Kitabı oku: «Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε», sayfa 2
ΘΟΑΣ. Πίστη και προτίμηση πιότερη δε δίνω στου βασιλιά την κόρη από την άγνωστη. Ό τ' είπα στην αρχή σου λέω και πάλι: Έλα μαζί μου και μοιράσου ό τι έχω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω βασιλιά, πώς να τολμήσω τέτοιο βήμα; Μόνη η θεά, που μ' έχει σώσει, την ταμένη ζωή μου δεν ορίζει; Δε διάλεξε αυτή το άσυλο για μένα κ' ενός πατέρα με φυλάει, που μόνο για τα μάτια πολύ τον παίδεψε, ίσως για πιο γλυκειά χαρά των γηρατειών του; Ίσως ο γυρισμός μου κοντά νάναι και γώ άσεβη στο δρόμο της, εδώ να δεσμευτώ εναντίο στο θέλημά της; Σημείο της γύρεψα αν να μείνω πρέπη.
ΘΟΑΣ. Το σημείο είναι πως μένεις εδώ ακόμα. Πρόφαση νάβρης μην παλεύης! Ένας που θέλει ν' αρνηθή, του κάκου χάνει λόγια πολλά, ο άλλος το όχι μόνο ακούει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δεν είναι λόγια αυτά να σε πλανέσουν• σου έχω ανοίξει το βάθος της καρδιάς μου. Και δεν το νιώθεις μόνος με τι τρόμο πρέπει να λαχταρώ για τον πατέρα, τη μητέρα, τ' αδέρφια; Στις αρχαίες στοές, που κάπου κάπου μόνο η θλίψη σιγολέει τ' όνομά μου – σαν τριγύρω σε νεογέννητη νάπλεκε από στύλο σε στύλο τα πιο ωραία η χαρά στεφάνια. Ω αν μ' έστελνες εκεί μ' ένα σου πλοίο, θάδινες νέα ζωή σε με και σ' όλους!
ΘΟΑΣ. Τότε γύρνα! Ότι λέει η καρδιά σου κάμε• μην ακούς τη φωνή της φρονιμάδας! Γυναίκα ας είσαι σ' όλα, στην ορμή παραδώσου που ακράτητα σε αρπάζει και δω και κει σε σέρνει! Όταν τους καίη στα στήθη η επιθυμιά, ιερός κανένας δεν τις κρατεί δεσμός απ τον προδότη, που απ την πιστή, δοκιμασμένη αγκάλη του αντρός ή του πατέρα τις πλανεύει. Μα σα σιγά στα στήθη η γοργή φλόγα, η χρυσή γλώσσα της πειθώς του κάκου βάζει πιστά τη δύναμή της όλη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Το γενναίο σου το λόγο, ω βασιλιά, θυμήσου! Έτσι την πίστη μου ανταμείβεις; Έτοιμος ήσουν να τ' ακούσης όλα.
ΘΟΑΣ. Ν' ακούσω ανέλπιστα έτοιμος δεν ήμουν έπρεπε όμως κι αυτά να τα προσμένω: δεν ήξερα γυναίκα ότ' είχα μπρος μου;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω βασιλιά, μη βρίζης το φτωχό μας γένος! Όχι λαμπρά, σαν τα δικά σας, μα κι αγενή δεν είναι της γυναίκας τα όπλα. Πίστεψέ με, το καλό σου μπορώ κάλλιο από σε να το γνωρίζω. Θαρρείς, δίχως εσέ ούτ' εμέ να ξέρης, ένας δεσμός στενώτερος μπορούσε σ' ευτυχία να μας ένωνε. Όλος θάρρος και θέληση καλή απαιτείς να στρέξω• μα οι θεοί χάρη ας έχουν, που μου δώσαν τη σταθερότη αντίσταση να φέρω σ' ένα δεσμό, που εκείνοι δεν τον θέλουν.
ΘΟΑΣ. Δε μιλούν οι θεοί, μιλεί η καρδιά σου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με την καρδιά μας μόνο μας μιλούνε.
ΘΟΑΣ. Να τους ακούω δικαίωμα εγώ δεν έχω;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Την απαλή φωνή την πνίγ' η μπόρα.
ΘΟΑΣ. Η ιέρεια τάχα μόνη την ακούει;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ο βασιλιάς ας την προσέξη πρώτος.
ΘΟΑΣ. Τ' άγια σου χρέη και το δικαίωμα, πούχεις κληρονομιά στου Δία τα δείπνα, πλέον σιμά σε φέρνουν στους θεούς παρά έναν της γης άγριο γιό.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Έτσι μου πληρώνεις μια εμπιστοσύνη με τη βία παρμένη!
ΘΟΑΣ. Είμ' άνθρωπος• και κάλλιο να τελειώνουμε. Τούτη είναι η απόφασή μου: Ιέρεια μείνε της θεάς, καθώς σ' έχει διαλεγμένη. Αλλά η θεά και μένα ας συχωρέση, που μ' άδικο και βάρος στην ψυχή μου της κρατώ τις παλιές θυσίες ως τώρα. Ξένος κανείς εδώ άβλαβος δε φτάνει• παλαιόθε ο θάνατος του βέβαιος ήταν. Μα εσύ με μια γλυκάδα, που χαιρόμουν βαθιά σ' αυτή να βλέπω μια της κόρης αβρή στοργή, μια της μνηστής αγάπη κρύφια, εσύ, σα να μ' έδεσες με μάγια, το χρέος μου μ' έχεις κάμει να ξεχάσω. Νανουρισμένα είχες τα φρένα μου. ώστε το γογγυσμό δεν άκουα του λαού μου• τώρα το κρίμα για το πρώιμο τέλος του γιού μου κράζουν δυνατώτερα όλοι. Πια δεν κρατώ για χάρη σου το πλήθος, που βιαστικά γυρεύει τη θυσία.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ποτέ δεν τόχω χάρη μου απαιτήσει• τους ουράνιους δε νιώθει όποιος νομίζει πως διψούν αίμα• μόνο τις δικές του σκληρές ορμές τους δίνει. Δε με πήρε μόνη η θεά απ τον ιερέα; Της ήταν το έργο μου πιο ωραίο απ το θάνατό μου.
ΘΟΑΣ. Την ιερή συνήθεια δε μας πρέπει με άστατη γνώμη κι ως το θέλει ο νους μας να κυβερνούμε κ' εξηγούμε. Κάμε το χρέος σου, εγώ θα κάμω το δικό μου. Δυο ξένοι είναι στα χέρια μου, που μέσα στις σπηλιές του γιαλού ήβραμε κρυμμένους και που καλό στον τόπο μου δε φέρνουν. Μ' αυτούς ξανά η θεά την πρώτη ας πάρη δίκια θυσία της, που καιρό της λείπει. Εδώ τους στέλνω• το έργο το γνωρίζεις.
ΣΚΗΝΗ Δ'
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μόνη). Σύννεφα έχεις, ω [δέσποινα σώτειρα, να σκεπάζης διωγμένους αθώους, κι απ τα χάλκινα χέρια της μοίρας στους αέρηδες, πέρα απ το κύμα κι απ της γης τα μακρύτατα πλάτη, όπου θέλεις εσύ να τους φέρνης. Και σοφή είσαι και βλέπεις τα μέλλοντα• περασμένα για σε δεν περάσαν• στους δικούς σου ησυχάζει το βλέμμα σου, ως το φως σου, ζωντάνια της νύχτας, ησυχάζει στη γης και δεσπόζει. Ω απ το αίμα τα χέρια μου φύλαξε! Ευτυχία και γαλήνη δε φέρνει κ' η θωριά του τυχαία σκοτωμένου θάναι σκιάχτρο στις μαύρες τις ώρες του φονιά του θλιμμένου κι αθέλητου. Τι αγαπούν των ανθρώπων οι αθάνατοι τα σπαρμένα παντού αγαθά γένη• του θνητού με χαρά του μακραίνουν τη γοργή τη ζωή, τους αρέσει τ' ουρανού τους του αιώνιου ν' αφήσουν τη χαρούμενη θέα έναν καιρό ν' απολάψη και κείνος μαζί τους.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Ορέστης, Πυλάδης.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Του θανάτου είναι ο δρόμος που πατούμε: Σε κάθε βήμα πιο η ψυχή ησυχάζει. Του Απόλλωνα όταν γύρεψα να πάρη τη φριχτή συνοδεία των Ερινύων από κοντά μου, φάνηκε να τάζη με λόγια θετικά, γεμάτα ελπίδα λυτρωμό και βοήθεια στο ναό της ακριβής της αδελφής του, που άρχει στους Ταύρους• κι αληθεύει τώρα, κάθε πόνος μαζί με τη ζωή μου σβήνει. Πώς εύκολα, σαν ένα χέρι θείο μου σφίγγει την καρδιά, το νου πρααίνει, τ' όμορφο φως του ήλιου μπορώ ν' αφήσω! Αν στα εγγόνια δε δόθηκε του Ατρέα νάβρουν στη μάχη τέλος δοξασμένο, και γώ, ως οι πρόγονοί μου κι ο πατέρας, θύμα να πέσω αν πρέπη άθλιου θανάτου: Ας γίνη! Κάλλιο στο βωμό εδώ, πάρα σε γωνιά κολασμένη, όπου τα δίχτυα συγγενής δολοφόνος στήνει. Ως τότε αφήστε μου γαλήνη, ω καταχθόνιες, που, σα σκυλιά στο αγρίμι, μανιωμένες χιμάτε στο αίμα, που απ τα βήματά μου σταλάζοντας, το πέρασμά μου δείχνει, Αφήστε με! σε λίγο κατεβαίνω σε σας• και με και σας το φως της μέρας δεν πρέπει να θωρή. Της γης τ' ωραίο, χλωρό λιβάδι για στοιχειά δεν είναι. Κάτω εκεί θα σας έβρω: εκεί όλους δένει όμοια μοίρα σ' αιώνια θαμπή νύχτα. Μονάχα εσέ, Πυλάδη, σύντροφέ μου αθώε στο κρίμα και στην εξορία, πώς άθελα σε παίρνω στο θλιμμένον τόπο πρώιμα! Η ζωή είτ' ο θάνατός σου μου δίνουν μόνο ελπίδα ή φόβο ακόμα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Σαν εσέ, δεν είμ' έτοιμος, Ορέστη, στο βασίλειο των ίσκιων να κατέβω. Ζητώ απ τα μπερδεμένα μονοπάτια, που δείχνουν να οδηγούν στη μαύρη νύχτα, πώς στη ζωή και πάλι ν' ανεβούμε. Δε σκέφτομαι το θάνατο• γυρεύω να βρω μην οι θεοί τρόπο και δρόμο για κάποια ποθητή φυγή ετοιμάζουν. Ο θάνατος, ή τον φοβάσαι είτ' όχι, φτάνει ακράτητος. Κι όταν θα σηκώση το χέρι η ιέρεια αγιάζοντας να κόψη την κόμη μας, μονάχη σκέψη θάχω το λυτρωμό μας. Ύψωσε απ τη θλίψη την ψυχή σου! τον κίντυνο ταχύνεις διστάζοντας. Ο Απόλλωνας μας είπε πως στο ιερό της αδερφής βοήθεια, παρηγοριά και γυρισμός προσμένουν. Διπλόγνωμα δεν είναι των θεών τα λόγια, ως τα φαντάζεται ο θλιμμένος.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Τη μαύρη σκέπη της ζωής τριγύρω στο νιο κεφάλι μου άπλωσε η μητέρα. κ' έτσι μεγάλωνα, ο ίδιος ο πατέρας, και το βουβό μου βλέμμα ήταν πικρή κατάκριση εκεινής και του εραστού της. Πόσες φορές, σαν η αδερφή μου η Ηλέκτρα στη φωτιά κοντά αμίλητη καθόταν μες στη βαθειά στοά, στην αγκαλιά της χιμούσα φοβισμένος και με μάτια ξαφνισμένα την κοίταζα να κλαίη πικρά. Τότε πολλά για το μεγάλο πατέρα μας μιλούσε κείνη. Πόσο ποθούσα να τον δω, νάμουν κοντά του! Μια ήθελα γώ να πάω στην Τροία, μια εκείνος νάρθη. Ήρθε η μέρα —
ΠΙΛΑΛΗΣ. Ω άφησε για κείνη την ώρα να μιλούν στοιχειά στον Άδη! Το θύμημα καιρών πιο ωραίων ας δίνη νέα δύναμη σε μας για άθλα καινούρια. Οι αθάνατοι έχουν χρεία κάποιους ανθρώπους καλούς, στην πλατειά γη να τους δουλεύουν. Και σένα σε χρειάζονται• για τούτο συνοδειά δε σε δώσαν του πατέρα, σαν κατέβηκε αθέλητα στον Άδη.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ω, αδράζοντας το φόρεμά του, νάχα κοντά του πάει!
ΠΙΛΑΔΗΣ. Για με νιαστήκαν όποιοι σε φύλαξαν• γιατί και γώ δεν ξέρω τι θα γινόμουν, αν δε ζούσες• όταν με σένα και για σένα απ τα μικρά μου χρόνια ζω μόνο και να ζήσω θέλω.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Μη μου θυμάς τις μέρες τις ωραίες, που ήβρα άσυλο στο σπίτι σου• με αγάπη και φρονιμάδα ο γενναίος σου ο πατέρας πήρε κοντά του τ' άνθος το φρυμένο, ενώ φαιδρός συ πάντα σύντροφός μου, σαν πεταλούδα πλουμιστή τριγύρω σε σκοτεινό λουλούδι, κάθε μέρα με νέα ζωή φτερούγιζες, σκορπούσες μες στην ψυχή μου τη χαρά σου, τόσο που ξεχνώντας τη μοίρα μου, μαζί σου σ' ένα όνειρο γοργής σερνόμουν νιότης.
ΠΙΛΑΔΗΣ. Αφότου σε αγαπώ αρχινά η ζωή μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Η συμφορά μου πες, και λες αλήθεια. Το πιο φριχτό της μοίρας μου είναι τούτο: Σα μολυσμένος, που παντού τον διώχνουν, πόνο κρυφό και θάνατο στα στήθη φέρνω• κι όπου γερόν πατήσω τόπο, τριγύρω οι ανθερές μορφές αμέσως τη θλιβερή όψη αργού θανάτου παίρνουν.
ΠΥΛΑΛΗΣ. Ο θάνατος αυτός θάβρισκε πρώτον,Ορέστη, εμέ, αν φαρμάκωνε η πνοή σου.Δεν είμ' ακόμα όλο όρεξη και θάρρος;Και η όρεξη κ' η αγάπη τα φτερά είναισ' έργα μεγάλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Έργα μεγάλα; Ναι, ήταν καιρός, που εμπρός μας τάχαμε! Όταν κυνηγούσαμε σ' όρη και λαγκάδια τ' αγρίμια, λαχταρώντας πως στο στήθος και στη γροθιά με τους τρανούς προγόνους μια μέρα ίσοι, με ρόπαλο και ξίφος στους ληστές και στα τέρατα θα ορμούμε• και στο γιαλό όταν γέρναμε το βράδυ, ένας στον άλλον ήσυχα ακουμπώντας, και στα πόδια μας έπαιζε το κύμα και πλατύς ανοιχτός άπλων' ο κόσμος μπροστά μας, στο σπαθί το χέρι ωρμούσε και μέλλοντ' άθλα χύνονταν σαν τ' άστρα τριγύρω μας αμέτρητα απ τη νύχτα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Είν' άπειρο το έργο, που μας βιάζει την ψυχή ο τελειωμός του. Καθεμιά μας πράξη εξαρχής τη θέλαμε μεγάλη τόσο, όπως γίνεται όταν με τα χρόνια σε τόπους και γενιές λαών τη σέρνει των ποιητών το στόμα υψώνοντάς τη. Ηχεί γλυκά ό τι έκαμαν οι πατέρες, όταν γερτός στο βραδινό ίσκιο ο νέος με τους αχούς της άρπας το ρουφάει• κι ό τι εμείς κάνουμε είναι, ως και για κείνους ήταν, άπλερος μάταιος κόπος! Έτσι, το ό τι μας φεύγει κυνηγούμε, το δρόμο που περνούμε μην ψηφώντας, και πλάι μόλις το βήμα των προγόνων θωρούμε και τα χνάρια της ζωής τους. Στον ίσκιο τους κοντά τρέχουμε πάντα, που στεφανώνει ισόθεος στη μακρότη σε σύννεφα χρυσά τα κορφοβούνια. Δεν έχω ιδέα μεγάλη για όποιον τρέφει στο νου, πώς ο λαός να τον υψώση: Μα εσύ, νέε, των θεών ας χρωστάς χάρη, που με σε τόσο πρώιμα τόσα έκαμαν!
ΟΡΕΣΤΗΣ. Όταν αυτοί στον άνθρωπο δωρίζουν ευχάριστο έργο, από δεινά να σώση τους δικούς του, το κράτος του ν' αυξήση, ν' ασφαλίση τα σύνορα κ' εχτροί παλιοί να πέσουν ή να φύγουν τότε να ευχαριστή! που ένας θεός την πλέον μεγάλη της ζωής του έδωσε χάρη. Μα εμένα μ' έχουν για φονιά διαλέξει της σεβαστής πάντα μητρός μου, μ' έχουν, με το νόημά τους να εκδικήσω ανόσια μιαν ανομία, στον όλεθρο σπρωγμένον. Πίστεψε, πείσμα τόβαλαν στο γένος του Ταντάλου• και γώ, ο στερνός, δεν πρέπει αθώος, δεν πρέπει τίμια να χαθώ.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Στο γιό οι θεοί δεν εκδικούν τις πράξες των πατέρων• καλός, κακός, καθένας τα έργα του πληρώνει• των γονέων κληρονομιέται η ευχή κι όχι η κατάρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Εμάς, θαρρώ, δε φέρνει εδώ η ευχή τους.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Η βουλή των τρανών θεών ωστόσο.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ώστε η βουλή τους είναι που μας χάνει.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Κάμε ό τι σε προστάζουν και καρτέρει! Την αδερφή του Απόλλωνα αν του φέρης και στους Δελφούς κ' οι δυο είναι, λατρεμένοι από ένα λαό μ' αίσθημα γενναίο, γι' αυτή την πράξη σου ίλεο θα σου γίνη το θείο ζευγάρι, κι απ των καταχθόνιων τα χέρια θα σε σώση. Τώρα κιόλα καμιά τους δεν τολμά εδώ στο άγιο δάσος.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Τουλάχιστο έτσι ήσυχο τέλος θάχω.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Αλλιώς εγώ στοχάζομαι και δένω όχι άκριτα το τι έγινε με το ό τι μέλλεται, κ' έτσι ο νους μου το εξηγεί: Καιρό ίσως να ωριμάζη η τρανή πράξη στη βουλή των θεών. Η Άρτεμη θέλει να φύγη απ το ακρογιάλι των βαρβάρων κι απ τις σκληρές ανθρώπινες θυσίες. Σε μας ήταν δωσμένο τ' όμορφο άθλο, σε μας έπεσε ο κλήρος κι από θάμα τώρα εδώ είμαστ' αθέλητα φτασμένοι.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Πλέκεις μαζί σοφά με σπάνια τέχνη τους πόθους σου και των θεών τη γνώμη.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Τι είναι η σοφία τ' ανθρώπου, αν δεν ακούη των ουράνιων το θέλημα με σέβας; Σε δεινή πράξη ένας θεός καλεί το γενναίον άντρα που έσφαλε, τον βάζει ό τι θαρρούμε αδύνατο να κάμη. Ο αντρείος νικά• πληρώνοντας το κρίμα, θεούς και κόσμο με τιμή δουλεύει.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Να ζήσω αν πρέπη και να πράξω κάτι, ένας θεός ας πάρη απ το βαρύ μου το μέτωπο τη ζάλη, που στο δρόμο το γλιστερό, απ το μητρικό βρεγμένον αίμα, με σέρνει στους νεκρούς. Με σπλάχνος ας ξεράνη τη βρύση, που πηδώντας μπρος μου απ της μάνας τις πληγές, με μιαίνει παντοτινά.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Πιο ατάραχος καρτέρει! Πληθαίνεις το κακό κι ο ίδιος παίρνεις των Ερινύων το έργο. Ήσυχος μείνε, να στοχαστώ άφησέ με. Κι όταν τέλος σμιχτή χρειαστή δύναμη, σε κράζω κ' οι δυο μαζί στοχαστικά τολμούμε την πράξη.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Λέω κι ακούω τον Οδυσσέα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Μη χλευάζης! Καθένας ας διαλέγη τον ήρωά του κι ας γυρεύη απάνω στα χνάρια του τον Όλυμπο. Το λέω: δε βρίσκω νάναι ο στοχασμός κι ο δόλος ντροπή για κείνον που τολμά μεγάλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Εγώ τιμώ όποιον είναι αντρείος κ' ίσιος.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Γιαυτό και δε σου γύρεψα τη γνώμη. Το πρώτο βήμα έχει γίνει. Ως την ώρα πολλά έμαθα απ τους φύλακές μας. Ξέρω πως μια ξένη, θεόμοιαστη γυναίκα τον άγριο νόμο τον κρατεί δεμένον. Αγνή καρδιά και δέηση και λιβάνι προσφέρει στους θεούς. Πολύ εγκωμιάζουν την αγαθή. Πιστεύουν απ το γένος των Αμαζόνων είναι κ' έχει φύγει για να σωθή από συμφορά μεγάλη.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Η φωτεινή της βασιλεία έχει χάσει τη δύναμη άμα σίμωσε ο κακούργος, που πίσω του, ως πλατειά νυχτιά, η κατάρα τρέχει και τον σκεπάζει. Η ιερή δίψα του αιμάτου λύνει την παλιά συνήθεια απ τα δεσμά της για όλεθρό μας. Τ' άγριο του βασιλιά το πνεύμα μας σκοτώνει• δεν μπορεί να μας σώση μια γυναίκα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Τύχη μας νάναι αυτή γυναίκα! Ο άντρας κι ο πιο καλός, το νου του τον μαθαίνει στη σκληράδα και τέλος κάνει νόμο και κείνο που μισεί• γίνεται ωμός, αγνώριστος σχεδόν από συνήθεια. Μόνο η γυναίκα σταθερή στη γνώμη μένει. Κάλλιο βασίζεσαι σε κείνη σε καλό και κακό. – Σώπασε! Να την• άσε μας μόνους. Ποιοι είμαστε δεν πρέπει αμέσως να της πω, να φανερώσω τη μοίρα μας αφύλαχτα. Εσύ φύγε, και πριν με σέ μιλήση αυτή, σε σμίγω.