Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Αργία : διήγημα», sayfa 2

Yazı tipi:

Από τα χέρια κ' από το εργαστήρι του ασπροντυμένου μάγειρα παρουσιαζόντανε τα φαγιά τεχνικά, ωραία, λεπτά, ικανοποιητικά για τα μάτια.

– Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε.

– Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας, αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του.

ΙΙΙ

Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια. Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό.

– Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.

Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική.

– Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να

νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος.

…Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει.

– Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.

Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία:

– Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε

Ρένα.

Τον έστειλε στο διάβολο.

Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους…

Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά…

Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε.

Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.

– Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η θάλασσα, δε θ' αναλούσα

λοιπόν; Σκέφθηκε.

– Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια φωνή βγαλμένη απ'

όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου στήθους.

Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε διαβάσει. Κι' ακόμα θυμήθηκε ότι λίγο πιο πριν άλλες φωνές πολλές και δυνατές είχαν ακουστεί:

– Η κανονιοφόρα! Η κανονιοφόρα!

Ήταν ακριβώς το ίδιο με τα μυθιστορήματα. Μια σύγκρουση, ένα τράνταγμα, κι' ένα σώμα που το είδανε πολλοί να πέφτει με το κεφάλι στη θάλασσα.. Πάνω στο επίστεγο του θωρηκτού αληθινός χαμός. Ο Ρένας τινάχτηκε για να κατέβει στην πρύμη, μ' απόρησε πως δεν μπορούσε να βρει την κάθοδο. Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος.

Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι' έφτασε στη βενζινάκατο. Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση.

Από το θωρηκτό, φωνάζανε:

– Να, να! αρχίζει να βουλιάζει.

– Δε θα την προκάνουνε.

Πραγματικά τ' ωραίο γαλάζο σκάφος χαμήλωνε σιγά – σιγά, βούλιαζε ως την κουπαστή, κ' ύστερα άρχισε να χάνεται με γυρμένη πρύμη μέσα στο χάος του νερού. Η κανονιοφόρα δεν είχε πάθει τίποτα κι' εξακολούθησε σφυρίζοντας το δρόμο της.

Ανεβάσανε τους ναυαγούς πάνω στο θωρηκτό. Ήταν δύο. Ο μηχανικός, κι' ο τιμονιέρης που είχε πέσει στη θάλασσα.

– Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και

τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν.

Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε:

– Και τώρα!!

– Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος.

– Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός

της υπηρεσίας, για την ανάκριση.

Αυτό ήτανε όλο. Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους.

– Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ;

Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.

Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά. Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,,

Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι λυπημένος.

– Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,

Στο βουνό φαινόντανε γραμμές-γραμμές οι σκιές.

– Είναι οι ρυτίδες αυτές της χαράς, είπε, Όταν το φως γερνά έχει για ρυτίδες τις σκιές.

Έξαφνα έβγαλεν ένα αναφωνητό.

– Κύτταξε, κύτταξε! έκανε. Το δάσος πολιορκεί το βουνό.,, Τα πεύκα ξεκινήσανε από την παραλία σε πυκνές φάλαγγες και κυριέψανε ως την ώρα το μισό βουνό. Προχωρούνε με θαυμαστή στρατηγική, αλλού μαζεμένα και πυκνά, αλλού αραιότερα, αλλού λιγοστά και μοναχικά.

Το θέαμα του βουνού και του δάσους ζωντάνευε διαρκώς μπροστά στα μάτια του, του παρουσιαζότανε νάχει ορισμένη επίγνωση στην ύπαρξή του, ορισμένο σχέδιο στη γέννησή του, ορισμένο σκοπό στον πρωρισμό του.

– Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,,

Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα νόμιζε για δένδρα.

Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,, Ησύχασε.

Στην άκρη του ακρωτηρίου πυκνότερο και σκυθρωπότερο το πράσινο σημείωνε την παρουσία του Στρατηγείου. Στις πλαγιές προφυλαγμένο από τους βράχους βρισκότανε το βαρύ πυροβολικό. Οι πέτρες σκεπάζονταν από τους χλοερούς πυροβολητές, κι' οι χαμηλές ποδιές της γης διαρκώς στέλνανε την πράσινη τρικυμία τους προς τα ύψη. Ψηλά πυρωμένος ο ήλιος φώτιζε την πολιορκία του βουνού, κι' ετοίμαζε τις αγκαθωτές ακτίνες του για να στεφανώσει το νικητή.

Πότε όμως θα τελείωνεν αυτό;… Άρχισε να λογαριάζει:

– Τώρα έχουνε κυριευθεί τα χαμηλώματα και οι κατότερες καναλιές. Οι ράχες αντιστέκονται κι' αντιστέκονται ακόμα. Λευκές οι πέτρες και φαλακροί μ' αδάμαστοι οι βράχοι αγωνίζονται με πείσμα κι' επιμονή, Κι' ακόμα η κορυφή του βουνού υπερήφανη και αγονάτιστη δείχνει όλη την παγερή της περιφρόνηση, στον επιδρομέα.

Κι' ικανοποιημένος έβγαλεν ένα συμπέρασμα που τον ευχαρίστησε πολύ, γιατί χαμογέλασεν αμέσως.

– Η στρατηγική του δάσους που προσπαθεί χρόνια και χρόνια να κυριέψει το βουνό, μοιάζει με τη στρατηγική των ανθρώπων που αγωνίζονται να κυριέψουνε τη ζωή. Αν φτάσουνε στην κορυφή, η ζωή τους γίνεται πράσινη, γεμάτη ελπίδα δηλαδή.,,

IV

Ο κουτός γραφέας ήρθε τη Δευτέρα το πρωί στο καράβι από τη στεριά, καταχαρούμενος και ευτυχισμένος. Ο Ρένας τον άρπαξεν από τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή.

– Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος;

– Ου! Καλά.

– Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ πάντων!

– Ναι και οι γυναίκες.

– Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες;

– Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις ξέρεις;

– Τώρα πεια! Κάποτε και γω.,, Μια φορά.,, Και τα αυτοκίνητα; τι κάνουνε τ' αυτοκίνητα, γεμίζουνε ακόμα τους δρόμους με βενζίνα; Δεν το ξεχάσανε το καθημερινό τους μάθημα;

– Ποιο μάθημα;

– Καλά, καλά.,, Μήπως έχεις κανένα δείγμα από τη στεριά;

Ο γραφέας σήκωσε το πόδι του.

Να το παπούτσι μου. Είναι ακόμη μπόλικη σκόνη.

– Δεν την περίμενα την εξυπνάδα αυτήν από σένα.,, Τώρα έφερες απόξω καμιάν εφημερίδα;

Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε.

– Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες.

Διάβασε στα θεάματα:

– Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ.

– Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς Π α τ έ· Το έγκλημα του

καλλιτέχνου. Μεγάλη κοσμική συγκέντρωσις.

Το κομμάτι αυτό της εφημερίδας του φαινότανε περίεργο, ακατανόητο, ασύλληπτο σχεδόν.

Μα πώς λοιπόν! Το θέατρο και ο κινηματόγραφος πρέπει νάτανε πολύ περίεργα θεάματα.

Ύστερα ερχόντανε άλλες είδησες κι' άλλα περιεχόμενα. Τη μπερδεμένη πολιτικολογία και την πολιτική αρθρογραφία κάπως την καταλάβαινε, και την έβρισκεν όμοιη με την τωρινή του κατάσταση. Αλλά μια είδηση του φάνηκεν εντελώς ακατανόητη:

ΣΙΓΑΡΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΥΠΟ ΣΥΝΟΔΕΙΑΝ

«Χθες το απόγευμα ο μεγαλοβιομήχανος σιγαροποιίας κ. Λ. Μαθουρίκος εξετελώνισεν εκ του Τελωνείου μίαν σιγαροποιητικήν μηχανήν. Φοβούμενος δε να μεταφέρη ταύτην μήπως υποστή η μηχανή επίθεσιν εκ μέρους των σιγαροποιών, εζήτησε την συνδρομήν της Αστυνομίας, ήτις και του παρέσχε τεσσάρας χωροφύλακας υπό τον δραστήριον υπενωμοτάρχην κ. Περδικάκην, οίτινες συνώδευσαν την μηχανήν μέχρι του εργοστασίου άνευ τινός απευκτέου».

Διάβασε και πάλι την ίδιαν είδηση, και είδεν ότι η δεύτερη ανάγνωση τον έριξε σε βαθύτερο σκοτάδι από την πρώτη.

Κάποια άλλη είδηση δεν του φάνηκεν ακατανόητη σαν την πρώτη, αλλά τον βασάνισε η εξέταση των λεπτομερειών της που δεν ήτανε γραμένες στην εφημερίδα.

ΚΑΡΡΟΔΡΟΜΙΚΟΝ

«Σούστα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε χθες π. μ. εις την οδόν Αρχαγγέλου και απέκοψε τον πόδα της εβδομηκοντούτιδος γραίας χήρας Γιαννούλας Μαστραπά. Ο δράστης καρραγωγεύς εξηκολούθησε τον δρόμον του».

Η είδηση αυτή, τόσο φτωχή σε λεπτομέρειες τον έβαλε σε αναζήτηση.

– Πώς νάγινε το δυστύχημα: Μήπως η γριά ήτανε κουφή;.,, Καθόλου περίεργο πράμα για μια γριά εβδομήντα χρόνων.,, Ύστερα γιατί η εφημερίδα να γράφει «απέκοψε τον πόδα» και όχι «έθραυσε τον πόδα»! Πρώτα-πρώτα η σούσα μόνο να σπάσει μπορεί ένα πόδι και όχι να κόψει., Αλλά ακόμα πολύ περισσότερο στην περίσταση μιας γριάς που έχει το όνομα του μαστραπά, μόνο το σπάσιμο μπορεί να εννοηθεί.,, Τέλος πόσην ώρα μετά το δυστύχημα έτρεχεν ο δράστης καρροτσέρης.,,

Η είδηση τίποτα δεν έγραφε κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι οι εφημερίδες του μέλλοντος δε θα έχουνε τις ατέλειες των τωρινών.

Türler ve etiketler

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
50 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre