατετροπώσαμεν το μέχρι τούδε αήττητον ιππικόν των Πάρθων.
ΣΙΛΙΟΣ. Πού είναι τώρα;
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Προτίθεται να μεταβή εις Αθήνας, όπου θα σπεύσωμεν να εμφανισθώμεν ενώπιόν του, όσω το δυνατόν ταχύτερον μας επιτρέψη το φορτίον, το οποίον πρέπει να φέρωμεν μεθ' ημών. Εμπρός. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Ρώμη, Αντιθάλαμος εν τη οικία του Καίσαρος.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Πώς απεχωρίσθησαν οι αδελφοί;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Διηυθέτησαν τας υποθέσεις των μετά του Πομπηίου, ο οποίος και ανεχώρησεν· οι άλλοι τρεις σφραγίζουν την συνθήκην. Η Οκταβία κλαίει διότι θα εγκαταλίπη την Ρώμην· ο Καίσαρ είνε μελαγχολικός, ο δε Λέπιδος, κατά το λέγειν του Μηνά, ταράσσεται υπό ζηλοτυπίας από της ημέρας του συμποσίου του Πομπηίου.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Είναι ευγενής ο Λέπιδος.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ευγενέστατος. Ω! πόσον αγαπά τον Καίσαρα!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ναι, αλλά πόσον λατρεύει τον Μάρκον Αντώνιον!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τον Καίσαρα! Καίσαρ είναι ο Ζευς των ανθρώπων!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Και τι είναι ο Αντώνιος; Ο θεός του Διός!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ομιλείς περί του Καίσαρος; Πώς; του απαραμίλλου!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ω Αντώνιε! Ω συ της Αραβίας φοίνιξ!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εάν θέλης να επαινέσης τον Καίσαρα, ειπέ, – Καίσαρ· – και πλέον ου.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Τω όντι έπλεξε και εις τους δύο τα μέγιστα εγκώμια.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλ' αγαπά περισσότερον τον Καίσαρα. – Και όμως αγαπά τον Αντώνιον. Ω! ούτε καρδία, ούτε γλώσσα, ούτε εικών, ούτε συγγραφεύς, ούτε αοιδός, ούτε ποιητής, δύναται να αισθανθή, να εκφράση, να παραστήση, να γράψη, να ψάλη ή να εξυμνήση την αγάπην του προς τον Αντώνιον· ως προς τον Καίσαρα, κλίνατε, κλίνατε το γόνυ, και θαυμάσατε!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Αγαπά αμφοτέρους.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εκείνοι μεν είναι πτέρυγες, ούτος δε το έντομον, ώστε…(ακούονται σάλπιγγες) Μας προσκαλούν να ιππεύσωμεν. Χαίρε, γενναίε Αγρίππα.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Χαίρε, ανδρείε στρατιώτα· σου εύχομαι καλήν τύχην.
(Εισέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο Λέπιδος και η Οκταβία).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη προχωρήσης περισσότερον, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Αφαιρείς μέγα μέρος του εαυτού μου. Δείξε την προς εμέ αγάπην σου εν τω προσώπω αυτής. – Αδελφή, δείξου σύζυγος τοιαύτη οποίαν σε φαντάζομαι, διότι δύναμαι να δώσω οιανδήποτε εγγύησιν περί της διαγωγής σου. – Είθε, γενναίε Αντώνιε, το είδωλον τούτο της αρετής, το τεθέν μεταξύ ημών ως δεσμός συγκρατών τον πύργον της αγάπης μας, να μη μεταβληθή εις κριόν τειχολέτην, διότι καλλίτερον να ηγαπώμεθα άνευ του δεσμού τούτου, αν υπ' αμφοτέρων δεν αγαπάται τρυφερώς.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη με προσβάλλης διά της δυσπιστίας σου ταύτης.
ΚΑΙΣΑΡ. Είπον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όσον αυστηρώς και αν εξετάσης την διαγωγήν μου, δεν θα εύρης την ελαχίστην αφορμήν δικαιολογούσαν τους φόβους τους οποίους φαίνεται ότι έχεις. Είθε οι θεοί να σε προφυλάττουν και να διαθέτουν υπέρ των σχεδίων σου τας καρδίας των Ρωμαίων! Εδώ θα χωρισθώμεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε, προσφιλεστάτη μου αδελφή· είθε τα στοιχεία της φύσεως να σου είναι ευμενή και να σε ευφραίνουν! Χαίρε.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Αγαπητέ μου αδελφέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απρίλιος είναι εις τους οφθαλμούς της. Είναι το έαρ του έρωτος, τα δε δάκρυά της η ζωογόνος βροχή. Έσο φαιδρά.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Φρόντιζε, αδελφέ μου, διά τον οίκον του συζύγου μου και…
ΚΑΙΣΑΡ. Τι, Οκταβία;
ΟΚΤΑΒΙΑ. Θα σου το είπω κρυφά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρνείται η γλώσσα να υπακούση εις την καρδίαν, αδυνατεί δε η καρδία να εμψυχώση την γλώσσαν είναι ως το πτίλον του κύκνου το οποίον φέρεται εν ισορροπία επί των ανυψουμένων κυμάτων και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Αγρίππαν). Πώς, θα κλαύση ο Καίσαρ;
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Νέφος καλύπτει το πρόσωπόν του.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Και ως ίππος θα ήτο ασχημότερος, έχων επί του μετώπου το λεγόμενον νέφος, πολύ δε περισσότερον ως άνθρωπος12.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Διατί, Αινόβαρβε; Όταν ο Αντώνιος εύρε νεκρόν τον Καίσαρα,
εξέβαλε γοεράς φωνάς, έκλαυσε δε όταν εις Φιλίππους εύρε φονευμένον
τον Βρούτον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθώς· το έτος εκείνο ηνωχλείτο υπό καταρροής! Εθρήνει
εκείνον τον οποίον ασμένως κατέστρεφε· πίστευσε δε εις την
ειλικρίνειαν των δακρύων του, όταν και εμέ ίδης κλαίοντα.
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, φιλτάτη Οκταβία· θα λαμβάνης πάντοτε ειδήσεις παρ'
εμού· δεν θα εξαλείψη ο χρόνος την ανάμνησίν σου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Καίσαρ· θα διαγωνισθώμεν εις τον προς αυτήν έρωτα.
Ιδού σε εναγκαλίζομαι και σε αφήνω υπό την σκέπην των θεών.
ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Ευτύχει!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Είθε όλα τάστρα του ουρανού να φωτίζουν την ευτυχή σου πορείαν!
ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Χαίρε! (Ασπάζεται την Οκταβίαν).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Χαίρετε. (Ηχούσι σάλπιγγες. Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι αυτός ο άνθρωπος;
ΑΛΕΞΑΣ. Φοβείται σχεδόν να έλθη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, έλα – Πλησίασε. (Εισέρχεται ο αγγελιαφόρος).
ΑΛΕΞΑΣ. Και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας δεν τολμά να σε ατενίση,
Μεγαλειοτάτη, ειμή μόνον όταν είσαι ευθύμως διατεθειμένη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και αυτού του Ηρώδου την κεφαλήν θα λάβω· αλλά τίνι
τρόπω, αφού έφυγεν ο Αντώνιος, διά του οποίου ηδυνάμην να το πράξω;
Πλησίασε.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ερασμία βασίλισσα —
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδες την Οκταβίαν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, κραταιά Άνασσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Ρώμην, κυρία· παρετήρησα αυτήν κατά πρόσωπον, και την είδα βαδίζουσαν μεταξύ του αδελφού της και του Μάρκου Αντωνίου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι τόσον υψηλή όσον εγώ;13
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την ήκουσες να ομιλή; Έχει οξείαν ή χαμηλήν φωνήν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Την ήκουσα, κυρία· έχει φωνήν σιγαλήν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αυτό δεν είναι καλόν· δεν είναι δυνατόν να την αγαπήση επί πολύ.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την αγαπήση; Ω Ίσις! αδύνατον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πιστεύω, Χάρμιον βραχνή φωνή και ανάστημα νάνου! Έχει μεγαλοπρέπειαν το βάδισμά της; Ενθυμήσου αν ποτέ παρετήρησες μεγαλοπρεπές παράστημα.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Έρπει, κυρία. Και η στάσις και το βάδισμά της είναι ένα και το αυτό. Φαίνεται, σώμα άψυχον, άγαλμα μάλλον ή άνθρωπος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι βέβαιον;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εκτός αν δεν έχω παρατηρητικόν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρατηρητάς 'σαν αυτόν δεν έχομεν ούτε τρεις εις την
Αίγυπτον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Παρατηρώ ότι είναι πολύ νοήμων – έως τώρα δεν βλέπω
τίποτε εις αυτήν – ο άνθρωπος αυτός έχει καλήν κρίσιν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εξαίρετον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πόσων ετών να είναι, σε παρακαλώ;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ήτο χήρα, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χήρα; ακούεις, Χάρμιον;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Και πιστεύω ότι έχει τα τριάντα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ενθυμείσαι το πρόσωπόν της; είναι μακρόν ή στρογγύλον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Στρογγύλον μέχρις ελαττώματος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ως επί το πλείστον είναι ευήθεις οι τοιούτοι. – Τι χρώμα
έχουν τα μαλλιά της;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Καστανά, κυρία, και το μέτωπόν της τόσω χαμηλόν όσον
ήθελε το επιθυμήση14.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε χρήματα. Μη παρεξηγήσης την πρώτην μου παραφοράν· θα σε μεταχειρισθώ και πάλιν· σε ευρίσκω πολύ κατάλληλον διά την υπηρεσίαν ταύτην. Ύπαγε να ετοιμασθής· αι επιστολαί μου είναι έτοιμοι. (Εξέρχεται ο αγγελιαφόρος).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Άξιος άνθρωπος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πραγματικώς. Μετανοώ πολύ, διότι τον εκακομεταχειρίσθην.
Εξ όσων είπε, βλέπω ότι το πλάσμα αυτό δεν είναι μεγάλο πράγμα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είναι τίποτε, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο άνθρωπος ούτος θα είδε βεβαίως και θα γνωρίζη τι εστί
μεγαλείον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αν είδε μεγαλείον! Μα την Ίσιδα, πώς είναι δυνατόν να μην
είδε, αφού σε υπηρετεί τόσον καιρόν;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω ακόμη κάτι να τον ερωτήσω· αλλά δεν πειράζει· τον οδηγείς εις το δωμάτιόν μου όπου θα γράψω. Τα πάντα δύνανται ακόμη να λάβουν καλόν τέλος.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σου το εγγυώμαι, κυρία.
ΣΚΗΝΗ Δ'
Αθήναι. Δωμάτιον εν τη οικία του Αντωνίου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΟΚΤΑΒΙΑ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, ναι, όχι μόνον τούτο, Οκταβία, αλλά και χίλια άλλα της αυτής φύσεως πράγματα θα ήσαν συγγνωστά· περιεπλάκη όμως εις νέους πολέμους κατά του Πομπηίου, συνέταξε την διαθήκην του, και ανέγνωσε αυτήν δημοσία. Μόλις ανέφερε το όνομά μου· όταν δε ηναγκάσθη να με επαινέση, έπραξε τούτο μετά ψυχρότητος και ακουσίως. Ελάχιστα μου απένειμε· και όταν είχε καταλληλοτάτην ευκαιρίαν να ομιλήση υπέρ εμού, ή απέφυγεν, ή ωμίλησε μετά πολλής επιφυλάξεως.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ω μη πιστεύης εις όλα, φίλτατέ μου, ή μη παροργίζεσαι15 δι' όλα αν πρέπη να τα πιστεύης. Αν η ρήξις αύτη συμβή, ουδέποτε θα υπάρξη γυνή δυστυχεστέρα εμού, ισταμένη μεταξύ δύο αντιπάλων, και δεομένη υπέρ αμφοτέρων. Οι θεοί θα με σκώψωσιν, όταν αφ' ενός μεν λέγω: «Ω, φυλάξατε τον προσφιλή μου σύζυγον», αφ' ετέρου δε αναιρώ την προσευχήν ταύτην ανακράζουσα: «Φυλάξατε τον αδελφόν μου». Νίκα σύζυγε, νίκα αδελφέ· η μία προσευχή αναιρεί την άλλην· δεν υπάρχει μέσος όρος μεταξύ των άκρων τούτων.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας κλίνη, η αγάπη σου, γλυκεία Οκταβία, προς εκείνον, όστις αγωνίζεται πλειότερον να διατηρήση αυτήν. Αν απολέσω την τιμήν, χάνομαι και εγώ αυτός. Προτιμότερον να μην ήμην σύζυγός σου, παρά να σου ανήκω κατησχυμένος· αλλά, κατά την επιθυμίαν σου μεσίτευσε προς συνδιαλλαγήν ημών. Κατά το διάστημα δε τούτο, Οκταβία, θα ετοιμασθώ προς επιχείρησιν πολέμου, όστις θα επισκιάση τον αδελφόν σου. Σπεύσε όσω δύνασαι ταχύτερον· ούτως εκπληρούται η επιθυμία σου.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ευχαριστώ, Αντώνιε. Είθε ο πανίσχυρος Ζευς να σας συμφιλιώση δι' εμού της ασθενούς, της ασθενεστάτης! Πόλεμος μεταξύ υμών θα ήτο ως να εσχίζετο ο κόσμος και το εκ τούτου χάσμα αυτού να πληρωθή νεκρών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν εννοήσης τον αίτιον του πολέμου τούτου, δείξε προς αυτόν την δυσαρέσκειάν σου· διότι δεν είναι δυνατόν τα σφάλματά μας να είναι τόσον ίσα, ώστε και η αγάπη σου να διανέμεται εξ ίσου μεταξύ μας. Ετοίμασε τα της αναχωρήσεώς σου· έκλεξε την συνοδείαν σου και δαπάνησε οσαδήποτε θελήσης. (Εξέρχονται).
ΕΡΩΣ. Ο Καίσαρ και ο Λέπιδος εκήρυξαν πόλεμον κατά του Πομπηίου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυταί είναι παλαιαί. Ποία υπήρξεν η έκβασις;
ΕΡΩΣ. Ο Καίσαρ, αφού πρώτον μετεχειρίσθη αυτόν εις τον κατά του Πομπηίου πόλεμον, αρνείται τώρα να τον αναγνωρίση ως συνάρχοντα, ούτε του επιτρέπει να συμμετάσχη της δόξης της εκστρατείας· μη αρκεσθείς δε εις ταύτα, κατηγορεί αυτόν ως διατηρήσαντα μυστικήν αλληλογραφίαν μετά του Πομπηίου, και επί τη κατηγορία ταύτη διατάσσει την σύλληψίν του. Τώρα δε ο δυστυχής τρίαρχος είναι εις τας φυλακάς, περιμένων τον θάνατον να τον λυτρώση.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ώστε, κόσμε, δεν σου μένουν πλέον ειμή δύο μόνον σιαγόνες. Και την τροφήν δε όλην την οποίαν εμπεριέχεις αν ρίψης μεταξύ αυτών, θα σπαράξωσιν αλλήλους. Πού είναι ο Αντώνιος;
ΕΡΩΣ. Περιπατεί εις τον κήπον κατά τούτον τον τρόπον, ποδοπατών τους ενώπιον αυτού σχοίνους, φωνάζων: «Μωρέ Λέπιδε» και απειλών να κόψη τον λαιμόν του αξιωματικού του εκείνου, όστις εδολοφόνησε τον Πομπήιον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα μεγάλα μας πλοία εξωπλίσθησαν…
ΕΡΩΣ. Διά να αποπλεύσουν εις την Ιταλίαν εναντίον του Καίσαρος. Αλλά κάτι άλλο, Δομίτιε· ο κύριός μου επιθυμεί να σου ομιλήση· ηδυνάμην βραδύτερον να σου αναγγείλω τα νέα μου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν θα είναι τίποτε· αλλ' έστω. – Οδήγησέ με εις τον
Αντώνιον.
ΕΡΩΣ. Ελθέ, Αινόβαρβε. (Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Ε'
Αθήναι. Έτερον δωμάτιον της αυτής οικίας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΕΡΩΣ.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Λοιπόν, φίλε Έρως;
ΕΡΩΣ. Έχομεν παραδόξους ειδήσεις, Αινόβαρβε!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι τρέχει;
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος. ΚΑΙΣΑΡ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ,
ΜΑΙΚΗΝΑΣ.
ΚΑΙΣΑΡ. Προς περιφρόνησιν της Ρώμης έπραξε ταύτα πάντα, και έτι πλειότερα εν Αλεξανδρεία. – Ιδού πώς συνέβησαν. – Επί βήματος αργυρού, στηθέντος επί της δημοσίας αγοράς, ενεθρονίσθησαν δημοσία επί χρυσών καθίσαντες θρόνων, αυτός και η Κλεοπάτρα· παρά τους πόδας αυτών εκάθητο ο Καισαρίων, τον οποίον ονομάζουν υιόν του πατρός μου, και προσέτι όλη η αθέμιτος γενεά η εκ της ακολασίας αυτών γεννηθείσα. Απένειμε εις την Κλεοπάτραν την διοίκησιν της Αιγύπτου, κηρύξας αυτήν βασίλισσαν της Κοίλης Συρίας, της Κύπρου και της Λυδίας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Δημοσία ταύτα;
ΚΑΙΣΑΡ. Επί της δημοσίας πλατείας όπου είναι τα γυμναστήρια· αναγορεύσας δε τους υιούς αυτού βασιλείς βασιλέων, έδωκεν εις μεν τον Αλέξανδρον την μεγάλην Μηδίαν, την χώραν των Πάρθων και την Αρμενίαν, εις δε τον Πτολεμαίον ώρισε την Συρίαν, την Κιλικίαν και την Φοινίκην. Αύτη δε ενεφανίσθη φέρουσα στολήν της θεάς Ίσιδος, λέγεται δε ότι και πρότερον εδέχετο συνεχώς ακροάσεις με το ένδυμα τούτο16.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να μάθη όλα ταύτα η Ρώμη.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Η οποία αηδιάσασα εκ της αυθαδείας του θ' αποβάλη πάσαν καλήν ιδέαν περί αυτού.
ΚΑΙΣΑΡ. Ο λαός τα γνωρίζει· έλαβεν ήδη και τας εκείνου κατηγορίας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ποίον κατηγορεί;
ΚΑΙΣΑΡ. Τον Καίσαρα· λέγων ότι, αφαιρέσας την Σικελίαν από του Σέξτου Πομπηίου, δεν παρεχώρησα εις αυτόν το εκ της νήσου ταύτης μερίδιόν του· ότι μου εδάνεισε πλοία, τα οποία δεν απέδωκα· τέλος δε αγανακτεί διότι καθήρεσα εκ της τριανδρίας τον Λέπιδον και κατεκράτησα τα εισοδήματά του.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Πρέπει, Καίσαρ, να απολογηθής εις τας κατηγορίας ταύτας.
ΚΑΙΣΑΡ. Απεκρίθην ήδη, και ο αγγελιαφόρος ανεχώρησεν. Είπον εις αυτόν ότι ο Λέπιδος είχε γίνη λίαν επαχθής, ότι κατεχράτο της μεγάλης του εξουσίας και ότι ήτο άξιος της αποβολής. Ως προς τας υπ' εμού γενομένας κατακτήσεις, του χορηγώ την μερίδα του, υπό τον όρον του να λάβω κ' εγώ την ιδικήν μου εκ της Αρμενίας και των άλλων υπ' αυτού κυριευθέντων βασιλείων.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Ουδέποτε θα συναινέση εις τούτο.
ΚΑΙΣΑΡ. Τότε ουδ' εγώ συναινώ εις ό,τι ζητεί, (Εισέρχεται η
Οκταβία).
ΟΚΤΑΒΙΑ. Χαίρε, αδελφέ μου, χαίρε, φίλτατε Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Επέπρωτο να σε ονομάσω απόβλητον.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Δεν με ωνόμασες ποτέ, αλλ' ούτε έχεις λόγον να με ονομάσης ούτω.
ΚΑΙΣΑΡ. Διατί ήλθες τόσον αιφνιδίως; Δεν έρχεσαι ως αδελφή του Καίσαρος. Στρατός ολόκληρος έπρεπε να προπορεύεται της συζύγου του Αντωνίου, οι δε χρεμετισμοί των ίππων να αναγγέλλουν την άφιξίν της πολύ πριν ή φανή· τα παρά την οδόν δένδρα να καλύπτονται υπό θεατών ανυπομόνως περιμενόντων την εμφάνισίν σου, προσέτι δε ο υπό της πολυαρίθμου συνοδείας σου εγειρόμενος κονιορτός να φθάνη μέχρις ουρανού· αλλά συ ήλθες εις Ρώμην ως κόρη αγοραία, μη επιτρέψασα να εκδηλώσωμεν την προς σε αγάπην, ήτις μένουσα ανεκδήλωτος, καθίσταται ως επί το πολύ αμφίβολος. Έπρεπε και διά ξηράς και διά θαλάσσης να έλθωμεν εις προϋπάντησίν σου, και εις έκαστον σταθμόν να σε υποδεχώμεθα με αυξάνουσαν αγαλλίασιν.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ουδείς, αδελφέ μου, με ηνάγκασε να έλθω ούτως· έπραξα τούτο εξ ιδίας θελήσεως. Ακούσας ο σύζυγός μου Μάρκος Αντώνιος, ότι παρασκευάζεσθε προς πόλεμον, μου ανεκοίνωσε την λυπηράν αγγελίαν και τούτου ένεκα παρεκάλεσα αυτόν να μου επιτρέψη να επανέλθω προς σε.
ΚΑΙΣΑΡ. Σου το επέτρεψε δε ευχαρίστως, διότι παρενέβαλλες προσκόματα εις την ακολασίαν του.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Μη λέγεις ταύτα, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Οι οφθαλμοί μου είναι προσηλωμένοι επ' αυτού, ο δε άνεμος φέρει προς εμέ πάσας αυτού τας πράξεις. Πού είναι τώρα;
ΟΚΤΑΒΙΑ. Εις τας Αθήνας, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, πολυαδικημένη μου αδελφή. Η Κλεοπάτρα του ένευσε να μεταβή πλησίον της. Εις πόρνην πορέδωκε το κράτος του, αμφότεροι δε στρατολογούν εναντίον μου τους βασιλείς της γης. Συνήθροισαν ήδη τον βασιλέα της Λυβίας Βάκχον, τον Αρχέλαον της Καππαδοκίας, τον Φιλάδελφον της Παφλαγονίας, τον βασιλέα της Θράκης Σαδάλαν, τον Μάλχον της Αραβίας, τον βασιλέα του Πόντου, τον Ηρώδη της Ιουδαίας, τον της Κομμαγηνής Μιθριδάτην, και τους βασιλείς της Μηδίας και Λυκαονίας Παλέμωνα και Αμύνταν, και πλήθος άλλων σκηπτούχων ηγεμόνων.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ω δύσμοιρος εγώ, της οποίας την καρδίαν κατέχουν δύο αδελφοί, εναντίον αλλήλων μαχόμενοι!
ΚΑΙΣΑΡ. Καλώς ήλθες εδώ. Αι επιστολαί σου ανέστειλαν την ρήξιν ημών, έως ότου διέγνωσα μέχρι πόσου συ μεν υβρίζεσο, πόσους δ' ημείς κινδύνους ως εκ της αμελείας ημών διατρέχομεν. Έχε θάρρος· μη θορυβήσαι υπό των περιστάσεων, αίτινες διαταράσσουν εξ ανάγκης την ευτυχίαν σου, και άφες τα υπό της μοίρας αποφασισθέντα να ακολουθήσουν αγογγύστως την πορείαν των. Καλώς ήλθες εις Ρώμην. Ουδέν σου προσφιλέστερον. Εξυβρίσθης πλειότερον παρ' όσον ήτο δυνατόν να φαντασθή τις, οι δε δίκαιοι θεοί εξέλεξαν ημάς και πάντας τους σε αγαπώντας, όπως σε εκδικήσωσι. Παρηγορήσου, καλώς ήλθες προς ημάς.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Καλώς ήλθες, κυρία.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες, αγαπητή κυρία. Η Ρώμη σε συμπονεί και σε αγαπά. Μόνος ο μοιχός και εν ακολασίαις αχαλίνωτος Αντώνιος σε αποπέμπει, όπως παραδώση την μεγάλην αυτού εξουσίαν εις χείρας ποταπής εταίρας, ήτις επισείει αυτήν μετά πατάγου εναντίον ημών.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Είναι αληθή ταύτα, Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Αληθέστατα. Καλώς ήλθες, αδελφή. Έχε υπομονήν, φιλτάτη.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Ζ΄
Το στρατόπεδον του Αντωνίου παρά το Άκτιον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θα μου το πληρώσης, μη αμφιβάλλης.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά διατί, κυρία, διατί, διατί;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήθελες να παρευρεθώ εις τον πόλεμον λέγων ότι δεν ήτο πρέπον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αι, καλά, μήπως είναι;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν δεν υπάρχη ειδική κατηγορία εναντίον μου, διατί να μη παρευρεθώ;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Ημπορούσα τώρα να αποκριθώ πολύ καλά ότι αν εις τον πόλεμον είχομεν τα άλογα μαζί με τες φοράδες, τα άλογα θα ήσαν εντελώς άχρηστα, διότι κάθε φοράδα θα εσήκωνε ένα στρατιώτην με το άλογό του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η παρουσία σου θα ανησυχή κατ' ανάγκην τον Αντώνιον, θα απασχολή την καρδίαν, τον νουν και τον χρόνον αυτού, ενώ θα έχη απόλυτον ανάγκην τούτων. Κατηγορούσιν ήδη αυτόν ως επιπόλαιον και λέγουν εν Ρώμη ότι τον πόλεμον τούτον διευθύνει ο ευνούχος Ποθεινός και αι θεραπαινίδες του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας καταποντισθή η Ρώμη, και ας σαπίσουν αι γλώσσαι εκείνων, οίτινες ομιλούν εναντίον ημών. Υφίσταμαι κ' εγώ τα βάρη του πολέμου, και ως ηγέτης του βασιλείου μου θα παρευρεθώ ως εάν ήμην ανήρ. Μη αντιλέγης, δεν θα υποχωρήσω.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πολύ καλά, τότε σιωπώ. – Ιδού ο αυτοκράτωρ. (Ο Αντώνιος εισέρχεται μετά του Κανιδίου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν είναι παράδοξον, Κανίδιε, αναχωρήσας από τον Τάραντα και το Βρενδήσιον να πλεύση τόσω ταχέως το Ιόνιον πέλαγος, και να καταλάβη την Τορώνην; (Προς την Κλεοπάτραν). Το ήκουσες, φιλτάτη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ουδείς πλειότερον του αδρανούς θαυμάζει την γοργότητα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επίπληξις εύστοχος αρμόζουσα εις τον ανδρειότερον πολεμιστήν επιπλήττοντα ημάς επί νωθρότητι. Θα πολεμήσωμεν και κατά θάλασσαν, Κανίδιε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατά θάλασσαν; Πώς άλλως;
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Διατί, στρατηγέ;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Διότι μας προκαλεί.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά και συ, στρατηγέ, τον προεκάλεσες εις μονομαχίαν.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Του προέτεινες να πολεμήσετε εις την Φάρσαλον, ένθα άλλοτε επολέμησεν ο Καίσαρ κατά του Πομπηίου· αλλ' απορρίπτει την πρότασίν σου ως μη ωφέλιμον, επομένως πρέπει και συ να πράξης το αυτό.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα πληρώματα των πλοίων σου είναι ελλιπή, οι δε ναύται είναι ονηλάται και θερισταί εσπευσμένως ναυτολογηθέντες. Ο στόλος του Καίσαρος έχει ναύτας πολλάκις πολεμήσαντας κατά του Πομπηίου· τα πλοία του είναι ελαφρά και ευκίνητα, βαρέα δε και δυσκίνητα τα ιδικά σου. Δεν είναι αίσχος να αρνηθής την ναυμαχίαν, αφού είσαι έτοιμος να πολεμήσης κατά ξηράν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά θάλασσαν, κατά θάλασσαν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τοιουτοτρόπως καθιστάς άχρηστον, ω αρχηγέ, την απαράμιλλον στρατιωτικήν εμπειρίαν σου, διασπάς τον στρατόν συγκείμενον, ως επί το πολύ, εξ εμπείρων πεζομάχων, δεν χρησιμοποιείς τας ομολογουμένας στρατιωτικάς γνώσεις, σου, εγκαταλείπεις την μόνην ασφαλή οδόν και απορρίπτων το ασφαλές και βέβαιον παραδίδεσαι εις την τυφλήν τύχην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα πολεμήσω και κατά θάλασσαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω εξήκοντα πλοία, προς έκαστον των οποίων ουδέ έν εκ των του Καίσαρος παραβάλλεται.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα καύσωμεν τα πλεονάζοντα και διά των επιλοίπων τελείως εξωπλισμένων θα προσβάλωμεν τον Καίσαρα επιτιθέμενοι κατ' αυτού από του ακρωτηρίου του Ακτίου. Εάν δε αποτύχωμεν (εισέρχεται αγγελιαφόρος), δυνάμεθα να πράξωμεν τούτο κατά ξηράν. Τι συμβαίνει;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Είναι αληθής η αγγελία, στρατηγέ· εδόθη ήδη το σημείον της εμφανίσεως· ο Καίσαρ κατέλαβε την Τορώνην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι δυνατόν να έφθασεν εκεί ο ίδιος; αδύνατον. Παράδοξον
να φθάσουν ήδη εκεί αι δυνάμεις του! Συ Κανίδιε, θα διοικήσης τας
δέκα εννέα λεγεώνας και τους δωδεκακισχιλίους ιππείς, ημείς δε θα
επιβιβασθώμεν επί των πλοίων. (Εισέρχεται στρατιώτης). Ελθέ, Θέτις
μου! – Τι τρέχει, παλληκάρι μου;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μη πολεμήσης κατά θάλασσαν, ω γενναίε αυτοκράτορ· μη
στηρίξης τας ελπίδας σου εις σαθράς σανίδας. Δυσπιστείς εις το
ξίφος μου και τας πληγάς μου ταύτας; Ας πολεμήσουν κατά θάλασσαν οι
Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες· ημείς συνειθίσαμεν να νικώμεν ιστάμενοι
επί της ξηράς και πόδα προς πόδα αντιπροτείνοντες.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εμπρός, εμπρός, άγωμεν, (Εξέρχεται ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα
και ο Αινόβαρβος).
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μα τον Ηρακλέα, νομίζω ότι έχω δίκαιον.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ναι, στρατιώτα, πλην όλη αυτού η ενέργεια κατά τον πόλεμον τούτον δεν πηγάζει εκ της αυτοβουλίας του. Ο στρατηγός μας άγεται υπό άλλου, ημείς δε είμεθα στρατιώται γυναικών.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν είναι αληθές ότι θα διοικήσης τας λεγεώνας και το ιππικόν ημών;
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ο Μάρκος Οκτάβιος, ο Μάρκος Ινστήιος, ο Ποπλικόλας και ο Κοίλιος θα διευθύνουν κατά θάλασσαν, ημείς δε όλας τας πεζικάς δυνάμεις. Η ταχύτης αύτη του Καίσαρος καταντά απίστευτος.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ήτον ακόμη εις την Ρώμην, ότε ο στρατός αναχωρών κατά μικρά αποσπάσματα, διέφυγε την προσοχήν παντός κατασκόπου.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ήκουσες ποίος είναι ο υπασπιστής αυτού;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Κάποιος Ταύρος, λέγουν.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Α, τον γνωρίζω. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο αυτοκράτωρ ζητεί τον Κανίδιον.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ο καιρός εγκυμονεί ειδήσεις, και πάσα στιγμή γεννά νέας.