Kitabı oku: «Αργία : διήγημα», sayfa 4
VII
Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.
Οι κληρωτοί πέρνανε από ένα κουβά και τον γεμίζανε νερό από την τρούμπα. Απιθώνανε τα ρούχα ένα σωρό στο σανιδένιο κατάστρωμα, και το πλύσιμο άρχιζε. Βουτούσανε το ρούχο στον κουβά, το απλώνανε στα σανίδια και τρίβανε το σαπούνι απάνω του.
Ένας από το σωρό των κληρωτών, είχε τα ρούχα του τυλιγμένα σε μια πετσέτα κάτω από τη μασχάλη του και κύτταζε τους άλλους με φανερή στεναχώρια.
– Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο
Ρένας.
– Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό.
Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα.
– Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού
αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.
Κατάφερε και οικονόμησε δυο κουβάδες, τους γέμισε νερό, και ύστερα διάλεξεν ένα κατάλληλο μέρος κοντά στον εργάτη. Ο κληρωτός ακολουθούσε.
– Δε μου λες, ξεύρεις να πλαίνεις; Ρώτησεν ο Ρένας., Αμ πού να μάθεις! Μήπως έπλαινες συ τα ρούχα σου σπίτι σου.,, Λοιπόν δω στο Ναυτικό πρέπει να φωνάζεις, να σπρώχνεις, να κάνεις τον άγριο· όχι να στέκεσαι με δεμένα τα χέρια. Πρέπει να χαλάς τον κόσμον εδώ για να σε φοβούνται.,, Θα συνηθίσεις όμως.,, Και τώρα τι κάθεσαι; Πιάσε μια φανέλλα και άρχισε να πλαίνεις.,, Όχι έτσι κουβαριασμένη. Άπλωσέ την του μάκρους.,, Βάλε κι' άλλο σαπούνι νάναι μπόλικο. Μην το λυπάσαι το σαπούνι. Εδώ στο καράβι τα ρούχα λερώνουνε πολύ από τα λάδια, τις καπνιές, τα σίδερα και τα χρώματα, και θένε σαπούνι και σαπούνι.,, Ρίξε κι' άλλο νερό απάνω για να πιάσει το σαπούνι και να γλυστρά το ρούχο.,, Να κύτταξέ με μένα.
Κάτω από τα χέρια του Ρένα το ρούχο πιεζόταν, στέναζε, έπερνε χίλιες μορφές και χίλια σχήματα, άλλαζε χρώμα και κατάσταση., Μαζί με το πλύσημο η γλώσσα του δε σταματούσε κι' έλεγε στον κληρωτό:
– Όταν το ρούχο δεν είναι πολύ βρεμένο σου σακατεύει τα χέρια σου, δε μπορείς να το τρίψεις, αγωνίζεσαι άδικα, φωνάζεις κι' αγκομαχάς.. Τώρα πιάσε και συ να δούμε.,,, Έτσι γεια σου. Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες;
– Όχι.
– Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται. Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ.
Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από την τρούμπα. Όταν τους έφερε στον κληρωτό αυτός αγωνιζότανε να πλύνει μια μάλλινη φανέλλα. Από το αγκομάχημά του φαινότανε πως η δουλειά τον στενοχωρούσε και τον κοπίαζε. Το μαλλί, πεισματάρικο, δύστρωπο, δεν ήθελε να υπακούσει στον αδέξιο κύριό του κι' έμενε λερωμένο μ' όλη την προσπάθεια και τ' αγκομαχητά του κληρωτού.
Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του, και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι.
– Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του. Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο.
– Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.
– Ότι με το κρύο δε μπάζει το ρούχο σου.,, Έπλυνες τη μάλλινη φανέλλα με ζεστό νερό δυο-τρεις φορές θα τη δεις να μπάσει και να σου ανεβαίνει ως τα βυζιά. Πάει τότε πέταξ' την. Γι' αυτό να μη λυπάσαι ποτέ τον κόπο και να την πλαίνεις με το κρύο.
– Μα δεν μπορεί να καθαρίσει είπεν ο κληρωτός.
– Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει. Η σαπουνάδα έτρεχε από παντού, αφράτη, άσπρη, λιμπιστή, πυχτή, σαν σιμιγδαλένιο καλοζύμωτο ζυμάρι.
Ο κληρωτός όλο κι' απορούσε.
– Μα καλά, γιατί και σε μένα δε γίνεται καθόλου σαπουνάδα! Όσο σαπούνι και τρίψιμο και να βάλω, το σαπούνι δεν πιάνει. Η σαπουνάδα είναι αραιή σα νερόπλυμα και η φανέλλα γίνεται βούλες- βούλες πλυμένη κι' άπλυτη.
– Έτσι κι' εγώ στις αρχές, είπεν ο Ρένας. Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια.
Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο.
Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού. Την έστιψε και είπε στον κληρωτό.
– Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα χτυπήσει παύση πλυσήματος.
Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε:
– Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και τρία νερά. Εκτός που καθαρίζουν περισσότερο, δε μένει και σαπουνάδα απάνω για να γιαλίζει όταν στεγνώσουν.
Έστιψαν ύστερα σφιχτά-σφιχτά τα ξεπλυμένα ρούχα, και τα πήρανε να τ' απλώσουνε στους ε π ά ρ τ ε ς. Καθώς είχε βραδυάσει, κρεμάσανε στην πλώρην ένα μεγάλο πολύφωτο από ηλεκτρικά, και η δουλειά στο πλύσημο και στο άπλωμα γινότανε κάτω από μιαν ώμορφη φωτοπλημμύρα. Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό.
Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα.
Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές.
VIII
Να τώρα! Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι, στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα, χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής. Οι άκατοι που ταξείδευαν ήτανε ψάρια κι' είχανε διαρκώς στην πλάτη τους φτερά, και τα πολεμικά καράβια- νεκρώσιμο θέαμα – είχανε διαρκώς στην όψη τους μνημόσυνο. Ποτέ γκρίζο χρώμα δεν του φάνηκε τόσο κακορίζικο από το χρώμα αυτό των πολεμικών καραβιών. Η θάλασσα, ατέλειωτο κοπάδι από γαλάζια σκυλιά διαρκώς ανεβοκατέβαινε, τα χαμηλά όμως κύματα δε μιλούσανε και γι' αυτό ήτανε τόσο, μα τόσο ύπουλα.
Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης, ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι, τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό.
Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι κατεβαίνανε στις βάρκες.
Θόρυβος και φωνές ακουόντανε.
– Τι νέα από τη στεριά;
– Καλά, καλά.
– Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή.
Ο Ρένας σκέφτηκε:
– Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!
Τους κύτταζε και ποτέ δεν τον χόρταινεν η θέα τους. Πάντοτε κάτι νέο είχανε να του πούνε. Τώρα παρατηρούσε ότι αισθάνονταν την ευτυχία του νερού περισσότερο από τα καράβια, και στο πλέψιμό τους υπήρχε περισσότερη φυσικότητα από κείνα. Ακόμα έβλεπε τον ηδονισμό τους. Ερωμένη τους η θάλασσα που την απολαβαίνανε λίγη- λίγη, όπως γεύεται κανένας ρουφηξές-ρουφηξές το καλό κρασί. Σέρνονταν από πάνω της τόσο, που η σκιά τους μόνο να ραΐζει το κρούσταλλό της, σταματούσαν και την κυττάζανε, κινούσανε το ένα φτερό προς αυτήν, ύστερα το άλλο. Χαμηλώνανε στο τέλος κι' αγγίζανε την άκρη της πέννας τους σα να παίρνανε αγιασμό. Ύστερα εκστατικοί από την ευτυχία τους πετούσανε φοβισμένοι, με φωνές.,
Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.
Ύστερα μετρούσε τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα του καραβιού. Ορίστε η μεγάλη καμπυλωτή μπίγα, είχε τριανταπέντε σκαλάκια. Η άκατος είχεν εικοσιεννιά στραβόξυλα από το κοράκι της πλώρης ίσαμε το ποδόσταμο της πρύμης. Οι πάγκοι της ήταν έξη, οι σκαρμοί της μόνον εννιά, γιατί ο δέκατος είχε φύγει. Τα κουπιά της τρία, και τ' άλλα τυλιγμένα μέσα στο πανί., Παρακάτω στο μεσόστεγο του θωρηκτού στεκόντανε δώδεκα χονδρά μπουντέλια, και στο κουρζέτο μετρούσε δώδεκα χαλκάδες που δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρήση τους.
Οι σκιές των πραγμάτων απλωνόντανε παντού και προσπαθούσεν απ' αυτές να μαντέψει τα ίδια τα πράγματα. Έτσι έλεγε:
– Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα.
Άκουε τις ομιλίες των ναυτών.
– Κι' άλλη τρίλλια.
Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα:
– Θα κινήσω πάντα λίθον.,,
Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους. Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του:
– Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του
κόκκινα γαλόνια.
Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει.
– Σαν καλός είναι σήμερα.
– Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,,
– Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο!
– Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά…
– Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.
Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σαν – σύμφωνα με την ιδέα του – το κατάφερνε.
– Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο
υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής;
Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε:
– Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;
– Καμιά.
– Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία.
– Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες.
Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοος!» κι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία.
Τινάχθηκε λίγο λέγοντας:
– Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος. Η κατάσταση δεν είναι δω καθόλου φυσική περπατάς πάντοτε με σκυμένη τη ψυχή στα χαμηλά αυτά διαμερίσματα.
Μέσα στο υπόφραγμα υπήρχε πολυμορφία σε κίνηση.
Οι ναύτες παραμερίζανε πολλές φορές και σιάχνανε την στάση του σώματός τους για να περάσει ο ανώτερος. Τους κατώτερους τους έσπρωχναν. Από τους ίσους ζητούσαν κάποτε συγγνώμη. Μπροστά στους φίλους μεταμορφώνανε το πρόσωπό τους σε χαμόγελο. Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε μέσα.
– Μαλάααμος!
– Σαροδήηημος!
– Βαρδαλάαας!
Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες.
Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο. Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική: