Kitabı oku: «Αργία : διήγημα», sayfa 5
– Μασούρα!
– Καραδημάκη!
Ο Ρένας είδεν ότι μπορούσε να γνωρίζει τη διαταγή από την πτώση. Η επίσημη ονομαστική του έφερνε την απέχθεια. Η κλητική, ήτανε φιλική και δεν τάραζε το αυτί του.
Και όχι μόνο η φωνή, αλλά και το περπάτημα έδειχνε τον άνθρωπο. Ο νεοπροβιβασμένος εκείνος υπαξιωματικός πήγαινε και δεν κύτταζε στα πλάγια του. Ο ναύτης που τον φωνάξανε για αγγαρίαν έσκυβε προκαταβολικά τους ώμους και σκάλιζε τη μύτη. Ο καμαρώτος είχε μικρότερα και ταχύτερα βήματα, σα να βάδιζε σε σάλα. Οι χωρίς δουλειά ναύτες κινούσαν τα χέρια τους και είχανε την αστάθεια της παλάντζας στο περπάτημά τους. Όσοι τελειώσανε την δουλειά τους στηλώνανε την μέση και πηγαίνανε με τα χέρια στις τσέπες. Όσοι φέρνανε την καραβάνα του φαγιού σιγολέγανε κάποιο τραγούδι.
Μηρμυκοφωλιά το υπόφραγμα απαράλλακτη. Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε, σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή του.
Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα μπόλικες.
– Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση.
Διαρκώς ακούονταν.
– Μίλα καλά, λέω γω.
– Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.
Τσακώνονταν και αρπάζονταν από τα ρούχα.
– Έβγαλα το Σχολαρχείο, έλεγεν ένας μικρός στρογγυλοπρόσωπος οιακιστής, αφού τον χώρισαν από τον καυγά. Έβγαλα το Σχολαρχείο μα τι βγήκε! Νάαα! Ήρθα να καταταχτώ ναυτόπαιδας.
Κι' έδοσε μια πλατειά μούτζα στο πρόσωπό του.
– Ο εγγράματος! τον έκοψεν άλλος που δεν πίστεψε. Ξέρεις μωρέ να μας πεις με τι γράφονται τα γράμματα;
Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε δρόμο.
– Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον.
– Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο.
– Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο ς. Φύυυσα!!
Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον πρώτο:
– Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε, βρε!
– Τι;
– Οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες.
.,,, Στο πρωραίο διαμέρισμα του υποφράγματος όπου ήτανε το κουρείο μαζεύονταν όλοι οι χασομέρηδες.
Ξαναδιάβασε την κολλημένη στον τοίχο διαταγή:
«Οι άνδρες πρέπει να διατελούν καλώς εξυρισμένοι, απαγορεύεται δε το τρέφειν υπογένειον (μούσι). Εκ του Γραφείου της επιστασίας.»
Μέσα κι' έξω από το διάφραγμα του κουρείου ήτανε μαζεμένοι, και μαζευόντανε τακτικά, ένας Κερκυραίος δίοπος γραφέας, ένας κληρωτός φοιτητής της φιλολογίας, ο δίοπος ξυλουργός, ο βοηθός ναύτης του πολιτικού ράφτη, ο αποθηκάριος του οπλονόμου, και μερικοί άλλοι.
Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές τους.
– Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά.
– Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι.
– Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα.
– Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα απ' το κουρμπέτι.,
.
Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.
– Πι και Φι θα μας γίνεις πάλι, φώναζεν ο φοιτητής της
φιλολογίας.
– Τράβα του ένα μπερντάκι, έτσι σώγαμπρο, κορόιδευεν ο
αποθηκάριος.
– Θα σου τον φτιάσω ως είδος πλουσιόπαιδο, απαντούσεν ο ναύτης
κουρέας.
Έφτανε στο μεταξύ και ο υπηρέτης των μηχανικών· και καλούσε το φοιτητή της φιλολογίας.
– Κύριε Παρασκευόοοπουλε!
– Παρών, εδώ.
– Νάαα! Βρε!
Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα.
IX
– Μωρέ, δυο γυναίκες!
Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.
Του φανήκανε εξαιρετικά όμορφα τα δυο κείνα πλάσματα, αλλά δε κατόρθωσε να προσδιορίσει τα χρόνια τους. Παρατήρησε ότι από τότε που κλεισμένος στο καράβι δεν έβλεπε γυναίκες είχε χάσει το απλούστατο πράμα γι' αυτόν. Είχε χάσει τη δύναμη να κρίνει τις γυναίκες. Ανυπομονούσε ν' ακούσει τη φωνή τους, πώς θάταν. Δε μιλούσαν όμως.
Τι νάτανε τάχα του υπαξιωματικού οι δυο αυτές γυναίκες; Αδελφές, εξαδέλφες, γνώριμες, δε μπορούσε να καταλάβει. Τα πρόσωπά τους δεν είχανε καμιάν ομοιότητα με το τραχύ πρόσωπο του υπαξιωματικού, ενώ μοιάζανε με τα στρογγυλά πρόσωπα των ναυτόπαιδων, τα φρέσκα και χωρίς γένεια.
Ύστερα άκουσε και τις γυναίκες να μιλούν. Η φωνή τους ήτανε γλήγορη, μαλακότερη από του άντρα, και διακρινόταν ότι έβγαιναν από λεπτότερα όργανα. Δεν είχε πολύ σταθερότητα και ήτανε σα να στρίγλιζε κάπως.
Παρατηρούσε τα μικρά τους στοματάκια. Διακρίνοντανε άσπρα δόντια και μια κόκκινη γλωσσίτσα που φαινότανε και χανόταν. Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι.
Τα δύο κορίτσια ή γυναίκες – δεν ήξερε καλά – μιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά. Ο λαιμός κατέβαινε με κανονική καμπυλότητα και χανότανε μέσα στο λεπτό πουκαμισάκι. Το μέτωπο δεν είχε καθόλου συννέφωμα και τα μαλλιά της κόμης ερχόντανε και μικραίνανε ως που σβύνανε σε ευγενικό χνούδι λίγο παρακάτω από τ' αυτί. Ύστερα τα χέρια λεπτά και άσπρα τελειώνανε σε περιποιημένα δάχτυλα, με κανονικά κομένα τα νύχια.
Αληθινό καλλιτέχνημα φαινόντανε στο Ρένα οι δυο γυναίκες, καλλιτέχνημα βγαλμένο από μεγάλη φροντίδα, εξαιρετική περιποίηση, θαυμαστή επιμέλεια. Τώρα έκανε τη σκέψη ότι όλες οι γυναίκες έτσι πρέπει νάναι, και τώρα συμπέραινε ότι τα δυο αυτά κομψοτεχνήματα που φαντάζανε μπροστά του, δε θάτανε κι' από το καλλίτερο δείγμα της γυναίκας, αφού δε φορούσανε ούτε καπέλλο.,,
Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε.
Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε:
– Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή. Τόσο φέγγουνε και τόσο είνε διάφανα. Μέσα από τα μανίκια τους χύνεται λαξευτό το ροδαλό χέρι. Το ίδιο σα να βγήκε τώρα από τον τόρνο. Φαίνεται όμως τόσο ζωντανό και μαλακό! Κάποτε αλλάζει θέση, ταράζεται, χαλά τις πτυχές της μουσελίνας και γίνεται άλλο χέρι, πιο καινούργιο ακόμα και πιο νέο. Στη δέση του ώμου, σκιασμένο λίγο, κλείνει το χέρι το μυστήριο της μασχάλης. Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του.
Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο:
– Καϋμένη!
– Έλα δα λοιπόν.,,
– Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει!
– Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,
Όταν χαθήκανε οι γυναίκες κατεβαίνοντας με τον υπαξιωματικό το κάτω υπόφραγμα, ο Ρένας αισθάνθηκεν ένα πολύ δυνατό κλονισμό. Πηδήσανε το πρώτο σκαλοπάτι, ανάλαφρες σαν πουλιά, και σηκώθηκε λίγο η φούστα τους. Της μιας ο αστράγαλος ψήλωσε σ' ένα κομμάτι κνήμης αισθαντικής και ευτυχισμένης. Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του.
– Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,
Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα.
Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει. Έπρεπε να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα του θα τον έπνιγε.
– Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε, μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.
Άρχισε να γράφει γλήγορα-γλήγορα, χωρίς να σταματά για να σκεφτεί.
«Αγαπημένη μου. Βέβαια δε θα λάβεις το γράμμα μου, όμως σε μένα έρχεται καλλίτερα την ώρα που μιλώ με τον εαυτό μου, να νομίζω ότι μιλούμε μαζί.
Πόσος καιρός είναι από τότε που δε σε βλέπω! Δε θυμούμε τώρα ούτε μπορώ να λογαριάσω. Ο ήλιος εδώ είναι άφθονος και με γεμίζει από την επιθυμία για σένα. Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο. Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα! Είναι η ανάγκη για σένα, που με σφίγκει και με πνίγει, έτσι να.,, Και όμως ζω σα σε όνειρο. Τα τριγύρω οράματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης αλάζουνε κάθε μέρα. Μόνο το καράβι μας μένει το ίδιο, και δεν μπορεί κανείς να μου βγάλει την ιδέαν ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου!
Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα.
Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή! Θα ταξειδεύαμε μόνοι μας με τη βαρκούλα μου, και γω με ευχαρίστηση θα σου έδειχνα τα πολεμικά καράβια. Τους πύργους τους, τα κανόνια τους, τις καπνοδόχες, τις μεγάλες βάρκες, τους χρυσωμένους από τον ήλιο φεγγίτες! Και θα σούλεγα:
– Να αγαπημένη ο δικός μας κόσμος. Είναι μελαγχολικός και λυπημένος, μα δε μας κάνει κακούς. Μας γεμίζει καλοσύνη και μας μαθαίνει ν' αγαπούμε. Και τι θα μούλεγες συ; Θα κύτταζες τα χέρια μου βαμένα από τη σκουριά, γεμάτα ρόζους, μα δυνατά κι' επιστημονικά στο κουπί. Θάβλεπες το πρόσωπό μου μαυρισμένο από τα κάρβουνα, μα φωτισμένο και θαυμαστό γιατί θα το εξιδανίκευεν η αγάπη μου.,, »
Το ξύλινο ταμπούρλο των τακουνιών ξαναχτύπησε πάλιν ξαφνικά στ' αυτιά του και τα δυο ζευγάρια των γυναικείων κνημών αστράψανε στα μάτια του ν' ανεβαίνουνε τα σκαλοπάτια δυνατά, αισθαντικά, ευτυχισμένα. Ήταν ένα δράμα πιο πραγματικό από την αλήθεια, κι' ήτανε μια πραγματικότητα πιο δυνατή από ένα δράμα.
Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος.