Kitabı oku: «Αργία : διήγημα», sayfa 3
V
Οι ώρες περνούσαν άεργες και παράξενες μέσα στο καράβι. Από δω κι' από κει χτυπούσαν οι σφύρες στ' αμόνι του μηχανουργείου του θωρηκτού, ή άλλες σφύρες που καθαρίζανε τις σκουριές από τη χοντρή αλυσίδα της άγκυρας.. Σιγά-σιγά και ασυναίσθητα ο Ρένας από τη γενική βοή άρχισε να ξεχωρίζει τις ιδιαίτερες νότες. Ολόκληρη ορχήστρα φυσικές και τεχνητές δύναμες που φανερώνανε την ύπαρξη της ενέργειας τους μ' αλλοιώτικο η κάθε μία ήχο. Πολλά χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή και συμμαζεμένη. Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας που βράζει πλούσια η φασουλάδα. Ολόγυρα, στα σφυρίγματα των καραβιών υπήρχε πολύς αυταρχισμός κι' αδικαιολόγητη βραχνάδα, κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι θα μπορούσανε να είχανε την ειρηνική φωνή της καμπάνας, τις νότες φυσαρμόνικας, ή πιο όμορφα, το βέλασμα μικρών προβάτων., Στο μεγάλο λίκνισμα του κύματος τα κουπιά χτυπούσανε σαν κακομαθημένα χείλια, κι' από τη θάλασσα που σχιζόταν από τις επιτήδειες πλώρες έβγαιναν ο βόγκος της αγωνίας και της αντίστασης. Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου. Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »
Και ήταν οι φωνές και οι ήχοι αυτοί ανακατεμένοι όλοι μαζί σ' ένα σύνολο κουβαριού, που το ξετύλιγε τώρα χωρίς πολλή δυσκολία ο Ρένας. Και πάλι, δεν ήταν αυτοί μόνοι.
Μέσα στον όλο θόρυβο η αίσθηση της ατμόσφαιρας τον σκέπαζεν όμοιη με ήχο άσθματος παιδιού, και η φωνή της θάλασσας του γέννησε την εντύπωση ότι τηγανίζανε ψάρια. Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς, μονολόγησε μ' έκπληξη:
– Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα!
Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά του και του είπε:
– Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι περνάμε μεις οι φυλακισμένοι.
Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε:
– Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός από σήμερα. Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό.
– Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα!
– Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα. Βλέπεις συ κανένα καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου;
– Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά μέρος.
– Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,, Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα. Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες;
Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση.
Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει. Κάποια κούραση κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση. Έλεγεν ότι ήταν ο πιο μικρός, ο ελάχιστος από τους ναύτες κι' από όλους τους ανθρώπους.,, Αν έκανεν έξαφνα ένα λουτρό; Είχε προσέξει πάντοτε στη ψυχική αλλαγή και στην καλή διάθεση που φέρνει το λουτρό., Μέσα στο διαμέρισμα των λουτρών άρχισε να ξεχνά την ανία του και την ηθική του κατάπτωση. Τρεις- τέσσερις ναύτες ολόγυμνοι, μαρμάρινοι στα σώματα, χαιρότανε τα χάδια του νερού. Τα μικρά χωρίσματα των λουτρών, τα χωρίς πόρτες μπρος, δείχνανε τα πλακάκια του δαπέδου γεμάτα σαπουνάδες. Ο Ρένας, άρχισε να βγάζει γλήγορα-γλήγορα τα ρούχα του. Η άχνα του νερού τον μεθούσε. Χλιαρό, χαδιάρικο, αισθαντικό το νερό, του ξανάφερνε στο νου τη ζωή των ανθρώπων και της πολιτείας. Στην επαφή του ζεστού νερού γινότανε πάλι ο πολιτισμένος και όπως πρέπει άνθρωπος. Το φιλόξενο και ευγενικό νερό!! Πόσο τον έκανε ανάλαφρο και πρόθυμο για δουλειά! Πόσο τον νανούριζεν έξω στο σώμα και μέσα στην ψυχή! Πάντοτε είχε λογαριάσει ένα μπάνιο περισσότερο, για εξυγιαντικό της ψυχής παρά του ίδιου του σώματος. Τις στιγμές κείνες μάλιστα, έβγαλε και αυτή τη σκέψη:
– Ανοίξετε χιλιάδες, άπειρα λουτρά στον κόσμο, και κλείσετε τα δικαστήρια και τις φυλακές.
Η χλιάδα του ατμού και η μυρουδιά του σαπουνιού και του σώματος του γεμίζανε το λουτήρα. Σα σε όνειρο περνούσανε μπροστά του τα περασμένα., Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων και των Ρωμαίων ξαναζούσε μέσα του και έστηνε βωμούς. Η ωραία αυτή ειδωλολατρεία, έλεγε, βγήκεν ασφαλώς από το νερό, και μάλιστα από τους μαρμάρινους λουτήρες των Ομηρικών ηρώων. Από το νερό δεν γεννήθηκε μόνον η Αφροδίτη, αλλά και όλος ο άφθαστος κόσμος των Θεών και των ανθρώπων του ελληνικού πολιτισμού.
Η ευγένεια και η αλήθεια του γυμνού σώματος ήταν αυτό που λέμε μεις τώρα λ α τ ρ ε ί α Ήταν η ίδια η θεότητα.
Κι' ο Ρένας μονολόγησε:
– Κανένας δε μπορεί τώρα να με γονατίσει.,,, Αχ και αν γέμιζεν η πλάση από καθαρά σώματα έφηβων και παρθένων που γυμνοί θα χορεύουνε την αιώνια νεότητα!
Η άχνα του νερού σχημάτιζε στους τοίχους ζωγραφιές και κατακαθότανε στους φεγγίτες σε σταγόνες και κρύσταλλα. Μένανε κει για κάμποσο τυπωμένες. Τα δάχτυλα του Ρένα αγγίζανε τις ζωγραφιές.,,,,,
Τώρα τα ρούχα του τού φαινόντανε συχαμένα και βαριά. Εφεύρεση βαρβαρικών εθίμων, βάρβαρης έποψης. Η ακαλαισθησία τους κακομοίριαζε το υπερήφανο σώμα, και ταπείνωνε το δέρμα. Εσώρουχα κι' εξώρουχα των νεότερων σχημάτων δεν ήτανε βέβαια κείνα που θ' αναδείχνανε μίαν Αφριδίτη ή ένα Νάρκισσο.
– Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.
Ο νους και η φαντασία του Ρένα είχανε σκεπαστεί κάτω από την τελευταία κείνη βαρβαρότητα που του σκέπασε το κεφάλι.
VI
Μετά το μεσημερινό φαγητό ο Ρένας έκανε μια πολύ σπουδαία ανακάλυψη, και γύριζε δω και κει στα υποφράγματα και στο κατάστρωμα για νάβρει κάποιο να την ανακοινώσει.
Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό.
Τον ρώτησε:
– Πόσο χρόνων είσαι;
– Σαράντα πέντε.
– Σαρανταπέντε!! Συ φαίνεσαι πολύ πιο μικρός. Μα είσαι σε αλήθεια σαρανταπέντε;
– Είναι από την καλοπέραση. Μάγειρας βλέπεις.
Το έλεγε με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε άλλος ότι είναι τραπεζίτης.
Ύστερα χτύπησε την κοιλιά του. Έμοιαζε με τουλούμι γεμάτο κρασί. Μεγάλο τουλούμι μάλιστα. Όταν τη ξαναχτύπησε, ο Ρένας άκουσεν ένα.
– Γκλουκ. Γκλουκ.
– Πατριαρχική κοιλιά έχεις.
– Α δεν έχω γω, ποιος θάχει!!
Στο τράβηγμα της ομιλίας, ο μάγειρας άρχισε να συμβουλεύεται το Ρένα πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλλίτερα τα χρήματά του έξω, γιατί σε λίγους μήνες θάπαιρνε τη σύνταξή του.
– Δε ξέρω, είπεν, αν με συμφέρει καλλίτερα ν' ανοίξω στον
Περαία καμιά ταβέρνα, ή στην Αθήνα κανένα ζαχαροπλαστείο.
– Γιατί ζαχαροπλαστείο;
– Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού τόσα χρόνια που
λες, και θάρχονται σε μένα.
– Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες που είναι και
περισσότεροι.
– Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό λέω και γω· μα
σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω τη γνώμη σου.
Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.
Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του.
– Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.
Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού.
Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι.
Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι. Σιγά-σιγά ηύρε τα λόγια του τραγουδιού σύμφωνα με τον ήχο που ακουόταν ακόμα να κατεβαίνει από το επίστεγο:
Σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας είναι σαρανταπέντε. Κι' έχει χιλιάδες είκοσι και είκοσι χιλιάδες.
Το τραγούδησε όχι πολύ δυνατά, και με κάπως μπερδεμένα λόγια για να μη καταλαβαίνονται. Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα.